Language of document : ECLI:EU:C:2015:852

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 23ης Δεκεμβρίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑558/14

Mimoun Khachab

κατά

Subelegación del Gobierno en Álava

[αίτηση του Tribunal Superior de Justicia
de la Comunidad Autónoma del País Vasco (Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως — Υπήκοος τρίτης χώρας — Οδηγία 2003/86/ΕΚ — Προϋποθέσεις — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ — Σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι — Εκτίμηση με προβολή στο μέλλον — Μέθοδος εκτιμήσεως — Πιθανότητα ότι ο συντηρών θα διατηρήσει τους εν λόγω πόρους μετά την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως — Χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο συντηρών πρέπει να διαθέτει τους εν λόγω πόρους»





1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των προϋποθέσεων από τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν την είσοδο και τη διαμονή της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφός τους. Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (2), το οποίο διέπει την είσοδο και τη διαμονή των μελών της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να διαθέτει ο συντηρών κατάλυμα, ασφάλιση ασθενείας και σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, καθώς και να συμμορφώνεται με μέτρα ενσωματώσεως.

2.        Το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου προς το Δικαστήριο αφορά τη σχετική με τους πόρους προϋπόθεση και πιο συγκεκριμένα το αν ο συντηρών πληροί την προϋπόθεση αυτή εφόσον διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως προς τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, ή αν το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να απαιτεί από τον συντηρούντα να διαθέτει επαρκείς πόρους και μετά την ημερομηνία αυτή, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι, μετά την είσοδο της οικογένειας στο εθνικό έδαφος, ο συντηρών θα εξακολουθεί να είναι σε θέση να συντηρεί την οικογένεια.

3.        Μολονότι το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί των μέτρων ενσωματώσεως προς τα οποία το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί από τον συντηρούντα να συμμορφώνεται (3), ή επί του επαρκούς χαρακτήρα των πόρων, χάρη στον οποίο ο συντηρών απαλλάσσεται από την ανάγκη προσφυγής στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους (4), ποτέ δεν ερωτήθηκε, αντιθέτως, σχετικά με το αν μπορεί να απαιτηθεί από τον συντηρούντα να αποδείξει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, μετά την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως θα διατηρήσει τους πόρους που διαθέτει και, ενδεχομένως, για πόσο χρονικό διάστημα θα τους διατηρήσει. Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εξετάσει το ζήτημα αυτό.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 A —      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Σκοπός της οδηγίας 2003/86 είναι, κατά το άρθρο της 1, «να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών».

5.        Η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, «όταν ο συντηρών κατέχει άδεια διαμονής που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος διάρκειας ισχύος ανώτερης ή ίσης με ένα έτος, ο οποίος έχει εύλογη προοπτική να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εφόσον τα μέλη της οικογένειάς του/της είναι υπήκοοι τρίτης χώρας, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους».

6.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)      του/της συζύγου του συντηρούντος […]»

7.        Στο κεφάλαιο IV της οδηγίας 2003/86 περιλαμβάνεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, κατά το οποίο:

«Κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο συντηρών διαθέτει:

α)      κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια στην αυτή περιοχή και το οποίο να πληροί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος·

β)      ασφάλιση ασθενείας για τον ίδιο/την ίδια και τα μέλη της οικογένειάς του/της, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος·

γ)      σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογενείας του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατώτατων εθνικών μισθών και συντάξεων καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας».

8.        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ή, ενδεχομένως, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι που ορίζονται στην παρούσα οδηγία

Κατά την ανανέωση της άδειας διαμονής, όταν ο συντηρών δεν έχει επαρκείς πόρους χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του κράτους μέλους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τις συνεισφορές των μελών της οικογένειας στο εισόδημα του νοικοκυριού·

[…]».

9.        Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 ορίζει ότι «τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του».

 Β       Το ισπανικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του οργανικού νόμου 4/2000 σχετικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των αλλοδαπών στην Ισπανία και την κοινωνική τους ενσωμάτωση (Ley Orgánica 4/2000, de 11 de enero, sobre derechos y libertades de los extranjeros en España y su integración social), της 11ης Ιανουαρίου 2000 (5) (στο εξής: οργανικός νόμος 4/2000), ορίζει ότι «οι αλλοδαποί μόνιμοι κάτοικοι Ισπανίας έχουν δικαίωμα επανενώσεως με τα μέλη της οικογένειάς τους τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 17». Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο a, του ίδιου νόμου ορίζει ότι ο αλλοδαπός μόνιμος κάτοικος έχει δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως, μεταξύ άλλων, με «τον/τη σύζυγό του, εφόσον δεν έχει επέλθει διακοπή της συμβιώσεως ή διαζύγιο και ο γάμος δεν έχει τελεστεί κατά καταστρατήγηση του νόμου».

11.      Το άρθρο 18, παράγραφος 2, του οργανικού νόμου 4/2000, σχετικά με τις «προϋποθέσεις οικογενειακής επανενώσεως», ορίζει ότι «ο συντηρών πρέπει να αποδεικνύει, κατά τους όρους που θεσπίζονται με κανονιστική πράξη, ότι διαθέτει κατάλληλο κατάλυμα και επαρκείς πόρους για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειάς του μετά την επανένωση. Για την εκτίμηση των πόρων ενόψει της επανενώσεως, δεν λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα που προέρχονται από το σύστημα κοινωνικής αρωγής, λαμβάνονται όμως υπόψη άλλα εισοδήματα τα οποία εισφέρει ο σύζυγος ο οποίος διαμένει στην Ισπανία και ζει με τον συντηρούντα».

12.      Το άρθρο 54, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 557/2011 περί εγκρίσεως του κανονισμού του οργανικού νόμου 4/2000 σχετικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των αλλοδαπών στην Ισπανία και την κοινωνική τους ενσωμάτωση, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον οργανικό νόμο 2/2009 (El Real Decreto 557/2011, de 20 de abril, por el que se aprueba el Reglamento de la Ley Orgánica 4/2000, sobre derechos y libertades de los extranjeros en España y su integración social, tras su reforma por Ley Orgánica 2/2009), της 20ής Απριλίου 2011 (6) (στο εξής: βασιλικό διάταγμα 557/2011), ορίζει:

«Ο αλλοδαπός ο οποίος αιτείται άδεια διαμονής ενόψει της επανενώσεως με τα μέλη της οικογένειάς του οφείλει, κατά την υποβολή της αιτήσεως, να προσκομίσει τα έγγραφα που πιστοποιούν ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περιθάλψεως σε περίπτωση μη καλύψεως από την κοινωνική ασφάλιση· το ελάχιστο ύψος των πόρων αυτών, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, καθορίζεται ως ακολούθως, σε ευρώ ή στο νόμιμο ισοδύναμό του σε ξένο νόμισμα, ανάλογα με τον αριθμό των προσώπων με τα οποία ο αιτών ζητεί την επανένωση και λαμβανομένων επίσης υπόψη των μελών της οικογένειας που ζουν ήδη μαζί του στην Ισπανία και εξαρτώνται από αυτόν:

a)      σε περίπτωση οικογενειών που περιλαμβάνουν δύο μέλη, δηλαδή τον αιτούντα και το αφικνούμενο στην Ισπανία πρόσωπο με το οποίο πραγματοποιείται η επανένωση: εισόδημα που αντιστοιχεί μηνιαίως στο 150 % του [Indicador Publico de Renta de Effectos Múltiples (δημοσίου δείκτη εισοδημάτων πολλαπλών εφαρμογών) (στο εξής: IPREM)] […]».

13.      O IPREM χρησιμοποιείται στην Ισπανία ως δείκτης αναφοράς για τη χορήγηση, μεταξύ άλλων, των βοηθημάτων, των υποτροφιών, των επιχορηγήσεων ή των επιδομάτων ανεργίας. Καθιερώθηκε το 2004 και αντικατέστησε τον κατώτατο διεπαγγελματικό μισθό ως δείκτη αναφοράς για τη χορήγηση των ανωτέρω βοηθημάτων.

14.      Το άρθρο 54, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 557/2011 ορίζει ότι «η άδεια διαμονής δεν χορηγείται εάν διαπιστώνεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο αιτών δεν θα είναι σε θέση να διατηρήσει τους πόρους κατά το έτος που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως. Για τη διαπίστωση αυτή, η πρόβλεψη περί της διατηρήσεως μιας πηγής εισοδημάτων κατά το εν λόγω έτος εκτιμάται με βάση την εξέλιξη των πόρων του αιτούντος κατά τους έξι μήνες που προηγήθηκαν της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως».

II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15.      Ο M. Khachab κατέχει άδεια επί μακρόν διαμένοντος στην Ισπανία. Είναι παντρεμένος με την Ilham Aghadar από το έτος 2009.

16.      Στις 20 Φεβρουαρίου 2012 ο M. Khachab υπέβαλε ενώπιον της Subdelegación del Gobierno en Álava (υποαντιπροσωπεία της Κυβερνήσεως στην Álava) αίτηση χορηγήσεως άδειας προσωρινής διαμονής για τη σύζυγό του για λόγους οικογενειακής επανενώσεως.

17.      Με την από 26 Μαρτίου 2012 απόφαση, η υποαντιπροσωπεία της Κυβερνήσεως στην Álava απέρριψε την αίτηση αυτή, για τον λόγο ότι ο M. Khachab δεν είχε «αποδείξει ότι δι[έθετε] επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του μετά την επανένωσή της».

18.      Ο M. Khachab άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως. Με την από 25 Μαΐου 2012 απόφαση, η υποαντιπροσωπεία της Κυβερνήσεως στην Álava απέρριψε την προσφυγή αυτή. Επισήμανε ότι η σύμβαση εργασίας που προσκόμισε ο M. Khachab, η οποία είχε συναφθεί στις 16 Φεβρουαρίου 2012 με την επιχείρηση Construcciones y distribuciones constru-label SL, είχε λήξει την 1η Μαρτίου 2012, ότι ο M. Khachab είχε εργαστεί στην επιχείρηση αυτή μόνον επί 15 ημέρες το 2012 και επί 48 ημέρες το 2011 και ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλόμενης με την προσφυγή αποφάσεως, δεν ασκούσε καμία επαγγελματική δραστηριότητα. Εξ αυτών συνήγαγε ότι ο αιτών δεν διέθετε επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του μετά την επανένωση. Τόνισε επίσης ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι ο αιτών θα διατηρούσε τους πόρους αυτούς κατά το επόμενο της υποβολής της αιτήσεώς του έτος.

19.      Με την από 29 Ιανουαρίου 2013 απόφαση, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 1 de Vitoria-Gasteiz (διοικητικό δικαστήριο αριθ. 1 της Vitoria-Gasteiz) επικύρωσε την από 25 Μαΐου 2012 απόφαση της υποαντιπροσωπείας της Κυβερνήσεως στην Álava. Επισήμανε ότι ο M. Khachab είχε εργαστεί μόνον επί 63 ημέρες κατά τους έξι μήνες που προηγήθηκαν της υποβολής της αιτήσεώς του, για την επιχείρηση Construcciones y distribuciones constru-label SL, και έναντι μισθού 929 ευρώ. Υπογράμμισε επίσης ότι οι προηγούμενες σε σχέση με τη σύμβαση που συνήφθη με την επιχείρηση αυτή συμβάσεις εργασίας, τις οποίες προσκόμισε ο M. Khachab, ήταν βραχείας διάρκειας. Εξ αυτού συνήγαγε ότι δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο M. Khachab, κατά το επόμενο της υποβολής της αιτήσεώς του έτος, θα εξακολουθούσε να διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του.

20.      Ο M. Khachab άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της από 29 Ιανουαρίου 2013 αποφάσεως. Προσάπτει μεταξύ άλλων στο Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 1 de Vitoria-Gasteiz ότι δεν έλαβε υπόψη ένα νέο πραγματικό περιστατικό, ήτοι το γεγονός ότι, από τις 26 Νοεμβρίου 2012, ο ίδιος εργάζεται στη συλλογή εσπεριδοειδών και συνεπώς προσπορίζεται αρκετούς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του. Ο Abogado del Estado ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, υποστηρίζοντας ότι τα νέα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και ότι από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι δεν υφίστατο για τον αιτούντα καμία προοπτική διατηρήσεως επαρκών πόρων κατά το επόμενο της υποβολής της αιτήσεώς του έτος.

21.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Αutónoma del País Vasco (Ανώτατο Δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει την απόρριψη της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως σε περίπτωση κατά την οποία ο συντηρών δεν διαθέτει σταθερούς και τακτικούς πόρους επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, βάσει εκτιμήσεως των εθνικών αρχών με προβολή στο μέλλον σχετικά με την προοπτική διατηρήσεως των οικονομικών πόρων του συντηρούντος κατά το έτος που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως και βάσει της εξελίξεως των εισοδημάτων του κατά τους έξι μήνες προ της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως;»

22.      Το ερώτημα αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο γραπτών παρατηρήσεων εκ μέρους της Ισπανικής, της Γερμανικής, της Γαλλικής, της Ουγγρικής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

III – Εκτίμηση

23.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86, το οποίο ορίζει ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τον συντηρούντα να διαθέτει «σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογένειάς του/της» επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων του συντηρούντος, δηλαδή να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον τους πόρους τους οποίους αυτός διαθέτει κατά την ημερομηνία υποβολής και/ή εξετάσεως της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, αλλά και τους πόρους τους οποίους θα διαθέτει κατά το επόμενο της υποβολής της αιτήσεως έτος, με δεδομένο ότι η πιθανότητα να διατηρήσει ο συντηρών επί ένα έτος τους πόρους εκτιμάται βάσει των πόρων τους οποίους αυτός διέθετε κατά τους έξι μήνες προ της υποβολής της αιτήσεως.

24.      Επισημαίνεται ότι το προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά τον «επαρκή» χαρακτήρα των πόρων, δηλαδή το ύψος τους υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, του ύψους των ελάχιστων εθνικών αμοιβών και συντάξεων, αλλά τον «τακτικό» και «σταθερό» χαρακτήρα των πόρων αυτών, καθώς ζητούμενο είναι να κριθεί αν οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους μπορούν να απαιτήσουν όχι μόνο να διέθετε ο συντηρών επαρκείς πόρους κατά το παρελθόν, αλλά να διαθέτει τέτοιους πόρους και στο μέλλον, για χρονικό διάστημα και με συχνότητα που απομένει να προσδιοριστούν.

25.      Ως εκ τούτου, στις παρούσες προτάσεις δεν θα εξετάσω το ζήτημα αν οι ισπανικές αρχές μπορούν, χωρίς να παραβαίνουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86, να απαιτούν από τον συντηρούντα ελάχιστο εισόδημα αντίστοιχο προς το 150 % του IPREM (7). Διευκρινίζω ωστόσο ότι, στην απόφαση Chakroun, το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα κράτη μέλη μπορούν μεν να καθορίζουν ένα ποσό ως ποσό αναφοράς, πλην όμως όχι υπό την έννοια ότι μπορούν να επιβάλλουν ένα ελάχιστο όριο εισοδήματος η μη επίτευξη του οποίου να έχει ως συνέπεια την απόρριψη οποιασδήποτε αιτήσεως περί οικογενειακής επανένωσης, χωρίς να εξετάζεται συγκεκριμένα η κατάσταση εκάστου αιτούντος» (8), και ότι η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 (9) το οποίο επιβάλλει την κατά περίπτωση εξέταση.

26.      Ειδικότερα, το ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο περιλαμβάνει, κατά τη γνώμη μου, δύο σκέλη. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους να λαμβάνουν υπόψη τους μελλοντικούς πόρους του συντηρούντος, δηλαδή σχετικά με την ίδια την αρχή της εκτιμήσεως με προβολή στο μέλλον της προϋποθέσεως περί πόρων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, δηλαδή σχετικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει ο συντηρών να διαθέτει επαρκείς πόρους (σύμφωνα με την ισπανική ρύθμιση, επί ένα έτος μετά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως) και σχετικά με την πιθανότητα οι εν λόγω πόροι να εξακολουθούν να είναι διαθέσιμοι κατά το χρονικό αυτό διάστημα (σύμφωνα με την ισπανική ρύθμιση, η πιθανότητα ο συντηρών να διατηρήσει τους πόρους του μετά την υποβολή της αιτήσεως εκτιμάται βάσει της εξελίξεως των πόρων του κατά τους έξι μήνες προ της υποβολής της αιτήσεως).

27.      Ως εκ τούτου, στη συνέχεια θα εξετάσω, κατά πρώτον, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 επιτρέπει την εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων του συντηρούντος. Επισημαίνω ήδη ότι, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εν λόγω οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν μια τέτοιου είδους εκτίμηση. Κατά δεύτερον, θα εξετάσω τη μέθοδο που ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους προκειμένου να εκτιμήσουν εάν υφίσταται πιθανότητα διατηρήσεως, και για ποιο χρονικό διάστημα, των πόρων του συντηρούντος. Επισημαίνω συναφώς ότι, μολονότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίσουν τη μέθοδο εκτιμήσεως των πόρων του συντηρούντος, καθόσον η οδηγία 2003/86 δεν περιέχει συναφή ρύθμιση, οφείλουν ωστόσο να ασκούν τη δυνατότητα αυτή σεβόμενα τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της οικογενειακής επανενώσεως. Υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, θα εξετάσω τη μέθοδο εκτιμήσεως που καθορίζεται από την ισπανική ρύθμιση και η οποία υπομνήσθηκε στο αμέσως προηγούμενο σημείο.

 A —      Επί της δυνατότητας των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86

28.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 ορίζει ότι το οικείο κράτος μέλος «μπορεί να απαιτήσει το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο συντηρών διαθέτει», μεταξύ άλλων, «σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογενείας του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους». Εντούτοις, το άρθρο αυτό δεν ορίζει τους «σταθερούς» και «τακτικούς» πόρους. Μολονότι είναι αληθές ότι διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη «αξιολογούν τους πόρους αυτούς με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους» (10), ωστόσο τα στοιχεία αυτά είναι τόσο αόριστα, ώστε δεν διευκολύνουν ιδιαίτερα την εκτίμηση περί του αν οι επίμαχοι πόροι είναι «σταθεροί» και «τακτικοί». Αντιστρόφως, το εν λόγω άρθρο όχι μόνον ορίζει, έστω και αρνητικώς, τους «επαρκείς» πόρους (πρόκειται για τους πόρους των οποίων το ύψος επιτρέπει στον συντηρούντα και στην οικογένειά του να διαβιούν χωρίς προσφυγή στην κοινωνική αρωγή), αλλά επίσης παρέχει και στοιχεία σχετικά με τη μέθοδο εκτιμήσεως των πόρων αυτών. Ειδικότερα, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, τελευταία περίοδος, διευκρινίζει ότι, για να αξιολογήσουν τους πόρους αυτούς, τα κράτη μέλη μπορούν «να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατώτατων εθνικών μισθών και συντάξεων καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας».

29.      Με άλλα λόγια, η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου δεν διευκρινίζει αν ο σταθερός και τακτικός χαρακτήρας των πόρων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως με προβολή στο μέλλον. Φρονώ, ειδικότερα, ότι δεν πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι, στο ίδιο άρθρο, χρησιμοποιείται η οριστική ενεστώτα («το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει […] ότι ο συντηρών διαθέτει») (11): κατά τη γνώμη μου, από τη χρήση του ενεστώτα και όχι του μέλλοντα («το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει […] ότι ο συντηρών θα διαθέτει») δεν δύναται να συναχθεί ότι η εκτίμηση με προβολή στο μέλλον αποκλείεται (12). Επίσης, το εν λόγω άρθρο δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο συντηρών πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους «κατά την υποβολή της αίτησης». Κατά την άποψή μου, ο χρονικός προσδιορισμός δεν αναφέρεται στην κατοχή των εν λόγω πόρων, αλλά στη δυνατότητα του οικείου κράτους μέλους να απαιτήσει την απόδειξή τους: ήτοι «κατά την υποβολή της αίτησης», «το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει» από το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο συντηρών διαθέτει επαρκείς πόρους (13).

30.      Ωστόσο, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 δεν διευκρινίζει αν ο σταθερός και τακτικός χαρακτήρας των πόρων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως με προβολή στο μέλλον, το άρθρο 16 δίδει, κατά την άποψή μου, την απάντηση στο ερώτημα αυτό.

31.      Ειδικότερα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 ορίζει ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ή, ενδεχομένως, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας», μεταξύ άλλων, «όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι που ορίζονται στην παρούσα οδηγία» (14). Με άλλα λόγια, αν μετά τη χορήγηση άδειας εισόδου και διαμονής για τα μέλη της οικογένειας δεν «πληρούται πλέον» κάποια από τις προβλεπόμενες από την οδηγία 2003/86 προϋποθέσεις της οικογενειακής επανενώσεως, οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας. Η κατοχή από τον συντηρούντα επαρκών πόρων για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειάς του χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους συνιστά μία από τις προϋποθέσεις από τις οποίες η οδηγία 2003/86 εξαρτά ρητώς την αποδοχή της οικογενειακής επανενώσεως. Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων του κεφαλαίου της IV, το οποίο τιτλοφορείται «Απαιτήσεις άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης» (15). Κατά συνέπεια, από το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι τα οικεία κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν να διαθέτει ο συντηρών επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του καθόλη τη διάρκεια της διαμονής της τελευταίας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, δηλαδή μέχρι τη χορήγηση στα μέλη της οικογένειας άδειας διαμονής ανεξάρτητης από την άδεια του συντηρούντος. Πράγματι, αφής στιγμής συμβεί τούτο τα μέλη δεν εμπίπτουν πλέον στην οδηγία 2003/83, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

32.      Η εξέταση των προπαρασκευαστικών εργασιών σχετικά με τα άρθρα 7 και 16 της οδηγίας 2003/86 επιρρωννύει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα στο προηγούμενο σημείο. Από αυτές προκύπτει, ειδικότερα, ότι το εν λόγω άρθρο 16, ως αυτό είχε στην αρχική πρόταση οδηγίας της Επιτροπής, προέβλεπε ως αποκλειστικούς λόγους για την ανάκληση ή την άρνηση ανανεώσεως των αδειών διαμονής των μελών της οικογένειας, αφενός, την πλαστογράφηση εγγράφων ή την απάτη, και, αφετέρου, τον εικονικό γάμο ή την εικονική υιοθεσία (16). Συνεπώς, στην αρχική διατύπωσή του, το εν λόγω άρθρο δεν προέβλεπε ότι οι άδειες διαμονής των μελών της οικογένειας μπορούσαν να ανακληθούν αν ο συντηρών δεν διέθετε πλέον επαρκείς πόρους για τη συντήρηση των μελών αυτών. Κατόπιν της προτάσεως των αντιπροσωπειών πλειόνων κρατών μελών να εισαχθεί στο κείμενο του άρθρου 7, παράγραφος 1, ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου ο συντηρών πρέπει να πληροί, μεταξύ άλλων, την προϋπόθεση των επαρκών πόρων (17), και λόγω της αδυναμίας επιτεύξεως ομοφωνίας μεταξύ των αντιπροσωπειών σχετικά με τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος (18), το εν λόγω άρθρο 16 τροποποιήθηκε έτσι ώστε να προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να ανακαλούν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας αν ο συντηρών δεν πληροί πλέον την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 προϋπόθεση. Επομένως, ακριβώς επειδή τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από τον συντηρούντα να διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του μετά την είσοδό της στο έδαφός τους, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανακαλούν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας αν, μετά την αποδοχή της οικογενειακής επανενώσεως, ο συντηρών δεν πληροί πλέον την προϋπόθεση αυτή.

33.      Άλλη μία διάταξη της οδηγίας 2003/86 συνηγορεί υπέρ της δυνατότητας των κρατών μελών να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να προβαίνουν σε προοπτική εκτίμηση των πόρων του συντηρούντος. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι αυτή «εφαρμόζεται όταν ο συντηρών κατέχει άδεια διαμονής που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος διάρκειας ισχύος ανώτερης ή ίσης με ένα έτος, ο οποίος έχει εύλογη προοπτική να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εφόσον τα μέλη της οικογένειάς του/της είναι υπήκοοι τρίτης χώρας, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους» (19). Το άρθρο αυτό δεν διευκρινίζει σε τι συνίσταται η «εύλογη προοπτική να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής». Αντιθέτως, στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86, της 3ης Απριλίου 2014 (20) (στο εξής: ανακοίνωση της Επιτροπής), επισημαίνεται ότι ο συντηρών του οποίου η άδεια διαμονής «χορηγήθηκε για συγκεκριμένους σκοπούς, για περιορισμένη διάρκεια ισχύος και δεν είναι ανανεώσιμη» δεν έχει τέτοια προοπτική (21). Εντούτοις, εφόσον το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 αναγνωρίζει στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους τη δυνατότητα να προβαίνουν σε εκτίμηση των προοπτικών αποκτήσεως δικαιώματος μόνιμης διαμονής, θα ήταν ανακόλουθο να μην αναγνωρίζεται σε αυτές η δυνατότητα να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον όσον αφορά τους πόρους που θα διαθέτει ο συντηρών μετά την αποδοχή της οικογενειακής επανενώσεως.

34.      Επισημαίνω, εξάλλου, ότι αυτή την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 υιοθετεί και η Επιτροπή. Ειδικότερα, στην ανακοίνωση της Επιτροπής διευκρινίζεται ότι «η εκτίμηση του σταθερού και τακτικού χαρακτήρα των πόρων πρέπει να βασίζεται στην πρόγνωση ότι, κατά εύλογη εκτίμηση, οι πόροι θα μπορούν να είναι διαθέσιμοι στο ορατό μέλλον, ούτως ώστε ο αιτών να μην χρειάζεται να προσφύγει στο σύστημα κοινωνικής αρωγής» (22).

35.      Εν προκειμένω, το άρθρο 54, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 557/2011 απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων του συντηρούντος, καθόσον προβλέπει ότι αυτές εκτιμούν την «πρόβλεψη περί της διατηρήσεως μιας πηγής εισοδημάτων κατά το έτος» που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως. Όπως προαναφέρθηκε πάντως, η οδηγία 2003/86 επιτρέπει μια τέτοια εκτίμηση.

36.      Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων του συντηρούντος, ήτοι να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τους πόρους τους οποίους διαθέτει ο συντηρών κατά την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, αλλά και τους πόρους τους οποίους θα διαθέτει μετά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

 Β       Επί της εκτιμήσεως, από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, της πιθανότητας να διατηρήσει ο συντηρών, μετά την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, τους πόρους που αυτός διαθέτει

37.      Μολονότι από την οδηγία 2003/86 προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων του συντηρούντος, αντιθέτως, η εν λόγω οδηγία δεν διευκρινίζει ούτε ποια είναι η μέθοδος η οποία πρέπει να ακολουθείται προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο συντηρών θα διατηρήσει τους πόρους που διαθέτει αλλά ούτε και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει να διατηρήσει τους πόρους αυτούς ούτως ώστε να θεωρηθούν ως «σταθεροί» και «τακτικοί» κατά την έννοια του άρθρου της 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ (23). Επομένως, στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίσουν τη μέθοδο εκτιμήσεως και να προσδιορίσουν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο συντηρών πρέπει να διατηρήσει τους πόρους τους οποίους διαθέτει τη στιγμή που γίνεται δεκτή η οικογενειακή επανένωση (24).

38.      Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεδομένου ότι, κατά γενικό κανόνα, η οικογενειακή επανένωση επιτρέπεται, η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο γʹ, της οδηγίας δυνατότητα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς» και ότι «το περιθώριο εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται με τρόπο που να αντιβαίνει προς τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να διευκολύνει την οικογενειακή επανένωση» (25). Επισημαίνω συναφώς ότι το γεγονός ότι η οικογενειακή επανένωση «κατά κανόνα επιτρέπεται» οφείλεται στο ότι αυτή συνιστά δικαίωμα. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, κατά το οποίο τα κράτη μέλη «επιτρέπουν» την είσοδο και τη διαμονή ορισμένων μελών της οικογένειας, «επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις, στις οποίες αντιστοιχούν σαφώς καθορισμένα δικαιώματα, καθόσον, στις περιπτώσεις που ορίζει η οδηγία, το εν λόγω άρθρο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση ορισμένων μελών της οικογένειας του συντηρούντος, χωρίς να δύνανται να κάνουν χρήση της εξουσίας τους εκτιμήσεως» (26).

39.      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 7, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 να απαιτούν από τον συντηρούντα να διαθέτει σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (27). Η δυνατότητα αυτή πρέπει επίσης να ασκείται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (28). Τέλος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, το οποίο επιβάλλει να εξετάζεται συγκεκριμένα η κατάσταση εκάστου αιτούντος (29).

40.      Εφόσον η δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτούν την απόδειξη υπάρξεως σταθερών, τακτικών και επαρκών πόρων πρέπει να ερμηνεύεται στενά, εξυπακούεται ότι και η συνακόλουθη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των εν λόγω πόρων πρέπει επίσης να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον, πρέπει να ασκείται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86.

41.      Εν προκειμένω, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 54, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 557/2011 ορίζει ότι ο συντηρών πρέπει να διατηρεί επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του κατά το έτος που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως και ότι η πιθανότητα διατηρήσεως των εν λόγω πόρων κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα εκτιμάται με βάση την εξέλιξη των πόρων του συντηρούντος κατά τους έξι μήνες που προηγήθηκαν της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως.

42.      Όσον αφορά το χρονικό διάστημα του ενός έτους κατά το οποίο ο συντηρών πρέπει, κατά την ισπανική ρύθμιση, να διατηρήσει επαρκείς πόρους, φρονώ ότι αυτό δεν είναι δυσανάλογα μεγάλο. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών της οδηγίας 2003/86, κάποιες αντιπροσωπείες είχαν προτείνει μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, κυμαινόμενα μεταξύ δύο και πέντε ετών. Υπενθυμίζω επίσης ότι κάποια κράτη μέλη είχαν προτείνει να ευθυγραμμιστεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο συντηρών πρέπει να πληροί την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 προϋπόθεση των πόρων με το χρονικό διάστημα διαμονής που επιτρέπει στα μέλη της οικογένειας να λάβουν αυτοτελή άδεια διανομής, μη εξαρτώμενη πλέον από την άδεια του συντηρούντος, ήτοι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο (30).

43.      Όσον αφορά τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθείται προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο συντηρών θα διατηρήσει τους πόρους τους οποίους διαθέτει επί ένα έτος από την υποβολή της αιτήσεως, δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο το να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη των πόρων του συντηρούντος κατά τους έξι προηγούμενους μήνες θίγει τον σκοπό ή την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2003/86. Το να λαμβάνεται υπόψη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα ένα έτος, δεν θα ήταν οπωσδήποτε ευνοϊκότερο για τον συντηρούντα και την οικογένειά του. Θα ήταν ευνοϊκότερο αν, για παράδειγμα, ο συντηρών είχε εργαστεί επί επτά μήνες, στη συνέχεια έχασε την εργασία του και βρήκε εκ νέου άλλη τέσσερις μήνες αργότερα (31). Δεν θα ήταν ευνοϊκότερο αν, κατά το προηγηθέν έτος, ο συντηρών είχε εργαστεί μόνο τους πέντε μήνες που προηγήθηκαν της υποβολής της αιτήσεως (32).

44.      Εν προκειμένω, ο M. Khachab υπέβαλε αίτηση οικογενειακής επανενώσεως στις 20 Φεβρουαρίου 2012. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τους έξι προηγούμενους μήνες, είχε εργαστεί μόνον επί 63 μέρες (για την επιχείρηση Construcciones y distribuciones constru-label SL) (33). Αν πράγματι έτσι έχει η κατάστασή του, τότε φρονώ ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της συζύγου του μετά την είσοδό της στο ισπανικό έδαφος. Ωστόσο, επισημαίνω ότι ο M. Khachab φέρεται να κατέχει άδεια επί μακρόν διαμένοντος και βεβαιώνει ότι κατέβαλε στην Ισπανία εισφορές επί πάνω από πέντε έτη, πράγμα από το οποίο συνάγεται ότι διαθέτει τακτικά εισοδήματα, ή, τουλάχιστον, ότι διέθετε τέτοια εισοδήματα όταν του χορηγήθηκε η άδεια αυτή. Επισημαίνω επίσης ότι βρήκε εκ νέου εργασία στις 26 Νοεμβρίου 2012, περίσταση η οποία, είναι αλήθεια, δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη από το αιτούν δικαστήριο σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες.

45.      Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και κατόπιν εξετάσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, της προσωπικής καταστάσεως του M. Khachab, κατά πόσον είναι πιθανόν ότι αυτός διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της συζύγου του και, αν ναι, ότι θα διατηρήσει επαρκείς πόρους μετά την αποδοχή της οικογενειακής επανενώσεως.

IV – Πρόταση

46.      Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco, ως εξής:

1)         Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων του συντηρούντος, ήτοι να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τους πόρους τους οποίους διαθέτει ο συντηρών κατά την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, αλλά και τους πόρους τους οποίους θα διαθέτει μετά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

2)         Η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους να προβαίνουν σε εκτίμηση με προβολή στο μέλλον των πόρων του συντηρούντος δεν πρέπει να θίγει τον σκοπό της οδηγίας 2003/86, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της οικογενειακής επανενώσεως, και πρέπει να ασκείται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86, ιδίως όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο συντηρών θα πρέπει να διατηρεί τους πόρους που διαθέτει.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 — EE L 251, σ. 12.


3 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Dogan (C‑138/13, EU:C:2014:287, σημεία 44 έως 61) καθώς και απόφαση K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453). Διευκρινίζω ότι το Δικαστήριο απεφάνθη επί των μέτρων ενσωματώσεως στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ L 16, σ. 44). Βλ. απόφαση P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369).


4 — Αποφάσεις Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117) καθώς και O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψεις 70 έως 81). Το Δικαστήριο απεφάνθη επίσης επί του επαρκούς χαρακτήρα των απαιτούμενων από τον συντηρούντα πόρων όταν αυτός δεν είναι υπήκοος τρίτης χώρας, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά υπήκοος της Ένωσης, οπότε το καθεστώς του διέπεται από την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77). Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 61) και Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 63).


5BOE αριθ. 10 της 12ης Ιανουαρίου 2000.


6BOE αριθ. 103 της 30ής Απριλίου 2011.


7 — Βλ. σημεία 12 και 13 των παρουσών προτάσεων.


8 — C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 48.


9 — Βλ. σημείο 9 των παρουσών προτάσεων.


10 — Επισημαίνω, συναφώς, ότι η τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, υποβληθείσα από την Επιτροπή στις 2 Μαΐου 2002 [COM(2001) 225 τελικό], καθιέρωνε σαφή διάκριση μεταξύ του «σταθερού» και του «τακτικού» χαρακτήρα των πόρων, η οποία δεν επαναλήφθηκε στην τελική διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86. Στην εν λόγω πρόταση διαλαμβανόταν, ειδικότερα, ότι «το κριτήριο των σταθερών πόρων αξιολογείται με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα των πόρων».


11 — Η υπογράμμιση δική μου.


12 — Διευκρινίζω συναφώς ότι, κατά την άποψή μου, από τη χρήση της οριστικής ενεστώτα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 δεν δύναται να συναχθεί ούτε ότι ο συντηρών ο οποίος προσκομίζει σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου που έχει μεν υπογραφεί, αλλά δενέχει αρχίσει ακόμα να ισχύει, πρέπει αυτομάτως να θεωρείται ότι δεν πληροί την προϋπόθεση των πόρων: επιβάλλεται να εξετάζεται η προσωπική του κατάσταση. Βλ. σημεία 25 και 39 των παρουσών προτάσεων, καθώς και, όσον αφορά την οδηγία 2004/38, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Alokpa και Moudoulou (C‑86/12, EU:C:2013:197, σημεία 23 έως 30).


13 — Υπό την επιφύλαξη, βεβαίως, των εθνικών δικονομικών κανόνων που επιτρέπουν την προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Alokpa και Moudoulou (C‑86/12, EU:C:2013:197, σημεία 31 και 32).


14 — Η υπογράμμιση δική μου.


15 — Συναφώς, επισημαίνω ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 περιέχει ρητή αναφορά στους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής. Ειδικότερα, ορίζει ότι «κατά την ανανέωση της άδειας διαμονής, όταν ο συντηρών δεν έχει επαρκείς πόρους χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του κράτους μέλους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ), το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τις συνεισφορές των μελών της οικογένειας στο εισόδημα του νοικοκυριού».


16 — Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, υποβληθείσα από την Επιτροπή την 1η Δεκεμβρίου 1999 [COM(1999) 638 τελικό].


17 — Ειδικότερα, πολλές αντιπροσωπείες διερωτήθηκαν «αν το κατά πόσον ο συντηρών πληροί τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις πρέπει να διαπιστώνεται αποκλειστικώς κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως ή [αν] μπορεί να διαπιστώνεται και σε μεταγενέστερο στάδιο». Διερωτήθηκαν, ιδίως, πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως όταν ο συντηρών πληροί την προϋπόθεση των πόρων κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως, αλλά στη συνέχεια παύει να την πληροί, διότι για παράδειγμα χάνει την εργασία του. Βλ., συναφώς, έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 11524/00, της 4ης Ιανουαρίου 2011, προσβάσιμο στην ιστοσελίδα του δημοσίου μητρώου των εγγράφων του Συμβουλίου (η υποσημείωση του άρθρου 9 της προτάσεως οδηγίας, η οποία στο τελικό κείμενο της οδηγίας μετατράπηκε στο άρθρο 7, επαναλαμβάνει τις προτάσεις της γερμανικής και της αυστριακής αντιπροσωπείας σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να εκτιμάται το αν ο συντηρών πληροί τη σχετική με τους πόρους προϋπόθεση).


18 — Κατόπιν των προβληματισμών που διατύπωσαν πολλές εθνικές αντιπροσωπείες, περί των οποίων έγινε λόγος στην προηγούμενη υποσημείωση, η προεδρία του Συμβουλίου πρότεινε να προστεθεί στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της προτάσεως οδηγίας το ακόλουθο εδάφιο: «το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει να πληροί ο συντηρών τις οριζόμενες στην παράγραφο 1 προϋποθέσεις για χρονικό διάστημα το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τα δύο έτη από την είσοδο των μελών της οικογένειας […]» (έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 7145/01, της 23ης Μαρτίου 2001). Ωστόσο, πολλές αντιπροσωπείες (γερμανική, ελληνική, ολλανδική, αυστριακή) εξέφρασαν την προτίμησή τους υπέρ ενός μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος, τριών έως πέντε ετών (έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 7144/01, της 23ης Μαρτίου 2001· έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 7612/01, της 11ης Απριλίου 2001, και έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 9019/01, της 21ης Μαΐου 2001). Ορισμένες αντιπροσωπείες (γερμανική, ελληνική, αυστριακή) πρότειναν να ευθυγραμμιστεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει ο συντηρών να διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση των μελών της οικογένειάς του με το χρονικό διάστημα μετά την παρέλευση του οποίου τα μέλη μπορούν να λάβουν αυτοτελή άδεια διαμονής, ανεξάρτητη από την άδεια του συντηρούντος, ήτοι τέσσερα έτη κατά τον χρόνο διατυπώσεως της σχετικής προτάσεως (πέντε έτη στο τελικό κείμενο της οδηγίας 2003/86, όπως προβλέπεται στο άρθρο της 15, παράγραφος 1) (έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 7144/01, της 23ης Μαρτίου 2001· έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 8491/01, της 10ης Μαΐου 2001, και έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 9019/01, της 21ης Μαΐου 2001). Αντιστρόφως, άλλες αντιπροσωπείες (βελγική, ισπανική, γαλλική) επιθυμούσαν τη μείωση σε ένα έτος του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο συντηρών πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του (έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 7144/01, της 23ης Μαρτίου 2001· έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 7612/01, της 11ης Απριλίου 2001· έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 8491/01, της 10ης Μαΐου 2001· έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 9019/01, της 21ης Μαΐου 2001, και έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 11330/01, της 2ας Αυγούστου 2001). Διαπιστώνοντας την έλλειψη ομοφωνίας μεταξύ των αντιπροσωπειών των κρατών μελών, η προεδρία του Συμβουλίου πρότεινε την εισαγωγή διακριτών ανώτατων χρονικών διαστημάτων για τον σύζυγο και για ανήλικο τέκνο (ένα έτος), για ανιόντα σε ευθεία γραμμή και για ενήλικο τέκνο (δύο έτη) και για τον σύντροφο σε ελεύθερη ένωση (τρία έτη, έπειτα δύο). Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή (έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 10922/01, της 20ής Ιουλίου 2001, και έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 11542/01, της 11ης Σεπτεμβρίου 2001).


19 — Η υπογράμμιση δική μου.


20 — COM(2014) 210 τελικό.


21 — Ανακοίνωση της Επιτροπής, σημείο 2.1. Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, «δεδομένου ότι το είδος και το αντικείμενο των αδειών διαμονής διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, απόκειται σε έκαστο εξ αυτών να προσδιορίσει τα είδη αδειών διαμονής που κρίνει ικανοποιητικά για την αποδοχή της υπάρξεως εύλογης προοπτικής» (ανακοίνωση της Επιτροπής, σημείο 2.1). Διευκρινίζω ότι η προϋπόθεση της ««εύλογης προοπτικής να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής» μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί ως αναφορά στην απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, το οποίο προβλέπεται στην οδηγία 2003/109. Πράγματι, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος είναι μόνιμο, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 9» (η υπογράμμιση δική μου). Βλ. Beck, C. H., EU Immigration and Asylum Law. Commentary on EU Regulations and Directives, K. Hailbronner (επιμ.), Hart, Nomos, 2010 (βλ. το κεφάλαιο III, σχολιασμός του άρθρου 3, σημεία 5 και 6) και Schaffrin, D., «Which standard for family reunification of third-country nationals in the European Union?», σε Immigration and Asylum Law of the EU: current debates, Carlier, (επιμ.) J.-Y., Bruylant, Bruxelles, 2005, σ. 90 επ. (βλ. σ. 102).


22 — Βλ. το σημείο 4.4., παράγραφος 2, της ανακοινώσεως της Επιτροπής.


23 — Βλ. το σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


24 — Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, το οποίο υπομνήσθηκε στο σημείο 31 των παρουσών προτάσεων, τα κράτη μέλη «μπορούν» να ανακαλούν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας όταν ο συντηρών δεν διαθέτει πλέον επαρκείς πόρους για τη συντήρηση του μέλους αυτού. Πρόκειται για δυνατότητα, και όχι για υποχρέωση, των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η οδηγία 2003/86 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να απαιτούν από τον συντηρούντα να αποδείξει ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του καθόλη τη διάρκεια της διαμονής της τελευταίας στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, μέχρι δηλαδή τα μέλη της οικογένειας να πληρούν την προϋπόθεση των πέντε ετών διαμονής, η οποία τους επιτρέπει να αιτηθούν αυτοτελή άδεια διαμονής. Τίποτε δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να απαιτούν, κατά την εξέταση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, να αποδεικνύεται απλώς ότι ο συντηρών διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του επί, για παράδειγμα, δύο έτη μετά την υποβολή της αιτήσεως. Υπέρ της θέσεως αυτής συνηγορούν και οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2003/86, στις οποίες αναφορά γίνεται με την υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων.


25 — Αποφάσεις Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 43) καθώς και O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 74) και προτάσεις μου στην υπόθεση Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:288, σημείο 44). Βλ., επίσης, σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86, απόφαση K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453, σκέψη 50), και, σχετικά με την οδηγία 2003/109, απόφαση Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 86).


26 — Απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:C:2006:429, σκέψη 60) (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, αποφάσεις Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 41)· O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 70), και K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453, σκέψη 46). Βλ., τέλος, Beck, C. H., EU Immigration and Asylum Law. Commentary on EU Regulations and Directives, K. Hailbronner (επιμ.), Hart, Nomos, 2010, σ. 171-172.


27 — Aποφάσεις Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 44), και O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 77).


28 — Βλ., σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86, απόφαση K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453, σκέψη 51). Βλ., επίσης, σχετικά με την οδηγία 2003/109, απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑508/10, EU:C:2012:243, σκέψη 75).


29 — Απόφαση Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 48). Βλ., σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86, απόφαση K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453, σκέψεις 58 έως 60).


30 — Βλ. υποσημείωση 24 των παρουσών προτάσεων.


31 — Αν το χρονικό διάστημα αναφοράς είναι ένα έτος πριν από την υποβολή της αιτήσεως, ο συντηρών θα έχει εργαστεί οκτώ μήνες επί συνόλου δώδεκα. Αν, αντιθέτως, το χρονικό διάστημα αναφοράς είναι έξι μήνες πριν από την υποβολή της αιτήσεως, θα έχει εργαστεί δύο μήνες επί συνόλου έξι.


32 — Αν το χρονικό διάστημα αναφοράς είναι ένα έτος πριν από την υποβολή της αιτήσεως, ο συντηρών θα έχει εργαστεί πέντε μήνες επί συνόλου δώδεκα. Αν, αντιθέτως, το χρονικό διάστημα αναφοράς είναι έξι μήνες πριν από την υποβολή της αιτήσεως, θα έχει εργαστεί πέντε μήνες επί συνόλου έξι.


33 — Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.