Language of document : ECLI:EU:F:2014:42

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 20ής Μαρτίου 2014

Υπόθεση F‑83/10 DEP

Κωνσταντίνος Γιαννακούρης

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Αντικείμενο:      Αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας την οποία άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 5ης Ιουνίου 2012, F‑83/10, Γιαννακούρης κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012).

Απόφαση:      Το συνολικό ποσό των καταβλητέων από τον Κ. Γιαννακούρη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δικαστικών εξόδων ως αποδοτέων εξόδων στην υπόθεση F‑83/10 καθορίζεται στα 2 555,50 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από της ημερομηνίας επιδόσεως της παρούσας διατάξεως μέχρι την ημερομηνία καταβολής, με επιτόκιο υπολογιζόμενο βάσει του οριζόμενου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιτοκίου για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως ισχύει για την προαναφερθείσα περίοδο, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Αποδοτέα έξοδα — Έννοια — Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι — Εξωτερικά έξοδα μεταφράσεως διαδικαστικών εγγράφων που καταθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης — Δεν εμπίπτουν

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

2.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Αποδοτέα έξοδα — Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι διάδικοι — Αμοιβή την οποία κατέβαλε θεσμικό όργανο στον δικηγόρο του — Περιλαμβάνεται — Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων

(Κανονισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 144, στοιχείο β΄, και 145 § 1)

1.      Από το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκύπτει ότι τα αποδοτέα έξοδα περιορίζονται, αφενός, στα ποσά που δαπανήθηκαν για τους σκοπούς της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκης και, αφετέρου, σε όσα ήταν αναγκαία για τους ανωτέρω σκοπούς.

Συναφώς, τα εξωτερικά έξοδα μεταφράσεως διαδικαστικών εγγράφων που καταθέτουν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αναγκαία έξοδα για τους σκοπούς της διαδικασίας και, επομένως, ως αποδοτέα έξοδα. Τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να προσκομίσουν μεταφράσεις κάθε διαδικαστικής πράξεως της οποίας είναι συντάκτες. Η υποχρέωση αυτή, η οποία επιβάλλεται από τον Κανονισμό Διαδικασίας στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, πηγάζει από το γεγονός ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα λειτουργούν σε ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον και διαθέτουν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για να μεταφράζουν τα διαδικαστικά έγγραφα σε όλες τις γλώσσες που προβλέπονται από το άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος. Τα εν λόγω έξοδα δεν μπορούν να επιβληθούν σε υπάλληλο ο οποίος δικαιούται να επιλέξει τη γλώσσα της διαδικασίας και ο οποίος θα υφίστατο, ως εκ τούτου, δυσμενή διάκριση αν επιβαρυνόταν με τα έξοδα αυτά. Περαιτέρω, δεν θεωρείται ότι ένας δικηγόρος πρέπει να μεταφράζει τα έγγραφα, αλλά η αμοιβή του πρέπει να αντιστοιχεί στην εργασία που καταβάλλει ως νομικός προκειμένου να συνδράμει και να εκπροσωπήσει τον πελάτη του.

(βλ. σκέψεις 20 και 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Νοεμβρίου 2004, C‑198/02 P (R)-DEP, ΕΤΕπ κατά De Nicola, σκέψη 21

ΔΔΔΕΕ: 26 Απριλίου 2010, F‑7/08 DEP, Schönberger κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 23

2.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού, τα θεσμικά όργανα δύνανται να ζητούν τη συνδρομή δικηγόρου. Επομένως, η αμοιβή του δικηγόρου αυτού εμπίπτει στην έννοια των αναγκαίων εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας, χωρίς το θεσμικό όργανο να υποχρεούται να αποδείξει ότι η συνδρομή αυτή ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη.

Όσον αφορά τον καθορισμό του ανώτατου ποσού της αμοιβής δικηγόρου που μπορεί να αναζητηθεί, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να καθορίζει τις αμοιβές που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να προσδιορίζει το ποσό μέχρι του οποίου μπορούν να αναζητηθούν οι αμοιβές αυτές από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Αποφαινόμενος επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη του ούτε τον εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του.

Συναφώς, ελλείψει διατάξεως του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του καθορισμού τιμών, στον δικαστή απόκειται να εκτιμήσει ελεύθερα τα στοιχεία της υπό κρίση υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σπουδαιότητά της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, τον φόρτο εργασίας που συνεπάγεται η ένδικη διαδικασία για τους υπαλλήλους ή συμβούλους που επιλαμβάνονται της υποθέσεως και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύει η διαφορά για τους διαδίκους.

Ομοίως, το ποσό της αποδοτέας αμοιβής του δικηγόρου του οικείου οργάνου δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η εργασία που πραγματοποιήθηκε ενδοϋπηρεσιακώς, ακόμη και πριν υποβληθεί η υπόθεση στην κρίση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που το παραδεκτό μιας προσφυγής εξαρτάται από την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και την απόρριψή της από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, οι υπηρεσίες του οργάνου εμπλέκονται καταρχήν στην εξέταση των διαφορών πριν ακόμη αυτές υποβληθούν στην κρίση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Όσον αφορά την έκταση της εργασίας σχετικά με την ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασία, εναπόκειται στον δικαστή να λάβει υπόψη του τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς αναγκαίες για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 21 έως 24 και 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Μαρτίου 2012, T‑498/09 P-DEP, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 20· 28 Μαΐου 2013, T‑278/07 P-DEP, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 14

ΔΔΔΕΕ: 10 Νοεμβρίου 2009, F‑14/08 DEP, X κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 22· Schönberger, προπαρατεθείσα, σκέψεις 24 και 29· 27 Σεπτεμβρίου 2011, F‑55/08 DEP, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψεις 41 και 42