Language of document : ECLI:EU:C:2013:9

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 15ης Ιανουαρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑529/11

Olaitan Ajoke Alarape

Olukayode Azeez Tijani

κατά

Secretary of State for the Home Department

[αίτηση του Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber),
London (Ηνωμένο Βασίλειο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Οδηγία 2004/38/EΚ – Δικαίωμα μόνιμης διαμονής – Άρθρο 16 – Νόμιμη διαμονή – Διαμονή βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68»





1.        H υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, τις προϋποθέσεις αποκτήσεως παρεπόμενου δικαιώματος διαμονής από γονέα τέκνου στο οποίο αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα εξακολουθήσεως των σπουδών του στο κράτος μέλος υποδοχής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (2), και, αφετέρου, τη δυνατότητα, τόσο για το τέκνο–φορέα δικαιώματος διαμονής κατά το άρθρο 12 όσο και για τον γονέα στον οποίο έχει αναγνωριστεί παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής, να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 της οδηγίας 2004/38/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (3).

2.        Ειδικότερα, τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London (Ηνωμένο Βασίλειο) συνεπάγονται την επανεξέταση, κατά την οδηγία 2004/38, της έννοιας της νόμιμης διαμονής, η οποία είναι θεμελιώδης, καθότι αποτελεί την προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η αναγνώριση της ιδιότητας του μονίμως διαμένοντος, η οποία αποτελεί ασφαλώς τη βασική μεταρρύθμιση (4) της εν λόγω οδηγίας.

3.        Η οδηγία 2004/38 κωδικοποιεί τις ισχύουσες ρυθμίσεις και ενσωματώνει το νομολογιακό κεκτημένο στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, βασίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία στην ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, η οποία, όπως τόνισε για πρώτη φορά το Δικαστήριο στην απόφαση Grzelczyk (5), και έκτοτε πλειστάκις επαναλήφθηκε (6), τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των πολιτών των κρατών μελών.

4.        Ενώ οι προϊσχύσασες ρυθμίσεις αναγνώριζαν απλώς ένα υπό εμβρυακή μορφή δικαίωμα «μόνιμης διαμονής» στην επικράτεια κράτους μέλους σε συγκεκριμένες κατηγορίες δικαιούχων περιοριστικώς απαριθμούμενων (7), η οδηγία αυτή καθιερώνει προς όφελος των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους που έχουν διαμείνει νομίμως επί πέντε έτη στην επικράτεια κράτους μέλους δικαίωμα μόνιμης διαμονής, το οποίο παρέχει στους διακινούμενους πολίτες ένα ασυγκρίτως σημαντικότερο πλεονέκτημα παρατείνοντας εις το διηνεκές τη διαμονή τους, στην οποία μπορεί να τεθεί τέρμα μόνον αν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας (8), και καταργώντας τους εναπομείναντες περιορισμούς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής (9).

5.        Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου τίθενται στο τμήμα I του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2004/38.

6.        Κατά το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας, υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους»:

«1.      Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ.

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.

3.      Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ’ ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

4.      Αφ’ ης στιγμής αποκτηθεί, απώλεια του δικαιώματος μόνιμης διαμονής επέρχεται μόνο σε περίπτωση απουσίας από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο συναπτά έτη.»

7.        Επιπλέον, το άρθρο 18 της οδηγίας 2004/38, με τίτλο «Απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής από ορισμένα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους», προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης για τα οποία ισχύει το άρθρο 12, παράγραφος 2, και το άρθρο 13, παράγραφος 2, και τα οποία πληρούν τους εκεί προβλεπόμενους όρους αποκτούν το δικαίωμα μόνιμης διαμονής εάν διαμείνουν νομίμως για χρονικό διάστημα πέντε συναπτών ετών στο κράτος μέλος υποδοχής.»

8.        Καίτοι η εν λόγω οδηγία κατήργησε και κωδικοποίησε την πλειονότητα των προγενέστερων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, ωστόσο, διατήρησε ανέπαφο το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε στις 16 Ιουνίου 2011 από τον κανονισμό (ΕE) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (10). 

9.        Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 (νυν άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011) ορίζει:

«Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα εν λόγω τέκνα διαμένουν στην επικράτειά του.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που καθιστούν δυνατό στα εν λόγω τέκνα να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.»

10.      Η υπό κρίση υπόθεση, που αφορά ένδικη διαφορά μεταξύ, αφενός, μητέρας και υιού, αμφότερων πολιτών τρίτου κράτους, και, αφετέρου, του Secretary of State for the Home Department, λόγω της απορρίψεως από το δεύτερο της αιτήσεως των πρώτων για την αναγνώριση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, θέτει δύο ζητήματα διαφορετικού βαθμού δυσκολίας.

11.      Το πρώτο, το οποίο έχει ήδη επιλύσει η νομολογία, συναρτάται με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατό να χορηγηθεί σε γονέα ενήλικου τέκνου που συνεχίζει τις σπουδές του δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

12.      Το δεύτερο, πρωτόγνωρο, αλλά του οποίου η επίλυση έχει απασχολήσει, κατ’ εμέ, εκτεταμένως την πρόσφατη νομολογία, σχετίζεται με το ζήτημα αν οι συμπληρωθείσες βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 περίοδοι διαμονής μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής δυνάμει της οδηγίας 2004/38.

13.      Το ιστορικό της υποθέσεως της κύριας δίκης έχει ως εξής.

14.      Η O. Alarape, γεννηθείσα στις 9 Ιουλίου 1970, είναι η μητέρα του O. Tijani, γεννηθέντος στις 28 Φεβρουαρίου 1988. Αμφότεροι υπήκοοι Νιγηρίας, εισήλθαν παρανόμως στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2001. Μετά τον γάμο της O. Alarape με τον J. Salama, γαλλικής ιθαγένειας, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση της κύριας δίκης απέκτησαν άδεια διαμονής ως μέλη οικογένειας πολίτη της Ένωσης, η οποία έληξε στις 17 Φεβρουαρίου 2009.

15.      Δεδομένου ότι το Secretary of State for the Home Department απέρριψε στις 29 Ιανουαρίου 2010 την αίτησή τους για την αναγνώριση δικαιώματος μόνιμης διαμονής ως μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που άσκησε τα δικαιώματά του για περισσότερο από πέντε έτη, η O. Alarape και ο O. Tijani άσκησαν προσφυγή ενώπιον του First-tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο την απέρριψε, κρίνοντας ότι το μόνο που αποδείκνυαν τα προσκομισθέντα ενώπιόν του έγγραφα ήταν ότι o J. Salama ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα επί δύο έτη.

16.      Οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη άσκησαν έφεση ενώπιον του Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London.

17.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η O. Alarape και ο J. Salama διαζεύχθηκαν στις 16 Φεβρουαρίου 2010 και ότι η O. Alarape ασκούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο μη μισθωτή δραστηριότητα υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, η οποία της εξασφάλιζε μηνιαίο εισόδημα περίπου 1 600 λιρών Αγγλίας (GBP) μετά την καταβολή των φόρων και των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών. Ο O. Tijani, που εργαζόταν υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως από το 2006 έως το 2008, παρακολουθούσε αδιαλείπτως προγράμματα σπουδών από την άφιξή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, συνέχισε τις πανεπιστημιακές του σπουδές και απέκτησε πτυχίο και μεταπτυχιακό δίπλωμα, πριν γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (Ηνωμένο Βασίλειο) για την πραγματοποίηση διδακτορικών σπουδών. Στο Εδιμβούργο θα φιλοξενούνταν από υπάλληλο του πανεπιστημίου όσο θα διαρκούσαν οι σπουδές του.

18.      Κατά το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London, οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη, οι οποίοι έφεραν το βάρος αποδείξεως, μπόρεσαν να αποδείξουν ότι ο J. Salama είχε ασκήσει δικαιώματα που απέρρεαν από το δίκαιο της Ένωσης μόνον κατά το διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2004 έως τον Απρίλιο του 2006. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, καίτοι η εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης από τον J. Salama κατέστησε δυσχερέστερη τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το επαγγελματικό ιστορικό του, οι εκκαλούντες δεν ζήτησαν την έκδοση αποφάσεως για τη διεξαγωγή αποδείξεων.

19.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, που προβλέπει τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου ή αναχωρήσεως πολίτη της Ένωσης, δεν τυγχάνει προφανώς εφαρμογής επί αυτής, δεδομένου ότι καμία από τις δύο περιστάσεις που μνημονεύει η διάταξη αυτή δεν συνέτρεχε στην υπό κρίση περίπτωση.

20.      Αντιθέτως, κρίνει ότι είναι σκόπιμο να εξετασθεί το ζήτημα κατά πόσον οι προσφεύγοντες στην υπόθεση της κύριας δίκης έχουν ή όχι δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

21.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι αναγκαίο, προκειμένου να μπορεί γονέας να χαρακτηριστεί “πρόσωπο που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου”, ώστε να του αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής παρεπόμενο του δικαιώματος διαμονής τέκνου που έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας και ασκεί το δικαίωμα προσβάσεώς του στην εκπαίδευση, δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, το εν λόγω τέκνο:

α)      να εξαρτάται οικονομικώς από τον γονέα του,

β)      να κατοικεί στην οικία του συγκεκριμένου γονέα και

γ)      να έχει τη συναισθηματική στήριξη του γονέα αυτού;

2)      Σε περίπτωση που για την κτήση του παρεπόμενου δικαιώματος διαμονής δεν είναι απαραίτητο ο γονέας να αποδείξει ότι συντρέχουν και οι τρεις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, αρκεί να αποδειχθεί ότι πληρούται μία ή δύο μόνον εξ αυτών;

3)      Σχετικά με το πρώτο ερώτημα, στοιχείο β΄, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ενήλικο τέκνο που σπουδάζει διαμένει με έναν ή αμφότερους τους γονείς του, έστω και αν μένει μακριά από την οικία των γονέων του ενόσω σπουδάζει (εκτός από τις διακοπές και ορισμένα Σαββατοκύριακα);

4)      Σχετικά με το πρώτο ερώτημα, στοιχείο γ΄, απαιτείται η συναισθηματική στήριξη που παρέχει ο γονέας να έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (ήτοι να είναι στενή ή να παρέχεται εκ του σύνεγγυς) ή αρκεί να πρόκειται για τον συνήθη συναισθηματικό δεσμό μεταξύ γονέα και ενήλικου τέκνου;

5.      Οσάκις πρόσωπο έχει δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 […] για περίοδο αδιάλειπτης νόμιμης διαμονής πέντε ετών, τέτοιου είδους διαμονή πληροί τις προϋποθέσεις για την κτήση δικαιώματος μόνιμης διαμονής σύμφωνα με το παράρτημα IV της οδηγίας 2004/38/EΚ […], υπό τον τίτλο “Δικαίωμα μόνιμης διαμονής”, και την έκδοση δελτίου διαμονής δυνάμει του άρθρου 19 της ίδιας οδηγίας;»

I –    Εκτίμηση

 A       Όσον αφορά τα πρώτα τέσσερα ερωτήματα

22.      Με τα πρώτα τέσσερα ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο γονέας ενήλικου τέκνου το οποίο συνεχίζει τις σπουδές του, προκειμένου να του αναγνωρισθεί παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68.

23.      Το εν λόγω άρθρο παρέχει στα τέκνα υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους το δικαίωμα να γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα εν λόγω τέκνα διαμένουν στην επικράτειά του.

24.      Βάσει της ως άνω διατάξεως, η οποία καθιερώνει το δικαίωμα των τέκνων διακινούμενων εργαζομένων στην ίση μεταχείριση ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση, το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (11), αναγνώρισε αυτοτελές δικαίωμα διαμονής του τέκνου ενός νυν ή πρώην διακινούμενου εργαζομένου, όταν το τέκνο αυτό επιθυμεί να συνεχίσει να φοιτά στο κράτος μέλος υποδοχής. Έκρινε ότι το να εμποδιστεί το εν λόγω τέκνο να συνεχίσει τη σχολική του εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής με το να μην του χορηγηθεί άδεια διαμονής θα μπορούσε να αποτρέψει τον πολίτη αυτόν από το να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας.

25.      Επιπλέον, το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι η άρνηση αναγνωρίσεως στους γονείς του τέκνου που συνεχίζει τις σπουδές του της δυνατότητας να παραμείνουν στο κράτος μέλος υποδοχής θα μπορούσε να στερήσει από το τέκνο δικαίωμα που του παρέχει ο νομοθέτης της Ένωσης, αναγνώρισε τη δυνατότητα των γονέων που «έχουν πράγματι την επιμέλεια» του εν λόγω τέκνου να επικαλούνται στο κράτος μέλος υποδοχής το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/18 (12).

26.      Ακολούθως, το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Teixeira (13), εξέτασε τις συνέπειες της ενηλικιώσεως του τέκνου όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής του γονέα του ως προσώπου έχοντος πράγματι την επιμέλειά του. Ειδικότερα, διευκρίνισε ότι το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, όταν το τέκνο φοιτά στο κράτος αυτό, παύει όταν το τέκνο ενηλικιωθεί, «εκτός αν το τέκνο εξακολουθεί να χρειάζεται την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα αυτού προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του» (14).

27.      Το Δικαστήριο έχει ήδη δώσει απάντηση επί της αρχής, στην προπαρατεθείσα απόφαση Teixeira, στα τέσσερα πρώτα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο, διευκρινίζοντας ότι το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, όταν το εν λόγω τέκνο συνεχίζει τις σπουδές του στο εν λόγω κράτος, παύει με την ενηλικίωση του εν λόγω τέκνου, εκτός αν το τέκνο εξακολουθεί να χρειάζεται την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα αυτού, προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

28.      Δεδομένου ότι το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London, περιόρισε το ερώτημά του στην περίπτωση τέκνου που έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του, θεωρώντας, κατά συνέπεια, ως δεδομένο ότι η κατάσταση των γονέων ενήλικων τέκνων που δεν έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους πρέπει να εξομοιώνεται με την κατάσταση των γονέων ανήλικων τέκνων, είναι απαραίτητο να τονισθεί, προκαταρκτικώς, ότι η παραδοχή αυτή είναι προφανώς εσφαλμένη υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου.

29.      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το δικαίωμα συνεχίσεως των σπουδών που προβλέπει το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 έχει ερμηνευτεί αυτοτελώς (15) υπό το πρίσμα του σκοπού της ενσωματώσεως των εργαζομένων και των τέκνων τους στην κοινωνική ζωή του κράτους μέλους υποδοχής που επιδιώκει το συγκεκριμένο άρθρο, γεγονός από το οποίο το Δικαστήριο συνήγαγε, μεταξύ άλλων, ότι δεν εφαρμοζόταν το όριο ηλικίας που προέβλεπαν τα πρώην άρθρα 10 και 11 του εν λόγω κανονισμού, τα οποία καταργήθηκαν από την οδηγία 2004/38 (16).

30.      Η λύση στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Teixeira τυγχάνει εφαρμογής στο τέκνο μόλις αυτό ενηλικιωθεί. Μολονότι η ενηλικίωση δεν επιδρά στα πρωτογενή δικαιώματα του τέκνου, κατά την αντίστροφη αρχή που καθιερώθηκε στην απόφασή αυτή όσον αφορά το παρεπόμενο δικαίωμα του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια του τέκνου απόλλυται το δικαίωμα διαμονής του γονέα, το οποίο μετά την ενηλικίωση του τέκνου παρατείνεται μόνον κατ’ εξαίρεση. Η αρχή αυτή συνάγεται από το τεκμήριο της ικανότητας του ενήλικου τέκνου να επιμεληθεί του εαυτού του, αλλά το εν λόγω τεκμήριο είναι μαχητό, καθώς υπάρχει η δυνατότητα να ανταποδειχθεί ότι το τέκνο εξακολουθεί να εξαρτάται από τον γονέα του.

31.      Κατ’ εμέ, η διατύπωση που προέκρινε το Δικαστήριο είναι αρκούντως σαφής. Από αυτήν προκύπτει ότι το δικαίωμα διαμονής του γονέα του τέκνου που συνεχίζει τις σπουδές του νοείται ως δικαίωμα «υπό αίρεση», «δικαίωμα για την επίτευξη σκοπού», η παράταση του οποίου μετά την ενηλικίωση του τέκνου μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση των σπουδών του. Επομένως, η διατήρηση του δικαιώματος αυτού προκύπτει μετά από έλεγχο της ανάγκης να διατηρηθεί, τον οποίο διενεργούν οι εθνικές αρχές.

32.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο εκπαιδευτικός σκοπός που συναρτάται προς τη διατήρηση του δικαιώματος μετά την ενηλικίωση του τέκνου αντιστοιχεί στο θεμέλιο επί του οποίου η νομολογία του Δικαστηρίου στήριξε το συγκεκριμένο δικαίωμα, στην εξασφάλιση δηλαδή της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος στην εκπαίδευση των τέκνων τους, το οποίο θα καθίστατο άνευ αντικειμένου αν οι γονείς στερούνταν της δυνατότητας να ασκούν οι ίδιοι την επιμέλεια των τέκνων κατά τη διάρκεια των σπουδών (17).

33.      Σε τελική ανάλυση, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να αξιολογήσουν αν υπό το πρίσμα του εν λόγω εκπαιδευτικού σκοπού το τέκνο χρειάζεται ή όχι την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα του, προκειμένου να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

34.      Η απάντηση στο ερώτημα αν το ενήλικο τέκνο συνεχίζει ή όχι να έχει ανάγκη την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα του προκειμένου να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του αποτελεί, κατ’ εμέ, πραγματικό ζήτημα η εξέταση του οποίου απόκειται στον εθνικό δικαστή, ο οποίος πρέπει να λάβει υπόψη τις κατ’ ιδίαν περιστάσεις της κάθε περιπτώσεως.

35.      Επίσης, θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να δώσει απάντηση στα τέσσερα πρώτα ερωτήματα, κάτι που θα το υποχρέωνε να εξέλθει του πεδίου των νομικών εκτιμήσεων προκειμένου να εισέλθει στο πεδίο των πραγματικών περιστατικών, το οποίο υπάγεται στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου, η ελευθερία εκτιμήσεως των προσκομισθέντων σε αυτό αποδεικτικών στοιχείων του οποίου δεν μπορεί ούτε πρέπει να περιορίζεται διά του καθορισμού συγκεκριμένων κριτηρίων.

36.      Συναφώς, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι διάφοροι παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη δεν συνιστούν στην πραγματικότητα κριτήρια ή προϋποθέσεις, ελλείψει των οποίων δεν μπορεί να αποκτηθεί παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής, αλλά απλώς ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί ότι το τέκνο, καίτοι ενηλικιώθηκε, εξακολουθεί να έχει ανάγκη την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα του.

37.      Δεν είναι δυνατό να καταρτιστεί εξαντλητικός κατάλογος των εν λόγω ενδείξεων, οι οποίες δεν πρέπει να αξιολογούνται κατά τρόπο μεμονωμένο, αλλά να συνδυάζονται και να σταθμίζονται μεταξύ τους.

38.      Επομένως, επισημαίνεται απλώς ότι οι τρεις παράγοντες που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο είναι κρίσιμοι.

39.      Συνεπώς, η αποδεδειγμένη παράταση, μετά την ενηλικίωση του τέκνου, της οικονομικής εξαρτήσεώς του από τον γονέα του συνιστά στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αντιθέτως προς τη θέση της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, θεωρώ ότι η παραδοχή ότι ο γονέας που έχει την επιμέλεια του τέκνου μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει την οικονομική υποστήριξη από τρίτο κράτος δεν είναι σύμφωνη με την πραγματικότητα. Όπως υποστήριξε ο εκπρόσωπος της O. Alarape στις προφορικές παρατηρήσεις του, δεν είναι διόλου προφανές ότι ο γονέας θα ξαναβρεί στο κράτος μέλος προελεύσεως ή σε άλλο τρίτο κράτος εργασία διασφαλίζουσα αμοιβή αντίστοιχη αυτής που θα του επιτρέπει στο κράτος μέλος υποδοχής να συνεισφέρει στις ανάγκες του τέκνου που συνεχίζει τις σπουδές του. Εξάλλου, αδυνατώ να αντιληφθώ για ποιον λόγο θα συνέφερε το κράτος μέλος υποδοχής να στερήσει από τον σπουδαστή την οικονομική στήριξη της οικογένειάς του και να τον ωθήσει να προσφύγει στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους.

40.      O βαθμός της συναισθηματικής εγγύτητας μεταξύ του γονέα και του ενήλικου τέκνου μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη, χωρίς να απαιτείται κατ’ ανάγκη η εν λόγω συναισθητική στήριξη να χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ποιότητα, εγγύτητα ή ένταση (18).

41.      Τέλος, το κριτήριο της κοινής κατοικίας μπορεί να ληφθεί υπόψη, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικό. Μολονότι το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London, επισημαίνει ότι στην προπαρατεθείσα απόφαση Baumbast και R το Δικαστήριο έκρινε ότι το πρόσωπο που ασκεί πράγματι την επιμέλεια του τέκνου θα έπρεπε να είναι σε θέση να κατοικεί με το τέκνο στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν ανήγαγε, φρονώ, την κοινή κατοικία σε προϋπόθεση αποκτήσεως του δικαιώματος διαμονής, αλλά εξέλαβε απλώς ως δεδομένο στην υπόθεση αυτή, που αφορούσε ανήλικα τέκνα, το γεγονός ότι ο ασκών την επιμέλεια των τέκνων γονέας κατοικούσε μαζί τους. Επιπλέον, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως που έδωσαν αφορμή για την έκδοση της προπαρατεθείσεως αποφάσεως Teixeira, οι οποίες, όπως ακριβώς υποστήριξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ομοιότητα με τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο δεν εξάρτησε το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής από την «παρουσία» του πατέρα και την παροχή «φροντίδας». Συνεπώς, φρονώ ότι δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί a priori ότι ένα τέκνο μπορεί να έχει ανάγκη την παρουσία και τη φροντίδα των γονέων του υπό τη δικαιολογία ότι υποχρεούται να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία, προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

42.      Τέλος, φρονώ ότι δεν είναι σκόπιμο να δοθεί απάντηση στα τέσσερα πρώτα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι η κρίση σχετικά με την ανάγκη του τέκνου εργαζόμενου μετανάστη να εξακολουθεί μετά την ενηλικίωσή του να απολαύει της παρουσίας και της φροντίδας του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλειά του, προκειμένου να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του, συνιστά πραγματικό ζήτημα εμπίπτον στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, στο οποίο απόκειται να αποφανθεί όσον αφορά τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

 B –       Όσον αφορά το πέμπτο ερώτημα

43.      Με το πέμπτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το τέκνο που ασκεί το δικαίωμά του εξακολουθήσεως των σπουδών, κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του αποκτούν, μόλις συμπληρώσουν βάσει της ως άνω διατάξεως διαμονή υπερβαίνουσα τα πέντε έτη στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής που προβλέπει το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38.

44.      Οι προϋποθέσεις αποκτήσεως του δικαιώματος μόνιμης διαμονής από τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους ορίζονται στα άρθρα 16, παράγραφος 2, 17 και 18 της εν λόγω οδηγίας.

45.      Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, τα άτομα αυτά αποκτούν το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής υπό τον όρο ότι έχουν «διαμείνει μονίμως» με πολίτη της Ένωσης επί πέντε συναπτά έτη.

46.      Κατά παρέκκλιση από την ανάγκη νόμιμης διαμονής επί πέντε συνεχή έτη με πολίτη της Ένωσης, το άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει ότι τα μέλη της οικογένειας μισθωτού ή μη εργαζομένου ανεξαρτήτως ιθαγένειας έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής αν ο ίδιος ο πολίτης της Ένωσης μπόρεσε να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής πριν τη συμπλήρωση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών, αποδεικνύοντας ότι έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ότι έχει παύσει να εργάζεται εξαιτίας μόνιμης ανικανότητας προς εργασία ή ότι ασκεί δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, διατηρώντας τον τόπο διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής. Ομοίως, καίτοι ο πολίτης της Ένωσης απεβίωσε πριν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, τα μέλη της οικογένειάς του μπορούν, ωστόσο, να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής αν ο εργαζόμενος διέμεινε στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής επί δύο έτη ή αν ο θάνατός του οφείλεται είτε σε εργατικό ατύχημα είτε σε επαγγελματική ασθένεια ή ακόμη αν ο επιζών σύντροφος απώλεσε την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους λόγω του γάμου του/της με τον εν λόγω εργαζόμενο.

47.      Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 17 της οδηγίας 2004/38, το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει, τέλος, ότι, σε περίπτωση διαζυγίου, ακυρώσεως του γάμου ή λήξεως της καταχωρημένης συμβιώσεως του πολίτη της Ένωσης, τα μέλη της οικογένειάς του αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής εάν διαμείνουν νομίμως για χρονικό διάστημα πέντε συναπτών ετών στο κράτος μέλος υποδοχής, όταν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 2, της οδηγίας, κατά τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι πρέπει, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, να μπορούν να αποδείξουν οι ίδιοι, πριν την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, ότι πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία α΄, β΄ ή δ΄, της εν λόγω οδηγίας.

48.      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ποιες περίοδοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής που προβλέπει το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38.

49.      Στην απόφασή του της 7ης Οκτωβρίου 2010, Lassal (19), που αφορούσε Γαλλίδα πολίτη έχουσα την ιδιότητα του «εργαζομένου», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, για το διάστημα από τον Ιανουάριο του 1999 έως τον Φεβρουάριο του 2005, το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι η απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής δεν περιλαμβανόταν στις ισχύσασες πριν από την οδηγία αυτή ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή του άρθρου 18 ΕΚ, πριν την έκδοση της οδηγίας 2004/38, έκρινε, εντούτοις, ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό της περιόδου συνεχούς διαμονής πέντε ετών που απαιτείται για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής όχι μόνο οι περίοδοι μετά την προθεσμία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας, αλλά και οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή «σύμφωνα με το προϊσχύσαν δίκαιο της Ένωσης».

50.      Μεταγενέστερα διευκρίνισε ότι οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώθηκαν πριν τις 30 Απριλίου 2006 βάσει μόνον νομίμως χορηγηθέντος δελτίου διαμονής δυνάμει της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (20), και χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που παρέχουν τη δυνατότητα παροχής οποιουδήποτε δικαιώματος διαμονής, δεν μπορούν να λογίζονται ως νομίμως συμπληρωθείσες όσον αφορά την κτήση δικαιώματος μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 (21).

51.      Στην απόφασή του της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Ziolkowski και Szeja (22), το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη δομή της οδηγίας 2004/38, έκρινε ότι η «έννοια της νόμιμης διαμονής που περιέχει η φράση “έχουν διαμείνει νομίμως”, στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, πρέπει να νοείται ως διαμονή σύμφωνη προς τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, ιδίως αυτές που έχουν διατυπωθεί στο άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής» (23), και εξ αυτού συνήγαγε ότι πολίτης της Ένωσης ο οποίος συμπλήρωσε διαμονή άνω των πέντε ετών στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής βάσει μόνον του εθνικού δικαίου του κράτους αυτού δεν μπορεί να θεωρείται ότι απέκτησε δικαίωμα μόνιμης διαμονής.

52.      Επομένως, το Δικαστήριο εξάρτησε την αναγνώριση δικαιώματος μόνιμης διαμονής από την τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38 για την παράταση του δικαιώματος εισόδου και διαμονής πέραν των τριών μηνών.

53.      Το ως άνω άρθρο 7 απαιτεί από τους ενδιαφερομένους να αποδείξουν ότι είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή ότι είναι μέλη συσταθείσας στο κράτος μέλος υποδοχής οικογένειας προσώπου που πληροί τους εν λόγω όρους.

54.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Δανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, αφενός, και η ένωση AIRE Centre for Advice on Individual Rights in Europe (24) καθώς και η Ο. Alarape, αφετέρου, ερμηνεύουν τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά τρόπο διαμετρικώς αντίθετο.

55.      Οι πρώτες συνάγουν από την προπαρατεθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja το συμπέρασμα ότι πολίτης τρίτου κράτους στον οποίο είχε χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής για πέντε συνεχή έτη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν μπορεί να αντλήσει εξ αυτού και μόνον του γεγονότος δικαίωμα μόνιμης διαμονής δυνάμει της οδηγίας 2004/38.

56.      Θεωρούν, κατ’ ουσία, ότι το δικαίωμα διαμονής που αντλείται από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 υφίσταται μόνο εφόσον είναι αναγκαίο, προκειμένου το τέκνο να έχει τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο κράτος μέλος υποδοχής, ότι το δικαίωμα αυτό, διακριτό από τα δικαιώματα διαμονής που αντλούνται από την οδηγία 2004/38, δεν αντιστοιχεί στις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας, και ότι ορισμένες περίοδοι διαμονής που συμπληρώνονται δυνάμει αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις σχετικά με την άσκηση αμειβόμενης δραστηριότητας ή την κατοχή επαρκών πόρων (25).

57.      Το AIRE Centre εκτιμά, αντιθέτως, ότι το πρόσωπο στο οποίο είχε χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 για διάστημα πέντε συνεχών ετών αποκτά, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 16 της οδηγίας 2004/38, δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο οικείο κράτος μέλος. Υπενθυμίζοντας ότι ο τελικός σκοπός της εν λόγω διατάξεως είναι η διασφάλιση της ενσωματώσεως των εργαζομένων πολιτών της Ένωσης και των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής και υπογραμμίζοντας ότι διαμονή πέντε ετών θεωρείται επαρκής ένδειξη ενσωματώσεως, το AIRE Centre ισχυρίστηκε, προς στήριξη της θέσεως αυτής, ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1612/68 που παρέμειναν σε ισχύ μετά την έκδοση της οδηγίας 2004/38 πρέπει να θεωρούνται ως τμήμα του ίδιου συνόλου νομοθετικών διατάξεων και ότι η κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας θα οδηγούσε στο επιδιωκόμενο από το Δικαστήριο αποτέλεσμα, ήτοι στην ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, πέραν των διαφορών των εθνικών δικαίων.

58.      Στις προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ο. Alarape, συμμεριζόμενη τις παρατηρήσεις του AIRE Centre, προσέθεσε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να επανεξετασθεί η προπαρατεθείσα νομολογία Lassal, καθότι τούτο θα συνεπαγόταν τη συνεκτίμηση όλης της περιόδου που συμπληρώθηκε δυνάμει προγενέστερου της οδηγίας 2004/38 νομοθετήματος. Υπογραμμίζει ότι στην υπό κρίση υπόθεση υφίσταται ακριβώς περίοδος διαμονής προγενέστερη του Απριλίου 2006, η οποία πρέπει, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη, και επισημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι διαμονή που χαρακτηρίσθηκε ως «νόμιμη» πριν το 2006 παύει να είναι μετά την παρέλευσή του. Κρίνει ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja εκδόθηκε στο πλαίσιο πολύ διαφορετικής καταστάσεως, όπου ο προσφεύγων επικαλούνταν δικαίωμα διαμονής δυνάμει του εθνικού του δικαίου.

59.      Κατά την Ο. Alarape, η μη αναγνώριση της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου θα είχε αποτρεπτικά αποτελέσματα, καθώς, μεταξύ άλλων, τα προσόντα που αποκτήθηκαν στο κράτος μέλος υποδοχής θα μπορούσαν να απολέσουν τη χρησιμότητά τους στο κράτος την ιθαγένεια του οποίου έχει το τέκνο και ότι είναι πιθανό το τέκνο να μην αισθάνεται ενσωματωμένο, αν γνωρίζει, ευθύς εξαρχής, ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει μόνιμος κάτοικος, έστω και αν σπουδάζει για μεγάλο διάστημα.

60.      Τέλος, παρατηρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, τόσο ο υιός της όσο και η ίδια πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38.

61.      Ως εκ τούτου, η συλλογιστική της Ο. Alarape εκκινεί από τη διπλή παραδοχή ότι, αφενός, η προπαρατεθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja αποκλείει διαστήματα διαμονής που συμπληρώνονται βάσει του εθνικού δικαίου και ότι, αφετέρου, η απόφαση Lassal επιτρέπει τη συνεκτίμηση κάθε διαστήματος που συμπληρώνεται σύμφωνα με το προγενέστερο της οδηγίας 2004/38 δίκαιο.

62.      Κατ’ εμέ, οι ως άνω δύο παραδοχές είναι εσφαλμένες.

63.      Ειδικότερα, φρονώ ότι από την προπαρατεθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja προκύπτει ότι το Δικαστήριο διέκρινε τις περιόδους διαμονής που καθιστούν δυνατή την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής από τις περιόδους που δεν την καθιστούν δυνατή, όχι βάσει της προελεύσεως του δικαιώματος αλλά της φύσεως αυτού. Το Δικαστήριο, δηλαδή, δεν αντέταξε το δίκαιο της Ένωσης προς τα εθνικά δίκαια, αλλά τις περιόδους διαμονής που πληρούν τις προϋποθέσεις οικονομικού χαρακτήρα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 προς αυτές που δεν πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις.

64.      Επομένως, το Δικαστήριο φρόντισε να επισημάνει, σε απάντηση προς το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, ότι πολίτης της Ένωσης που έχει συμπληρώσει διαμονή άνω των πέντε ετών στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής αποκλειστικώς βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους αυτού πρέπει να θεωρείται ότι απέκτησε δικαίωμα μόνιμης διαμονής «αν, κατά τη διάρκεια αυτής της διαμονής, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας» (26), γεγονός από το οποίο συνάγεται a contrario ότι ενδιαφερόμενος που μολονότι έχει διαμείνει αποκλειστικώς βάσει μόνον του εθνικού δικαίου πληρούσε τις εν λόγω προϋποθέσεις, θα μπορούσε να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής.

65.      Επιπλέον, σε απάντηση προς το δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώθηκαν στην επικράτεια κράτους μέλους από τον πολίτη τρίτου κράτους πριν την προσχώρηση του οικείου κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό αποκτήσεως δικαιώματος μόνιμης διαμονής, εφόσον συμπληρώθηκαν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38. Όμως, εξ ορισμού, οι εν λόγω περίοδοι διαμονής συμπληρώθηκαν μόνον δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής (27).

66.      Επομένως, υπό το πρίσμα της εν λόγω αποφάσεως, της οποίας η λύση επαναλήφθηκε στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Czop και Punakova (28), είναι προφανές ότι περίοδος διαμονής που συμπληρώνεται αποκλειστικώς βάσει του εθνικού δικαίου, αλλά υπό προϋποθέσεις σύμφωνες με τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2004/38, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής. Πρόκειται, πρακτικώς, για περιόδους διαμονής που συμπληρώνονται από πολίτη της Ένωσης ή μέλος της οικογένειάς του πριν την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας 2004/38 ή από πολίτη τρίτου κράτους μέλους πριν την προσχώρηση του εν λόγω κράτους στην Ένωση.

67.      Αντιστρόφως, τίθεται το ζήτημα κατά πόσο περίοδος διαμονής που συμπληρώθηκε βάσει του δικαίου της Ένωσης χωρίς όμως να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38 θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη.

68.      Καταρχάς, η προπαρατεθείσα απόφαση Lassal, εξεταζόμενη μεμονωμένως, συνηγορεί υπέρ της καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, καθόσον, προς τον σκοπό αποκτήσεως του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, δέχεται τη συνεκτίμηση όλης της περιόδου διαμονής που συμπληρώθηκε «σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης» πριν την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας 2004/38, χωρίς να περιορίζει την εν λόγω συνεκτίμηση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως αυτές στις οποίες το προϊσχύον δίκαιο προέβλεπε δικαίωμα μόνιμης διαμονής.

69.      Εντούτοις, η εμβέλεια της αποφάσεως αυτής πρέπει να αξιολογηθεί λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστάσεων που επισήμανε το Δικαστήριο και των αποσαφηνίσεων που παρασχέθηκαν με την προπαρατεθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Lassal είχε την ιδιότητα του «εργαζομένου κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης» (29), γεγονός από το οποίο συνήγαγε ότι πληρούσε, πριν την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2004/38, τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που έθεσε μεταγενέστερα το άρθρο 7 αυτής. Υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας αποφάσεως Ziolkowski και Szeja η μόνη ανάλυση που μπορεί να γίνει δεκτή είναι η εξής: προκειμένου να είναι νόμιμη η διαμονή που συμπληρώθηκε πριν την ημερομηνία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έπρεπε να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που εξαρτούν το δικαίωμα διαμονής από προϋποθέσεις αντίστοιχες των προβλεπόμενων στο άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας.

70.      Απομένει να διευκρινιστεί το ζήτημα αν το γεγονός ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 αποτελεί μέρος ενός συνεκτικού «νομοθετικού συνόλου» στο οποίο ανήκει η οδηγία 2004/38 επιτάσσει την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 16 της εν λόγω οδηγίας.

71.      Φρονώ ότι η νομολογιακή καθιέρωση του αυτοτελούς χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής κατέχει κεντρική θέση στην ανάλυση που πρέπει να πραγματοποιηθεί, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.

72.      Λόγω του αυτοτελούς χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής είναι, πράγματι, δυνατή η ανάπτυξη δύο εκ διαμέτρου αντίθετων συλλογισμών.

73.      Όπως υπογραμμίζουν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Δανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, ο αυτοτελής χαρακτήρας του δικαιώματος διαμονής κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δεν επιτρέπει προφανώς να θεωρείται αυτό κατ’ αναλογία ως αντίστοιχο της δεύτερης βαθμίδας, ήτοι της διαμονής άνω των τριών μηνών στο πλαίσιο της σταδιακής κλίμακας ενσωματώσεως που προβλέπει η οδηγία 2004/38.

74.      Εντούτοις, το επιχείρημα που αντλείται από την αυτοτέλεια του δικαιώματος διαμονής των τέκνων τα οποία συνεχίζουν τις σπουδές τους μπορεί να αντιστραφεί και να προταθεί μια διαμετρικώς αντίθετη ανάλυση. Στο εν λόγω δικαίωμα διαμονής δεν εφαρμόζεται η νομολογία περί της προϋποθέσεως των πόρων και της ασφαλίσεως ασθενείας, διότι «δεν βασίζεται στην οικονομική ανεξαρτησία […], αλλά στο γεγονός ότι ο σκοπός που επιδιώκει ο κανονισμός 1612/68, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, απαιτεί να υπάρχουν οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση της οικογένειας του εργαζομένου στο περιβάλλον του κράτους μέλους υποδοχής» (30). Δεδομένου ότι τα τέκνα και οι έχοντες την επιμέλεια αυτών γονείς μπορούν να επωφεληθούν δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών που αντιστοιχεί στο προβλεπόμενο από το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, αλλά του οποίου η αναγνώριση δεν εξαρτάται από τις προϋποθέσεις που ορίζει το ως άνω άρθρο, η εκ νέου εισαγωγή των προϋποθέσεων αυτών για την απόκτηση της ιδιότητας του μονίμως διαμένοντος συνιστά παράδοξο, ακόμη μεγαλύτερο αν ληφθεί υπόψη ότι η αρχή της αυτοτέλειας του δικαιώματος διαμονής, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση ευνοϊκότερης θέσεως στο τέκνο χωρίς οποιαδήποτε απαίτηση οικονομικής αυτοτέλειας, στρέφεται τελικώς εναντίον του δικαιούχου του, αποκλείοντας τελικώς την εκ μέρους του απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου (31).

75.      Επιπλέον, η εκ νέου εισαγωγή της απαιτήσεως της οικονομικής αυτοτέλειας, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη επαρκούς δεσμού ενσωματώσεως στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής είναι ελάχιστα συμβατή με την αντίληψη ότι το δικαίωμα διαμονής που αναγνωρίζεται στους διακινούμενους εργαζομένους καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους βασίζεται σε τεκμήριο ενσωματώσεως το οποίο απορρέει από το γεγονός ότι έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας. Αφότου υπενθύμισε τη διάκριση μεταξύ των διακινούμενων εργαζομένων και των μελών της οικογένειάς τους, αφενός, και των πολιτών της Ένωσης που είναι οικονομικώς ανενεργοί, αφετέρου, το Δικαστήριο υπογράμμισε, στην απόφασή του της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (32), ότι, όσον αφορά ιδίως τους διακινούμενους εργαζομένους, ο δεσμός ενσωματώσεως προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι με τις φορολογικές εισφορές που καταβάλλει ο διακινούμενος εργαζόμενος στο κράτος μέλος υποδοχής στο πλαίσιο ασκήσεως της έμμισθης δραστηριότητάς του συμβάλλει στη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής του εν λόγω κράτους και πρέπει να απολαύει κοινωνικών παροχών υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς εργαζομένους (33).

76.      Εξάλλου, αν ο δεσμός ενσωματώσεως δεν τεκμαιρόταν αλλά έπρεπε να αποδειχθεί, θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι από την περίσταση ότι ένα τέκνο, μετά την εγκατάστασή του στο κράτος μέλος υποδοχής υπό την ιδιότητα μέλους της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου, ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, χωρίς να ακολουθήσει ανώτατες σπουδές, προκύπτει επίπεδο επαρκούς ενσωματώσεως στην κοινωνία του εν λόγω κράτους.

77.      Καίτοι δεν είναι δυνατό να παραγνωρισθεί το επιχείρημα που αντλείται από τον βαθμό πραγματικής ενσωματώσεως στο κράτος μέλος υποδοχής, το οποίο με ώθησε να προτείνω, στις προτάσεις επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja, να συμπεριληφθούν στην έννοια της νόμιμης διαμονής οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώνονται αποκλειστικώς δυνάμει του εθνικού δικαίου, εξομοιώνοντας την κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38 νόμιμη διαμονή με τη σύννομη διαμονή, θεωρώ, εντούτοις, ότι υπό το πρίσμα της εν λόγω αποφάσεως οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώνονται δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό της αποκτήσεως της ιδιότητας του μονίμως διαμένοντος.

78.      Οι ακόλουθες εκτιμήσεις οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα.

79.      Καταρχάς, το γεγονός ότι ο κανονισμός 1612/68 βασίζεται σε ένα τεκμήριο ενσωματώσεως ή περίσταση ότι το τέκνο που συνεχίζει τις σπουδές του θα μπορέσει κατά κανόνα να επικαλεστεί την ύπαρξη πραγματικού δεσμού ενσωματώσεως στο κράτος μέλος υποδοχής είναι στοιχεία αδιάφορα από απόψεως αποκτήσεως της ιδιότητας του μονίμως διαμένοντος.

80.      Φρονώ ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Ziolkowski και Szeja ταυτίζονται με την ανάγκη διατηρήσεως της ισορροπίας που επεδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης, μεταξύ, αφενός, των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ενσωματώσεως και, αφετέρου, των οικονομικών συμφερόντων των κρατών μελών. Η ανάγκη αυτή διατηρήσεως της ισορροπίας ικανοποιείται μέσω της αποδοχής μιας στενής ερμηνείας του βαθμού ενσωματώσεως, καθόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι «η ενσωμάτωση, που είναι το στοιχείο το οποίο πρυτανεύει όσον αφορά την κτήση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής […], στηρίζεται όχι μόνο σε γεωγραφικά ή χρονικά κριτήρια, αλλά επίσης σε ποιοτικά, σχετικά με τον βαθμό της ενσωματώσεως του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος υποδοχής» (34). Όντως, εφόσον η «ιδιότητα» της ενσωματώσεως μετριέται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της προϋποθέσεως της οικονομικής αυτοτέλειας, έχω την αίσθηση ότι θα ερχόταν σε αντίθεση προς την πραγματικότητα το συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις αποκτήσεως του δικαιώματος μόνιμης διαμονής δεν συναρτώνται τελικώς με τον βαθμό ενσωματώσεως του αιτούντος στο κράτος μέλος υποδοχής.

81.      Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, το οποίο αποσκοπεί στην παροχή στο τέκνο του διακινούμενου εργαζομένου της δυνατότητας να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του, κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος να μην αποθαρρύνεται να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, τυγχάνει εφαρμογής στα τέκνα των πρώην διακινούμενων εργαζομένων (35) και επιβάλλει απλώς την απαίτηση το τέκνο να έχει ζήσει με τους γονείς του ή με έναν από αυτούς στο κράτος μέλος ενόσω ένας τουλάχιστον από τους γονείς του ζούσε εκεί υπό την ιδιότητα του εργαζομένου (36). Ο δεσμός λόγω της ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητας, από τον οποίο θεωρείται ότι μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη επαρκούς επιπέδου ενσωματώσεως, μπορεί, κατά συνέπεια, να αποδειχθεί ότι είναι ιδιαιτέρως ασήμαντος, ιδίως όταν ο πολίτης της Ένωσης από τον οποίο έλκει το τέκνο τα δικαιώματά του είχε εργασθεί πριν από πολλά χρόνια και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Επομένως, είναι μάλλον φυσιολογική η απαίτηση τα ίδια τα τέκνα που συνεχίζουν τις σπουδές τους να πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2004/38.

82.      Εξάλλου, σε περίπτωση που γίνει δεκτός ο συνυπολογισμός των περιόδων διαμονής που συμπληρώνονται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, τούτο ενδέχεται να επιτείνει αδικαιολόγητα το χάσμα μεταξύ των δύο κατηγοριών ανενεργού πληθυσμού, ήτοι μεταξύ όσων μπορούν να επωφεληθούν των δικαιωμάτων μόνον υπό τον όρο ότι είναι οικονομικώς αυτοτελείς και όσων δεν χρειάζεται να πληρούν αυτή την απαίτηση για τον μοναδικό λόγο ότι το δικαίωμα διαμονής τους πηγάζει από το δικαίωμα διαμονής του διακινούμενου εργαζομένου.

83.      Δεύτερον, η συνεκτίμηση των περιόδων διαμονής που συμπληρώνονται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν νομίζω ότι είναι σύμφωνη με την όλη οικονομία των διατάξεων της οδηγίας 2004/38 των σχετικών με τις προϋποθέσεις αποκτήσεως του δικαιώματος μόνιμης διαμονής σε περίπτωση διατηρήσεως του δικαιώματος διαμονής παρά την επέλευση γεγονότος που συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.

84.      Καίτοι τα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 παρέχουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, που είναι πολίτες τρίτου κράτους, τη δυνατότητα αποκτήσεως αυτοτελούς δικαιώματος διαμονής σε περίπτωση θανάτου ή αναχωρήσεως του πολίτη της Ένωσης, διαζυγίου, ακυρώσεως γάμου ή λήξεως της καταχωρισμένης συμβιώσεως, οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν βάσει του δικαιώματος αυτού λαμβάνονται υπόψη για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής μόνον εφόσον τις προς τούτο προϋποθέσεις πληρούν τα ίδια τα μέλη της οικογένειας.

85.      Ακόμα πιο δηλωτική είναι η διαπίστωση ότι δεν γίνεται ουδεμία μνεία σχετικά με την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, σκοπός του οποίου είναι ακριβώς να ρυθμίσει, στην ειδική περίπτωση της αναχωρήσεως ή του θανάτου του πολίτη της Ένωσης, την κατάσταση των εγγεγραμμένων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα τέκνων καθώς και την κατάσταση των εχόντων πράγματι την επιμέλειά τους γονέων.

86.      Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από το κράτος μέλος υποδοχής ή ο θάνατός του δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των τέκνων του ή του γονέα ο οποίος έχει πράγματι την επιμέλεια των τέκνων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, εφόσον τα τέκνα «διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής και είναι εγγεγραμμένα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών, έως την ολοκλήρωση των σπουδών τους [(37)]».

87.      Ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 καθίσταται σαφέστερος αν ληφθεί υπόψη η πρόταση της οδηγίας που υπέβαλε στις 23 Μαΐου 1998 η Επιτροπή (38), όπου τονίζεται ότι «με την παράγραφο αυτή θεσμοθετείται σε νομοθετικό επίπεδο η αρχή που απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1989 επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων 389/87 και 390/87, Echternach και Moritz (39). Πρόκειται για την περίπτωση των τέκνων ενός πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, σπουδάζουν και είναι ενταγμένα στο σύστημα σχολικής εκπαίδευσης του κράτους μέλους υποδοχής. Τα πρόσωπα αυτά δύσκολα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα, και τούτο για γλωσσικούς, πολιτιστικούς ή άλλους λόγους. Η θέση τους θα μπορούσε να επιβαρυνθεί εάν ο γονιός και πολίτης της Ένωσης αναχωρήσει από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους. Το δικαίωμα διαμονής τους μπορεί να περιορισθεί χρονικά στη διάρκεια των σπουδών και ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι τα τέκνα είναι εγγεγραμμένα σε κάποιο ίδρυμα δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και τούτο ακριβώς επειδή στο συγκεκριμένο επίπεδο σπουδών η ένταξη σε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα καθίσταται πιο δύσκολη» (40).

88.      Έστω και αν δεν προβλέπει αυτοτελές και πλήρες δικαίωμα ισοδύναμο του απορρέοντος από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 (41), το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, το οποίο καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία που η οδηγία 2004/38 προσδίδει στην περίπτωση των τέκνων που συνεχίζουν τις σπουδές τους στο κράτος μέλος υποδοχής και των εχόντων την επιμέλειά τους γονέων (42), εμπνέεται ευθέως από τη νομολογία, το κεκτημένο της οποίας αποσκοπεί να κατοχυρώσει, έστω μερικώς.

89.      Όμως, το άρθρο 18 της οδηγίας 2004/38, που προβλέπει την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής από τα μέλη της οικογένειας που έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, αφορά αποκλειστικώς τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που προβλέπουν τα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, αποκλειομένων των εγγεγραμμένων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα τέκνων κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, τα οποία δεν μπορούν συνεπώς να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής.

90.      Κατά συνέπεια, αν οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώνονται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 λαμβάνονταν υπόψη για την απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου, θα προέκυπτε μια διαφορά καθεστώτος δυσχερώς δικαιολογήσιμη.

91.      Επομένως, ένα τέκνο, για παράδειγμα, που έχει ζήσει τέσσερα χρόνια με τον πατέρα του, πολίτη της Ένωσης, ο οποίος δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα αλλά διαθέτει επαρκείς πόρους και κοινωνική ασφάλιση, δεν θα μπορούσε να αποκτήσει την ιδιότητα του μόνιμου κατοίκου μετά τον θάνατο του δεύτερου, παρά το γεγονός ότι συνέχισε τις σπουδές του για πολλά έτη στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής, ενώ το τέκνο του διαζευγμένου συζύγου πολίτη της Ένωσης που έχει εγκαταλείψει την οικογένειά του μετά από έξι μήνες εργασίας σε άλλο κράτος θα μπορούσε να ζητήσει να ληφθούν υπόψη οι αντιστοιχούσες στη σχολική του εκπαίδευση περίοδοι διαμονής.

92.      Τέλος, ακόμη και αν το δικαίωμα διαμονής του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, το οποίο απορρέει από την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου, αποσυνδεθεί από αυτή, προκειμένου να απαλλαγεί, μεταξύ άλλων, από την προϋπόθεση της οικονομικής αυτοτέλειας, θεωρώ ότι λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο στην έννοια της νόμιμης διαμονής δεν δικαιολογείται επέκταση της συγκεκριμένης απαλλαγής και ως προς τις προϋποθέσεις αποκτήσεως της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου.

93.      Η λύση αυτή δεν είναι προφανώς απαλλαγμένη μειονεκτημάτων ως προς τα άτομα που αντλούν τα δικαιώματά τους αποκλειστικώς από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, αδυνατώντας, εξάλλου, να αποδείξουν ότι πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38. Η κατάσταση των ατόμων αυτών, μετά το πέρας των σπουδών τους, τις οποίες θα είχαν συμφέρον να παρατείνουν, θα καταστεί επισφαλής, καθότι θα είναι δυνατή η επιβολή σε αυτά μέτρων απομακρύνσεως, έστω και αν η νομιμότητα τέτοιων μέτρων θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου με κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με την προσβολή του δικαιώματός τους στην προσωπική και οικογενειακή ζωή.

94.      Εντούτοις, ευλόγως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η σημασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα του μονίμως διαμένοντος, η οποία αφότου αποκτηθεί παρέχει δικαίωμα σε κοινωνική ασφάλιση χωρίς να υπόκειται σε καμία άλλη προϋπόθεση, πρέπει να έχει ως αντιστάθμισμα την αυστηρότητα των προϋποθέσεων για την απόκτησή της. Επιπλέον, η διατύπωση αυστηρών αλλά σαφών προϋποθέσεων για την απόκτηση της ιδιότητας αυτής ανταποκρίνεται αδιαμφισβήτητα στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου, η οποία θα διακυβευόταν σοβαρά αν το Δικαστήριο μετέστρεφε την πρόσφατη νομολογία του όπως αυτή διαμορφώθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja.

95.      Για αυτούς τους λόγους προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πέμπτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο την απάντηση ότι οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώνονται βάσει μόνον του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό αποκτήσεως του δικαιώματος μόνιμης διαμονής.

II – Πρόταση

96.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London, ως εξής:

«Οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώνονται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό αποκτήσεως του δικαιώματος μόνιμης διαμονής που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2–      ΕΕ L 257, σ. 2.


3–      ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικό στην ΕΕ L 229, σ. 35, και στην ΕΕ 2005, L 197, σ. 34.


4 – Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, Carlier, J.-Y., «Le devenir de la libre circulation des personnes dans l’Union européenne: regard sur la directive 2004/38», Cahiers de droit européen, 2006, σ. 13 επ., σ. 23 και 28, καθώς και Ηλιοπούλου, A., «Le nouveau droit de séjour des citoyens de l’Union et des membres de leur famille: la directive 2004/38/CE», Revue du Droit de l’Union Européenne, 2004, σ. 523 επ., καθώς και σ. 539.


5–      Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. I‑6193, σκέψη 31).


6–      Βλ., τέλος, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, C‑256/11, Dereci κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι‑11315, σκέψη 62).


7–      Βλ. άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ’ αυτό ορισμένης εργασίας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), και την οδηγία 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σ’ αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 191).


8–      Βλ. άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38.


9–      Βλ. άρθρο 24, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.


10 – ΕΕ L 141, σ. 1.


11 – C-413/99 (Συλλογή 2002, σ. I‑7091).


12 – Σκέψη 73 της εν λόγω αποφάσεως.


13–      C‑480/08 (Συλλογή 2001, σ. I‑1107).


14–       Σκέψεις 86 και 87 της εν λόγω αποφάσεως.


15 –      Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2010, C‑310/08, Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (Συλλογή 2010, σ. I‑1065, σκέψη 35). Βλ., επίσης, προαναφερθείσα απόφαση Teixeira (σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16–      Απόφαση της 4ης Μαΐου 1995, C‑7/99, Gaal (Συλλογή 1995, σ. I‑1031, σκέψη 25). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσες αποφάσεις Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (σκέψη 35) καθώς και Teixeira (σκέψεις 82 και 83).


17–      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Teixeira (σκέψη 71).


18 –      Συναφώς, επισημαίνουμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο δέχτηκε επανειλημμένως ότι η σχέση μεταξύ των νέων ενηλίκων που δεν έχουν δημιουργήσει ακόμη δική τους οικογένεια και των γονέων τους θα μπορούσε να λογισθεί ως οικογενειακή ζωή, δεν απαιτεί η σχέση αυτή να είναι ιδιαίτερης εντάσεως. Επομένως, στην απόφαση Bousarra κατά Γαλλίας (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Boussara κατά Γαλλίας της 23ης Σεπτεμβρίου 2010), ενώ η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριζε ότι ο προσφεύγων, ενήλικος άγαμος και άτεκνος, δεν απέδειξε την ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως από τους γονείς του «πλην των συνήθων συναισθηματικών δεσμών» (§ 34), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχτηκε την ύπαρξη δικαιώματος στην προστασία της οικογενειακής ζωής, χωρίς να απαιτήσει την απόδειξη ιδιαίτερων συναισθηματικών δεσμών.


19–      C-162/09 (Συλλογή 2010, σ. I‑9217).


20–      ΕΕ L 257, σ. 13.


21–      Βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, C‑325/09, Dias (Συλλογή 2011, σ. Ι‑6387, σκέψη 66).


22–      C-424/10 και C-425/10 (Συλλογή 2011, σ. Ι‑14035).


23–      Σκέψη 46 της εν λόγω αποφάσεως.


24 – Στο εξής: AIRE Centre.


25 –      Η Επιτροπή παραπέμπει, ενδεικτικώς, στα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, σχετικά με τη διατήρηση του δικαιώματος παραμονής των υπηκόων τρίτων κρατών, σε περίπτωση, αντιστοίχως, θανάτου ή αναχωρήσεως του πολίτη της Ένωσης και ακυρώσεως του γάμου.


26 –      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja (σκέψη 28).


27 –      ΄Όπως, εξάλλου, επισήμανε ρητώς το Δικαστήριο στη σκέψη 61 της εν λόγω αποφάσεως.


28–      C‑147/11 και C‑148/11.


29–      Προπαρατεθείσα απόφαση Lassal (σκέψη 18).


30–      Προπαρατεθείσα απόφαση Texeira κ.λπ. (σκέψη 66).


31 –      Βλ., για παρεμφερές παράδοξο, την προπαρατεθείσα απόφαση Dias. Η ανάλυση κατά την οποία η χορήγηση τίτλου διαμονής πρέπει να θεωρείται πράξη αναγνωριστικού και όχι διαπλαστικού χαρακτήρα, κατά κανόνα ευνοϊκή για τον πολίτη της Ένωσης, καθόσον αποκλείει τον χαρακτηρισμό της διαμονής πολίτη ως «παράνομης», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη αποκλειστικώς της περιστάσεως ότι δεν διαθέτει δελτίο διαμονής, στρέφεται εναντίον του, καθόσον δεν επιτρέπει να θεωρείται «νόμιμη», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, η διαμονή πολίτη αυτής απλώς και μόνον λόγω του ότι του έχει χορηγηθεί νομίμως δελτίο διαμονής. Βλ., επίσης, το σχόλιο της εν λόγω αποφάσεως από τον Kauff-Gazin F., RevueEurope, 2011, αριθ. 10, σημείο 337.


32–      C‑542/09.


33–      Σκέψη 66 της εν λόγω αποφάσεως.


34–      Προπαρατεθείσα απόφαση Dias (σκέψη 64).


35–      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


36–      Ομοίως (σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


37–      Η υπογράμμιση δική μου.


38–      Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών [COM(2001) 257 τελικό].


39–      Συλλογή 1989, σ. 723.


40 –      Σελίδα 16, σημείο 3, της ως άνω προτάσεως της προαναφερθείσας οδηγίας.


41–      Βλ., επίσης, σημείο 52 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Teixeira. Βλ., υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως, βαίνουσας πέραν του γράμματός της αυτού καθεαυτόν, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καλύπτεται και η περίπτωση του διαζυγίου, Starup P., και Elsmore M.-J., «Taking a logical or giant step forward? Comment on Ibrahim and Teixeira», EuropeanLawReview 2010, σ. 571, και πιο συγκεκριμένα σ. 583.


42 –      Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις Ibrahim και Secretary of State for the Home Department (σκέψη 58) καθώς και Teixeira (σκέψη 69).