Language of document : ECLI:EU:F:2012:182

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑107/11

Ιωάννης Ντούβας

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC)

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχος υπάλληλος — Περίοδος αξιολογήσεως 2010 — Αίτηση ακυρώσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Ι. Ντούβας ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεώς του για το 2010.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του ECDC.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή με αίτημα την ακύρωση εκθέσεως αξιολογήσεως — Συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος δεν εργάζεται πλέον στο οικείο όργανο — Μη κοινοποίηση της εν λόγω εκθέσεως σε τρίτους — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 87)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Προπαρασκευαστική πράξη — Σχέδιο της αρχικής εκθέσεως αξιολογήσεως που καταρτίστηκε από τον αξιολογητή και τον επικυρωτή και γνώμη της ισομερούς επιτροπής αξιολογήσεων — Δεν συνιστούν βλαπτική πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

1.      Ανεξαρτήτως της μελλοντικής της χρησιμότητας, η έκθεση αξιολογήσεως συμβασιούχου υπαλλήλου αποτελεί γραπτή και επίσημη απόδειξη για την ποιότητα της εργασίας που παρέσχε ο ενδιαφερόμενος. Η αξιολόγηση αυτή δεν είναι αμιγώς περιγραφική των καθηκόντων που του ανατέθηκαν κατά το οικείο χρονικό διάστημα, αλλά εμπεριέχει και αξιολόγηση των προσόντων που επέδειξε ο αξιολογούμενος κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Επομένως, κάθε υπάλληλος δικαιούται να απαιτήσει δίκαιη και ορθή αξιολόγηση της εργασίας του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, στον υπάλληλο πρέπει οπωσδήποτε να αναγνωρίζεται το δικαίωμα να αμφισβητήσει μια έκθεση αξιολογήσεώς του λόγω του περιεχομένου της ή διότι δεν καταρτίστηκε σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τον ΚΥΚ κανόνες.

Το γεγονός ότι ένας υπάλληλος, αφού άσκησε προσφυγή προς αμφισβήτηση εκθέσεως αξιολογήσεως, αποχώρησε από το οικείο όργανο και η έκθεση αξιολογήσεώς του δεν θα κοινοποιηθεί σε τρίτους δεν είναι ικανό να του στερήσει το έννομο συμφέρον προς αμφισβήτηση της εν λόγω εκθέσεως.

(βλ. σκέψεις 35 και 36)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ:·10 Νοεμβρίου 2009, F‑93/08, N κατά Κοινουβουλίου, σκέψεις 46 και 47

2.      Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις η κατάρτιση των οποίων ακολουθεί διάφορα στάδια, ιδίως όταν αυτές καταρτίζονται μετά την ολοκλήρωση εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν, καταρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Έτσι, όσον αφορά τις υπαλληλικές προσφυγές, οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας αποφάσεως δεν είναι βλαπτικές κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, εφόσον δεν πρόκειται για μέτρα τα οποία, αφενός, παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση, και, αφετέρου, καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου.

Συναφώς, όταν η κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως υπαλλήλου ευρωπαϊκού οργανισμού γίνεται σε πλείονα στάδια μετά την ολοκλήρωση εσωτερικής διαδικασίας, η δε έκθεση αυτή δεν καθίσταται οριστική, σε περίπτωση αμφισβητήσεως της αρχικής εκθέσεως αξιολογήσεως που καταρτίστηκε από τον αξιολογητή και τον επικυρωτή, παρά μόνον με την απόφαση του διευθυντή του οικείου οργανισμού, μετά από γνωμοδότηση της ισομερούς επιτροπής αξιολογήσεων, μόνον η οριστική έκθεση αξιολογήσεως που καταρτίζει ο διευθυντής συνιστά βλαπτική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί. Αντιθέτως, η αρχική έκθεση αξιολογήσεως που καταρτίζεται από τον αξιολογητή και τον επικυρωτή καθώς και η γνωμοδότηση της ισομερούς επιτροπής αξιολογήσεων συνιστούν αποκλειστικώς προπαρασκευαστικές πράξεις που δεν βλάπτουν τον υπάλληλο και δεν μπορούν, συνεπώς, να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, οπότε τα αιτήματα που αφορούν τις πράξεις αυτές είναι απαράδεκτα.

(βλ. σκέψεις 42 έως 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 28 Σεπτεμβρίου 1993, T‑57/92 και T‑75/92, Yorck von Wartenburg κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 6 Φεβρουαρίου 2007, T‑246/04 και T‑71/05, Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 10 Νοεμβρίου 2009, F‑71/08, N κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 27 έως 30

3.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με την κρίση του την κρίση των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με την αξιολόγηση της εργασίας του βαθμολογουμένου, καθώς τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την αξιολόγηση της εργασίας των υπαλλήλων τους. Επομένως, εφόσον δεν συντρέχει πραγματική πλάνη, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ελέγχει το βάσιμο της αξιολογήσεως στην οποία προέβη η Διοίκηση σχετικά με την επαγγελματική ικανότητα του υπαλλήλου, όταν η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει σύνθετες αξιολογικές κρίσεις που, ως εκ της φύσεώς τους, δεν μπορούν να επαληθευτούν αντικειμενικώς.

(βλ. σκέψη 78)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2005, T‑96/04, Cwik κατά Επιτροπής, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2011, F‑4/10, Nastvogel κατά Συμβουλίου, σκέψη 32