Language of document : ECLI:EU:F:2008:18

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 19ης Φεβρουαρίου 2008

Υπόθεση F-49/07

R

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Συνθήκες υπό τις οποίες διανύθηκε η περίοδος δοκιμασίας – Παράταση της περιόδου δοκιμασίας – Μονιμοποίηση – Απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η R ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, πρώτον, να κηρύξει μη πραγματοποιηθείσα ή να ακυρώσει ολόκληρη την περίοδο δοκιμασίας που την αφορά και μη εκδοθείσες όλες τις πράξεις που εκδόθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές, δεύτερον, να ακυρώσει εν μέρει την έκθεση για τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας που την αφορά, που οριστικοποιήθηκε στις 18 Μαΐου 2004, τρίτον, να ακυρώσει την απόφαση του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», της 20ής Ιουλίου 2005, με το οποίο απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής που υπέβαλε στις 11 Νοεμβρίου 2004, και, τέλος, να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση για τις ζημίες που υποστηρίζει ότι υπέστη ύψους 2 500 000 ευρώ.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παραδεκτό των προσφυγών ή αγωγών – Εκτίμηση βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 78)

2.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Προπαρασκευαστική πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 34, 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 και 91)

1.      Μολονότι ο κανόνας του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) μπορεί, με διάταξη, να απορρίψει προσφυγή ως απαράδεκτη όταν υπάρχει σχετικό αίτημα διαδίκου που υποβλήθηκε με χωριστό δικόγραφο, είναι δικονομικός κανόνας ο οποίος εφαρμόζεται από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του σε όλες τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο δεν ισχύει για κανόνες δυνάμει των οποίων το Δικαστήριο ΔΔ εξετάζει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού, αν μια προσφυγή είναι ή όχι απαράδεκτη και τέτοιοι κανόνες μπορούν να είναι μόνον όσοι ισχύουν κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 33)

2.      Σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄. του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, γεγονός που συνεπάγεται ότι το αντικείμενο αυτό πρέπει να είναι αρκούντως σαφές ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής.

Αιτήματα με τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο ΔΔ να κηρύξει μη πραγματοποιηθείσα ολόκληρη την περίοδο δοκιμασίας ενός υπαλλήλου καθώς και μη εκδοθείσες όλες τις πράξεις που εκδόθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να προσδιορίζει τις πράξεις αυτές, πρέπει, ως αόριστα, να κηρύσσονται απαράδεκτα. Ο μεγάλος αριθμός των προσβαλλόμενων αποφάσεων δεν απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από την υποχρέωση επαρκώς σαφούς προσδιορισμού κάθε αποφάσεως που προσβάλλεται ώστε να καθίσταται δυνατή η εξατομίκευσή της.

(βλ. σκέψεις 49 και 50)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 11 Ιουλίου 1996, T‑146/95, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1996, σ. II‑769, σκέψη 25· 14 Ιουλίου 1998, T‑192/96, Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑363 και II‑1047, σκέψη 33

3.      Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια διαδικασίας περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, ιδίως κατά την ολοκλήρωση μιας εσωτερικής διαδικασίας, προσβλητές πράξεις συνιστούν, καταρχήν, μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, αποκλειομένων των ενδιαμέσων μέτρων, σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Έτσι, οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας αποφάσεως δεν αποτελούν βλαπτικές αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Ειδικότερα, τα μέτρα που λαμβάνονται κατά την περίοδο δοκιμασίας ενός υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), έχουν ως σκοπό να μπορέσει απλώς η αρχή που είναι αρμόδια για τον διορισμό να αποφασίσει κατά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου, έχοντας λάβει γνώση όλων τα σχετικών στοιχείων, αν πρέπει να μονιμοποιήσει τον υπό δοκιμή υπάλληλο. Τα μέτρα αυτά έχουν χαρακτήρα προπαρασκευαστικών πράξεων. Το ίδιο ισχύει, ιδίως, για την έκθεση κατά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας και για την ενδιάμεση έκθεση. Το ίδιο, επίσης, ισχύει για την απόφαση παράτασης της δοκιμαστικής περιόδου.

(βλ. σκέψεις 54 και 55)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 10· 22 Ιουνίου 2000, C‑147/96, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑4723, σκέψη 26

ΠΕΚ: 17 Δεκεμβρίου 2003, T‑324/02, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑337 και II‑1657, σκέψη 28· 11 Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-95 και II‑A‑2‑441, σκέψη 36

ΔΔΔ: 24 Μαΐου 2007, F‑27/06 και F‑75/06, Lofaro κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψεις 57 έως 61 και 68

4.      Οι προθεσμίες των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι έχουν ως στόχο να εξασφαλίσουν την ασφάλεια δικαίου, είναι δημοσίας τάξεως και δεσμευτικές για τους διαδίκους και τον δικαστή. Ως εκ τούτου, ο υπάλληλος δεν μπορεί, υποβάλλοντας αίτημα, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ενώπιον της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, να επανενεργοποιήσει, προς όφελος του, ένδικο μέσο κατά απόφασης που κατέστη απρόσβλητη μετά την παρέλευση των προθεσμιών εντός των οποίων ήταν δυνατή η προσβολή της.

Η ύπαρξη νέου και ουσιώδους γεγονότος δικαιολογεί, βεβαίως, την υποβολή αιτήματος επανεξέτασης μιας απόφασης που κατέστη απρόσβλητη. Για να θεωρείται ουσιώδες, το οικείο περιστατικό πρέπει να είναι ικανό να τροποποιήσει ουσιωδώς την κατάσταση αυτού που ζητεί την επανεξέταση μιας τέτοιας απόφασης. Τούτο δεν ισχύει όταν ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζει ότι η κοινοποίηση από τη διοίκηση εγγράφων που τον αφορούν συνιστά νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό χωρίς όμως να αναφέρει το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και χωρίς να αποδεικνύει κατά πόσον η κοινοποίηση των εν λόγω εγγράφων μετέβαλε ουσιωδώς την κατάστασή του.

(βλ. σκέψεις 78 έως 80)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Σεπτεμβρίου 1985, 231/84, Valentini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3027, σκέψη 14· 13 Νοεμβρίου 1986, 232/85, Becker κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3401, σκέψη 10

ΠΕΚ: 22 Σεπτεμβρίου 1994, T‑495/93, Carrer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑201 και II‑651, σκέψη 20· 14 Ιουλίου 1998, T‑42/97, Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑371 και II‑1071, σκέψη 25· 7 Φεβρουαρίου 2001, T‑186/98, Inpesca κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑557, σκέψη 51