Language of document : ECLI:EU:F:2009:85

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2009 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ετήσια άδεια – Δραστηριότητες εκπροσώπου του προσωπικού – Απόσπαση κατά μερική απασχόληση για συνδικαλιστική εκπροσώπηση – Δραστηριότητες υπηρεσιακής εκπροσώπησης – Παράτυπη απουσία – Αφαίρεση από την ετήσια άδεια – Άρθρο 60 του ΚΥΚ»

Στην υπόθεση F‑39/08,

με αντικείμενο προσφυγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕA,

Giorgio Lebedef, υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Senningerberg (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενος από τον F. Frabetti, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους G. Berscheid και K. Herrmann,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, H. Kreppel και Χ. Ταγαρά (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 28 Μαρτίου 2008 με τηλεαντίγραφο (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 31 Μαρτίου), ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων της 29ης Μαΐου, 20ής Ιουνίου, 28ης Ιουνίου και 6ης Ιουλίου 2007, καθώς και δύο αποφάσεων της 26ης Ιουλίου 2007 και της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2007 που αφορούν όλες την αφαίρεση 32 ημερών συνολικώς από το δικαίωμα άδειάς του για το έτος 2007.

 Νομικό πλαίσιο

 Δικαίωμα αδείας των υπαλλήλων

2        Κατά το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ):

«Ο υπάλληλος δικαιούται, κατά ημερολογιακό έτος, ετησίας αδείας τουλάχιστον 24 εργασίμων ημερών και κατ’ ανώτατο όριο, 30 εργασίμων ημερών σύμφωνα με ρύθμιση που πρόκειται να γίνει με κοινή συμφωνία μεταξύ των Oργάνων των Κοινοτήτων, μετά γνώμη της επιτροπής της υπηρεσιακής καταστάσεως.»

3        Το άρθρο 59 του ΚΥΚ ορίζει:

«1. Ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αναρρωτικής αδείας.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στο όργανο στο οποίο ανήκει για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου ευρίσκεται. Προσκομίζει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο την πέμπτη ημέρα της απουσίας, γεγονός αποδεικνυόμενο από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Άλλως, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη, εκτός εάν το πιστοποιητικό δεν εστάλη για λόγους πέραν της βουλήσεως του υπαλλήλου.

[…]

2. Εάν οι απουσίες αυτές για λόγους ασθενείας δεν υπερβαίνουν τις τρεις ημέρες, υπερβαίνουν όμως σε περίοδο δώδεκα μηνών συνολικά τις δώδεκα ημέρες, ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθενείας. Από την 13η ημέρα απουσίας του λόγω ασθενείας χωρίς ιατρικό πιστοποιητικό, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη. 

3. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες, κάθε απουσία που κρίνεται αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του για το αντίστοιχο διάστημα.

[…]»

4        Κατά το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ:

«Εκτός από περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων, κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο.»

 Εκπροσώπηση του προσωπικού

5        Το άρθρο 10γ του ΚΥΚ ορίζει:

«Κάθε όργανο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες που αφορούν το προσωπικό του με τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις. Οι συμφωνίες αυτές δεν μπορούν να επιφέρουν τροποποιήσεις του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ή των δημοσιονομικών υποχρεώσεων ούτε να επηρεάζουν τη λειτουργία του οικείου οργάνου. Οι αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις που τις υπογράφουν δρουν σε κάθε όργανο, υπό την επιφύλαξη των κατά τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης αρμοδιοτήτων της επιτροπής προσωπικού.»

 Δικαιώματα των εκπροσώπων του προσωπικού

6        Όσον αφορά την επιτροπή προσωπικού (στο εξής: ΕΠ), το άρθρο 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ ορίζει:

«Τα καθήκοντα των μελών της επιτροπής προσωπικού και των υπαλλήλων που κατέχουν θέση με εξουσιοδότηση της επιτροπής προσωπικού σε όργανο που προβλέπεται από τον κανονισμό, ή το οποίο δημιουργείται από όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, θεωρούνται ως μέρη της υπηρεσίας, την οποία οφείλουν να παρέχουν στο όργανο στο οποίο ανήκουν. Η άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων δεν επιτρέπεται να προξενεί ζημία στον εν λόγω υπάλληλο.»

7        Η συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων (στο εξής: ΣΕΟ), που τέθηκε σε ισχύ στις 27 Ιανουαρίου 2006, για περίοδο 18 μηνών (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), ορίζει στο άρθρο 1, παράγραφος 2:

«Η συμμετοχή σε ΣΕΟ, η συμμετοχή σε συνδικαλιστική δραστηριότητα ή η άσκηση συνδικαλιστικής εντολής δεν μπορούν για κανένα λόγο να βλάψουν την επαγγελματική κατάσταση ή την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του ενδιαφερομένου.»

 Μέσα που τίθενται στη διάθεση της εκπροσώπησης του προσωπικού

8        Στο πλαίσιο της Επιτροπής έχουν συναφθεί πολλές συμφωνίες για την εκπροσώπηση του προσωπικού μεταξύ του Οργάνου και των ΣΕΟ που αφορούν επίσης και την ΕΠ και αντικείμενο ειδικότερα τα μέσα που τίθενται στη διάθεση της εκπροσώπησης του προσωπικού.

9        Στην «συμφωνία μεταξύ του αντιπροέδρου [της Επιτροπής] και των [ΣΕΟ]» της 4ης Απριλίου 2001 (στο εξής: συμφωνία-μέσα του 2001) αναφέρεται ότι οι ΣΕΟ αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την κατανομή των πόρων τόσο μεταξύ των ΣΕΟ όσο και στο πλαίσιο της κεντρικής επιτροπής του προσωπικού και των τοπικών επιτροπών του προσωπικού, βάσει της αντιπροσωπευτικότητας των ΣΕΟ, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές δεσμεύσεις. Προβλέφθηκε επίσης ότι η κατανομή των πόρων θα ρυθμίζεται από ένα πρωτόκολλο μεταξύ των ΣΕΟ που συνυπογράφεται από τη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Προσωπικό και Διοίκηση». Τέλος αναφέρεται ότι η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των ΣΕΟ 31,5 αποσπάσεις από τις οποίες 19,5 προορίζονται για την ΕΠ, ενώ όλες κατανέμονται μεταξύ των ΣΕΟ βάσει της αντιπροσωπευτικότητας.

10      Όσον αφορά την προκειμένη περίπτωση, το «[π]ρωτόκολλο συμφωνίας μεταξύ των ΣΕΟ και της ΓΔ “Προσωπικό και Διοίκηση” σχετικά με τη χορήγηση πόρων για την εκπροσώπηση του προσωπικού για το έτος 2007» πρόβλεψε τη χορήγηση 20 αποσπάσεων –καθώς επίσης και μια πρόσθετη θέση– για την ΕΠ, δηλαδή την κεντρική επιτροπή του προσωπικού και τις τοπικές επιτροπές του προσωπικού. Όσον αφορά ειδικότερα την κατανομή αυτών των 20 αποσπάσεων, 10 αποσπάσεις χορηγήθηκαν στην Alliance confédérale des Syndicats libres.

11      Στην πράξη, είναι δυνατόν να υπάρχουν πολλοί τρόποι αποσπάσεως, σε ΣΕΟ για συνδικαλιστική δράση και/ή στην ΕΠ για εκπροσώπηση του προσωπικού, για τον ίδιο αποσπαζόμενο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού και συγκεκριμένα:

–        100 % για εκπροσώπηση του προσωπικού, είτε στην κεντρική επιτροπή του προσωπικού είτε σε κάποια τοπική επιτροπή του προσωπικού, ή 100 % για συνδικαλιστική δράση·

–        50 % για εκπροσώπηση του προσωπικού και 50 % για συνδικαλιστική δράση·

–        50 % για εκπροσώπηση του προσωπικού ή για συνδικαλιστική δράση με τοποθέτηση του υπαλλήλου για το 50 % του υπολοίπου χρόνου εργασίας σε υπηρεσία της Επιτροπής.

12      Οι εκπρόσωποι του προσωπικού που τυγχάνουν αποσπάσεως για συνδικαλιστική δράση ή για εκπροσώπηση του προσωπικού επιλέγονται από τις ΣΕΟ πλην όμως οι αποφάσεις περί αποσπάσεως λαμβάνονται από την Επιτροπή.

 Ιστορικό της διαφοράς

13      Με απόφαση της 12ης Μαρτίου 2004 του κ. Reichenbach, τότε γενικού διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», ο προσφεύγων, υπάλληλος της Επιτροπής στην Eurostat, αποσπάστηκε κατά 100 % ως συνδικαλιστής, από 1ης Απριλίου 2004 και μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2004, ημερομηνία κατά την οποία όφειλε να επιστρέψει στην αρχική του υπηρεσία, την Eurostat. Κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί αποσπάσεως ο προσφεύγων κατείχε τη θέση του πολιτικού γραμματέα της Alliance confédérale des Syndicats libres.

14      Τον Οκτώβριο 2004, ο προσφεύγων εξελέγη αντιπρόεδρος της τοπικής επιτροπής του προσωπικού του Λουξεμβούργου (στο εξής: ΤΕΛ).

15      Με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2004 του κ. Chêne, που διαδέχθηκε τον κ. Reichenbach στη ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση, απόφαση η οποία αντικαταστάθηκε με νέα απόφαση του κ. Chêne, της 10ης Φεβρουαρίου 2005, ο προσφεύγων επανατοποθετήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2005 κατά 50 % στην Eurostat. Παρέμεινε δηλαδή αποσπασμένος κατά το 50 % του υπολοίπου χρόνου ως συνδικαλιστικός εκπρόσωπος.

16      Παρ’ όλ’ αυτά στην πραγματικότητα και καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών 2005 και 2006, ο προσφεύγων εργάστηκε αποκλειστικά για την συνδικαλιστική εκπροσώπηση και την εκπροσώπηση του προσωπικού (βλ. αντιστοίχως σκέψεις 14 και 15 της παρούσας απόφασης) και αφιέρωσε στις δραστηριότητες αυτές (στο εξής: δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού) το 100 % του χρόνου εργασίας του έτσι ώστε δεν διέθεσε καθόλου χρόνο εργασίας για την υπηρεσία στην οποία είχε τοποθετηθεί. Η κατάσταση αυτή δεν είχε συνέπειες επί του δικαιώματος αδείας του.

17      Με σημείωμα της 27ης Σεπτεμβρίου 2006 προς τον προσφεύγοντα, ο προϊστάμενος της μονάδας E.5 «Διεθνής στατιστική συνεργασία» της Διευθύνσεως E «Γεωργικές και περιβαλλοντικές στατιστικές, στατιστική συνεργασία» (στο εξής: «προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος» ή «προϊστάμενος μονάδας του») ζήτησε από τον προσφεύγοντα ιδίως να ευρίσκεται στο εξής στην εργασία του στη μονάδα E.5 για το 50 % του χρόνου εργασίας του, να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του, να επιτυγχάνει τους στόχους όπως καθορίστηκαν και συζητήθηκαν κατά το έτος 2005 και να του υποβάλει έκθεση στο τέλος κάθε μήνα ως προς «την πραγματοποιηθείσα πρόοδο»· ο προϊστάμενος της μονάδας του προσφεύγοντος του επισήμανε ότι «τούτο με την επιφύλαξη ενδεχομένως συνεπειών από την απουσία του από τον τόπο εργασίας και την παράλειψη εκτελέσεως των εργασιών κατά την περίοδο από την ημερομηνία τοποθετήσεώς του στη μονάδα Ε.5».

18      Με επιστολή της 5ης Οκτωβρίου 2006 προς τον προϊστάμενο μονάδας του, ο προσφεύγων, αναφερόμενος στην «ημι-απόσπασή» του και στη θέση του αντιπροέδρου της ΤΕΛ απορεί για την παρατυπία που του προσάπτεται τη στιγμή που στην περίοδο κατά την οποία δεν ήταν αποσπασμένος και ασκούσε λιγότερες δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού, οι αποφάσεις περί μη προαγωγής του με την αιτιολογία ότι δεν είχε επιτελέσει καμιά εργασία για την Eurostat ακυρώθηκαν από το Πρωτοδικείο (βλ. αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2004, T‑175/02, Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑73 και II‑313, και T‑4/03, Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑A‑79 και II‑337)· ο προσφεύγων πρόσθεσε ότι «και τούτο με την επιφύλαξη των συνεπειών από την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής μου δραστηριότητας, την παράβαση του άρθρου 24β του ΚΥΚ και την παράβαση συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ Επιτροπής και ΣΕΟ και από την ηθική παρενόχληση […] που υφίσταμαι […] από χρόνια λόγω της Eurostat ».

19      Με σημείωμα της 3ης Νοεμβρίου 2006, ο προσφεύγων, αναφερόμενος στην απόφαση της 17ης Μαρτίου 2004, T‑4/03, Lebedef κατά Επιτροπής (σκέψεις 60 και 64), επισήμανε μεταξύ άλλων στον προϊστάμενο μονάδας του ότι η παρουσία του και η εργασία του στην εκπροσώπηση του προσωπικού «ισχύουν και για την Eurostat»· πρότεινε επίσης να «βρεθεί συμφωνία» ως προς κάποιο σύστημα ελέγχου της παρουσίας του από την εκπροσώπηση του προσωπικού στην περίπτωση που ο έλεγχος αυτός επιβάλλεται για λόγους πρακτικούς και τυπικούς.

20      Με σημείωμα της 17ης Νοεμβρίου 2006, ο γενικός διευθυντής της Eurostat επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι η διαχείριση του φακέλου του ανατέθηκε στον προϊστάμενο της μονάδας Α.1 «Προσωπικό» της Διεύθυνσης Α «Πόροι» της Eurostat (στο εξής: προϊστάμενος του τμήματος προσωπικού της Eurostat).

21      Με επιστολή της 16ης Ιανουαρίου 2007, ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι κατόπιν διαβουλεύσεως με τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» δεν δέχεται την άποψη που διατυπώνει ο προσφεύγων στην από 5 Οκτωβρίου 2006 επιστολή του· πρόσθεσε δε:

«Πράγματι, η πλήρης απουσία από την εργασία για τη μονάδα στην οποία έχει τοποθετηθεί δεν είναι δυνατή χωρίς νομότυπη απόσπαση. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η απουσία αυτή δεν συνάδει προς τον ΚΥΚ και συνεπώς είναι παράτυπη. Διατυπώνω και πάλι την εντολή του από 27 Σεπτεμβρίου 2006 σημειώματός μου να επιστρέψετε στον κανονικό ρυθμό εργασίας για τον χρόνο τοποθετήσεως στην Εurostat. Σας ζητώ να μου κοινοποιείτε κάθε απουσία –ανεξαρτήτως αιτίας– εκ των προτέρων. Για τέτοιες απουσίες απαιτείται προηγουμένη άδεια.»

22      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, από τις 29 Ιανουαρίου 2007 διαπίστωσε ότι κάθε φορά που δεν ήταν παρών στην Επιτροπή σε εργάσιμη ημέρα, ακόμα και τις ημέρες κατά τις οποίες τελούσε σε αποστολή συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, καταγραφόταν μισή μέρα ως παράτυπη απουσία στο ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρισης του προσωπικού «SysPer 2» (στο εξής: SysPer 2).

23      Με επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2007 προς τον προϊστάμενο μονάδας του προσφεύγοντος, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος επισήμανε ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ο προσφεύγων δεν ασχολείται με τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί στην Eurostat εξαρτάται «αποκλειστικά από τον όγκο της εργασίας του για την εκπροσώπηση του προσωπικού» και επανέλαβε τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος περί προσβολής «συνδικαλιστικών δικαιωμάτων» και παραβάσεως του άρθρου 24β του ΚΥΚ, που προβλέπει ότι οι υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και μπορούν να είναι μέλη ΣΕΟ.

24      Με σημειώματα της 12ης Μαρτίου και της 14ης Μαΐου 2007 προς τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού της Eurostat, ο κ. Frankin, πρόεδρος της ΤΕΛ, αφενός, βεβαίωσε, για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2007, την παρουσία του προσφεύγοντος είτε για την συνδικαλιστική εκπροσώπηση ή για την εκπροσώπηση του προσωπικού, είτε στις Βρυξέλλες για αποστολές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης (αποστολές της 11ης και 30ής Ιανουαρίου 2007, της 14ης Φεβρουαρίου 2007, της 2ας και 22ας Μαρτίου 2007), αφετέρου, έκανε λόγο για περιόδους άδειας και ασθένειας του προσφεύγοντος· συγκεκριμένα, ο προσφεύγων τελούσε στις 9 Ιανουαρίου 2007 και για την περίοδο από 19 έως 28 Φεβρουαρίου 2007 σε άδεια εγκεκριμένη από την Eurostat και κατά την περίοδο από 18 Ιανουαρίου έως 26 Ιανουαρίου 2007 σε αναρρωτική άδεια που δήλωσε στην Eurostat, επιπλέον όμως κατά τις περιόδους από 26 έως 30 Μαρτίου 2007 και από 2 έως 30 Απριλίου 2007 τελούσε αρχικά υπό νοσοκομειακή περίθαλψη και στη συνέχεια σε αναρρωτική άδεια «εγκριθείσα» από την Eurostat. Με τα ίδια σημειώματα, ο πρόεδρος της ΤΕΛ πρόσθεσε ότι κατά τον ΚΥΚ και τη συμφωνία-πλαίσιο οι δραστηριότητες του προσφεύγοντος στην εκπροσώπηση του προσωπικού ισχύουν ως δραστηριότητες στην υπηρεσία του και κατά συνέπεια ως παρουσία στη Eurostat.

25      Όπως προκύπτει από ένα πίνακα που τιτλοφορείται «Εξέλιξη της ποσόστωσης» και ελήφθη από το SysPer2 (στο εξής: πίνακας SysPer2), αφαιρέθηκαν δεκαπεντέμισι ημέρες άδειας στις 29 Μαΐου 2007, από το δικαίωμα ετήσιας άδειας του προσφεύγοντος καθώς και δύο ημέρες στις 20 Ιουνίου, τρεις μέρες στις 28 Ιουνίου και τρεις ημέρες στις 6 Ιουλίου· αυτές οι ημέρες άδειας που αφαιρέθηκαν αφορούσαν τις τέσσερις περιόδους από 29 Ιανουαρίου 2007 έως 23 Μαρτίου 2007, από 15 Ιουνίου 2007 έως 20 Ιουνίου 2007, από 21 Ιουνίου 2007 έως 28 Ιουνίου 2007 και τέλος από 29 Ιουνίου 2007 έως 6 Ιουλίου 2007, αντιστοίχως.

26      Με σημείωμα της 5ης Ιουλίου 2007 προς τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού της Eurostat, ο πρόεδρος της ΤΕΛ, αφενός, βεβαίωσε για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο 2007 την παρουσία του προσφεύγοντος και τις ημέρες κατά τις οποίες εργαζόταν με μειωμένο ωράριο για ιατρικούς λόγους (δηλαδή 12 ημέρες, από 2 έως 25 Μαΐου 2007, και στη συνέχεια 8 ημέρες, από 4 έως 15 Ιουλίου 2007) είτε για την συνδικαλιστική εκπροσώπηση ή για την εκπροσώπηση του προσωπικού, είτε στις Βρυξέλλες για αποστολές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης (αποστολές της 2ας, 15ης και 16 Μαΐου 2007 και της 7ης, 14ης και 28ης Ιουνίου 2007), αφετέρου, έκανε λόγο για περίοδο άδειας εγκριθείσα από την Eurostat, από 28 Μαΐου μέχρι 1ης Ιουνίου 2007. Με το ίδιο σημείωμα ο πρόεδρος της ΤΕΛ πρόσθεσε ότι κατά τον ΚΥΚ και τη συμφωνία-πλαίσιο οι δραστηριότητες του προσφεύγοντος στην εκπροσώπηση του προσωπικού ισχύουν ως δραστηριότητες στην υπηρεσία του και κατά συνέπεια ως παρουσία στην Eurostat.

27      Με ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Ιουλίου 2007 προς τον προσφεύγοντα, ο προϊστάμενος μονάδας απέρριψε μια αίτηση άδειας του προσφεύγοντος για 34 ημέρες –μεταξύ της 30ής Ιουλίου 2007 και της 14ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους– λόγω του ότι το υπόλοιπο της άδειάς του ήταν μόνον οκτώμισι ημέρες· κατά τον προϊστάμενο μονάδας του προσφεύγοντος, κάθε φορά που ο προσφεύγων δεν θα εμφανίζεται στην εργασία του ή δεν θα προσκομίζει την κατάλληλη βεβαίωση, η διοίκηση της Eurostat θα είναι αναγκασμένη, όπως επισημαίνεται στο από 16 Ιανουαρίου 2007 σημείωμα, να καταγράψει την απουσία του ως αυθαίρετη.

28      Με σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2007, ο προσφεύγων απάντησε στην ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Ιουλίου 2007, χαρακτηρίζοντας τις αποφάσεις του προϊσταμένου μονάδας ως «συνεχή και κατ’ επανάληψη ηθική παρενόχληση».

29      Με ηλεκτρονική επιστολή της 26ης Ιουλίου 2007, ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος επιβεβαίωσε την άρνησή του να ικανοποιήσει το αίτημα άδειας 34 ημερών, επισημαίνοντας ότι οι απουσίες του προσφεύγοντος δεν είχαν εγκριθεί εκ των προτέρων και ότι η υπόλοιπη άδειά του ήταν πλέον τεσσερισήμισι ημέρες. Την ίδια ημέρα και όπως προκύπτει από τον πίνακα SysPer2, αφαιρέθηκαν από το δικαίωμα ετήσιας άδειας του προσφεύγοντος τρεις ημέρες και στη συνέχεια τέσσερις· αυτές οι αφαιρεθείσες ημέρες άδειας αφορούσαν τις περιόδους από 9 έως 16 Ιουλίου 2007 και από 17 έως 26 Ιουλίου 2007.

30      Με ηλεκτρονική επιστολή της 1ης Αυγούστου 2007 προς τον προϊστάμενο μονάδας, ο προσφεύγων δήλωσε, πρώτον, ότι τελεί σε αναρρωτική άδεια από 1ης Αυγούστου 2007 έως 24ης Αυγούστου 2007, όπως προκύπτει εξάλλου από τον πίνακα SysPer2, και, δεύτερον, ότι ζήτησε άδεια για επτά ημέρες, από 27 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου 2007.

31      Με ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Αυγούστου 2007, ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος αρνήθηκε το αίτημα άδειας με την αιτιολογία ότι το υπόλοιπο του δικαιώματος αδείας του είναι πλέον μόνο μιάμιση ημέρα επισημαίνοντας παράλληλα ότι είναι διατεθειμένος να δεχθεί αίτηση για άδεια μέχρι πέντε ημερών. Την ίδια ημέρα, όπως προκύπτει από τον πίνακα SysPer2, αφαιρέθηκε μιάμιση ημέρα από το δικαίωμα αδείας του προσφεύγοντος· η αφαιρεθείσα άδεια αφορούσε την περίοδο από 27 έως 31 Ιουλίου 2007.

32      Με σημείωμα της 27ης Αυγούστου 2007 προς τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού της Eurostat, ο πρόεδρος της ΤΕΛ, αφενός, βεβαίωσε για τον Ιούλιο του 2007 την παρουσία του προσφεύγοντος είτε για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση ή για την εκπροσώπηση του προσωπικού, είτε στις Βρυξέλλες για αποστολές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης (αποστολές της 12ης, 18ης και 26ης Ιουλίου 2007), αφετέρου, για τον Αύγουστο 2007 έκανε λόγο για περίοδο αναρρωτικής άδειας για ολόκληρο τον μήνα, εκτός, κατά το σημείωμα αυτό, της 2ας Αυγούστου 2007, ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων βρισκόταν σε αποστολή στις Βρυξέλλες για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση· όπως και στις προηγούμενες βεβαιώσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 24 και 26 της παρούσας απόφασης, ο πρόεδρος της ΤΕΛ πρόσθεσε ότι κατά τον ΚΥΚ και τη συμφωνία-πλαίσιο, οι δραστηριότητες του προσφεύγοντος στην εκπροσώπηση του προσωπικού ισχύουν ως δραστηριότητες στην υπηρεσία του και κατά συνέπεια ως παρουσία στην Eurostat.

33      Στις 29 Αυγούστου 2007, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά των αποφάσεων της 29ης Μαΐου, 20ής Ιουνίου, 28ης Ιουνίου και 6ης Ιουλίου 2007, καθώς και κατά των δύο αποφάσεων της 26ης Ιουλίου 2007 και της 2ας Αυγούστου 2007 σχετικά με την αφαίρεση 32 ημερών από το δικαίωμα αδείας του από το έτος 2007 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις). Με την ένστασή του ο προσφεύγων επικαλείται, αφενός, παράβαση των άρθρων 57, 59 και 60 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, έκτο εδάφιο του παραρτήματος II του ΚΥΚ, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, της συμφωνίας-πλαισίου, και την παρεμπόδιση της ελευθερίας συνδικαλισμού, αφετέρου, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του κανόνα patere legem quam ipse fecisti.

34      Στις 18 Δεκεμβρίου 2007, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απέρριψε ρητά την ένσταση του προσφεύγοντος με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητά του εκπροσώπου του προσωπικού για να αθετήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει ως υπάλληλος τοποθετημένος κατά το 50 % του χρόνου εργασίας του στην Eurostat· επί πλέον και στο μέτρο που η Eurostat τήρησε σχολαστικά τις διαδικασίες και που η μετατροπή των παράτυπων απουσιών σε ημέρες άδειας δεν αποτελεί παρά αυστηρή εφαρμογή ιδίως των άρθρων 59 και 60 του ΚΥΚ οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν εμφανίζουν καμιά παρατυπία.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

35      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της 29ης Μαΐου, 20ής Ιουνίου και 6ης Ιουλίου 2007, καθώς και τις δύο αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2007 και την απόφαση της 2ας Αυγούστου 2007, σχετικά με την αφαίρεση 32 ημερών από το δικαίωμα αδείας του για το έτος 2007·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά και άλλα έξοδα και στις αμοιβές των δικηγόρων.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

37      Βάσει του άρθρου 56 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ έλαβε μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που γνωστοποίησε στους διαδίκους με επιστολές της 8ης Ιανουαρίου 2009 και της 3ης Φεβρουαρίου 2009· οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα μέτρα αυτά.

38      Στο πλαίσιο των απαντήσεων στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων παρατήρησε, χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την Επιτροπή, ότι για την περίοδο από 1ης Αυγούστου 2007 έως 6 Σεπτεμβρίου 2007 είχε αναρρωτική άδεια από 1ης έως 24 Αυγούστου 2007 (βλ. επίσης σκέψη 32 της παρούσας απόφασης), στη συνέχεια από 27 Αυγούστου έως 6 Σεπτεμβρίου 2007· εξάλλου για την περίοδο από 10 Σεπτεμβρίου έως 21 Δεκεμβρίου 2007 δήλωσε και πάλι χωρίς να αντικρουσθεί από την Επιτροπή ότι εργάστηκε με μειωμένο ωράριο για ιατρικούς λόγους και αφιέρωσε αποκλειστικά για την εκπροσώπηση του προσωπικού και για την συνδικαλιστική εκπροσώπηση τον υπόλοιπο χρόνο εργασίας του ενώ η Eurostat, που τον θεώρησε παρόντα στην εργασία κατά την περίοδο αυτή, δεν του αφαίρεσε καμιά ημέρα από το δικαίωμα άδειας.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Στο πλαίσιο του ακυρωτικού αιτήματός του, ο προσφεύγων επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως εκ των οποίων ο ένας αφορά παράβαση των άρθρων 57, 59 και 60 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, της συμφωνίας-πλαισίου, και παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του κανόνα patere legem quam ipse fecisti.

40      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων, αφού αναφέρθηκε στις αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2007, T‑175/02, Lebedef κατά Επιτροπής, και T‑4/03, Lebedef κατά Επιτροπής, προαναφερθείσες, υποστηρίζει ότι οι δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού τον απασχολούν περισσότερο από επτάμισι ώρες ημερησίως και είναι αδύνατη η σαφής διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και εκπροσώπησης του προσωπικού. Επί πλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις καθίστανται προφανέστερες λόγω του ότι η Eurostat αρνήθηκε μάλιστα να τακτοποιήσει τις απουσίες λόγω αποστολών συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και διερωτάται ως προς τους λόγους για τους οποίους οι προγενέστερες του Ιανουαρίου 2007 απουσίες δεν θεωρήθηκαν αδικαιολόγητες. Επί πλέον, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι ο ΚΥΚ δεν θέτει όρια σχετικά με τις δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού και υποστηρίζει ότι η περίπτωσή του είναι περίπτωση ad hoc και «δεν πρέπει να γενικεύουμε».

41      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ο προσφεύγων κάνει λόγο για βάσιμες προσδοκίες, υποστηρίζει ότι η Eurostat άρχισε να αφαιρεί ημέρες από το δικαίωμα άδειάς του χωρίς ουδέποτε να τον πληροφορήσει ότι η διοίκηση δεν είχε την πρόθεση να λάβει υπόψη της βεβαιώσεις του προέδρου της ΤΕΛ (βεβαιώσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 24, 26 και 32 της παρούσας απόφασης) και φρονεί ότι η Επιτροπή οφείλει να σεβαστεί, βάσει της αρχής pacta sunt servanda, τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 60 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

42      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τίποτα δεν απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από την υποχρέωσή του, σε περίπτωση απουσίας, να λάβει την προηγουμένη άδεια του ιεραρχικώς προϊσταμένου του ή να τον ενημερώσει εκ των προτέρων. Εν προκειμένω όμως δεν υπάρχει τέτοιου είδους άδεια ή ενημέρωση σε καμιά περίπτωση. Επί πλέον η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ υποδηλώνει ότι, εκτός των καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι εκπρόσωποι του προσωπικού, ένα άλλο τμήμα των καθηκόντων πρέπει οπωσδήποτε να ασκηθεί στην υπηρεσία τοποθετήσεως εκτός αν υπάρχει απόσπαση πλήρους χρόνου. Επί πλέον η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι προαναφερθείσες αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2004, T‑175/02, Lebedef κατά Επιτροπής, και T‑4/03, Lebedef κατά Επιτροπής, απλώς ακυρώνουν αποφάσεις περί μη προαγωγής, χωρίς καν να εξετάζουν αν ο προσφεύγων είχε ή δεν είχε την υποχρέωση να επιτελεί την εργασία του στην υπηρεσία στην οποία είχε τοποθετηθεί. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν προκειμένω υπάρχει κατάχρηση δικαιώματος και ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2008, F‑36/07, Lebedef κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή), επιβεβαιώνει ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να καθορίσει ο ίδιος το πρόγραμμά του κατά τον χρόνο τοποθετήσεώς του στην Eursotat. Τέλος, η Επιτροπή γνωστοποίησε επανειλημμένως στον προσφεύγοντα, ιδίως με το από 16 Ιανουαρίου 2007 σημείωμα που υπενθυμίζει το σημείωμα της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, ποιες ήταν οι υποχρεώσεις του· ο καταλογισμός των παράτυπων απουσιών στο δικαίωμα αδείας του αποτελεί δηλαδή αυστηρή εφαρμογή ιδίως των άρθρων 59 και 60 του ΚΥΚ.

43      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το επιχείρημα περί παραβάσεως του κανόνα patere legem quam ipse fecisti είναι απορριπτέο, δεδομένου ότι όλες οι σχετικές διατάξεις εφαρμόστηκαν ορθά εν προκειμένω. Για τον ίδιο λόγο, ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτός, τη στιγμή μάλιστα που ο προσφεύγων ουδέποτε έλαβε ατομική υπόσχεση αλλ’ αντιθέτως προειδοποιήθηκε για τις «ενδεχόμενες συνέπειες της παράτυπης συμπεριφοράς του». Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο προσφεύγων, καίτοι επικαλείται τη συμφωνία-πλαίσιο, εξακολουθεί να τελεί σε υπηρεσιακή και όχι συμβατική σχέση έναντι της Επιτροπής και κατά συνέπεια η αρχή pacta sunt servanda δεν έχει εφαρμογή.

44      Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο προϊστάμενος μονάδας και η ιεραρχία γνώριζαν τις δραστηριότητές του. Παρατηρεί επίσης ότι δεν υπάρχει κατάχρηση δικαιώματος αλλά μάλλον σύγκρουση «συμφερόντων» ή ακριβέστερα σύγκρουση καθηκόντων και υποχρεώσεων έναντι της υπηρεσίας του, αφενός, και της εκπροσωπήσεως του προσωπικού, αφετέρου. Τέλος, ο προσφεύγων φρονεί ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 2008, Lebedef κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο ΔΔ δέχθηκε τις επικρίσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντας πλην όμως «δεν αποφάνθηκε ως προς τις υποτιθέμενες απουσίες».

45      Με την ανταπάντηση η Επιτροπή υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι το γεγονός ότι ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος και η ιεραρχία του γνώριζαν τις δραστηριότητές του εκπροσωπήσεως του προσωπικού δεν συνιστά ούτε προηγουμένη ενημέρωση ούτε προηγουμένη άδεια.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Επί του λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται, αφενός, στην παράβαση των άρθρων 57, 59 και 60 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2 της συμφωνίας-πλαισίου και, αφετέρου, στην παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας

46      Η εκπροσώπηση του προσωπικού είναι σημαντικότατη για την ομαλή λειτουργία των κοινοτικών οργάνων και συνεπώς για την εκτέλεση της αποστολής εκάστου.

47      Αναγνωρίζοντας τη σημασία αυτή, ο νομοθέτης του ΚΥΚ όρισε στο άρθρο 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ ότι τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν τα μέλη της ΕΠ θεωρούνται «ως μέρη της υπηρεσίας στην οποία οφείλουν να παρέχουν στο όργανο στο οποίο ανήκουν» και ότι δεν «επιτρέπεται να προξενούν ζημία στον εν λόγω υπάλληλο». Ομοίως, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει μεταξύ άλλων ότι οι δραστηριότητες συνδικαλιστικής εκπροσώπησης δεν μπορούν «να βλάψουν την επαγγελματική κατάσταση ή την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του ενδιαφερομένου υπό οποιαδήποτε μορφή ή για οποιοδήποτε λόγο».

48      Εξάλλου, η πείρα που έχει αποκτηθεί στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων στον τομέα της εκπροσώπησης του προσωπικού οδηγεί στη διαπίστωση των πλεονεκτημάτων ενός συστήματος κατ’ εφαρμογήν του οποίου ορισμένοι μόνιμοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού αφιερώνουν το 50 % ή το 100 % του χρόνου εργασίας τους σε καθήκοντα εκπροσωπήσεως, σύστημα το οποίο περιγράφεται στη σκέψη 11 της παρούσας απόφασης.

49      Για τον λόγο αυτό, δεν είναι ούτε δυνατό ούτε ευκταίο να εκτελείται η εκπροσώπηση του προσωπικού αποκλειστικά από μονίμους ή μέλη του λοιπού προσωπικού, αποσπασμένους είτε κατά 50 % είτε κατά 100 % του χρόνου εργασίας τους. Υπάρχει βέβαιο συμφέρον να καλύπτεται ένα μέρος των υποχρεώσεων εκπροσώπησης του προσωπικού από μη αποσπασμένο προσωπικό. Ωστόσο το σύστημα στο οποίο αναφέρεται η προηγουμένη σκέψη, το οποίο προβλέπει ειδικά τη χορήγηση αποσπάσεων σε ορισμένους εκπροσώπους του προσωπικού υπονοεί ότι στην περίπτωση μονίμων ή μελών του λοιπού προσωπικού μη αποσπασμένων, η συμμετοχή στην εκπροσώπηση του προσωπικού θα έχει περιστασιακό χαρακτήρα και, υπολογιζόμενη επί εξάμηνης ή τρίμηνης βάσης, θα καλύπτει σχετικά περιορισμένο ποσοστό του χρόνου εργασίας.

50      Βεβαίως η ακριβής οριοθέτηση του «περιστασιακού» χαρακτήρα της συμμετοχής στην εκπροσώπηση του προσωπικού καθώς και η ακριβής οριοθέτηση του ποσοστού του χρόνου που αφιερώνεται σ’ αυτήν είναι εκ φύσεως αδύνατη και δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο κατά περίπτωση. Διαπιστώνεται όμως ότι, αν γίνει δεκτό ότι ένας μόνιμος ή μέλος του λοιπού προσωπικού, μη αποσπασμένος, μπορεί να αφιερώσει στην εκπροσώπηση του προσωπικού σχεδόν ολόκληρο ή και ολόκληρο τον χρόνο εργασίας του έτσι ώστε να αφιερώνει πολύ λίγο χρόνο ή καθόλου χρόνο στην υπηρεσία στην οποία έχει τοποθετηθεί, τότε παρακάμπτεται το σύστημα που έχει διαμορφωθεί με τις διάφορες συμφωνίες μεταξύ της Επιτροπής και των ΣΕΟ (βλ. σκέψεις 8, 9 και 10 της παρούσας απόφασης) και είναι δυνατόν να συνιστά, αναλόγως των περιστάσεων, κατάχρηση δικαιώματος την οποία ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να κληθεί να καυτηριάσει (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Μαΐου 2007, T‑271/04, Citymo κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1375, σκέψεις 100 επ.· ειδικότερα, στον υπαλληλικό τομέα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1997, T‑222/95, Angelini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ., σ. I‑A‑491 και II‑1277, σκέψεις 35 και 36, και T‑57/96, Costantini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ., σ. I‑A‑495 και II‑1293, σκέψεις 28 και 29· διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουνίου 2001, T‑95/98 DEP, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑123 και II‑571, σκέψη 24).

51      Εν πάση περιπτώσει, για να επιλύσει την ενώπιόν του διαφορά το Δικαστήριο ΔΔ δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί των ακριβών ορίων που πρέπει να τηρούν, αν δεν υπάρχει απόσπαση ή αν υπάρχει απόσπαση κατά το 50 % του χρόνου εργασίας, οι εκπρόσωποι του προσωπικού στην άσκηση των δραστηριοτήτων εκπροσωπήσεως. Δεν απαιτείται εξάλλου να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί του ζητήματος αν ο προσφεύγων διέπραξε κατάχρηση δικαιώματος ούτε να εξετάσει, προκειμένου να διαπιστώσει ενδεχομένη κατάχρηση δικαιώματος, τη συμπεριφορά του οργάνου, ιδίως τον σταθερό και συνεχή χαρακτήρα της ερμηνείας και της εφαρμογής των οικείων κανόνων του ΚΥΚ καθώς και τη σαφήνεια και τη συνέπεια της στάσεώς του έναντι του προσφεύγοντος, στοιχεία η απουσία των οποίων θα μπορούσε να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.

52      Πράγματι, διαπιστώνεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2007, ο προσφεύγων δεν αφιέρωσε καθόλου χρόνο εργασίας στην υπηρεσία στην οποία είχε τοποθετηθεί. Κατά την περίοδο την οποία αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, δηλαδή, από 29 Ιανουαρίου 2007 έως 23 Μαρτίου 2007 και από 15 Ιουνίου 2007 έως 31 Ιουλίου 2007, αφιέρωσε –όπως αναφέρει με την προσφυγή του– το 60 % του χρόνου εργασίας του στις δραστηριότητες της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης για τις οποίες ήταν αποσπασμένος κατά το 50 % και τον υπόλοιπο χρόνο στις δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού. Επί πλέον, από τις απαντήσεις του προσφεύγοντος στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι για το υπόλοιπο του έτους 2007, το οποίο βεβαίως δεν αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, ο προσφεύγων τελούσε σε αναρρωτική άδεια ή εργαζόταν με μειωμένο ωράριο για ιατρικούς λόγους, ο δε χρόνος εργασίας του σ’ αυτό το πλαίσιο ήταν «αποκλειστικά αφιερωμένος στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση και εκπροσώπηση του προσωπικού» (για την τελευταία περίοδο δεν αφαιρέθηκε καμιά ημέρα από το δικαίωμα αδείας του).

53      Για καμιά όμως από τις απουσίες οι οποίες, αρχικά, θεωρήθηκαν ως παράτυπες από τη διοίκηση της Eurostat και, στη συνέχεια, καταλογίστηκαν στο δικαίωμα αδείας του προσφεύγοντος μέχρι του χρόνου εργασίας που όφειλε να επιτελέσει στο πλαίσιο της υπηρεσίας στην οποία είχε τοποθετηθεί, δηλαδή μέχρι το 50 %, και, τέλος, αποτέλεσαν την αφορμή για την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, ο ιεραρχικός προϊστάμενος του προσφεύγοντος, δηλαδή ο προϊστάμενος μονάδας, δεν είχε εκ των προτέρων δώσει άδεια, ούτε καν είχε ενημερωθεί από τον προσφεύγοντα για τις απουσίες αυτές.

54      Ο προσφεύγων δηλαδή δεν συμμορφώθηκε προς το άρθρο 60 του ΚΥΚ που επιβάλλει προηγουμένη άδεια του ιεραρχικώς προϊσταμένου του ενδιαφερομένου για κάθε απουσία, εκτός από περιπτώσεις ασθενείας ή ατυχήματος, ούτε καν έπραξε αυτό που η Επιτροπή άφησε να εννοηθεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι θα είχε δεχθεί, δηλαδή την προηγουμένη ενημέρωση του προϊσταμένου μονάδας, ενημέρωση του τύπου που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής C(2005) 2665, της 15ης Ιουλίου 2005, για τη βελτίωση του κοινωνικού διαλόγου στο πλαίσιο του οργάνου αυτού, απόφαση η οποία μνημονεύεται στο σημείωμα της 4ης Ιανουαρίου 2007, του προϊσταμένου της μονάδας B.5 «Κοινωνικός διάλογος, διεύρυνση και σχέσεις με τις εθνικές δημόσιες» της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», προς τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού της Eurostat και προσαρτάται στις απαντήσεις της Επιτροπής στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας –άρθρο το οποίο ορίζει ότι τα μέλη των επιτροπών και επιτροπών ίσης εκπροσωπήσεως, μεταξύ των οποίων είναι και οι εκπρόσωποι του προσωπικού, οφείλουν να γνωστοποιούν εκ των προτέρων στον ιεραρχικώς προϊστάμενό τους κάθε απουσία σχετικά με τη συμμετοχή τους σε εργασίες επιτροπής).

55      Εξάλλου, και βάσει των προεκτεθέντων, οι βεβαιώσεις ex post του προέδρου της ΤΕΛ, της 12ης Μαρτίου, 14ης Μαΐου, 5ης Ιουλίου και 27ης Αυγούστου 2007, προς τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού της Eurostat, δεν κατέστησαν δυνατή την εκ των υστέρων τακτοποίηση των παράτυπων απουσιών του προσφεύγοντος, τακτοποίηση η οποία μπορεί να γίνει μόνο σε περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος βάσει του άρθρου 60 του ΚΥΚ· εν πάση περιπτώσει ακόμη και αν υπάρχουν βεβαιώσεις ex post, η αρμόδια διοίκηση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει το δικαίωμα ελέγχου και να εκτιμήσει το βάσιμο της εκ των υστέρων τακτοποιήσεως της απουσίας η οποία θεωρήθηκε παράτυπη.

56      Βεβαίως, ο προσφεύγων, για να δικαιολογήσει την παράλειψή του να ζητήσει την προηγουμένη άδεια ή να ενημερώσει προηγουμένως τον προϊστάμενο μονάδος του, έκανε λόγο για πρακτικές δυσχέρειες και για την εμπιστευτικότητα που χαρακτηρίζει τις οικείες δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού.

57      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει όμως ότι η Επιτροπή παρατήρησε, χωρίς να αντικρουστεί στο σημείο αυτό από τον προσφεύγοντα ότι άλλοι μόνιμοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής επιτυγχάνουν να συμφιλιώσουν τα σχετικά με την υπηρεσία στην οποία έχουν τοποθετηθεί καθήκοντα εκπροσώπησης του προσωπικού τηρώντας το άρθρο 60 του ΚΥΚ. Επί πλέον, καίτοι μπορεί να γίνει δεκτό ότι ορισμένες περιστάσεις, πρακτικές δυσχέρειες ή δεσμεύσεις περί την εμπιστευτικότητα είναι δυνατόν να εμποδίσουν τους εκπροσώπους του προσωπικού να τηρήσουν την υποχρέωση της προηγουμένης άδειας (ή τουλάχιστον, και κατά την έννοια που αναφέρεται στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης, την υποχρέωση προηγουμένης ενημερώσεως) του ιεραρχικώς προϊσταμένου, διαπιστώνεται ότι εν προκειμένω ο προσφεύγων ουδέποτε ζήτησε εκ των προτέρων την άδεια του προϊσταμένου της μονάδας του (ούτε καν τον ενημέρωσε εκ των προτέρων) για τις απουσίες του. Επί πλέον, ο προσφεύγων δεν ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καμιά συγκεκριμένη περίπτωση στην οποία πρακτικές δυσχέρειες ή δεσμεύσεις περί την εμπιστευτικότητα τον εμπόδισαν να τηρήσει την ανωτέρω υποχρέωση· όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα της εμπιστευτικότητας και πέρα από το γεγονός ότι πολλά στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού δεν είναι εμπιστευτικά, ιδίως ο τόπος, οι ώρες και οι μετέχοντες σε επίσημες συνόδους και ότι η υποχρέωση εμπιστευτικότητας αφορά μόνο ένα μέρος των δραστηριοτήτων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμα και αν υπάρχουν εμπιστευτικά στοιχεία, ο εκπρόσωπος του προσωπικού μπορεί πάντα να δώσει στον ιεραρχικώς προϊστάμενο γενικές, μη εμπιστευτικές πληροφορίες, όπως την προβλεπόμενη διάρκεια μιας συνόδου. Κατά συνέπεια τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος περί πρακτικών δυσχερειών ή δεσμεύσεων εμπιστευτικότητας στην άσκηση των δραστηριοτήτων του ως εκπροσώπου του προσωπικού, επιχειρήματα τα οποία εξάλλου δεν τεκμηριώνονται, δεν μπορούν εν πάση περιπτώσει να τον απαλλάξουν εξ ολοκλήρου από την υποχρέωση να ζητήσει την προηγουμένη άδεια του προϊσταμένου μονάδας (ή τουλάχιστον και κατά την έννοια που αναφέρεται στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης, να τον ενημερώσει εκ των προτέρων).

58      Επί πλέον, το γεγονός ότι η διοίκηση της Eurostat και, συνεπώς, ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος γνώριζαν τις δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού που ανέπτυξε ο προσφεύγων εκτός του χρόνου εργασίας τον οποίο αφιέρωνε στη συνδικαλιστική απόσπαση δεν μπορεί ούτε αυτό να έχει ως συνέπεια να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος. Η γενική και αόριστη γνώση, όπως εν προκειμένω, των δραστηριοτήτων του υπαλλήλου για την εκπροσώπηση του προσωπικού από την υπηρεσία στην οποία έχει τοποθετηθεί δεν ισοδυναμεί με προηγουμένη ενημέρωση κατά την έννοια που αναφέρεται στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης, ούτε κατά μείζονα λόγο με προηγουμένη άδεια του ιεραρχικώς προϊσταμένου.

59      Εξάλλου, ναι μεν με επιστολή της 3ης Νοεμβρίου 2006 προς τον προϊστάμενο μονάδας ο προσφεύγων πρότεινε τη διαμόρφωση συστήματος ελέγχου των απουσιών του από την «εκπροσώπηση του προσωπικού» πλην όμως ο έλεγχος αυτός δεν είναι ο ενδεδειγμένος σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση. Πράγματι, ο προσφεύγων ανήκει σε δύο ιεραρχικές δομές, η πρώτη είναι η της εκπροσωπήσεως του προσωπικού που αφορά τις δραστηριότητές του ως συνδικαλιστικού εκπροσώπου και η δευτέρα της Eurostat στο πλαίσιο της τοποθετήσεώς του στην υπηρεσία αυτή. Και η εκπροσώπηση του προσωπικού είναι μεν αρμόδια να ασκήσει έλεγχο των απουσιών του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής αποσπάσεώς του, πλην όμως δεν ισχύει το αυτό και για τις απουσίες που ανάγονται στον χρόνο εργασίας τον οποίο οφείλει να αφιερώνει στην υπηρεσία στην οποία έχει τοποθετηθεί, απουσίες για τις οποίες μόνο η Eurostat είναι αρμόδια.

60      Τέλος, το γεγονός, αφενός (όπως δήλωσε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και αν υποτεθεί ότι αληθεύει), ότι η πλειονότητα των μη αποσπασμένων εκπροσώπων του προσωπικού λίγο ασχολούνται με την εκπροσώπηση του προσωπικού ενώ άλλα πρόσωπα, στα οποία και συγκαταλέγεται, επιτελούν σημαντικά και αναγκαία καθήκοντα για την προετοιμασία και την ομαλή εξέλιξη των συνεδριάσεων της ΕΠ και, αφετέρου, ότι οι απουσίες του προσφεύγοντος δεν ανάγονται στην ιδιωτική σφαίρα αλλά στην άσκηση δραστηριοτήτων εκπροσώπησης του προσωπικού δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να αναιρέσει την πεποίθηση του Δικαστηρίου ΔΔ.

61      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η αφαίρεση των ημερών αδείας του προσφεύγοντος από τη διοίκηση της Eurostat δεν προσκρούει στο άρθρο 60 του ΚΥΚ.

62      Το αυτό ισχύει και σχετικά με τις άλλες διατάξεις που επικαλείται ο προσφεύγων στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Αυτό ισχύει ιδίως με τη φερομένη παράβαση του άρθρου 57 του ΚΥΚ που επικαλείται ο προσφεύγων, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό προβλέπει απλώς το δικαίωμα αδείας των υπαλλήλων, δικαίωμα το οποίο εν προκειμένω δεν στερήθηκε ο προσφεύγων. Εξάλλου, το άρθρο 59 του ΚΥΚ αφορά τους υπαλλήλους που κωλύονται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, ενώ εν προκειμένω το επίδικο ζήτημα της αφαίρεσης ημερών από το δικαίωμα αδείας δεν αφορά τέτοιες περιπτώσεις. Εν πάση περιπτώσει ο προσφεύγων δεν αναπτύσσει αυτοτελή επιχειρήματα ως προς την παράβαση αυτών των δύο τελευταίων άρθρων την οποία επικαλείται. Επιπλέον, ούτε από την εξομοίωση των καθηκόντων των μελών της ΕΠ προς τις υπηρεσίες που υποχρεούνται να παρέχουν εντός του οργάνου (όπως διατυπώνεται στο άρθρο 1, έκτο εδάφιο του παραρτήματος του ΚΥΚ) ούτε από την απαγόρευση προς τα όργανα να θίγουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τους εκπροσώπους του προσωπικού (όπως διατυπώνεται στο άρθρο 1, έκτο εδάφιο του παραρτήματος II του ΚΥΚ και στο άρθρο 1, παράγραφος 2 της συμφωνίας-πλαισίου) ούτε τέλος από την ίδια την έννοια της συνδικαλιστικής ελευθερίας που επικαλείται ο προσφεύγων συνάγεται γενικό δικαίωμα των εκπροσώπων του προσωπικού να απουσιάζουν από τον τόπο εργασίας τους στο πλαίσιο της οικείας υπηρεσίας στην οποία έχουν τοποθετηθεί χωρίς προηγουμένη άδεια (ή, τουλάχιστον, και κατά την έννοια που αναφέρεται στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης, χωρίς προηγουμένη ενημέρωση) του ιεραρχικώς προϊσταμένου και να μην αφιερώνουν καθόλου χρόνο εργασίας στην υπηρεσία στην οποία έχουν τοποθετηθεί· τούτο μάλιστα κατά μείζονα λόγο όταν οι απουσίες αυτές καλύπτουν σημαντικό μέρος αν όχι το σύνολο του χρόνου εργασίας, ενώ ούτε υποστηρίζεται, ούτε βεβαίως αποδεικνύεται, ότι η διοίκηση αρνήθηκε να χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο τις διευκολύνσεις που είναι αναγκαίες για την άσκηση των οικείων καθηκόντων εκπροσωπήσεως.

63      Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το Δικαστήριο ΔΔ στις σκέψεις 61 και 62 της παρούσας απόφασης ισχύουν και για τις ημέρες αδείας που αφαιρέθηκαν για τις αποστολές που πραγματοποίησε ο προσφεύγων το 2007 στις Βρυξέλες για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση, στις 30 Ιανουαρίου, 14 Φεβρουαρίου, 2 και 22 Μαρτίου, 28 Ιουνίου, καθώς και στις 12, 18 και 26 Ιουλίου. Ακόμη και για τις απουσίες λόγω αυτών των αποστολών ο προσφεύγων όφειλε να ζητήσει την προηγουμένη άδεια του προϊσταμένου μονάδας τους στην Eurostat (τουλάχιστον και κατά την έννοια που αναφέρεται στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης να τον ενημερώσει εκ των προτέρων)· τούτο μάλιστα καθόσον, δεδομένου ότι επρόκειτο για προγραμματισμένες επίσημες συνεδριάσεις, δεν υπήρχαν προβλήματα του είδους αυτών που αναφέρονται στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, δηλαδή πρακτικές δυσχέρειες ή υποχρέωση εμπιστευτικότητας.

64      Επί πλέον, αν για κάθε αποστολή που εξετέλεσε στις Βρυξέλες για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση ήταν δικαιολογημένο να αφιερώσει ο προσφεύγων μια ολόκληρη μέρα εργασίας και συνεπώς να υπερβεί, αφού ήταν αποσπασμένος μόνο κατά 50 %, τον χρόνο εργασίας που μπορούσε να αφιερώσει σε τέτοιες δραστηριότητες, όφειλε πάντως να αντισταθμίσει την κατάσταση αυτή εργαζόμενος, για κάθε ημέρα αποστολής στις Βρυξέλες, μια ολόκληρη ημέρα στη μονάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί στην Eurostat. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται μόνο για την αιτίαση περί αφαιρέσεως τεσσάρων ημερών αδείας για 8 ημέρες αποστολών που πραγματοποίησε στις Βρυξέλλες για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Κατά την περίοδο, όμως, που αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις η Eurostat δεν είχε αφαιρέσει μέρες αδείας για τις ημέρες κατά τις οποίες ο προσφεύγων εργαζόταν με μειωμένο ωράριο για ιατρικούς λόγους, χωρίς όμως να αφιερώσει καθόλου χρόνο εργασίας στην υπηρεσία στην οποία είχε τοποθετηθεί. Πράγματι, η Διοίκηση της Eurostat δέχθηκε ότι, κατά τις ημέρες αυτές (βλ. σκέψη 26 της παρούσας απόφασης) ο προσφεύγων αφιέρωσε το υπόλοιπο 50 % του χρόνου εργασίας του στην εκπροσώπηση του προσωπικού ενώ, όπως παρατήρησε η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η Eurostat μπορούσε να αφαιρέσει για τον λόγο αυτό ημέρες από το δικαίωμα αδείας του προσφεύγοντος (αριθμό ημερών μεγαλύτερο αυτού που αφαίρεσε για τις ημέρες αποστολής στις Βρυξέλλες) και εξάλλου θεωρεί ότι δικαιούται να το πράξει «αν το Δικαστήριο ΔΔ δεν δεχθεί τα επιχειρήματα (της Επιτροπής)». Ομοίως, από τις απαντήσεις του προσφεύγοντος στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι για την περίοδο (που δεν αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις) κατά την οποία ο προσφεύγων εργαζόταν με μειωμένο ωράριο για ιατρικούς λόγους, δηλαδή από 10 Σεπτεμβρίου έως 21 Δεκεμβρίου 2007, η Eurostat δεν αφαίρεσε καμιά ημέρα από το δικαίωμα αδείας του, τη στιγμή μάλιστα που ο προσφεύγων είχε αφιερώσει τον υπόλοιπο χρόνο εργασίας του αποκλειστικά για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση και την εκπροσώπηση του προσωπικού.

65      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του λόγου ακυρώσεως της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του κανόνα patere legem quam ipse fecisti

66      Κατά πάγια νομολογία το δικαίωμα διεκδικήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε ιδιώτης που μπορεί να επικαλεστεί διαβεβαιώσεις, σαφείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες που του έδωσε η διοίκηση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1996, T‑235/94, Galtieri κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. I‑A‑43 και II‑129, σκέψεις 63 και 65, καθώς και της 16ης Μαρτίου 2005, T-329/03, Ricci κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I-A-69 και II-315, σκέψη 79· αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ της 21ης Φεβρουαρίου 2008, F-4/07, Σκουλίδη κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 79, και της 4ης Νοεμβρίου 2008, F-126/07, Van Beers κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 70).

67      Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αδράνεια της Eurostat κατά τα έτη 2005 και 2006 όσον αφορά τις συνεχείς απουσίες του προσφεύγοντος από την υπηρεσία τοποθετήσεώς του εξομοιώνεται, κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, προς «διαβεβαιώσεις σαφείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες» της διοίκησης, η οποία ανέχθηκε, αφενός, το να ασκεί ο ενδιαφερόμενος τις δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού χωρίς να παρέχει εργασία στη μονάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί και, αφετέρου, το να παρακάμπτει την υποχρέωσή του να λάβει άδεια εκ των προτέρων (τουλάχιστον, και κατά την έννοια που αναφέρεται στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης, να ενημερώσει εκ των προτέρων) τον προϊστάμενο μονάδας, η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει εν πάση περιπτώσει παρά μόνο μέχρι την αποστολή στον προσφεύγοντα του σημειώματος της 27ης Σεπτεμβρίου 2006 ή, το αργότερο, του σημειώματος της 16ης Ιανουαρίου 2007. Συγκεκριμένα, με τα σημειώματα αυτά ο προϊστάμενος μονάδας του του ζήτησε να παρουσιάζεται στο εξής στην υπηρεσία του για το 50 % του χρόνου εργασία τους και να εκτελεί τα σχετικά καθήκοντα και στη συνέχεια επισήμανε ότι η πλήρης απουσία εργασίας για την υπηρεσία τοποθετήσεώς του δεν συνάδει, ελλείψει νομότυπης αποσπάσεως, προς τον ΚΥΚ και συνεπώς ήταν παράτυπη, τέλος δε του ζήτησε να γνωστοποιεί εκ των προτέρων κάθε απουσία προκειμένου να υπάρχει προηγουμένη άδεια· επί πλέον με το από 27 Σεπτεμβρίου 2006 σημείωμα, ο προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος δήλωσε ότι το σημείωμα αυτό τελεί «υπό την επιφύλαξη ενδεχομένων συνεπειών λόγω της απουσίας του από τον τόπο εργασίας και της μη εκτελέσεως εργασιών κατά την περίοδο από την ημερομηνία (τοποθετήσεως) στη μονάδα Ε.5.».

68      Κατόπιν αυτού, από την παραλαβή των σημειωμάτων αυτών, και μετά, δηλαδή κατά την περίοδο που αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να επικαλεστεί καμία διαβεβαίωση εκ μέρους της διοίκησης της Eurostat και ακόμα λιγότερο δικαιολογημένη εμπιστοσύνη κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 66 της παρούσας απόφασης, ούτε καν το δικαίωμα στη διατήρηση της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί κατά τα έτη 2005 και 2006.

69      Επί πλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, καίτοι η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχετικών κανόνων του ΚΥΚ εκ μέρους της Eurostat δεν υπήρξε σταθερή και συνεχής εν προκειμένω, η δε στάση της διοικήσεως έναντι του ενδιαφερομένου δεν υπήρξε πάντα σαφής και συνεπής, η Eurostat ενήργησε επιμελώς προειδοποιώντας τον προσφεύγοντα, με τα προαναφερθέντα σημειώματα της 27ης Σεπτεμβρίου 2006 και 16ης Ιανουαρίου 2007, ότι υποχρεούται στο εξής να εμφανίζεται στην υπηρεσία του στην Eurostat, ότι οι απουσίες του είναι παράτυπες βάσει του ΚΥΚ και ότι είναι αναγκαία εκ των προτέρων η γνωστοποίηση και έγκριση των απουσιών του.

70      Όσον αφορά τις αιτιάσεις σχετικά με την υποχρέωση της Επιτροπής να τηρεί, βάσει της αρχής pacta sunt servanda, τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 60 του ΚΥΚ, του άρθρου 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, της συμφωνίας-πλαισίου και πέρα από το γεγονός ότι, όσον αφορά την υποχρέωση της Επιτροπής να τηρεί τις διατάξεις αυτές, η σχέση εργασίας του προσφεύγοντος και της Διοικήσεως είναι υπηρεσιακή και όχι συμβατική, διαπιστώνεται ότι, βάσει των προεκτεθέντων στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η αιτίαση αυτή πρέπει επίσης να απορριφθεί.

71      Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του κανόνα patere legem quam ipse fecisti πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται μόνο εν μέρει στα δικαστικά έξοδα ή μάλιστα ότι δεν καταδικάζεται.

73      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων είναι ο ηττηθείς διάδικος. Για τον λόγο αυτό και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν λόγοι δικαιολογούντες την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον G. Lebedef στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Gervasoni

Kreppel

Ταγαράς

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 7 Ιουλίου 2009.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Gervasoni

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.