Language of document : ECLI:EU:F:2007:117

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 2007

Υπόθεση F-38/06

Irène Bianchi

κατά

Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (ETF)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση ορισμένου χρόνου – Μη ανανέωση – Επαγγελματική ανεπάρκεια – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Αντικείμενο:  Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η I. Bianchi ζητεί, ιδίως, την ακύρωση της αποφάσεως του ETF, της 24ης Οκτωβρίου 2005, να μην ανανεώσει τη σύμβασή της εκτάκτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου και την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Απόφαση που επηρεάζει τη διοικητική κατάσταση υπαλλήλλου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 26)

2.      Υπάλληλοι – Εσωτερική οδηγία κοινοτικού οργάνου

3.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47, στοιχείο β΄)

1.      Το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) έχει ως σκοπό να διασφαλίσει τα δικαιώματα άμυνας του υπαλλήλου, με αποφυγή του ενδεχομένου να στηρίζονται αποφάσεις της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που θίγουν τη διοικητική κατάστασή του και την επαγγελματική του σταδιοδρομία σε πραγματικά περιστατικά σχετικά με την ικανότητά του, την απόδοσή του ή τη συμπεριφορά του τα οποία δεν μνημονεύονται στον ατομικό του φάκελο. Από αυτό προκύπτει ότι απόφαση που στηρίζεται σε τέτοια πραγματικά στοιχεία είναι αντίθετη προς τις εγγυήσεις που προβλέπει ο ΚΥΚ και πρέπει να ακυρωθεί ως εκδοθείσα κατόπιν διαδικασίας πάσχουσας ακυρότητα.

Εντούτοις, ακόμα και αν είναι λυπηρό να μην περιλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο έγγραφα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 26 του ΚΥΚ, η περίσταση αυτή δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση μιας αποφάσεως αν ο ενδιαφερόμενος, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν σε θέση να διατυπώσει λυσιτελώς τα σχόλιά του επί των πραγματικών περιστατικών που εκθέτουν τα έγγραφα αυτά και αν όντως έλαβε γνώση του περιεχομένου τους πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής ενστάσεως, οπότε οι συνθήκες υπό τις οποίες είχε τη δυνατότητα να διασφαλίσει τα δικαιώματά του δεν θα ήταν ουσιωδώς διαφορετικές αν τα επίμαχα έγγραφα είχαν περιληφθεί στον ατομικό του φάκελο.

(βλ. σκέψεις 45, 46 και 48)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 3 Φεβρουαρίου 1971, 21/70, Rittweger κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 675, σκέψεις 29 έως 41

ΠΕΚ: 30 Νοεμβρίου 1993, T‑78/92, Περάκης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑1299, σκέψη 27· 9 Φεβρουαρίου 1994, T‑109/92, Lacruz Bassols κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑31 και II‑105, σκέψη 68· 6 Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑37 και II‑239, σκέψη 70

2.      Απλώς ένα σχέδιο οδηγιών προς το προσωπικό ενός κοινοτικού οργάνου, που δεν έλαβε τελική μορφή ούτε υιοθετήθηκε επισήμως από τη διοίκηση, το περιεχόμενο του οποίου είναι μόνον ενδεικτικό, δεν αποτελεί απόφαση ικανή να δημιουργήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις στα άτομα τα οποία αφορά. Από το γεγονός ότι το εν λόγω σχέδιο δημοσιεύθηκε στη σελίδα Intranet της διοικήσεως και ότι η διοίκηση εφάρμοσε στην πράξη την προθεσμία που αυτό προτείνει σε περίπτωση απολύσεως ή μη ανανεώσεως συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου δεν αποδεικνύεται ότι αυτό αποτελεί πράξη δεσμεύουσα την διοίκηση, ικανή να δημιουργήσει δικαιώματα υπέρ του προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 80 και 81)

3.      Η αρμόδια αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μη ανανέωση των συμβάσεων εκτάκτου υπαλλήλου που συνάπτονται για ορισμένο χρόνο και ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ελλείψεως προδήλου σφάλματος κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας ή καταχρήσεως εξουσίας.

Συναφώς, η αρμόδια αρχή, δυνάμει της υποχρεώσεως αρωγής που έχει, όταν λαμβάνει απόφαση σχετική με την κατάσταση υπαλλήλου, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να επηρεάσουν την απόφασή της, ιδίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Τούτο συμβαίνει όταν αυτός έχει τη δυνατότητα να προβάλει τα συμφέροντά του κατά τη διάρκεια μιας συνεντεύξεως με την υπεύθυνη αρχή πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως και όταν η απόφαση αυτή λαμβάνεται μετά από διαβούλευση με τις υπηρεσίες στις οποίες εργάστηκε ο ενδιαφερόμενος, καθώς και με εκείνη στην οποία θα είχε τοποθετηθεί αν ανανεωνόταν η σύμβασή του. Πράγματι, ένας έκτακτος υπάλληλος δεν έχει κανένα δικαίωμα στην ανανέωση της συμβάσεώς του, καθόσον τούτο είναι απλώς μια δυνατότητα, που εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ανανέωση είναι σύμφωνη προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

(βλ. σκέψεις 92 έως 94 και 96 έως 98)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 29 Ιουνίου 1993, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1993, σ. I‑3009, σκέψη 38

ΠΕΚ: 18 Απριλίου 1996, T‑13/95, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑167 και II‑503, σκέψη 52· 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑277 και II‑1267, σκέψεις 51 και 53· 6 Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑37 και II‑239, σκέψεις 51 και 64· 1 Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑45 και II‑189, σκέψη 49