Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-500/17, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-891/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: T. Maxian Rusche και N. Kuplewatzky)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Hubei Xinyegang Special Tube Co. Ltd, ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, Válcovny trub Chomutov a.s., Vallourec Deutschland GmbH

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως ως νόμω αβάσιμους·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να επανεξετάσει τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως·

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης, ώστε να κρίνει οριστικά επ’ αυτών το Γενικό Δικαστήριο.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως.

Πρώτον, οι σκέψεις 59 έως 67 της αποφάσεως ενέχουν πλείονα νομικά σφάλματα. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 4, το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 8 και το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού 1 ερμηνεύοντας τις δύο τελευταίες διατάξεις υπό την έννοια ότι συνεπάγονται υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη την κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ανάλυση των επιπτώσεων επί των τιμών. Ωστόσο, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού επιβάλλει να γίνεται σύγκριση σε επίπεδο ομοειδούς προϊόντος όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, και όχι λεπτομερής αξιολόγηση των επιπτώσεων στο επίπεδο των επιμέρους τμημάτων της αγοράς, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο. Η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο προς επίρρωση της εκτίμησής του δεν την επιβεβαιώνει και το Γενικό Δικαστήριο παραμορφώνει τα πραγματικά περιστατικά, τόσο εκείνα στα οποία βασίζονται οι σχετικές προγενέστερες αποφάσεις όσο και εκείνα στα οποία βασίζεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός2 . Τέλος, εν πάση περιπτώσει, δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν εξέταση ανά επιμέρους τμήμα της αγοράς.

Δεύτερον, στις σκέψεις 59 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον προσβαλλόμενο κανονισμό ή παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη χρήση της μεθόδου συγκρίσεως ανά αριθμό ελέγχου του προϊόντος (στο εξής: ΑΕΠ) εκ μέρους της Επιτροπής κατά την εξέταση των επιπτώσεων επί των τιμών. Η χρήση της μεθόδου συγκρίσεως ανά ΑΕΠ ενσωματώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως την κατάτμηση της αγοράς (και πολλούς ακόμη παράγοντες), οπότε σε οποιαδήποτε εξέταση των επιπτώσεων επί των τιμών βάσει της μεθόδου αυτής λαμβάνονται κατ’ ανάγκην υπόψη οι εν λόγω παράγοντες. Δεν ήταν, επομένως, απαραίτητο να αναλυθούν περαιτέρω οι επιπτώσεις επί των τιμών ανά επιμέρους τμήμα της αγοράς.

Τρίτον, στις σκέψεις 77 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ανάλυση βάσει επιμέρους τμημάτων της αγοράς στη διάρκεια της έρευνας και στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

Τέταρτον, στις σκέψεις 68 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύει εσφαλμένα το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, το οποίο απαιτεί απλώς να διαπιστώνονται οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, είναι άνευ σημασίας οι επιπτώσεις των πωλήσεων άλλων τύπων του προϊόντος που δεν εξήχθησαν από τους παραγωγείς-εξαγωγείς οι οποίοι εξετάστηκαν δειγματοληπτικά.

Πέμπτον, στις σκέψεις 67 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ελήφθησαν υπόψη οι συνέπειες του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού το οποίο αφορά τη δειγματοληψία, με αποτέλεσμα να θίγεται η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου αυτού. Η διαπίστωση η οποία περιέχεται στις σκέψεις αυτές παραβλέπει ότι είναι εγγενές στοιχείο της δειγματοληψίας ότι η Επιτροπή εξετάζει μόνον τις εισαγωγές των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που περιλαμβάνονται στο δείγμα. Επομένως, είναι εύλογο να υπάρχουν πωλήσεις οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη λόγω της χρήσης δείγματος. Ωστόσο, το παράπλευρο αυτό γεγονός δεν υπονομεύει τη νομιμότητα της ανάλυσης των επιπτώσεων επί των τιμών που διενεργήθηκε βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος το οποίο ελήφθη σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

Έκτον, στις σκέψεις 34, 35, και 45 της αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε αναχαρακτηρισμό του πρώτου και του δεύτερου λόγου της ασκηθείσας προσφυγής και απεφάνθη, συνεπώς, ultra petita. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επίσης, σε νομική πλάνη, διότι προσδιόρισε εσφαλμένα την έκταση του δικαστικού ελέγχου σχετικά με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της ασκηθείσας προσφυγής. Ακόμη και εάν το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να ασκήσει τέτοιο έλεγχο, όπερ δεν ισχύει, το Γενικό Δικαστήριο δεν χαρακτήρισε ορθώς ή ακόμη παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η εξέταση της Επιτροπής.

____________

1 Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

2 Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/804 της Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 2017, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο (εκτός από χυτοσίδηρο) ή χάλυβα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα), κυκλικής διατομής, με εξωτερική διάμετρο που υπερβαίνει τα 406,4 mm, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2017, L 121, σ. 3).