Language of document : ECLI:EU:F:2011:133

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑101/09

AA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Διορισμός — Έκτακτοι υπάλληλοι που διορίστηκαν ως μόνιμοι υπάλληλοι — Κατάταξη σε βαθμό — Εκτέλεση τελεσίδικης αποφάσεως — Απώλεια ευκαιρίας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου της Συνθήκης αυτής 106α, με την οποία ο AA ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως περί κατατάξεώς του στον βαθμό AD 6, κλιμάκιο 2, και, επικουρικώς, την καταδίκη της Επιτροπής στην καταβολή αποζημιώσεως για την απώλεια της ευκαιρίας προσλήψεώς του υπό το καθεστώς του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όπως ίσχυε πριν την 1η Μαΐου 2004 και, συνεπώς, για την απώλεια της ευκαιρίας να λάβει μεγαλύτερο μισθό.

Απόφαση:      Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, ως αποζημίωση για την υλική ζημία που υπέστη πριν από την έκδοση της παρούσας αποφάσεως, το ισόποσο της διαφοράς μεταξύ, αφενός, των καθαρών αποδοχών άνευ κοινωνικών εισφορών και φόρων που θα εδικαιούτο αν είχε προσληφθεί ως μόνιμος υπάλληλος στον ενδιάμεσο βαθμό A*6 την 1η Αυγούστου 2004 και, συνακόλουθα, αν η σταδιοδρομία του εξελισσόταν σύμφωνα με την προαγωγή κατά κλιμάκιο που προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη μέση διάρκεια παραμονής του υπαλλήλου σε κάθε βαθμό, όπως προκύπτει από το παράρτημα I, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ, και, αφετέρου, των καθαρών αποδοχών άνευ κοινωνικών εισφορών και φόρων που εισέπραξε ο προσφεύγων-ενάγων μεταξύ της 1ης Αυγούστου 2004 και της ημερομηνίας εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, καταρχάς με την ιδιότητα του υπαλλήλου κράτους μέλους και, στη συνέχεια, από τις 15 Μαρτίου 2009, με την ιδιότητα του υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαφορά στην οποία πρέπει να εφαρμοστεί ο συντελεστής 0,8. Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 120 000 ευρώ ως αποζημίωση για την υλική ζημία του μετά την έκδοση της παρούσας αποφάσεως. Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το σύνολο των οφειλομένων κατ’ εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως ποσών που έχουν καταστεί απαιτητά, πλέον τόκων υπερημερίας, από τις ημερομηνίες κατά τις οποίες τα εν λόγω ποσά κατέστησαν απαιτητά, και αν οι ημερομηνίες αυτές είναι προγενέστερες της 15ης Μαρτίου 2009, από την εν λόγω ημερομηνία. Οι ανωτέρω τόκοι πρέπει να υπολογισθούν μέχρι την ημερομηνία πληρωμής, με το ισχύον κατά την οικεία περίοδο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, πλέον δύο εκατοστιαίων μονάδων. Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 2 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Ακύρωση αποφάσεως περί αρνήσεως εγγραφής σε εφεδρικό πίνακα προσλήψεων

(Άρθρο 233 ΕΚ· άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε χωρίς να προηγηθεί η κατά τον ΚΥΚ διοικητική διαδικασία — Αίτημα αποζημιώσεως που συνδέεται με αίτημα ακυρώσεως και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη μερική έλλειψη μέτρων εκτελέσεως ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως — Παραδεκτό

(Άρθρο 233 ΕΚ· άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Ιδιαίτερες δυσχέρειες — Δίκαιη αποζημίωση για το μειονέκτημα που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων λόγω της ακυρωθείσας πράξεως

(Άρθρο 233 ΕΚ· άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

4.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως ακυρωτικής αποφάσεως — Υπηρεσιακό πταίσμα που προκαλεί, αυτό καθεαυτό, ηθική βλάβη

1.      Κατά το άρθρο 233 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 266 ΣΛΕΕ), το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη από δικαστήριο της Ένωσης οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως, προκειμένου να αντισταθμίσει τις συνέπειες της παρανομίας που διέπραξε. Συνεπώς, η διοίκηση οφείλει, κατ’ αρχήν, να περιαγάγει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο στην ίδια ακριβώς κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν σήμερα ελλείψει της διαπιστωθείσας παρανομίας. Για τον σκοπό αυτό, προκειμένου να διορθώσει εκ των υστέρων τις ενδεχόμενες συνέπειες της εν λόγω παρανομίας και υπό τον όρο του προσήκοντος σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων, η διοίκηση μπορεί να εκδώσει πράξη αναδρομικού χαρακτήρα.

Όσον αφορά, συναφώς, την εκτέλεση αποφάσεως που ακυρώνει την άρνηση εγγραφής σε πίνακα επιτυχόντων διαγωνισμού, η εγγραφή αυτή συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο προσδοκία και όχι δικαίωμα να διοριστεί μόνιμος υπάλληλος, και μάλιστα να διοριστεί εντός ορισμένης προθεσμίας, έστω και αν τα προσόντα του ενδιαφερομένου αντιστοιχούν στις ανάγκες της υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος είχε εγγραφεί εξαρχής στον πίνακα επιτυχόντων, δεν θα είχε αναγκαστικώς προσληφθεί πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 723/2004 για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

(βλ. σκέψεις 41 και 44)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑443/07 P, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 112

ΠΕΚ: 31 Μαρτίου 2004, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, σκέψη 49· 11 Ιουλίου 2007, T‑58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 52

ΔΔΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑135/07, Smadja κατά Επιτροπής, σκέψη 48

2.      Όσον αφορά αιτήματα αποζημιώσεως που συνδέονται με την εκτέλεση τελεσίδικης αποφάσεως και αντλούνται όχι από το γεγονός ότι οι αποφάσεις που έλαβε η διοίκηση για να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική δικαστική απόφαση είναι αντίθετες προς την απόφαση αυτή, αλλά από το γεγονός ότι οι ληφθείσες αποφάσεις καθιστούν δυνατή τη μερική μόνον αντιστάθμιση των συνεπειών της διαπραχθείσας παρανομίας, πράγμα που αποτελεί, πάντως, περίπτωση μη εκτελέσεως της τελεσίδικης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα αιτήματα αυτά, προβάλλεται κατά της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής η αιτίαση ότι παρέλειψε να λάβει, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 266 ΣΛΕΕ), μέτρο ανάλογο με μέτρο επιβαλλόμενο από τον ΚΥΚ, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Δεδομένου ότι η παράλειψη λήψεως μέτρου επιβαλλόμενου από τον ΚΥΚ συνιστά βλαπτική πράξη, κατά της οποίας ένας υπάλληλος μπορεί παραδεκτώς να υποβάλει εκ προοιμίου, εντός τρίμηνης προθεσμίας, διοικητική ένσταση, χωρίς το παραδεκτό της προσφυγής του να εξαρτάται από την υποβολή αιτήσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η ίδια λύση θα πρέπει να ισχύσει για τα αιτήματα αποζημιώσεως, λόγω του ότι ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει την αιτίαση ότι η διοίκηση δεν έλαβε όλα τα μέτρα που απαιτεί το άρθρο 233 ΕΚ που μετεξελίχθηκε, κατόπιν τροποποιήσεως, στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, σε κάθε περίπτωση, το να απαιτείται από υπάλληλο που ζητεί την εφαρμογή ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας υπέρ του, αφενός, να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που προβάλλεται ως εσφαλμένη εφαρμογή της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως και, αφετέρου, να υποβάλει χωριστή αίτηση αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτηση που, σε περίπτωση αρνήσεως της διοικήσεως, θα έπρεπε ακολούθως να οδηγήσει επίσης σε υποβολή διοικητικής ενστάσεως, αντιβαίνει στις απαιτήσεις περί οικονομίας της διαδικασίας τις οποίες επιβάλλει η αρχή τηρήσεως εύλογης προθεσμίας.

(βλ. σκέψεις 75 και 76)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 17 Απριλίου 2007, F‑44/06 και F‑94/06, C και F κατά Επιτροπής, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και σκέψη 58

3.      Όταν η εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως εμφανίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες οφειλόμενες, παραδείγματος χάριν, στην αδυναμία να διαπιστωθεί κατά πόσον ο προσφεύγων-ενάγων θα είχε προσληφθεί πριν από συγκεκριμένη ημερομηνία, το οικείο θεσμικό όργανο δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 233 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 266 ΣΛΕΕ) λαμβάνοντας απόφαση ικανή να αντισταθμίσει δικαίως το μειονέκτημα που προέκυψε για τον ενδιαφερόμενο από την ακυρωθείσα απόφαση. Κατά συνέπεια, εφόσον η διοίκηση είχε τη δυνατότητα να αποζημιώσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, όφειλε να το πράξει προκειμένου να αντισταθμίσει τις χρηματικές συνέπειες που είχε γι’ αυτόν η απώλεια της ευκαιρίας να προσληφθεί νωρίτερα από ό,τι προσελήφθη και, συνακόλουθα, η απώλεια της ευκαιρίας να λάβει καλύτερο μισθό, να έχει ήδη εξελιχθεί περισσότερο στη σταδιοδρομία του, να έχει καλύτερες προοπτικές σταδιοδρομίας και να λάβει καλύτερη σύνταξη. Πράγματι, η απώλεια ευκαιρίας, όπως π.χ. της ευκαιρίας του ενδιαφερομένου να προσληφθεί και, ακολούθως, να προαχθεί νωρίτερα, συνιστά πραγματική και βέβαιη υλική ζημία, δυνάμενη, ως εκ τούτου, να αποκατασταθεί διά της καταβολής αποζημιώσεως.

Προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της αποζημιώσεως που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί στον προσφεύγοντα-ενάγοντα λόγω του ότι η διοίκηση, περιοριζόμενη να τον εγγράψει στον πίνακα επιτυχόντων, προέβη σε μερική μόνον εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως και, συνεπώς, αποκατέστησε μόνον εν μέρει τις συνέπειες της παρανομίας που διέπραξε η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, πρέπει να προσδιορισθεί η φύση της ευκαιρίας που στερήθηκε ο προσφεύγων-ενάγων και η ημερομηνία από την οποία ο προσφεύγων-ενάγων θα μπορούσε να επωφεληθεί της ευκαιρίας αυτής, ακολούθως να προσδιορισθεί ποσοτικώς η ευκαιρία αυτή και, τέλος, να διευκρινιστεί ποιες ήταν για αυτόν οι οικονομικές συνέπειες της εν λόγω απώλειας ευκαιρίας.

Η ευκαιρία που στερήθηκε ο προσφεύγων-ενάγων ήταν η ευκαιρία να προσληφθεί νωρίτερα από ό,τι προσελήφθη και, συνακόλουθα, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων που εφαρμόζονται στην προαγωγή κατά κλιμάκιο και της μέσης διάρκειας παραμονής στο βαθμό, να λάβει υψηλότερες αποδοχές από αυτές που πράγματι έλαβε, να έχει ήδη εξελιχθεί περισσότερο στη σταδιοδρομία του, να έχει καλύτερες προοπτικές σταδιοδρομίας και να λάβει καλύτερη σύνταξη. Κατά συνέπεια, οι οικονομικές συνέπειες της εν λόγω απώλειας ευκαιρίας πρέπει να εκτιμηθούν σε συνάρτηση με τη διαφορά μεταξύ των μισθών και συντάξιμων αποδοχών που ο προσφεύγων-ενάγων θα μπορούσε να λάβει και αυτών που έλαβε ή θα λάβει.

Η προσδοκία προσλήψεως που έχει κάθε επιτυχών διαγωνισμού εγγεγραμμένος σε πίνακα επιτυχόντων μετατρέπεται σε ευκαιρία προσλήψεως μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία κηρύσσεται πληρωτέα θέση στην οποία είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι μπορεί να προσληφθεί ο εν λόγω επιτυχών. Εάν ο προσφεύγων-ενάγων είχε εξαρχής εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων, είναι πολύ πιθανό ότι θα είχε προσληφθεί στη θέση που κατείχε προηγουμένως ως έκτακτος υπάλληλος, εφόσον η απόδοσή του ήταν πλήρως ικανοποιητική και, εκ του λόγου αυτού, είχε αποκτήσει επαγγελματική εμπειρία στην εν λόγω θέση. Πράγματι, είναι βέβαιο ότι η επιτυχής επαγγελματική εμπειρία αποτελεί σημαντικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την απόφαση σχετικά με την επιλογή του υποψηφίου που θα προσληφθεί.

Η απολεσθείσα ευκαιρία πρέπει να προσδιορίζεται αντικειμενικά, με τη μορφή μαθηματικού συντελεστή. Όταν πρόκειται για απώλεια της ευκαιρίας λήψεως καλύτερου μισθού, η οποία εξαρτάται από την ευκαιρία που είχε ο ενδιαφερόμενος να καταλάβει θέση ικανή να του παράσχει υψηλότερες αποδοχές, ο εν λόγω συντελεστής μπορεί να υπολογιστεί βάσει διαφόρων παραγόντων, όπως είναι ιδίως η προηγούμενη εμπειρία του υποψηφίου στο πλαίσιο του θεσμικού οργάνου και ο βαθμός στον οποίο τα προσόντα του ανταποκρίνονται στην περιγραφή της εν λόγω θέσεως. Εντούτοις, όταν η ευκαιρία που στερήθηκε ο προσφεύγων-ενάγων δεν μπορεί να προσδιορισθεί ποσοτικώς με τη μορφή μαθηματικού συντελεστή, η ζημία που υπέστη μπορεί να εκτιμηθεί κατά δίκαιη κρίση (ex æquo et bono). Κατά συνέπεια, για να εκτιμηθεί η ζημία που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να καθορίσει κατά δίκαιη κρίση τον μαθηματικό συντελεστή που πρέπει να εφαρμοστεί, ο οποίος αντικατοπτρίζει την απώλεια ευκαιρίας που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

Προκειμένου να εκτιμηθούν οι χρηματικές συνέπειες απώλειας ευκαιρίας, πρέπει κατ’ αρχάς να καθοριστεί, βάσει προβλέψεων, το οικονομικό κέρδος που θα μπορούσε να αναμένει όποιος υπέστη την απώλεια ευκαιρίας αν η εν λόγω ευκαιρία είχε πραγματοποιηθεί, ακολούθως να συγκριθεί η υποθετική αυτή κατάσταση με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση και, τέλος, να εφαρμοστεί στη διαφορά οικονομικού κέρδους των δύο αυτών καταστάσεων ο μαθηματικός συντελεστής που αντικατοπτρίζει την απολεσθείσα ευκαιρία.

Εντούτοις, όσον αφορά την εκτίμηση της υλικής ζημίας που θα υποστεί όποιος ασκεί προσφυγή-αγωγή μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που αναγνωρίζει ότι υπέστη την απώλεια της ευκαιρίας να προσληφθεί και, συνακόλουθα, να προαχθεί νωρίτερα απ’ ό,τι προσελήφθη και προήχθη, η προσφορότερη μέθοδος συνίσταται στην κατ’ αποκοπή εκτίμηση, κατά δίκαιη κρίση (ex æquo et bono), της ζημίας, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον του βαθμού που κατέχει σήμερα ο προσφεύγων-ενάγων, της κατά κλιμάκιο προαγωγής που προβλέπει ο ΚΥΚ, της μέσης διάρκειας παραμονής του υπαλλήλου σε κάθε βαθμό, όπως προκύπτει από το παράρτημα I, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ, του προσδόκιμου ζωής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του μαθηματικού συντελεστή που έγινε δεκτός, αλλά και του γεγονότος ότι ο προσφεύγων-ενάγων, σε εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως, θα εισπράξει ένα ποσό το οποίο θα δύναται αμέσως να διαθέσει.

(βλ. σκέψεις 81, 83 έως 85, 91, 93, 94, 96 και 105)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Girardot κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 53, 58 επ., 96 και 119

ΓΔΕΕ: 10 Νοεμβρίου 2010, T‑260/09 P, ΓΕΕΑ κατά Simões Dos Santos, σκέψη 104

ΔΔΔΕΕ: 8 Μαΐου 2008, F‑6/07, Suvikas κατά Συμβουλίου, σκέψεις 141 έως 144· 24 Ιουνίου 2008, F‑15/05, Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Η άρνηση ευρωπαϊκού οργάνου να εκτελέσει απόφαση δικαστηρίου της Ένωσης συνιστά προσβολή της εμπιστοσύνης που κάθε υποκείμενο δικαίου πρέπει να έχει στο νομικό σύστημα της Ένωσης, το οποίο στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον σεβασμό των αποφάσεων που εκδίδουν τα δικαιοδοτικά όργανα της ΄Ενωσης. Επομένως, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε υλικής ζημίας που θα απέρρεε ενδεχομένως από τη μη εκτέλεση αποφάσεως, η εν μέρει εκτέλεση της αποφάσεως συνεπάγεται, αφεαυτής, ηθική βλάβη για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

(βλ. σκέψη 107)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑11/00, Hautem κατά ΕΤΕπ, σκέψη 51