Language of document : ECLI:EU:F:2011:162

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 28ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑23/10

Finola Allen

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Κοινωνική ασφάλιση — Σοβαρή ασθένεια — Άρθρο 72 του ΚΥΚ — Παράταση της καλύψεως από το ΚΣΥΑ των κινδύνων ασθένειας — Κριτήριο που αντλείται από την απουσία καλύψεως από άλλο καθεστώς»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η F. Allen ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής περί αρνήσεως αναγνωρίσεως της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας και αρνήσεως παρατάσεως της καλύψεως των κινδύνων ασθένειας από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Απόφαση:      Οι αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2009, 17ης Ιουλίου 2009 και 7ης Ιανουαρίου 2010 με τις οποίες η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η προσφεύγουσα έπασχε από σοβαρή ασθένεια και δεν παρέτεινε την κάλυψη των κινδύνων ασθένειας της προσφεύγουσας ακυρώνονται. Τα λοιπά αιτήματα της προσφυγής απορρίπτονται. Η Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόρριψη αιτήματος αναγνωρίσεως της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας — Άρνηση παρατάσεως της καλύψεως των κινδύνων ασθένειας από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως — Εμπίπτουν

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72 § 1)

2.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Υγειονομική ασφάλιση — Ασθένειες που αναγνωρίζονται ως «εξίσου σοβαρές» με τις ρητώς αναφερόμενες στο άρθρο 72 του ΚΥΚ

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72)

3.      Δίκαιο της Ένωσης — Ερμηνεία — Διατάξεις διατυπωμένες σε περισσότερες από μία γλώσσες — Ομοιόμορφη ερμηνεία — Λαμβάνονται υπόψη οι αποδόσεις στις διάφορες γλώσσες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72)

4.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Υγειονομική ασφάλιση — Σοβαρή ασθένεια — Καθορισμός — Κριτήρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72)

5.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Απορριπτική απόφαση — Αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

6.      Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών — Οδηγία 2004/38 — Προϋποθέσεις του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του δικαίου της Ένωσης

(Οδηγία 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7)

1.      Η αναγνώριση της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας παρέχει στον ενδιαφερόμενο, κατ’ εφαρμογή του σημείου 2 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των γενικών εκτελεστικών διατάξεων σχετικά με την επιστροφή των ιατρικών εξόδων τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή, τη δυνατότητα να τύχει επιστροφής ποσοστού 100 % των ιατρικών εξόδων που συνδέονται με την εν λόγω ασθένεια. Η εν λόγω αναγνώριση επιτυγχάνεται κατόπιν σχετικού αιτήματος, όπως προβλέπεται στο σημείο 3 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των προαναφερθεισών διατάξεων, όταν η εν λόγω ασθένεια κρίνεται σύμφωνη προς τον περιεχόμενο στο σημείο 1 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των γενικών εκτελεστικών διατάξεων ορισμό των «σοβαρών ασθενειών».

Εξάλλου, σε περίπτωση αναγνωρίσεως της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας, είναι δυνατόν να χορηγηθεί στον διαζευγμένο σύζυγο υπαλλήλου, όσον αφορά τα ιατρικά έξοδα που συνδέονται με την εν λόγω ασθένεια, παράταση της καλύψεως από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως των οργάνων της Ένωσης πέραν της περιόδου ενός έτους από την επίσημη ημερομηνία του διαζυγίου, εφόσον ο διαζευγμένος σύζυγος πληροί σωρευτικώς ορισμένες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 2 του κεφαλαίου 3 του τίτλου Ι των γενικών εκτελεστικών διατάξεων.

Συνεπώς, η απόφαση περί αρνήσεως αναγνωρίσεως της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας, η οποία εκδίδεται κατόπιν ειδικής διαδικασίας και έχει ορισμένες επιπτώσεις στην κατάσταση του ενδιαφερομένου, αποτελεί, υπό την ιδιότητά της αυτή, βλαπτική πράξη για το πρόσωπο που υπέβαλε το σχετικό αίτημα. Συγχρόνως, όταν το πρόσωπο που υπέβαλε το σχετικό αίτημα είναι ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου, μια τέτοια απόφαση μπορεί να αποτελέσει τη βάση διακριτής αποφάσεως περί αρνήσεως παρατάσεως της καλύψεως των κινδύνων ασθένειάς του από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως των οργάνων της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 38 έως 40)

2.      Όσον αφορά την αναγνώριση σοβαρής ασθένειας, τα κριτήρια που αναφέρονται στο σημείο 1 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των γενικών εκτελεστικών διατάξεων σχετικά με την επιστροφή των ιατρικών εξόδων τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή δεν φαίνονται προδήλως ακατάλληλα ή εσφαλμένα υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της εξακριβώσεως των εξίσου σοβαρών ασθενειών προς τις ασθένειες που αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 72 του ΚΥΚ.

Πράγματι, κατ’ αρχάς, οι τέσσερις ασθένειες στις οποίες αναφέρεται ρητώς το άρθρο 72 του ΚΥΚ μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχουν οργανικές ή ψυχικές συνέπειες ιδιαιτέρως σοβαρές, εμφανίζουν μεγάλη διάρκεια ή είναι χρόνιας φύσεως και απαιτούν επίπονα θεραπευτικά μέτρα, που επιβάλλουν να είναι η προηγούμενη διάγνωση σαφής, πράγμα που προϋποθέτει ιδιαίτερες αναλύσεις ή εξετάσεις. Οι ασθένειες αυτές μπορούν επίσης να εκθέσουν το πρόσωπο για το οποίο πρόκειται σε σοβαρό κίνδυνο αναπηρίας.

Επιπλέον, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 72, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προκύπτει ότι, ακόμη και αν πρόκειται για μία από τις τέσσερις ασθένειες που αναφέρονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο, μόνον οι ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρές ασθένειες, επιτρέποντας έτσι την υπαγωγή του ενδιαφερομένου στο ευνοϊκότερο καθεστώς που εφαρμόζεται σε περίπτωση αναγνωρίσεως τέτοιας ασθένειας.

Τα εν λόγω κριτήρια δεν βαίνουν πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω ρύθμιση, με την οποία σκοπείται να περιοριστεί η χορήγηση των διαφόρων πλεονεκτημάτων που συνδέονται με την αναγνώριση της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας αποκλειστικά στις ιδιαιτέρως σοβαρές ασθένειες. Κατά συνέπεια, το σημείο 1 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των γενικών εκτελεστικών διατάξεων δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

(βλ. σκέψεις 49 έως 52)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 23 Νοεμβρίου 2010, F‑65/09, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 51 έως 53 και 70, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑85/11 P

3.      Η ανάγκη ενιαίας εφαρμογής και, συνεπώς, ενιαίας ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης αποκλείει ένα κείμενο να λαμβάνεται υπόψη μεμονωμένα σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις του, αλλά απαιτεί να ερμηνεύεται σύμφωνα, τόσο με την πραγματική βούληση του συντάκτη του όσο και με τον σκοπό που επιδιώκεται από τον τελευταίο, υπό το φως ιδίως των αποδόσεων σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 57)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F-83/07, Zangerl-Posselt κατά Επιτροπής, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T-62/10 P

4.      Όσον αφορά τις ιατρικές εκτιμήσεις συμβούλου ιατρού ή ιατρικού συμβουλίου, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης δεν εκτείνεται και στις κατά κυριολεξία ιατρικές εκτιμήσεις, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται οριστικές εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί υπό κανονικές συνθήκες.

Τα κριτήρια της σοβαρής ασθένειας (μείωση του προσδόκιμου ζωής, χρόνια εξέλιξη, ανάγκη επίπονων διαγνωστικών και/ή θεραπευτικών μέτρων, ύπαρξη ή κίνδυνος σοβαρής αναπηρίας) εμπίπτουν στην κατηγορία των ιατρικών εκτιμήσεων διότι, προκειμένου να αποφανθούν περί της συνδρομής κάποιου από τα εν λόγω κριτήρια, ο σύμβουλος ιατρός ή το ιατρικό συμβούλιο δεν περιορίζονται στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, αλλά προβαίνουν σε πραγματική εκτίμησή τους, εκτίμηση για την οποία απαιτείται αρμοδιότητα στον ιατρικό τομέα.

Εντούτοις, έστω και αν ο έλεγχος που ασκεί δεν εκτείνεται στις κατά κυριολεξία ιατρικές εκτιμήσεις όπως αυτές που αφορούν τη σοβαρότητα της ασθένειας, ο δικαστής πρέπει να βεβαιώνεται, και αυτό κατά μείζονα λόγο όταν η διαδικασία δεν παρέχει ίδιου επιπέδου εχέγγυα όσον αφορά την ισορροπία μεταξύ των διαδίκων όπως οι διαδικασίες που προβλέπουν τα άρθρα 73 και 78 του ΚΥΚ, ότι ο σύμβουλος ιατρός ή το ιατρικό συμβούλιο προέβησαν σε ειδική και εμπεριστατωμένη εξέταση της καταστάσεως της οποίας επιλήφθηκαν. Εξάλλου, στη διοίκηση απόκειται να αποδείξει ότι έλαβε χώρα τέτοια εκτίμηση.

Όσον αφορά την εφαρμογή του σημείου 1 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των γενικών εκτελεστικών διατάξεων σχετικά με την επιστροφή των ιατρικών εξόδων τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή, η πρόθεση των συντακτών της εν λόγω διατάξεως ήταν, όπως αποδεικνύει η χρήση της εκφράσεως «συνδυάζοντας, σε διάφορο βαθμό, τα τέσσερα κριτήρια», να προβλέψουν αλληλένδετες ενδείξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συνδυαστικά από τον σύμβουλο ιατρό ή το ιατρικό συμβούλιο, προκειμένου να εκτιμηθεί συνολικά η σοβαρότητα των συνεπειών της εν λόγω ασθένειας, αφήνοντας έτσι στους επαγγελματίες μεγάλη ελευθερία κατά την ιατρική εκτίμηση των ειδικών καταστάσεων που καλούνται να εκτιμήσουν.

Ο σύμβουλος ιατρός ή το ιατρικό συμβούλιο δεν μπορούν, συνεπώς, να εξετάσουν αίτηση αναγνωρίσεως της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας περιοριζόμενοι στη μεμονωμένη εξέταση ορισμένων από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 1 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, δηλαδή περιορίζοντας τις εκτιμήσεις τους μόνον στις προϋποθέσεις που θεωρούν ότι δεν πληρούνται. Έτσι, μολονότι ένα από τα κριτήρια μπορεί να φαίνεται ότι δεν πληρούται όταν εξετάζεται μεμονωμένα, η εξέτασή του υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως που αφορά τα λοιπά κριτήρια μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο συμπέρασμα, δηλαδή ότι πληρούται το εν λόγω κριτήριο, πράγμα που υποχρεώνει τον σύμβουλο ιατρό ή το ιατρικό συμβούλιο να μην περιορίζονται στην εξέταση ενός μόνον κριτηρίου.

Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο του περιορισμένου ελέγχου που ασκεί επί των γνωμοδοτήσεων των ιατρικών οργάνων που εμπλέκονται στη διαδικασία αναγνωρίσεως της υπάρξεως σοβαρής ασθένειας, να βεβαιώνεται ότι οι γνωμοδοτήσεις αυτές εκδόθηκαν βάσει ειδικής και εμπεριστατωμένης εξετάσεως της καταστάσεως της υγείας του ενδιαφερομένου, κατά την οποία ελήφθησαν συνολικά υπόψη, όπως απαιτεί το σημείο 1 του κεφαλαίου 5 του τίτλου ΙΙΙ των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, τα τέσσερα αλληλένδετα κριτήρια που προβλέπονται στο εν λόγω σημείο.

(βλ. σκέψεις 73 και 75 έως 80)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, σκέψεις 67 και 68

5.      Μολονότι, στο πλαίσιο του συστήματος προσφυγών που θεσπίζουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, η διοίκηση ενδέχεται να αναγκαστεί να τροποποιήσει, σε περίπτωση που ρητώς απορρίπτει τη διοικητική ένσταση, τους λόγους στους οποίους στήριξε την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, εντούτοις τέτοια τροποποίηση δεν είναι δυνατή κατόπιν της ασκήσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, της προσφυγής που στρέφεται κατά της προσβαλλομένης πράξεως. Εξάλλου η διοίκηση δεν μπορεί, κατά τη διάρκεια της δίκης, να αντικαταστήσει την πεπλανημένη αρχική αιτιολογία με εντελώς νέα αιτιολογία.

(βλ. σκέψη 98)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Μαΐου 2010, T‑560/08 P, Επιτροπή κατά Meierhofer, σκέψη 59

6.      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, χωρίς εντούτοις να στερεί από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χορηγούν άδεια διαμονής σε πολίτη της Ένωσης υπό ελαστικότερες προϋποθέσεις.

(βλ. σκέψη 106)