Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Špecializovaný trestný súd (Σλοβακία) στις 9 Αυγούστου 2019 – Úrad špeciálnej prokuratúry Generálnej prokuratúry Slovenskej republiky κατά TG, UF

(Υπόθεση C-603/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβακική

Αιτούν δικαστήριο

Špecializovaný trestný súd

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Κατήγορος: Úrad špeciálnej prokuratúry Generálnej prokuratúry Slovenskej republiky

Κατηγορούμενοι: TG, UF

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχει η οδηγία 2012/29/ΕΕ1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας (κυρίως τα δικαιώματα της ενεργού συμμετοχής στην ποινική διαδικασία και οι αξιώσεις αποζημιώσεως στην ποινική διαδικασία), όσον αφορά τα δικαιώματα των οποίων λόγω της φύσεώς τους δεν απολαύουν αποκλειστικά τα φυσικά πρόσωπα ως όντα με αντιληπτικές ικανότητες, την έννοια ότι εφαρμόζεται επίσης και στα νομικά πρόσωπα και το Δημόσιο, ήτοι στις κρατικές αρχές, εφόσον οι διατάξεις του εθνικού δικαίου αναγνωρίζουν στο πρόσωπό τους την ιδιότητα του ζημιωθέντος στην ποινική διαδικασία;

Έχουν τα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 325 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/19992 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΚ) 1681/943 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1994, την έννοια ότι δεν αντίκεινται σε αυτά κανονιστική ρύθμιση και πρακτική κατά τη λήψη των αποφάσεων4 σύμφωνα με τις οποίες το Δημόσιο δεν νομιμοποιείται να συμμετέχει σε ποινική διαδικασία για την αποκατάσταση της ζημίας η οποία προκλήθηκε λόγω δολίων ενεργειών του υπόπτου, με συνέπεια την υπεξαίρεση κονδυλίων από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δεν δύναται, υπό τους όρους του άρθρου 256, παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας, να προσβάλει τη διάταξη με την οποία το δικαστήριο αποφασίζει να μην επιτρέψει τη συμμετοχή του, ήτοι να μην επιτρέψει στο διοικητικό όργανο που το εκπροσωπεί να παραστεί στην κύρια επ’ ακροατηρίου συζήτηση για να ζητήσει, υπό την ιδιότητά του ως ζημιωθέντος, την αποκατάσταση της ζημίας, ενώ δεν υφίσταται άλλη μορφή διαδικασίας στην οποία να μπορεί να προβάλει τη σχετική αξίωση αποζημίωσης έναντι του υπόπτου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διασφάλιση του δικαιώματός του προς αποκατάσταση της ζημίας της περιουσίας και των περιουσιακών του δικαιωμάτων έναντι του κατηγορούμενου κατά την έννοια του άρθρου 50 του κώδικα ποινικής δικονομίας, με αποτέλεσμα το εν λόγω δικαίωμα να καθίσταται de facto μη εκτελεστό;

Δύναται η έννοια «της ίδιας επιχείρησης» του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 994/985 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 69/20016 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, να ερμηνευτεί κατά τρόπο μόνον τυπικό, υπό την έννοια ότι απαιτείται και αρκεί να διαπιστωθεί εάν οι ενδιαφερόμενες εταιρείες διαθέτουν χωριστή νομική προσωπικότητα με βάση την εθνική νομοθεσία, και, ως εκ τούτου, δύναται να χορηγηθεί σε καθεμία από αυτές κρατική ενίσχυση ποσού έως και 100 00 ευρώ, ή, αντιθέτως, το αποφασιστικό κριτήριο είναι οι πραγματικοί όροι λειτουργίας και διαχείρισης των εν λόγω εταιριών που ανήκουν στα ίδια πρόσωπα και μέσω των οποίων αλληλοσυνδέονται ως σύστημα θυγατρικών υπό τη διαχείριση της μητρικής επιχείρησης, μολονότι έκαστη εξ αυτών διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα βάσει του εθνικού δικαίου, με αποτέλεσμα να πρέπει να κρίνονται ως συνιστώσες «την ίδια επιχείρηση» και, ως ενιαίο σύνολο, μπορούν να λάβουν εφάπαξ κρατική ενίσχυση ποσού έως και 100 000 ευρώ;

Για τους σκοπούς της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων7 της 26ης Ιουλίου 1995, έχει ο όρος «ζημία [προς αποκατάσταση] την έννοια ότι αναφέρεται αποκλειστικώς στο τμήμα των κονδυλίων που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και συνδέεται άμεσα με τις δόλιες ενέργειες ή συμπεριλαμβάνει επίσης τα έξοδα που πράγματι προέκυψαν και τεκμηριώνονται με ακρίβεια, καθώς και τη χρήση της συνεισφοράς, εφόσον προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εν λόγω δαπάνες ήταν αναγκαίες για την απόκρυψη των δολίων ενεργειών, την καθυστέρηση της αποκάλυψης των δολίων ενεργειών και τη λήψη του συνολικού ποσού της χορηγηθείσας κρατικής ενίσχυσης;

____________

1     Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 315, σ. 57).

2     Κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ 1999, L 161, σ. 1).

3     Κανονισμός (ΕΚ) 1681/94 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1994, για τις παρατυπίες και την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στα πλαίσια της χρηματοδότησης των διαρθρωτικών πολιτικών, καθώς και την οργάνωση ενός συστήματος πληροφόρησης στον τομέα αυτό (ΕΕ 1994, L 178, σ. 43).

4     Γνωμοδότηση του ποινικού τμήματος του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας) της 29ης Νοεμβρίου 2017.

5     Κανονισμός (ΕΚ) 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ 1998, L 142, σ. 1).

6     Κανονισμός (ΕΚ) 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ 2001, L 10, σ. 30).

7     Σύμβαση η οποία καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, C 316, σ. 49).