Language of document : ECLI:EU:F:2012:146

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2012

Υπόθεση F‑61/11

Daniele Possanzini

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαχείρισης της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex)

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτος υπάλληλος — Διαδικασία ανανεώσεως της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου — Γνωστοποίηση στον υπάλληλο της αρνητικής γνώμης του αξιολογητή σχετικά με την ανανέωση — Βλαπτική πράξη — Δεν υφίσταται — Αίτημα ακυρώσεως των δυσμενών παρατηρήσεων όσον αφορά την απόδοση του υπαλλήλου που περιλαμβάνονται σε ετήσιες εκθέσεις αξιολογήσεως — Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο προσφεύγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση, πρώτον, της «αποφάσεως» της 24ης Ιανουαρίου 2011 για την οποία έλαβε γνώση στο πλαίσιο συνεντεύξεως με τον αξιολογητή του, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εν λόγω αξιολογητής γνωστοποίησε την πρόθεσή του να μην προτείνει την ανανέωση της συμβάσεως του προσφεύγοντος, δεύτερον, μέρους της εκθέσεως αξιολογήσεώς του που καταρτίστηκε το 2009 για την περίοδο από 1ης Αυγούστου 2006 έως 31 Δεκεμβρίου 2008, τρίτον, μέρους της εκθέσεως αξιολογήσεώς του που καταρτίστηκε το 2010 για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2009 έως 31 Δεκεμβρίου 2009.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά έξοδα του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Frontex.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία του δικογράφου — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Σαφής και ακριβής έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 19, εδ. 3, 21, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 §§ 1 και 3· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1, στοιχείο ε΄)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Προπαρασκευαστική πράξη — Έγγραφο με το οποίο γνωστοποιείται στον υπάλληλο η αρνητική γνώμη του αξιολογητή σχετικά με την ανανέωση της συμβάσεως του — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους ισχυρισμούς και τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο ΔΔ να εκδικάσει την προσφυγή, χωρίς να χρειαστεί ενδεχομένως συμπληρωματικές πληροφορίες. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι μια προσφυγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, επί των οποίων στηρίζεται, να προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου.

Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, μόνο μία ανταλλαγή γραπτών υπομνημάτων, εκτός αντίθετης αποφάσεως του εν λόγω Δικαστηρίου. Σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα για το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο στο άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η ιδιαιτερότητα αυτή της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εξηγεί την απαγόρευση συνοπτικής εκθέσεως των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων στο δικόγραφο της προσφυγής. Η δυνατότητα αυτή θα είχε, στην πράξη, ως συνέπεια να καθίσταται εν μέρει περιττός ο ειδικός και μεταγενέστερος κανόνας που διατυπώνεται στο παράρτημα I του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

Το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται και στην ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασία δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού αυτού, προβλέπει ότι οι διάδικοι, πλην των κρατών μελών, των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, των συμβαλλομένων στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κρατών, καθώς και της Εποπτεύουσας Αρχής της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία, εκπροσωπούνται από δικηγόρο. Η βασική αποστολή του τελευταίου, ως αρωγού της δικαιοσύνης, είναι ακριβώς να τεκμηριώσει τα αιτήματα της προσφυγής βάσει νομικών επιχειρημάτων αρκούντως κατανοητών και συνεκτικών, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περιλαμβάνει καταρχήν μόνο μία ανταλλαγή γραπτών υπομνημάτων.

Εφόσον τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής διατυπώνονται μόνο κατά τρόπο γενικό και ουδόλως στηρίζονται σε οποιοδήποτε επιχείρημα, αντίθετα προς τον προβλεπόμενο στο άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης κανόνα, πρέπει να απορρίπτονται ως προδήλως απαράδεκτα.

(βλ. σκέψεις 30 έως 34)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 15 Φεβρουαρίου 2011, F‑76/09, AH κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 31

2.      Το παραδεκτό αιτήματος ακυρώσεως, το οποίο πηγάζει από την υπηρεσιακή σχέση που συνδέει τον υπάλληλο με το θεσμικό όργανο, πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ. Συναφώς, η ύπαρξη βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από υπαλλήλους κατά του οργάνου στο οποίο υπάγονται. Βλαπτικές πράξεις ή βλαπτικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, θεωρούνται μόνον αυτά που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του υπαλλήλου, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή του. Οι πράξεις αυτές πρέπει να προέρχονται από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή και να έχουν χαρακτήρα αποφάσεως. Στην περίπτωση πράξεων ή αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο διαδικασίας, ιδίως εσωτερικής, περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, συνιστούν, καταρχήν πράξεις δεκτικές προσφυγής μόνο τα μέτρα που παγιώνουν τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, αποκλειομένων των ενδιάμεσων μέτρων των οποίων σκοπός είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Επί υπαλληλικών προσφυγών, οι προπαρασκευαστικές πράξεις των τελικών αποφάσεων δεν είναι βλαπτικές και, επομένως, δεν μπορούν να προσβληθούν παρά μόνο παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο προσφυγής κατά πράξεων δεκτικών προσφυγής ακυρώσεως. Μολονότι ορισμένα αμιγώς προπαρασκευαστικά μέτρα ενδέχεται να θίγουν τον υπάλληλο στον βαθμό που μπορούν να επηρεάσουν το περιεχόμενο μεταγενέστερης πράξεως κατά της οποίας χωρεί προσφυγή, εντούτοις, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να προσβληθούν με ανεξάρτητη προσφυγή αλλά πρέπει να αμφισβητηθούν στο πλαίσιο προσφυγής κατά της πράξεως αυτής.

Επομένως, δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις ούτε η αρνητική γνώμη αξιολογητή σχετικά με την ανανέωση της συμβάσεως προσλήψεως υπαλλήλου του Frontex ούτε έγγραφο του εκτελεστικού διευθυντή του Frontex με το οποίο απορρίπτεται η διοικητική ένσταση του οικείου υπαλλήλου κατά της εν λόγω αρνητικής γνώμης.

(βλ. σκέψεις 40 έως 43, 50, 60, 62 και 63)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 3 Απριλίου 1990, T‑135/89, Pfloeschner κατά Επιτροπής, σκέψη 11· 25 Οκτωβρίου 1996, T‑26/96, Lopes κατά Δικαστηρίου, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 18 Δεκεμβρίου 2003, T‑215/02, Gómez-Reino κατά Επιτροπής, σκέψη 47· 29 Ιουνίου 2004, T‑188/03, Hivonnet κατά Συμβουλίου, σκέψη 16· 16 Μαρτίου 2009, T‑156/08 P, R κατά Επιτροπής, σκέψη 49