Language of document : ECLI:EU:T:2019:292

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Μαΐου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος, το οποίο αναπαριστά ένα αυτοκίνητο μέσα σε συννεφάκι τύπου κόμικς, ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Περιορισμός του καταλόγου προϊόντων ή υπηρεσιών τα οποία ή τις οποίες αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος – Άρθρο 27, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 – Έκταση του ελέγχου που οφείλει να ασκήσει το τμήμα προσφυγών – Υποχρέωση εκδόσεως αποφάσεως επί αιτήματος περιορισμού»

Στην υπόθεση T-629/18,

mobile.de GmbH, με έδρα το Dreilinden (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον T. Lührig, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον M. Fischer,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 7ης Αυγούστου 2018 (υπόθεση R 2653/2017-4), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος το οποίο αναπαριστά ένα αυτοκίνητο σε επεξηγηματική εικόνα ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 2018,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση σε αυτούς του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 30 Ιουνίου 2016, η προσφεύγουσα, mobile.de GmbH, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 12, 16, 25, 28, 35 έως 38, 41, 42 και 45 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

4        Με έγγραφο της 22ας Ιουλίου 2016, ο εξεταστής του EUIPO προέβαλε αντιρρήσεις κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος για μέρος των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001], με το αιτιολογικό ότι στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

5        Στις 25 Νοεμβρίου 2016, σε απάντηση του εν λόγω εγγράφου του εξεταστή, η προσφεύγουσα διατύπωσε παρατηρήσεις με τις οποίες αμφισβητούσε το σύνολο των αντιρρήσεων του εξεταστή.

6        Με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2017, ο εξεταστής απέσυρε μερικώς τις αντιρρήσεις του για μέρος των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορούσε το από 22 Ιουλίου 2016 έγγραφό του. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της ή να προσκομίσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει τον διακριτικό χαρακτήρα που έχει αποκτηθεί μέσω της χρήσεως του επίμαχου σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία ο εξεταστής είχε διατυπώσει τις αντιρρήσεις του. Οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις αυτές υπεβλήθησαν από την προσφεύγουσα στις 24 Ιουλίου 2017.

7        Με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2017, ο εξεταστής αρνήθηκε την καταχώριση του εν λόγω σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που ανέφερε στο από 23 Μαρτίου 2017 έγγραφό του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001.

8        Στις 15 Δεκεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του εξεταστή κατά το μέρος που απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος.

9        Στις 16 Φεβρουαρίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του EUIPO δύο έγγραφα, ένα εκ των οποίων περιείχε αίτημα περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούσε η αρχική αίτηση καταχωρίσεως του σήματος. Το αίτημα αυτό περιορισμού κάλυπτε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες σχετικά με τα οποία η καταχώριση δεν είχε γίνει δεκτή από τον εξεταστή.

10      Την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε ένα επιπλέον έγγραφο, με τίτλο «Υπόμνημα λόγων της προσφυγής/κοινοποίησης σχετικά με τον περιορισμό της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος», το οποίο περιελάμβανε, ως παράρτημα, το προηγουμένως υποβληθέν αίτημα περιορισμού.

11      Στις 6 Απριλίου 2018, κατόπιν αιτήματος του EUIPO, η προσφεύγουσα όφειλε να υποβάλει εκ νέου το αίτημα περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων και των υπηρεσιών σχετικά με τα οποία η καταχώριση του σήματος είχε ζητηθεί, υπό άλλο μορφότυπο (PDF) και σε τροποποιημένη μορφή αλλά με το ίδιο περιεχόμενο πάντοτε.

12      Στις 10 Μαΐου 2018, ο γραμματέας των τμημάτων προσφυγών βεβαίωσε την παραλαβή των δύο αιτημάτων περιορισμού που υποβλήθηκαν στις 16 Φεβρουαρίου και στις 6 Απριλίου 2018, αντιστοίχως.

13      Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2018, το EUIPO ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η προσφυγή παραπέμφθηκε στο τέταρτο τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, δεδομένου ότι ο εξεταστής δεν την έκανε δεκτή.

14      Με απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, βάσει του άρθρου 68, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 2017/1001 και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 1), με το αιτιολογικό ότι το δεύτερο έγγραφο που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 16 Φεβρουαρίου 2018, με τίτλο «Υπόμνημα λόγων της προσφυγής/κοινοποίησης σχετικά με τον περιορισμό της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος», δεν πληρούσε τα κατ’ άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αναγκαία κριτήρια προκειμένου να συνιστά υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής.

15      Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι, στο εν λόγω έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2018, η προσφεύγουσα περιορίστηκε σε αναφορά στο παράρτημα που περιείχε το αίτημα περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως του σχετικού σήματος προκειμένου να εξηγήσει ότι το αίτημα περιορισμού αφορούσε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των οποίων η καταχώριση δεν είχε γίνει δεκτή από τον εξεταστή και τα οποία αποτελούσαν το μοναδικό αντικείμενο της προσφυγής και ότι, για τον λόγο αυτόν, αποφάσισε να υποβάλει αίτηση περί καταργήσεως της δίκης. Βάσει των ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το εν λόγω έγγραφο δεν περιείχε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως του εξεταστή και ότι, κατά συνέπεια, η προσφυγή έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη. Συνεπώς, δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε έγκυρο υπόμνημα που να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής πριν από τη λήξη της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από την επίδοση της αποφάσεως του εξεταστή, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι η απόφαση αυτή είχε καταστεί απρόσβλητη.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

17      Το EUIPO συντάσσεται με τα αιτήματα της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων τα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Αρχικώς, επιβάλλεται να σημειωθεί, όσον αφορά τη διαδικαστική θέση του EUIPO, ότι αυτό δεν υποχρεούται να υπερασπίζεται συστηματικώς κάθε προσβαλλόμενη απόφαση των τμημάτων προσφυγών ή να ζητεί υποχρεωτικώς την απόρριψη κάθε προσφυγής στρεφόμενης κατά τέτοιας αποφάσεως και τίποτα δεν εμποδίζει το EUIPO να συντάσσεται με αίτημα του προσφεύγοντος [πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ (Cloppenburg), T-379/03, EU:T:2005:373, σκέψη 22].

19      Εν προκειμένω, τα αιτήματα του EUIPO είναι παραδεκτά, στον βαθμό που τα εν λόγω αιτήματα και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν προς στήριξη των αιτημάτων αυτών δεν εκφεύγουν του πλαισίου των αιτημάτων και των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

20      Παρά τη σύμπτωση των θέσεων των διαδίκων επί της ουσίας της παρούσας υποθέσεως, η προσφυγή δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Πράγματι, παρά τη συμφωνία των διαδίκων, στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν η διαδικασία η προσβαλλομένη απόφαση δεν είχε ούτε μεταρρυθμισθεί ούτε αποσυρθεί από το τμήμα προσφυγών, δεδομένου ότι το EUIPO δεν διαθέτει εξουσία προς τούτο ούτε μπορεί να απευθύνει συναφείς εντολές στα τμήματα προσφυγών, των οποίων η ανεξαρτησία θεσπίζεται στο άρθρο 166, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/1001. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν απαλλάσσεται από το καθήκον εξέτασης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως από της απόψεως των λόγων ακυρώσεως που διατυπώθηκαν στο εισαγωγικό της δικόγραφο και επιβάλλεται πάντοτε η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Cloppenburg, T-379/03, EU:T:2005:373, σκέψεις 28 και 29).

21      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 71, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, ο τρίτος παράβαση του άρθρου 68, παράγραφος 1, τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, και ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 68, παράγραφος 1, τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

22      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμά της να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών που περιεχόταν στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος δυνάμει του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001. Κατά την προσφεύγουσα, το δικαίωμα αυτό περιορισμού μπορεί να ασκηθεί σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Δεδομένου ότι το αίτημα υποβλήθηκε ενώ η απόφαση του εξεταστή τελούσε υπό το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών όφειλε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του οργάνου που έλαβε την αρχική απόφαση, δηλαδή του εξεταστή, και να «λάβει υπόψη» τον περιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως του σχετικού σήματος. Τούτο θα έπρεπε να οδηγήσει το τμήμα προσφυγών να αποφανθεί ότι, κατόπιν του εν λόγω περιορισμού, που αφορούσε τα ίδια προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία η αίτηση καταχωρίσεως δεν είχε γίνει δεκτή από τον εξεταστή, η αρχική απόφαση δεν παρήγε πλέον κανένα αποτέλεσμα και ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής.

23      Το EUIPO διευκρινίζει, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, ότι είναι αρμοδιότητα του τμήματος προσφυγών να αποφανθεί επί αιτήματος περιορισμού του καταλόγου των σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών, που υπεβλήθη από καταθέτη σήματος διαρκούσης της διαδικασίας της προσφυγής, βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, το αργότερο με την απόφαση επί της προσφυγής, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

24      Επί του ζητήματος αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατόπιν άσκησης προσφυγής, το τμήμα προσφυγών καθίσταται η αρμόδια αρχή για να αποφανθεί επί της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, ως καταθέτης σήματος, υπέβαλε αίτημα περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος ενόσω εκκρεμούσε διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών κατά της αποφάσεως του εξεταστή άρνησης καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος, το εν λόγω τμήμα έχει καταστεί αρμόδιο για να αποφανθεί επί της ως άνω αιτήσεως περιορισμού [πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2017, Capella κατά EUIPO – Abus (APUS), T-473/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:174, σκέψη 36].

25      Όσον αφορά το δικαίωμα του καταθέτη σήματος να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, ο καταθέτης σήματος «μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτηση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να περιορίσει τον κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνει».

26      Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, περιορισμός του καταλόγου των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορά μια αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρεί ανά πάσα στιγμή και, κατά συνέπεια, διαρκούσης επίσης της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2017, APUS, T-473/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:174, σκέψη 37).

27      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα δύο έγγραφα που κατέθεσε η προσφεύγουσα στις 16 Φεβρουαρίου 2018 υποβλήθηκαν μετά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών και εντός της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους αυτής όπως προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 2017/1001. Κατά συνέπεια, το αίτημα περιορισμού υποβλήθηκε διαρκούσης της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών συμφώνως προς το άρθρο 49, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

28      Επιπλέον, το άρθρο 27, παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625 προβλέπει ότι απόκειται στο τμήμα προσφυγών να αποφανθεί επί τέτοιου αιτήματος περιορισμού, το οποίο έχει διατυπωθεί συμφώνως προς το άρθρο 49 του κανονισμού 2017/1001, το αργότερο με την απόφασή του επί της προσφυγής. Αυτή η υποχρέωση να αποφανθεί επί τέτοιου αιτήματος περιορισμού βαρύνει το τμήμα προσφυγών ανεξαρτήτως του αν το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής κατατέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

29      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του ίδιου κανονισμού, το τμήμα προσφυγών όφειλε να εξετάσει το αίτημα.

30      Απορρίπτοντας την προσφυγή ως απαράδεκτη, με το αιτιολογικό ότι το έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2018 με τίτλο «Υπόμνημα λόγων της προσφυγής/κοινοποίησης σχετικά με τον περιορισμό της αίτησης καταχώρισης σήματος», που κατατέθηκε από την προσφεύγουσα, δεν πληρούσε τα κριτήρια για να μπορεί να γίνει παραδεκτό ως τέτοιο, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να αποφανθεί επί του υποβληθέντος από την προσφεύγουσα αιτήματος περιορισμού του καταλόγου προϊόντων και υπηρεσιών, κατά παράβαση του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 27, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625.

31      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι τρεις άλλοι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

32      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας και του EUIPO.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση που εξέδωσε στις 7 Αυγούστου 2018 το τέταρτο τμήμα προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) (υπόθεση R 2653/2017-4).

2)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Nihoul

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.