Language of document : ECLI:EU:C:2005:621

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 20ής Οκτωβρίου 2005 1(1)

Υπόθεση C-286/03

Silvia Hosse

κατά

Land Salzburg

(Αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)





«Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Παροχές στην περίπτωση ανάγκης ειδικής φροντίδας – Επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον νόμο του Σάλτσμπουργκ περί επιδόματος ειδικής φροντίδας – Θεμιτό του όρου υπάρξεως κατοικίας κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 – Κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 – Ιθαγένεια της Ενώσεως»

I –    Εισαγωγή

1.        Με την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται να διευκρινισθεί αν η καταβολή του επιδόματος ειδικής φροντίδας κατά τον νόμο περί επιδόματος ειδικής φροντίδας του ομόσπονδου κράτους του Σάλτσμπουργκ (Αυστρία) μπορεί να εξαρτάται από το ότι ο δικαιούχος έχει την κατοικία του στην ημεδαπή. Συγκεκριμένα πρόκειται για ενδεχόμενες αξιώσεις θυγατέρας με σοβαρή αναπηρία ενός μεθοριακού εργαζομένου, ο οποίος ζει με την οικογένειά του στη Γερμανία και εργάζεται στην Αυστρία.

2.        Το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους χορηγείται σε πρόσωπα χρήζοντα ειδικής φροντίδας, τα οποία δεν δικαιούνται επιδόματος ειδικής φροντίδας κατά τον ομοσπονδιακό νόμο περί επιδόματος ειδικής φροντίδας. Με την απόφαση Jauch (2), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας αποτελεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως ασθενείας, η χορήγηση του οποίου κατά τον κανονισμό 1408/71 (3) δεν επιτρέπεται να συνδέεται με τον όρο της υπάρξεως κατοικίας. Λόγω μερικών διαφορών ως προς τη χρηματοδότηση της παροχής και τον κύκλο των δικαιούχων, το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους θα μπορούσε ενδεχομένως – διαφορετικά από το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας– να χαρακτηρισθεί ως ειδική παροχή χωρίς εισφορά, η οποία λόγω της συγγένειάς της προς την κοινωνική πρόνοια πρέπει να καταβάλλεται μόνο σε πρόσωπα με κατοικία στην ημεδαπή.

3.        Με την αίτηση τίθεται επί πλέον το ζήτημα αν το επίδομα ειδικής φροντίδας συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 (4), του οποίου δικαιούται το θήλυ μέλος της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου, ακόμη κι όταν δεν κατοικεί στον τόπο απασχολήσεως του διακινούμενου εργαζομένου.

4.        Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ακόμη αν οι αρχές της ιθαγένειας της Ενώσεως δεν επιτρέπουν τον όρο της υπάρξεως κατοικίας ως προϋποθέσεως για την παροχή.

II – Περιστατικά και διαδικασία

5.        Ο Γερμανός υπήκοος Sven Hosse εργάζεται στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ ως δάσκαλος. Υπέχει στην Αυστρία, όπου είναι επίσης ασφαλισμένος κατά ασθενείας, φορολογική και ασφαλιστική υποχρέωση. Κατοικεί με τη σύζυγό του και την έχουσα σοβαρή σωματική αναπηρία θυγατέρα του Silvia Hosse, η οποία γεννήθηκε το 1997, στη Γερμανία κοντά στα αυστριακά σύνορα. Τα μέλη επίσης της οικογένειάς του έχουν τη γερμανική ιθαγένεια.

6.        Η μητέρα της Silvia Hosse εργαζόταν προηγουμένως στη Γερμανία και ως εκ τούτου υπήγετο μέχρι του τέλους της τριετούς αδείας της για ανατροφή ανήλικου τέκνου, τον Σεπτέμβριο του 2000, στη γερμανική ασφάλιση περιθάλψεως. Η θυγατέρα της ελάμβανε ως μέλος της οικογένειας γερμανικό επίδομα ειδικής φροντίδας. Η χρηματική αυτή παροχή διακόπηκε εντούτοις μετά τη λήξη της αδείας για ανατροφή ανήλικου τέκνου, διότι η μητέρα δεν άσκησε πλέον καμία βιοποριστική δραστηριότητα.

7.        Στη συνέχεια, υποβλήθηκε αίτηση, στις 7 Δεκεμβρίου 2000, στο ομόσπονδο κράτος Σάλτσμπουργκ για την παροχή επιδόματος ειδικής φροντίδας για τη Silvia Hosse. Το επίδομα αυτό θα συμπλήρωνε τις παροχές σε είδος που ελάμβανε ως μέλος της οικογενείας του πατέρα της από το αρμόδιο αυστριακό ταμείο υγείας. Το ομόσπονδο κράτος απέρριψε εντούτοις την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι για τη χορήγηση του επιδόματος ειδικής φροντίδας η κατοικία του χρήζοντος ειδικής φροντίδας προσώπου πρέπει να βρίσκεται εντός του ομόσπονδου κράτους του Σάλτσμπουργκ.

8.        Η προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής δεν ευδοκίμησε πρωτοδίκως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εντούτοις, αναφερόμενο στην απόφαση Jauch δικαίωσε τη Silvia Hosse. Το επιληφθέν της υποθέσεως κατόπιν Rekurs [αιτήσεως αναιρέσεως] κατά της αποφάσεως αυτής Oberster Gerichtshof υπέβαλε στο Δικαστήριο με διάταξη της 27ης Μαΐου 2003 κατά το άρθρο 234 ΕΚ τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

1)      Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, τμήμα ΙΙΙ, την έννοια ότι εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, ως ειδική παροχή χωρίς εισφορά το επίδομα ειδικής φροντίδας, το οποίο καταβάλλεται δυνάμει του νόμου του Σάλτσμπουργκ περί επιδόματος ειδικής φροντίδας για μέλος οικογενείας εργαζομένου απασχολουμένου στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ, ο οποίος κατοικεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μαζί με την οικογένειά του;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα:

Μπορεί το μέλος οικογενείας εργαζομένου απασχολουμένου στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ, το οποίο κατοικεί με την οικογένειά του στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, να ζητήσει την καταβολή του επιδόματος ειδικής φροντίδας δυνάμει της νομοθεσίας του Σάλτσμπουργκ ως παροχής ασθενείας εις χρήμα, σύμφωνα με το άρθρο 19 και τις αντίστοιχες διατάξεις των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, ανεξαρτήτως κατοικίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφόσον το εν λόγω μέλος οικογενείας πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις γενέσεως του σχετικού δικαιώματος;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα:

Μπορεί παροχή όπως το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τη νομοθεσία του Σάλτσμπουργκ, ως συνιστώσα χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος έχει την κατοικία του στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα:

Συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως προς τις αρχές της ιθαγένειας της Ενώσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά την έννοια των άρθρων 12 ΕΚ και 17 ΕΚ, το γεγονός ότι δεν παρέχεται δικαίωμα επί κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68, όπως είναι το επίδομα ειδικής φροντίδας σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σάλτσμπουργκ, στους πολίτες της Ενώσεως, οι οποίοι απασχολούνται στο Σάλτσμπουργκ ως μεθοριακοί εργαζόμενοι, έχουν όμως την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Παρέχει η ιθαγένεια της Ενώσεως τη δυνατότητα και στα δικαιούμενα διατροφής μέλη οικογενείας τέτοιου μεθοριακού εργαζομένου, τα οποία ομοίως κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, να λάβουν επίδομα ειδικής φροντίδας στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ σύμφωνα με τη νομοθεσία του;

9.        Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν παρατηρήσεις το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ, η Ολλανδική, η Αυστριακή, η Πορτογαλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή.

III – Νομικό πλαίσιο

 Α – Κοινοτικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1612/68 έχουν ως εξής:

«1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός Κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων Κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2. Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

11.      Το άρθρο 1 του κανονισμού 1408/71 ορίζει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού:

[…]

β) ως “μεθοριακός εργαζόμενος” νοείται κάθε εργαζόμενος, μισθωτός ή μη, ο οποίος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους όπου επιστρέφει, καταρχήν, κάθε ημέρα ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα […]»

12.      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71 (5), το οποίο καθορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής, ορίζει στην παράγραφο 1 αυτού τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για μισθωτούς ή μη μισθωτούς και για σπουδαστές, που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη […], καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους.»

13.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, «Ισότητα μεταχειρίσεως», έχει ως εξής:

«Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη, και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

14.      Το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71 «Πεδίο εφαρμογής καθ’ ύλη», ορίζει τα εξής:

«1. Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

α)      παροχές ασθενείας και μητρότητος,

β)      παροχές αναπηρίας, περιλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για την διατήρηση ή βελτίωση της ικανότητος βιοπορισμού,

[…]

2. Ο παρών κανονισμός ισχύει για τα γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με ή χωρίς εισφορά, καθώς και για συστήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις του εργοδότου ή του πλοιοκτήτου εν σχέσει προς τις παροχές που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

2α. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ειδικές παροχές χωρίς εισφορά οι οποίες εμπίπτουν σε νομοθεσία ή καθεστώς εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή που εξαιρούνται δυνάμει της παραγράφου 4, όταν οι παροχές αυτές προορίζονται:

α)      είτε για να καλύψουν συμπληρωματικά, εναλλακτικά ή επικουρικά την επέλευση οιουδήποτε κινδύνου που εμπίπτει στους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ έως η΄ της παραγράφου 1·

β)      είτε μόνον για να εξασφαλίσουν την ειδική προστασία των μειονεκτούντων ατόμων.

2β. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους σχετικά με τις ειδικές παροχές χωρίς εισφορά, που αναφέρονται στο τμήμα III του παραρτήματος II, των οποίων η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους του.

[…]

4. Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για την κοινωνική […] πρόνοια.»

15.      Για ειδικές παροχές χωρίς εισφορά κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2α, το άρθρο 10α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 περιέχει την ακόλουθη ρύθμιση:

«Παρά τις διατάξεις του άρθρου 10 και του τίτλου III, τα άτομα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός λαμβάνουν τις ειδικές εις χρήμα παροχές χωρίς εισφορά της παραγράφου 2α του άρθρου 4 αποκλειστικά στο έδαφος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους, όπου κατοικούν, εφόσον αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα IIα. Οι παροχές αυτές βαρύνουν το φορέα του τόπου κατοικίας από τον οποίο και καταβάλλονται.»

16.      Το άρθρο 19 του κανονισμού 1408/71 ορίζει σε σχέση με παροχές ασθενείας και μητρότητας τα εξής:

«1. Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος και καλύπτει τους όρους που απαιτούνται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους για να έχει δικαίωμα παροχών, […], λαμβάνει στο κράτος της κατοικίας του:

α)      παροχές εις είδος που χορηγούνται για λογαριασμό του αρμοδίου φορέα από το φορέα του τόπου κατοικίας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για το φορέα αυτόν, σαν να ήταν ασφαλισμένος σε αυτόν·

β)      παροχές εις χρήμα που καταβάλλονται από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει αυτός. Πάντως, οι παροχές αυτές δύνανται, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του αρμοδίου φορέα και του φορέα του τόπου κατοικίας, να καταβάλλονται από τον τελευταίο, για λογαριασμό του πρώτου, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους.

2.      Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, επί των μελών της οικογένειας που κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος, εφόσον δεν δικαιούνται των παροχών αυτών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικούν.

[…]»

17.      Στο παράρτημα II, τμήμα III, στοιχείο ΙΑ (6), αναφέρονται για την Αυστρία τα χορηγούμενα βάσει της νομοθεσίας των ομοσπόνδων κρατών επιδόματα σε πρόσωπα με αναπηρίες ή χρήζοντα φροντίδας ως ειδικές παροχές χωρίς εισφορά κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2β, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

18.      Κατόπιν τροποποιήσεως, το άρθρο 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 408/71 έχει από της 5ης Μαΐου 2005 (7) ως εξής:

«2α. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων ή/και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, όσο και της κοινωνικής πρόνοιας.

Ως “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα” νοούνται οι παροχές οι οποίες:

α)       προορίζονται να παρέχουν:

i)      συμπληρωματική, αναπληρωματική ή επικουρική κάλυψη έναντι των κινδύνων οι οποίοι αντιστοιχούν στους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 κλάδους κοινωνικής ασφάλειας και να εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ένα ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης, σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

ή

ii)      μόνο ειδική προστασία στα άτομα με αναπηρίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το κοινωνικό περιβάλλον του συγκεκριμένου προσώπου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

και

β)      στις περιπτώσεις που η χρηματοδότηση προέρχεται αποκλειστικά από την υποχρεωτική φορολογία που προορίζεται να καλύψει τις γενικές δημόσιες δαπάνες, και οι όροι για τη χορήγηση και τον υπολογισμό των παροχών δεν εξαρτώνται από τυχόν εισφορές εκ μέρους του δικαιούχου· ωστόσο, οι παροχές που χορηγούνται για να καλύψουν συμπληρωματικά ανταποδοτικού τύπου παροχή, δεν θεωρούνται ως ανταποδοτικού τύπου παροχές για αυτό και μόνο το λόγο,

και

γ)      περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙα».

 Β – Εθνικό δίκαιο

19.      Το 1993, τέθηκε σε ισχύ στην Αυστρία συνολική και κατ’ ουσίαν ενιαία, για ολόκληρη την ομοσπονδία, νέα ρύθμιση του συστήματος πρόνοιας για την αντιμετώπιση της ανάγκης ειδικής φροντίδας. Βασικό σημείο της μεταρρυθμίσεως είναι η Συμφωνία μεταξύ της Ομοσπονδίας και των ομοσπόνδων κρατών για κοινά μέτρα όσον αφορά πρόσωπα χρήζοντα ειδικής φροντίδας (8). Το άρθρο 1 (Σύστημα πρόνοιας σε ολόκληρη την ομοσπονδία για την αντιμετώπιση της ανάγκης ειδικής φροντίδας) της Συμφωνίας έχει ως εξής:

«(1) Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν, βάσει της ομοσπονδιακής δομής της Αυστρίας, να ρυθμίζουν το σύστημα πρόνοιας σε ολόκληρη την ομοσπονδία για πρόσωπα χρήζοντα ειδικής φροντίδας σύμφωνα με τους ίδιους στόχους και τις ίδιες αρχές.

(2) Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να δημιουργήσουν στο πλαίσιο των πεδίων αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί από το Σύνταγμα ένα πλήρες σύστημα ειδικής φροντίδας με παροχές σε χρήμα και σε είδος.

[…]

(4) Υπό όμοιες προϋποθέσεις εξασφαλίζεται ελάχιστο ενιαίο όριο όμοιων παροχών.»

20.      Η Ομοσπονδία και τα ομόσπονδα κράτη θέσπισαν με βάση αυτή τη Συμφωνία για τον εκάστοτε εμπίπτοντα στο πεδίο αρμοδιοτήτων τους κύκλο προσώπων νόμους περί επιδόματος ειδικής φροντίδας, κατά τους οποίους παρέχεται ενιαίως καθοριζόμενο, κλιμακούμενο ανάλογα με την ανάγκη επίδομα ειδικής φροντίδας.

21.      Ο Bundespflegegeldgesetz [ομοσπονδιακός νόμος περί επιδόματος ειδικής φροντίδας] (στο εξής BPGG) (9) έχει εφαρμογή σε πρόσωπα που δικαιούνται βάσει ομοσπονδιακών νομοθετικών διατάξεων παντός είδους συντάξεως ή παρόμοιων παροχών. Οι νόμοι περί επιδόματος ειδικής φροντίδας των ομόσπονδων κρατών ισχύουν μόνο για πρόσωπα που δεν λαμβάνουν οποιουδήποτε είδους σύνταξη βάσει ομοσπονδιακών νομοθετικών διατάξεων, επομένως κατά βάση τα μέλη της οικογένειας ασφαλισμένων, οι δικαιούχοι παροχών κοινωνικής πρόνοιας, τα άτομα με ειδικές ανάγκες τα οποία εργάζονται, καθώς και οι συνταξιούχοι των ομόσπονδων κρατών και των δήμων και κοινοτήτων.

22.      Κατά το άρθρο 1 του Salzburger Pflegegeldgesetz [νόμου του Σάλτσμπουργκ περί επιδόματος ειδικής φροντίδας] (στο εξής SPGG) (10), το εν λόγω επίδομα αποσκοπεί, όπως και κατά το άρθρο 1 του BPGG, στην κατ’ αποκοπή κάλυψη, υπό μορφή οικονομικής ενισχύσεως, των επιπλέον εξόδων που συνεπάγεται η ανάγκη ειδικής φροντίδας, προκειμένου να παρέχεται, στο μέτρο του δυνατού, η αναγκαία περίθαλψη και βοήθεια στα χρήζοντα ειδικής φροντίδας άτομα και να βελτιωθεί η δυνατότητά τους να ζουν αυτόνομα και σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Υφίσταται δικαίωμα απολήψεως του καταβαλλομένου από τα ομόσπονδα κράτη και την Ομοσπονδία επιδόματος ειδικής φροντίδας.

23.      Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του SPGG, χρήζοντα ειδικής φροντίδας άτομα δικαιούνται επιδόματος ειδικής φροντίδας, εάν

1.      έχουν την αυστριακή ιθαγένεια·

2.      έχουν την κύρια κατοικία τους εντός του ομόσπονδου κράτους του Σάλτσμπουργκ και

3.      δεν λαμβάνουν καμία από τις παροχές των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 3 του ομοσπονδιακού νόμου (BPGG), ούτε έχουν δικαίωμα σε τέτοια παροχή.

Υπήκοοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εξομοιώνονται κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο a, του SPGG με ημεδαπούς. Ανήλικα τέκνα γεννημένα εν γάμω διαμένουν κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, σημείο 1 του SPGG στην κύρια κατοικία των γονέων.

24.      Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του SPGG, νόμιμος φορέας για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπει ο SPGG είναι το ομόσπονδο κράτος ως φορέας της κοινωνικής πρόνοιας, Η δαπάνη για το επίδομα ειδικής φροντίδας κατανέμεται βάσει του νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας μεταξύ του ομόσπονδου κράτους και των δήμων και κοινοτήτων.

25.      Το ύψος του επιδόματος ειδικής φροντίδας καθορίζεται ανάλογα με την ανάγκη της φροντίδας, δηλαδή προ πάντων ανάλογα με τον αναλισκόμενο χρόνο για τη φροντίδα σε ώρες ανά μήνα. Μπορεί να ανέρχεται σε 145,40 ευρώ έως 1 531,50 ευρώ μηνιαίως. Η εκτίμηση της ανάγκης φροντίδας ρυθμίζεται λεπτομερώς με κανονιστική απόφαση που περιέχει διαβαθμίσεις. Τα λοιπά εισοδήματα του χρήζοντος ειδικής φροντίδας ατόμου δεν ασκούν επιρροή στο ύψος του επιδόματος.

IV – Νομική εκτίμηση

 Α – Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος – Χαρακτηρισμός της παροχής ως ειδικής παροχής χωρίς εισφορά κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71

26.      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να ερμηνευθεί το άρθρο 4, παράγραφος 2β του κανονισμού 1408/71 προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίδομα ειδικής φροντίδας του Σάλτσμπουργκ εξαιρείται κατά τη διάταξη αυτή από το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Αν ο κανονισμός 1408/71 δεν έχει εφαρμογή, η Silvia Hosse δεν θα μπορεί να επικαλεσθεί ούτε το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο β, αυτού, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2. Κατά τη διάταξη αυτή, ο αρμόδιος φορέας, επομένως εν προκειμένω το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ, θα έπρεπε να καταβάλλει στα μέλη της οικογένειας εργαζομένου παροχές σε χρήμα στον τόπο της κατοικίας τους.

1.      Έννομες συνέπειες από την αναγραφή στο παράρτημα II, Μέρος III, του κανονισμού 1408/71

27.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2β αυτού, ο κανονισμός 1408/71 δεν εφαρμόζεται στις διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους σχετικά με τις ειδικές παροχές χωρίς εισφορά, που αναφέρονται στο τμήμα III του παραρτήματος II, των οποίων η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους του. Στο παράρτημα II, τμήμα III, αναφέρονται στο στοιχείο ΙΑ για την Αυστρία οι παροχές που χορηγούνται βάσει της νομοθεσίας των ομοσπόνδων κρατών σε πρόσωπα με αναπηρίες ή χρήζοντα φροντίδας. Στις παροχές αυτές περιλαμβάνεται ιδίως το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τους σχετικούς με αυτό νόμους των ομοσπόνδων κρατών.

28.      Εντούτοις, όπως εξέθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Jauch, δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό μιας παροχής ως ειδικής παροχής χωρίς εισφορά να αναφέρεται η παροχή αυτή στο –τότε σχετικό– παράρτημα IIα. Αντιθέτως, πρέπει να πληρούνται και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ειδικής παροχής χωρίς εισφορά κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2α του κανονισμού 1408/71 (11).

29.      Το Δικαστήριο αντλεί το πόρισμα αυτό από το καθήκον ερμηνείας του κανονισμού 1408/71 υπό το φως των διατάξεων της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (12). Το άρθρο ιδίως 42 EΚ, το οποίο αποτελεί το νομικό έρεισμα του κανονισμού 1408/71, σκοπεί εν προκειμένω στην εγκαθίδρυση μιας όσον είναι δυνατό πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων. Οι σκοποί του άρθρου 39 επ. EΚ δεν θα επιτυγχάνονταν αν οι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας, αναγκάζονταν ως εκ τούτου να χάσουν το δικαίωμα παροχών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Το Δικαστήριο συνάγει από αυτό ότι διατάξεις, που προβλέπουν εξαίρεση από την αρχή του εξαγωγίμου των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως –επρόκειτο τότε για το άρθρο 4, παράγραφος 2α, σε συνδυασμό με το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71–, πρέπει να ερμηνεύονται στενώς (13).

30.      Αυτό το ερμηνευτικό αξίωμα ισχύει μάλιστα, όταν μια παρεκκλίνουσα διάταξη, όπως εν προκειμένω το άρθρο 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71, έχει ακριβώς ως συνέπεια ότι ο κανονισμός είναι εξ ολοκλήρου ανεφάρμοστος (14). Επομένως, παράλληλα με τη μνεία μιας παροχής στο παράρτημα II, τμήμα III, του κανονισμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες ουσιαστικές προϋποθέσεις για να εξαιρείται μια παροχή κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2β, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού:

–        Η παροχή προκύπτει από διατάξεις η ισχύς των οποίων περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους,

–        η παροχή χορηγείται χωρίς εισφορά και

–        έχει τον χαρακτήρα ειδικής παροχής.

2.      Παροχή βάσει περιφερειακώς ισχυουσών διατάξεων

31.      Το επίμαχο επίδομα ειδικής φροντίδας ρυθμίζεται με τον SPGG, ένα νόμο που ισχύει μόνο στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ. Ο SPGG αποτελεί εντούτοις μέρος του συνολικού συστήματος για τη ρύθμιση των επιδομάτων ειδικής φροντίδας, επί της θεσπίσεως του οποίου συμφώνησαν η Ομοσπονδία και τα ομόσπονδα κράτη με τη Συμφωνία για πρόσωπα χρήζοντα ειδικής φροντίδας (15). Επομένως, είναι αμφίβολο αν ως προς την εφαρμογή της κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71 μπορεί να ληφθεί ως βάση η τυπολατρική άποψη ότι ο SPGG ισχύει μόνο στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ.

32.      Βεβαίως, στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 1247/92, με τον οποίο προστέθηκαν οι παράγραφοι 2α και 2β στο άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71, περιέχονται διευκρινίσεις ως προς τον λόγο για τον οποίο είναι απαραίτητοι ειδικοί κανόνες για την κατηγορία των ειδικών παροχών χωρίς εισφορά (16). Αντιθέτως, δεν αναφέρονται ιδιαίτεροι λόγοι για να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής ειδικές παροχές χωρίς εισφορά, οι οποίες στηρίζονται σε διατάξεις που ισχύουν περιορισμένως σε περιφερειακό επίπεδο.

33.      Η ρύθμιση, εντούτοις, του άρθρου 4, παράγραφος 2β, εξηγείται από το ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να συντονίσει μόνον τα γενικά συστήματα της κοινωνικής ασφαλίσεως (περιλαμβανομένων των ειδικών παροχών χωρίς εισφορά), τα οποία διασφαλίζουν μια ενιαία βασική ασφάλιση στο σύνολο του κράτους μέλους. Εκ των προτέρων ο κανονισμός δεν σκοπούσε να περιλάβει μόνον επί περιφερειακού επιπέδου ισχύουσες επικουρικές ειδικές παροχές χωρίς εισφορά.

34.      Από ουσιαστικής απόψεως, όμως, το επίδομα ειδικής φροντίδας δεν συνιστά εναλλακτικό, επί περιφερειακού μόνον επιπέδου ισχύον πλεονέκτημα. Αντιθέτως, η παροχή αυτή εντάσσεται στο σύστημα εξασφαλίσεως κατά του κινδύνου ανάγκης ειδικής φροντίδας, το οποίο έχει δημιουργηθεί με ενιαίους κανόνες για το σύνολο του κράτους μέλους Αυστρία. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στη συμφωνία της Ομοσπονδίας και των ομοσπόνδων κρατών και σε ένα δίκτυο συντονισμένων μεταξύ τους ομοσπονδιακών νόμων και νόμων των ομοσπόνδων κρατών.

35.      Η κατανομή της αρμοδιότητας για τη θέσπιση των νόμων περί επιδόματος ειδικής φροντίδας προκύπτει εν προκειμένω από την ομοσπονδιακή διάρθρωση της Αυστρίας. Αντίστοιχες όμως προς αυτή κατανομές αρμοδιοτήτων εσωτερικής φύσεως δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια ότι παροχές κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71 τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού, μολονότι χορηγούνται πανομοιότυπα σε όλους του κατοίκους του κράτους μέλους, αν και εκάστοτε βάσει διατάξεων που ισχύουν περιορισμένα από απόψεως τοπικού ή προσωπικού πεδίου εφαρμογής. Άλλως, τα κράτη μέλη θα είχαν με αυτόν τον τρόπο την ευχέρεια να θέτουν ορισμένες παροχές εκτός πεδίου εφαρμογής του κανονισμού.

36.      Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνεύεται στενώς (17). Ως εκ τούτου, δεν έχει σημασία μόνον το τυπικό κριτήριο ότι μια παροχή χορηγείται βάσει διατάξεως ομόσπονδου κράτους, περιφέρειας ή δήμου ή κοινότητας, αλλά αντιθέτως πρέπει και από ουσιαστικής απόψεως να πρόκειται για παροχή υφιστάμενη με αυτή τη μορφή σε ένα μόνο μέρος του κράτους μέλους, η οποία έχει θεσπισθεί βάσει αυτοτελούς αποφάσεως του οικείου ή των οικείων οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως που θα μπορούσαν και πάλι να την καταργήσουν.

37.      Αυτό δεν συμβαίνει ως προς το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG, διότι το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ δεσμεύεται από τους κατευθυντήριους κανόνες της Συμφωνίας Ομοσπονδίας- ομοσπόνδων κρατών. Από αυτόν και μόνον τον λόγο, το επίδομα δεν εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71. Επομένως, κακώς, όπως και οι αντίστοιχες διατάξεις των άλλων ομοσπόνδων κρατών, περιελήφθη στο παράρτημα II, τμήμα III, του κανονισμού.

3.      Ειδική παροχή χωρίς εισφορά

38.      Κατόπιν αυτής της διαπιστώσεως, το ζήτημα του χαρακτηρισμού του επιδόματος ειδικής φροντίδας του Σάλτσμπουργκ ως ειδικής παροχής χωρίς εισφορά, στο οποίο επικεντρώθηκε η συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν έχει πράγματι πλέον σημασία.

39.      Εντούτοις, το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί κατωτέρω. Αφενός, η εξέταση αυτή θα είχε σημασία στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο παρά ταύτα –σε αντίθεση προς την ανάλυσή μου θα χαρακτήριζε το επίδομα ειδικής φροντίδας ως περιφερειακώς ισχύουσα παροχή κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71. Αφετέρου, είναι νοητός ο χαρακτηρισμός του επιδόματος ειδικής φροντίδας και ως ειδικής παροχής χωρίς εισφορά κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71.

40.      Βεβαίως, σ’ αυτή την περίπτωση θα είχε καταρχήν εφαρμογή ο κανονισμός 1408/71. Κατά παρέκκλιση όμως από το άρθρο 10 και τις ειδικές διατάξεις του Τίτλου III –εδώ ιδίως του άρθρου 19– θα μπορούσε η αξίωση για επίδομα ειδικής φροντίδας κατά το άρθρο 10α, παράγραφος 1, να εξαρτηθεί από την πλήρωση του όρου του τόπου κατοικίας. Πάντως, το άρθρο 10α, παράγραφος 1, ισχύει μόνο για ειδικές παροχές χωρίς εισφορά, «εφόσον αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα IIα». Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση του επιδόματος ειδικής φροντίδας του Σάλτσμπουργκ.

41.      Δεδομένου, όμως, ότι το Δικαστήριο δίνει προτεραιότητα στην ουσιαστική εκτίμηση μιας παροχής έναντι του τυπικού κριτηρίου της αναγραφής σε ένα από τα παραρτήματα, δεν βλάπτει ενδεχομένως η έλλειψη αναγραφής στο σωστό παράρτημα. Εξάλλου, θα μπορούσε να διατυπωθεί το επιχείρημα ότι στην αναγραφή στο παράρτημα II, τμήμα III, εμπεριέχεται κατά κάποιον τρόπο ως έλασσον αναγραφή στο παράρτημα IIα, διότι η δεύτερη έχει λιγότερες συνέπειες απ’ ό,τι η αναγραφή στο πρώτο ως άνω μέρος.

42.      Στην απόφαση Jauch το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας είναι όχι ειδική παροχή χωρίς εισφορά κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71, αλλά παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α (παροχές ασθενείας).

43.      Η έννοια της ειδικής παροχής χωρίς εισφορά στο άρθρο 4, παράγραφος 2β είναι η ίδια όπως στην παράγραφο 2α αυτής της διατάξεως. Συναφώς, ο ορισμός περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του άρθρου 4, παράγραφος 2α, στοιχεία α και β. Το άρθρο 4, παράγραφος 2β, αφορά επομένως και παροχές που δεν είναι κλασσικές παροχές της κοινωνικής ασφαλίσεως κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, ούτε όμως καθαρά παροχές κοινωνικής πρόνοιας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, και οι οποίες προορίζονται για να καλύψουν συμπληρωματικά, εναλλακτικά ή επικουρικά την επέλευση οιουδήποτε κινδύνου που εμπίπτει στους κλασσικούς κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως ή μόνον για να εξασφαλίσουν την ειδική προστασία των μειονεκτούντων ατόμων.

44.      Η αντίληψη αυτή λαμβάνει δεόντως υπόψη το ιστορικό γενέσεως των διατάξεων που ήταν κατά κάποιο τρόπο απάντηση του κοινοτικού νομοθέτη στη νομολογία του Δικαστηρίου για τις αποκαλούμενες παροχές μεικτού χαρακτήρα (18). Πράγματι, οι αποφάσεις, που αποτέλεσαν το έναυσμα για τη θέσπιση των διατάξεων περί ειδικών παροχών χωρίς εισφορά, είχαν ακριβώς ως αντικείμενο συμπληρωματικές παροχές (19) και παροχές υπέρ πασχόντων από σωματική αναπηρία ατόμων (20).

45.      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί μόνον αν το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG εμφανίζει ιδιαίτερα στοιχεία που δικαιολογούν διαφορετικό χαρακτηρισμό απ’ ό,τι το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας.

46.      Η Επιτροπή και η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν βλέπουν να υπάρχει λόγος προς τούτο. Το καθού ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ, η Αυστριακή, η Πορτογαλική, η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούν αντιθέτως το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους –διαφορετικά από το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας– ειδική παροχή χωρίς εισφορά. Τα επί μέρους επιχειρήματα που διατύπωσαν θα αναλυθούν χωριστά στο πλαίσιο της εξετάσεως των δύο στοιχείων του ορισμού, ήτοι της ελλείψεως εισφοράς και του χαρακτήρα της ειδικής παροχής.

 α)     Έλλειψη εισφοράς

47.      Όπως ορθώς τονίζουν το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ και οι Κυβερνήσεις που το υποστηρίζουν, το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG ούτε άμεσα ούτε έμμεσα χρηματοδοτείται από εισφορές των ασφαλισμένων στην κοινωνική ασφάλιση (21). Πράγματι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, του SPGG, σε συνδυασμό με το άρθρο 40, παράγραφοι 1 και 5, του νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας του Σάλτσμπουργκ, το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ και οι δήμοι και κοινότητες επιβαρύνονται αντιστοίχως με τη δαπάνη κατά το ήμισυ. Επομένως, οι πόροι για τις δαπάνες του επιδόματος ειδικής φροντίδας προέρχονται αποκλειστικώς από δημόσιους προϋπολογισμούς.

48.      Επίσης, δεν διαφαίνεται ως προς το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG η ύπαρξη έμμεσου χρηματοδοτικού συνδέσμου, την οποία δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Jauch για το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας (22). Η λήψη του επιδόματος ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους δεν εξαρτάται τελικά από το ότι ο λήπτης δικαιούται συγχρόνως μιας άλλης, χρηματοδοτούμενης με εισφορά, παροχής της κοινωνικής ασφαλίσεως, για παράδειγμα –όπως στην περίπτωση του ομοσπονδιακού επιδόματος ειδικής φροντίδας–συντάξεως παντός είδους (23).

49.      Ο Hosse συνεισφέρει μεν ενδεχομένως άμεσα ή έμμεσα μέσω του καταβαλλόμενου από αυτόν εντός της Αυστρίας φόρου εισοδήματος στη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού του Σάλτσμπουργκ, πλην όμως οι χορηγούμενες από το γενικό προϊόν του φόρου παροχές δεν είναι πράγματι χρηματοδοτούμενες με εισφορά παροχές κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 (24).

50.      Πάντως, απλώς και μόνον η έλλειψη εισφοράς δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ο κανονισμός 1408/71 ισχύει κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, αυτού τόσο για τα γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που στηρίζονται σε εισφορές όσο και για τα μη εξαρτώμενα από την καταβολή εισφορών (25). Επομένως, αποφασιστική σημασία έχει αν το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως ειδική παροχή.

 β)     Ειδική παροχή

i)      Χαρακτηρισμός του επιδόματος ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους σύμφωνα με τα κριτήρια της αποφάσεως Jauch

51.      Η έννοια της ειδικής παροχής προϋποθέτει ότι η οικεία παροχή δεν ανάγεται σε έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια παροχή εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, εφόσον, αφενός, χορηγείται, χωρίς οποιαδήποτε ατομική στάθμιση των ατομικών αναγκών, στους δικαιούχους βάσει μιας από τον νόμο καθοριζομένης καταστάσεως και, αφετέρου, έχει σχέση με κάποιον από τους κινδύνους που ρητώς απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (26).

52.      Με την απόφαση Jauch, το Δικαστήριο, αναφερόμενο στην απόφασή του επί της υποθέσεως Molenaar (27), διαπίστωσε ότι το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας συνιστά παροχή ασθενείας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71 (28). Τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο BPGG δικαιούνται του επιδόματος ειδικής φροντίδας (29). Η φύση της παροχής είναι πανομοιότυπη προς τις παροχές της γερμανικής ασφαλίσεως περιθάλψεως για τις οποίες πρόκειται στην απόφαση Molenaar (30). Οι παροχές αυτές αποσκοπούν κυρίως στη συμπλήρωση των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας και η ζωή των μη αυτοεξυπηρετουμένων ατόμων (31).

53.      Αφού το Δικαστήριο επιβεβαίωσε εν τω μεταξύ ακόμη μια φορά τον χαρακτηρισμό παροχών ειδικής φροντίδας με την απόφαση Gaumain-Cerri (32) και ρητώς δεν διέγνωσε κανένα λόγο μεταβολής αυτής της εκτιμήσεως, δεν υφίσταται πλέον καμία αμφιβολία ότι στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου παροχές για την κάλυψη του κινδύνου της ανάγκης ειδικής φροντίδας εμπίπτουν στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71. Προηγούμενες αποφάσεις (33), στις οποίες αναφέρεται, μεταξύ άλλων, το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ, δεν εμποδίζουν αυτή τη διαπίστωση, διότι στις τότε διαδικασίες το Δικαστήριο δεν εξέτασε βάσει ουσιαστικών κριτηρίων την ύπαρξη ειδικών παροχών χωρίς εισφορά (34).

54.      Το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG δεν διαφέρει σε ουσιαστικά σημεία από το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας. Κατά την πανομοιότυπη διατύπωση του άρθρου 1 SPGG και του άρθρου 1 BPGG, αμφότερες οι ρυθμίσεις αποσκοπούν «στην κατ’ αποκοπή κάλυψη των επιπλέον εξόδων που συνεπάγεται η ανάγκη ειδικής φροντίδας, προκειμένου να παρέχεται, στο μέτρο του δυνατού, η αναγκαία περίθαλψη και βοήθεια στα χρήζοντα ειδικής φροντίδας άτομα και να βελτιωθεί η δυνατότητά τους να ζουν αυτόνομα και σύμφωνα με τις ανάγκες τους». Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, SPGG, υφίσταται δικαίωμα για την παροχή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Το ύψος του επιδόματος ειδικής φροντίδας καθορίζεται κατά περίπτωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή πρωτίστως ανάλογα με την αναγκαία για τη φροντίδα ανάλωση χρόνου. Καταβάλλεται κάθε φορά περιοδικώς ως κατ’ αποκοπήν ποσό, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύονται συγκεκριμένες δαπάνες.

ii)    Αντιρρήσεις κατά του χαρακτηρισμού του επιδόματος ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους ως παροχής της κοινωνικής ασφαλίσεως

55.      Το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ και οι μετέχουσες της διαδικασίας Κυβερνήσεις (με εξαίρεση την Ολλανδική) φρονούν εντούτοις ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG είναι περισσότερο συγγενές προς την κοινωνική πρόνοια απ’ ό,τι το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας και, επομένως, έχει τον χαρακτήρα ειδικής παροχής.

–       Έλλειψη συνδέσμου με χρηματοδοτούμενο από συνεισφορές σύστημα

56.      Πρώτον, οι εν λόγω μετέχουσες της διαδικασίας αναφέρονται στο ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους, διαφορετικά απ’ ό,τι το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας, ουδόλως συνδέεται με χρηματοδοτούμενο από εισφορές σύστημα. Δικαιούχος είναι όποιος δεν δικαιούται επιδόματος ειδικής φροντίδας κατά τον BPGG. Επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους χορηγείται και σε πρόσωπα που ουδέποτε υπήρξαν εργαζόμενοι, όπως π.χ. μέλη οικογενείας εργαζομένων ή λήπτες παροχών κοινωνικής πρόνοιας. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανενός είδους οργανικός σύνδεσμος με χρηματοδοτούμενο από εισφορές σύστημα. Αντιθέτως, το επίδομα ειδικής φροντίδας καταβάλλει το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ ως φορέας της κοινωνικής πρόνοιας.

57.       Συναφώς, πρέπει καταρχάς να τονισθεί και πάλι ότι για τον χαρακτηρισμό μιας παροχής σημασία έχει πρωτίστως, κατά τη νομολογία, η φύση της. Η φύση του επιδόματος ειδικής φροντίδας ως παροχής ασθενείας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71 δεν μεταβάλλεται από τον εθνικό του χαρακτηρισμό ως παροχής κοινωνικής πρόνοιας και από την από οργανικής απόψεως ανάθεση της χορηγήσεώς του στους φορείς της κοινωνικής πρόνοιας (35). Κατ’ άλλη έκφραση, ο νομοθετικώς καθοριζόμενος στο άρθρο SPGG σκοπός ως παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει χρηματοδότηση από πόρους της κοινωνικής πρόνοιας.

58.      Επίσης, στερείται σημασίας η έλλειψη συνδέσμου με χρηματοδοτούμενο από εισφορές σύστημα. Αφενός, ο τρόπος χρηματοδοτήσεως ουδόλως αλλοιώνει πράγματι το επίδομα ειδικής φροντίδας (36). Αφετέρου, το Δικαστήριο θεώρησε με την απόφαση Jauch ότι « ελάχιστα ενδιαφέρει, υπό τις συνθήκες αυτές, το ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας έχει ως σκοπό, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση εξαρτήσεως του ατόμου, την οικονομική συμπλήρωση μιας συντάξεως που χορηγείται για άλλο λόγο εκτός της ασθενείας.» (37)

59.      Εξάλλου, ο κανονισμός 1408/71 ισχύει μάλιστα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, αυτού, και για συστήματα της κοινωνικής ασφαλίσεως χωρίς εισφορά. Επομένως, από το γεγονός ότι ως προς το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG δεν υφίσταται κανενός είδους σύνδεσμος με σύστημα με εισφορά δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόκειται για ειδική παροχή ή μάλιστα για παροχή κοινωνικής πρόνοιας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4. Αντιθέτως, οι ρυθμίσεις για το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους και το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας αποτελούν ιδιάζον σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως χωρίς εισφορά κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α.

60.      Βεβαίως, σε τέτοια συστήματα είναι δυσκολότερο να οριοθετηθεί ο κύκλος των δικαιούχων απ’ ό,τι στην περίπτωση χρηματοδοτούμενων με εισφορές συστημάτων, ως προς τα οποία ως συνεκτικός δεσμός που θεμελιώνει την υπαγωγή στο σύστημα μπορεί να θεωρηθεί η εισφορά. Ο κανονισμός 1408/71 δεν επιτρέπει όμως στην περίπτωση συστημάτων χωρίς εισφορά να εξαρτάται παρά ταύτα το δικαίωμα παροχής από την κατοικία στην ημεδαπή. Αντιθέτως, πρέπει εν προκειμένω να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες που επιφέρουν συγγένεια προς το σύστημα χωρίς εισφορά ενός κράτους μέλους.

61.      Εν προκειμένω, σημασία έχει προ πάντων ότι ο ενδιαφερόμενος ασκεί δραστηριότητα ως εργαζόμενος σ’ αυτό το κράτος και ότι το εισόδημά του από εργασία φορολογείται εκεί. Δεδομένου ότι συστήματα χωρίς εισφορά χρηματοδοτούνται από πόρους που προέρχονται από φόρους, ο εργαζόμενος συμβάλλει με αυτόν τον τρόπο στη χρηματοδότηση του συστήματος. Επομένως, θα έπρεπε και να δικαιούται παροχών από αυτό το σύστημα.

62.      Το ότι μη ασκούντες επαγγελματικοί δραστηριότητα και δικαιούμενα συντηρήσεως μέλη της οικογένειας του εργαζομένου έχουν ομοίως αξίωση βάσει του υφισταμένου υπέρ του ιδίου του εργαζομένου συστήματος (38) προκύπτει καταρχάς από το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 όσον αφορά παροχές ασθενείας. Πάντως, η κατά τον SPGG αξίωση έχει προβλεφθεί ως πρωτογενής αξίωση του χρήζοντος φροντίδας προσώπου και όχι ως παράγωγη από το πρόσωπο του εργαζομένου αξίωση των μελών της οικογενείας του. Το κατά πόσον το γεγονός αυτό εμποδίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη χορήγηση παροχής πρόκειται να εξετασθεί στο πλαίσιο της απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 1408/71.

–       Επικουρικότητα του επιδόματος ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους

63.      Δεύτερον, προβάλλεται μετ’ επιτάσεως ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους συνιστά έναντι του ομοσπονδιακού επιδόματος ειδικής φροντίδας επικουρική παροχή. Όπως η κοινωνική πρόνοια, χορηγείται μόνον, εφόσον δεν υπάρχει από αλλού εξασφάλιση.

64.      Είναι μεν αληθές ότι αξίωση για τη χορήγηση επιδόματος ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG υφίσταται μόνον, όταν δεν υπάρχει αξίωση για τη χορήγηση ομοσπονδιακού επιδόματος ειδικής φροντίδας. Αυτό όμως δεν αποτελεί ένδειξη επικουρικότητας, η οποία είναι χαρακτηριστική για παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Ο SPGG και ο BPGG περιέχουν αντιθέτως εναρμονισμένους μεταξύ τους κανόνες αρμοδιότητας, οι οποίοι θεμελιώνουν αρμοδιότητα της Ομοσπονδίας ως φορέα της ασφαλίσεως συντάξεως για ένα συγκεκριμένο κύκλο χρηζόντων ειδικής φροντίδας, δηλαδή προ πάντων τους λαμβάνοντες παντός είδους σύνταξη. Άλλοι χρήζοντας ειδικής φροντίδας υπάγονται στην αρμοδιότητα των ομοσπόνδων κρατών.

65.      Η κοινωνική πρόνοια χαρακτηρίζεται αντιθέτως επικουρική, διότι εξασφαλίζει το ελάχιστο όριο διαβιώσεως, όταν και καθόσον δεν είναι διαθέσιμοι άλλοι χρηματοοικονομικοί πόροι. Διαφορετικά από την κοινωνική πρόνοια, το επίδομα ειδικής φροντίδας του Σάλτσμπουργκ όπως και το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας καταβάλλεται ανεξάρτητα ακριβώς από την χρηματοοικονομική ανάγκη του λήπτη, επομένως και όταν αυτός μπορεί να καλύψει το ελάχιστο όριο διαβιώσεως εξ ιδίων πόρων.

–       Εξάρτηση της παροχής από την ανάγκη λήψεως

66.      Σε συνάρτηση με το ζήτημα αυτό, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει εντούτοις την άποψη ότι ως ανάγκη λήψεως, όπως αυτή λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της χορηγήσεως παροχών κοινωνικής πρόνοιας, πρέπει να νοείται όχι μόνον η πενία (χρηματοοικονομική ανάγκη), αλλά και ειδικές ανάγκες συνεπεία αναπηρίας. Κατά συνέπεια, η επίμαχη χρηματική παροχή εμφανίζει στοιχεία κοινωνικής πρόνοιας, για τον λόγο ήδη ότι χορηγείται σε πρόσωπα που χρήζουν ειδικής φροντίδας.

67.      Στον ορισμό του της παροχής της κοινωνικής ασφαλίσεως, το Δικαστήριο αποδίδει σημασία, μεταξύ άλλων, στο ότι η οικεία παροχή χορηγείται, χωρίς οποιαδήποτε ατομική στάθμιση των ατομικών αναγκών (39). Αν οι παροχές της κοινωνικής ασφαλίσεως και οι παροχές της κοινωνικής πρόνοιας θεωρηθούν αντιτιθέμενες έννοιες, η διαπίστωση του Δικαστηρίου επιτρέπει το εξ αντιδιαστολής συμπέρασμα ότι κοινωνική πρόνοια παρέχεται βάσει αποφάσεως λαμβανομένης κατά διακριτική ευχέρεια σε συνάρτηση με την προσωπική ανάγκη.

68.      Αφενός, όμως, κατά τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο, δεν υφίσταται ουσιαστικώς κανένα πεδίο διακριτικής ευχέρειας κατά την εκτίμηση της ανάγκης ειδικής φροντίδας, διότι οι αρχές οφείλουν εν προκειμένω να τηρούν τους λεπτομερείς κατευθυντήριους κανόνες της περί κλιμακώσεως κανονιστικής αποφάσεως.

69.      Αφετέρου, μια παροχή μπορεί να ανάγεται στην κοινωνική πρόνοια μόνον, όταν η χορήγησή της εξαρτάται από τη χρηματοοικονομική ανάγκη. Ιδιαίτερη ανάγκη λόγω άλλων προσωπικών περιστάσεων αντισταθμίζεται πράγματι κατά κανόνα με παροχές ακριβώς της κοινωνικής ασφαλίσεως, οι οποίες χορηγούνται ανεξάρτητα από το εισόδημα. Έτσι, παροχές ασθενείας αποσκοπούν στην κάλυψη των δαπανών νοσηλείας. Οικογενειακές παροχές λαμβάνει όποιος αναγκάζεται να φέρει ιδιαίτερα βάρη σε σχέση με την ανατροφή των τέκνων. Ασθενείς και γονείς επίσης έχουν επομένως αυξημένες ανάγκες, χωρίς οι παροχές που τους χορηγούνται γι αυτές τις ανάγκες να καθίστανται παροχές της κοινωνικής πρόνοιας. Αυτό θα συνέβαινε μόνον αν δικαίωμα παροχών θα μπορούσε να προβάλει μόνον αυτός που δεν μπορεί να καλύψει εξ ιδίων χρηματοοικονομικών πόρων τις αυξημένες ανάγκες (δαπάνες νοσηλείας, δαπάνες ανατροφής τέκνων). Όμως, η προϋπόθεση αυτή δεν υφίσταται κατά κανόνα γι αυτές τις παροχές, όπως ούτε και για το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους.

–       Σχέση της παροχής με το κοινωνικό περιβάλλον στο κράτος του τόπου της κατοικίας

70.      Τέλος επισημαίνεται η νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν στενά συνδεόμενες με το κοινωνικό περιβάλλον παροχές από τον τόπο της κατοικίας στο κράτος του αρμόδιου φορέα (40).

71.      Υπέρ της υπάρξεως ενός τέτοιου συνδέσμου θα μπορούσε εν προκειμένω πράγματι να συνηγορήσει το ότι οι συντελεστές του επιδόματος ειδικής φροντίδας καθορίζονται σε σχέση με τις δαπάνες που απαιτεί η φροντίδα ανθρώπων με ειδικές ανάγκες στην Αυστρία. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η λήψη παροχών, οι οποίες συναρτώνται με το κοινωνικό περιβάλλον, μπορούν να εξαρτώνται από την κατοικία στο κράτος του αρμόδιου φορέα μόνον, όταν η επίμαχη παροχή συνιστά ειδική παροχή χωρίς εισφορά και όχι παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (41). Επομένως, η σχέση μιας παροχής απλώς και μόνο με τις δεδομένες συνθήκες στον τόπο της κατοικίας δεν θεμελιώνει τον χαρακτήρα της ως ειδικής παροχής.

iii) Χαρακτηρισμός του επιδόματος ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του κανονισμού 1408/71

72.      Τέλος, ο χαρακτηρισμός του επιδόματος ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους ως μη εξαγώγιμης ειδικής παροχής προσκρούει στην ακόλουθη σκέψη που συνδέεται με τον σκοπό του κανονισμού 1408/71. Ο κανονισμός σκοπεί στο συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών. Συντονισμός σημαίνει ότι δύο ή περισσότερα συστήματα της κοινωνικής ασφαλίσεως που συναντώνται προσαρμόζονται μεταξύ τους κατά τρόπον, ώστε ο διακινούμενος εργαζόμενος να λαμβάνει επακριβώς μια φορά παροχές για ένα κίνδυνο. Πολλαπλά δικαιώματα πρέπει να αποφεύγονται το ίδιο όπως ο πλήρης αποκλεισμός αξιώσεων.

73.      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσον η Γερμανία ως κράτος της κατοικίας όσον και η Αυστρία ως κράτος της απασχολήσεως προβλέπουν παροχές σε περίπτωση ανάγκης ειδικής φροντίδας. Πάντως, η Γερμανία επέλεξε ένα πρότυπο με καταβολή εισφορών. Κατ’ αυτό, αξίωση έχουν προ πάντων εργαζόμενοι που καταβάλλουν στην ασφάλιση περιθάλψεως εισφορές από το εισόδημά τους από εργασία, καθώς και τα συνασφαλισμένα μέλη της οικογενείας τους. Η Αυστρία, αντιθέτως, θέσπισε ένα σύστημα χωρίς εισφορές, στο οποίο λαμβάνεται ως συνδετικό στοιχείο για όσους δεν λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή άλλη σύνταξη κατά τον BPGG η κατοικία.

74.      Αν τα δύο συστήματα εφαρμόζονταν κατά γράμμα, μέλη της οικογένειας διακινούμενων εργαζομένων που βρίσκονται στην κατάσταση της Hosse δεν θα είχαν δικαίωμα σε κανένα σύστημα, μολονότι αμφότερα τα κράτη μέλη έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη παροχών ειδικής φροντίδας. Στη Γερμανία δεν υφίσταται συνεπαγόμενη υποχρεωτική ασφάλιση απασχόληση προσώπου που ευθύνεται για τη συντήρηση της οικογένειας. Στην Αυστρία, η αξίωση προσκρούει στον τόπο κατοικίας της οικογενείας.

75.      Προκειμένου στην κατάσταση αυτή ο κανονισμός να ανταποκριθεί προς τους σκοπούς του, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κατ’ αυτόν να προβληθεί εντός ενός κράτους αξίωση καταβολής επιδόματος ειδικής φροντίδας. Εν προκειμένω υφίσταται στενότερη σχέση με την Αυστρία παρά με τη Γερμανία, καθόσον ο Hosse καταβάλλει φόρο για το εισόδημά του από εργασία στο κράτος απασχολήσεως και, επομένως, εκεί συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της παροχής. Στη Γερμανία, αντιθέτως, δεν υφίσταται αντίστοιχος χρηματοδοτικός σύνδεσμος ούτε μέσω καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε μέσω φόρων επί του εισοδήματος από εργασία.

76.      Συναφώς, δεν έχει σημασία το ότι ο Hosse δεν συμβάλλει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως ημεδαποί στη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού στην Αυστρία, πράγμα που επισήμανε το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ. Πράγματι, υπόκειται στον φόρο εντός της Αυστρίας μόνο για το εισόδημα από την εργασία του ως δασκάλου, ενώ άλλα εισοδήματα πρέπει να φορολογούνται στον τόπο της κατοικίας. Εντούτοις, στην περίπτωση εργαζομένου όπως του Hosse τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία αποτελούν κατά κανόνα το ουσιώδες μέρος του φορολογητέου εισοδήματος. Το σε ποιο κράτος τελικά συμβάλλει σε μεγαλύτερο βαθμό ένας μεθοριακός εργαζόμενος στο προϊόν των φόρων προστιθεμένης αξίας και καταναλώσεως εξαρτάται από τις πραγματικές περιστάσεις (π.χ. τις τοπικές δυνατότητες αγοράς, το ύψος των φορολογικών συντελεστών και επομένως των τιμών), οι οποίες κατά αφηρημένη θεώρηση δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη.

77.      Οι διατάξεις του κανονισμού εξασφαλίζουν εξάλλου ότι η Silvia Hosse δεν μπορεί να αξιώσει πολλαπλώς επίδομα ειδικής φροντίδας. Από τη στιγμή, πράγματι, που δικαιούται επιδόματος ειδικής φροντίδας και στον τόπο της κατοικίας της, π.χ. διότι η μητέρα της αναλαμβάνει και πάλι εκεί μια βιοποριστική δραστηριότητα και η Silvia είναι συνασφαλισμένη στη γερμανική ασφάλιση ειδικής φροντίδας, ενεργοποιείται η περιεχόμενη στο άρθρο 19, παράγραφος 2, εδάφιο 1, του κανονισμού 1408/71 επιφύλαξη. Κατά τη διάταξη αυτή, μέλη της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου, που δε κατοικούν στο έδαφος του κράτους της απασχολήσεως, δεν μπορούν να απαιτούν παροχές σε χρήμα λόγω ασθενείας κατά τις διατάξεις αυτού του κράτους (άρα την εξαγωγή των παροχών), εφόσον δικαιούνται των παροχών αυτών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικούν.

 Περαιτέρω προϋποθέσεις κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71.

78.      Επομένως, ανεξαρτήτως του ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας δεν έχει τον χαρακτήρα ειδικής παροχής, δεν συντρέχουν ούτε οι περαιτέρω προϋποθέσεις κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71. Πράγματι, δεν πρόκειται για παροχή, η οποία κατά την έννοια του στοιχείου α της διατάξεως χορηγείται συμπληρωματικά, εναλλακτικά ή επικουρικά σε σχέση με μια «κλασσική» παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως. Αντιθέτως, οι μετέχουσες της διαδικασίας τονίζουν ακριβώς την ανεξαρτησία του επιδόματος ειδικής φροντίδας από άλλες παροχές.

79.      Περαιτέρω, δεν πρόκειται ούτε για παροχή που χορηγείται για την ιδιαίτερη προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες, αλλά αυτή είναι γενική παροχή για την περίπτωση ανάγκης ειδικής φροντίδας που αποβαίνει προς όφελος και ατόμων με ειδικές ανάγκες. Αν και η κατηγορία των ατόμων με ειδικές ανάγκες μπορεί συχνά να αλληλοτέμνεται με την κατηγορία των χρηζόντων ειδικής φροντίδας, ουδόλως εντούτοις είναι βέβαιο ότι συναφώς θα πρόκειται πάντοτε για πανομοιότυπο κύκλο ληπτών. Συγκεκριμένα, για παράδειγμα, δεν μπορεί κάθε άτομο με ειδικές ανάγκες να ζητήσει παροχές ειδικής φροντίδας. Ούτε επίσης πρέπει υποχρεωτικώς να θεωρούνται αυτομάτως ως άτομα με ειδικές ανάγκες όλοι οι λόγω ηλικίας χρήζοντας ειδικής φροντίδας.

4.      Επί της νομικής καταστάσεως από της 5ης Μαΐου 2005

80.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να ερμηνευθεί ο κανονισμός 1408/71 ως έχει κατά τον κανονισμό 1247/92. Από το 1992, ο κανονισμός 1408/71 έχει πάντως τροποποιηθεί κατ’ επανάληψη (42). Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει σε ποιο χρονικό διάστημα αναφέρεται η απόφασή του και, επομένως, ποια τροποποίηση του κανονισμού πρέπει να ληφθεί υπόψη.

81.      Αν το Oberster Gerichtshof καλείται επίσης να αποφασίσει αν η Silvia Hosse δικαιούται του επιδόματος ειδικής φροντίδας για το μέλλον, τότε ο κανονισμός 1408/71 θα πρέπει να εφαρμοσθεί –με την επιφύλαξη περαιτέρω τροποποιήσεων– όπως ισχύει από τις 5 Μαΐου 2005 (43). Με την τελευταία αυτή τροποποίηση αναδιατυπώθηκε ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 2.

82.      Εντούτοις, ακόμη κι αν ληφθεί υπόψη η υφιστάμενη νομική κατάσταση, ουδόλως μεταβάλλεται ο ανωτέρω χαρακτηρισμός του επιδόματος ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους, διότι με τη νέα διατύπωση του κανονισμού 1408/71 επιχειρούνται κυρίως διευκρινίσεις και λαμβάνεται δεόντως υπόψη η εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου (44).

5.      Προσωρινό συμπέρασμα

83.      Παροχή, όπως το επίδικο στην κύρια δίκη επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους, δεν αποτελεί παροχή, η οποία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει από διατάξεις « των οποίων η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους [κράτους μέλους]». Ήδη γι αυτόν τον λόγο, δεν εμπίπτει ούτε στην παράγραφο 2α ούτε στην παράγραφο 2β του άρθρου 4 του κανονισμού 1408/71, διότι δεν παρουσιάζει τον χαρακτήρα ειδικής παροχής.

84.      Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια παροχή, όπως το επίδομα ειδικής φροντίδας, το οποίο καταβάλλεται δυνάμει του νόμου του Σάλτσμπουργκ περί επιδόματος ειδικής φροντίδας δεν συνιστά ειδική παροχή χωρίς εισφορά κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού 1408/71, της οποίας η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους κράτους μέλους, αλλά αποτελεί παροχή ασθενείας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, του κανονισμού.

 Β – Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος – Αξίωση μελών της οικογενείας εργαζομένου που δεν κατοικούν στο κράτος της απασχολήσεως (άρθρο 19 του κανονισμού 1408/71)

85.      Στην περίπτωση χαρακτηρισμού του επιδόματος ειδικής φροντίδας ως παροχής της κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω ασθενείας, το αιτούν δικαστήριο ερωτά με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα αν συντρέχει παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1408/71, όταν δεν εγκρίνεται η χορήγηση της παροχής σε μέλη της οικογενείας απασχολούμενου στην Αυστρία εργαζομένου, διότι η οικογένεια κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος.

86.      Με την απόφαση Jauch, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει σε σχέση με το αυστριακό ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας ότι συναφώς πρόκειται για παροχές ασθενείας σε χρήμα, οι οποίες κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο β, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να καταβάλλονται ασχέτως του κράτους μέλους εντός του οποίου κατοικεί το μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο που πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις για να τύχει της εφαρμογής αυτού (45). Αυτό ισχύει ομοίως για το επίδομα ειδικής φροντίδας του Σάλτσμπουργκ, το οποίο καταβάλλεται σύμφωνα με τις ίδιες αρχές (46).

87.      Υπόβαθρο της αποφάσεως Jauch αποτελούσε εντούτοις η περίπτωση κατά την οποία ένας συνταξιούχος που ήταν κάτοικος Γερμανίας και ο οποίος απασχολούνταν πριν από τη συνταξιοδότησή του στην Αυστρία προέβαλλε αξίωση επιδόματος ειδικής φροντίδας βάσει του BPGG έναντι του αρμόδιου αυστριακού φορέα. Η αξίωση αυτή στηριζόταν στην προηγούμενη καθεαυτή ιδιότητά του ως εργαζομένου. Στην παρούσα περίπτωση, αντιθέτως, πρόκειται για αξίωση που η Silvia Hosse θα δικαιούνταν να προβάλει μόνον ως μέλος της οικογενείας διακινούμενου εργαζομένου.

88.      Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, πρώτη φράση, του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 19, παράγραφος 1, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία επί των μελών της οικογένειας που κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος, εφόσον δεν δικαιούνται των παροχών αυτών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικούν (47).

89.      Βεβαίως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφαση Kermaschek (48) και σε επακόλουθες διαδικασίες (49) ότι τα μέλη της οικογενείας εργαζομένου έχουν κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71 μόνο παράγωγα δικαιώματα, δηλαδή αυτά που αποκτούν ως μέλη της οικογένειας εργαζομένου, και όχι αυτά που τους παρέχονται ως ιδία δικαιώματα ανεξαρτήτως οποιασδήποτε οικογενειακής σχέσεως με τον εργαζόμενο. Επομένως, η Silvia Hosse, λόγω του δικαιώματός της παροχών κατά τον SPGG, δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί τον κανονισμό 1408/71, διότι το επίδομα ειδικής φροντίδας έχει προβλεφθεί ως παροχή εξ ιδίου δικαιώματος.

90.      Εντούτοις, το Δικαστήριο άμβλυνε σημαντικά τον απόλυτο χαρακτήρα αυτής της νομολογίας με την απόφαση Cabanis-Issarte (50). Εξακολουθεί μεν να δέχεται ότι ως προς τον κύκλο των δικαιούχων ο κανονισμός 1408/71 κάνει καταρχήν διάκριση μεταξύ εργαζομένων και μελών της οικογενείας τους, πλην όμως εγκατέλειψε τη διάκριση σε ίδια και παράγωγα δικαιώματα (51). Η διάκριση αυτή θα διακύβευε την ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων, «διότι η δυνατότητα εφαρμογής τους επί των ιδιωτών θα εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό του δικαιώματος ως ιδίου ή ως παραγώγου που δίδει η εφαρμοστέα επί των επιμάχων παροχών εθνική νομοθεσία, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του εσωτερικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως» (52). Περαιτέρω, η διάκριση σε ίδια και παράγωγα δικαιώματα καταλήγει σε περιορισμό της περιεχόμενης στο άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 επιταγής της ίσης μεταχειρίσεως (53).

91.      Μόνον εφόσον από ορισμένες διατάξεις του κανονισμού προκύπτει ότι αυτές ισχύουν αποκλειστικώς για εργαζομένους, αποκλείονται μέλη της οικογενείας από το πεδίο εφαρμογής του (54). Επομένως, οι διατάξεις π.χ. του τίτλου III, κεφάλαιο 6, του κανονισμού 1408/71 περί παροχών ανεργίας δεν έχουν εφαρμογή σε μέλη της οικογενείας (55). Οικογενειακών παροχών, αντιθέτως, ανεξαρτήτως της διαμορφώσεώς τους ως ιδίων ή παραγώγων δικαιωμάτων δεν δικαιούται μόνον ο ίδιος ο εργαζόμενος (56).

92.      Αντιθέτως, από το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει σαφώς ότι παροχές ασθενείας σε χρήμα, στις οποίες, όπως διαπιστώθηκε, περιλαμβάνεται το επίδομα ειδικής φροντίδας του Σάλτσμπουργκ, μπορούν ομοίως να απαιτήσουν και μέλη της οικογενείας διακινούμενου εργαζομένου που δεν κατοικούν στο κράτος της απασχολήσεως. Ο μοναδικός περιορισμός είναι ότι δεν επιτρέπεται να έχουν αντίστοιχα ίδια δικαιώματα στο κράτος της κατοικίας τους. Άνευ σημασίας είναι αντιθέτως το ότι η αξίωση επιδόματος ειδικής φροντίδας γεννάται από ίδιο και όχι από παράγωγο δικαίωμα.

93.      Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το θήλυ μέλος της οικογένειας απασχολούμενου σε κράτος μέλος εργαζομένου, ο οποίος κατοικεί με την οικογένειά του σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να απαιτήσει τη χορήγηση παροχής, όπως της εν προκειμένω επίδικης, ως παροχής σε χρήμα λόγω ασθενείας κατά το άρθρο 19 του κανονισμού 1408/71 από τον αρμόδιο φορέα του τόπου απασχολήσεως του εργαζομένου, εφόσον αυτό το μέλος της οικογενείας δεν δικαιούται αντίστοιχης παροχής σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος – το επίδομα ειδικής φροντίδας ομόσπονδου κράτους ως κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 1612/68

94.      Με το τρίτο ερώτημα ζητείται να διευκρινισθεί αν η περιεχόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 απαγόρευση των διακρίσεων δεν επιτρέπει την εξάρτηση του δικαιώματος επιδόματος ειδικής φροντίδας από τον τόπο κατοικίας στην ημεδαπή. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει πράγματι αυτό το ερώτημα μόνο για την περίπτωση κατά την οποία. η παροχή συνιστά ειδική παροχή χωρίς εισφορά και, επομένως, η εξαγωγή της δεν επιτάσσεται κατά τον κανονισμό 1408/71. Επομένως, κατόπιν της απόψεως που διατύπωσα ως προς το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, θα παρείλκε η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Εντούτοις, προκειμένου το Δικαστήριο να έχει πλήρη εικόνα, θα εξετάσω αυτό το ερώτημα.

95.      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος Κράτους μέλους που εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος απολαύει εκεί των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

96.      Κατά πάγια νομολογία, ως «κοινωνικά πλεονεκτήματα» νοούνται όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται ή όχι με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητας των τελευταίων ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στο εθνικό έδαφος, και των οποίων η χορήγηση κατ’ επέκταση και στους εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, εμφανίζεται επομένως ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους εντός της Κοινότητας (57).

97.      Η αξίωση για ίση με ημεδαπούς μεταχείριση εκτείνεται επίσης σε παροχές υπέρ των συντηρουμένων τέκνων του διακινούμενου εργαζομένου (58). Πράγματι, και αυτές οι παροχές αποβαίνουν σε όφελος του εργαζομένου, καθόσον του ελαφρύνουν εν μέρει τις δαπάνες συντηρήσεως.

98.      Το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ και οι μετέχουσες της διαδικασίας Κυβερνήσεις επισημαίνουν πάντως ότι Αυστριακοί υπήκοοι δικαιούνται επιδόματος ειδικής φροντίδας μόνον, αν κατοικούν στο ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ. Επομένως, δεν συνιστά δυσμενή διάκριση το ότι το δικαίωμα παροχής εξαρτάται και ως προς υπηκόους άλλων κρατών μελών από την ύπαρξη κατοικίας στον χώρο όπου ισχύει ο SPGG. Με τις αποφάσεις για τη χρηματοδότηση σπουδών στις Κάτω Χώρες (59), το Δικαστήριο θεώρησε ως δυσμενή διάκριση μόνον το ότι για τα τέκνα διακινούμενων εργαζομένων ετίθετο μια πρόσθετη προϋπόθεση κατοικίας που δεν ίσχυε για ημεδαπούς.

99.      Από τις αποφάσεις αυτές δεν μπορεί βεβαίως να συναχθεί ότι μόνον τέτοιου είδους ρυθμίσεις που συνιστούν εμφανώς δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγένειας αντιβαίνουν προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68. Αντιθέτως, η περιεχόμενη τόσο στο άρθρο 39 EΚ όσο και στο άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει όχι μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (60).

100. Μια διάταξη εθνικού δικαίου πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον, πρώτον, μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να τους θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα και, δεύτερον, δεν στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους που να είναι ανεξάρτητοι από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων εργαζομένων και ανάλογοι προς τον σκοπό που επιδιώκεται από τη διάταξη αυτή (61).

101. Είναι πρόδηλο ότι ο όρος της υπάρξεως κατοικίας στον χώρο όπου έχει εφαρμογή ο νόμος που προβλέπει την παροχή, έστω κι αν αυτός ισχύει τυπικώς εξίσου για ημεδαπούς, πλήττει πρωτίστως υπηκόους άλλων κρατών μελών. Ο όρος αυτός θέτει σε μειονεκτική θέση ειδικά τους μεθοριακούς εργαζόμενους, οι οποίοι εξ ορισμού έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος όπου κατά κανόνα κατοικούν και τα μέλη της οικογένειάς τους (62). Επομένως, ο όρος της κατοικίας βρίσκεται σε αντίφαση προς τον σκοπό του κανονισμού 1612/68 να αναγνωρίζεται στους μεθοριακούς εργαζομένους το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας όπως ακριβώς σε άλλους εργαζομένους υπηκόους κράτους μέλους (63).

102. Το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ και οι μετέχουσες της διαδικασίας Κυβερνήσεις (με εξαίρεση την Πορτογαλική Κυβέρνηση) επιχειρούν εντούτοις να περιορίσουν την εμβέλεια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

103. Το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ υποστηρίζει καταρχάς την άποψη ότι η απαγόρευση των διακρίσεων κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 δεν εμποδίζει τον όρο κατοικίας, ακόμη κι όταν η εξαγωγή της οικείας παροχής δεν επιτάσσεται κατά τον κανονισμό 1408/71, διότι πρόκειται για ειδική παροχή χωρίς εισφορά.

104. Ανεξαρτήτως του ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υφίσταται ειδική παροχή χωρίς εισφορά, η αποδοχή ενός τέτοιου αποτελέσματος του κανονισμού 1408/71 αντιφάσκει προς τη νομολογία. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι ο αποκλεισμός μιας παροχής από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 δεν έχει ως αποτέλεσμα να απαλλάσσει τα κράτη μέλη από το να διασφαλίζουν ότι κανένας άλλος κανόνας του κοινοτικού δικαίου, αντλούμενος ειδικότερα από τον κανονισμό 1612/68, δεν εμποδίζει την επιβολή προϋποθέσεως περί κατοικίας (64) Η έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 είναι πράγματι ευρύτερη από την έννοια της παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως του κανονισμού 1408/71. Επομένως, το γεγονός ότι μια παροχή δεν εμπίπτει ή δεν εμπίπτει απεριόριστα στο κανονισμό 1408/71 και άρα ο κανονισμός αυτός δεν απαιτεί την εξαγωγή της παροχής δεν ασκεί καμία επιρροή όσον αφορά τους κατευθυντήριους κανόνες του κανονισμού 1612/68 για τη χορήγηση της παροχής.

105. Το ομόσπονδο κράτος του Σάλτσμπουργκ και οι μετέχουσες της διαδικασίας Κυβερνήσεις (με εξαίρεση την Πορτογαλική Κυβέρνηση) φρονούν επί πλέον ότι αποκλείεται επίκληση του κανονισμού 1612/68, όταν – όπως εν προκειμένω – δεν υφίσταται κανενός είδους σχέση μεταξύ της χορηγήσεως της παροχής και της αντικειμενικής ιδιότητας ως εργαζομένου της προβάλλουσας την αξίωση ενδιαφερομένης. Προς στήριξη αυτού του ισχυρισμού, αναφέρονται ιδίως στις αποφάσεις Meints (65) και Fahmi (66), με τις οποίες το Δικαστήριο τόνισε ιδιαιτέρως τη σύνδεση με την ιδιότητα του εργαζομένου.

106. Οι παρατεθείσες αποφάσεις, εντούτοις, αφορούσαν μια ιδιαίτερη συγκυρία καταστάσεων. Πρώην διακινούμενοι εργαζόμενοι είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους μετά τη λήξη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και ζήτησαν τότε για τους ίδιους ή για τα τέκνα τους κοινωνικά πλεονεκτήματα από το κράτος εντός του οποίου είχαν προηγουμένως ζήσει και εργασθεί. Εδώ, δεν εξακολουθούσε πλέον η ιδιότητα του εργαζομένου από την οποία θα ήταν δυνατό να αντληθούν οι αξιώσεις παροχής, οπότε οι ενδιαφερόμενοι – όπως έκρινε το Δικαστήριο – δεν μπορούσαν πλέον να επικαλεσθούν το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

107. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Hosse είναι αναντιρρήτως εργαζόμενος στην Αυστρία. Δεν τίθεται καν ζήτημα λήξεως της καταστάσεώς του ως διακινουμένου εργαζομένου. Η θυγατέρα του Silvia Hosse, αντιθέτως, δεν είναι η ίδια εργαζομένη. Αυτό όμως ουδόλως ασκεί επιρροή. Αν πράγματι απαιτούνταν το πρόσωπο το οποίο ωφελείται άμεσα από το κοινωνικό πλεονέκτημα να ασκεί το ίδιο επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος υποδοχής, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 θα καθίστατο καταρχήν κενό περιεχομένου όσον αφορά πλεονεκτήματα υπέρ μη ασκούντων επαγγελματική δραστηριότητα μελών της οικογενείας. Αυτό θα τελούσε σε σαφή αντίφαση προς την πάγια νομολογία (67).

108. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλει τέλος τέσσερις λόγους που θα πρέπει να δικαιολογούν μια ενδεχομένως εν τοις πράγμασιν άνιση μεταχείριση.

109. Πρώτον, το ύψος της παροχής είναι εναρμονισμένο προς τα έξοδα διαβιώσεως και περιθάλψεως στο κράτος όπου εδρεύει ο αρμόδιος φορέας. Η εναρμόνιση δεν διασφαλίζεται πλέον, όταν ο λήπτης ζει εντός άλλου κράτους. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η αντίρρηση, θα μπορούσε ενδεχομένως να αναγνωρισθεί στο κράτος της παροχής το δικαίωμα να προσαρμόζει την παροχή σε περίπτωση σαφώς αποκλίνοντος επιπέδου εξόδων στο κράτος της κατοικίας του δικαιούχου, εφόσον αυτό δεν απαγορεύεται από τον κανονισμό 1408/71. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτό το επιχείρημα να έχει ως συνέπεια την πλήρη άρνηση χορηγήσεως της παροχής στον ενδιαφερόμενο.

110. Δεύτερον, πρέπει να εξασφαλισθεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν λαμβάνει δυο φορές ίδιες παροχές, δηλαδή από τον φορέα της κατοικίας του και από τον φορέα του τόπου απασχολήσεως. Συναφώς, ενδείκνυται πράγματι να ερμηνευθεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται καμία συγκρίσιμη, και επομένως όμοια από απόψεως μεταχειρίσεως, αρχική κατάσταση, εφόσον το δικαιούχο μέλος της οικογενείας έχει στον τόπο της κατοικίας του αξίωση για ισοδύναμη παροχή. Από πρακτικής απόψεως, η σώρευση παροχών μπορεί να αποτραπεί με την παροχή σχετικών διευκρινίσεων κατά την υποβολή της αιτήσεως. Καταχρηστικές ενέργειες μπορούν εν ανάγκη να αντιμετωπισθούν μέσω της συνεργασίας των αντίστοιχων διοικήσεων. Εξάλλου, αντίστοιχοι μηχανισμοί είναι αναγκαίοι και για την εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71.

111. Τρίτον, η χορήγηση παροχών για την εξασφάλιση του ελάχιστου ορίου διαβιώσεως απαιτεί συνεχούς ελέγχους των οικογενειακών συνθηκών του δικαιούχου, οι οποίοι είναι σχεδόν αδύνατο να διενεργούνται στην περίπτωση μεθοριακών περιπτώσεων. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι το υπό κρίση επίμαχο επίδομα ειδικής φροντίδας χορηγείται ανεξαρτήτως της χρηματοοικονομικής ανάγκης. Επομένως, δεν απαιτούνται έρευνες ως προς την κατάσταση του προβάλλοντος την αξίωση – πλην της διαπιστώσεως του βαθμού της ανάγκης – για τη χορήγηση του επιδόματος ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG. Όσον αφορά την εκτίμηση της ανάγκης φροντίδας, μπορούν, παραδείγματος χάριν, να προσκομίζονται βεβαιώσεις ιατρών του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου.

112. Τέταρτον, τέλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση αναφέρεται στον σύνδεσμο μεταξύ της αξιώσεως παροχής και της χρηματοδοτήσεως των δαπανών από δημόσιους πόρους, οι οποίοι αποτελούν έκφραση της αλληλεγγύης του εγκατεστημένου εντός κράτους μέλους πληθυσμού. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Hosse συνεισφέρει με τους φόρους επί του εισοδήματός του από εργασία στη χρηματοδότηση των δημοσίων προϋπολογισμών στην Αυστρία, η ιδέα ακριβώς της αλληλεγγύης επιτάσσει τη χορήγηση στη θυγατέρα του επιδόματος ειδικής φροντίδας που χρηματοδοτείται από αυτούς τους προϋπολογισμούς.

113. Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι παροχή όπως το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον νόμο του Σάλτσμπουργκ περί επιδόματος ειδικής φροντίδας, ως συνιστώσα χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος έχει την κύρια κατοικία του στο κατά τόπο πεδίο ισχύος του προβλέποντος την παροχή νόμου.

 Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος – Δικαιώματα από την ιθαγένεια της Ενώσεως

114. Το τέταρτο ερώτημα για τα δικαιώματα από την ιθαγένεια της Ενώσεως σε συνάρτηση με τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρα 12 ΕΚ και 17 ΕΚ) υποβλήθηκε ομοίως μόνο για την περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει ήδη από το προηγούμενο ερώτημα ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως αυτή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, δεν αντιτίθεται προς τον όρο της κατοικίας (τρίτο ερώτημα).

115. Δεδομένου ότι ο Hosse μπορεί να επικαλεσθεί τα δικαιώματά του από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, δεν είναι πλέον απαραίτητη η ερμηνεία του άρθρου 12 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 17 ΕΚ. Πράγματι, η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμόζεται αυτοτελώς μόνο σε καταστάσεις διεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων (68).

V –    Πρόταση

116. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω να δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα του Oberster Gerichtshof οι ακόλουθες απαντήσεις:

1.      Παροχή, όπως το επίδομα ειδικής φροντίδας, το οποίο καταβάλλεται δυνάμει του νόμου του Σάλτσμπουργκ περί επιδόματος ειδικής φροντίδας δεν συνιστά ειδική παροχή χωρίς εισφορά κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, της οποίας η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους κράτους μέλους, αλλά αποτελεί παροχή ασθενείας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, του κανονισμού.

2.      Το θήλυ μέλος της οικογένειας απασχολούμενου σε κράτος μέλος εργαζομένου, ο οποίος κατοικεί με την οικογένειά του σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να απαιτήσει τη χορήγηση παροχής, όπως της εν προκειμένω επίδικης, ως παροχής σε χρήμα λόγω ασθενείας κατά το άρθρο 19 του κανονισμού 1408/71 από τον αρμόδιο φορέα του τόπου απασχολήσεως του εργαζομένου, εφόσον αυτό το μέλος της οικογένειας δεν δικαιούται αντίστοιχης παροχής σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί.

3.      Παροχή όπως το επίδομα ειδικής φροντίδας κατά τον νόμο του Σάλτσμπουργκ περί επιδόματος ειδικής φροντίδας, ως συνιστώσα χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος έχει την κύρια κατοικία του στο κατά τόπο πεδίο ισχύος του προβλέποντος την παροχή νόμου.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, C-215/99, Jauch (Συλλογή 2001, σ. I-1901).


3 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001 σ. 73), ως έχει κατόπιν τροποποιήσεως και ενημερώσεώς του από τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1). Μετέπειτα τροποποιήσεις, καθόσον έχουν σημασία, θα αναφέρονται κατά την παράθεση της οικείας διατάξεως.


4 – Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001 σ. 33), ως έχει κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 1).


5 – Ως έχει κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 307/1999 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1999 (ΕΕ L 38, σ. 1).


6 – Από της 1ης Μαΐου 2004 στοιχείο ΙΘ (Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση - Παράρτημα II: Κατάλογος ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 20 της Πράξης Προσχώρησης - 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Α. Κοινωνική ασφάλιση (ΕΕ 2003 L 236, σ. 179 επ).


7 – Κανονισμός (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (ΕΕ L 117, σ. 1).


8 – BGBl. Nr. 866/1993.


9 – BGBl. Nr. 110/1993.


10 – LGBl. Nr. 99/1993 Το κείμενο του νόμου διατίθεται επίσης μέσω του διαδικτύου: www.salzburg.gv.at/themen/gs/soziales_einstieg2/soziales_recht/recht_pflegegeldgesetz.htm (τελευταία αναζήτηση στις 26 Ιουλίου 2005).


11 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 21). Βλ. επίσης, ως προς τις έννομες αυτές συνέπειες της αναγραφής μιας παροχής στο παράρτημα του κανονισμού 1408/71, τη διεξοδική εξέταση του γενικού εισαγγελέα Alber στις προτάσεις του της 14ης Δεκεμβρίου 2000 επί της υποθέσεως C-215/99, Jauch (Συλλογή 2001, σ. I-1901, σημείο 61 επ.).


12 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 20).


13 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 21). Βλ. επίσης την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-160/02, Skalka (Συλλογή 2004, σ. I-5613, σκέψη 19).


14 – Το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71, που αποτελούσε το αντικείμενο της αποφάσεως Jauch, προβλέπει αντιθέτως μόνο μία εξαίρεση από την άρση της ρήτρας κατοικίας, αφήνει όμως κατά τα λοιπά άθικτη τη συντονιστική ενέργεια του κανονισμού όσον αφορά τις εμπίπτουσες σ’ αυτό παροχές.


15 – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 8.


16 – Βλ. ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 136, σ. 1).


17 – Βλ. συναφώς ανωτέρω το σημείο 30.


18 – Πρβλ. την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1247/92 (παρατεθέντος στην υποσημείωση 16).


19 – Πρβλ. π.χ. τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1983, 139/82, Piscitello (Συλλογή 1983, σ. 1427), της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 379/85 έως 381/85 και 93/86, Giletti (Συλλογή 1987, σ. 955), της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 147/87, Zaoui (Συλλογή 1987, σ. 5511), της 11ης Ιουνίου 1991 C-307/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1991, σ. I-2903) και της 22ας Απριλίου 1993, C-65/92, Levatino (Συλλογή 1993, σ. I-2005).


20 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 1991, C-356/89, Newton (Συλλογή 1991, σ. I-3017).


21 – Αυτό μόνον έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό «χωρίς εισφορά» (πρβλ. την Απόφαση Jauch [παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψεις 32 και 33), και την απόφαση Skalka (παρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 28).


22 – Οι εισφορές για την ασφάλιση ασθενείας αυξήθηκαν για να εξισορροπηθούν ανακατατάξεις κατηγοριών μεταξύ της ασφαλίσεως ασθενείας και της ασφαλίσεως συντάξεως με αφορμή τη θέσπιση του ομοσπονδιακού επιδόματος ειδικής φροντίδας (πρβλ. την απόφαση Jauch [παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 33]).


23 – Ο γενικός εισαγγελέας Alber υποστήριξε με τις προτάσεις του στην υπόθεση Jauch (παρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 109 επ.) την άποψη ότι γι αυτόν ακριβώς τον λόγο το ομοσπονδιακό επίδομα ειδικής φροντίδας είναι παροχή με καταβολή εισφοράς. Βλ. συναφώς τις κριτικές μου παρατηρήσεις στις προτάσεις μου της 25ης Νοεμβρίου 2003 επί της υποθέσεως C-160/02, Skalka (Συλλογή 2004, σ. I-5613, σημείο 34 επ.).


24 – Διευκρινιστική υπ' αυτή την έννοια είναι η νέα διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 2α, με τον κανονισμό 647/2005 (βλ. ανωτέρω το σημείο 18).


25 – Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-78/91, Hughes (Συλλογή. 1992, σ. I-4839, σκέψη 21). Βλ. επίσης τις προτάσεις στην υπόθεση Jauch (παρατεθείσες στην υποσημείωση 11, σημείο 83) και τις προτάσεις στην υπόθεση Skalka (παρατεθείσες στην υποσημείωση 23, σημείο 32).


26 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 25). Βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1985, 249/83, Hoeckx (Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψεις 12 έως 14), Hughes (παρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 15), της 10ης Οκτωβρίου 1996, C-245/94 και C-312/94, Hoever και Zachow (Συλλογή 1996, σ. I-4895, σκέψη 18) και της 5ης Μαρτίου 1998, C-160/96, Molenaar (Συλλογή 1998, σ. I-843, σκέψη 20).


27 – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 26.


28 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 28).


29 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 27).


30 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 26).


31 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 28), με παραπομπή στη σκέψη 24 της αποφάσεως Molenaar (παρατεθείσας στην υποσημείωση 26).


32 – Απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004 (C-502/01 και C-31/02, Συλλογή 2004, σ. I-6483, σκέψη 20). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο χαρακτήρισε μάλιστα παροχές προς εξασφάλιση της καλύψεως του κινδύνου γήρατος τρίτου προσώπου το οποίο παρέχει περίθαλψη σε μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο ως παροχές ασθενείας υπέρ του μη αυτοεξυπηρετουμένου ατόμου, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71.


33 – Βλ. ιδίως τις αποφάσεις της 4ης Νοεμβρίου 1997, C-20/96, Snares (Συλλογή 1997, σ. I-6057), και της 11ης Ιουνίου 1998, C-297/96, Partridge (Συλλογή 1998, σ. I-3467).


34 – Πρβλ. την απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 17).


35 – Πρβλ. την απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 26), καθώς και την απόφαση της 6ης Ιουλίου 1978, 9/78, Gillard (Συλλογή τόμος 1978, σ. 541, σκέψεις 10/15).


36 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 28).


37 – Απόφαση Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 28).


38 – Κατά τις διευκρινίσεις του ομόσπονδου κράτους του Σάλτσμπουργκ και της Αυστριακής Κυβερνήσεως, ο Hosse θα δικαιούνταν βεβαίως ως συνταξιούχος ομοσπονδιακού επιδόματος ειδικής φροντίδας. Αν αντιθέτως έχρηζε ειδικής φροντίδας πριν από τη συνταξιοδότηση, θα δικαιούνταν επιδόματος ειδικής φροντίδας κατά τον SPGG, αν δεν ληφθεί υπόψη το ζήτημα του τόπου της κατοικίας.


39 – Βλ. ανωτέρω το σημείο 51, καθώς και τις παραπομπές στη νομολογία στην υποσημείωση 26.


40 – Αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 313/86, Lenoir (Συλλογή 1988, σ. 5391, σκέψη 16), και της 31ης Μαΐου 2001, C-43/99, Leclere και Deaconescu (Συλλογή 2001, σ. I-4265, σκέψη 32. Συναφώς, βλ. επίσης τη νέα διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 2α, κατόπιν του κανονισμού 647/2005 (βλ. ανωτέρω το σημείο 18).


41 – Απόφαση Leclere και Deaconescu (παρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψη 35 επ.).


42 – Βλ. τις παραπομπές για τις σχετικές διατάξεις που παρατίθενται στο νομικό πλαίσιο (σημείο 10 επ.).


43 – Βλ. συναφώς ανωτέρω στο σημείο 18.


44 – Πρβλ. την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71. Στην τρίτη αιτιολογική σκέψη αναφέρονται ιδίως οι αποφάσεις Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2) και Leclere και Deaconescu (παρατεθείσα στην υποσημείωση 40).


45 – Αποφάσεις Jauch (παρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 35), Molenaar (παρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 36) Βλ. επίσης την απόφαση Gaumain-Cerri και Barth (παρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 26).


46 – Βλ. ανωτέρω το σημείο 54.


47 – Απόφαση Gaumain-Cerri και Barth (παρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 28). Τα περιστατικά της μιας υποθέσεως αντιστοιχούν εξάλλου στην υπό κρίση περίπτωση: Ο χρήζων ειδικής φροντίδας γιός της Gaumain-Cerri, η οποία ως μεθοριακή εργαζομένη ασκούσε βιοποριστική δραστηριότητα και ήταν ασφαλισμένη στο σύστημα ασφαλίσεως περιθάλψεως στη Γερμανίαr, κατοικούσε με αυτή στη Γαλλία, Ανεξαρτήτως αυτού, ο γιός ελάμβανε επίδομα περιθάλψεως από τη γερμανική ασφάλιση (σκέψη 9 της αποφάσεως).


48 – Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1976, 40/76, Kermaschek (Συλλογή τόμος 1976, σ. 599, σκέψη 7 επ.).


49 – Αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1985, 157/84, Frascogna (Συλλογή 1985, σ. 1739), της 20ής Ιουνίου 1985, 94/84, Deak (Συλλογή 1985, σ. 1873), Zaoui, (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19), της 8ης Ιουλίου 1992, C-243/91, Taghavi (Συλλογή 1992, σ. I-4401), και της 27ης Μαΐου 1993, C-310/91, Schmid (Συλλογή 1993, σ. I-3011).


50 – Απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, C-308/93, (Συλλογή. 1996, σ. I-2097). Ως προς την εξέλιξη της νομολογίας, βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 26ης Ιουνίου 2001 στην υπόθεση C-189/00, Ruhr (Συλλογή 2001, σ. I-8225, σημείο 47 επ.


51 – Βλ. ιδίως τη σκέψη 34 της αποφάσεως Cabanis-Issarte (παρατεθείσας στην υποσημείωση 50).


52 – Απόφαση Cabanis-Issarte (παρατεθείσα στην υποσημείωση 50, σκέψη 31).


53 – Απόφαση Cabanis-Issarte (παρατεθείσα στην υποσημείωση 50, σκέψη 34).


54 – Πρβλ. την απόφαση Cabanis-Issarte, σκέψη 22.


55 – Πρβλ. την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-189/00, Ruhr (Συλλογή 2001, σ. I-8225, σκέψεις 21 και 24), την οποία επιβεβαίωσε ρητώς ως προς το σημείο αυτό η απόφαση Kermaschek (παρατεθείσα στην υποσημείωση 48).


56 – Απόφαση Hoever και Zachow (παρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 32 επ.), και απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2002, C-255/99, Humer (Συλλογή 2002, σ. I-1205, σκέψη 50 επ).


57 – Αποφάσεις Schmid (παρατεθείσα στην υποσημείωση 49, σκέψη 18) και της 27ης Νοεμβρίου 1997, C-57/96, Meints (Συλλογή 1997, σ. I-6689, σκέψη 39).


58 – Αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1975, 32/75, Cristini (Συλλογή τόμος 1975, σ. 313, σκέψη 19), της 8ης Ιουνίου 1999, C-337/97, Meeusen (Συλλογή 1999, σ. I-3289, σκέψη 22), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-258/04, Ιωαννίδης, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35).


59 – Αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C-3/90, Bernini (Συλλογή 1992, σ. I-1071), και Meussen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 58).


60 – Αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu (Συλλογή τόμος 1974, σ. 87, σκέψη 11), της 10ης Μαρτίου 1993, C-111/91, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 1993, σ. I-817, σκέψη 9), της 23ης Μαΐου 1996, C-237/94, O'Flynn (Συλλογή 1996, σ. I-2617, σκέψη 17), Meints (παρατεθείσα στην υποσημείωση 57, σκέψη 44), και της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-195/98, Österreichischer Gewerkschaftsbund (Συλλογή 2000, σ. I-10497, σκέψη 39).


61 – Έτσι, συνοπτικά, η απόφαση Österreichischer Gewerkschaftsbund (παρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 40). Βλ. επίσης την απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 10), O'Flynn (παρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψεις 18 και 19) και Meints (παρατεθείσα στην υποσημείωση 57, σκέψη 45).


62 – Απόφαση Meeusen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 58, σκέψη 24).


63 – Έτσι η απόφαση Meints (παρατεθείσα στην υποσημείωση 57, σκέψη 50) και Meussen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 58, σκέψη 21) με παραπομπή στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1612/68.


64 – Βλ. ιδίως την απόφαση Leclere και Deaconescu (παρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψη 31), καθώς και την απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 20 επ).


65 – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 57, σκέψη 41.


66 – Απόφαση της 20ής Μαρτίου 2001, C-33/99, Fahmi και Esmoris Cerdeiro-Pinedo Amado (Συλλογή 2001, σ I-2415, σκέψη 47).


67 – Πρβλ. τις παραπομπές στην υποσημείωση 58.


68 – Πρβλ. τις αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1997, C-131/96, Mora Romero (Συλλογή 1997, σ. I-3659, σκέψη 10), κα της 26ης Νοεμβρίου 2002, C-100/01, Olazabal (Συλλογή 2002, σ. I-10981, σκέψη 25).