Language of document : ECLI:EU:C:2018:836

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 17ης Οκτωβρίου 2018 (1)

Υπόθεση C444/17

Préfet des Pyrénées-Orientales

κατά

Abdelaziz Arib,

Procureur de la République,

Procureur général près la cour d’appel de Montpellier

[αίτηση του Cour de cassation
(Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν – Άρθρο 32 – Έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Παράνομη είσοδος υπηκόου τρίτης χώρας – Αποκλεισμός της εξομοιώσεως των εσωτερικών συνόρων με τα εξωτερικά σύνορα»






 Εισαγωγή

1.        Κατά πάγια πλέον νομολογία του Δικαστηρίου, αντίκειται, κατ’ αρχήν, στις διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ (2) η επιβολή ποινής φυλάκισης σε υπήκοο τρίτης χώρας για τον λόγο και μόνον της παράνομης διαμονής του σε κράτος μέλος. Οι μόνες δύο εξαιρέσεις, νομολογιακής φύσεως, είναι η περίπτωση στην οποία εφαρμόσθηκε διαδικασία επιστροφής που θεσπίσθηκε με την οδηγία 2008/115 και ο υπήκοος [τρίτης χώρας] συνεχίζει να διαμένει παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού χωρίς να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή (3) και η περίπτωση στην οποία εφαρμόσθηκε διαδικασία επιστροφής και το εν λόγω πρόσωπο εισέρχεται εκ νέου στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους παραβιάζοντας την απαγόρευση εισόδου (4).

2.        Το βασικό ερώτημα που τίθεται με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) είναι το αν θα πρέπει να γίνει δεκτή μια τρίτη εξαίρεση, στην περίπτωση κατά την οποία παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας υποβλήθηκε σε έλεγχο κοντά στα εσωτερικά σύνορα. Ως εκ τούτου, πρέπει να καθορισθεί όχι η νομιμότητα επαναφοράς των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, αλλά μόνον οι συνέπειες ενός τέτοιου μέτρου.

3.        Επομένως, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο καλείται εκ νέου να αποφανθεί επί της συμβατότητας με την οδηγία 2008/115 διατάξεως του εθνικού δικαίου που επιβάλλει ποινή φυλάκισης σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, αποκλειστικά λόγω της παράνομης διαμονής του.

4.        Η ανάλυσή μου θα με οδηγήσει να προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει αρνητική απάντηση στο προδικαστικό αυτό ερώτημα. Βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2008/115, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ελέγχου κοντά στα σύνορα Γαλλίας-Ισπανίας και ελέγχου στη λεωφόρο Champs-Elysées. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι η προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σύμφωνα με τον Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν (5) δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν

5.        Το άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν προβλέπει τα εξής:

«1.      Η διέλευση των εξωτερικών συνόρων επιτρέπεται μόνο στα συνοριακά σημεία διέλευσης και κατά τη διάρκεια καθορισμένων ωρών λειτουργίας. Οι ώρες λειτουργίας εμφαίνονται επακριβώς στα σημεία διέλευσης που δεν λειτουργούν επί εικοσιτετραώρου βάσεως.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τον κατάλογο των συνοριακών τους σημείων διέλευσης στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 39.

[…]

3.      Υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων κατά την παράγραφο 2 και των υποχρεώσεων που υπέχουν όσον αφορά τη διεθνή προστασία, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κυρώσεις, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, σε περίπτωση παράνομης διέλευσης των εξωτερικών συνόρων εκτός των συνοριακών σημείων διέλευσης και των καθορισμένων ωρών λειτουργίας. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.»

6.        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων έχει ως κύριο σκοπό να εμποδίσει τη μη επιτρεπόμενη διέλευση των συνόρων, να καταπολεμήσει τη διασυνοριακή εγκληματικότητα και να λάβει μέτρα κατά των ατόμων που διήλθαν τα σύνορα παρανόμως. Πρόσωπο που διήλθε παρανόμως τα σύνορα και δεν έχει δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους συλλαμβάνεται και υπόκειται στις διαδικασίες που ερείδονται στην οδηγία 2008/115/ΕΚ.»

7.        Το άρθρο 14 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«1. Η είσοδος στην επικράτεια των κρατών μελών απαγορεύεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων εισόδου, όπως καθορίζονται με το άρθρο 6 παράγραφος 1, και δεν υπάγονται στις κατηγορίες προσώπων του άρθρου 6 παράγραφος 5. Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη της εφαρμογής των ειδικών διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα ασύλου και τη διεθνή προστασία ή την έκδοση θεωρήσεων μακράς διαρκείας.

2. Η άρνηση εισόδου επιβάλλεται μόνο με αιτιολογημένη απόφαση η οποία αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους της άρνησης. Η απόφαση λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και είναι αμέσως εφαρμοστέα.

Η αιτιολογημένη απόφαση η οποία αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους άρνησης έχει τη μορφή τυποποιημένου εντύπου, όπως προβλέπεται στο παράρτημα V μέρος Β, το οποίο συμπληρώνεται από την αρμόδια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αρχή. Το έντυπο αυτό, αφού συμπληρωθεί, παραδίδεται στον οικείο υπήκοο, ο οποίος βεβαιώνει την παραλαβή της απόφασης άρνησης μέσω του εντύπου.

3. Τα πρόσωπα στα οποία απαγορεύεται η είσοδος έχουν δικαίωμα προσφυγής. Οι προσφυγές ασκούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Ο υπήκοος της τρίτης χώρας λαμβάνει επίσης γραπτό κατάλογο σημείων επαφής που μπορούν να τον ενημερώσουν σχετικά με την ύπαρξη αντιπροσώπων αρμόδιων να τον εκπροσωπήσουν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Η κατάθεση προσφυγής δεν αναστέλλει την εφαρμογή της απόφασης περί άρνησης εισόδου.

Με την επιφύλαξη ενδεχόμενης αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου, ο υπήκοος τρίτης χώρας δικαιούται να ζητήσει διόρθωση της ακυρωθείσας σφραγίδας εισόδου, και τυχόν άλλων ακυρώσεων ή προσθηκών, από το κράτος μέλος το οποίο του απαγόρευσε την είσοδο εφόσον αποδειχθεί, συνεπεία της προσφυγής, ότι η απόφαση περί άρνησης εισόδου ήταν αβάσιμη.

4. Οι συνοριοφύλακες μεριμνούν ώστε ο υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίο απαγορεύθηκε η είσοδος να μην εισέλθει στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

5. Τα κράτη μέλη συλλέγουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των προσώπων, στα οποία έχει απαγορευθεί η είσοδος, τους λόγους απαγόρευσης, την ιθαγένεια των προσώπων αυτών και το είδος των συνόρων (χερσαία, θαλάσσια, εναέρια) στα οποία τους απαγορεύθηκε η είσοδος, και υποβάλλουν τα στοιχεία αυτά ετησίως στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 862/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

6. Οι λεπτομερείς κανόνες της διαδικασίας άρνησης αναφέρονται στο παράρτημα V μέρος Α.»

8.        Το άρθρο 23 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, με τίτλο «Έλεγχοι στο εσωτερικό της επικράτειας», ορίζει τα εξής:

«Η μη διενέργεια ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα δεν θίγει:

α)      την άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμόδιων αρχών δυνάμει της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, εφόσον η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους αυτό ισχύει και στις παραμεθόριες περιοχές. Κατά την έννοια της πρώτης πρότασης, η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων δεν μπορεί, ειδικότερα, να θεωρηθεί ισοδύναμη με τους συνοριακούς ελέγχους όταν τα αστυνομικά μέτρα:

i)      δεν έχουν ως στόχο τον έλεγχο των συνόρων,

ii)      βασίζονται σε γενικές αστυνομικές πληροφορίες και πείρα όσον αφορά ενδεχόμενες απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και αποσκοπούν συγκεκριμένα στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος,

iii)      σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό από τους συστηματικούς ελέγχους προσώπων στα εξωτερικά σύνορα,

iv)      διενεργούνται βάσει δειγματοληπτικών ελέγχων·

[…]».

9.        Το άρθρο 25 του κώδικα αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν στον χώρο χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα υπάρχει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια σε ένα κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί κατ’ εξαίρεση να επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορα σε όλα τα εσωτερικά του σύνορα ή σε συγκεκριμένα μέρη τους για περιορισμένη περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες ή για την προβλεπόμενη διάρκεια της σοβαρής απειλής εάν αυτή υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Η εμβέλεια και η διάρκεια της προσωρινής επαναφοράς του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα για την αντιμετώπιση της σοβαρής απειλής.

2.      Οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα επαναφέρονται μόνο ως έσχατη ανάγκη και σύμφωνα με τα άρθρα 27, 28 και 29. Τα κριτήρια που αναφέρονται στα άρθρα 26 και 30 αντίστοιχα λαμβάνονται υπόψη σε κάθε περίπτωση που εξετάζεται το ενδεχόμενο να ληφθεί απόφαση για την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σύμφωνα με τα άρθρα 27, 28 ή 29 αντίστοιχα.

3.      Εάν η σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος συνεχίζεται πέραν της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να παρατείνει τους ελέγχους στα εσωτερικά του σύνορα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 26 και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν νέα στοιχεία, για ανανεώσιμες περιόδους μέγιστης διάρκειας 30 ημερών.

4.      Η συνολική περίοδος κατά την οποία επαναφέρονται οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα περιλαμβανομένων και των παρατάσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Όταν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29, αυτή η συνολική περίοδος μπορεί να παραταθεί κατ’ ανώτατο όριο στα δύο έτη, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.»

10.      Το άρθρο 32 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Κατά την επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι σχετικές διατάξεις του τίτλου ΙΙ.»

11.      Τα άρθρα 5, 13 και 14 του εν λόγω κώδικα περιέχονται στον τίτλο II, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Εξωτερικά σύνορα», ενώ τα άρθρα 23, 25 και 32 περιλαμβάνονται στον τίτλο III, που φέρει τον τίτλο «Εσωτερικά σύνορα».

 Η οδηγία 2008/115

12.      Το αντικείμενο της οδηγίας 2008/115 περιγράφεται στο άρθρο 1 ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του κοινοτικού και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.»

13.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2008/115, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι:

α)      υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, ή συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους και στους οποίους δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος,

β)      υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης.

[…]»

14.      Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2.      “παράνομη παραμονή”: παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος,

3.      “επιστροφή”: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας - είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

–        στη χώρα καταγωγής του/της, ή

–        σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

–        σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/-ή,

4.      “απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής,

5.      “απομάκρυνση”: εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους,

[…]».

15.      Το άρθρο 4, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α), τα κράτη μέλη:

α)      μεριμνούν ώστε η μεταχείριση και το επίπεδο προστασίας τους να μην είναι λιγότερο ευνοϊκά από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5 (περιορισμοί της χρήσης αναγκαστικών μέτρων), το άρθρο 9, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση (αναβολή της απομάκρυνσης), το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχεία β) και δ), (επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και συνυπολογισμός των αναγκών των ευάλωτων ατόμων) και τα άρθρα 16 και 17 (όροι κράτησης), και

β)      τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης.»

16.      Κατά το άρθρο 6 («Απόφαση επιστροφής»), παράγραφος 1, της ίδιας αυτής οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5».

17.      Το άρθρο 16 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Η κράτηση λαμβάνει χώρα κατά κανόνα σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί σωφρονιστικό κατάστημα, οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.

2.      Επιτρέπεται στους υπό κράτηση υπηκόους τρίτων χωρών, κατόπιν αιτήματος, να έρχονται, εν ευθέτω χρόνω, σε επαφή με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και τις αρμόδιες προξενικές αρχές.

3.      Δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις ευάλωτων ατόμων. Παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και η απαραίτητη θεραπευτική αγωγή.

4. Οι σχετικές και αρμόδιες, εθνικές, διεθνείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις και όργανα έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται τις εγκαταστάσεις κράτησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στο βαθμό που χρησιμοποιούνται για την κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Οι επισκέψεις αυτές μπορούν να υπόκεινται σε αδειοδότηση.

5. Οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών λαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες στις οποίες επεξηγείται ο κανονισμός που εφαρμόζεται στην εγκατάσταση και ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν στοιχεία περί του δικαιώματός τους, κατά το εθνικό δίκαιο, να έρχονται σε επαφή με τις οργανώσεις και τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 4.»

 Το γαλλικό δίκαιο

18.      Το άρθρο L. 621-2 του code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile (κώδικα περί της εισόδου και διαμονής των αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 2012-1560, της 31ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την κράτηση προς εξακρίβωση του δικαιώματος διαμονής και με την τροποποίηση του αδικήματος της διευκολύνσεως της παράνομης διαμονής προκειμένου να μην περιλαμβάνονται σε αυτό ανθρωπιστικές και ανιδιοτελείς ενέργειες (7) (στο εξής: Ceseda), ορίζει τα εξής:

«Τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους και με χρηματική ποινή 3 750 ευρώ ο αλλοδαπός που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

1ο      αν εισήλθε στο μητροπολιτικό έδαφος χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ ή γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 [(8)] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν) [(9)] και χωρίς να έχει επιτραπεί η είσοδός του στην επικράτεια κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και γʹ, του ίδιου κανονισμού [(10)]· επίσης αν ο αλλοδαπός είναι καταχωρισμένος ως ανεπιθύμητος κατ’ εφαρμογήν εκτελεστής αποφάσεως άλλου συμβαλλόμενου στη Σύμβαση που υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 κράτους·

2ο      ή αν ο αλλοδαπός εισήλθε στο μητροπολιτικό έδαφος προερχόμενος απευθείας από το έδαφος κράτους που είναι συμβαλλόμενο στη Σύμβαση αυτή, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 19, παράγραφος 1 ή 2, 20, παράγραφος 1, και 21, παράγραφος 1 ή 2, της εν λόγω Συμβάσεως, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του [κανονισμού 562/2006], και στο στοιχείο δʹ σε περίπτωση που η καταχώρισή του ως ανεπιθύμητου δεν στηρίζεται σε εκτελεστή απόφαση που ελήφθη από άλλο συμβαλλόμενο στη Σύμβαση κράτος·

[…]

Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί μόνον εφόσον τα πραγματικά περιστατικά έχουν διαπιστωθεί υπό τις περιστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 53 του κώδικα ποινικής δικονομίας».

19.      Το άρθρο 53 του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«Αυτόφωρο έγκλημα είναι το κακούργημα ή πλημμέλημα που γίνεται αντιληπτό κατά τον χρόνο τελέσεώς του και το κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε πρόσφατα. Αυτόφωρο είναι επίσης το κακούργημα ή πλημμέλημα, όταν ο ύποπτος, λίγο μετά τη δράση του, καταδιώκεται με δημόσια κραυγή ή συλλαμβάνεται να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η συμμετοχή του στο έγκλημα.

Όταν διαπιστώνεται η διάπραξη αυτοφώρου εγκλήματος, η ανάκριση που διενεργείται υπό τον έλεγχο του Εισαγγελέα και υπό τους όρους που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο μπορεί να διεξαχθεί αδιαλείπτως για οκτώ ημέρες.

Όταν οι έρευνες που απαιτούνται για την αποκάλυψη της αλήθειας σε σχέση με κακούργημα ή πλημμέλημα το οποίο τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών δεν μπορούν να αναβληθούν, ο Εισαγγελέας μπορεί να αποφασίσει την παράταση, υπό τους ίδιους όρους, της έρευνας για μέγιστο χρονικό διάστημα οκτώ ημερών.»

20.      Το άρθρο 62-2 του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«Η αστυνομική κράτηση είναι μέτρο εξαναγκασμού που λαμβάνει αξιωματικός της δικαστικής αστυνομίας υπό τον έλεγχο της δικαστικής αρχής, με το οποίο ένα πρόσωπο, για το οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπράξει ή αποπειραθεί να διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρούμενο με στερητική της ελευθερίας ποινή παραμένει στη διάθεση των ανακριτικών αρχών.

[…]»

21.      Το άρθρο 78-2 του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«Οι αξιωματικοί της δικαστικής αστυνομίας καθώς και οι υπάλληλοι και αναπληρωτές υπάλληλοι της δικαστικής αστυνομίας που ενεργούν κατ’ εντολή και υπό την εποπτεία των αξιωματικών αυτών και οι οποίοι μνημονεύονται στα άρθρα 20 και 21-1° μπορούν να καλούν οποιοδήποτε πρόσωπο να αποδείξει, με οποιονδήποτε τρόπο, την ταυτότητά του εφόσον υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι το πρόσωπο αυτό:

–        έχει διαπράξει ή έχει αποπειραθεί να διαπράξει αδίκημα,

–        ή προετοιμάζει τη διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος,

–        ή είναι σε θέση να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για την έρευνα σε σχέση με πλημμέλημα ή κακούργημα,

–        ή έχει παραβεί τις υποχρεώσεις ή απαγορεύσεις στις οποίες υπόκειται στο πλαίσιο δικαστικού ελέγχου, μέτρου κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, ποινής ή μέτρου με επιτήρηση από τον δικαστή εκτέλεσης των ποινών·

–        ή είναι πρόσωπο σε βάρος του οποίου διεξάγεται έρευνα με βάση απόφαση δικαστικής αρχής.

Κατόπιν γραπτής παραγγελίας του Εισαγγελέα στο πλαίσιο ερευνών ή ποινικής δίωξης για εγκλήματα τα οποία καθορίζει ο ίδιος, επιτρέπεται επίσης η εξακρίβωση της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου υπό τους ίδιους όρους, εντός των χώρων και κατά το διάστημα που καθορίζει ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός. Το γεγονός ότι κατόπιν της εξακρίβωσης της ταυτότητας διαπιστώνονται άλλες παραβάσεις και όχι οι αναφερόμενες στην παραγγελία του Εισαγγελέα δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας των παρεμπιπτουσών διαδικασιών.

Επιτρέπεται επίσης η εξακρίβωση της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο, με σκοπό την πρόληψη προσβολών της δημόσιας τάξης, και συγκεκριμένα της ασφάλειας των προσώπων ή των αγαθών.

Εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων από τα χερσαία σύνορα της Γαλλίας με τα άλλα κράτη που μετέχουν στη Σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης των λιμένων, αερολιμένων, σιδηροδρομικών σταθμών και σταθμών υπεραστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούνται για διεθνείς μεταφορές και έχουν καθορισθεί με διοικητική απόφαση, για την πρόληψη και τη διερεύνηση αδικημάτων που συνδέονται με τη διασυνοριακή εγκληματικότητα, μπορεί επίσης να διεξάγεται, εφόσον στη ζώνη αυτή έχει πρόσβαση το κοινό, έλεγχος της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το ελεγχόμενο άτομο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Όταν ο έλεγχος αυτός διεξάγεται επί συρμού που πραγματοποιεί διεθνές δρομολόγιο, η διεξαγωγή του επιτρέπεται εντός του τμήματος της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσης του συρμού που βρίσκεται πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολογίων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται μεταξύ της στάσης αυτής και οποιασδήποτε στάσης που βρίσκεται εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υπάρχει τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται στους χώρους στάθμευσης πριν από τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους διπλανούς χώρους στάθμευσης. Οι σταθμοί διοδίων που αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Το γεγονός ότι κατόπιν της εξακρίβωσης της ταυτότητας διαπιστώνεται άλλη παράβαση και όχι η μη τήρηση των ανωτέρω υποχρεώσεων δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας των παρεμπιπτουσών διαδικασιών. Για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, ο έλεγχος των υποχρεώσεων κατοχής και επιδείξεως των αδειών και εγγράφων που προβλέπονται από το νόμο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις έξι συνεχόμενες ώρες στον ίδιο τόπο και δεν μπορεί να συνίσταται σε συστηματικό έλεγχο των προσώπων που βρίσκονται ή κυκλοφορούν εντός των ζωνών ή τόπων που αναφέρονται στο ίδιο εδάφιο.

[…]»

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22.      Αφού εισήλθε στο γαλλικό έδαφος σε άγνωστη ημερομηνία, ο Abdelaziz Arib, Μαροκινός υπήκοος, αναχώρησε από τη Γαλλία κατόπιν εκδόσεως μέτρου απομακρύνσεως, το οποίο του κοινοποιήθηκε στις 10 Αυγούστου 2013.

23.      Στις 15 Ιουνίου 2016, ο Α. Arib υποβλήθηκε σε έλεγχο στο Boulou (Pyrénées-Orientales, Γαλλία), στη ζώνη μεταξύ των χερσαίων συνόρων της Γαλλίας με την Ισπανία και γραμμής εκτεινόμενης σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων εντεύθεν των συνόρων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 78-2, εδάφιο 9, του κώδικα ποινικής δικονομίας, ενώ επέβαινε σε υπεραστικό λεωφορείο προερχόμενο από το Μαρόκο. Δεν προέβαλε ότι διέθετε έγκυρη θεώρηση ή άλλη άδεια διαμονής στο γαλλικό έδαφος.

24.      Επειδή υπήρχαν υπόνοιες ότι εισήλθε παράνομα στη γαλλική επικράτεια, πλημμέλημα το οποίο προβλέπεται στο άρθρο L. 621-2 του Ceseda, τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση.

25.      Στις 16 Ιουνίου 2016, ο préfet des Pyrénées-Orientales (νομάρχης των Pyrénées-Orientales, Γαλλία) εξέδωσε απόφαση κατά του Α. Arib δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος, ενώ διατάχθηκε και η διοικητική του κράτηση.

26.      Με διάταξη της 21ης Ιουνίου 2016, ο αρμόδιος για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστής του tribunal de grande instance de Perpignan (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Perpignan, Γαλλία), ακύρωσε την απόφαση περί αστυνομικής κρατήσεως του Α. Arib και όλη τη μεταγενέστερη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής κρατήσεώς του, για τον λόγο ότι η εν λόγω αστυνομική κράτηση δεν μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή. Πράγματι, ο Α. Arib, παρανόμως διαμένων αλλοδαπός, είχε μόλις διέλθει εσωτερικά σύνορα μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας, πράγμα που έπρεπε να οδηγήσει, κατά τον δικαστή αυτό, στην εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, η οποία δεν επέτρεπε την επιβολή ποινής φυλακίσεως υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

27.      Ο νομάρχης των Pyrénées-Orientales άσκησε έφεση.

28.      Με διάταξη της 22ης Ιουνίου 2016, ο πρώτος πρόεδρος του cour d’appel de Montpellier (εφετείου Μονπελιέ, Γαλλία) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του αρμόδιου για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστή του tribunal de grande instance de Perpignan (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Perpignan, Γαλλία).

29.      Ο νομάρχης των Pyrénées-Orientales άσκησε αναίρεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Επικαλείται, προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, παράβαση των άρθρων 2, 14, 25, 27 και 32 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και των άρθρων 8 και 15 της οδηγίας 2008/115. Προβάλλει, ειδικότερα, ότι σε περίπτωση σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια, ένα κράτος μέλος μπορεί κατ’ εξαίρεση να επαναφέρει τους ελέγχους στα εσωτερικά του σύνορα, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό εν μέρει την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, και ότι, στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι τα προστατευτικά μέτρα της οδηγίας 2008/115 δεν είναι εφαρμοστέα, πρόσωπο που εισήλθε παράνομα στη Γαλλία μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78-2, εδάφιο 9, του κώδικα ποινικής δικονομίας και, εφόσον διαμένει παράνομα, στη συνέχεια, μπορεί να του επιβληθεί ποινή φυλακίσεως και να τεθεί υπό αστυνομική κράτηση.

30.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν οι επαναφερθέντες έλεγχοι σε εσωτερικά σύνορα κράτους μέλους εξομοιώνονται με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα κατά τη διέλευση αυτών από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα εισόδου, όταν κατά τον έλεγχο ο δράστης καταλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω. Διερωτάται, επομένως, αν κράτος μέλος το οποίο επανέφερε τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 για να εξαιρέσει από την εν λόγω οδηγία τον συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, τίθεται περαιτέρω το ερώτημα αν το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί εμπόδιο για τη φυλάκιση υπηκόου τρίτης χώρας, υπό τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υποθέσεως.

31.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 32 του [Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν], το οποίο προβλέπει ότι, κατά την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι σχετικές διατάξεις του τίτλου II (για τα εξωτερικά σύνορα), την έννοια ότι οι επαναφερθέντες έλεγχοι μπορούν να εξομοιωθούν με τους ελέγχους που διενεργούνται σε εξωτερικά σύνορα, κατά τη διέλευσή αυτών από υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα εισόδου;

2)      Υπό τις ίδιες περιστάσεις επαναφοράς των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, ο εν λόγω [κώδικας] και η οδηγία [2008/115] επιτρέπουν την εφαρμογή, επί της καταστάσεως υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος διέρχεται τα σύνορα στα οποία έχουν επαναφερθεί οι έλεγχοι, της προβλεπόμενης στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ της οδηγίας [2008/115] ευχέρειας η οποία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να συνεχίσουν να εφαρμόζουν στα εξωτερικά τους σύνορα απλουστευμένες εθνικές διαδικασίες επιστροφής;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας [2008/115] εθνική νομοθεσία, όπως το άρθρο L. 621-2 του [Ceseda], η οποία επιβάλλει ποινή φυλακίσεως σε υπήκοο τρίτης χώρας που εισήλθε παρανόμως στην εθνική επικράτεια και ως προς τον οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη στην εν λόγω οδηγία διαδικασία επιστροφής;»

32.      Ο νομάρχης των Pyrénées-Orientales, η Γαλλική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Η Γαλλική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 12 Ιουνίου 2018.

 Ανάλυση

33.      Αν και η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί πλέον την τρίτη υπόθεση με αντικείμενο, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, τη συμφωνία του άρθρου L. 621 του Ceseda με τις διατάξεις της οδηγίας 2008/115 (11), η ιδιαιτερότητά της έγκειται στη συνάρθρωση των διατάξεων της οδηγίας αυτής με τις διατάξεις του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

34.      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν από το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 32 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, προκύπτει ότι οι αρχές κράτους μέλους δύνανται να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την οδηγία 2008/115 στην κατάσταση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος συνελήφθη ή υποβλήθηκε σε έλεγχο κατά την παράνομη διέλευση εσωτερικών συνόρων στα οποία έχουν επαναφερθεί οι έλεγχοι σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν (12).

35.      Το ζήτημα που τίθεται, επομένως, είναι εάν οι διατάξεις της οδηγίας 2008/115 εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε περίπτωση στην οποία κράτος μέλος έχει επαναφέρει προσωρινά τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα βάσει του άρθρου 25 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.

36.      Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση (13), της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την οδηγία αυτή στους υπηκόους τρίτων χωρών που συλλαμβάνονται ή ελέγχονται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους και στους οποίους δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος.

 Διέλευση συνόρων

37.      Ο Α. Arib συνελήφθη κατά τη διάρκεια ελέγχου στο Boulou (Pyrénées-Orientales), δηλαδή σε απόσταση μικρότερη από είκοσι χιλιόμετρα από τα σύνορα Γαλλίας-Ισπανίας (14). Δεδομένου ότι ο ως άνω έλεγχος έλαβε, όντως, χώρα εντός του γαλλικού εδάφους, τίθεται το ερώτημα αν ο Α. Arib συνελήφθη κατά τη διέλευση συνόρων.

38.      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος «σε σχέση με παράνομη […] διέλευση» (εξωτερικών) συνόρων συνεπάγεται στενή χρονική και τοπική σύνδεση με τη διέλευση αυτή των συνόρων και προϋποθέτει ότι πρόκειται για υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι συνελήφθησαν ή υποβλήθηκαν σε έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές ακριβώς κατά τη χρονική στιγμή της παράνομης διελεύσεως των (εξωτερικών) συνόρων ή κοντά στο συνοριακό σημείο διελεύσεως κατόπιν αυτής (15).

39.      Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά την άποψή μου, υπάρχει πράγματι στενή χρονική και τοπική σύνδεση με τη διέλευση των συνόρων Γαλλίας-Ισπανίας (16).

40.      Το ερώτημα που τίθεται συνεπώς είναι αν, εν προκειμένω, ευρισκόμεθα ενώπιον εξωτερικών συνόρων για τους σκοπούς της οδηγίας 2008/115, και ειδικότερα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ αυτής.

 Επί του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115: εξωτερικά σύνορα;

41.      Η οδηγία 2008/115 δεν περιέχει η ίδια ορισμό των όρων «εσωτερικά σύνορα» ή «εξωτερικά σύνορα». Ωστόσο, στο μέτρο που στην οδηγία γίνεται επανειλημμένως αναφορά στον Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι ορισμοί που παρατίθενται στον κώδικα αυτόν (17).

42.      Στο πλαίσιο αυτό, δυνάμει του άρθρου 2, σημείο 1, του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, για τους σκοπούς του εν λόγω κώδικα, ως «εσωτερικά σύνορα» νοούνται τα κοινά χερσαία σύνορα (18), μεταξύ των κρατών μελών [στοιχείο αʹ], οι αερολιμένες των κρατών μελών για τις εσωτερικές πτήσεις [στοιχείο βʹ] και οι θαλάσσιοι, ποτάμιοι και λιμναίοι λιμένες των κρατών μελών για τα τακτικά εσωτερικά δρομολόγια οχηματαγωγών. Όσον αφορά τα «εξωτερικά σύνορα», ορίζονται ως τέτοια τα χερσαία σύνορα (19) και θαλάσσια σύνορα, καθώς και οι αερολιμένες και ποτάμιοι, θαλάσσιοι και λιμναίοι λιμένες των κρατών μελών, εφόσον δεν αποτελούν εσωτερικά σύνορα.

43.      Πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι όροι «κράτη μέλη» περιλαμβάνουν μόνο τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στο κεκτημένο Σένγκεν καθώς και τα τρίτα κράτη που συμμετέχουν σε αυτό (20).

44.      Τα εν λόγω σύνορα Γαλλίας-Ισπανίας αποτελούν σαφώς εσωτερικά σύνορα υπό το πρίσμα των ορισμών αυτών.

45.      Βάσει του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115, η ανάλυση θα έπρεπε να σταματά εκεί. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την οδηγία 2008/115 στον Α. Arib.

46.      Τούτο προκύπτει σαφώς και από την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115 στην οποία προέβη το Δικαστήριο μετην απόφαση Affum (21). Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι δύο περιπτώσεις που διαλαμβάνει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους, όπως ορίζει το άρθρο 2, σημείο 2, του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, και συνεπώς δεν αφορούν τη διέλευση των κοινών συνόρων κρατών μελών τα οποία αποτελούν μέρος του χώρου Σένγκεν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη δεν παρέχει, επομένως, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, λόγω της παράνομης εισόδου τους από εσωτερικά σύνορα (22).

 Επί της επαναφοράς των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα

47.      Θα πρέπει να καθορισθούν οι πιθανές συνέπειες της επαναφοράς των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα επί της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115.

48.      Συναφώς, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, από το άρθρο 32 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν προκύπτει ότι τα σύνορα Γαλλίας-Ισπανίας πρέπει, εν προκειμένω, να αντιμετωπίζονται ως εξωτερικά σύνορα.

49.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

50.      Αν και, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, κατά την επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι σχετικές διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κώδικα αυτού (εξωτερικά σύνορα), τούτο ουδόλως σημαίνει ότι η έκφραση «εξωτερικά σύνορα» αντικαθιστά πλήρως την έκφραση «εσωτερικά σύνορα» (για τους σκοπούς του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή άλλων νομικών πράξεων, όπως η οδηγία 2008/115).

51.      Ο τίτλος ΙΙΙ του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν αφορά τα εσωτερικά σύνορα. Ο γενικός κανόνας, που συνιστά τον λόγο ύπαρξης και τη βασική διάταξη του κώδικα αυτού, διατυπώνεται, στον τίτλο ΙΙΙ, στο άρθρο 22: επιτρέπεται η διέλευση των εσωτερικών συνόρων σε οποιοδήποτε σημείο χωρίς συνοριακούς ελέγχους [επί των προσώπων] (23). Πέραν της απουσίας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, ο τίτλος III του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν (κεφάλαιο Ι - άρθρα 22 έως 24) ρυθμίζει την προσωρινή επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα (κεφάλαιο ΙΙ - άρθρα 25 έως 35).

52.      Υπό το πρίσμα αυτό, ορίζει το άρθρο 32 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ότι κατά την επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι σχετικές διατάξεις του τίτλου ΙΙ. Συνεπώς, η διάταξη αυτή αναφέρεται σαφώς στις λοιπές διατάξεις του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν. Ουδεμία αναφορά στην οδηγία 2008/115 περιλαμβάνει.

53.      Το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 είναι σαφές: η διάταξη αυτή αναφέρεται σαφώς σε εξωτερικά σύνορα.

54.      Το γράμμα της διατάξεως αυτής, επιρρωννύεται, κατά την άποψή μου από το αντικείμενο και τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως. Η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 υπόκειται επίσης στον γενικό σκοπό της οδηγίας αυτής ο οποίος συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 1, στη θέσπιση των κοινών κανόνων και διαδικασιών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (24). Κατά συνέπεια, εάν τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την οδηγία 2008/115, τούτο γίνεται προκειμένου να καταστεί (ακόμη) πιο αποτελεσματική η επιστροφή του υπηκόου τρίτης χώρας.

55.      Εάν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας (25) αυτής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115, να μην εφαρμόσουν την εν λόγω οδηγία στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους, τούτο συμβαίνει διότι είναι πολύ πιο εύκολη η επιστροφή υπηκόου τρίτης χώρας από τα εξωτερικά σύνορα.

56.      Πράγματι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο και όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο (26), το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 επιτρέπει στα κράτη μέλη να συνεχίσουν να εφαρμόζουν στα εξωτερικά σύνορά τις απλουστευμένες εθνικές διαδικασίες επιστροφής, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν όλα τα στάδια των προβλεπόμενων από την εν λόγω οδηγία διαδικασιών, προκειμένου να είναι σε θέση να απομακρύνουν γρηγορότερα τους υπηκόους τρίτων χωρών που ελέγχονται κατά τη διέλευση των συνόρων αυτών.

57.      Ωστόσο, η περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που βρίσκεται ήδη στον χώρο Σένγκεν διαφέρει σαφώς από την περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115.

58.      Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν προστατεύουν τα ίδια έννομα συμφέροντα στα εξωτερικά σύνορα και στα εσωτερικά σύνορα.

59.      Ένα κράτος μέλος το οποίο, βάσει του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων του χώρου αυτού ενεργεί προς το συμφέρον όλων των κρατών μελών του χώρου Σένγκεν. Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος που αποφασίζει να επαναφέρει τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα το πράττει προς το δικό του συμφέρον.

60.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 32 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους δεν μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την οδηγία 2008/115 στην κατάσταση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος συλλαμβάνεται ή υποβάλλεται σε έλεγχο κατά την παράνομη διέλευση εσωτερικών συνόρων στα οποία έχουν επαναφερθεί οι έλεγχοι σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

61.      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115 εθνική νομοθεσία, όπως το άρθρο L. 621-2 του Ceseda, η οποία επιβάλλει ποινή φυλάκισης σε υπήκοο τρίτης χώρας που εισήλθε παρανόμως στην εθνική επικράτεια και ως προς τον οποίο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη στην εν λόγω οδηγία διαδικασία επιστροφής.

62.      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεώς μου στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό. Ως εκ τούτου, θα το εξετάσω μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο διαφωνήσει με την άποψή μου όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα δύο πρώτα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

63.      Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι, κατ’ αρχήν, σε περίπτωση όπως αυτή η οποία εκτίθεται στο εν λόγω ερώτημα, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στον υπήκοο τρίτης χώρας. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε η μεταχείριση και το επίπεδο προστασίας των υπηκόων τρίτων χωρών να μην είναι λιγότερο ευνοϊκά από αυτά που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 16 και 17 (όροι κράτησης) (27).

64.      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Affum, ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115, όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεως της εν λόγω οδηγίας, συνίσταται στο να μπορούν τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να εφαρμόζουν στα εξωτερικά σύνορά τους απλουστευμένες εθνικές διαδικασίες επιστροφής, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν όλα τα στάδια των προβλεπόμενων από την εν λόγω οδηγία διαδικασιών, προκειμένου να είναι σε θέση να απομακρύνουν γρηγορότερα τους υπηκόους τρίτων χωρών που ελέγχονται κατά τη διέλευση των συνόρων αυτών (28). Τούτο εξηγεί επιπλέον τον λόγο υπάρξεως του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, το οποίο, κατά το Δικαστήριο, «ρυθμίζει […] λεπτομερώς την εκ μέρους των κρατών μελών άσκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής ευχέρεια» (29) και «[σ]κοπός του […] στο πλαίσιο αυτό είναι να διασφαλίσει ότι οι απλουστευμένες εθνικές διαδικασίες πληρούν τις ελάχιστες εγγυήσεις που προβλέπει η οδηγία 2008/115» (30).

65.      Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει, κατά την άποψή μου, ότι, κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, η άσκηση από κράτος μέλος της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/15 προϋποθέτει λογικά ότι το εν λόγω κράτος μέλος εφαρμόζει απλουστευμένη εθνική διαδικασία επιστροφής.

66.      Κατά συνέπεια, είναι δελεαστικό να εφαρμοσθεί αναλογικώς η νομολογία που απορρέει από την απόφαση Affum σε κατάσταση που διέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 και να κριθεί ότι δεν είναι δυνατή η φυλάκιση υπηκόων τρίτων χωρών.

67.      Ωστόσο, φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι βαίνει πέραν του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115, προσθέτοντας σε αυτό μια επιπλέον προϋπόθεση. Πράγματι, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη στέρηση της ελευθερίας παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας (31), η οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο σε εκτιμήσεις σχετικά με την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/115 (32), ιδίως του άρθρου 6, παράγραφος 1 (33), και του άρθρου 8, παράγραφος 1 (34), αφορά ακριβώς το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, όταν κράτος μέλος εφαρμόζει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115, η κατάσταση του υπηκόου [της τρίτης χώρας] δεν διέπεται πλέον από την οδηγία αυτή και δεν είναι πλέον χρήσιμες εκτιμήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητά της.

68.      Επομένως, ακόμη και αν κάποιος δύναται εύλογα να αμφισβητήσει ότι η αστυνομική κράτηση μπορεί να συμβάλει στην ταχύτερη απομάκρυνση του ενδιαφερομένου, το ερώτημα αυτό δεν τίθεται, εφόσον δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115.

69.      Για τον λόγο αυτό, προτείνω στο τρίτο (υποθετικό) προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115 εθνική νομοθεσία, όπως το άρθρο L. 621-2 του Ceseda, η οποία επιβάλλει ποινή φυλάκισης σε υπήκοο τρίτης χώρας που εισήλθε παρανόμως στο εθνικό έδαφος και ως προς τον οποίο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη στην εν λόγω οδηγία διαδικασία επιστροφής.

 Πρόταση

70.      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) ως εξής:

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν), πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους δεν μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την οδηγία 2008/115 στην κατάσταση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος συλλαμβάνεται ή υποβάλλεται σε έλεγχο κατά την παράνομη διέλευση εσωτερικών συνόρων στα οποία έχουν επαναφερθεί οι έλεγχοι σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).


3      Βλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian (C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 50 και δεύτερη παύλα του διατακτικού).


4      Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Celaj (C‑290/14, EU:C:2015:640, σκέψη 28 και διατακτικό).


5      Κανονισμός (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1).


6      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, περί κοινοτικών στατιστικών για τη μετανάστευση και τη διεθνή προστασία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 311/76 του Συμβουλίου περί τηρήσεως στατιστικών για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους (ΕΕ 2007, L 199, σ. 23).


7      JORF της 1ης Ιανουαρίου 2013, σ. 48.


8      Το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.


9      ΕΕ 2006, L 105, σ. 1.


10      Το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ και γʹ, του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.


11      Βλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian (C‑329/11, EU:C:2011:807), και της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408).


12      Το πρώτο ερώτημα από μόνο του υπερβαίνει, κατά την άποψή μου, τη διαφορά της κύριας δίκης, στο μέτρο που έχει ως αντικείμενο ένα φάσμα υποθετικών περιπτώσεων.


13      Η πρώτη περίπτωση, που αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ελλείψει τέτοιας αποφάσεως.


14      Βάσει του πρώην άρθρου 78-2, εδάφιο 4, του κώδικα ποινικής δικονομίας, νυν άρθρου 78-2, εδάφιο 9, του εν λόγω κώδικα.


15      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 72), καθώς και προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (C‑47/15, EU:C:2016:68, σημείο 71).


16      Εξάλλου, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του προϊσχύσαντος κώδικα συνόρων του Σένγκεν (κανονισμός 562/2006), έκρινε ότι οι έλεγχοι εξακριβώσεως της ταυτότητας που διενεργούνται βάσει του άρθρου 78-2, εδάφιο 4, του κώδικα ποινικής δικονομίας (νυν άρθρου 78-2, εδάφιο 9, του ίδιου αυτού κώδικα) ήταν δυνατό να έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους (βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψεις 71 έως 75). Ωστόσο, εφόσον το Δικαστήριο έχει ήδη ερμηνεύσει τη φράση «σε σχέση με παράνομη […] διέλευση» των συνόρων στο πλαίσιο της οδηγίας 2008/115, δεν είναι πλέον αναγκαίο να ανατρέξουμε στη νομολογία αυτή στο πλαίσιο του άρθρου 23 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν (πρώην άρθρου 21 του κανονισμού 562/2006).


17      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Affum (C‑47/15, EU:C:2016:68, σημείο 42).


18      Περιλαμβανομένων των ποτάμιων και λιμναίων συνόρων.


19      Συμπεριλαμβανομένων και των ποτάμιων και λιμναίων συνόρων.


20      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 44 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.


21      Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016 (C‑47/15, EU:C:2016:408).


22      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 69).


23      «[Α]νεξαρτήτως ιθαγενείας των προσώπων», όπως δεν παραλείπει να διευκρινίσει η διάταξη αυτή κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Πράγματι, η διέλευση των συνόρων χωρίς οποιοδήποτε έλεγχο είναι δυνατή μόνον εάν αφορά τους πάντες. Η κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, στην οποία αποσκοπεί η διάταξη αυτή, εκτείνεται κατ’ ανάγκη στους υπηκόους τρίτων χωρών λόγω της φύσεως της απουσίας ελέγχων. Βλ., συναφώς, Hoppe, M., σε Lenz, C. O., και Borchardt, K.-D., (επιμ.) EU-Verträge Kommmentar, Bundeanzeiger Verlag, 6η έκδ., Κολωνία, 2013, άρθρο 77 AEUV, σημείο 5, και Müller-Graff, P.-Chr., σε Pechstein Μ., Nowak C., Häde U. (επιμ.), Frankfurter Kommentar zu EUV, GRC und AEUV, Band II, Mohr Siebeck, Tübingen 2017, άρθρο 77 AEUV, σημείο 1.


24      Σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα καθώς και το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.


25      Το Δικαστήριο αναφέρεται, βεβαίως, σε «εξαίρεση» (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 73), πράγμα το οποίο, κατά την άποψή μου, συνεπάγεται ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Πρβλ. επίσης, Peers, S., EU Justice and Home Affairs Law (Τόμος Ι: EU Justice and Home Affairs Law), 4η έκδ., OUP, Οξφόρδη, 2016, σ. 504.


26      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016 Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 74).


27      Καθώς και στο άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5 (περιορισμοί της χρήσης αναγκαστικών μέτρων), το άρθρο 9, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση (αναβολή της απομάκρυνσης), και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ (επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και συνυπολογισμός των αναγκών των ευάλωτων ατόμων).


28      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 74).


29      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 74).


30      Όπ.π.


31      Για επισκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Affum (C‑47/15, EU:C:2016:68, σημεία 48 έως 56).


32      Βλ., ιδίως, απόφαση Achughbabian (C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 33). Βλ. επίσης τις προτάσεις μου στην υπόθεση Celaj (C‑290/14, EU:C:2015:285, σημείο 60). Βλ., επίσης, Bartolini, S., Bombois, Th., «Immigration Detention before the CJEU: The Interrelationship between the Returns Directive and the Recast Reception Conditions Directive and their Impact on the Rights of Third Country Nationals», European Human Rights Law Review, 2016, σ. 518 έως 529 και, ιδίως, σ. 523.


33      Διάταξη η οποία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων.


34      Διάταξη η οποία ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής (εάν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, ή εάν ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας).