Language of document : ECLI:EU:F:2013:203

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί — Πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως — Αίτημα αρωγής — Ηθική παρενόχληση»

Στην υπόθεση F‑129/12,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

CH, διαπιστευμένη κοινοβουλευτική βοηθός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους L. Levi, C. Bernard-Glanz και A. Tymen,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις S. Alves και E. Taneva,

καθού-εναγομένου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel, πρόεδρο, E. Perillo και R. Barents (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] στις 31 Οκτωβρίου 2012, η CH ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2012, με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβασή της ως διαπιστευμένης κοινοβουλευτικής βοηθού, να ακυρωθεί η απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της αρωγής και, καθόσον χρειάζεται, να ακυρωθούν οι αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες κατά των ως άνω αποφάσεων διοικητικές ενστάσεις, καθώς και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να της καταβάλει το ποσό των 120 000 ευρώ ως αποζημίωση.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το νομικό πλαίσιο αυτής της υποθέσεως αποτελείται από τα άρθρα 12α και 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΚΥΚ) και από το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, τα άρθρα 127 και 130 και το άρθρο 139, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (στο εξής ΚΛΠ).

3        Το άρθρο 31, που επιγράφεται «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας», παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει τα εξής:

«Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του.»

4        Το άρθρο 41, που επιγράφεται «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης», του Χάρτη ορίζει τα εξής:

«1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

2. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως:

α) το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του,

[…]».

5        Κατά το εφαρμοστέο κατά τον χρόνο των περιστατικών άρθρο 9, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου:

«Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου και δεν δύναται να παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών ούτε την ηρεμία στο σύνολο των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου. […]»

6        Το άρθρο 20, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής του τίτλου VII του ΚΛΠ, που θεσπίσθηκε με απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2009 και τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2010 (στο εξής τα μέτρα εφαρμογής), προβλέπει τα εξής:

«Όταν ο βοηθός, ο βουλευτής ή η ομάδα βουλευτών, την οποία αυτός επικουρεί, προτίθενται να λύσουν τη σύμβαση πριν από τη λήξη της, ο βοηθός ή ο οικείος βουλευτής απευθύνουν γραπτώς σχετική αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας, διευκρινίζοντας τον ή τους λόγους, για τους οποίους ζητείται η πρόωρη λήξη της συμβάσεως με καταγγελία.

Αφού εξετάσει την αίτηση, η Αρμόδια Αρχή για τη Σύναψη των Συμβάσεων Πρόσληψης θέτει τέλος στη σύμβαση είτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 139, παράγραφος 1, [στοιχείο] δ), του ΚΛΠ, τηρώντας την προβλεπόμενη προειδοποιητική προθεσμία, είτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 139, παράγραφος 3, του [ΚΛΠ], τηρώντας τους προβλεπόμενους όρους.»

 Τα περιστατικά της διαφοράς

7        Την 1η Οκτωβρίου 2004 η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής προσφεύγουσα] προσελήφθη ως κοινοβουλευτική βοηθός από τον M. B., βουλευτή του Κοινοβουλίου, βάσει συμβάσεως που θα έληγε στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου 2004/2009. Κατόπιν λήξεως της θητείας του M. B., το 2007, προσελήφθη ως κοινοβουλευτική βοηθός από έναν άλλο βουλευτή του Κοινοβουλίου, την P., από την 1η Δεκεμβρίου 2007 έως τη λήξη της εν λόγω κοινοβουλευτικής περιόδου το 2009. Η προσφεύγουσα προσελήφθη την 1η Αυγούστου 2009 από το Κοινοβούλιο ως διαπιστευμένη κοινοβουλευτική βοηθός, κατά την έννοια του άρθρου 5α του ΚΛΠ, για να επικουρεί την P. έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου 2009/2014. Η σύμβασή της προέβλεπε κατάταξη στον βαθμό 14 της ομάδας καθηκόντων II.

8        Η σύμβαση αυτή έχει αντικατασταθεί από 1ης Σεπτεμβρίου 2010 με νέα σύμβαση, βάσει της οποίας η προσφεύγουσα ανακατατάχθηκε στον βαθμό 11 της ομάδας καθηκόντων II.

9        Η προσφεύγουσα έλαβε στις 27 Σεπτεμβρίου 2011 αναρρωτική άδεια, η οποία παρατάθηκε έως τις 19 Απριλίου 2012.

10      Στις 26 Οκτωβρίου 2011 ο θεράπων ιατρός της προσφεύγουσας, ο ιατρός A. G., συνέταξε βεβαίωση με την οποία διαπιστώθηκε η αγχοκαταθλιπτική της κατάσταση, η επανεμφάνιση «διανοητικών εμμονών» και η ύπαρξη διατροφικών διαταραχών, κάνοντας αναφορά στη δήλωση της προσφεύγουσας ότι ήταν θύμα ηθικής παρενοχλήσεως στον τόπο της εργασίας της. Με έκθεση της 20ής Νοεμβρίου 2011 προς τον ιατρό A. G., ο ιατρός Y. G., νευροψυχίατρος, διαπίστωσε ότι εξακολουθούσε να υφίσταται αγχοκαταθλιπτική κατάσταση. Στις 22 Νοεμβρίου 2011 ο ιατρός J. de M., υπεύθυνος της μονάδας ιατροψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης του πανεπιστημιακού νοσοκομειακού κέντρου Brugmann των Βρυξελλών (Βέλγιο), κατέληξε στη διαπίστωση συνδρόμου εξασθενίσεως των ικανοτήτων αντιδράσεως και δήλωσε ότι οι αγχοκαταθλιπτικές διαταραχές της προσφεύγουσας οφείλονταν σε «βίωμα ηθικής παρενοχλήσεως στην εργασία».

11      Στις 28 Νοεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα ενημέρωσε τη συσταθείσα από το Κοινοβούλιο συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την καταπολέμησή της στον χώρο εργασίας (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση) σχετικά με την κατάστασή της και την έναντι αυτής συμπεριφορά της P. Στις 6 Δεκεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα ρώτησε όλα τα μέλη της εν λόγω επιτροπής σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί προκειμένου να υποβάλει καταγγελία για ηθική παρενόχληση. Η προσφεύγουσα διαβίβασε ηλεκτρονικώς, στις 12 Δεκεμβρίου 2011, στο σύνολο των μελών της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση, καθώς και στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, το ηλεκτρονικό έγγραφο που είχε αποστείλει αυθημερόν στην P. και με το οποίο περιέγραφε την κατάσταση της υγείας της συνεπεία της ηθικής παρενοχλήσεως που υπέστη από την Ρ. Η προσφεύγουσα απευθύνθηκε ηλεκτρονικώς στον πρόεδρο της εν λόγω επιτροπής, στις 21 Δεκεμβρίου 2011, ζητώντας του να τον συναντήσει.

12      Στις 22 Δεκεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε, μέσω των δικηγόρων της, αίτημα αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, υποστηρίζοντας ότι ήταν θύμα ηθικής παρενοχλήσεως εκ μέρους της P. και ζητώντας να ληφθούν μέτρα απομακρύνσεως, καθώς και να κινηθεί η διαδικασία διοικητικής έρευνας.

13      Στις 6 Ιανουαρίου 2012 η P. έστειλε γραπτώς στο τμήμα προσλήψεων και μεταθέσεων προσωπικού, το οποίο είναι εντεταγμένο στη Διεύθυνση της αναπτύξεως των ανθρώπινων πόρων της Γενικής Διευθύνσεως του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Κοινοβουλίου, αίτημα για την καταγγελία της συμβάσεως της προσφεύγουσας. Στις 18 Ιανουαρίου 2012 η P. επιβεβαίωσε αυτό το αίτημα.

14      Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2012, η σύμβαση της προσφεύγουσας λύθηκε κατόπιν καταγγελίας από τις 19 Μαρτίου 2012 λόγω κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης (στο εξής: απόφαση περί απολύσεως). Η προσφεύγουσα απαλλάχθηκε από την υποχρέωση παροχής εργασίας εντός της προειδοποιητικής προθεσμίας. Με το συνοδευτικό έγγραφο της εν λόγω αποφάσεως, ο προϊστάμενος του αρμόδιου τμήματος πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι στις 18 Ιανουαρίου 2012 παρελήφθη αίτηση της P. με την οποία ζήτησε να τεθεί τέλος στη σύμβαση της προσφεύγουσας. Η P. υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα, πρώτον, δεν είχε τις απαιτούμενες ικανότητες για να παρακολουθεί τις εργασίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών των οποίων ήταν μέλος και, δεύτερον, επιδείκνυε ενίοτε απαράδεκτη συμπεριφορά τόσο έναντι αυτής όσο και έναντι άλλων βουλευτών και βοηθών. Γι’ αυτούς τους λόγους, η P. δεν μπορούσε πλέον να έχει εμπιστοσύνη στην ικανότητα της προσφεύγουσας να συνεχίσει να την επικουρεί στα καθήκοντά της.

15      Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2012, οι δικηγόροι της προσφεύγουσας ζήτησαν αντίγραφο του αιτήματος απολύσεως, όπως το συνέταξε η P. Κατόπιν του αιτήματος αυτού, το αρμόδιο τμήμα του Κοινοβουλίου τους παρέσχε, με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου, κατάλογο με ενδεικτικά παραδείγματα που καταδείκνυαν την απώλεια εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και της P.

16      Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2012, οι δικηγόροι της προσφεύγουσας υπενθύμισαν ότι δεν είχε δοθεί απάντηση στο αίτημα αρωγής που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

17      Με έγγραφο της 4ης Μαρτίου 2012 προς τον ιατρό A. G., ο ιατρός Y. G. διαπίστωσε επιδείνωση της αγχοκαταθλιπτικής διαταραχής της προσφεύγουσας λόγω, αφενός, της μη αναγνωρίσεως από το Κοινοβούλιο του «βιώματος ηθικής παρενοχλήσεως» και, αφετέρου, της αποφάσεως περί απολύσεως.

18      Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2012, που αφορούσε το αίτημα αρωγής που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα, ο αρμόδιος γενικός διευθυντής του Κοινοβουλίου δήλωσε ότι δεν λαμβάνει θέση επί της δυνατότητας ή μη εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως της προσφεύγουσας και της παρατεταμένης απουσίας της λόγω ασθενείας το σχετικό αίτημα κατέστη άνευ αντικειμένου (στο εξής: απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος αρωγής).

19      Στις 30 Μαρτίου 2012 η προσφεύγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί απολύσεως. Στις 22 Ιουνίου 2012 η προσφεύγουσα άσκησε ομοίως διοικητική ένσταση κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί του αιτήματος αρωγής.

20      Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2012, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου δέχθηκε εν μέρει τη διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί απολύσεως, αποφασίζοντας να μεταθέσει την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας στις 20 Ιουνίου 2012 λόγω της βεβαιωμένης αναρρωτικής της άδειας έως τις 19 Απριλίου 2012, σύμφωνα με το άρθρο 139, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, τελευταία περίοδος, του ΚΛΠ.

21      Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2012, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί του αιτήματος αρωγής.

 Αιτήματα των διαδίκων

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απολύσεως,

–        να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος αρωγής,

–        καθόσον χρειάζεται, να ακυρώσει τις αποφάσεις του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου της 20ής Ιουλίου 2012, περί απορρίψεως της από 30 Μαρτίου 2012 διοικητικής της ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί απολύσεως, και της 8ης Οκτωβρίου 2012, περί απορρίψεως της από 22 Ιουνίου 2012 διοικητικής της ενστάσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί του αιτήματος αρωγής,

–        να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να της καταβάλει το ποσό των 120 000 ευρώ ως αποζημίωση,

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

23      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως των απορριπτικών επί των διοικητικών ενστάσεων αποφάσεων

24      Κατά πάγια νομολογία, αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται ρητώς κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 9ης Ιουλίου 2009, F‑104/07, Hoppenbrouwers κατά Επιτροπής, σκέψη 31). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεδομένου ότι η απόφαση της 20ής Ιουλίου 2012, περί απορρίψεως της από 30 Μαρτίου 2012 διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας κατά της αποφάσεως περί απολύσεώς της, καθώς και η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2012, περί απορρίψεως της από 22 Ιουνίου 2012 διοικητικής ενστάσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί του αιτήματος αρωγής, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο, τα αιτήματα ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι στρέφονται μόνον κατά της αποφάσεως περί απολύσεως και της απορριπτικής αποφάσεως επί του αιτήματος αρωγής.

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως περί απολύσεως και της απορριπτικής αποφάσεως επί του αιτήματος αρωγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επιχειρήματα της προσφεύγουσας

25      Κατά την προσφεύγουσα, υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της επίδικης παρενοχλήσεως, του παρενοχλούντος και της αποφάσεως περί απολύσεως, διότι η απόφαση αυτή στηρίζεται στο αίτημα του υπαίτιου της παρενοχλήσεως, δηλαδή της P. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τα περιστατικά που συνιστούν την παρενόχληση περιγράφηκαν επακριβώς και διεξοδικώς και, στο μέτρο του δυνατού, τεκμηριώθηκαν στην αίτηση αρωγής και στις διοικητικές ενστάσεις, οπότε η Ρ. δεν μπορούσε να ισχυρισθεί ότι αγνοούσε αυτή την κατάσταση. Ως προς τη συμπεριφορά της Ρ., η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η P. επιδείκνυε συνεχή δυσαρέσκεια, που εκφραζόταν με συστηματική απαξίωση του έργου και των ικανοτήτων της, με αδιάκοπες επικρίσεις, προσβλητικές και όχι εποικοδομητικές, παρουσία της ή ενώπιον τρίτων, και με διαρκή αμφισβήτηση της εργασίας της. Κατά την προσφεύγουσα, δεν ήταν πλέον μόνον η ποιότητα της εργασίας της που ετίθετο υπό αμφισβήτηση, αλλά η προσωπικότητα και η αξιοπρέπειά της.

26      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα της συμπεριφοράς της Ρ., την οποία κρίνει καταχρηστική έναντί της, και ιδίως παραδείγματα απαξιώσεώς της σε τρίτους. Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ της 24ης Φεβρουαρίου 2010, F‑2/09, Menghi κατά ENISA, η απόφαση περί απολύσεως εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και πρέπει να ακυρωθεί. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει, η απόφαση αυτή δεν ελήφθη προκειμένου να μπορέσει η Ρ. να διακόψει τη συνεργασία της με ένα βοηθό με τον οποίο δεν υπήρχε πλέον σχέση εμπιστοσύνης, αλλά προκειμένου να «απαλλαγεί» από ένα βοηθό του οποίου η αίτηση αρωγής θα μπορούσε να της προξενήσει ζημία. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι απέκειτο στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων πρόσληψης αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ), επιληφθείσα αιτήσεως περί απολύσεως, να εκτιμήσει αν ευσταθούν οι λόγοι που προέβαλε η P. Η ΑΣΣΠΑ δεν μπορεί απλώς να κάνει δεκτή κάθε αίτηση απολύσεως που προέρχεται από βουλευτή κατά του βοηθού του, κατά μείζονα δε λόγο όταν ο βοηθός αυτός έχει υποβάλει αίτηση αρωγής. Όσον αφορά την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί απολύσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο όχι μόνον αρνήθηκε να ακυρώσει μια προδήλως εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας απόφαση, αλλά επίσης παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, παραλείποντας να λάβει υπόψη τις δεόντως προσκομισθείσες ενδείξεις και να αποφανθεί επί του ζητήματος της καταχρήσεως εξουσίας. Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι η διατήρηση της αποφάσεως περί απολύσεως κατέστησε στη συνέχεια δυνατό για το Κοινοβούλιο να δικαιολογήσει την απορριπτική επί του αιτήματος αρωγής απόφαση ως εκ του ότι η απόλυση το κατέστησε άνευ αντικειμένου. Τέλος, η απόφαση περί απολύσεως πρέπει επίσης, κατά την προσφεύγουσα, να ακυρωθεί, καθόσον προσκρούει στο άρθρο 12α του ΚΥΚ και στην εγγύηση την οποία παρέχει αυτή η διάταξη στους μη μόνιμους υπαλλήλους που καταγγέλλουν περιστατικά παρενοχλήσεως.

27      Όσον αφορά την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξη της αποφάσεως περί απολύσεως και την άρνηση του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει αυτή την πλάνη. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι ύστερα από δύο περίπου χρόνια συνεργασίας η P. επέλεξε να τη διατηρήσει στην υπηρεσία της σύμφωνα με τους όρους της πρώτης συμβάσεώς της. Ως προς το επιχείρημα που προβάλλεται προς στήριξη της αποφάσεως περί απολύσεως, περί απαράδεκτης συμπεριφοράς εκ μέρους της προσφεύγουσας έναντι των συναδέλφων της, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δεν παρασχέθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά αυτόν τον ισχυρισμό.

28      Ως προς την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος αρωγής, η προσφεύγουσα παραθέτει την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 8ης Φεβρουαρίου 2011, F‑95/09, Skareby κατά Επιτροπής, και υπογραμμίζει ότι μια απόφαση περί απολύσεως δεν καθιστά, ipso facto, άνευ αντικειμένου ένα αίτημα αρωγής. Μολονότι αναγνωρίζει ότι τα ζητηθέντα μέτρα απομακρύνσεως δεν είχαν πλέον νόημα κατόπιν της απολύσεως, υποστηρίζει ότι το άρθρο 24 του ΚΥΚ έχει εφαρμογή στους διαπιστευμένους κοινοβουλευτικούς βοηθούς και, επομένως, δεν μπορούσε να της αντιταχθεί άρνηση αρωγής και, κατ’ επέκταση, κινήσεως διαδικασίας έρευνας.

–        Επιχειρήματα του Κοινοβουλίου

29      Εισαγωγικώς, το Κοινοβούλιο διατύπωσε μερικές παρατηρήσεις ως προς το καθεστώς των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών. Κατ’ αρχάς, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η νομολογία που αφορά την καταγγελία συμβάσεων εκτάκτων υπαλλήλων βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ μπορεί να έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στην απόλυση των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών, δεδομένου ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι ουσιώδες στοιχείο, κοινό σε αμφότερα τα είδη συμβάσεων. Συναφώς, το Κοινοβούλιο παραπέμπει στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2006, T‑406/04, Bonnet κατά Δικαστηρίου, και στην απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 7ης Ιουλίου 2010, F‑116/07, F‑13/08 και F‑31/08, Tomas κατά Κοινοβουλίου. Προκειμένου περί της διαδικασίας καταγγελίας συμβάσεως στηριζόμενης στο άρθρο 139, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του ΚΛΠ και στο άρθρο 20, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής, το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι, όταν η αρμόδια ΑΣΣΠΑ λαμβάνει από βουλευτή αίτημα για να τεθεί τέλος σε σύμβαση ενός διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού πριν από τη λήξη της λόγω κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης, δεν μπορεί αυτή παρά να λάβει υπόψη αυτόν τον κλονισμό και να δεχθεί το αίτημα απολύσεως. Συγκεκριμένα, η ΑΣΣΠΑ δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την υλοποίηση του εν λόγω αιτήματος. Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, των μέτρων εφαρμογής εξέταση αυτού του αιτήματος από την ΑΣΣΠΑ, το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι πρόκειται απλώς για διοικητική διεκπεραίωση με σκοπό την προετοιμασία της απολύσεως, καθώς και την εφαρμογή της διαδικασίας, τηρουμένης της προθεσμίας προειδοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 139, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του ΚΛΠ. Επομένως, πάντοτε κατά το Κοινοβούλιο, η ΑΣΣΠΑ δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την υλοποίηση αιτήματος απολύσεως που αφορά ένα διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό και που στηρίζεται στην απώλεια της σχέσεως εμπιστοσύνης. Η ΑΣΣΠΑ έχει επομένως δέσμια αρμοδιότητα για την καταγγελία της συμβάσεως της προσφεύγουσας, ενεργώντας κατόπιν του αιτήματος της P., λόγω της απώλειας της απαραίτητης για τη συνέχιση της επαγγελματικής σχέσεως μεταξύ αυτής και της προσφεύγουσας εμπιστοσύνης.

30      Όσον αφορά την κατάχρηση εξουσίας και την ηθική παρενόχληση, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί και οι κατηγορίες της προσφεύγουσας δεν συνοδεύονται από κανένα έγγραφο ή αποδεικτικό στοιχείο που να καθιστά δυνατό να εξακριβωθεί αν αληθεύουν και ότι η εκτίμησή της ότι η απόφαση περί απολύσεως εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, λόγω του ότι ελήφθη με σκοπό την ηθική της παρενόχληση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως στερούμενη ερείσματος. Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι το γεγονός ότι στις προσαρτημένες στο δικόγραφο της προσφυγής ιατρικές εκθέσεις εκτίθεται ότι η αγχοκαταθλιπτική διαταραχή που εμφανίζει η προσφεύγουσα οφείλεται σε «βίωμα ηθικής παρενοχλήσεως στην εργασία» δεν καθιστά δυνατό να εξακριβωθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας παρενοχλήσεως, δεδομένου ότι οι εκθέσεις αυτές στηρίζονται στην υποκειμενική περιγραφή από την προσφεύγουσα των συνθηκών εργασίας της. Το Κοινοβούλιο επισημαίνει επίσης ότι η Ρ. επικοινώνησε με το αρμόδιο τμήμα για πρώτη φορά μεταξύ της 28ης Νοεμβρίου και της 5ης Δεκεμβρίου 2011 σε σχέση με το ζήτημα της εφαρμοστέας διαδικασίας για την απόλυση της προσφεύγουσας, επομένως πολύ πριν από την υποβολή του αιτήματος αρωγής. Κατά συνέπεια, πάντοτε κατά το Κοινοβούλιο, η ΑΣΣΠΑ δεν εξέδωσε την απόφαση περί απολύσεως με σκοπό να «απαλλαγεί» από την προσφεύγουσα κατόπιν του αιτήματος αρωγής της. Τέλος, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί απολύσεως.

31      Ως προς την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα, η οποία όφειλε, μεταξύ άλλων, να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα προτάσεως τροποποιήσεων στον φάκελο που αφορά τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA), δεν απέδειξε ότι επρόκειτο για τροποποιήσεις «μη δυνάμενες να προταθούν». Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η ΑΣΣΠΑ υπέπεσε σε μια τέτοια πλάνη. Περαιτέρω, στην απόφαση περί απολύσεως, το Κοινοβούλιο δεν προσήψε στην προσφεύγουσα πλημμελή παρακολούθηση των εργασιών της επιτροπής οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων. Συναφώς, το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα, που υπαγόταν στην ομάδα καθηκόντων II, όφειλε να εκτελεί κυρίως καθήκοντα συντάξεως κειμένων και παροχής υπηρεσιών συμβουλευτικού χαρακτήρα. Στο έγγραφο πάντως της 2ας Φεβρουαρίου 2012, η ΑΣΣΠΑ εξέθεσε ότι, μολονότι η προσφεύγουσα «[ήταν] σαφώς ικανή να επιτελεί καθήκοντα γραμματείας, δεν αποδείκνυε ότι είχε το πολιτικό αισθητήριο […] που είναι αναγκαίο για να μπορεί […] να επικουρεί αποτελεσματικά [την P.] στην παρακολούθηση [των εργασιών] των κοινοβουλευτικών επιτροπών».

32      Όσον αφορά την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος αρωγής, το Κοινοβούλιο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι τα άρθρα 12α και 24 του ΚΥΚ δεν έχουν εφαρμογή στους βουλευτές. Στη συνέχεια, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η απόρριψη του αιτήματος για την έναρξη διοικητικής έρευνας στηρίζεται σε δύο λόγους: αφενός, στο γεγονός ότι το αίτημα αυτό κατέστη άνευ αντικειμένου κατόπιν της απολύσεως της προσφεύγουσας και, αφετέρου, στην έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ στους βουλευτές. Επομένως, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι η ΑΣΣΠΑ δεν μπορούσε να κάνει δεκτό το αίτημα αρωγής. Κατά συνέπεια, πάντοτε κατά το Κοινοβούλιο, ο λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθεί. Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι η νέα τοποθέτηση της προσφεύγουσας εν πάση περιπτώσει αποκλειόταν, διότι, κατά το άρθρο 5α του ΚΛΠ, οι ίδιοι οι βουλευτές ζητούν από τη Διοίκηση να προσλαμβάνει τους βοηθούς της επιλογής τους.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

–        Επί της καταγγελίας της συμβάσεως της προσφεύγουσας

33      Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

34      Δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η απόφαση περί απολύσεως συνιστά ατομικό μέτρο εις βάρος της προσφεύγουσας.

35      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν έτυχε ακροάσεως από την ΑΣΣΠΑ πριν καταγγελθεί η σύμβασή της. Ερωτηθέν σχετικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε ρητώς το στοιχείο αυτό.

36      Όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, από τη νομολογία σχετικά με την καταγγελία συμβάσεων εκτάκτων υπαλλήλων βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ, το οποίο, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, πρέπει να έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στην απόλυση των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών, προκύπτει ότι η ΑΣΣΠΑ δεν οφείλει να καλεί σε ακρόαση διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό πριν λάβει την απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεώς του.

37      Καθόσον το Κοινοβούλιο επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου ΔΔ και του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία, όταν μια απόφαση περί απολύσεως λαμβάνεται για λόγους απώλειας της εμπιστοσύνης, ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα ακροάσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αρκεί η παρατήρηση ότι, από της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του Χάρτη, οι οποίες έχουν την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες.

38      Προκειμένου, πάντως, η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως να μπορεί να έχει ως κατάληξη, εν προκειμένω, την ακύρωση της αποφάσεως περί απολύσεως, είναι επιπλέον αναγκαίο να εξετασθεί αν, ελλείψει αυτής της παρατυπίας, η διαδικασία θα μπορούσε να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο ΔΔ θα εξετάσει αυτό το ζήτημα στη σκέψη 48 αυτής της αποφάσεως.

39      Ακολούθως, πρέπει να εξετασθεί το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι, όταν η αρμόδια ΑΣΣΠΑ λαμβάνει από βουλευτή αίτημα να τεθεί τέλος στη σύμβαση ενός διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού πριν από τη λήξη της, λόγω κλονισμού της σχέσεως εμπιστοσύνης, δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη αυτόν τον κλονισμό και να δεχθεί το αίτημα απολύσεως, διότι δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την υλοποίηση αυτού του αιτήματος.

40      Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής, ο βουλευτής που ζητεί την καταγγελία της συμβάσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού οφείλει να «διευκρινίσει τον ή τους λόγους» και ότι, κατά το δεύτερο εδάφιο, η ΑΣΣΠΑ θέτει τέλος στη σύμβαση «κατόπιν εξετάσεως του αιτήματος». Επομένως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ΑΣΣΠΑ οφείλει τουλάχιστον να εξετάσει τη νομιμότητα του αιτήματος καταγγελίας Σε αντίθετη περίπτωση, η υποχρέωση του βουλευτή να «διευκρινίσει τον ή τους λόγους» και η υποχρέωση της ΑΣΣΠΑ να εξετάσει το αίτημα δεν θα είχαν κανένα νόημα.

41      Κατά συνέπεια, και χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί της εκτάσεως της εξετάσεως του αιτήματος από την ΑΣΣΠΑ βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά το κείμενο αυτού του άρθρου, η ΑΣΣΠΑ πρέπει να ελέγχει αν ο λόγος που ενδεχομένως προβάλλεται εν προκειμένω δεν συνιστά, ως εκ της ουσίας του, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ., επ’ αυτού, την προαναφερθείσα απόφαση Bonnet κατά Δικαστηρίου, σκέψη 52) και παράβαση των διατάξεων που διέπουν τις σχέσεις εργασίας μεταξύ της Ένωσης και των μη μόνιμων υπαλλήλων της, ερμηνευομένων υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο δήλωσε ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το εν λόγω άρθρο εξετάσεως, εξετάζει πράγματι αν το αίτημα καταγγελίας της συμβάσεως θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα.

42      Κατά συνέπεια, η ΑΣΣΠΑ όφειλε πράγματι να εξετάσει αν υφίστατο σύνδεσμος μεταξύ του αιτήματος της P. της 6ης Ιανουαρίου 2012 για την καταγγελία της συμβάσεως της προσφεύγουσας και του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει, στις 22 Δεκεμβρίου 2011, αίτηση αρωγής, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΚΥΚ, με αντικείμενο την προβαλλόμενη παρενόχλησή της από την P. και την έναρξη διοικητικής έρευνας.

43      Συναφώς, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι μια τέτοια δυνατότητα αποκλειόταν λόγω του γεγονότος ότι η P. είχε επικοινωνήσει με τις αρμόδιες υπηρεσίες μεταξύ της 28ης Νοεμβρίου και της 5ης Δεκεμβρίου 2011, δηλαδή πολύ πριν η προσφεύγουσα υποβάλει το αίτημά της αρωγής, για να ζητήσει ορισμένες πληροφορίες σε σχέση με τη σύμβαση της προσφεύγουσας. Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι το Κοινοβούλιο δεν προσκόμισε την παραμικρή απόδειξη ως προς αυτό το σημείο.

44      Περαιτέρω, είναι βέβαιο ότι στις 6 Ιανουαρίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία η P. ζήτησε να καταγγελθεί η σύμβαση της προσφεύγουσας, η ΑΣΣΠΑ είχε γνώση των ιατρικών βεβαιώσεων που προσκόμισε η προσφεύγουσα, από τις οποίες προκύπτει χωρίς καμία αμφισημία ότι, σύμφωνα με τους ιατρούς που την εξέτασαν, οι διαταραχές της, που κατέστησαν αναγκαία τη λήψη αναρρωτικής άδειας από τις 27 Σεπτεμβρίου 2011, είχαν προκληθεί από την παρενόχληση που υπέστη στον τόπο της εργασίας της. Είναι επίσης βέβαιο ότι, στις 12 Δεκεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα απέστειλε ηλεκτρονικό έγγραφο στην P., αναφερόμενη στην υπερκόπωσή της «συνεπεία της καθημερινής παρενοχλήσεως, της οποίας [ήταν] θύμα εκ μέρους [της]», και ότι, την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα απέστειλε αντίγραφο αυτού του διαβιβασθέντος ηλεκτρονικού εγγράφου στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου και στη συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση. Τέλος, διαπιστώνεται ότι, στις 19 Δεκεμβρίου 2011, η P. απέστειλε ηλεκτρονικό έγγραφο στην αρμόδια υπηρεσία, αναφερόμενη στο διαβιβασθέν ηλεκτρονικό έγγραφο της προσφεύγουσας, της 12ης Δεκεμβρίου 2011, το οποίο ήταν, κατά την άποψη της P., «πολύ προσβλητικό». Με το ίδιο αυτό ηλεκτρονικό έγγραφο, η P. ζήτησε επίσης να λάβει πληροφορίες για τις λεπτομέρειες καταγγελίας των συμβάσεων των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών.

45      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι, θεωρούμενα στο σύνολό τους, τα περιστατικά που σημειώθηκαν ανωτέρω έπρεπε να ωθήσουν την ΑΣΣΠΑ, στο πλαίσιο της εξετάσεώς της, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής, να εξετάσει αν το αίτημα καταγγελίας της συμβάσεως της προσφεύγουσας μπορούσε ή όχι να βρίσκεται σε συνάφεια με το αίτημα αρωγής που υπέβαλε αυτή στις 22 Δεκεμβρίου 2011. Μολονότι αναγνωρίζεται η δύσκολη και λεπτή φύση αυτής της εξετάσεως, η ΑΣΣΠΑ θα μπορούσε, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, να διασφαλίσει πλήρως, στην εν προκειμένω περίπτωση, την τήρηση του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά το οποίο κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του.

46      Διαπιστώνεται όμως ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Κοινοβουλίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΑΣΣΠΑ, αφού έλαβε, στις 6 Ιανουαρίου 2012, το αίτημα της P. περί καταγγελίας της συμβάσεως της προσφεύγουσας απέστη από την εξέταση του εν λόγω αιτήματος και ανέμενε επιβεβαίωσή του στις 18 του ίδιου μήνα. Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ομοίως ότι η παράλειψη της ΑΣΣΠΑ να προβεί στην εξέταση του αιτήματος καταγγελίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η σύμβαση της προσφεύγουσας καταγγέλθηκε την επομένη της επιβεβαιώσεως του αιτήματος, στις 19 Ιανουαρίου 2012, αυτό δε ενώ η ΑΣΣΠΑ είχε πλήρη γνώση του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια.

47      Είναι επομένως απολύτως πρόδηλο ότι, κατόπιν του αιτήματος της P., η ΑΣΣΠΑ δεν προέβη ούτε στον ελάχιστο έλεγχο για να βεβαιωθεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, τηρήθηκαν οι διατάξεις της τελευταίας περιόδου του άρθρου 139, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του ΚΛΠ, κατά τις οποίες η δίμηνη προθεσμία προειδοποιήσεως, την οποία δικαιούνταν η προσφεύγουσα, έπρεπε να ανασταλεί έως τις 19 Απριλίου 2012. Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ομοίως ότι μόνο με την απάντηση της 20ής Ιουλίου 2012 στη διοικητική προσφυγή της 30ής Μαρτίου 2012 η ΑΣΣΠΑ διόρθωσε αυτό το σφάλμα.

48      Τέλος, πρέπει ακόμη να εξετασθεί το ζήτημα αν η τυχόν ακρόαση της προσφεύγουσας πριν από τη λήψη της αποφάσεως περί απολύσεως θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη. Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι, αν η προσφεύγουσα είχε τύχει ακροάσεως, η ΑΣΣΠΑ θα ήταν σε θέση να λάβει περισσότερες πληροφορίες για να εξετάσει αν το αίτημα καταγγελίας της συμβάσεως της προσφεύγουσας μπορούσε ή όχι να συνδεθεί με το αίτημα αρωγής της προσφεύγουσας και, όπως παρατηρείται στη σκέψη 45 αυτής της αποφάσεως, να διασφαλίσει πλήρως κατ’ αυτόν τον τρόπο την τήρηση του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη.

49      Κατά συνέπεια, εκδίδοντας την απόφαση περί απολύσεως, η ΑΣΣΠΑ δεν τήρησε, υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 31, παράγραφος 1, και από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη, καθώς και από το άρθρο 20, παράγραφος 2, των μέτρων εφαρμογής. Επομένως, η εν λόγω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

–        Επί της απορρίψεως του αιτήματος αρωγής

50      Πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι το άρθρο 12α του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή στα μέλη αυτού του θεσμικού οργάνου και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να δεχθεί το αίτημα αρωγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

51      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ έχει εφαρμογή μόνο στους υπαλλήλους, είναι εξίσου αληθές ότι η δεύτερη παράγραφος αυτής της διατάξεως αναφέρεται στον «υπάλληλο […] που υπήρξε θύμα ηθικής […] παρενόχλησης» χωρίς καμία διευκρίνιση ως προς την πηγή αυτής της παρενοχλήσεως. Συνεπώς, η πρώτη παράγραφος αυτής της διατάξεως δεν απαγορεύει στο Κοινοβούλιο να ενεργήσει, όταν ο εικαζόμενος δράστης της παρενοχλήσεως είναι μέλος αυτού του θεσμικού οργάνου.

52      Στη συνέχεια, πρέπει να εξετασθεί το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η υποβληθείσα στις 22 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση αρωγής κατέστη άνευ αντικειμένου συνεπεία της καταγγελίας της συμβάσεως της προσφεύγουσας.

53      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι το επιχείρημα αυτό είναι ακατανόητο. Πράγματι, αν, πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της συμβάσεως, η προσφεύγουσα υπήρξε πράγματι θύμα παρενοχλήσεως εκ μέρους της P., τα γεγονότα αυτά θα ήταν δεδομένα και η καταγγελία της συμβάσεως δεν θα μπορούσε, σ’ αυτή την περίπτωση, να τα εξαλείψει. Αν υποτεθεί ότι το Κοινοβούλιο, με αυτό το επιχείρημα, εννοεί ότι το καθήκον αρωγής παύει να υφίσταται κατά το χρονικό σημείο της παύσεως των καθηκόντων του οικείου υπαλλήλου, μια τέτοια ερμηνεία είναι προφανώς ασυμβίβαστη με τον σκοπό και την έκταση αυτού του καθήκοντος. Πράγματι, υπό το φως του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά το οποίο «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του», πρέπει να τονισθεί ότι ο λόγος υπάρξεως του καθήκοντος αρωγής δεν είναι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά επίσης, όπως συνάγεται από το κείμενο αυτού του άρθρου, αυτό του ενδιαφερομένου. Αυτό κατά μείζονα λόγο αληθεύει, όταν το αίτημα αρωγής προέρχεται από υπάλληλο που ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως και οι συνέπειές του μπορούν να διαρκούν πέραν της παύσεως των καθηκόντων του. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο δήλωσε ότι αυτό το επιχείρημα, ότι δηλαδή το αίτημα αρωγής κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω του γεγονότος και μόνον της καταγγελίας της συμβάσεως της προσφεύγουσας, δεν είχε διατυπωθεί επιτυχώς.

54      Το Κοινοβούλιο προβάλλει επίσης ότι, στην εν προκειμένω περίπτωση, το άρθρο 24 του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι ο δράστης της παρενοχλήσεως είναι βουλευτής.

55      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Πράγματι, κατά το κείμενο αυτού του άρθρου, σκοπός του είναι η προστασία των υπαλλήλων από τις πράξεις τρίτων. Στην εν προκειμένω περίπτωση, η εικαζόμενη δράστις παρενοχλήσεως είναι βουλευτής η οποία, μη αποτελώντας μέλος του προσωπικού του Κοινοβουλίου, έχει, σε σχέση με το εικαζόμενο θύμα της συμπεριφοράς της, την ιδιότητα τρίτου.

56      Το Κοινοβούλιο προβάλλει επιπλέον ότι το άρθρο 24 του ΚΥΚ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση της P., διότι το Κοινοβούλιο δεν διαθέτει κανένα μέσο εξαναγκασμού έναντι των μελών του.

57      Το επιχείρημα αυτό μαρτυρεί ομοίως εσφαλμένη ερμηνεία αυτού του άρθρου. Πράγματι, καθόσον πρόκειται για την προστασία του υπαλλήλου από πράξεις τρίτων και στο μέτρο που τα θεσμικά όργανα, κατ’ αρχήν, δεν διαθέτουν μέσα εξαναγκασμού κατά τρίτων, ο ΚΥΚ προβλέπει καθήκον αρωγής που παρέχει στη Διοίκηση τη δυνατότητα να παραστέκεται στον υπάλληλο κατά την αναζήτηση προστασίας με τα ένδικα βοηθήματα του κράτους μέλους στο οποίο συνέβησαν τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά.

58      Τέλος, και χωρίς να είναι αναγκαίο να κρίνει το Δικαστήριο ΔΔ το προβληθέν από το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επιχείρημα ότι η Ρ., ως εκ της ιδιότητάς της ως βουλευτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί τρίτος έναντι της προσφεύγουσας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, του εφαρμοστέου κατά τον χρόνο των περιστατικών εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, «[η] συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, [και] διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου […]». Κατά συνέπεια, τίποτε δεν εμπόδιζε το Κοινοβούλιο, επικαλούμενο την προπαρατεθείσα διάταξη, να καλέσει την P. να συμπράξει σε μια διοικητική έρευνα, προκειμένου να εξακριβωθεί η προβαλλόμενη ως συνιστώσα παρενόχληση συμπεριφορά της, της οποίας η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπήρξε θύμα.

59      Ως εκ περισσού, το Δικαστήριο ΔΔ τονίζει ότι η ερμηνεία που δίνει το Κοινοβούλιο στα άρθρα 12α και 24 του ΚΥΚ σε σχέση με τη ρύθμιση που διέπει τις συμβάσεις των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών, κατά την οποία η ΑΣΣΠΑ δεν μπορεί να κινήσει διοικητική έρευνα για να εξετάσει μια περίπτωση ηθικής παρενοχλήσεως της οποίας ο εικαζόμενος δράστης είναι βουλευτής, ούτε να συμπαρασταθεί σε ένα διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό κατά των πράξεων ενός τέτοιου βουλευτή, θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν τα εν λόγω άρθρα κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας και να αποκλεισθεί, εν προκειμένω, κάθε μορφή ελέγχου, έστω περιορισμένου, της νομιμότητας των αποφάσεων περί απολύσεως και απορρίψεως του αιτήματος αρωγής. Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι μια τέτοια ερμηνεία βρίσκεται σε πρόδηλη αντίθεση προς το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη, το οποίο θεσπίζει ρητώς ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του.

60      Κατά συνέπεια, η απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος αρωγής πρέπει να ακυρωθεί.

61      Στο μέτρο που ακυρώνονται η απόφαση περί απολύσεως και η απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος αρωγής, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Η προσφεύγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να ανορθώσει, καταβάλλοντας συνολικό ποσό υπολογιζόμενο ex æquo et bono σε 120 000 ευρώ, την ιατρική και οικονομική ζημία καθώς και την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη συνεπεία των αποφάσεων περί απολύσεως και απορρίψεως του αιτήματος αρωγής.

63      Το Κοινοβούλιο ζητεί να απορριφθεί αυτό το αίτημα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

64      Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των δικογράφων της και των επιχειρημάτων της, η προσφεύγουσα, ζητώντας την ανόρθωση της ιατρικής και οικονομικής ζημίας, καθώς και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη, πρέπει να θεωρηθεί ότι ζητεί χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από την προσβολή της υγείας της, της αξιοπρέπειάς της και της επαγγελματικής της υποστάσεως συνεπεία των επίδικων αποφάσεων. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση μιας παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και κατ’ αρχήν επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1987, 44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής, σκέψη 22, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2004, T‑116/03, Montalto κατά Συμβουλίου, σκέψη 127, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 8ης Μαΐου 2008, F‑6/07, Suvikas κατά Συμβουλίου, σκέψη 151), εκτός αν ο προσφεύγων διάδικος αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να ανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1990, C‑343/87, Culin κατά Επιτροπής, σκέψεις 27 και 28, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, σκέψη 131).

65      Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι είναι βέβαιον ότι το αίσθημα αδικίας και η ταλαιπωρία που προκαλεί σε ένα πρόσωπο το γεγονός ότι οφείλει να διέλθει μια προ ασκήσεως προσφυγής διαδικασία, κατόπιν δε μια ένδικη διαδικασία, προκειμένου να αναγνωρισθούν τα δικαιώματά του, συνιστά ζημία που μπορεί να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι η Διοίκηση διέπραξε παρανομίες. Καίτοι γνωρίζει ότι οι ζημίες αυτές μπορούν να αντισταθμισθούν από την ικανοποίηση που απορρέει από την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων (βλ., επ’ αυτού, την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Ιουλίου 2013, F‑9/12, CC κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 128), το Δικαστήριο ΔΔ, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικά επικριτέες συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις περί απολύσεως και περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής, αποφασίζει ότι θα αποτελέσει ορθή εκτίμηση, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της εν προκειμένω περιπτώσεως, της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσφεύγουσα ο καθορισμός, ex æquo et bono, της ανορθώσεως αυτής της βλάβης στο ποσό των 50 000 ευρώ.

66      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 50 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

68      Από το σκεπτικό αυτής της αποφάσεως συνάγεται ότι το Κοινοβούλιο ηττήθηκε. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζήτησε ρητώς με το αιτητικό της προσφυγής-αγωγής της να καταδικασθεί το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

Αποφασίζει ως εξής:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2012, περί καταγγελίας της συμβάσεως της CH ως διαπιστευμένης κοινοβουλευτικής βοηθού.

2)      Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2012, περί απορρίψεως του από 22 Δεκεμβρίου 2011 αιτήματος αρωγής της CH.

3)      Υποχρεώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταβάλει στην CH το ποσό των 50 000 ευρώ.

4)      Το Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της CH.

Kreppel

Perillo

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2013.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       H. Kreppel


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.