Language of document : ECLI:EU:F:2011:139

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑6/10

Yannick Munch

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτοι υπάλληλοι — Ρήτρα περί λύσεως της συμβάσεως εφόσον ο έκτακτος υπάλληλος δεν συμπεριληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων διαγωνισμού — Γενικοί διαγωνισμοί ΟΗΙΜ/AD/02/07 και ΟΗΙΜ/AST/02/07 — Παραδεκτό — Αντίστοιχες αρμοδιότητες της EPSO και της εξεταστικής επιτροπής — Άρθρο 8 του ΚΛΠ — Ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου υπαλλήλου»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Υ. Munch ζητεί μεταξύ άλλων να ακυρωθεί η απόφαση του ΓΕΕΑ, της 12ης Μαρτίου 2009, περί καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας ως εκτάκτου υπαλλήλου από τις 15 Οκτωβρίου 2009 και να υποχρεωθεί το ΓΕΕΑ να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση:      Η περιεχόμενη στην επιστολή του ΓΕΕΑ με ημερομηνία 12 Μαρτίου 2009 απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η λήξη της συμβάσεως εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τις 15 Οκτωβρίου 2009 ακυρώνεται. Το ΓΕΕΑ υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα τη διαφορά μεταξύ του ποσού της αμοιβής την οποία θα δικαιούτο αν είχε συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο ΓΕΕΑ και της αμοιβής, επιδομάτων ανεργίας ή κάθε άλλου ποσού που εισέπραξε πράγματι ως αντιστάθμισμα από άλλη πηγή από τις 15 Οκτωβρίου 2009. Το ΓΕΕΑ υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 2 000 ευρώ ως αποζημίωση. Το ΓΕΕΑ φέρει, εκτός από τα δικαστικά του έξοδα, τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Ρήτρα περιεχόμενη σε σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, η οποία εξαρτά τη διατήρηση της σχέσεως εργασίας από την εγγραφή του εκτάκτου υπαλλήλου στον πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού — Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Επιστολή προς έκτακτο υπάλληλο με την οποία του υπενθυμίζεται η ημερομηνία λήξεως της συμβάσεώς του — Δεν εμπίπτει — Τροποποίηση συμβάσεως — Απόφαση περί μη ανανεώσεως συμβάσεως — Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Ρήτρα περιεχόμενη σε σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, η οποία εξαρτά τη διατήρηση της σχέσεως εργασίας από την εγγραφή του εκτάκτου υπαλλήλου στον πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού — Απόφαση της διοικήσεως με την οποία διαπιστώνεται η μη εγγραφή του υπαλλήλου στον εν λόγω πίνακα και ενεργοποιείται η ρήτρα καταγγελίας — Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

4.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Συμβάσεις αορίστου χρόνου με ρήτρα καταγγελίας που εφαρμόζεται αποκλειστικά σε περίπτωση μη εγγραφής σε πίνακα επιτυχόντων καταρτισθέντα κατόπιν γενικού διαγωνισμού

5.      Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 3· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1, στοιχείο ε΄)

6.      Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) — Διεξαγωγή των διαγωνισμών προσλήψεως μονίμων υπαλλήλων — Ρόλος της EPSO — Συνδρομή στην εξεταστική επιτροπή — Επικουρικός ρόλος έναντι αυτού της εξεταστικής επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III, άρθρα 1, εδ. 1, 4 και 5)

7.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Πρόσληψη — Μετατροπή συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου και εισαγωγή ρήτρας καταγγελίας της συμβάσεως σε περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος δεν συμπεριληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού — Μετατροπή ερμηνευόμενη ως ανανέωση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 2, στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, και 8, εδ. 1 και 2· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 3, σημείο 1)

8.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Πλήρης δικαιοδοσία — Χρηματικές διαφορές κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

1.      Τόσο η προηγούμενη διοικητική ένσταση όσο και η ένδικη προσφυγή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, να στρέφονται κατά βλαπτικής πράξεως που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική του κατάσταση.

Συναφώς, η εισαγωγή σε μια σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου ρήτρας καταγγελίας, σύμφωνα με την οποία η διατήρηση της σχέσεως εργασίας εξαρτάται από το αν το όνομα του εν λόγω εκτάκτου υπαλλήλου θα περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού που έχει διοργανωθεί από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού, είναι καθεαυτή ικανή να θίξει ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του εν λόγω εκτάκτου υπαλλήλου, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική του κατάσταση, έστω και μόνον λαμβανομένης υπόψη της λίγο ή πολύ μεγάλης αβεβαιότητας που διακατέχει τον υπάλληλο όσον αφορά το αν θα περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων που θα καταρτιστεί μετά την περάτωση του εν λόγω διαγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 32 και 33)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 13 Ιουλίου 2000, T‑87/99, Hendrickx κατά Cedefop, σκέψη 37

ΔΔΔΕΕ: 2 Ιουλίου 2009, F‑19/08, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προηγούμενη πράξη αποτελεί αμιγώς βεβαιωτική πράξη εκείνης και δεν μπορεί εξ αυτού του λόγου να έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου έναρξη προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Ειδικότερα, επιστολή με την οποία απλώς υπενθυμίζονται σε έκτακτο υπάλληλο οι όροι της συμβάσεώς του σχετικά με την ημερομηνία λήξεώς της, χωρίς να περιέχει οποιοδήποτε νέο στοιχείο ως προς τους όρους αυτούς, δεν συνιστά βλαπτική πράξη.

Αντιθέτως, συνιστά βλαπτική πράξη κάθε τροποποίηση συμβάσεως, αλλά αποκλειστικά όσον αφορά τους τροποποιούμενους όρους, εκτός αν οι εν λόγω τροποποιήσεις ανατρέπουν τη γενική οικονομία της συμβάσεως. Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία μια σύμβαση δύναται να ανανεωθεί, η απόφαση της διοικήσεως να μην ανανεώσει την εν λόγω σύμβαση συνιστά βλαπτική πράξη, η οποία είναι χωριστή από την οικεία σύμβαση και κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί διοικητική ένσταση ή να ασκηθεί προσφυγή εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Συγκεκριμένα, μια τέτοια απόφαση, που εκδίδεται κατόπιν επανεξετάσεως του συμφέροντος της υπηρεσίας και της καταστάσεως του ενδιαφερομένου, περιέχει νέο στοιχείο σε σχέση με την αρχική σύμβαση και δεν μπορεί να θεωρείται ως απλώς επιβεβαιωτική της τελευταίας.

(βλ. σκέψεις 50 έως 53)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 10 Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 9 Ιουλίου 1987, 329/85, Castagnoli κατά Επιτροπής, σκέψεις 10 και 11· 14 Σεπτεμβρίου 2006, C‑417/05 P, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, σκέψεις 45 έως 47

ΠΕΚ: 2 Φεβρουαρίου 1991, T‑97/00, Βακαλοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 14· 1 Απριλίου 2003, T‑11/01, Mascetti κατά Επιτροπής, σκέψη 41

ΔΔΔΕΕ: 15 Απριλίου 2011, F‑72/09 και F‑17/10, Daake κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 36

3.      Επιστολή με την οποία η διοίκηση διαπιστώνει την ύπαρξη νέου γεγονότος ή καταστάσεως και εξάγει τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει κανόνας δικαίου ή συμβατική ρήτρα έναντι των ενδιαφερομένων συνιστά βλαπτική πράξη, διότι μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των αποδεκτών της.

Το ίδιο ισχύει και για απόφαση της διοικήσεως με την οποία διαπιστώνεται ότι το όνομα εκτάκτου υπαλλήλου δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα επιτυχόντων ενός συγκεκριμένου γενικού διαγωνισμού και ενεργοποιείται η ρήτρα καταγγελίας η οποία περιέχεται στη σύμβαση του εκτάκτου υπαλλήλου και η οποία επιφέρει την καταγγελία της συμβάσεώς του εφόσον επέλθει ένα συγκεκριμένο γεγονός, δηλαδή η κατάρτιση του πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η εν λόγω ρήτρα, η ημερομηνία της οποίας αναγκαστικά ήταν άγνωστη κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως. Η απόφαση αυτή, η οποία τροποποιεί τη νομική κατάσταση του εκτάκτου υπαλλήλου συνιστά βλαπτική πράξη, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί διοικητική ένσταση ή, ενδεχομένως, να ασκηθεί προσφυγή.

Δεδομένου ότι η εισαγωγή της ρήτρας καταγγελίας συνιστά σύνθετη πράξη, ο έκτακτος υπάλληλος θα πρέπει να μπορεί να προσβάλει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της εν λόγω ρήτρας, ακόμα και αν έχει ατομική ισχύ, με την ευκαιρία της εκδόσεως από τη διοίκηση της αποφάσεως περί ενεργοποιήσεώς της, κατά το ύστατο στάδιο της πράξεως.

(βλ. σκέψεις 58, 59 και 95)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Daake κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψεις 34 επ.

4.      Προτείνοντας σε περισσότερους εκτάκτους υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει επιτυχώς σε εσωτερικές διαδικασίες επιλογής, μια σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, η οποία περιέχει ρήτρα καταγγελίας εφαρμοστέα μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι δεν περιληφθούν σε πίνακα επιτυχόντων γενικού διαγωνισμού, και αναλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σαφώς τη δέσμευση να διατηρήσει τους ενδιαφερομένους μόνιμα στην υπηρεσία του υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνονται σε έναν τέτοιο πίνακα επιτυχόντων, στη συνέχεια δε, περιορίζοντας τον αριθμό των επιτυχόντων που περιελήφθησαν στους πίνακες επιτυχόντων δύο γενικών, μάλιστα, διαγωνισμών, στον ακριβή αριθμό των προς πλήρωση θέσεων, το θεσμικό όργανο μειώνει δραστικά και αντικειμενικά τις ευκαιρίες των ενδιαφερομένων, στο σύνολό τους, να εκφύγουν της εφαρμογής της ρήτρας καταγγελίας και, ως εκ τούτου, στερεί από την ισχύ των συμβατικών του δεσμεύσεων έναντι του εκτάκτου προσωπικού του μέρος της ουσίας της.

Κατά συνέπεια, η ρήτρα καταγγελίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί, κατόπιν γενικού διαγωνισμού ανοικτού στο σύνολο των πολιτών των κρατών μελών, όταν υφίσταται πίνακας επιτυχόντων ο οποίος περιλαμβάνει έναν μόνον επιτυχόντα ή αριθμό επιτυχόντων τόσο περιορισμένο ώστε οι ευκαιρίες των εκτάκτων υπαλλήλων να εκφύγουν της εφαρμογής της να μειώνονται παράλογα πολύ, υπό το πρίσμα της δεσμεύσεως που ανέλαβε το θεσμικό όργανο έναντι του εκτάκτου προσωπικού του. Με άλλα λόγια, η κατάρτιση ενός τέτοιου πίνακα επιτυχόντων δεν εμπίπτει στα προβλεπόμενα από τη ρήτρα καταγγελίας, καθώς αλλοιώνει τη συμβατική δέσμευση της διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 78 και 79)

5.      Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς και πραγματικούς λόγους και επιχειρήματα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς πρόσθετα στοιχεία. Για να είναι παραδεκτή η προσφυγή δεν είναι αναγκαίο να είναι μακροσκελής και λεπτομερής. Αρκεί τα ουσιώδη στοιχεία του λόγου προσφυγής να προκύπτουν, συνοπτικώς έστω, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ περιλαμβάνει καταρχήν μία μόνον ανταλλαγή υπομνημάτων, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως. Αντιθέτως προς όσα ορίζει το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου για το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή το Δικαστήριο, η ιδιαιτερότητα αυτή της ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαδικασίας εξηγεί την απαγόρευση συνοπτικής παρουσιάσεως των λόγων και των επιχειρημάτων στο δικόγραφο της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 91 και 92)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2009, F‑4/08, Hambura κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 49 και 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Από το παράρτημα III του ΚΥΚ προκύπτει ότι η ρύθμιση της διαδικασίας διαγωνισμού στηρίζεται στην αρχή της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού. Η εν λόγω διαρχία την οποία θεσπίζει ο ΚΥΚ αποτελεί εκδήλωση του αυτοπεριορισμού της εξουσίας της διοικήσεως, προς διασφάλιση της διαφάνειας της διαδικασίας επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, και συγχρόνως εμφαίνει τη βούληση του νομοθέτη που συνέταξε τον ΚΥΚ να μην επιφυλάξει μόνο στη διοίκηση το καίριο καθήκον της επιλογής του εν λόγω προσωπικού, αλλά να διασφαλίσει τη συμμετοχή στην επιλογή αυτή, μέσω της εξεταστικής επιτροπής (στην οποία εκπροσωπείται και η διοίκηση), ατόμων εκτός της διοικητικής ιεραρχίας και ιδίως εκπροσώπων του προσωπικού. Στο πλαίσιο της εν λόγω κατανομής αρμοδιοτήτων, εναπόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ και από το άρθρο 4 του παραρτήματος αυτού, αφενός, να καταρτίζει την προκήρυξη του διαγωνισμού κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως και, αφετέρου, να καταρτίζει τον πίνακα των υποψηφίων που πληρούν τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 28 του ΚΥΚ προκειμένου να διοριστούν μόνιμοι υπάλληλοι. Μόλις η ΑΔΑ διαβιβάσει τον πίνακα αυτό στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής, στη συνέχεια εναπόκειται στην εξεταστική επιτροπή, όπως προβλέπει το άρθρο 5 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, πρώτον, να καταρτίσει τον πίνακα των υποψηφίων που πληρούν τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού, δεύτερον, να διεξαγάγει τις εξετάσεις και, τρίτον, να καταρτίσει τον πίνακα επιτυχόντων και να τον διαβιβάσει στην ΑΔΑ.

Επιπλέον, καίτοι τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) καθιστούν τον οργανισμό αυτό σημαντικό παράγοντα για τον καθορισμό και την εφαρμογή της πολιτικής της Ενώσεως που αφορά την επιλογή του προσωπικού, εντούτοις, όσον αφορά τη διεξαγωγή διαγωνισμών για την πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων, ο ρόλος του, σημαντικός βεβαίως κατά το μέτρο που επικουρεί την εξεταστική επιτροπή, παραμένει εν πάση περιπτώσει επικουρικός σε σχέση με τον ρόλο της εξεταστικής επιτροπής, την οποία εξάλλου δεν μπορεί να υποκαταστήσει η EPSO. Πράγματι, τόσο η πολλαπλότητα των καθηκόντων (κυρίως παροχής συμβουλών και αρωγής στα θεσμικά όργανα) τα οποία έχουν ανατεθεί στην EPSO, όσο και η σύνθεσή της (διοικητικό συμβούλιο συγκροτούμενο αποκλειστικώς από μέλη τα οποία διορίζονται από τα θεσμικά όργανα, ενώ οι εκπρόσωποι του προσωπικού, τρεις στον αριθμό, έχουν απλώς καθεστώς παρατηρητών) δεν επιτρέπουν καμία απόπειρα εξομοιώσεως της EPSO με εξεταστική επιτροπή, η σύνθεση της οποίας διέπεται από κανόνα ίσης εκπροσωπήσεως και η οποία, για κάθε διαγωνισμό, έχει το πολύ συγκεκριμένο καθήκον της ολοκληρώσεώς του.

Κατά συνέπεια, δέον να θεωρηθεί παράνομη απόφαση με την οποία η EPSO, αν και αναρμόδια, απέκλεισε υποψήφιο από τη δεύτερη φάση της διεξαγωγής γενικού διαγωνισμού. Όμως, η απόφαση της διοικήσεως περί ενεργοποιήσεως της ρήτρας καταγγελίας που είχε περιληφθεί στη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος συμμετείχε σε διαγωνισμό θεμελιώνεται στην μη εγγραφή του στον πίνακα επιτυχόντων του εν λόγω διαγωνισμού και συνεπώς, κατ’ ανάγκη, στην απόφαση με την οποία αποκλείστηκε από το δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού αυτού. Κατόπιν τούτου, η τελευταία αυτή απόφαση πρέπει επίσης να θεωρηθεί παράνομη.

(βλ. σκέψεις 99 έως 104)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 15 Ιουνίου 2010, F‑35/08, Παχτίτης κατά Επιτροπής, σκέψεις 50 έως 52 και 58

7.      Το άρθρο 8, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σκοπεί ακριβώς τον περιορισμό της προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις εκτάκτου υπαλλήλου. Αφενός, η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του εν λόγω Καθεστώτος, δύναται να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο, ενώ κάθε μεταγενέστερη ανανέωση γίνεται για αόριστο χρόνο. Αφετέρου, η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο β΄ ή δ΄, του εν λόγω καθεστώτος, η διάρκεια της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για δύο έτη το πολύ, υπό την προϋπόθεση η δυνατότητα ανανεώσεως να είχε προβλεφθεί στην αρχική σύμβαση, διότι ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να διατηρηθεί στη θέση του μετά τη λήξη της συμβάσεώς του μόνον εφόσον διοριστεί μόνιμος υπάλληλος.

Το γεγονός ότι η σύμβαση του εκτάκτου υπαλλήλου επηρεάστηκε από ρήτρα καταγγελίας η οποία επιτρέπει στη διοίκηση να λύσει τη σύμβαση σε περίπτωση αποτυχίας του ενδιαφερομένου σε διαγωνισμό η διενέργεια του οποίου αναγγέλθηκε ότι θα πραγματοποιηθεί εντός ορισμένης προθεσμίας δεν επιτρέπει να χαρακτηριστεί η σύμβαση αυτή, παρά τη διατύπωσή της, σύμβαση αορίστου χρόνου, η οποία χαρακτηρίζεται από σταθερότητα απασχολήσεως. Πράγματι, η διάρκεια συμβάσεως, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, μπορεί να καθορίζεται από την «παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας», αλλά και από την «ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος», όπως η κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων ενός συγκεκριμένου διαγωνισμού, το οποίο μπορεί να έχει διάφορες πιθανές συνέπειες, ανάλογα με τους όρους της συμβάσεως του εκτάκτου υπαλλήλου. Στην περίπτωση κατά την οποία το όνομά του δεν περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων, από τους όρους της συμβάσεως προκύπτει ότι η σύμβαση λήγει. Το ίδιο θα ίσχυε φυσιολογικά και σε περίπτωση επιτυχίας, διότι στην περίπτωση αυτή θα του προσφερόταν θέση μονίμου υπαλλήλου, εννοείται δε ότι, σε περίπτωση αρνήσεως της προσφοράς, και πάλι η σύμβαση θα έληγε, σύμφωνα με τους όρους της.

Κατά συνέπεια, δέον να ακυρωθεί απόφαση της διοικήσεως με την οποία ενεργοποιήθηκε η ρήτρα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού. Πράγματι, μετά την πρώτη ανανέωση, η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του εν λόγω Καθεστώτος, μεταξύ της διοικήσεως και του εκτάκτου υπαλλήλου ανανεώθηκε εκ νέου για ορισμένο χρόνο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω καθεστώτος.

(βλ. σκέψεις 110 και 113 έως116)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 2006, F‑1/05, Landgren κατά ETF, σκέψη 66

8.      Προσφυγή-αγωγή με την οποία ζητείται να καταβάλει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς σε έκτακτο υπάλληλό του ποσό το οποίο ο τελευταίος θεωρεί ότι του οφείλεται δυνάμει του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού συνιστά χρηματική διαφορά κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο κοινοτικός δικαστής έχει, στις διαφορές αυτές, αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, η οποία του παρέχει την εξουσία να δίδει στις διαφορές που του υποβάλλονται πλήρη λύση, δηλαδή να αποφαίνεται επί του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του εκτάκτου υπαλλήλου, εκτός αν αναθέσει στο εμπλεκόμενο όργανο, και υπό τον έλεγχό του, την εκτέλεση κάποιου μέρους της αποφάσεως, υπό τους συγκεκριμένους όρους που ο ίδιος καθορίζει.

(βλ. σκέψη 125)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 2007, C‑135/06 P, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 65, 67 και 68

ΔΔΔΕΕ: 2 Ιουλίου 2009, F‑49/08, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 έως 42