Language of document : ECLI:EU:C:2015:383

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων — Κανονισμός (EK) 1393/2007 — Άρθρο 1, παράγραφος 1 — Έννοια των “αστικών ή εμπορικών υποθέσεων” — Ευθύνη του κράτους για τις acta jure imperii»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13,

με αντικείμενο τέσσερις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εκ των οποίων τρεις υποβλήθηκαν από το Landgericht Wiesbaden (Γερμανία), με αποφάσεις της 16ης και της 18ης Απριλίου 2013, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, αντιστοίχως, στις 29 Απριλίου 2013, 2 Μαΐου 2013 και 3 Μαΐου 2013, και μία υποβλήθηκε από το Landgericht Kiel (Γερμανία), με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Νοεμβρίου 2013, στο πλαίσιο των δικών

Stefan Fahnenbrock (C‑226/13),

Holger Priestoph (C‑245/13),

Matteo Antonio Priestoph (C‑245/13),

Pia Antonia Priestoph (C‑245/13),

Rudolf Reznicek (C‑247/13),

Hans-Jürgen Kickler (C‑578/13),

Walther Wöhlk (C‑578/13),

Zahnärztekammer Schleswig-Holstein Versorgungswerk (C‑578/13)

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, E. Levits, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο St. Fahnenbrock, οι H., Μ. Α. και P. Α. Priestoph καθώς και ο R. Reznicek, εκπροσωπούμενοι από τον F. Braun, Rechtsanwalt,

–        οι H‑J. Kickler και W. Wöhlk καθώς και η Zahnärztekammer Schleswig-Holstein Versorgungswerk, εκπροσωπούμενοι από τον O. Hoepner, Rechtsanwalt,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Καλόγηρο καθώς και από τις Στ. Χαριτάκη, Α. Καραγεώργου, Σ. Λέκκου, Μ. Σκορίλα και Ε. Πανοπούλου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις B. Eggers και A.‑M. Rouchaud‑Joët,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (EE L 324, σ. 79).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τεσσάρων ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, του St. Fahnenbrock στην υπόθεση C‑226/13, των H., Μ. Α. και P. Α. Priestoph στην υπόθεση C‑245/13, του R. Reznicek στην υπόθεση C‑247/13 και των H‑J. Kickler και W. Wöhlk καθώς και της Zahnärztekammer Schleswig-Holstein Versorgungswerk στην υπόθεση C‑578/13 και, αφετέρου, της Ελληνικής Δημοκρατίας, με αντικείμενο αγωγές που είχαν ως αίτημα είτε την ανόρθωση της ζημίας λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας είτε την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων αρχικών συμβατικών υποχρεώσεων είτε την καταβολή αποζημιώσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6, 7 και 10 του κανονισμού 1393/2007 έχουν ως εξής:

«(2)      Η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων που επιδίδονται ή κοινοποιούνται σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

[...]

(6)      Η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα προϋποθέτει την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη. [...]

(7)      Η ταχύτητα της διαβίβασης δικαιολογεί τη χρήση κάθε ενδεδειγμένου μέσου, τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων όσον αφορά το ευανάγνωστο και το αξιόπιστο της διαβιβαζομένης πράξης. [...]

[...]

(10)      Χάριν αποτελεσματικότητος του παρόντος κανονισμού, η άρνηση της επίδοσης ή της κοινοποίησης πράξεων θα πρέπει να είναι δυνατή σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού ορίζει το πεδίο εφαρμογής του ως εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (“acta iure imperiiˮ).»

5        Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια κεντρική αρχή αρμόδια να:

α)      παρέχει πληροφορίες στις υπηρεσίες διαβίβασης·

β)      επιλύει τυχόν προβλήματα κατά τη διαβίβαση των προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων·

γ)      διαβιβάζει, εκτάκτως, στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής, αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης, μετά από αίτηση της υπηρεσίας διαβίβασης.

Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη μέλη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίζουν περισσότερες κεντρικές αρχές.»

6        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2.»

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1393/2007 ορίζει τα εξής:

«Εάν είναι προφανές ότι η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή εάν η μη τήρηση των απαιτουμένων τυπικών προϋποθέσεων καθιστά αδύνατη την επίδοση ή την κοινοποίηση, η αίτηση και οι διαβιβασθείσες πράξεις επιστρέφονται, άμα την παραλαβή τους, στην υπηρεσία διαβίβασης, μαζί με την έντυπη βεβαίωση επιστροφής που εμφαίνεται στο παράρτημα I.»

 Το ελληνικό δίκαιο

8        Ο νόμος 4050/2012, της 23ης Φεβρουαρίου 2012, με τίτλο «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων» (ΦΕΚ A΄ 36/23.2.2012), ορίζει τους λεπτομερείς όρους αναδιαρθρώσεως των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι ο νόμος αυτός προβλέπει, κατ’ ουσίαν, την υποβολή προσφοράς αναδιαρθρώσεως στους κατόχους ορισμένων ελληνικών κρατικών ομολόγων και την προσθήκη ρήτρας αναδιαρθρώσεως γνωστής και ως «CAC» («collective action clause») βάσει της οποίας είναι δυνατή η τροποποίηση των αρχικών όρων εκδόσεως των τίτλων με αποφάσεις που λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία του ανεξόφλητου κεφαλαίου και οι οποίες δεσμεύουν και τη μειοψηφία.

9        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, του ως άνω νόμου, για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται απαρτία ίση με το 50 % του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων ομολόγων, καθώς και ενισχυμένη πλειοψηφία που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του συμμετέχοντος κεφαλαίου.

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 9, του εν λόγω νόμου προβλέπει ρήτρα αναδιαρθρώσεως κατά την οποία η απόφαση των κατόχων ομολόγων να δεχθούν ή να απορρίψουν την πρόσκληση αναδιαρθρώσεως του Ελληνικού Δημοσίου ισχύει έναντι πάντων, είναι δεσμευτική για το σύνολο των ενδιαφερόμενων ομολογιούχων και υπερισχύει οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονιστικής πράξεως ή συμφωνίας.

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Οι ενάγοντες των κύριων δικών, άπαντες κάτοικοι Γερμανίας, απέκτησαν ομόλογα της Ελληνικής Δημοκρατίας που κατατέθηκαν στους λογαριασμούς τους κινητών αξιών τους οποίους διαχειρίζονταν τράπεζες.

12      Κατόπιν της εκδόσεως του νόμου 4050/2012, η Ελληνική Δημοκρατία, τον Φεβρουάριο του 2012, απηύθυνε στους ενάγοντες των κύριων δικών πρόσκληση ανταλλαγής δανείων που προέβλεπε, ιδίως, την ανταλλαγή των ελληνικών κρατικών ομολόγων με νέα κρατικά ομόλογα σημαντικά μειωμένης ονομαστικής αξίας. Για την υλοποίηση της ανταλλαγής αυτής προβλεπόταν η ρητή αποδοχή εκ μέρους των ιδιωτών πιστωτών.

13      Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε τέτοια αποδοχή εκ μέρους κανενός από τους ενάγοντες των κύριων δικών, η Ελληνική Δημοκρατία προχώρησε εντούτοις τον Μάρτιο του 2012 στην ανταλλαγή που είχε προτείνει και, παρά τις διαμαρτυρίες των ως άνω εναγόντων, δεν τους απέδωσε τη νομή των τίτλων που ήταν κατατεθειμένοι στους λογαριασμούς τους κινητών αξιών. Εν τω μεταξύ τα επίδικα στην υπόθεση C‑578/13 ομόλογα είχαν λήξει.

14      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ενάγοντες των κύριων δικών ενήγαγαν την Ελληνική Δημοκρατία ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων με αίτημα είτε την ανόρθωση της ζημίας τους λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας είτε την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων αρχικών συμβατικών υποχρεώσεων είτε την καταβολή αποζημιώσεως.

15      Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιδόσεως των αγωγών αυτών στην Ελληνική Δημοκρατία ως εναγόμενη ετέθη το ζήτημα αν, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, οι εν λόγω αγωγές αφορούσαν αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ή είχαν ως αντικείμενο πράξη ή παράλειψη κράτους κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

16      Ειδικότερα, στις διαφορές των κύριων δικών στις υποθέσεις C‑226/13 και C‑247/13, το Landgericht Wiesbaden ζήτησε από την Bundesamt für Justiz (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικαιοσύνης) να επιδώσει τις εν λόγω αγωγές στην εναγόμενη σύμφωνα με τη διαδικασία του κανονισμού 1393/2007. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αυτής, η Bundesamt für Justiz διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα χαρακτηρισμού των ως άνω αγωγών ως αφορωσών αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού αυτού. Για τον λόγο αυτό, αρνήθηκε να προχωρήσει στην επίδοση των αγωγών αυτών και ζήτησε από το Landgericht Wiesbaden να κρίνει προηγουμένως αν οι εν λόγω διαφορές αφορούν ή όχι αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

17      Στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑245/13, το Landgericht Wiesbaden επίσης έλαβε ως βάση των αμφιβολιών του την εκτίμηση στην οποία είχε προβεί η Bundesamt für Justiz σε παρόμοιες υποθέσεις.

18      Στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑578/13, το Landgericht Kiel, εκτιμώντας ότι ο κανονισμός 1393/2007 δεν ήταν εφαρμοστέος εν προκειμένω, έδωσε εντολή στο Bundesministerium der Justiz (ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης) να επιδώσει την αγωγή διά της διπλωματικής οδού. Το Bundesministerium der Justiz ανέπεμψε εντούτοις την εντολή επιδόσεως χωρίς να την εκτελέσει, παραπέμποντας στις αποφάσεις περί προδικαστικής παραπομπής στις υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13 και C‑247/13.

19      Τα δύο αιτούντα δικαστήρια ερωτούν ως εκ τούτου εάν οι διαφορές των κύριων δικών υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007. Κατά τα αιτούντα δικαστήρια, η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό των ενώπιόν τους διαφορών. Εν προκειμένω, αφενός, οι ενάγοντες των κύριων δικών άσκησαν αγωγές αστικού δικαίου με τις οποίες ζητούσαν κατ’ ουσίαν είτε την ανόρθωση της ζημίας τους λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας είτε την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων αρχικών συμβατικών υποχρεώσεων είτε την καταβολή αποζημιώσεως. Αφετέρου, οι συμβατικοί όροι εκδόσεως των ελληνικών κρατικών ομολόγων τροποποιήθηκαν διά της εκδόσεως του νόμου 4050/2012, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ως άνω κράτος ενήργησε κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας του.

20      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Landgericht Wiesbaden, στις υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13 και C‑247/13, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο είναι το ίδιο και για τις τρεις υποθέσεις:

«Έχει το άρθρο 1 του [κανονισμού 1393/2007] την έννοια ότι πρέπει να θεωρείται ως “αστική ή εμπορική υπόθεση” κατά την έννοια του ως άνω κανονισμού αγωγή με την οποία ο ενάγων, αγοραστής ομολόγων εκδοθέντων από την εναγόμενη και κατατεθειμένων σε λογαριασμό κινητών αξιών του ενάγοντος στην [τράπεζά του], ως προς τα οποία ο ενάγων δεν δέχθηκε την προσφορά ανταλλαγής που υποβλήθηκε από την εναγόμενη κατά τα τέλη Φεβρουαρίου του 2012, ζητεί αποζημίωση ίση με τη διαφορά αξίας η οποία προέκυψε από την ανταλλαγή των ομολόγων του που παρ’ όλ’ αυτά πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2012 και υπήρξε οικονομικά δυσμενής για τον ίδιο;»

21      Στην υπόθεση C‑578/13, το Landgericht Kiel αποφάσισε επίσης να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 1 του [κανονισμού 1393/2007] την έννοια ότι αγωγή, με την οποία ο αγοραστής κρατικών ομολόγων της εναγομένης επικαλείται κατ’ αυτής δικαιώματα προς εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων και προς αποζημίωση, πρέπει να θεωρηθεί ως “αστική ή εμπορική υπόθεση”, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού αυτού, αφ’ ης στιγμής ο αγοραστής δεν αποδέχθηκε την πρόταση ανταλλαγής που υποβλήθηκε από την εναγόμενη κατά το τέλος Φεβρουαρίου 2012, η οποία κατέστη δυνατή δυνάμει του [νόμου 4050/2012];

2)      Αγωγή βασιζόμενη κυρίως στο ανίσχυρο ή την ακυρότητα του [νόμου 4050/2012] εγείρει ζήτημα ευθύνης κράτους λόγω πράξεων ή παραλείψεων κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του [κανονισμού 1393/2007];»

22      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2013, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑226/13, C‑245/13 και C‑247/13 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση της υποθέσεως C‑578/13 με τις υποθέσεις αυτές προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

23      Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 είναι απαράδεκτες. Ειδικότερα, εφόσον οι αιτήσεις αυτές δεν προσδιορίζουν ποια είναι η επίμαχη πράξη που υποτίθεται ότι συνιστά ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και περιέχουν ανακρίβειες ως προς την επίδικη πρόσκληση ανταλλαγής, δεν εκθέτουν κατά τρόπο επαρκή και ορθό το πραγματικό πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών.

24      Εξάλλου, έστω και αν υποτεθεί ότι, εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί διαφοράς υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε ερώτημα στο Δικαστήριο αποκλειστικώς για τον λόγο ότι η Bundesamt für Justiz, ως «κεντρική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1393/2007, είχε αρνηθεί να προβεί σε διαβίβαση των αγωγών των εναγόντων των κύριων δικών στις ελληνικές αρχές και είχε ζητήσει από το εν λόγω δικαστήριο να εκδώσει προηγουμένως οριστική απόφαση σχετικά με τη φύση των επίμαχων αγωγών. Δεδομένου όμως ότι μια τέτοια κεντρική αρχή δεν επιτρέπεται να αντιταχθεί στην αίτηση διαβιβάσεως του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, το τεθέν ερώτημα δεν ασκεί επιρροή σε ό,τι αφορά την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών στις εν λόγω υποθέσεις.

25      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (απόφαση Rohm Semiconductor, C‑666/13, EU:C:2014:2388, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι η υποτιθέμενη πράξη δημόσιας εξουσίας στις υποθέσεις των κύριων δικών συνίσταται σε μονομερή και αναδρομική τροποποίηση των όρων των ομολόγων που είχε εκδώσει η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία κατέστη δυνατή από τον νόμο 4050/2012.

27      Εν συνεχεία, σε ό,τι αφορά τις υποτιθέμενες ανακρίβειες κατά την παρουσίαση του περιεχομένου της προσκλήσεως ανταλλαγής της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση την οποία το δικαστήριο αυτό καλείται να εκδώσει (απόφαση Traum, C‑492/13, EU:C:2014:2267, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Εξάλλου, δεν είναι προφανές ότι η άρση των αμφιβολιών τις οποίες εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο στις υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 σχετικά με τον χαρακτηρισμό των ενώπιόν του διαφορών ως υπαγόμενων ή μη στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις δεν έχει σημασία για την επίλυση των διαφορών αυτών. Ειδικότερα, το αν έχει εφαρμογή ο κανονισμός 1393/2007 καθώς και η συνέχεια που θα δοθεί στις ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου διαδικασίες από πλευράς της επιδόσεως για την οποία οφείλει να μεριμνήσει το ως άνω δικαστήριο εξαρτώνται ακριβώς από την άρση των αμφιβολιών αυτών.

29      Το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε τέτοιες αμφιβολίες λόγω ενεργειών στις οποίες προέβη η Bundesamt für Justiz και οι οποίες θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ως αντιβαίνουσες στον εν λόγω κανονισμό δεν είναι αφεαυτού ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το τεκμήριο περί λυσιτέλειας των ερωτημάτων που ετέθησαν από το δικαστήριο αυτό.

30      Τέλος, στο μέτρο που προκύπτει ότι η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το οποίο αποφαίνεται στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, υπενθυμίζεται ότι η κατά το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έννοια της «εκδόσεως της δικής του αποφάσεως» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος να θεωρηθούν πολλά προδικαστικά ερωτήματα ως απαράδεκτα και να μην μπορέσουν να αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας από το Δικαστήριο. Η έννοια αυτή πρέπει επομένως να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα το σύνολο της διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως από το αιτούν δικαστήριο, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ερμηνείας του συνόλου των δικονομικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες υποχρεούται να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο για την έκδοση της δικής του αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Weryński, C‑283/09, EU:C:2011:85, σκέψεις 41 και 42).

31      Εν προκειμένω, οι επίμαχες στις κύριες δίκες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν τον τρόπο επιδόσεως στην εναγόμενη εισαγωγικών δίκης εγγράφων. Το γεγονός ότι οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας είναι επομένως εγγενές στοιχείο των ζητημάτων των οποίων την επίλυση ζητούν.

32      Βάσει των προεκτεθεισών σκέψεων, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

 Επί της ουσίας

33      Με τα ερωτήματά τους, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 έχει την έννοια ότι στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, εμπίπτουν αγωγές περί ανορθώσεως της ζημίας λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας, περί εκπληρώσεως της συμβάσεως και περί καταβολής αποζημιώσεως, όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά.

34      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, σε ό,τι αφορά τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη σύμβαση αυτή (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι το άρθρο 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών περιόριζε το πεδίο εφαρμογής της στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», χωρίς όμως να προσδιορίζει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής της έννοιας αυτής, έκρινε ότι η εν λόγω έννοια πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα της Συμβάσεως των Βρυξελλών και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων (απόφαση Λεχουρίτου κ.λπ., C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψεις 28 και 29 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον το άρθρο 1 του κανονισμού (EK) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (EE 2001, L 12, σ. 1), περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», χωρίς όμως να προσδιορίζει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής της έννοιας αυτής, η εν λόγω έννοια πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων (απόφαση flyLAL-Lithuanian Airlines, C‑302/13, EU:C:2014:2319, σκέψη 24).

36      Τέλος, βάσει του περαιτέρω γεγονότος ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (EK) 1347/2000 (EE L 338, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EK) 2116/2004 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2004 (EE L 367, σ. 1), προβλέπει την αρχή ότι το πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού περιορίζεται στις «αστικές υποθέσεις», χωρίς όμως να προσδιορίζει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής της έννοιας αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς (βλ. απόφαση C, C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψεις 38 και 46).

37      Σε ό,τι αφορά όμως τον επίμαχο στις κύριες δίκες κανονισμό 1393/2007, διαπιστώνεται ότι, αφενός, το άρθρο του 1, παράγραφος 1, επίσης ορίζει ότι ο ως άνω κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ακόμη προσθέτει ότι αυτός δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (acta iure imperii).

38      Αφετέρου, ο ως άνω κανονισμός δεν ορίζει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής ούτε της έννοιας των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» ούτε της έννοιας των «acta jure imperii».

39      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να διαπιστωθεί ότι και η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» πρέπει να θεωρηθεί ως έννοια αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση ιδίως προς τους σκοπούς και το σύστημα του ως άνω κανονισμού.

40      Ως προς τους σκοπούς του κανονισμού 1393/2007, από την αιτιολογική σκέψη του 2 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ο σκοπός αυτός υπενθυμίζεται και στις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού, που αναφέρονται ιδίως στην αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών, καθώς και στην ταχύτητα της διαβιβάσεως των πράξεων αυτών. Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται το ταχύτερο δυνατό.

41      Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1393/2007 τονίζει ότι «η άρνηση της επίδοσης ή της κοινοποίησης πράξεων θα πρέπει να είναι δυνατή σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις». Έτσι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού, η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης και οι διαβιβασθείσες πράξεις επιστρέφονται στην υπηρεσία διαβιβάσεως αν η αίτηση αυτή «είναι προφανές ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής» του εν λόγω κανονισμού.

42      Όπως όμως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η διάκριση μεταξύ των διαφορών που υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και των διαφορών που δεν υπάγονται στις υποθέσεις αυτές, ως αφορώσες, παραδείγματος χάριν, την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας μπορεί να αποδειχθεί δυσχερής.

43      Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ζήτημα αυτό όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής άλλων κανονισμών ή συμβάσεων, όπως οι διαλαμβανόμενοι στις σκέψεις 34 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, κανονικά κρίνεται μόνο αφού έχει παρασχεθεί η δυνατότητα σε όλους τους διαδίκους της οικείας διαφοράς να εκφράσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος έτσι ώστε το επιληφθέν δικαστήριο να διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την έκδοση της αποφάσεώς του.

44      Τα πράγματα έχουν όμως διαφορετικά όσον αφορά το ερώτημα αν ένα εισαγωγικό δίκης έγγραφο αφορά τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 1393/2007.

45      Ειδικότερα, το συγκεκριμένο ζήτημα πρέπει υποχρεωτικώς να επιλυθεί πριν την κοινοποίηση του εν λόγω εγγράφου στους λοιπούς διαδίκους εκτός εκείνου που κινεί τη διαδικασία, δεδομένου ότι από την απάντηση ακριβώς στο ως άνω ζήτημα εξαρτάται ο τρόπος κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού.

46      Υπ’ αυτές τις συνθήκες και δεδομένων των σκοπών ταχείας κοινοποιήσεως των δικαστικών πράξεων που επιδιώκονται από τον κανονισμό 1393/2007, το οικείο δικαστήριο πρέπει να αρκεσθεί σε έναν αρχικό έλεγχο των, αναγκαστικώς αποσπασματικών, στοιχείων που διαθέτει προκειμένου να κρίνει αν το ασκηθέν ενώπιόν του ένδικο βοήθημα υπάγεται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ή αν υπάγεται σε τομέα που δεν καλύπτεται από τον ως άνω κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, τα δε πορίσματα του ελέγχου αυτού δεν μπορούν βεβαίως να προκαταλάβουν τις αποφάσεις που θα λάβει το επιληφθέν δικαστήριο στη συνέχεια όσον αφορά ιδίως την αρμοδιότητά του και την ουσία της οικείας υποθέσεως.

47      Μια τέτοια ερμηνεία της ως άνω διατάξεως όχι μόνο παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1393/2007, αλλά επιβεβαιώνεται και από το σύστημα του εν λόγω κανονισμού.

48      Ειδικότερα, εξαιρουμένης της περιπτώσεως κατά την οποία είναι αδύνατη η επίδοση ή η κοινοποίηση μιας δικαστικής πράξεως λόγω μη τηρήσεως των απαιτουμένων από τον κανονισμό 1393/2007 τυπικών προϋποθέσεων, η υπηρεσία παραλαβής, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, υποχρεούται να επιστρέψει την αίτηση επιδόσεως ή κοινοποιήσεως της πράξεως αυτής στην υπηρεσία διαβιβάσεως μόνον όταν είναι προφανές ότι η εν λόγω αίτηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού.

49      Επομένως, αρκεί το επιληφθέν δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο κανονισμός 1393/2007 έχει εφαρμογή, να κρίνει ότι δεν είναι προφανές ότι το ασκηθέν ενώπιόν του ένδικο βοήθημα δεν υπάγεται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

50      Όσον αφορά το ζήτημα αν ο κανονισμός 1393/2007 έχει εφαρμογή σε αγωγές όπως αυτές των κύριων δικών, επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι, μολονότι ορισμένες διαφορές μεταξύ δημόσιας αρχής και ιδιώτη μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού, τούτο δεν ισχύει όταν η δημόσια αρχή ενεργεί ασκώντας δημόσια εξουσία.

51      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν η έννομη σχέση μεταξύ των εναγόντων των κύριων δικών και της Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελεί προδήλως έκφανση της δημόσιας εξουσίας του κράτους οφειλέτη, καθόσον αντιστοιχεί στην άσκηση εξουσιών οι οποίες είναι υπέρμετρες σε σύγκριση με τους κανόνες του κοινού δικαίου που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (αποφάσεις Préservatrice foncière TIARD, C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 30, καθώς και Λεχουρίτου κ.λπ., C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 34).

52      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνικός ή διεθνής οργανισμός δημόσιου δικαίου, επιδιώκων την είσπραξη τελών οφειλομένων από ιδιώτη λόγω της χρήσεως των εγκαταστάσεων και των υπηρεσιών του οργανισμού, ενεργεί κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας ειδικότερα οσάκις η χρήση αυτή είναι υποχρεωτική και αποκλειστική, ο δε συντελεστής των τελών, ο τρόπος υπολογισμού τους και οι διαδικασίες εισπράξεως καθορίζονται μονομερώς έναντι των χρηστών (αποφάσεις LTU, 29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4, καθώς και Λεχουρίτου κ.λπ., C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 32).

53      Η έκδοση όμως ομολόγων δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την άσκηση εξουσιών οι οποίες είναι υπέρμετρες σε σύγκριση με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να καταφύγει στην αγορά για τη χρηματοδότησή του, μεταξύ άλλων με την έκδοση ομολόγων.

54      Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τις υποθέσεις των κύριων δικών, από τη δικογραφία δεν προκύπτει προδήλως ότι οι χρηματοοικονομικοί όροι των επίμαχων τίτλων καθορίστηκαν μονομερώς από την Ελληνική Δημοκρατία και όχι βάσει των όρων της αγοράς οι οποίοι διέπουν την εμπορία των ως άνω χρηματοπιστωτικών μέσων και τις αποδόσεις τους.

55      Είναι μεν αληθές ότι ο νόμος 4050/2012 εντάσσεται στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των δημόσιων οικονομικών και ειδικότερα της αναδιαρθρώσεως του δημοσίου χρέους με σκοπό την αντιμετώπιση μιας σοβαρής χρηματοοικονομικής κρίσης και προς τούτο εισήγαγε τη δυνατότητα ανταλλαγής των τίτλων στις επίμαχες συμβάσεις.

56      Πρέπει όμως να επισημανθεί συναφώς ότι, αφενός, το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή εισήχθη με νόμο δεν είναι από μόνο του καθοριστικό ώστε να κριθεί ότι το Δημόσιο άσκησε τη δημόσια εξουσία του.

57      Αφετέρου, δεν είναι προφανές ότι η θέσπιση του νόμου 4050/2012 είχε ευθέως και αμέσως ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των χρηματοοικονομικών όρων των επίμαχων τίτλων και κατά συνέπεια προκάλεσε τη ζημία την οποία προβάλλουν οι ενάγοντες. Ειδικότερα, η τροποποίηση αυτή επρόκειτο να επέλθει κατόπιν κατά πλειοψηφίαν αποφάσεως των δικαιούχων των ομολόγων δυνάμει της ρήτρας ανταλλαγής την οποία εισήγαγε ο νόμος αυτός στις συμβάσεις εκδόσεως, πράγμα που επιβεβαιώνει εξάλλου την πρόθεση της Ελληνικής Δημοκρατίας να παραμείνει η διαχείριση των δανείων σε ρυθμιστικό πλαίσιο αστικού δικαίου.

58      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω σκέψεων, δεν είναι δυνατόν να κριθεί ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 1393/2007, οπότε ο ως άνω κανονισμός έχει εφαρμογή στις υποθέσεις αυτές.

59      Βάσει των ανωτέρω, στα τεθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 έχει την έννοια ότι αγωγές περί ανορθώσεως της ζημίας λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας, περί εκπληρώσεως της συμβάσεως και περί καταβολής αποζημιώσεως, όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που δεν προκύπτει ότι οι αγωγές αυτές προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, σ’ αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι αγωγές περί ανορθώσεως της ζημίας λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας, περί εκπληρώσεως της συμβάσεως και περί καταβολής αποζημιώσεως, όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που δεν προκύπτει ότι οι αγωγές αυτές προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.