Language of document : ECLI:EU:F:2009:30

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 2ας Απριλίου 2009 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Επιλογή της διαδικασίας – Επικεφαλής αντιπροσωπείας – Κενή θέση – Απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Αναρμοδιότητα – Πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας περί αποσπάσεως»

Στην υπόθεση F‑128/07,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ,

Ανδρέας Μενιδιάτης, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Rhode-Saint-Genèse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Σ. A. Παππά, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Berscheid και την K. Herrmann,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Οκτωβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 31 Οκτωβρίου 2007 με τηλεομοιοτυπία (η κατάθεση του πρωτοτύπου έλαβε χώρα στις 7 Νοεμβρίου 2007), ο Α. Μενιδιάτης ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του για την κάλυψη της κενής θέσεως του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Αθήνα (Ελλάδα) και διορίστηκε στη θέση αυτή ο Π.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

2        Κατά το άρθρο 35 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ):

«Κάθε υπάλληλος ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)      ενεργό υπηρεσία·

β)      απόσπαση·

γ)      άδεια για προσωπικούς λόγους·

δ)      διαθεσιμότητα·

ε)      άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων·

στ)      γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους.»

3        Το άρθρο 36 του ΚΥΚ διευκρινίζει:

«Ενεργός υπηρεσία είναι η κατάσταση του υπαλλήλου που ασκεί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV, τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση, στην οποία έχει τοποθετηθεί ή την οποία κατέχει προσωρινά.»

4        Το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει:

«Απόσπαση είναι η κατάσταση του μόνιμου υπαλλήλου ο οποίος, με απόφαση της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής:

α)      προς το συμφέρον της υπηρεσίας:

–        ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσεως εκτός του οργάνου, στο οποίο ανήκει,

ή

–        αναλαμβάνει προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις Συνθήκες ή παρ’ εκλεγμένω Προέδρω ενός των οργάνων ή των οργανισμών των Κοινοτήτων ή παρά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής των Περιφερειών ή παρ’ ομάδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

–        ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσεως η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού που αμείβεται από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις και στην οποία οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα.

[…]»

5        Κατά το άρθρο 38 του ΚΥΚ:

«Η απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:

α)      αποφασίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερόμενου·

β)      η διάρκειά της ορίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή·

γ)      μετά το τέλος κάθε εξάμηνης περιόδου, ο ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει τη λήξη της αποσπάσεώς του·

δ)      ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37[, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄,] πρώτη περίπτωση, έχει δικαίωμα εξισώσεως του μισθού όταν η θέση στην οποία έχει αποσπασθεί περιλαμβάνει συνολική αμοιβή κατώτερη από αυτή που αναλογεί στον βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται· δικαιούται επίσης της επιστροφής του συνόλου των προσθέτων δαπανών που συνεπάγεται η απόσπασή του·

ε)      ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37[, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄,] πρώτη περίπτωση, συνεχίζει να καταβάλλει τις εισφορές κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως βάσει του μισθού ενεργού υπηρεσίας που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται·

στ)      ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί διατηρεί τη θέση του, τα δικαιώματά του ως προς την προαγωγή κατά κλιμάκιο και την προαγωγή κατά βαθμό·

ζ)      κατά τη λήξη της αποσπάσεως, ο υπάλληλος επανέρχεται αμέσως στη θέση που κατείχε προηγουμένως.»

6        Τέλος, o πίνακας των αρμοδίων αρχών για τον διορισμό του προσωπικού που αμείβεται από τον προϋπολογισμό λειτουργίας, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της αποφάσεως της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2005, που τροποποιήθηκε προσφάτως με την απόφαση της Επιτροπής C (2006) 2318, της 13ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την άσκηση των εξουσιών που χορηγεί ο ΚΥΚ στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό (ΚΛΠ) στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής (ΑΣΣΠΑ) (δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 47‑2005 της 24ης Ιουνίου 2005, στο εξής: απόφαση AΔΑ), προβλέπει, στο σημείο 5 του τμήματος III «Εξέλιξη της σταδιοδρομίας», όσον αφορά την απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, μεταξύ άλλων:

«Περί του προϊσταμένου ιδιαιτέρου γραφείου, του αναπληρωτή προϊσταμένου ιδιαιτέρου γραφείου και του επικεφαλής αντιπροσωπείας: η εξουσία [διορισμού] ανατίθεται στο επιφορτισμένο με τα ζητήματα προσωπικού και διοικήσεως μέλος της Επιτροπής, με σύμφωνη γνώμη του προέδρου, όταν πρόκειται για απόσπαση σε μέλος της Επιτροπής. Ενημερώνεται η γενική διεύθυνση από την οποία προέρχεται ο οικείος υπάλληλος.»

 Η απόφαση σχετικά με τα στελέχη μέσου επιπέδου

7        Η Επιτροπή εξέδωσε, στις 28 Απριλίου 2004, την απόφαση C (2004) 1597, σχετικά με τα στελέχη μέσου επιπέδου, που δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 73/2004 της 23ης Ιουνίου 2004 (στο εξής: απόφαση ΣΜΕ).

8        Το άρθρο, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΣΜΕ προβλέπει:

«Καθήκοντα και στελέχη μέσου επιπέδου

Τα καθήκοντα των στελεχών μέσου επιπέδου καθορίζονται σύμφωνα με δύο σωρευτικά κριτήρια:

–        συνίστανται στη μόνιμη και διαρκή διεύθυνση διοικητικής μονάδας,

–        περιλαμβάνονται στο επίσημο οργανόγραμμα της Επιτροπής.

Πρόσωπο που πληροί συγχρόνως τα δύο αυτά κριτήρια ανήκει στα στελέχη μέσου επιπέδου.

Κατά συνέπεια, τα καθήκοντα του προϊσταμένου μονάδας, [επικεφαλής] αντιπροσωπείας […], προϊσταμένου γραφείου ή [επικεφαλής] αντιπροσωπείας στα κράτη μέλη καθώς και τα καθήκοντα αναπληρωτή [επικεφαλής] αντιπροσωπείας επιπέδου AD 13/AD 14 […] αποτελούν καθήκοντα στελεχών μέσου επιπέδου […] και καλύπτονται με την παρούσα απόφαση.

Τα καθήκοντα αυτά ανατίθενται στον βαθμό AD 9/AD 12 ή στον βαθμό AD 13/AD 14.»

9        Το άρθρο 14, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΣΜΕ προβλέπει τα εξής:

«Προϊστάμενοι γραφείου ή [επικεφαλής] αντιπροσωπείας στα κράτη μέλη

2.1 Επιλογή

Οι τελικές συνεντεύξεις που προβλέπει το άρθρο 8, [παράγραφος 1, σημείο] 3, και το άρθρο 10, [παράγραφος] 1, διεξάγονται από τον γενικό διευθυντή Τύπου και Επικοινωνίας, τον γενικό διευθυντή Προσωπικού και τον Γενικό Γραμματέα ή, κατόπιν αιτήσεώς του, διορισμένο εισηγητή (βλ. άρθρο 8, παράγραφος [1, σημείο] 3).

2.2 Διορισμός

Για τις θέσεις επιπέδου AD 9/AD 12, ΑΔΑ είναι ο γενικός διευθυντής Τύπου και Επικοινωνίας.

Για τις θέσεις επιπέδου AD 13/AD 14, ΑΔΑ είναι ο γενικός διευθυντής Τύπου και Επικοινωνίας, με σύμφωνη γνώμη του προέδρου και των επιφορτισμένων με το Προσωπικό και τον Τύπο και την Επικοινωνία μελών της Επιτροπής.

[…]»

10      Το σημείο 9.2 του διοικητικού οδηγού, της 10ης Δεκεμβρίου 2004, περί του ρόλου, των καθηκόντων, της επιλογής και του διορισμού των στελεχών μέσου επιπέδου της Επιτροπής (A*9/A*12 και A*13/A*14, στο εξής: διοικητικός οδηγός), προβλέπει τα εξής:

«Επιλογή: οι τελικές συνεντεύξεις με τους προϊσταμένους γραφείου ή [επικεφαλής] αντιπροσωπείας στα κράτη μέλη διεξάγονται από τον γενικό διευθυντή Τύπου και Επικοινωνίας, τον γενικό διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης, τον Γενικό Γραμματέα ή, κατόπιν αιτήσεώς του, διορισμένο εισηγητή […].

Διορισμός: για τις θέσεις επιπέδου AD 9/AD 12, [AΔΑ] είναι ο γενικός διευθυντής Τύπου και Επικοινωνίας.

Για τις θέσεις επιπέδου AD 13/AD 14, [AΔΑ] είναι ο γενικός διευθυντής Τύπου και Επικοινωνίας, με σύμφωνη γνώμη του προέδρου και των επιφορτισμένων με το Προσωπικό και τον Τύπο και την Επικοινωνία μελών της Επιτροπής.»

 Η απόφαση σχετικά με τις λεπτομέρειες πληρώσεως της θέσεως του επικεφαλής αντιπροσωπείας

11      Η Επιτροπή εξέδωσε επίσης, στις 7 Ιουλίου 2004, την απόφαση C (2004) 2662 σχετικά με τις λεπτομέρειες πληρώσεως της θέσεως του επικεφαλής αντιπροσωπείας (στο εξής: απόφαση ΠΕΑ), της οποίας το άρθρο 1 προβλέπει:

«Οι θέσεις επικεφαλής αντιπροσωπείας της Επιτροπής στα κράτη μέλη πληρούνται είτε με απόσπαση υπαλλήλου (βάσει του άρθρου 37 [, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, και του άρθρου] 38 του ΚΥΚ), είτε με την πρόσληψη εκτάκτου υπάλληλου με σύμβαση [εμπίπτουσα στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄,] του ΚΛΠ, στον βαθμό A*/AD 12).»

12      Η διαδικασία που εφαρμόζεται στις αποφάσεις περί αποσπάσεως υπαλλήλου ως επικεφαλής αντιπροσωπείας καθορίστηκε από τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Προσωπικό και Διοίκηση» με τα από 20 Απριλίου και 26 Μαΐου 2005 υπηρεσιακά σημειώματα. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει τα εξής στάδια:

«–      Διορισμό εισηγητή από τη ΓΔ [“Προσωπικό και Διοίκηση”]·

–        υποβολή υποψηφιοτήτων στη ΓΔ [“Επικοινωνία”]·

–        διαδικασία προεπιλογής, κατάρτιση πίνακα με τους τελικώς επιλεγέντες υποψηφίους·

–        συνέντευξη με τον γενικό διευθυντή της ΓΔ [“Επικοινωνία”] και τον εισηγητή·

–        διαβίβαση της εκθέσεως επιλογής στη ΓΔ [“Προσωπικό και Διοίκηση”· η] έκθεση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τη φάση της προεπιλογής, την επιλογή του πίνακα με τους τελικώς επιλεγέντες υποψηφίους·

–        έγγραφη διαδικασία της [συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών (ΣΕΔ)]·

–        τελική επιλογή του γενικού διευθυντή της ΓΔ [“Επικοινωνία”]·

–        απλουστευμένη διαδικασία (με σύμφωνη γνώμη των γραφείων του προέδρου, καθώς και της αντιπροέδρου Μ. Wallström και του αντιπροέδρου S. Kallas)·

–        απόφαση του αντιπροέδρου S. Kallas.» (Μετάφραση από την αγγλική.)

 Ιστορικό της διαφοράς

13      Στις 9 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή δημοσίευσε την προκήρυξη κενής θέσεως COM/2006/961 για την απόσπαση μονίμου υπαλλήλου ή την πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Ελλάδα.

14      Από την εν λόγω προκήρυξη κενής θέσεως προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η θέση αφορά μονίμους και εκτάκτους υπαλλήλους καθηκόντων A*, οι οποίοι βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία στην Επιτροπή κατά τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιοτήτων. Οι υποψήφιοι πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις για να γίνουν δεκτοί:

1.      να έχουν τουλάχιστον δεκαετή επαγγελματική εμπειρία [μεταπτυχιακή], κατά προτίμηση στον τομέα της επικοινωνίας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και/ή των πολιτικών και οικονομικών υποθέσεων, από τα οποία τουλάχιστον πέντε έτη σε καθήκοντα συντονισμού και/ή στελέχωσης ομάδας,

2.      να έχουν άριστη γνώση της ελληνικής, γραπτώς και προφορικώς, και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καλή γνώση της γαλλικής και/ή της αγγλικής αποτελεί πλεονέκτημα.

Η θέση του επικεφαλής αντιπροσωπείας της Επιτροπής πληρούται είτε με την απόσπαση μονίμου υπαλλήλου (βάσει του άρθρου 37 [, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, και του άρθρου] 38 του ΚΥΚ), είτε με την πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου με σύμβαση [εμπίπτουσα στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄,] του ΚΛΠ, στον βαθμό A*12. Η διάρκεια της αρχικής θητείας […] είναι τριών ετών, ανανεώσιμη άπαξ για μέγιστη διάρκεια δύο ετών.

Αν ο υποψήφιος που γίνει δεκτός είναι μόνιμος υπάλληλος βαθμού μεγαλυτέρου του A*12, αποσπάται διατηρώντας τον βαθμό και το μισθολογικό του κλιμάκιο.»

15      Ο προσφεύγων καθώς και έντεκα λοιποί υποψήφιοι κατέθεσαν την υποψηφιότητά τους για τη θέση του επικεφαλής αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Αθήνα. Κατά την πρώτη φάση επιλογής, μετά την εξέταση των φακέλων των υποψηφιοτήτων, η επιτροπή προεπιλογής έκανε δεκτούς επτά υποψηφίους για τις συνεντεύξεις προεπιλογής. Το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των υποψηφίων που έγιναν δεκτοί.

16      Οι προκαταρκτικές συνεντεύξεις με την επιτροπή προεπιλογής έλαβαν χώρα στις 15 και 18 Μαΐου 2006. Επί των επτά υποψηφίων που έδωσαν συνέντευξη, η επιτροπή πρότεινε στον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Επικοινωνία» να γίνουν δεκτοί για τις τελικές συνεντεύξεις μόνον τέσσερις υποψήφιοι.

17      Οι τέσσερις προεπιλεγέντες υποψήφιοι εκλήθησαν σε συνέντευξη με επιτροπή επιλογής, αποτελούμενη από τον C. Sørensen, γενικό διευθυντή της ΓΔ «Επικοινωνία», τον K., με την ιδιότητά του ως εισηγητή, και τον R., ως γραμματέα. Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στις 7 Ιουλίου 2006.

18      Κατά τις τελικές συνεντεύξεις, ο Π. έλαβε βαθμό 82/100 και οι λοιποί τρεις υποψήφιοι 65/100, 69/100 και 74/100, αντιστοίχως.

19      Η ΣΕΔ, με την από 6 Σεπτεμβρίου 2006 γνωμοδότησή της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «λαμβανομένης υπόψη καθεμίας υποψηφιότητας βάσει του άρθρου 37[, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, και του άρθρου 38 του ΚΥΚ] και του προσωπικού φακέλου κάθε υποψηφίου, […] μπορούν να ληφθούν υπόψη οι υποψηφιότητες των Y., K. και Π.». Εντούτοις, θεώρησε ότι «η υποψηφιότητα του Π. μπορεί να ληφθεί ειδικότερα υπόψη».

20      Με την από 20 Δεκεμβρίου 2006 απόφαση του αντιπροέδρου της Επιτροπής, S. Kallas, ο Π. αποσπάστηκε προς το συμφέρον της υπηρεσίας ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Αθήνα, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2007 για διάρκεια τριών ετών. Για τη διάρκεια της αποσπάσεώς του, ο Π. κατετάγη, με την ίδια απόφαση, στον βαθμό AD 12.

21      Με το από 21 Δεκεμβρίου 2006 υπηρεσιακό σημείωμα, ο προσφεύγων πληροφορήθηκε ότι η υποψηφιότητά του απορρίφθηκε και ότι ο Π. διορίστηκε στη θέση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Αθήνα (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

22      Στις 28 Φεβρουαρίου 2007, ο προσφεύγων άσκησε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, ΚΥΚ, ενώπιον του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Επικοινωνία» κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η διοικητική αυτή ένσταση διαβιβάστηκε στην αρμόδια υπηρεσία της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» και πρωτοκολλήθηκε στις 17 Απριλίου 2007.

23      Με την από 25 Σεπτεμβρίου 2007 απόφαση, κοινοποιηθείσα στον προσφεύγοντα την 1η Οκτωβρίου 2007, η Επιτροπή απέρριψε την προαναφερθείσα διοικητική ένσταση.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

24      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

26      Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κάλεσε την Επιτροπή να του διαβιβάσει πληροφοριακά στοιχεία ως προς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τον προσωπικό δεσμό ο οποίος, κατά την άποψή της, συνδέει τους επικεφαλής αντιπροσωπείας με το μέλος της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένο με την επικοινωνιακή στρατηγική και δικαιολογεί την προσφυγή στο άρθρο 37 του ΚΥΚ, όπως προβλέπει η απόφαση ΠΕΑ. Η Επιτροπή απάντησε στο αίτημα αυτό με το από 31 Οκτωβρίου 2008 υπηρεσιακό σημείωμα, το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αυθημερόν με τηλεομοιοτυπία (η κατάθεση του πρωτοτύπου έλαβε χώρα στις 3 Νοεμβρίου 2008) και διαβιβάστηκε στον προσφεύγοντα, προς υποβολή παρατηρήσεων, στις 4 Νοεμβρίου 2008. Με το από 14 Νοεμβρίου 2008 σημείωμα, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αυθημερόν με τηλεομοιοτυπία (η κατάθεση του πρωτοτύπου έλαβε χώρα στις 19 Νοεμβρίου 2008), ο προσφεύγων κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις. Κατά την ημερομηνία αυτή, περατώθηκε η προφορική διαδικασία και η υπό κρίση υπόθεση τέθηκε υπό διάσκεψη.

27      Με διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 2008, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επανέλαβε την προφορική διαδικασία και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει, ενδεχομένως, σύντομες παρατηρήσεις επί του από 14 Νοεμβρίου 2008 προαναφερθέντος υπηρεσιακού σημειώματος του προσφεύγοντος. Στις 15 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή απάντησε στην πρόσκληση αυτή καταθέτοντας γραπτές παρατηρήσεις.

 Σκεπτικό

28      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει πλείονες λόγους αντλούμενους, πρώτον, από έλλειψη νομιμότητας και μη τήρηση της διαδικασίας επιλογής, δεύτερον, από παρατυπία της προκηρύξεως κενής θέσεως, τρίτον, από μη τήρηση της προκηρύξεως κενής θέσεως, τέταρτον, από παράβαση του άρθρου 11 α του ΚΥΚ, πέμπτον, από έλλειψη νομιμότητας του υποβιβασμού της θέσεως επικεφαλής της αντιπροσωπείας στην Αθήνα και έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως ΠΕΑ, έκτον, από καθυστερημένη δημοσίευση της προκηρύξεως για την πλήρωση της κενής θέσεως, έβδομον, από παράβαση των κανόνων περί εναλλαγής του προσωπικού των ευαίσθητων θέσεων, όγδοον, από την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως περί αρνήσεως της προσβάσεως στα έγγραφα που ζήτησε ο προσφεύγων με τη διοικητική του ένσταση, τέλος, ένατον, από κατάχρηση εξουσίας.

29      Επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρως να εξεταστεί ο πρώτος λόγος, που αντλείται από έλλειψη νομιμότητας και μη τήρηση της διαδικασίας επιλογής του επικεφαλής αντιπροσωπείας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Ο προσφεύγων διαιρεί τον πρώτο λόγο σε δύο σκέλη.

31      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η παρέμβαση των μελών της Επιτροπής στη διαδικασία διορισμού των επικεφαλής αντιπροσωπείας δεν είναι σύννομη. Εν προκειμένω, διαπιστώνει ότι ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Αθήνα διορίστηκε με απόφαση του αντιπροέδρου S. Kallas, αφού έλαβε τη σύμφωνη γνώμη των ιδιαιτέρων γραφείων του Προέδρου της Επιτροπής, της αντιπροέδρου M. Wallström και του αντιπροέδρου S. Kallas.

32      Ωστόσο, η ανάμειξη αυτή των μελών της Επιτροπής στην επίμαχη διαδικασία επιλογής δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς, εφόσον τα μέλη αυτά δεν έχουν διαχειριστικές αρμοδιότητες ή ευθύνες και δεν υποχρεούνται να έχουν άμεσες σχέσεις με τους επικεφαλής αντιπροσωπειών, οι οποίοι παραμένουν στη θέση ανεξαρτήτως της διάρκειας της θητείας των επιτρόπων. Οι αντιπροσωπείες αποτελούν αποκεντρωμένες μονάδες της ΓΔ «Επικοινωνία», χωρίς πολιτικό χαρακτήρα. Η επιλογή intuitu personae των επικεφαλής αντιπροσωπείας, σύμφωνα με διαδικασία παρεμφερή με τη διαδικασία επιλογής των μελών των ιδιαιτέρων γραφείων των επιτρόπων, δεν στηρίζεται σε καμία νομική βάση.

33      Με τις από 14 Νοεμβρίου 2008 παρατηρήσεις του, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η απόσπαση «για την προσωρινή άσκηση καθηκόντων παρά προσώπω που εκτελεί θητεία», κατά το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ, προϋποθέτει τη φυσική παρουσία του αποσπασθέντος υπαλλήλου παρά τω προσώπω αυτώ. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη στενών, τακτικών και διαρθρωτικών επαφών που υποδηλώνουν σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του επικεφαλής αντιπροσωπείας και, συγκεκριμένα, του υπευθύνου για την επικοινωνιακή πολιτική επιτρόπου. Ο προσφεύγων τονίζει, συναφώς, την οργανική και ιεραρχική σύνδεση του επικεφαλής αντιπροσωπείας με τις υπηρεσίες της ΓΔ «Επικοινωνία».

34      Η Επιτροπή αντικρούει ότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για πρόσληψη, αλλά για μετάθεση, βάσει του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ, δικαιολογούμενη από τη φύση των καθηκόντων.

35      Καταρχάς, η αντιπροσωπεία, αφενός, έχει αποστολή πληροφορήσεως και επικοινωνίας με τα εθνικά και περιφερειακά μέσα ενημερώσεως και το ευρύ κοινό για την πολιτική της Επιτροπής, και, αφετέρου, παρέχει στην Επιτροπή αναλύσεις για την πολιτική κατάσταση στο οικείο κράτος μέλος. Επομένως, η αντιπροσωπεία αποτελεί ενδιάμεσο φορέα μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών του οικείου κράτους μέλους, ο δε επικεφαλής αντιπροσωπείας ενεργεί ως εκπρόσωπος της Επιτροπής στο οικείο κράτος μέλος, τούτο δε σε στενή συνεργασία με τον υπεύθυνο για την επικοινωνία επίτροπο.

36      Τέτοιου είδους καθήκοντα έχουν αδιαμφισβήτητα πολιτικό και ευαίσθητο χαρακτήρα, γεγονός που εξηγεί τη τριετή μόνο διάρκεια της θητείας του επικεφαλής αντιπροσωπείας.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιλογή του επικεφαλής αντιπροσωπείας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται όπως ενός προϊσταμένου μονάδας βαθμού AD 12 που ασκεί τα καθήκοντά του στις Βρυξέλλες. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε να αποσπάσει, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, «τον επικεφαλής αντιπροσωπείας στο επιφορτισμένο με την επικοινωνιακή στρατηγική μέλος της Επιτροπής». Πρόκειται για απόσπαση λειτουργικού χαρακτήρα των επικεφαλής αντιπροσωπείας, μολονότι οι αντιπροσωπείες, από οργανωτικής απόψεως, αποτελούν μέρος της ΓΔ «Επικοινωνία».

38      Η Επιτροπή προσθέτει ότι το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ δεν απαιτεί την ύπαρξη συγκεκριμένης θέσεως, η οποία να αποτελεί μέρος ιδιαιτέρου γραφείου επιτρόπου και να περιλαμβάνεται, από οργανωτικής απόψεως, σε διαφορετικό οργανόγραμμα από το οργανόγραμμα των υπηρεσιών της Επιτροπής. Η γραμματική διατύπωση της διατάξεως αυτής τονίζει ρητώς τα προς άσκηση καθήκοντα τα οποία απαιτούν, εν προκειμένω, την ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού μεταξύ του αποσπασθέντος μονίμου υπαλλήλου και του μέλους της Επιτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, T‑162/96, Forcheri κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑421 και II‑1203, σκέψη 65).

39      Η παρέμβαση τριών ιδιαιτέρων γραφείων επιτρόπων στο πλαίσιο της διαδικασίας αποσπάσεως μονίμου υπαλλήλου για την άσκηση καθηκόντων επικεφαλής αντιπροσωπείας δικαιολογείται ακριβώς από τις ιδιαίτερες ευθύνες του εν λόγω υπαλλήλου.

40      Το γεγονός ότι η διάρκεια της αποσπάσεως του επικεφαλής της αντιπροσωπείας στην Αθήνα μπορεί να μην αντιστοιχεί με τη διάρκεια της θητείας του επιτρόπου δεν ασκεί επιρροή, εφόσον μόνον η ΑΔΑ αποφασίζει περί της διάρκειας της αποσπάσεως με κριτήριο το συμφέρον της υπηρεσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2002, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑163, σκέψεις 51 έως 53, και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑385 και II‑1731, σκέψεις 64 έως 66).

41      Τέλος, η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στις 31 Οκτωβρίου 2008, σε απάντηση στο ερώτημα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όπως αναφέρεται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, για να δικαιολογήσει την προσφυγή στο άρθρο 37 του ΚΥΚ, ισχυρίζεται ότι η συχνότητα των επαφών μεταξύ του επιφορτισμένου με την επικοινωνιακή στρατηγική επιτρόπου και των επικεφαλής αντιπροσωπείας ποικίλλει αναλόγως των πολιτικών γεγονότων και του προγράμματος του σώματος των επιτρόπων. Λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής αποστάσεως μεταξύ της έδρας της Επιτροπής και των εδρών των 27 αντιπροσωπειών της, είναι αδύνατη η διεξαγωγή άμεσων συναντήσεων μεταξύ του οικείου επιτρόπου και των 27 επικεφαλής αντιπροσωπείας εβδομαδιαίως ή και μηνιαίως. Ωστόσο, ο συχνός χαρακτήρας των άμεσων συναντήσεων μεταξύ του προσώπου παρά τω οποίω έγινε η απόσπαση και του αποσπασθέντος δεν συνιστά, καθεαυτός, προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ, εφόσον η εκτίμηση της υπάρξεως σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης δεν βασίζεται οπωσδήποτε σε ποσοτικώς εκτιμούμενες παραμέτρους, όπως στον αριθμό των άμεσων επαφών ή των τηλεφωνημάτων. Σημασία έχει το περιεχόμενο των σχέσεων αυτών, το οποίο, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα.

42      Oι άμεσες επαφές μεταξύ των επικεφαλής αντιπροσωπείας και του υπεύθυνου για την επικοινωνιακή στρατηγική επιτρόπου είναι ποικίλες. Γενικώς, πρόκειται για:

–        τηλεφωνήματα ή ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ του επιτρόπου και των μελών του ιδιαιτέρου γραφείου του, αφενός, και των επικεφαλής αντιπροσωπείας, αφετέρου· οι επαφές αυτές ποικίλλουν, αναλόγως των γεγονότων σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, και εντείνονται πριν από τις επισκέψεις του επιτρόπου στο οικείο κράτος μέλος·

–        επισκέψεις του επιτρόπου στο οικείο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των οποίων συνοδεύεται από τον επικεφαλής αντιπροσωπείας·

–        αποστολές του επικεφαλής αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες, κατά τη διάρκεια των οποίων λαμβάνει χώρα υποχρεωτικώς συνάντηση με τον επίτροπο·

–        συμμετοχή του επιτρόπου στις συσκέψεις των επικεφαλής αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες τουλάχιστον δις ετησίως·

–        εκθέσεις που συντάσσουν οι επικεφαλής αντιπροσωπείας και τις οποίες απευθύνουν απευθείας στον επίτροπο.

43      Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου, ο προσφεύγων αμφισβητεί την αρμοδιότητα του αντιπροέδρου S. Kallas ως ΑΔΑ, σε θέματα αποσπάσεως μονίμου υπαλλήλου ως επικεφαλής αντιπροσωπείας. Συναφώς, επικαλείται το άρθρο 14, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΣΜΕ από την οποία προκύπτει ότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Επικοινωνία» έχει την ιδιότητα ΑΔΑ για τον διορισμό επικεφαλής αντιπροσωπείας βαθμού AD 12. Ωστόσο, εν προκειμένω, ο εν λόγω γενικός διευθυντής πρότεινε μόνον τον διορισμό του Π., τη δε απόφαση διορισμού έλαβε τελικώς ο αντιπρόεδρος S. Kallas.

44      Κατά τον προσφεύγοντα, το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως ΣΜΕ δεν μπορεί να οριοθετηθεί μόνο στις περιπτώσεις μετατάξεως και διορισμού βάσει των άρθρων 7 και 29 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή, η οποία αφορά όλα τα στελέχη μέσου επιπέδου και εφαρμόζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, σε όλες τις υπηρεσίες της Επιτροπής και στις υπηρεσίες που συνδέονται διοικητικώς μαζί της, έχει γενικό και ευρύ περιεχόμενο: διέπει τη διαδικασία επιλογής και διορισμού των επικεφαλής γραφείου και αντιπροσωπείας, ανεξαρτήτως του αν η επίμαχη διαδικασία «αφορά» διορισμό, μετάταξη, μετάθεση, προαγωγή ή εξωτερική επιλογή. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΣΜΕ διευκρινίζει επίσης ότι η απόφαση αυτή αφορά τους επικεφαλής αντιπροσωπείας χωρίς να διευκρινίζει τον τρόπο διορισμού.

45      Η απόφαση ΠΕΑ δεν αίρει τη δυνατότητα εφαρμογής της αποφάσεως ΣΜΕ. Δεν υφίσταται καμία αντίφαση μεταξύ τους. Επομένως, το γεγονός ότι η απόφαση ΠΕΑ είναι μεταγενέστερη της αποφάσεως ΣΜΕ δεν ασκεί επιρροή.

46      Περαιτέρω, ο προσφεύγων τονίζει, ότι, κατά το σημείο 9 του διοικητικού οδηγού, που είναι μεταγενέστερος της αποφάσεως ΠΕΑ, οι κανόνες επιλογής και διορισμού των επικεφαλής αντιπροσωπείας είναι γενικώς οι ίδιοι με αυτούς που ισχύουν για τις λοιπές θέσεις μέσου επιπέδου, αν και υφίστανται ορισμένες διαφορές ως προς την ΑΔΑ και τη συμμετοχή άλλων επιτροπών πλην της ΣΕΔ, οι οποίες παρεμβαίνουν δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΣΜΕ.

47      Εξάλλου, το σημείο 5 του τμήματος III του πίνακα των ΑΔΑ του προσωπικού που αμείβεται από τον προϋπολογισμό λειτουργίας, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της αποφάσεως AΔΑ δεν δύναται να ενισχύσει την άποψη της Επιτροπής, εφόσον από το κείμενο αυτό προκύπτει ότι ο υπεύθυνος για ζητήματα προσωπικού και διοικήσεως επίτροπος έχει την ιδιότητα ΑΔΑ μόνον όταν η επίμαχη απόσπαση γίνεται σε μέλος της Επιτροπής, όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

48      Τέλος, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως εκδόθηκε από το σώμα των επιτρόπων, που δεν ήταν η ΑΔΑ που έπρεπε να εκδώσει την εν λόγω απόφαση. Από την παρατυπία αυτή προκύπτει η απαράδεκτη πολιτικοποίηση του συνόλου της διαδικασίας προσλήψεως υπαλλήλου, ο οποίος θεωρείται βαθμού AD 12. Η παράβαση αυτή των κανόνων κατανομής των εξουσιών που ανατίθενται στην ΑΔΑ θίγει την αρχή της αμεροληψίας της διαδικασίας και δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το αν έγινε πραγματικά συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για την πλήρωση της κενής θέσεως· εντούτοις, η εξέταση αυτή αποτελεί την εγγύηση σεβασμού της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων και της αρχής της εξελίξεως της σταδιοδρομίας.

49      Η Επιτροπή παρατηρεί, πρώτον, ότι, σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική της σκέψη, η απόφαση ΣΜΕ βασίζεται στα άρθρα 2, 4, 5, 7 και 29 του ΚΥΚ και το πεδίο εφαρμογής της αφορά, κατά συνέπεια, την πλήρωση των θέσεων στελεχών μέσου επιπέδου με μετάταξη προς το συμφέρον της υπηρεσίας βάσει του άρθρου 7 του ΚΥΚ, ή διορισμό μονίμου υπαλλήλου, βάσει του άρθρου 29 του ΚΥΚ. Δεν αφορά τα άρθρα 37 και 38 του ΚΥΚ.

50      Δεύτερον, η Επιτροπή τονίζει ότι η επίμαχη διαδικασία δεν μπορούσε να υπαχθεί στην απόφαση ΣΜΕ διότι, κατά τον πίνακα των ΑΔΑ του προσωπικού που αμείβεται από τον προϋπολογισμό λειτουργίας, που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση AΔΑ, η αρμόδια αρχή για τη λήψη της αποφάσεως περί αποσπάσεως, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, μονίμου υπαλλήλου για την άσκηση καθηκόντων επικεφαλής αντιπροσωπείας είναι το υπεύθυνο για ζητήματα προσωπικού και διοικήσεως μέλος της Επιτροπής. Επομένως, ήταν απαραίτητο να προβλεφθεί χωριστή διαδικασία επιλογής, όπερ και εγένετο με τις αποφάσεις που έλαβε ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» στις 20 Απριλίου και στις 26 Μαΐου 2005.

51      Το επιχείρημα του προσφεύγοντος που αντλείται από τον διοικητικό οδηγό και την απόφαση ΣΜΕ δεν ασκεί επιρροή στις συγκεκριμένες περιστάσεις, εφόσον το μέλος της Επιτροπής δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να μεριμνά για την τήρηση της διαδικασίας επιλογής που καταλήγει στη λήψη αποφάσεως για την οποία το μέλος αυτό δεν είναι η ΑΔΑ.

52      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος που αντλείται από την προβαλλομένη ως αβάσιμη παρέμβαση των τριών ιδιαιτέρων γραφείων επιτρόπων κατά τον διορισμό του επικεφαλής αντιπροσωπείας στην Αθήνα, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η παρέμβαση των οικείων επιτρόπων, κατά το προτελευταίο στάδιο της διαδικασίας επιλογής, απορρέει από τη φύση των καθηκόντων του επικεφαλής αντιπροσωπείας και την ιδιότητα ΑΔΑ του αντιπροέδρου S. Kallas συναφώς.

53      Τέλος, όσον αφορά την προβαλλομένη αναρμοδιότητα του σώματος των επιτρόπων να λάβει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η υποσημείωση της σελίδας 2, σχετικά με το σημείο 12 «Διοικητική ένσταση» του τμήματος V του πίνακα των ΑΔΑ του προσωπικού που αμείβεται από τον προϋπολογισμό λειτουργίας, που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση AΔΑ, προβλέπει:

«[…] αν η αμφισβητούμενη απόφαση ελήφθη από τον επιφορτισμένο με το προσωπικό και τη διοίκηση επίτροπο ή την Επιτροπή: η ΑΔΑ είναι η Επιτροπή […]».

54      Εφόσον, εν προκειμένω, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής S. Kallas έλαβε την προσβαλλομένη απόφαση, η απάντηση στη στρεφομένη κατά της αποφάσεως αυτή διοικητική ένσταση έπρεπε να ληφθεί από το σώμα των επιτρόπων.

55      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος προβλήθηκε υπέρ του νόμου και, συνεπώς, είναι απαράδεκτος.

56      Συγκεκριμένα, εφόσον ο προσφεύγων αποκλείσθηκε από τη διαδικασία επιλογής κατά το στάδιο της εξετάσεως των φακέλων των υποψηφιοτήτων από την επιτροπή προεπιλογής, το ζήτημα του αν η διαδικασία που οδήγησε στην απόσπαση του Π. έπρεπε να διεξαχθεί κατά την απόφαση ΣΜΕ ή άλλες αποφάσεις δεν μπορεί να βλάψει την προσωπική του κατάσταση εφόσον, ακόμη και σε περίπτωση εφαρμογής της αποφάσεως ΣΜΕ, η ληφθείσα έναντι του προσφεύγοντος απόφαση θα ήταν η ίδια, ανεξαρτήτως της ακολουθηθείσας διαδικασίας.

57      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά του λόγου που αντλείται από την αδυναμία εν προκειμένω εφαρμογής του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ με την αιτιολογία ότι δεν προβλήθηκε ούτε με τη διοικητική ένσταση ούτε με το δικόγραφο προσφυγής, αλλά προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

58      Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή τόνισε επίσης τη δυνατότητα που έχει ο επικεφαλής αντιπροσωπείας να επανέλθει αμέσως, κατά τη λήξη της μεταθέσεώς του, σύμφωνα με άρθρο 38, στοιχείο ζ΄, του ΚΥΚ, στη θέση που κατείχε προηγουμένως. Η δυνατότητα αυτή ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της θέσεως, λαμβανομένου υπόψη του προσωπικού δεσμού που υφίσταται μεταξύ του ενδιαφερομένου και του υπευθύνου για την επικοινωνιακή στρατηγική μέλους της Επιτροπής, εφόσον η λήξη της θητείας του εν λόγω μέλους δύναται να συνεπιφέρει τη λήξη της αποσπάσεως. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε τη δυσχέρεια διοργανώσεως διαδικασίας εναλλαγής του προσωπικού των αντιπροσωπειών της Επιτροπής στα κράτη μέλη, η οποία είναι συγκρίσιμη με την υφιστάμενη μεταξύ εκπροσωπήσεων διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των γλωσσικών γνώσεων που απαιτείται να έχει ο επικεφαλής αντιπροσωπείας, ο οποίος, εξάλλου, έχει, στις περισσότερες περιπτώσεις, την ιθαγένεια της χώρας υποδοχής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

59      Πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το παραδεκτό της αιτιάσεως που αντλείται από την αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 37 του ΚΥΚ, και στη συνέχεια το ζήτημα αν νομίμως η Επιτροπή εφάρμοσε, εν προκειμένω για την πρόσληψη του επικεφαλής αντιπροσωπείας στην Αθήνα, τις διατάξεις του ΚΥΚ για θέματα αποσπάσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται στις Συνθήκες.

 Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως που αντλείται από την αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 37 του ΚΥΚ

60      Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της αιτιάσεως που αντλείται από την αδυναμία εφαρμογής, εν προκειμένω, του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ με την αιτιολογία ότι η αιτίαση αυτή δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής.

61      Η ένσταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, απαντώντας ακριβώς στον λόγο που αντλεί ο προσφεύγων από την έλλειψη νομιμότητας της ακολουθηθείσας εν προκειμένω διαδικασίας επιλογής του επικεφαλής αντιπροσωπείας, από απόψεως των άρθρων 7 και 29 του ΚΥΚ, καθώς και του άρθρου 14, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΣΜΕ, προέβαλε το επιχείρημα ότι, κατά την εν λόγω διαδικασία επιλογής, υποχρεούνταν να εφαρμόσει το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ, οπότε, από της απόψεως της διατάξεως αυτής και όχι των άρθρων 7 και 29 του ΚΥΚ, πρέπει, κατά την Επιτροπή, να εκτιμηθεί η νομιμότητα της επίμαχης διαδικασίας επιλογής.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, η εξέταση της βασιμότητας του πρώτου λόγου προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα εξετάσει, καταρχάς, τη δυνατότητα εφαρμογής, εν προκειμένω, του άρθρου 37 του ΚΥΚ.

63      Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος αντιστοιχούν με αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του υπεύθυνου για θέματα προσωπικού και διοικήσεως επιτρόπου για τον διορισμό του επικεφαλής της αντιπροσωπείας στην Αθήνα, καθώς και του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 37 του ΚΥΚ, που εφάρμοσε η Επιτροπή, δηλαδή συνιστούν λόγους δημόσιας τάξης, δυνάμενους να προβληθούν αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασίας.

64      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που στρέφεται κατά της αιτιάσεως που αντλείται από την αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 37 του ΚΥΚ.

 Επί της βασιμότητας της αιτιάσεως που αντλείται από την αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 37 του ΚΥΚ

65      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 35 του ΚΥΚ, κάθε υπάλληλος ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις: ενεργό υπηρεσία, απόσπαση, άδεια για προσωπικούς λόγους, διαθεσιμότητα, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων ή γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους. Είναι σαφές ότι η δραστηριότητα, η οποία, κατά το άρθρο 36 του ΚΥΚ, είναι «η κατάσταση του υπαλλήλου που ασκεί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV, τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση, στην οποία έχει τοποθετηθεί ή την οποία κατέχει προσωρινά», αποτελεί την κανονική κατάσταση του υπαλλήλου, οι δε λοιπές καταστάσεις έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα. Εξάλλου, για να τεθεί σε μία από τις λοιπές αυτές καταστάσεις, ο υπάλληλος πρέπει να πληροί τις προβλεπόμενες συναφώς από τον ΚΥΚ ιδιαίτερες προϋποθέσεις.

66      Επομένως, δυνάμει του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ, υπάλληλος μπορεί να αποσπασθεί, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, για να «αναλάβει προσωρινά καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις Συνθήκες», όπως είναι ένα μέλος της Επιτροπής.

67      Όπως τόνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 2006, C‑432/04, Επιτροπή κατά Cresson (Συλλογή 2006, σ. I‑6387, σκέψη 137), ο σκοπός της αποσπάσεως σε επίτροπο είναι, γενικώς, να παρέχεται η δυνατότητα σε πρόσωπα που έχουν προηγουμένως προσληφθεί λόγω των προσόντων τους, συχνά με διαγωνισμό, και τα οποία έχουν αποδείξει τις ικανότητές τους να τις θέτουν, στη συνέχεια, στην υπηρεσία των ιδιαιτέρων γραφείων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η πρόσληψη αυτών των συνεργατών γίνεται intuitu personae, δηλαδή στο πλαίσιο ευρείας διακριτικής ευχέρειας, οι δε ενδιαφερόμενοι επιλέγονται τόσο για τα επαγγελματικά και ηθικά τους προσόντα όσο και για την ικανότητά τους να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες μεθόδους εργασίας του συγκεκριμένου επιτρόπου και στις μεθόδους εργασίας ολοκλήρου του ιδιαιτέρου γραφείου του (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Cresson, σκέψη 130· βλ. επίσης, συναφώς, σχετικά με τον διορισμό των εισηγητών στα γραφεία δικαστών του Δικαστηρίου, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑103/07, Duta κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 26, η οποία αποτελεί το αντικείμενο εκκρεμούς αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση T‑475/08 P).

68      Το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο τόνισαν επίσης τη διακριτική ευχέρεια του προσώπου ή της υπηρεσίας που τυγχάνει της αποσπάσεως, καθώς και την αμοιβαία εμπιστοσύνη που πρέπει να επικρατεί στις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ του προσώπου αυτού ή της υπηρεσίας αυτής και του αποσπασθέντος υπαλλήλου, καθ’ όλη τη διάρκεια της αποσπάσεως, με την ευκαιρία προσλήψεως υπαλλήλου σε πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, γεγονός το οποίο παρέχει στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να τερματίσει ανά πάσα στιγμή την εν λόγω απόσπαση όταν οι σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης εξέλειπαν (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑111/02 P, Κοινοβούλιο κατά Reynolds, Συλλογή 2004, σ. I‑5475, σκέψεις 54 έως 56· προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 66). Συναφώς, το άρθρο 38 του ΚΥΚ παρέχει στον αποσπασθέντα υπάλληλο τη δυνατότητα να ζητήσει, στο τέλος κάθε εξάμηνης περιόδου, τη λήξη της αποσπάσεώς του, γεγονός το οποίο μαρτυρεί την προσωρινότητα που χαρακτηρίζει τη σχέση εργασίας μεταξύ του ενδιαφερομένου και του προσώπου παρά τω οποίω αποσπάται.

69      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η φύση των καθηκόντων που ασκεί ο επικεφαλής αντιπροσωπείας, ο οποίος αποτελεί ενδιάμεσο φορέα μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών, περιφερειακών ή τοπικών αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, δικαιολογεί την απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, βάσει του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ.

70      Η δικαιολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, όσο και αν αληθεύει ο, κατά την Επιτροπή, «πολιτικός και ευαίσθητος χαρακτήρας» των καθηκόντων που ασκεί ο επικεφαλής αντιπροσωπείας, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την απόσπαση υπαλλήλου. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ θα είχε ως αποτέλεσμα να καθιστά δυνατή την απόσπαση στους αντιστοίχους επιτρόπους όλων των υπαλλήλων που ασκούν «πολιτικά και ευαίσθητα» καθήκοντα εντός του οργάνου, στους οποίους υπάγονται συνήθως τα στελέχη μέσου επιπέδου και, επομένως, θίγει τη δομή της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, όπως στοιχειοθετείται στο άρθρο 35 του ΚΥΚ, διακυβεύοντας, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια των ιεραρχικών δεσμών.

71      Κατά τα λοιπά, η απόφαση ΣΜΕ περιλαμβάνει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, τους επικεφαλής αντιπροσωπείας στα στελέχη μέσου επιπέδου.

72      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ δεν επιβάλλει ο υπάλληλος που αποσπάται σε μέλος οργάνου να ασκεί πραγματικά τα καθήκοντά του εντός του ιδιαιτέρου γραφείου του μέλους αυτού ή να περιλαμβάνεται στο οργανόγραμμά του.

73      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως τονίστηκε με τις σκέψεις 68 και 69 της παρούσας αποφάσεως, ότι απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας «παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις Συνθήκες» προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσεως εμπιστοσύνης intuitu personae μεταξύ του εν λόγω προσώπου και του αποσπασθέντος υπαλλήλου, η οποία συνεπάγεται τη διαρκή δημιουργία άμεσων και στενών σχέσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων, σε συνάρτηση με τις μεθόδους εργασίας του οικείου μέλους και του συνόλου του ιδιαιτέρου γραφείου του.

74      Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η φυσική απομάκρυνση δεν καθιστά, καταρχήν, αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερή τη δημιουργία προσωπικών σχέσεων μεταξύ των επικεφαλής αντιπροσωπείας και του υπεύθυνου για την επικοινωνιακή στρατηγική επιτρόπου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, εν προκειμένω, την ύπαρξη τέτοιων σχέσεων.

75      Αντιθέτως, από τη δικογραφία και, μεταξύ άλλων, από το οργανόγραμμα της ΓΔ «Επικοινωνία», προκύπτει ότι οι επικεφαλής αντιπροσωπείας συνομιλούν άμεσα με υπαλλήλους που ανήκουν, κατά πρώτον, στη διεύθυνση B «Αντιπροσωπείες» της γενικής αυτής διευθύνσεως, υπό τον έλεγχο του γενικού της διευθυντή. Η Επιτροπή τόνισε, με τα γραπτά υπομνήματά της, ότι η συχνότητα των επαφών με τον υπεύθυνο για την επικοινωνία επίτροπο ή τα μέλη του ιδιαίτερου γραφείου του ποικίλλει σε συνάρτηση με τις πολιτικής φύσης συγκυρίες, όπως επίσκεψη του επιτρόπου στο οικείο κράτος μέλος. Το γεγονός ότι οι εκθέσεις που συντάσσουν οι επικεφαλής αντιπροσωπείας απευθύνονται απευθείας στον υπεύθυνο επίτροπο, ότι λαμβάνουν χώρα τηλεφωνικές επαφές, ανταλλαγές ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή συσκέψεις μεταξύ του επικεφαλής αντιπροσωπείας και του επιτρόπου ή των μελών του ιδιαιτέρου γραφείου του, ή ακόμα το γεγονός ότι το περιεχόμενο των επαφών αυτών είναι εμπιστευτικό, δεν δύνανται, καθεαυτά, να αποδείξουν τον intuitu personae χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας μεταξύ του επιφορτισμένου με την επικοινωνία επιτρόπου και του οικείου επικεφαλής αντιπροσωπείας. Τέτοιες περιστάσεις δύνανται επίσης να χαρακτηρίζουν τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ ενός γενικού διευθυντή της Επιτροπής και ενός επιτρόπου, χωρίς ο γενικός διευθυντής να αποσπάται, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, στον επίτροπο αυτό. Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, οι επικεφαλής αντιπροσωπείας έχουν, στην πραγματικότητα, καθήκον αρωγής όλων των επιτρόπων, ειδικότερα, όταν οι επίτροποι επισκέπτονται το κράτος μέλος υποδοχής.

76      Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι η διάρκεια της αποσπάσεως του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Αθήνα είναι μόνον τριών ετών, όπως προκύπτει από την επίμαχη προκήρυξη προς πλήρωση κενής θέσεως, η διάρκεια αυτή, ανανεώσιμη άπαξ για μέγιστη διάρκεια δύο ετών, δεν αντιστοιχεί οπωσδήποτε στη διάρκεια της θητείας του υπευθύνου για την επικοινωνιακή στρατηγική επιτρόπου και δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τη λήξη της θητείας του επιτρόπου αυτού, λήγει, κατά γενικό κανόνα, η απόσπαση των επικεφαλής αντιπροσωπείας.

77      Τρίτον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο κανόνας του άρθρου 38, στοιχείο ζ΄, του ΚΥΚ, σύμφωνα με τον οποίο, κατά τη λήξη της αποσπάσεως, ο υπάλληλος επανέρχεται αμέσως στη θέση που κατείχε προηγουμένως, παρέχει τη δυνατότητα άρσεως των δυσχερειών που απορρέουν από την αδυναμία διοργανώσεως διαδικασίας εναλλαγής προσωπικού παρεμφερή με αυτή που προβλέπεται για τους αποσπασμένους σε τρίτες χώρες υπαλλήλους. Χωρίς να αμφισβητούνται οι πρακτικές δυσχέρειες σχετικά με την εναλλαγή των επικεφαλής αντιπροσωπείας, η δυνατότητα εφαρμογής του καθεστώτος αποσπάσεως δεν μπορεί να εξαρτηθεί από τη λειτουργική χρησιμότητα της εφαρμογής του σε ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων. Επομένως, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ εξαρτάται αποκλειστικώς από τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή, ουδόλως όμως από τις διοικητικές συνέπειες της εφαρμογής της. Κάθε άλλη ερμηνεία αντιστοιχεί με τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του άρθρου 37 του ΚΥΚ για σκοπό άλλον από τον προβλεπόμενο και, επομένως, με τη νομιμοποίηση καταστρατηγήσεως της διαδικασίας.

78      Τέταρτον, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως εξάλλου αναγνώρισε και η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ότι η διαδικασία επιλογής των επικεφαλής αντιπροσωπείας, που είναι αποσπασμένοι στον υπεύθυνο για την επικοινωνιακή στρατηγική επίτροπο, όπως διοργανώθηκε με τα από 20 Απριλίου και 26 Μαΐου 2005 υπηρεσιακά σημειώματα του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», δεν διαφέρει κατά πολύ, από απόψεως δυσκαμψίας, από τη διαδικασία επιλογής στελεχών μέσου επιπέδου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 8 και 14, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΣΜΕ, η δε μόνη θεμελιώδης διαφορά έγκειται στον διορισμό της ΑΔΑ. Στην πρώτη περίπτωση, όσον αφορά τον διορισμό επικεφαλής αντιπροσωπείας βαθμού AD 12, πρόκειται για τον υπεύθυνο για το προσωπικό και τη διοίκηση επίτροπο, με σύμφωνη γνώμη των ιδιαιτέρων γραφείων του προέδρου της Επιτροπής και του υπευθύνου για την επικοινωνιακή στρατηγική επιτρόπου∙ στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΣΜΕ, για τον γενικό διευθυντή τύπου και επικοινωνίας.

79      Ωστόσο, η συστηματική διοργάνωση διαδικασίας επιλογής για την απόσπαση υπαλλήλου σε επίτροπο, η οποία είναι παρεμφερής με τη διαδικασία πληρώσεως θέσεων στελεχών μέσου επιπέδου, δυσκόλως συμβιβάζεται με τη διακριτική, καταρχήν, ευχέρεια ενός επιτρόπου να επιλέγει τους συνεργάτες του, οι οποίοι αποσπώνται σε αυτόν.

80      Πέμπτον και τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, εφόσον ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τη διαδικασία επιλογής από το στάδιο της εξετάσεως των φακέλων των υποψηφιοτήτων από την επιτροπή προεπιλογής, δεν έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι η σύνθεση της επιτροπής προεπιλογής θα ήταν η ίδια σε περίπτωση εφαρμογής της αποφάσεως ΣΜΕ.

81      Συναφώς, παρατηρείται ότι η Επιτροπή εξέθεσε, με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι όλες οι υποψηφιότητες, ακόμα και μετά την παρέμβαση των επιτροπών προεπιλογής και επιλογής, υποβλήθηκαν στη ΣΕΔ και στα τρία ιδιαίτερα γραφεία των οικείων επιτρόπων, οπότε η εκτίμηση των εν λόγω επιτροπών δεν μπορούσε να προδικάσει την τελική εκτίμηση της ΑΔΑ. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος απορρίφθηκε κατά το στάδιο της προεπιλογής δεν του στερεί κάθε έννομο συμφέρον προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της ακολουθηθείσας διαδικασίας, επειδή μεσολάβησαν τρία ιδιαίτερα γραφεία επιτρόπων πριν ληφθεί η απόφαση περί διορισμού. Επιπλέον, ο προσφεύγων διατηρεί έννομο συμφέρον να μην επαναληφθεί η επίμαχη παρατυπία στο πλαίσιο ανάλογης διαδικασίας επιλογής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 50· απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουλίου 2005, T‑370/03, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑189 και II‑853, σκέψη 20).

82      Από τα προεκτεθέντα και χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν οι λοιπές αιτιάσεις του πρώτου λόγου και οι λοιποί λόγοι που προέβαλε ο προσφεύγων, προκύπτει ότι παρανόμως, εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ αντί των άρθρων 7 και 29 για την πρόσληψη του επικεφαλής της αντιπροσωπείας στην Αθήνα και, κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί διότι ελήφθη βάσει παράνομης διαδικασίας και, ειδικότερα, λόγω αναρμοδιότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

83      Σύμφωνα με το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι διατάξεις του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υποθέσεων και τούτο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2007. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

84      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εάν υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του Α. Μενιδιάτη στην κενή θέση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Αθήνα (Ελλάδα) και περί διορισμού του Π. στη θέση αυτή.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Kanninen

Kreppel

Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Απριλίου 2009.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kanninen

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.