Language of document : ECLI:EU:F:2011:23

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2011


Υπόθεση F‑28/10


VE

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχοι υπάλληλοι — Αποδοχές — Επίδομα αποδημίας — Προϋποθέσεις του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ — Συνήθης διαμονή πριν από την είσοδο στην υπηρεσία»

Αντικείμενο:      Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, που έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου της 106α, με την οποία ο VE ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 18ης Ιουνίου 2009, με την οποία έπαυσε να του χορηγείται, από 1ης Ιουλίου 2009, το επίδομα αποδημίας που εισέπραττε από την είσοδό του στην υπηρεσία την 1η Ιουλίου 2005.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Επίδομα αποδημίας — Αντικείμενο — Συνήθης διαμονή, κατά την περίοδο αναφοράς, στο κράτος μέλος όπου υπηρετεί ο υπάλληλος — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο αʹ)

2.      Υπάλληλοι — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85)

1.      Όσον αφορά το επίδομα αποδημίας, η συνήθης διαμονή, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, είναι ο τόπος στον οποίο ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος εγκατέστησε, με τη βούληση να του προσδώσει σταθερό χαρακτήρα, το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του, εξυπακουομένου ότι, προς καθορισμό της συνήθους διαμονής, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία που τη συνιστούν και, ιδίως, η πραγματική διαμονή του ενδιαφερομένου.

Το επίδομα αποδημίας αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των ιδιαιτέρων βαρών και μειονεκτημάτων που απορρέουν από την ανάληψη καθηκόντων στις Κοινότητες για τους υπαλλήλους οι οποίοι υποχρεώνονται, για τον λόγο αυτόν, να μεταφέρουν τη διαμονή τους από το κράτος της κατοικίας τους στο κράτος υπηρεσίας και να ενταχθούν σε νέο περιβάλλον, η δε έννοια της αποδημίας εξαρτάται και από την υποκειμενική κατάσταση του υπαλλήλου, και συγκεκριμένα από τον βαθμό εντάξεώς του στο νέο περιβάλλον του, που προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από τη συνήθη διαμονή του ή την άσκηση κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας. Επιπλέον, η χορήγηση του επιδόματος αποδημίας αποσκοπεί στη εξάλειψη των εν τοις πράγμασι ανισοτήτων μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν ενταχθεί στην κοινωνία του κράτους υπηρεσίας και εκείνων που δεν έχουν ενταχθεί.

Η διαμονή του ενδιαφερομένου σε μια χώρα, ιδίως για την πραγματοποίηση σπουδών, εξ ορισμού περιορισμένων χρονικώς, δεν προδικάζει, καταρχήν, τη βούλησή του να μεταφέρει το κέντρο των συμφερόντων στη χώρα αυτή, αλλά, το πολύ, μια αβέβαιη ακόμα προοπτική να το πράξει. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος διέμεινε σε μια χώρα ως σπουδαστής, λαμβανόμενη υπόψη με άλλα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία, αποδεικνύει την ύπαρξη μακροχρόνιων κοινωνικών και επαγγελματικών δεσμών του με την εν λόγω χώρα· στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση που την περίοδο των σπουδών διαδέχθηκε περίοδος πρακτικής ασκήσεως ή εργασίας στον ίδιο τόπο, η συνεχής παρουσία του ενδιαφερομένου στην εν λόγω χώρα μπορεί να δημιουργήσει τεκμήριο, ασφαλώς μαχητό, υπέρ της ενδεχομένης βουλήσεώς του να μεταφέρει το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του, και, συνεπώς, τη συνήθη διαμονή του, προς τη χώρα αυτή.

(βλ. σκέψεις 22, 24, 31 και 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Νοεμβρίου 2007, C‑7/06 P, Salvador García κατά Επιτροπής, σκέψεις 43 και 44

ΓΔΕΕ: 27 Σεπτεμβρίου 2000, T‑317/99, Lemaître κατά Επιτροπής, σκέψη 51· 3 Μαΐου 2001, T‑60/00, Λιάσκου κατά Συμβουλίου, σκέψη 55· 13 Σεπτεμβρίου 2005, T‑283/03, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, σκέψη 114· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑205/02, Salvador García κατά Επιτροπής, σκέψη 72

ΔΔΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2005, T‑299/02, Dedeu i Fontcuberta κατά Επιτροπής, σκέψη 67· 26 Σεπτεμβρίου 2007, F‑129/06, Salvador Roldán κατά Επιτροπής, σκέψη 48· 9 Μαρτίου 2010, F‑33/09, Tzvetanova κατά Επιτροπής, σκέψη 48

2.      Η καταβολή σε μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο χρηματικών παροχών από τη διοίκηση, έστω και επί πλείονα έτη, δεν μπορεί να θεωρείται, καθ’ εαυτήν, ως ακριβής, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση, καθόσον, αν ίσχυε αυτό, οποιαδήποτε απόφαση της διοικήσεως που καταργεί ex nunc και, ενδεχομένως, ex tunc την καταβολή τέτοιων παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στον ενδιαφερόμενο επί πλείονα έτη θα έπρεπε να ακυρώνεται συστηματικά από τον δικαστή της Ένωσης λόγω παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και θα είχε ως συνέπεια να απόλλυται σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ άλλων, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 85 του ΚΥΚ που αφορά την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

(βλ. σκέψη 41)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 125