Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 12 Σεπτεμβρίου 2020 ο Carlo Tognoli κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 3 Ιουλίου 2020 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-395/19, T-396/19, T-405/19, T-408/19, T-419/19, T-423/19, T-424/19, T-428/19, T-433/19, T-437/19, T-443/19, T-455/19, T-458/19 έως T-462/19, T-464/19, T-469/19 και T-477/19, Tognoli κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση C-431/20 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Carlo Tognoli, Emma Allione, Luigi Alberto Colajanni, Claudio Martelli, Luciana Sbarbati, Carla Dimatore, υπό την ιδιότητά της ως κληρονόμου του Mario Rigo, Roberto Speciale, Loris Torbesi, υπό την ιδιότητά του ως κληρονόμου του Eugenio Melandri, Luciano Pettinari, Pietro Di Prima, Carla Barbarella, Carlo Alberto Graziani, Giorgio Rossetti, Giacomo Porrazzini, Guido Podestà, Roberto Barzanti, Rita Medici, Aldo Arroni, Franco Malerba, Roberto Mezzaroma (εκπρόσωποι: M. Merola, L. Florio, avvocati)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

Να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εκδικαστεί επί της ουσίας,

Να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα επί της διαδικασίας αναιρέσεως και να επιφυλαχθεί όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα επί της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι αναιρεσείοντες ζητούν την αναίρεση, κατά το άρθρο 256 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα), που δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλίου 2020 και κοινοποιήθηκε στις 3 Ιουλίου 2020, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-395/19, T-396/19, T-405/19, T-408/19, T-419/19, T-423/19, T-424/19, T-428/19, T-433/19, T-437/19, T-443/19, T-455/19, T-458/19 έως T-462/19, T-464/19, T-469/19 και T-477/19, με την οποία απορρίφθηκαν ως προδήλως απαράδεκτες οι προσφυγές τους.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν νομικό σφάλμα κατά τον χαρακτηρισμό της προσβαλλόμενης πράξης ως πράξης που δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Το σφάλμα οφείλεται στην έλλειψη νομικής βάσης προκειμένου να αξιολογηθεί η πράξη ως προσωρινή καθώς και στη μη συνεκτίμηση των έννομων αποτελεσμάτων της όσον αφορά τους αποδέκτες της. Η προσβαλλόμενη πράξη, εντούτοις, παρήγαγε αμέσως έννομα αποτελέσματα όσον αφορά τους νυν αναιρεσείοντες, στερώντας τους από μέρος των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν νομικό σφάλμα σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά παράβαση του σκοπού και της αποτελεσματικότητάς του. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην αποφυγή ανώφελης αύξησης του αριθμού των προσφυγών. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας απαράδεκτα τόσο την προσφυγή όσο και το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων υπέπεσε σε δεύτερο νομικό σφάλμα, με αποτέλεσμα να στερήσει από τους νυν αναιρεσείοντες τη δυνατότητα να τύχουν δικαστικής προστασίας.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν δύο δικονομικά σφάλματα που πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την αναίρεση της διάταξης, ήτοι παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και νομικό σφάλμα κατά την εφαρμογή του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, στους αναιρεσείοντες δεν δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσουν στην ένσταση απαραδέκτου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων της προσφυγής. Επιπλέον, το σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου επιτείνεται καθόσον αποφάσισε ότι δεν απαιτούνταν δεύτερη υποβολή υπομνημάτων και δεν προχώρησε σε επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στερώντας από τους νυν αναιρεσείοντες τη δυνατότητα να εκφράσουν τη θέση τους όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου επί του υπομνήματος προσαρμογής, μολονότι αυτοί υπέβαλαν έγγραφο αίτημα προς τούτο.

Περαιτέρω, οι αντιφατικές δικονομικές επιλογές του Γενικού Δικαστηρίου καταδεικνύουν ότι το απαράδεκτο της προσφυγής δεν ήταν εξ αρχής σαφές και αδιαμφισβήτητο και, επομένως, πρόδηλο, κατά την έννοια του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

____________