Language of document : ECLI:EU:F:2013:170

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 5ης Νοεμβρίου 2013

Υπόθεση F‑105/12

Brigitte Knöll

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπόλ – Μη ανανέωση συμβάσεως – Άρνηση συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου – Ακύρωση από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης – Εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία η B. Knöll ζητεί, ιδίως, την ακύρωση της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2011, με την οποία η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) της χορήγησε ποσό ύψους 20 000 ευρώ σε εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 29ης Ιουνίου 2010, F‑44/09, Knöll κατά Ευρωπόλ (στο εξής: απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010).

Απόφαση:      Η απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2011 με την οποία η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία χορήγησε στην B. Knöll το ποσό των 20 000 ευρώ σε εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 29ης Ιουνίου 2010, F‑44/09, Knöll κατά Ευρωπόλ, ακυρώνεται. Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της B. Knöll.

Περίληψη

Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Ιδιαίτερες δυσχέρειες – Δίκαιη αποζημίωση προς αντιστάθμιση του μειονέκτημα που προέκυψε για τον προσφεύγοντα λόγω της ακυρωθείσας πράξεως – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41)

Οι κανόνες που διέπουν την εκτέλεση των ακυρωτικών αποφάσεων, ιδίως όταν πρόκειται για αποφάσεις που αφορούν υπαλληλικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνεύονται και υπό το πρίσμα του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοχυρώνει την αρχή της χρηστής διοικήσεως και ιδίως της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, που αφορά το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

Μόνον όταν η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως εμφανίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες μπορεί το οικείο θεσμικό όργανο να λάβει κάθε απόφαση ικανή να αντισταθμίσει δικαίως το μειονέκτημα που προέκυψε για τους ενδιαφερομένους από την ακυρωθείσα απόφαση και, στο πλαίσιο αυτό, να διεξαγάγει διάλογο με τους ενδιαφερομένους για να επιτευχθεί συμφωνία που να προσφέρει σε αυτούς δίκαιη αποζημίωση για την παρανομία της οποίας υπήρξαν θύματα.

Όταν με απόφαση του δικαστή της Ένωσης ακυρώνεται απόφαση της Διοικήσεως λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, απόκειται στην οικεία διοικητική αρχή να αποδείξει ότι έλαβε κάθε μέτρο ικανό να εξαλείψει τα αποτελέσματα της παρανομίας που διαπιστώθηκε από τον δικαστή. Η Διοίκηση δεν μπορεί, συνεπώς, να αρκεστεί στη διαπίστωση ότι δεν είναι πλέον εφικτό να τεθεί το θύμα της συγκεκριμένης προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος στις συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας, τούτο δε μάλιστα λόγω αποφάσεων που η αρχή, αυτή καθεαυτήν, έλαβε σε μεταγενέστερο στάδιο στον οικείο τομέα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα καθίστατο κενή περιεχομένου η υποχρέωση να εξασφαλίζεται πρωτίστως η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας και να εκτελείται η απόφαση περί διαπιστώσεως της προσβολής τους. Η ακυρωτική απόφαση μπορεί να οδηγήσει στην καταβολή αποζημιώσεως μόνον όταν, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται η οικεία διοικητική αρχή, είναι αντικειμενικώς δυσχερές ή και αδύνατον να εξαλειφθούν τα αποτελέσματα της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας που διαπιστώθηκε με την εν λόγω ακυρωτική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 39, 40 και 51)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 24 Ιουνίου 2008, F—15/05, Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία