Language of document : ECLI:EU:F:2007:52

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Μαρτίου 2007

Υπόθεση F-87/06

Thierry Manté

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Υπάλληλοι – Αποδοχές – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας που έγινε κοινοτικός υπάλληλος – Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ με την οποία ο T. Manté, πρώην αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας ο οποίος έγινε υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ζητεί, αφενός, την ακύρωση της από 22 Αυγούστου 2005 αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να μην του χορηγήσει αποζημίωση πρώτης εγκαταστάσεως και να διατάξει την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν σχετικά, αποφάσεως που ελήφθη μαζί με τις αποφάσεις της ίδιας αρχής, πρώτον, της 17ης Οκτωβρίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του επανεξετάσεως της πιο πάνω αποφάσεως της 22ας Αυγούστου 2005, και της 10ης Μαΐου 2006, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση, και, αφετέρου, την επιδίκαση αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που θεωρεί ότι υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Το Συμβούλιο φέρει, πέρα από τα δικαστικά του έξοδα, το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του T. Manté.

Περίληψη

Διαδικασία – Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως – Προϋποθέσεις – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 111· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· απόφαση 2004/752 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 4)

Στην περίπτωση που η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, η προβλεπόμενη από το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δυνατότητα αποφάνσεως, με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχιστεί η διαδικασία ισχύει όχι μόνον όταν η παράβαση των κανόνων του παραδεκτού είναι τόσο εμφανής και κατάφωρη που κανένα σοβαρό επιχείρημα δεν μπορεί να προβληθεί προς στήριξη του παραδεκτού, αλλά και όταν, από την ανάγνωση της δικογραφίας, το δικάζον τμήμα, εκτιμώντας ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα έγγραφα της δικογραφίας, είναι εντελώς πεπεισμένο για το απαράδεκτο της προσφυγής, ιδίως λόγω του ότι με το δικόγραφο της προσφυγής δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις που θέτει πάγια νομολογία, και θεωρεί επιπλέον ότι η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν θα μπορέσει να παράσχει το παραμικρό νέο στοιχείο εν προκειμένω. Στην περίπτωση αυτή, η με αιτιολογημένη διάταξη απόρριψη της προσφυγής όχι μόνο συμβάλλει στην οικονομία της δίκης αλλά και απαλλάσσει τους διαδίκους από τα έξοδα που θα συνεπαγόταν η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

Τούτο συμβαίνει όταν ο προσφεύγων, κατά παράβαση πάγιας νομολογίας ότι ο υπάλληλος, στην περίπτωση που πρόκειται περί βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως, πρέπει να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία διοικητικής ενστάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), ζητεί απλώς και μόνο να επανεξεταστεί μια προδήλως βλαπτική πράξη και, στη συνέχεια, υποβάλλει διοικητική ένσταση κατά της απαντήσεως της διοικήσεως στην αίτηση αυτή, μη τηρώντας τις προθεσμίες διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥK.

Επιπλέον, η γενομένη στην απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως του προσφεύγοντος κατά της βλαπτικής πράξεως μνεία ότι η απόφαση αυτή δύναται να αποτελέσει αντικείμενο διοικητικής ενστάσεως δεν μπορεί να επιφέρει την εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την ύπαρξη συγγνωστού λάθους του προσφεύγοντος, επειδή εν προκειμένω δεν πληρούται η προϋπόθεση εφαρμογής της νομολογίας αυτής η αναγόμενη στην απαίτηση να υπήρξε επιτρεπτή σύγχυση ενός υπαλλήλου ο οποίος επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται για ένα πρόσωπο με συνήθη πληροφόρηση· συγκεκριμένα, εντελώς από μόνος του, και όχι λόγω συμπεριφοράς του κοινοτικού οργάνου ικανής να τον παραπλανήσει, ο προσφεύγων επέλεξε να αντιδράσει κατά της βλαπτικής πράξεως υποβάλλοντας αίτηση· υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσφεύγων θα μπορούσε να επικαλεστεί τη νομολογία σχετικά με το συγγνωστό λάθος μόνον αν, έχοντας αμφιβολίες ως προς το νομότυπο της διαδικασίας που κινήθηκε με την υποβολή της αιτήσεως και ετοιμαζόμενος να υποβάλει διοικητική ένσταση εντός της κατά τον ΚΥΚ τρίμηνης προθεσμίας από τη βλαπτική πράξη, είχε παραιτηθεί από αυτό λόγω του ότι η πιο πάνω μνεία τον είχε πείσει για το νομότυπο του αρχικού του διαβήματος.

(βλ. σκέψεις 15, 16, 19, 20 και 23 έως 26)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 7 Ιουνίου 1991, T‑14/91, Weyrich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑235, σκέψεις 32 και 34· 1 Απριλίου 2003, T‑11/01, Mascetti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑117 και II‑579, σκέψη 33

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F‑27/05, Le Maire κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑47 και II‑A‑1‑159, σκέψη 36