Language of document : ECLI:EU:C:2019:452

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 23ης Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Εξουσίες και υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή – Διαδικασία διαταγής πληρωμής – Ευδοκίμηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής – Μη παροχή επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση C-105/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών (Ελλάδα) με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Φεβρουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

WP

κατά

Τράπεζας Πειραιώς AE,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της WP και της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ, με αντικείμενο διαταγή πληρωμής εκδοθείσα κατ’ αίτηση της Τράπεζας Πειραιώς κατά της WP και τη σχετική με αυτή επιταγή προς πληρωμή.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

3        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο, το Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών, έχει επιληφθεί ανακοπής ασκηθείσας από τη WP κατά διαταγής πληρωμής. Με το συγκεκριμένο ένδικο μέσο επιδιώκεται, αφενός, η ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής, η οποία είχε εκδοθεί προηγουμένως από το αιτούν δικαστήριο και με την οποία η WP υποχρεώθηκε να καταβάλει στην Τράπεζα Πειραιώς, τραπεζικό ίδρυμα, το συνολικό ποσό των 72 447,08 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση δανείου και τις πρόσθετες πράξεις αυτής και, αφετέρου, η ακύρωση της από 25 Απριλίου 2018 επιταγής προς πληρωμή που αφορούσε την ίδια αυτή απαίτηση.

4        Το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής, κατά τον οποίο η επίμαχη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε χωρίς να πληρούται η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της χρηματικής απαίτησης την οποία αφορά η διαταγή αυτή. Ωστόσο, εξηγεί ότι «με το πέμπτο σκέλος του 3ου πρόσθετου λόγου ανακοπής η [WP] ζητά να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, για τους λόγους που επικαλείται σε αυτήν» και ότι, «[ό]πως προκύπτει από την επισκόπηση των λόγων [...] που εντάσσονται σε αυτό το σκέλος του 3ου πρόσθετου λόγου της [WP], πράγματι εγείρονται ζητήματα ερμηνείας διατάξεων του […] δικαίου [της Ένωσης] και ειδικότερα των άρθρων 19 ΣΕΕ και 267 ΣΛΕΕ».

5        Υπό τις συνθήκες αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Να ερωτηθεί εάν το άρθρο 6, παρ. 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι καθιερώνει δικονομικό κανόνα δημόσιας τάξης που υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως υπόψη τους τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας, που συνήφθη μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, ακόμα και κατά το στάδιο της υποβολής αιτήσεως για την έκδοση Διαταγής Πληρωμής, ιδίως δοθέντος ότι στην Ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με τα άρθρα 623, 624, 628, 629 ΚΠολΔ, όχι μόνο δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση, αλλά επιπλέον η διαταγή πληρωμής εκδίδεται άνευ αντιμωλίας, μετά από τυπικό έλεγχο εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται η δανειακή σύμβαση, αρμόδιο για έκδοση Διαταγής Πληρωμής είναι δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας και η διαταγή πληρωμής αποτελεί αμέσως εκτελεστό τίτλο, δυνάμει του οποίου ο προμηθευτής μπορεί μετά από τρεις (3) ημέρες να εκκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, επί της οποίας δεν παρέχεται η δυνατότητα αναστολής.

2)      Να ερωτηθεί εάν το άρθρο 6, παρ. 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι καθιερώνει δικονομικό κανόνα δημόσιας τάξης που υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να παραλείπουν την έκδοση Διαταγής Πληρωμής, όταν αποδεικνύεται εγγράφως, ενώπιον δικαστηρίου που εκδίδει διαταγή πληρωμής, ότι η απαίτηση προέκυψε από ΓΟΣ [Γενικοί Όροι Συναλλαγών], που έχουν ήδη νομολογηθεί, τελεσίδικα και αμετάκλητα, στο πλαίσιο Αγωγών Παραλείψεως, που άσκησαν καταναλωτικές ενώσεις κατά προμηθευτών, άκυροι ως καταχρηστικοί, όπως αυτοί απαριθμούνται στην έχουσα χαρακτήρα εθνικού μητρώου καταχρηστικών ρητρών υπ’ αριθ. Ζ1-798/25-06-2008 (ΦΕΚ Β/1353/11-07-2008) Υπουργική Απόφαση όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. Ζ1-21/17-01-2011 και κρίθηκε νόμιμη με την ΣτΕ 1210/2010 και αφού λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ’ αριθ. 1219/2001 και 430/2005 ΑΠ, 5253/2003 και 6291/2000 Εφετείου Αθηνών καθώς και οι 1119/2002 και 1208/1998 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ’ αριθ. 961/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών (άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 2251/1994) με την οποία αποφασίστηκε “η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές”, στην οποία παρατίθενται οι ΓΟΣ που έχουν κριθεί άκυροι ως καταχρηστικοί, μετά από άσκηση συλλογικών αγωγών ενώσεων καταναλωτών κατά των τραπεζών, λογιζομένων των τελευταίων ως προμηθευτών, ιδίως δοθέντος ότι αρμόδια προς έκδοση διαταγών πληρωμής στην Ελλάδα είναι δικαιοδοτικά όργανα και συγκεκριμένα τα ειρηνοδικεία και τα πρωτοδικεία της χώρας και η διαταγή πληρωμής αποτελεί αμέσως εκτελεστό τίτλο, δυνάμει του οποίου ο προμηθευτής μπορεί μετά από τρεις (3) ημέρες να εκκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, επί της οποίας δεν υπάρχει δυνατότητα αναστολής.

3)      Να ερωτηθεί εάν τα άρθρα 6 παρ. 1, 7 παρ. 1 και 8 της Οδηγίας [93/13] έχουν την έννοια ότι το δεδικασμένο που παρήχθη από την ευδοκίμηση αγωγών παραλείψεως που άσκησαν καταναλωτικές ενώσεις κατά προμηθευτών απαιτεί ως πρόσθετη προϋπόθεση, για την επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου αυτού έναντι πάντων (κατά την παρ. 20 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994), ταυτότητα διαδίκων και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας, όπως απαιτείται κατά τη διάταξη 324 ΚΠολΔ του εθνικού δικονομικού δικαίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει η πιθανότητα, το δεδικασμένο που παρήχθη από την ευδοκίμηση Συλλογικών Αγωγών παραλείψεως, να μην μπορεί να επεκταθεί και να μην μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση κατά την οποία εθνικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος που ασκεί καταναλωτής κατά προμηθευτή.»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

6        Δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν μια αίτηση ή μια προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

7        Η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση υπόθεση.

8        Πρώτον, μολονότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο δεύτερο εδάφιό του, ότι δικαστήριο κράτους μέλους δύναται να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, αν κρίνει ότι η απόφαση επί του ζητήματος αυτού είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως, τόσο από το περιεχόμενο όσο και από την οικονομία της συγκεκριμένης διατάξεως προκύπτει ότι η προδικαστική διαδικασία προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, RH, C-8/19 PPU, EU:C:2019:110, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

9        Συγκεκριμένα, βεβαίως, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει τη διαφορά και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, απόκειται να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να είναι σε θέση να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο πρέπει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα το οποίο υποβλήθηκε από εθνικό δικαστήριο όταν προδήλως προκύπτει, ιδίως, ότι το πρόβλημα είναι υποθετικό ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (πρβλ. διάταξη της 5ης Ιουνίου 2014, Antonio Gramsci Shipping κ.λπ., C‑350/13, EU:C:2014:1516, σκέψεις 8 και 9 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία),

10      Συναφώς, από τη σκέψη 4 της παρούσας διάταξης προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο δέχθηκε τον πρώτο λόγο που προέβαλε η WP προς στήριξη της ανακοπής της, με αποτέλεσμα η διαφορά της κύριας δίκης να έχει επιλυθεί κατά το μέρος αυτό και το σχετικό πρώτο προδικαστικό ερώτημα να αποκτά υποθετικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι παύει να είναι αναγκαίο για την επίλυση της ένδικης διαφοράς κατά το συγκεκριμένο μέρος. Συνεπώς, το ερώτημα αυτό πρέπει να κριθεί προδήλως απαράδεκτο.

11      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή απαιτεί να ορίσει αυτός το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Η απόφαση περί παραπομπής πρέπει επιπλέον να εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους που οδήγησαν τον εθνικό δικαστή να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο (διάταξη της 20ής Ιουλίου 2016, Stanleybet Malta και Stoppani, C-141/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:596, σκέψη 7 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

12      Οι εν λόγω απαιτήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνονται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κατά το οποίο κάθε τέτοια αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει «συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και των σχετικών διαπιστωθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα», «το περιεχόμενο των δυνητικά εφαρμοστέων εν προκειμένω εθνικών διατάξεων και, ενδεχομένως, τη σχετική εθνική νομολογία», και την «έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας».

13      Οι ίδιες αυτές απαιτήσεις αποτυπώνονται και στο σημείο 15 των συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2018, C 257, σ. 1).

14      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στις αποφάσεις περί παραπομπής χρησιμεύουν όχι μόνο στο να παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και στο να παρέχουν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Δικαστήριο απόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους (διάταξη της 20ής Ιουλίου 2016, Stanleybet Malta και Stoppani, C‑141/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:596, σκέψη 10 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

15      Εν προκειμένω, ως προς το δεύτερο και το τρίτο εκ των υποβαλλόμενων ερωτημάτων, το αιτούν δικαστήριο, αφενός μεν, διατυπώνει τα ερωτήματα αυτά κατά τρόπο αόριστο, χωρίς να παραθέτει στοιχεία σχετικά με την εμβέλεια των λοιπών λόγων της ανακόπτουσας, την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση ή τον δυνητικά καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση. Αφετέρου δε, δεν παρέχει τα σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο στοιχεία ή τα αφορώντα τους λόγους που το οδήγησαν να θεωρήσει ότι το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα ήταν αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Πράγματι, προς δικαιολόγηση της αναγκαιότητας της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται σε γενικές εκτιμήσεις σχετικές με τα άρθρα 19 ΣΕΕ και 267 ΣΛΕΕ.

16      Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι, ελλείψει των ελάχιστων αυτών πληροφοριών, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμες απαντήσεις στο δεύτερο και στο τρίτο εκ των υποβληθέντων σε αυτό ερωτημάτων.

17      Εν πάση περιπτώσει, εφόσον η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης παραμένει αναγκαία για την επίλυση της ένδικης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του, το αιτούν δικαστήριο διαθέτει, αν συντρέχει λόγος, στο πλαίσιο της λειτουργίας του και πάντοτε δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την ευχέρεια να υποβάλει εκ νέου προδικαστικό ερώτημα, όταν θα είναι σε θέση να παράσχει στο Δικαστήριο όλα τα στοιχεία που παρέχουν στο τελευταίο τη δυνατότητα να αποφανθεί (πρβλ. διάταξη της 21ης Νοεμβρίου 2017, VE, C-232/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:907, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι προδήλως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

19      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών, με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2019, είναι προδήλως απαράδεκτη.

Λουξεμβούργο, 23 Μαΐου 2019.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος του έκτου τμήματος

A. Calot Escobar

 

C. Toader


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.