Language of document : ECLI:EU:F:2014:14

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(ολομέλεια)

της 12ης Φεβρουαρίου 2014

Υπόθεση F‑127/11

Gonzalo de Mendoza Asensi

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Γενικός διαγωνισμός – Προκήρυξη διαγωνισμού EPSO/AD/177/10 – Μη εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων – Αιτιολόγηση αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού – Ανακοίνωση των θεμάτων μιας δοκιμασίας – Σταθερή σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο G. de Mendoza Asensi ζητεί, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως της επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/177/10 να μην εγγράψει τον προσφεύγοντα στον πίνακα επιτυχόντων του εν λόγω διαγωνισμού.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο G. de Mendoza Asensi φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Τρόπος διεξαγωγής και περιεχόμενο των εξετάσεων – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

2.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση – Επαρκής σταθερότητα για τη διασφάλιση της συνεπούς βαθμολογήσεως των υποψηφίων – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 27 και παράρτημα III, άρθρο 3)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση – Υπάλληλοι αποσπασμένοι στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) – Επιτρέπεται – Επιρροή της EPSO επί των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 30 και παράρτημα III, άρθρο 3)

1.      Εναπόκειται στην εξεταστική επιτροπή να ελέγχει αυστηρώς την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού. Καίτοι η εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον τρόπο και το λεπτομερές περιεχόμενο των εξετάσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού, εντούτοις εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης η άσκηση του απαραίτητου ελέγχου για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων και της αντικειμενικότητας της επιλογής των υποψηφίων από την εξεταστική επιτροπή.

Στη συνάφεια αυτή, εναπόκειται επίσης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ως διοργανώτρια του διαγωνισμού, καθώς και στην εξεταστική επιτροπή να πράττουν τα αναγκαία ώστε όλοι οι υποψήφιοι του ιδίου διαγωνισμού να εξετάζονται, όσον αφορά τις γραπτές δοκιμασίες, στην ίδια δοκιμασία υπό τις αυτές συνθήκες. Εναπόκειται, επομένως, στην εξεταστική επιτροπή να διασφαλίσει ότι οι δοκιμασίες παρουσιάζουν τον ίδιο βαθμό δυσκολίας για όλους τους υποψηφίους.

Πάντως, κάθε εξέταση εμπεριέχει, γενικώς και εγγενώς, τον κίνδυνο δυσμενούς μεταχειρίσεως, δεδομένου του αναγκαστικώς περιορισμένου αριθμού ερωτήσεων που μπορούν να τεθούν κατά την εξέταση σε σχέση με συγκεκριμένο θέμα. Συναφώς, έγινε δεκτό ότι παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υφίσταται μόνον όταν η εξεταστική επιτροπή δεν περιόρισε, κατά την επιλογή των θεμάτων, τον κίνδυνο μη διασφαλίσεως ίσων ευκαιριών στο γενικώς εγγενές σε κάθε εξέταση όριο.

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που φέρει η εξεταστική επιτροπή, η απόφαση περί μη εγγραφής ενός υποψηφίου στον πίνακα επιτυχόντων πρέπει να ακυρωθεί εάν αποδειχθεί ότι ο διαγωνισμός είχε διοργανωθεί κατά τρόπο που δημιουργούσε κίνδυνο άνισης μεταχειρίσεως μεγαλύτερο από αυτόν που είναι εγγενής σε κάθε διαγωνισμό, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει ο εξεταζόμενος υποψήφιος ότι πράγματι ευνοήθηκαν ορισμένοι υποψήφιοι.

Τούτο δεν συμβαίνει οσάκις οι δοκιμασίες ενός διαγωνισμού προβλέπουν τη μελέτη ενός ζητήματος διατυπωμένου σε πολλές παραλλαγές που έχουν σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε, ενώ έχουν τον ίδιο βαθμό δυσκολίας, περιέχουν διαφορές σε βαθμό επαρκή ώστε να μη μπορούν οι υποψήφιοι να διευκολυνθούν από ενδεχόμενη πρότερη γνώση μιας άλλης παραλλαγής.

(βλ. σκέψεις 43 έως 46 και 48)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 27 Οκτωβρίου 1976, 130/75, Prais κατά Συμβουλίου, σκέψη 13

ΓΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2008, T‑100/04, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψεις 132 και 133

ΔΔΔΕΕ: 15 Απριλίου 2010, F‑2/07, Matos Martins κατά Επιτροπής, σκέψη 171 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η υποχρέωση προσλήψεως υπαλλήλων οι οποίοι κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδοτικότητας και ακεραιότητας, η οποία επιβάλλεται με το άρθρο 27 του ΚΥΚ στα όργανα της Ένωσης, συνεπάγεται ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η εξεταστική επιτροπή οφείλουν να μεριμνούν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, ώστε οι διαγωνισμοί να διεξάγονται με βάση τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων και της αντικειμενικότητας κατά τη βαθμολόγηση. Προς τούτο, η εξεταστική επιτροπή οφείλει να εγγυάται τη συνεπή εφαρμογή σε όλους τους εξεταζόμενους υποψηφίους των κριτηρίων αξιολογήσεως, διασφαλίζοντας μεταξύ άλλων τη σταθερότητα της συνθέσεώς της καθ’ όλη τη διάρκεια των εξετάσεων.

Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, όταν, σε περίπτωση κωλύματος, τα μόνιμα μέλη μιας εξεταστικής επιτροπής αντικαθίστανται, για τις δοκιμασίες στις οποίες συμμετέχουν ορισμένοι υποψήφιοι, από αναπληρωματικά μέλη, ώστε να επιτραπεί στην εξεταστική επιτροπή να ολοκληρώσει τις εργασίες της εντός εύλογης προθεσμίας, η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής δύναται να παραμείνει αρκούντως σταθερή, αν η εν λόγω εξεταστική επιτροπή έχει προβλέψει τον αναγκαίο συντονισμό, ο οποίος θα διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων βαθμολογήσεως.

Στο ίδιο πνεύμα, τα μέτρα που λαμβάνει μια εξεταστική επιτροπή για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να διασφαλίσει τη σταθερότητα της συνθέσεώς της πρέπει, ενδεχομένως, να εκτιμώνται υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των προσλήψεων για τις οποίες έχει διοργανωθεί ο διαγωνισμός και των πρακτικής φύσεως απαιτήσεων που είναι εγγενείς στη διοργάνωση αυτή, χωρίς βέβαια να μπορεί η εξεταστική επιτροπή να απαλλάσσεται της υποχρεώσεώς της προς τήρηση των θεμελιωδών εγγυήσεων της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων και της αντικειμενικής επιλογής μεταξύ αυτών.

Έτσι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, στο πλαίσιο της οργανώσεως των δοκιμασιών ενός διαγωνισμού και των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, αρκεί προς διασφάλιση της συγκριτικής φύσεως της εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής να διατηρείται η σταθερότητα της συνθέσεώς της μόνο σε ορισμένα στάδια του διαγωνισμού.

Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη η εφαρμογή ενός συστήματος επιλογής στο πλαίσιο του οποίου η σταθερότητα της συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής διατηρείται μόνο σε ορισμένα σημαντικά στάδια της διαδικασίας, το οποίο ωστόσο διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υποψηφίων μέσω πανομοιότυπων μεθόδων εργασίας και μέσω της εφαρμογής πανομοιότυπων κριτηρίων εκτιμήσεως των επιδόσεων των υποψηφίων.

(βλ. σκέψεις 64, 65, 67 έως 69 και 73)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 25 Μαΐου 2000, T‑173/99, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, σκέψη 87· 24 Σεπτεμβρίου 2002, T‑92/01, Girardot κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 έως 26· 19 Φεβρουαρίου 2004, T‑19/03, Κωνσταντοπούλου κατά Δικαστηρίου, σκέψη 43· 5 Απριλίου 2005, T‑336/02, Christensen κατά Επιτροπής, σκέψη 44· Giannini κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 208 έως 216

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2010, F‑41/08, Honnefelder κατά Επιτροπής, σκέψη 35

3.      Ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ απαγορεύει να είναι μέλη της εξεταστικής επιτροπής υπάλληλοι αποσπασμένοι στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) ειδικώς για να ασκήσουν καθήκοντα ως μέλη των εξεταστικών επιτροπών διαγωνισμών.

Επιπλέον, από το γεγονός και μόνον ότι τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής ήσαν υπάλληλοι αποσπασμένοι στην EPSO, προκειμένου να ασκήσουν καθήκοντα μέλους της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμών για περιορισμένη χρονική περίοδο, δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι η EPSO ασκούσε, μέσω των υπαλλήλων αυτών, οποιαδήποτε επιρροή στις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 83 και 84)