Language of document : ECLI:EU:F:2012:135

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑41/10

Moises Bermejo Garde

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Αίτηση αρωγής — Δικαίωμα κοινολογήσεως — Τοποθέτηση σε νέα θέση — Συμφέρον της υπηρεσίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο M. Bermejo Garde, καταρχάς, ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), αφενός, απέρριψε την αίτηση αρωγής που ο ίδιος είχε υποβάλει λόγω ηθικής παρενοχλήσεως και αρνήθηκε να διαβιβάσει την υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και, αφετέρου, τον έπαυσε από τα προηγούμενα καθήκοντά του και έδωσε εντολή για τοποθέτησή του σε νέα θέση, και, ακολούθως, ζητεί να υποχρεωθεί η ΕΟΚΕ να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Σημείωμα της Διοικήσεως με το οποίο πληροφορείται ο ενδιαφερόμενος την πρόθεσή της να τον τοποθετήσει μελλοντικώς σε άλλη θέση — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή κατά αποφάσεως της Διοικήσεως να διαβιβάσει την υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) — Απουσία αιτιάσεων αφορωσών ατομικά τον προσφεύγοντα — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν την έκδοση βλαπτικής ως προς αυτόν πράξεως — Έκταση — Απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως αρωγής — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

4.      Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Συμπεριφορά σκοπούσα στην απαξίωση του ενδιαφερομένου ή στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας του — Προϋπόθεση επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς — Προϋπόθεση εκούσιας συμπεριφοράς — Περιεχόμενο — Δεν απαιτείται κακόβουλη πρόθεση του παρενοχλούντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)

5.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία εκφράσεως — Κοινολόγηση πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως — Προστασία από πειθαρχικές διώξεις — Προϋπόθεση — Καλή πίστη του υπαλλήλου — Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρα 12α και 22α)

6.      Υπάλληλοι — Οργάνωση των υπηρεσιών — Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων — Τοποθέτηση σε νέα θέση — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Όρια — Συμφέρον της υπηρεσίας — Τήρηση της ισοτιμίας των θέσεων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7)

1.      Βλαπτικές πράξεις ή βλαπτικά μέτρα θεωρούνται μόνον αυτά που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν ευθέως και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, οι δε πράξεις αυτές ή μέτρα αυτά πρέπει επιπλέον να προέρχονται από την αρμόδια αρχή και να συνιστούν οριστική θέση της Διοικήσεως. Η απλή εκδήλωση, εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, της προθέσεώς της να λάβει, στο μέλλον, ειδική απόφαση δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα ούτε αντίστοιχες υποχρεώσεις στο πρόσωπο του ή των οικείων υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 49 και 50)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Μαρτίου 1993, T‑33/89 και T‑74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 27· 17 Μαΐου 2006, T‑95/04, Lavagnoli κατά Επιτροπής, σκέψη 35

ΔΔΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 2010, F‑52/09, Da Silva Pinto Branco κατά Δικαστηρίου, σκέψη 32

2.      Ένας υπάλληλος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή υπέρ του νόμου ή προς το συμφέρον των θεσμικών οργάνων, προς στήριξη δε τυχόν προσφυγής του δύναται να προβάλει μόνον τις αιτιάσεις που τον αφορούν ατομικά. Ενδεχόμενη αποδοχή της απόψεως ότι υπάλληλος που έχει ειδοποιήσει τον ιεραρχικώς ανώτερό του για την ύπαρξη παρατυπιών που δεν τον αφορούν άμεσα δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως του εν λόγω ανωτέρου να μην κοινοποιήσει τις παρασχεθείσες πληροφορίες στην OLAF θα σήμαινε ότι ο εν λόγω υπάλληλος νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή υπέρ του νόμου. Ωστόσο, ο εν λόγω υπάλληλος έχει τη δυνατότητα, στην περίπτωση κατά την οποία εκτιμά ότι, εξαιτίας της πληροφορίας που ο ίδιος παρέσχε στους ανωτέρους του, έχει εκδοθεί απόφαση θίγουσα τα συμφέροντά του, να ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 62)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 7 Ιουλίου 1998, T‑178/97, Moncada κατά Επιτροπής, σκέψη 39

3.      Σε οποιαδήποτε διαδικασία στρέφεται κατά προσώπου και μπορεί να καταλήξει στην έκδοση πράξεως βλαπτικής για το πρόσωπο αυτό, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται, έστω και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής με την οικεία διαδικασία ρυθμίσεως. Πλην όμως, η διαδικασία που κινήθηκε με την υποβολή αιτήσεως αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικασία κινηθείσα κατά του προσφεύγοντος. Ως εκ τούτου, η απόφαση της Διοικήσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση αρωγής δεν καταλέγεται μεταξύ των αποφάσεων για τις οποίες πρέπει να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας.

(βλ. σκέψη 78)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Ιουλίου 1997, T‑36/96, Gaspari κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 32· 27 Ιουνίου 2000, T‑67/99, K κατά Επιτροπής, σκέψη 72

4.      Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει ως ηθική παρενόχληση την «καταχρηστική διαγωγή» για την κατάφαση της οποίας πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση σχετίζεται με την ύπαρξη συμπεριφορών, πράξεων, χειρονομιών ή προφορικού ή γραπτού λόγου που εκδηλώνονται «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», γεγονός που σημαίνει ότι η ηθική παρενόχληση πρέπει να νοείται ως διαδικασία με χρονική συνέχεια, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανόμενων ή εξακολουθητικών ενεργειών που γίνονται «με πρόθεση». Η δεύτερη σωρευτική προϋπόθεση, η οποία συνδέεται με την πρώτη με τον παρατακτικό σύνδεσμο «και», απαιτεί να θίγουν οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή προφορικός ή γραπτός λόγος την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα προσώπου. Το γεγονός ότι ο εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός «με πρόθεση» αφορά μόνον την πρώτη εκ των δύο προϋποθέσεων οδηγεί σε δύο συμπεράσματα. Αφενός μεν, οι κατ’ άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή γραπτός ή προφορικός λόγος πρέπει να εκδηλώνονται εκουσίως, γεγονός που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως τις τυχαίες ενέργειες. Αφετέρου, όμως, δεν απαιτείται οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή γραπτός ή προφορικός λόγος να εκδηλώνονται με πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα προσώπου. Εν ολίγοις, για την κατάφαση ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ δεν απαιτείται πρόθεση του παρενοχλούντος να απαξιώσει, με τις ενέργειές του, το θύμα ή να επιδεινώσει εσκεμμένως τις εργασιακές του συνθήκες. Αρκεί οι ενέργειές του, εφόσον ήταν εκούσιες, να είχαν αντικειμενικώς τέτοιες συνέπειες.

(βλ. σκέψεις 82 και 83)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψη 135, μη ακυρωθείσα επί του σημείου αυτού με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά Q· 16 Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 65

5.      Συναφώς, προκειμένου να εξακριβώσει εάν υπάλληλος άσκησε καλόπιστα το προβλεπόμενο από τα άρθρα 12α και 22α του ΚΥΚ δικαίωμα κοινολογήσεως, το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να λάβει υπόψη μια σειρά παραγόντων.

Το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει κατ’ αρχάς να εξακριβώσει εάν οι πληροφορίες που ο υπάλληλος αποφασίζει να κοινοποιήσει στους ιεραρχικώς ανωτέρους του ή απευθείας στην OLAF αφορούν παρατυπίες οι οποίες, εφόσον αποδειχθούν διαπραχθείσες, είναι πρόδηλης σοβαρότητας. Ο δεύτερος παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η αλήθεια ή, τουλάχιστον, η αληθοφάνεια των κοινολογούμενων πληροφοριών. Συγκεκριμένα, η άσκηση της ελευθερίας εκφράσεως, της οποίας άπτεται η δυνατότητα υπαλλήλου να καταγγείλει ηθική παρενόχληση ή παράνομες πράξεις ή σοβαρή παράβαση υπαλληλικών υποχρεώσεων, εμπερικλείει υποχρεώσεις και οιοσδήποτε επιλέγει να κοινολογήσει τέτοιες πληροφορίες οφείλει να εξακριβώσει με επιμέλεια, στον βαθμό κατά τον οποίο το επιτρέπουν οι περιστάσεις, την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους. Συνεπώς, ο υπάλληλος που καταγγέλλει παρατυπίες οι οποίες, κατά την άποψή του, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 12α και 22α του ΚΥΚ οφείλει να βεβαιωθεί ότι οι κατηγορίες που διατυπώνει στηρίζονται σε ακριβή πραγματικά περιστατικά ή, τουλάχιστον, σε αποχρώσα πραγματική βάση. Συναφώς, το άρθρο 22α του ΚΥΚ αφορά μόνον τη γνωστοποίηση συγκεκριμένων γεγονότων των οποίων η πρώτη αξιολόγηση μπορούσε να οδηγήσει τον υπάλληλο που προέβη στη γνωστοποίηση σε εύλογη εικασία περί της υπάρξεως παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως, κατά την εφαρμογή δε της εν λόγω διατάξεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας που υπέχουν οι υπάλληλοι, η υποχρέωση διαφυλάξεως της αξιοπρέπειας του λειτουργήματός τους και το καθήκον εντιμότητάς τους, καθώς και η υποχρέωση σεβασμού της τιμής και του τεκμηρίου αθωότητας των εμπλεκομένων προσώπων. Περαιτέρω, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα που χρησιμοποίησε ο υπάλληλος για την κοινολόγηση, ενώ, προκειμένου για παρατυπίες του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, πρέπει να εξακριβώνεται εάν ο υπάλληλος απευθύνθηκε στο αρμόδιο όργανο ή αρχή, ήτοι «τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον [γ]ενικό [γ]ραμματέα ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την [OLAF]». Τέλος, το κίνητρο του υπαλλήλου που καταγγέλλει παρατυπίες αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που πρέπει να συνεκτιμάται κατά τον έλεγχο του καλόπιστου ή μη χαρακτήρα της καταγγελίας. Μια καταγγελία η οποία εκπηγάζει από προσωπική πικρία ή έχθρα ή ακόμη από την προοπτική χρηματικού οφέλους δεν δύναται να θεωρηθεί καλόπιστη. Ο υπάλληλος έχει άλλωστε υποχρέωση να επιδεικνύει τη μέγιστη επιμέλεια και σύνεση κατά τη διαχείριση της δημοσιότητας αιτιάσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της OLAF.

(βλ. σκέψεις 134 έως 138 και 150)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιανουαρίου 2011, F‑77/09, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 66 έως 70 και 80)

6.      Μολονότι ο ΚΥΚ, ειδικότερα δε το άρθρο 7 αυτού, δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα τοποθετήσεως υπαλλήλου «σε νέα θέση», τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως τόσο ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί όσο και ως προς την τοποθέτηση, για τις ανάγκες της εν λόγω αποστολής, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση, όμως, αφενός, ότι η τοποθέτηση αυτή ενεργείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, αφετέρου, ότι τηρείται η ισοτιμία των θέσεων.

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης όσον αφορά την τήρηση της σχετικής με το συμφέρον της υπηρεσίας προϋποθέσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενήργησε εντός εύλογων και θεμιτών ορίων και δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Συναφώς, τα προβλήματα που ανάγονται σε εσωτερικές σχέσεις, όταν προκαλούν εντάσεις που παρακωλύουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δύνανται να δικαιολογήσουν, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τη μετάθεση του υπαλλήλου προκειμένου να τερματισθεί η αφόρητη πλέον διοικητική κατάσταση. Μια τέτοια νέα τοποθέτηση, η οποία αποφασίζεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν προαπαιτεί τη συγκατάθεση του οικείου υπαλλήλου. Εξάλλου, κατά την εξέταση του ζητήματος κατά πόσον οι τεταμένες σχέσεις δύνανται να δικαιολογήσουν, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τη μετάθεση υπαλλήλου, είναι αδιάφορη η ταυτότητα του υπευθύνου για τα επίμαχα περιστατικά ή το βάσιμο ή μη των μομφών που διατυπώνονται.

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, σε περίπτωση μεταβολής των ανατεθέντων σε υπάλληλο καθηκόντων, ο κανόνας αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως εργασίας, ο οποίος προβλέπεται ειδικώς από το άρθρο 7 του ΚΥΚ, επιβάλλει σύγκριση μεταξύ του βαθμού και των παρόντων καθηκόντων του υπαλλήλου και όχι σύγκριση μεταξύ των παρόντων και των προγενέστερων καθηκόντων του. Ως εκ τούτου, ο κανόνας αυτός ασφαλώς επιτρέπει μια απόφαση να επιφέρει την ανάθεση νέων καθηκόντων, τα οποία, αν και διαφέρουν από τα προηγουμένως ασκηθέντα καθήκοντα και θεωρούνται από τον ενδιαφερόμενο ότι συνεπάγονται περιορισμό των εξουσιών του, είναι σύμφωνα προς την αντιστοιχία βαθμού και θέσεως. Συνεπώς, μια πραγματική συρρίκνωση των καθηκόντων υπαλλήλου αντίκειται στον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως μόνον εφόσον τα νέα καθήκοντά του, συνολικώς θεωρούμενα, υπολείπονται σαφώς εκείνων που αντιστοιχούν στον βαθμό και στη θέση του υπαλλήλου κατά τη φύση, τη σημασία και το εύρος τους. Tέλος, ο ΚΥΚ δεν αναγνωρίζει στους υπαλλήλους δικαίωμα σε συγκεκριμένη θέση, αλλά, αντιθέτως, καταλείπει στην ΑΔΑ την αρμοδιότητα να τοποθετεί τους υπαλλήλους, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, στις διάφορες θέσεις που αντιστοιχούν στον βαθμό τους. Εξάλλου, καίτοι είναι αληθές ότι η Διοίκηση έχει κάθε συμφέρον να τοποθετεί τους υπαλλήλους σε συνάρτηση με τις ειδικές ικανότητες και τις προσωπικές τους προτιμήσεις, δεν δύναται να αναγνωρισθεί στους υπάλληλους το δικαίωμα να ασκούν ή να διατηρούν ειδικά καθήκοντα ή να αρνούνται κάθε άλλο καθήκον εμπίπτον στην περιγραφή της θέσεώς τους.

(βλ. σκέψεις 156, 158, 159 και 162 έως 164)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 12 Ιουλίου 1979, 124/78, List κατά Επιτροπής, σκέψη 13· 22 Οκτωβρίου 1981, 218/80, Kruse κατά Επιτροπής, σκέψη 7· 1 Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Seton κατά Επιτροπής, σκέψεις 41 έως 44· 23 Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψεις 6 και 7· 7 Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 22· 12 Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, σκέψη 41

ΓΔΕΕ: 23 Οκτωβρίου 1990, T‑46/89, Pitrone κατά Επιτροπής, σκέψη 35· 28 Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, σκέψεις 88 και 105· 15 Σεπτεμβρίου 1998, T‑23/96, De Persio κατά Επιτροπής, σκέψη 138· 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 53

ΔΔΔΕΕ: 25 Ιανουαρίου 2007, F‑55/06, de Albuquerque κατά Επιτροπής, σκέψη 55· 8 Μαΐου 2008, F‑119/06, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 96