Language of document : ECLI:EU:F:2009:165

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2009

Υπόθεση F-17/09

Herbert Meister

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προσφυγή ακυρώσεως – Υπόμνηση των μορίων προαγωγής που έχουν συγκεντρωθεί προηγουμένως – Δεν αποτελεί βλαπτική πράξη – Αγωγή αποζημιώσεως – Ζημία μη προσδιοριζόμενη αριθμητικώς – Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Η. Meister αμφισβητεί την υπόμνηση περί απονομής μορίων προαγωγής για την περίοδο προαγωγών 2008, σύμφωνα με την οποία το σύνολο των μορίων προαγωγής που έχει συγκεντρώσει κατά τις προηγούμενες του 2008 περιόδους προαγωγών ανέρχεται σε 17,5.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παραίτηση – Ανάγκη σαφούς και ανεπιφύλακτης εκδηλώσεως βουλήσεως προς παραίτηση από τη δίκη

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 74)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή κατά της υπομνήσεως των μορίων στην απόφαση περί απονομής μορίων προαγωγής και όχι κατά της αποφάσεως αυτής καθαυτή – Μη ύπαρξη βλαπτικής πράξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας προκληθείσας από θεσμικό όργανο της Ένωσης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 35 § 1, στοιχείο ε΄, και 76)

1.      Μόνον η σαφής και ανεπιφύλακτη εκδήλωση βουλήσεως του προσφεύγοντος να παραιτηθεί από τη δίκη μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψη 24)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Μαρτίου 1992, T‑73/91, Gavilan κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑1555, σκέψη 26· 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 100

2.      Το αίτημα ακυρώσεως μιας αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε μια διοικητική ένσταση έχει ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται ο κοινοτικός δικαστής της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η εν λόγω διοικητική ένσταση.

Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση διοικητικής ενστάσεως η οποία δεν ασκήθηκε κατά της αποφάσεως περί απονομής των μορίων προαγωγής του αυτής καθαυτήν, αλλά αφορά μόνον την υπόμνηση των μορίων αυτών στην εν λόγω απόφαση. Πράγματι, αυτή η αναφορά η οποία απλώς υπενθυμίζει στον προσφεύγοντα το σύνολο των μορίων προαγωγής που έχει συγκεντρώσει από τις προηγούμενες περιόδους προαγωγών προκειμένου να προσδιορισθεί εάν έχει συμπληρώσει το ελάχιστο όριο προαγωγής δεν παράγει κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα ικανό να θίξει άμεσα και ευθέως τα συμφέροντά του μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση και, επομένως, δεν δύναται να θεωρηθεί βλαπτική πράξη υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(βλ. σκέψεις 27, 29 και 30)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8

ΠΕΚ: 22 Μαρτίου 1995, T‑586/93, Κοτζώνης κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1995, σ. II‑665, σκέψη 28· 23 Μαρτίου 2004, T‑310/02, Θεοδωράκης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑95 και II‑427, σκέψη 19· 9 Ιουνίου 2005, T‑80/04, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑161 και II‑729, σκέψη 15

3.      Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Για να πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών τις οποίες φέρεται ότι προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς την οποία ο ενάγων προσάπτει στο θεσμικό όργανο, των λόγων για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και του χαρακτήρα και της εκτάσεως της εν λόγω ζημίας. Αντιθέτως, αίτημα με το οποίο ζητείται η επιδίκαση απροσδιόριστης αποζημιώσεως στερείται της αναγκαίας σαφήνειας και πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρείται απαράδεκτο.

(βλ. σκέψη 33)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 2 Δεκεμβρίου 1971, 5/71, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1025, σκέψη 9

ΠΕΚ: 1 Ιουλίου 1994, T‑505/93, Osório κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑179 και II‑581, σκέψη 33· 15 Φεβρουαρίου 1995, T‑112/94, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑37 και II‑135, σκέψη 32· 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑175/04, Gordon κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42

ΔΔΔ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑95/05, N κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 86