Language of document : ECLI:EU:F:2011:22

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2011 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Μεταφορά ημερών ετήσιας αδείας — Άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ — Λόγοι αναγόμενοι στις ανάγκες της υπηρεσίας — Άρθρο 73 του ΚΥΚ — Οδηγία 2003/88/ΕΚ — Δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών — Αναρρωτική άδεια»

Στην υπόθεση F‑120/07,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Guido Strack, πρώην μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Κολωνίας (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τον H. Tettenborn, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και B. Eggers,

καθής-εναγομένη,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους Χ. Ταγαρά, πρόεδρο, S. Van Raepenbusch (εισηγητή) και M. I. Rofes i Pujol, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Μαΐου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 22 Οκτωβρίου 2007 (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 30 Οκτωβρίου), ο G. Strack ζητεί:

–        την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30ής Μαρτίου 2005, της 25ης Οκτωβρίου 2005, της 15ης Μαρτίου 2007 και της 20ής Ιουλίου 2007, καθόσον περιορίζουν σε 12 τις μεταφερόμενες ως μη χρησιμοποιηθείσες κατά το έτος 2004 ημέρες ετήσιας αδείας και περιορίζουν αντιστοίχως το ποσό που του καταβλήθηκε ως αποζημίωση κατά τη λήξη της υπηρεσίας του, και

–        να καταδικαστεί η Επιτροπή στην καταβολή αποζημιώσεως αντιστοιχούσας σε 26,5 ημέρες ετήσιας αδείας προσαυξημένης με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους από 1ης Απριλίου 2005.

 Το νομικό πλαίσιο

 Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2        Το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει τα εξής:

«Στους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας, οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες.»

3        Στο άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζονται τα εξής:

«Ο υπάλληλος δικαιούται, ανά ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια 24 εργασίμων ημερών τουλάχιστον και 30 εργασίμων ημερών το μέγιστο, σύμφωνα με ρύθμιση που θα θεσπιστεί κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των οργάνων [της Ένωσης] μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.»

4        Κατά το άρθρο 1 του παραρτήματος V του ΚΥΚ:

«Κατά το έτος της ανάληψης υπηρεσίας και το έτος της λήξης των καθηκόντων, το κλάσμα έτους παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργάσιμων ημερών αν πρόκειται για πλήρη μήνα εργασίας, δύο εργάσιμων ημερών αν πρόκειται για διάστημα μικρότερο του μηνός και μεγαλύτερο από [δεκαπέντε] ημέρες, μιας δε εργάσιμης ημέρας αν είναι ίσο ή μικρότερο από [δεκαπέντε] ημέρες.»

5        Στο άρθρο 3 του παραρτήματος V του ΚΥΚ διευκρινίζεται ότι:

«Εάν, κατά τη διάρκεια της ετήσιας αδείας του, ο υπάλληλος προσβληθεί από ασθένεια που θα τον εμπόδιζε να εκτελέσει τα καθήκοντά του εάν ήταν εν υπηρεσία, η ετήσια άδειά του παρατείνεται κατά το διάστημα της ανικανότητας που αποδεικνύεται με ιατρικό πιστοποιητικό.»

6        Το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ, για το γερμανικό κείμενο του οποίου εκδόθηκε διορθωτικό (ΕΕ 2007, L 248, σ. 26), ορίζει τα εξής:

«Αν ο υπάλληλος, για λόγους άσχετους προς τις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν εξαντλήσει την ετήσια άδειά του εντός του οικείου ημερολογιακού έτους, η μεταφορά αδείας στο επόμενο έτος δεν υπερβαίνει τις [δώδεκα] ημέρες.

Εάν, κατά τη λήξη των καθηκόντων του, ο υπάλληλος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του, δικαιούται αποζημίωση ίση προς το ένα τριακοστό των μηνιαίων αποδοχών του κατά την ημερομηνία λήξης των καθηκόντων του για κάθε ημέρα αδείας που του οφείλεται.

Από τις πληρωμές που οφείλονται σε υπάλληλο ο οποίος, κατά την ημερομηνία λήξης των καθηκόντων του, έχει λάβει ετήσια άδεια πέραν εκείνης που εδικαιούτο κατά την ημερομηνία αυτήν αφαιρείται ποσό το οποίο υπολογίζεται όπως προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.»

7        Μια εγκύκλιος της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Προσωπικού και Διοίκησης», που δημοσιεύθηκε στο τεύχος των Διοικητικών Πληροφοριών αριθ. 66-2002, της 2ας Αυγούστου 2002, προβλέπει ότι:

«Αν οι μη ληφθείσες ημέρες αδείας ξεπερνούν τις δώδεκα, οι επιπλέον ημέρες αδείας πέραν των δώδεκα ημερών που προβλέπονται στον κανονισμό δεν μεταφέρονται, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι ο υπάλληλος δεν μπόρεσε να τις χρησιμοποιήσει στη διάρκεια του τρέχοντος ημερολογιακού έτους για λόγους αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας.»

8        Η εν λόγω εγκύκλιος αντικαταστάθηκε, από 1ης Μαΐου 2004, από την απόφαση C(2004) 1597 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2004, περί θεσπίσεως των διατάξεων εφαρμογής σχετικά με τις άδειες, όπου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η μεταφορά πέραν των [δώδεκα] ημερών επιτρέπεται μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι ο/η ενδιαφερόμενος/η δεν μπόρεσε να κάνει χρήση των εν λόγω ημερών αδείας κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους για λόγους αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας (πράγμα που πρέπει να δικαιολογείται ρητά) και οι ημέρες αυτές προστίθενται στις ημέρες αδείας του επομένου ημερολογιακού έτους μετά από απόφαση του [υπευθύνου προσωπικού].

[…]

Δεν επιτρέπεται καμία μεταφορά πέραν των [δώδεκα] ημερών, εφόσον οι ημέρες μη ληφθείσης αδείας οφείλονται σε λόγους μη αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας (π.χ. σε λόγους υγείας: ασθένεια, ατύχημα, χρήση ημερών ετήσιας αδείας που μεταφέρθηκαν κατόπιν ατυχήματος ή ασθενείας που επήλθε κατά τη διάρκεια της ετήσιας αδείας, άδεια υιοθεσίας, γονική άδεια, άδεια για οικογενειακούς λόγους, άδεια για προσωπικούς λόγους, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια λόγω στρατιωτικής θητείας κ.λπ.).

[…]»

9        Όπως προκύπτει επίσης από το πόρισμα αριθ. 53A/70 των επικεφαλής διοίκησης, της 9ης Ιανουαρίου 1970, η μεταφορά αδείας πρέπει να περιορίζεται σε δώδεκα ημέρες, ακόμη και σε περίπτωση παρατεταμένης ασθενείας.

10      Το άρθρο 73, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι:

«Υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν κανονιστικές διατάξεις θεσπιζόμενες με κοινή συμφωνία των οργάνων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], μετά από γνώμη της επιτροπής του ΚΥΚ, ο υπάλληλος καλύπτεται, από την ημέρα έναρξης της υπηρεσίας του, έναντι των κινδύνων επαγγελματικής ασθένειας και ατυχήματος. […]

Οι κανονιστικές αυτές διατάξεις προσδιορίζουν του μη καλυπτόμενους κινδύνους.»

 Η οδηγία 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας

11      Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299, σ. 9):

«Οι αρχές του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της νυκτερινής, πρέπει να συνεκτιμηθούν.»

12      Στο άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88 ορίζονται τα εξής:

«Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)      στις ελάχιστες περιόδους [...] ετήσιας αδείας [...]».

13      Το άρθρο 7 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Ετήσια άδεια

1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της αδείας.

2.      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

14      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις για τις οποίες προβλέπεται δυνατότητα παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας.

 Πραγματικά περιστατικά

15      Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ανέλαβε υπηρεσία ως υπάλληλος της Επιτροπής την 1η Σεπτεμβρίου 1995. Από της ημερομηνίας αυτής και μέχρι την 31η Μαρτίου 2002, άσκησε τα καθήκοντά του στην Υπηρεσία Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Υπηρεσία Εκδόσεων). Την 1η Ιανουαρίου 2001, προήχθη στο βαθμό Α6. Από 1η Απριλίου 2002 μέχρι 15 Φεβρουαρίου 2003, εργάστηκε στη Γενική Διεύθυνση «Επιχειρήσεις» της Επιτροπής και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στη Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία) όπου ανέλαβε υπηρεσία στις 16 Φεβρουαρίου 2003. Από την 1η Μαρτίου 2004 μέχρι τη συνταξιοδότησή του λόγω αναπηρίας, την 1η Απριλίου 2005, βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια.

16      Στις 27 Δεκεμβρίου 2004, ο προσφεύγων ζήτησε να μεταφερθούν στο έτος 2005 38,5 ημέρες αδείας που δεν είχε λάβει το 2004, επισημαίνοντας ότι δεν μπόρεσε να κάνει χρήση των ημερών αυτών αδείας ιδίως λόγω της επαγγελματικής του ασθένειας. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε στις 30 Μαΐου 2005 από τον διευθυντή της υπηρεσίας διοικητικών υποθέσεων και προσωπικού της διεύθυνσης «Ανθρωπίνων πόρων» της ΓΔ της «Στατιστικής Υπηρεσίας [Eurostat]» καθόσον αφορά τις 26,5 ημέρες που είχαν απομείνει πέραν των 12 αυτοδικαίως μεταφερομένων ημερών (στο εξής: απόφαση της 30ής Μαΐου 2005).

17      Στις 4 Ιουλίου 2005, ο προσφεύγων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2005, με την οποία ζητούσε, επικουρικώς, την αναστολή εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως σχετικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής προέλευσης της ασθενείας του, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΥΚ.

18      Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) της 25ης Οκτωβρίου 2005. Στην απόφαση αυτή αναφέρονταν, ωστόσο, τα εξής:

«Στην περίπτωση που η ΑΔΑ θα κάνει δεκτή μεταγενέστερη αίτηση για αναγνώριση της επαγγελματικής προέλευσης της ασθενείας του, [ο αιτών] θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση για μεταφορά του υπολοίπου αδείας του έτους 2004. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να κριθεί το ζήτημα αν η επαγγελματική προέλευση μιας ασθένειας συνεπάγεται αναγνώριση της ύπαρξης λόγων αναγομένων στις ανάγκες της υπηρεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ, εφόσον η μη εξάντληση της ετήσιας αδείας μπορεί να αποδοθεί στην εν λόγω ασθένεια».

19      Με έγγραφο της 8ης Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι αναγνώριζε ότι, αφότου υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και ότι, κατά συνέπεια, τα ιατρικά του έξοδα που συνδέονταν άμεσα με την επιδείνωση αυτή θα του επιστρέφονταν μέχρι τη σταθεροποίηση των βλαβών, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΥΚ. Επίσης, από το πόρισμα του διορισμένου από το όργανο ιατρού που επεσυνάπτετο στο εν λόγω έγγραφο προέκυπτε ότι δεν είχε επέλθει ακόμη σταθεροποίηση των βλαβών και ότι δεν προβλεπόταν νέα εκτίμηση της κατάστασης πριν από την πάροδο δύο ετών.

20      Σε συνέχεια του εγγράφου αυτού, ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 22 Νοεμβρίου 2006, νέα αίτηση για μεταφορά του υπολοίπου των ημερών αδείας του έτους 2004, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007 του επικεφαλής της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τις συνθήκες απασχόλησης και τα μη χρηματικής φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις στη Διεύθυνση Β «ΚΥΚ: πολιτική, διαχείριση και παροχή συμβουλών» της Γενικής Διεύθυνσης «Προσωπικού και Διοίκησης» (στο εξής: απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007).

21      Στις 9 Απριλίου 2007, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 20ής Ιουλίου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

22      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής της 30ής Μαΐου 2005, της 25ης Οκτωβρίου 2005, της 15ης Μαρτίου 2007 και της 20ής Ιουλίου 2007, καθόσον περιορίζουν σε δώδεκα τις μεταφερόμενες μη ληφθείσες το 2004 ημέρες αδείας και, κατά συνέπεια, περιορίζουν το ποσό που του καταβλήθηκε ως αποζημίωση κατά τη λήξη των καθηκόντων του,

–        «να καταδικάσει την Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση αντιστοιχούσα σε 26,5 ημέρες ετήσιας αδείας τις οποίες δεν έλαβε και για τις οποίες δεν του κατεβλήθη κανένα αντιστάθμισμα σύμφωνα με το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ, προσαυξημένη με τόκους υπερημερίας από 1ης Απριλίου 2005, υπολογιζόμενους με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις βασικές της συναλλαγές αναχρηματοδότησης, αυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες»,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

24      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ της 16ης Νοεμβρίου 2007 η παρούσα υπόθεση ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ.

25      Με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 2007, η Γραμματεία κάλεσε τους διαδίκους σε άτυπη συνάντηση, στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με σκοπό την εξεύρεση φιλικού διακανονισμού της παρούσας διαφοράς καθώς και άλλων διαφορών που εκκρεμούν μεταξύ τους ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

26      Μετά την άτυπη συνάντηση της 4ης Δεκεμβρίου 2007, οι διάδικοι έκαναν γνωστές τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου συμφωνίας που περιείχετο στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας, χωρίς, ωστόσο, να μπορέσουν τελικά να συμφωνήσουν επί των όρων μιας τέτοιας συμφωνίας.

27      Οι διάδικοι κλήθηκαν σε δεύτερη άτυπη συνάντηση, η οποία ορίστηκε για τις 6 Μαρτίου 2008, μετά την επιστροφή του προσφεύγοντος από τις διακοπές. Ωστόσο, ο τελευταίος αρνήθηκε την πρόσκληση, αφού δεν θεωρούσε ότι μια νέα συνάντηση θα μπορούσε να χρησιμεύσει με οποιοδήποτε τρόπο, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως που είχε λάβει η Επιτροπή. Η Επιτροπή, με τη σειρά της, εξέφρασε τη λύπη της για τη ματαίωση της συνάντησης λόγω της αποχής του προσφεύγοντος, αλλά και την ελπίδα ότι θα επιτυγχανόταν συμφωνία και δήλωσε τη διάθεσή της να εργαστεί προς την κατεύθυνση ενός φιλικού διακανονισμού.

28      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ της 27ης Οκτωβρίου 2006 η υπόθεση ανατέθηκε στο δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου αυτού.

29      Με επιστολή του της 15ης Ιανουαρίου 2010, ο προσφεύγων ζήτησε τη συνένωση της παρούσας υποθέσεως με τις άλλες εκκρεμούσες κατά την ημερομηνία αυτή προσφυγές του, με τους αριθμούς F‑118/07, F‑119/07, F‑121/07, F‑132/07 και F‑62/09. Το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε το αίτημα αυτό με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου και πληροφόρησε σχετικώς τον προσφεύγοντα με έγγραφο της Γραμματείας της 18ης Μαρτίου 2010.

30      Με επιστολή του της 30ής Μαρτίου 2010, ο προσφεύγων αμφισβήτησε την ανάθεση της παρούσας υποθέσεως στο δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου ΔΔ.

31      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 5 Μαΐου 2010, ο προσφεύγων εκλήθη να διαβιβάσει στο Δικαστήριο ΔΔ έγγραφα σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ και στα οποία είχε αναφερθεί κατά την αγόρευσή του ο δικηγόρος του προσφεύγοντος.

32      Στο πλαίσιο της ίδιας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις όσον αφορά τις ενδεχόμενες συνέπειες, για την παρούσα διαφορά, της αποφάσεως του Δικαστηρίου (ΔΕΕ) της 20ής Ιανουαρίου 2009, C‑350/06 και C‑520/06, Schultz-Hoff (στο εξής: απόφαση Schultz-Hoff), την οποία επικαλέστηκε ο προσφεύγων προς υποστήριξη της προσφυγής του στο πλαίσιο των προφορικών του παρατηρήσεων.

33      Ο προσφεύγων και η Επιτροπή ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά του Δικαστηρίου ΔΔ στις 26 και στις 31 Μαΐου 2010 αντιστοίχως.

 Σκεπτικό

 Όσον αφορά τα αιτήματα για ακύρωση

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

34      Εκτός από την ακύρωση των αποφάσεων της 30ής Μαΐου 2005 και της 15ης Μαρτίου 2007, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων της 25ης Οκτωβρίου 2005 και της 20ής Ιουλίου 2007 με τις οποίες απορρίφθηκαν δύο διοικητικές ενστάσεις υποβληθείσες στις 4 Ιουλίου 2005 και στις 9 Απριλίου 2007 αντίστοιχα. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι η προσφυγή ακυρώσεως που στρέφεται ρητά κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος έχει ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, όταν η προσφυγή και η ένσταση, αυτές καθαυτές, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8, απόφαση του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 6ης Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, σκέψη 43, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 9ης Ιουλίου 2009, F‑85/08, Notarnicola κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 14). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφυγή στρέφεται μόνο κατά των αποφάσεων της 30ής Μαΐου 2005 και της 15ης Μαρτίου 2007.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής καθόσον αυτή στρέφεται κατά της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2005

35      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση της 30ής Μαΐου 2005, με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την πρώτη αίτηση μεταφοράς των 26,5 ημερών ετήσιας αδείας, οι οποίες βρίσκονταν εκτός του ορίου των δώδεκα ημερών ετήσιας αδείας που μεταφέρονται αυτοδικαίως, δεν προσεβλήθη, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ εντός τριμήνου από της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, που εχώρησε στις 25 Οκτωβρίου του επομένου έτους.

36      Οι προθεσμίες, όμως, για άσκηση διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής που ορίζονται στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων ή του δικαστηρίου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Σεπτεμβρίου 1991, T‑54/90, Lacroix κατά Επιτροπής, σκέψη 24, και της 17ης Μαΐου 2006, T‑95/04, Lavagnoli κατά Επιτροπής, σκέψη 41).

37      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, καθόσον στρέφεται κατά της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2005, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης.

 Επί της ουσίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Ο προσφεύγων προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ. Το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου επιτρέπει, κατά τον προσφεύγοντα, στον υπάλληλο που δεν έχει λάβει το σύνολο των ημερών της ετήσιας άδειάς του για λόγους αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας να μεταφέρει στο επόμενο έτος τις μη ληφθείσες ημέρες αδείας πέραν των δώδεκα ημερών. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται, κατά τον προσφεύγοντα, από τις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 66‑2002 της Επιτροπής.

39      Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον προσφεύγοντα, η ασθένεια η οποία τον εμπόδισε να λάβει τις άδειές του πρέπει να αποδοθεί στις ανάγκες της υπηρεσίας κατά την έννοια ακριβώς του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ, καθόσον, επειδή η άσκηση των καθηκόντων συνιστά το αίτιο της ασθενείας, το κώλυμα είναι επαγγελματικής φύσεως.

40      Η απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 2005, T‑80/04, Castets κατά Επιτροπής, δεν αντιφάσκει προς την ερμηνεία αυτή, αφού αφορούσε απουσία λόγω μη επαγγελματικής ασθενείας. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, οι περιστάσεις που εμπόδισαν τον υπάλληλο να λάβει την ετήσια άδειά του ήταν προσωπικής φύσεως.

41      Κατά τον προσφεύγοντα, το άρθρο 4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ προβλέπει σύστημα αποζημιώσεως για τις περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος δεν μπόρεσε να λάβει την ετήσια άδειά του όχι για λόγους αναγόμενους στο πρόσωπό του ή εξαιτίας ανωτέρας βίας, αλλά για λόγους αναγόμενους στην υπηρεσία του.

42      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επικαλέστηκε την απόφαση Schultz-Hoff, που εκδόθηκε μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής, και ιδίως τις σκέψεις 25, 44 και 45 της εν λόγω αποφάσεως, από τις οποίες προκύπτει, κατά τη γνώμη του, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 απαγορεύει να στερείται οιουδήποτε δικαιώματος για μετ’ αποδοχών ετήσια άδεια ένας εργαζόμενος ο οποίος, λόγω ανικανότητας προς εργασία για ιατρικούς λόγους, δεν μπόρεσε να λάβει τις άδειές του.

43      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ απαγορεύει τη μεταφορά περισσοτέρων των δώδεκα ημερών ετήσιας αδείας, στην περίπτωση που ο υπάλληλος, για λόγους μη δυνάμενους να αποδοθούν στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν εξάντλησε την ετήσια άδειά του πριν από το πέρας του τρέχοντος ημερολογιακού έτους.

44      Κατά την Επιτροπή, όπως προκύπτει από τη νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1970, 32/69, Tortora κατά Επιτροπής, σκέψεις 13 και 14, και προπαρατεθείσα απόφαση Castets κατά Επιτροπής, σκέψεις 28 και 29), δικαίωμα για μεταφορά ημερών ετήσιας αδείας υφίσταται μόνο στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν μπόρεσε να λάβει τις ημέρες της ετήσιας άδειάς του για λόγους που ανάγονται στις ανάγκες της υπηρεσίας και, συνεπώς, εφόσον οι «επαγγελματικές δραστηριότητές» του δεν του επέτρεψαν να απολαύσει τα οφέλη ολόκληρης της ετήσιας άδειάς του. Όταν, όμως, ένας υπάλληλος βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, απαλλάσσεται, εξ ορισμού, της ασκήσεως των καθηκόντων του και, συνεπώς, δεν βρίσκεται εν υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ. Εφόσον δεν τελεί σε υπηρεσία, κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι απών λόγω των αναγκών της υπηρεσίας.

45      Το ότι η ασθένεια του υπαλλήλου αναγνωρίστηκε κατόπιν ως επαγγελματική ασθένεια ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι ο εν λόγω υπάλληλος, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας, δεν τελούσε σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής του αδείας και, συνεπώς, δεν στερήθηκε της δυνατότητας να κάνει χρήση της ετήσιας αδείας του λόγω των αναγκών της υπηρεσίας.

46      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σε κάθε περίπτωση, τα δικαιώματα του υπαλλήλου σχετικά με τη λήψη αποζημιώσεως εφόσον καταστεί ανίκανος προς εργασία ρυθμίζονται εξαντλητικά στο άρθρο 73 του ΚΥΚ και δεν δικαιολογούν καμία συμπληρωματική αποζημίωση για τις ημέρες ετήσιας αδείας που δεν ελήφθησαν για λόγους υγείας.

47      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 66‑2002 και τις διατάξεις εφαρμογής όσον αφορά τις άδειες.

48      Επικουρικώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ενώ ο ιατρός της Επιτροπής, στην γνωμάτευσή του που προσαρτάται στην απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2006, εκτίμησε ότι η επιδείνωση της προϋφιστάμενης ασθένειας του προσφεύγοντος επήλθε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανέφερε επίσης ότι η επιδείνωση αυτή δεν θα επερχόταν αν δεν είχε προϋπάρξει ασθένεια. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η οριστική απόφαση επί του ζητήματος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΥΚ δεν έχει εκδοθεί ακόμη. Όμως, εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορεί να αποφανθεί σχετικώς, καθότι, κατά πάγια νομολογία, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ επαγγελματικής δραστηριότητας και υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης σε περίπτωση που το ζήτημα αυτό αποτελεί παραλλήλως αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπεται σε εκτέλεση του άρθρου 73 του ΚΥΚ ή θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει αντικείμενο μιας τέτοιας διαδικασίας (βλ., συναφώς, την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, σκέψη 200).

49      Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο προσφεύγων δεν ισχυρίζεται ότι η ασθένειά του προκλήθηκε από γεγονότα επαγγελματικής φύσεως που εχώρησαν αποκλειστικά κατά το έτος 2004. Αντίθετα, αναφέρει ότι οι λόγοι της ανικανότητάς του για εργασία συνδέονται, ιδίως, με γεγονότα τα οποία ανατρέχουν στα έτη 2002 και 2003. Όμως, οι ανάγκες της υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ απαιτείται να εμπίπτουν στο τρέχον ημερολογιακό έτος και να εμπόδισαν τον υπάλληλο να λάβει την ετήσια άδειά του στη διάρκεια του ιδίου αυτού έτους.

50      Εξάλλου, στις παρατηρήσεις της της 31ης Μαΐου 2010 σχετικά με την απόφαση Schultz-Hoff, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ συνιστά lex specialis [ειδικό κανόνα] ο οποίος κατισχύει του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και ότι δεν μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2003/88, να ερμηνευθεί, για λόγους συνέπειας, contra legem. Η έννοια του όρου «ανάγκες της υπηρεσίας», που περιέχεται στο προαναφερθέν άρθρο 4, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει την ασθένεια.

51      Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ λόγω συγκρούσεως με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και ότι, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό.

52      Επικουρικώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 αφορά το δικαίωμα για ετήσια άδεια και όχι τους ειδικούς όρους μεταφοράς της αδείας αυτής και δεν απαγορεύει την απόσβεση του δικαιώματος ετήσιας αδείας η οποία δεν ελήφθη κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς ή μιας περιόδου μεταφοράς. Ο περιορισμός αυτός εξυπηρετεί τον σκοπό της διατηρήσεως της οικονομικής ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.

53      Στην απόφαση Schultz-Hoff, το Δικαστήριο δέχθηκε απλώς ότι το να χάνει ο εργαζόμενος ολόκληρη την ετήσια άδειά του κατά τη λήξη μιας περιόδου μεταφοράς, επειδή βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια καθόλη τη διάρκεια αναφοράς και πέραν της περιόδου μεταφοράς που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, δεν συμβιβαζόταν με την οδηγία 2003/88. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την κατάσταση που εξετάζεται εν προκειμένω, αφού το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ επιτρέπει, ακριβώς, στις περιπτώσεις όπου η ετήσια άδεια δεν κατέστη δυνατό να ληφθεί για ιατρικούς λόγους, μεταφορά δώδεκα ημερών αδείας, που αντιστοιχούν στο ήμισυ της ετήσιας αδείας.

54      Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο προσφεύγων εισέπραξε, κατά τη λήξη των καθηκόντων του, αποζημίωση αντιστοιχούσα στο ήμισυ της ετήσιας αδείας του για το έτος 2004 και σε ποσοστό ανάλογο προς την ετήσια άδειά του του έτους 2005. Εξάλλου, δεν ήταν ασθενής καθόλη τη διάρκεια του έτους 2004 και, συνεπώς, θα μπορούσε να είχε λάβει ορισμένες ημέρες της ετήσιας αδείας του, ιδίως τις ημέρες αδείας του έτους 2003 οι οποίες είχαν μεταφερθεί.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

55      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, «[σ]τους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας, οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες».

56      Η οδηγία 2003/88, που θεσπίστηκε με βάση το άρθρο 137, παράγραφος 2, ΕΚ, σκοπεί, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, να καθορίσει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

57      Συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαίο, στη φάση αυτή, να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να επιλυθεί ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ μιας νομικής διάταξης και στοιχειωδών προδιαγραφών ασφαλείας και υγείας των εργαζομένων που έχουν θεσπιστεί στο επίπεδο της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στην προκειμένη περίπτωση, εναπόκειτο στην Επιτροπή να μεριμνήσει για την τήρηση των εν λόγω προδιαγραφών έναντι του προσφεύγοντος, κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία των νομικών κανόνων που αφορούν ειδικά την ετήσια άδεια.

58      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτού εξεταστεί, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της εκδικαζομένης υποθέσεως, το νόημα του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ, την παραβίαση του οποίου επικαλείται ο προσφεύγων, θα πρέπει να εξεταστεί, υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο των εφαρμοστέων στοιχειωδών προδιαγραφών που προβλέπει η οδηγία 2003/88 και, ιδίως, το άρθρο 7 αυτής.

59      Συναφώς, προκύπτει από πάγια νομολογία, ότι το δικαίωμα κάθε εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης με ιδιαίτερη σημασία, από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και της οποίας η εφαρμογή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μπορεί να γίνεται μόνον εντός των ορίων που προβλέπει ρητώς η ίδια η οδηγία (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2001, C‑173/99, BECTU, σκέψη 43, της 18ης Μαρτίου 2004, C‑342/01, Merino Gómez, σκέψη 29, καθώς και της 16ης Μαρτίου 2006, C‑131/04 και C‑257/04, Robinson-Steele κ.λπ., σκέψη 48, και Schultz-Hoff, προπαρατεθείσα, σκέψη 22). Εξάλλου, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγγυάται το δικαίωμα παντός εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

60      Ειδικότερα, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι ο εργαζόμενος πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να μπορεί να απολαύει πραγματικής αναπαύσεως, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του, δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 επιτρέπει την αντικατάσταση του δικαιώματος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών από χρηματική αποζημίωση μόνο στην περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις BECTU, σκέψη 44, Merino Gómez, σκέψη 30, και Schultz-Hoff, σκέψη 23). Επιπλέον, το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 δεν καταλέγεται μεταξύ των διατάξεων από τις οποίες η οδηγία επιτρέπει ρητά παρεκκλίσεις.

61      Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο σκοπός του δικαιώματος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών είναι να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας. Ο σκοπός αυτός διαφέρει από τον σκοπό του δικαιώματος αναρρωτικής αδείας κατά το ότι το τελευταίο αυτό δικαίωμα απονέμεται στον εργαζόμενο για να μπορέσει να αναρρώσει από ασθένεια (απόφαση Schultz-Hoff, σκέψη 25). Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, της Συμβάσεως 132 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, της 24ης Ιουνίου 1970, περί της ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών (αναθεωρηθείσα), η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία της οδηγίας 2003/88, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική της σκέψη, «[…] οι απουσίες από την εργασία για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του ενδιαφερόμενου εργαζομένου, όπως οι απουσίες λόγω ασθενείας, […] συνυπολογίζονται στον χρόνο υπηρεσίας».

62      Από τα ανωτέρω το Δικαστήριο συνήγαγε, στην απόφασή του Schultz-Hoff (σκέψη 41), ότι, όσον αφορά τους εργαζομένους που ευρίσκονται σε αναρρωτική άδεια η οποία έχει χορηγηθεί δεόντως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτήσει το δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών, που παρέχεται από την οδηγία 2003/88 σε όλους τους εργαζομένους, από υποχρέωση πραγματικής παροχής εργασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που καθορίζει το εν λόγω κράτος. Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει περίοδο μεταφοράς για ετήσιες άδειες που δεν έχουν ληφθεί κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς σκοπεί, καταρχήν, στο να παράσχει στον εργαζόμενο ο οποίος εμποδίστηκε να λάβει την ετήσια άδειά του μια πρόσθετη δυνατότητα λήψεως της εν λόγω αδείας (απόφαση Schultz-Hoff, σκέψη 42).

63      Συνεπώς, καίτοι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δεν απαγορεύει, καταρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την απώλεια του δικαιώματος για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λήξη μιας περιόδου αναφοράς ή μιας περιόδου μεταφοράς, πρέπει, ωστόσο, ο εργαζόμενος του οποίου το δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών αποσβέστηκε να είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του απονέμει η οδηγία κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Προφανώς, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση που ο εργαζόμενος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους της περιόδου μεταφοράς που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

64      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφασή του Schultz-Hoff (σκέψεις 45 και 50), ότι το να γίνει δεκτό ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ανικανότητας προς εργασία, οι σχετικές εθνικές διατάξεις, και ιδίως αυτές που καθορίζουν την περίοδο μεταφοράς, μπορούν να προβλέψουν την απόσβεση του δικαιώματος του εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, το οποίο δικαίωμα εγγυάται το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, χωρίς να έχει δοθεί πραγματικά στον εργαζόμενο η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια άνευ αποδοχών, θα έθιγε το κοινωνικό δικαίωμα που το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας απονέμει ευθέως σε κάθε εργαζόμενο.

65      Τέλος, όταν η λήψη της ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών δεν είναι πλέον δυνατή για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του εργαζομένου, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματικής αποζημιώσεως. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η χρηματική αποζημίωση που δικαιούται ο εργαζόμενος πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται στον εν λόγω εργαζόμενο κατάσταση παρόμοια με εκείνη στην οποία θα ήταν αν είχε ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας. Ως εκ τούτου, οι κανονικές αποδοχές του εργαζομένου, οι οποίες πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαύσεως που αντιστοιχεί στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, έχουν καθοριστική σημασία και σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό της χρηματικής αποζημιώσεως για ετήσια άδεια η οποία δεν έχει ληφθεί κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας (απόφαση Schultz-Hoff, σκέψη 61).

66      Θα πρέπει τώρα, σε σχέση με την εξεταζόμενη εν προκειμένω υπόθεση, να χρησιμοποιηθούν τα προβλεπόμενα στην οδηγία 2003/88, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, για τις ανάγκες εφαρμογής και ερμηνείας των κανόνων του κανονισμού που αφορούν την ετήσια άδεια, και ιδίως του άρθρου 4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ.

67      Από τη δικογραφία και, ιδίως από ένα έγγραφο της ιατρικής υπηρεσίας της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 2005, που απευθύνεται στο προσφεύγοντα, προκύπτει ότι αυτός βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια χωρίς διακοπή από τη 2α Μαρτίου 2004 μέχρι τη θέση του σε αναπηρία, την 1η Απριλίου 2005.

68      Διαπιστώνεται, έτσι, ότι ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα, καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους 2004, να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Το ότι θα μπορούσε να εξαντλήσει το δικαίωμα αυτό τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2004 δεν μπορεί προφανώς να ληφθεί υπόψη αφού θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει εντελώς θεωρητική την προστασία του δικαιώματος για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όπως αυτή προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Άλλωστε, στην απόφασή του Schultz-Hoff (σκέψεις 50 και 51), το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητά στην περίπτωση εργαζομένου ο οποίος εργάστηκε κατά τη διάρκεια μέρους μόνο της περιόδου αναφοράς προτού εισέλθει σε μακροχρόνια αναρρωτική άδεια, και εξομοίωσε την κατάσταση αυτή με την κατάσταση του εργαζομένου ο οποίος παρέμεινε σε αναρρωτική άδεια καθόλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και πέραν της περιόδου μεταφοράς που ορίζεται από το εθνικό δίκαιο.

69      Επομένως, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 συνάγεται ότι ο προσφεύγων, η για ιατρικούς λόγους ανικανότητα προς εργασία του οποίου διήρκεσε μέχρι την υπαγωγή του σε καθεστώς αναπηρίας, την 1η Απριλίου 2005, δεν μπορεί να στερηθεί της δυνατότητας να λάβει χρηματική αποζημίωση έναντι της μη ληφθείσας ετήσιας αδείας.

70      Απομένει να εξεταστεί το ζήτημα της έκτασης της χρηματικής αυτής αποζημιώσεως και το ζήτημα αν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το ίδιο το γράμμα του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ αντίκειται, στην προκειμένη περίπτωση, στην καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τις μη ληφθείσες ημέρες ετήσιας αδείας πέραν αυτών για τις οποίες προβλέπεται δυνατότητα μεταφοράς.

71      Κατά την Επιτροπή, μόνο λόγοι αναγόμενοι στις ανάγκες της υπηρεσίας μπορούν να δικαιολογήσουν μεταφορά περισσοτέρων των δώδεκα ημερών της ετήσιας αδείας στο επόμενο έτος.

72      Επ’ αυτού αρκεί να σημειωθεί ότι το άρθρο 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ δεν ρυθμίζει το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω, ήτοι το αν πρέπει να μεταφερθούν ημέρες ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών στην περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ο υπάλληλος δεν ήταν σε θέση να λάβει τις ημέρες ετήσιας αδείας του για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, όπως είναι οι λόγοι υγείας.

73      Η διαπίστωση αυτή δεν προσκρούει στην απόφαση της 29ης Μαρτίου 2007, T‑368/04, Verheyden κατά Επιτροπής (σκέψεις 61 έως 63), στην οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι λέξεις «ανάγκες της υπηρεσίας», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτουν την μη άσκηση των καθηκόντων του εργαζομένου που δικαιολογείται από αναρρωτική άδεια και τούτο ακόμη και σε περίπτωση παρατεταμένης ασθενείας (βλ., επίσης, στην ίδια κατεύθυνση, προπαρατεθείσα απόφαση Castets κατά Επιτροπής, σκέψη 33). Πράγματι, εκτός του ότι η τοποθέτηση του Πρωτοδικείου δεν βασίζεται σε οποιαδήποτε εξομοίωση της αναρρωτικής αδείας με απουσία δικαιολογούμενη από τις ανάγκες της υπηρεσίας, οι πραγματικές περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Verheyden κατά Επιτροπής, δεν αντιστοιχούν σε αυτές της παρούσας υποθέσεως, όπου ο προσφεύγων αδυνατούσε, καθόλη σχεδόν τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

74      Κατά τα λοιπά, προκύπτει από το άρθρο 3 του παραρτήματος V του ΚΥΚ, το οποίο ρυθμίζει μια άλλη πτυχή της σχέσεως μεταξύ της αναρρωτικής και της ετήσιας αδείας, ήτοι την περίπτωση όπου ένας υπάλληλος προσβάλλεται από ασθένεια κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του, ότι ο νομοθέτης θέλησε να κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της αναρρωτικής αδείας και της ετήσιας αδείας, οι οποίες εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 ανωτέρω.

75      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1ε του ΚΥΚ και ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, συμπληρώνουν τις νομικές διατάξεις υπό στενή έννοια που αφορούν τις άδειες.

76      Βεβαίως, το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 εγγυάται ελάχιστη ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διαρκείας τεσσάρων εβδομάδων, ενώ η ετήσια άδεια την οποία δικαιούνται οι υπάλληλοι της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, ανέρχεται σε 24 ημέρες τουλάχιστον. Στην προκειμένη περίπτωση, το αρχικό αίτημα του προσφεύγοντος για μεταφορά στο έτος 2005 των ημερών ετήσιας αδείας που δεν είχε λάβει κατά το 2004 αφορούσε 38,5 ημέρες, λαμβανομένης υπόψη της μεταφοράς των ημερών ετήσιας αδείας που δεν είχε λάβει κατά το 2003 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω).

77      Ωστόσο, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε τη διάρκεια της ετήσιας αδείας για τους υπαλλήλους σε 24 ημέρες, η ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 που δόθηκε από το Δικαστήριο, στην απόφαση Schultz-Hoff, για την περίπτωση όπου ένας εργαζόμενος δεν έχει τη δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδειά του λόγω μακροχρόνιας απουσίας οφειλομένης σε ασθένεια, παραμένει καθόλα εφαρμοστέα για το σύνολο της ετήσιας αδείας που προβλέπει ο ΚΥΚ, διά της εφαρμογής του συνδυασμού των άρθρων 1ε και 57 του ΚΥΚ, παρά τους περιορισμούς που περιέχονται στο άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ σχετικά με τις δυνατότητες μεταφοράς της μη ληφθείσας ετήσιας αδείας στο επόμενο έτος.

78      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής περί ανάγκης διατηρήσεως της οικονομικής ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, αρκεί να διαπιστωθεί ότι ουδόλως θεμελιώθηκε και δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ως έχει.

79      Με βάση όλα τα προεκτεθέντα, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, αρνούμενη, υπό τις περιστάσεις της εξεταζόμενης διαφοράς, διά της εφαρμογής του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ, τη μεταφορά των ημερών ετήσιας αδείας που δεν ελήφθησαν από τον προσφεύγοντα λόγω μακράς διαρκείας αναρρωτικής αδείας, πέραν των δώδεκα αυτοδικαίως μεταφερομένων ημερών, εφάρμοσε εσφαλμένως την εν λόγω διάταξη. Κατά συνέπεια, η απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007 πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί του αιτήματος για αποζημίωση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Ο προσφεύγων εκτιμά ότι το παραδεκτό του αιτήματός του για αποζημίωση απορρέει, σύμφωνα με πάγια νομολογία, από τον παρεπόμενο χαρακτήρα του αιτήματος αυτού σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως.

81      Επί της ουσίας, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το πταίσμα της υπηρεσίας έγκειται, στην προκειμένη περίπτωση, στον παράνομο χαρακτήρα των επιδίκων αποφάσεων. Η ζημία την οποία υπέστη αντιστοιχεί στο μη καταβληθέν σ’ αυτόν ποσό της χρηματικής αποζημιώσεως του άρθρου 4, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ για τις 26,5 επίδικες ημέρες, καθώς και στους έκτοτε μη εισπραχθέντες επί του ποσού αυτού τόκους. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου προκύπτει από το γεγονός ότι, αν δεν είχαν εκδοθεί οι βαλλόμενες αποφάσεις, η καθής θα είχε καταβάλει το οφειλόμενο ποσό.

82      Για την περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ θα έκρινε ότι οι επίμαχες αποφάσεις είναι νόμιμες, ο προσφεύγων ζητεί αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη συνεπεία πολλών άλλων πταισμάτων της υπηρεσίας που διέπραξε η Επιτροπή, «όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι παράνομες ενέργειες των υπαλλήλων της Επιτροπής και η ηθική παρενόχληση που υπέστη στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα λάθη που διεπράχθησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας που διεξήχθη από το [Ευρωπαϊκό Γραφείο για την Καταπολέμηση της Απάτης], ιδίως η παράνομη απουσία πληροφόρησης του προσφεύγοντος που κατήγγειλε από την αρχή ο [Ευρωπαίος] [Δ]ιαμεσολαβητής, η παράτυπη βαθμολόγηση του προσφεύγοντος και η μη προαγωγή του, ο διορισμός του σε θέση εντός της [Υπηρεσίας Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] ο οποίος ήταν δυσμενής για τον προσφεύγοντα καθώς και οι παράνομες ενέργειες της καθής οι οποίες εκτίθενται εξαντλητικά στην διοικητική ένσταση». Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πταισμάτων αυτών της υπηρεσίας και της ασθενείας του προσφεύγοντος αποδεικνύεται με βάση τις ιατρικές εκθέσεις και τις αποφάσεις της καθής. Η εν λόγω δε ασθένεια αποτελεί ακριβώς την αιτία λόγω της οποίας ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να λάβει την ετήσια άδειά του κατά το έτος 2004. Επομένως, πρέπει να αποκατασταθεί η προκληθείσα σ’ αυτόν ζημία η οποία συνίσταται ιδίως στη στέρηση της δυνατότητας να διάγει φυσιολογικό ενεργό βίο συνεπεία του γεγονότος ότι κατά τη διάρκεια της ετήσιας αδείας βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια αντί να μπορεί να χαλαρώσει και να αναπαυθεί, καθώς και στην αδυναμία να απομακρυνθεί από τον τόπο εργασίας του. Η προκληθείσα κατά τα ανωτέρω ζημία μπορεί να αποκατασταθεί με αποζημίωση κατ’ αποκοπήν με βάση το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ.

83      Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι το αίτημα αυτό, που προβάλλεται επικουρικώς, υποβλήθηκε στο στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητικής διαδικασίας, οπότε έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις των άρθρων 90 επ. του ΚΥΚ.

84      Η Επιτροπή δεν αναγνωρίζει ότι ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα για αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ για τις ημέρες αδείας που απώλεσε συνεπεία της υποτιθέμενης υπαίτιας συμπεριφοράς της Επιτροπής, την οποία, άλλωστε περιέγραψε με συνοπτικό τρόπο και η οποία υποτίθεται ότι προκάλεσε την σωματική του ασθένεια.

85      Σε κάθε περίπτωση, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί λόγω εκκρεμοδικίας, αφού οι υποτιθέμενοι λόγοι της ασθενείας του προσφεύγοντος καλύπτονται ολοσχερώς από την προσφυγή που έχει καταχωριστεί με τον αριθμό F‑118/07, Strack κατά Επιτροπής.

86      Τέλος, η αγωγή αποζημιώσεως θα έπρεπε επίσης να απορριφθεί λόγω προτεραιότητας της διαδικασίας του άρθρου 73 του ΚΥΚ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

87      Από τα αιτήματα του προσφεύγοντος για αποζημίωση προκύπτει ότι αυτός ζητεί, κυρίως, να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ για 26,5 ημέρες ετήσιας αδείας τις οποίες δεν έλαβε κατά το έτος 2004.

88      Αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι το αίτημα αυτό συμπίπτει με τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν από την Επιτροπή εις εκτέλεσιν της παρούσας αποφάσεως που θα διατάξει ακύρωση της επίμαχης πράξεώς της.

89      Εξάλλου, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος για αποζημίωση που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ θα απέρριπτε τις αιτιάσεις του κατά της αποφάσεως της 15ης Μαρτίου 2007.

90      Επομένως, τα αιτήματα για καταβολή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθούν ως στερούμενα αντικειμένου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Δυνάμει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού σχετικά με τις δικαστικές δαπάνες και τα έξοδα, εφαρμόζονται μόνον επί των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από της ενάρξεως της ισχύος αυτού του Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι από 1ης Νοεμβρίου 2007. Οι διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ζητήματα αυτά εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ημερομηνία αυτή.

92      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε κατά το ουσιώδες μέρος των ισχυρισμών της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 15ης Μαρτίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του G. Strack για μεταφορά του υπολοίπου της αδείας του του έτους 2004.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του G. Strack.

Ταγαράς

Van Raepenbusch

Rofes i Pujol

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαρτίου 2011.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      Χ. Ταγαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.