Language of document : ECLI:EU:T:2012:20

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 19ης Ιανουαρίου 2012 (*)

«Παρέμβαση — Γλωσσικό καθεστώς — Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ — Εμπιστευτικότητα»

Στην υπόθεση T‑289/11,

Deutsche Bahn AG, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία),

DB Mobility Logistics AG, με έδρα το Βερολίνο,

DB Energie GmbH, με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία),

DB Schenker Rail GmbH, με έδρα το Mainz (Γερμανία),

DB Schenker Rail Deutschland AG, με έδρα τη Μαγεντία,

εκπροσωπούμενες από τους W. Deselaers, O. Mross και J. Brückner, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Malferrari, N. von Lingen και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2011) 1774 της Επιτροπής, της 14ης Μαρτίου 2011, με την οποία εντέλλονται οι Deutsche Bahn AG, DB Mobility Logistics AG, DB Energie GmbH, DB Schenker Rail GmbH και DB Schenker Rail Deutschland AG να υποβληθούν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υποθέσεις COMP/39.678 και COMP/39.731), αποφάσεως η οποία ελήφθη στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ σχετικά με τον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών και των παρεπόμενων παροχών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιουνίου 2011, οι Deutsche Bahn AG, DB Mobility Logistics AG, DB Energie GmbH, DB Schenker Rail GmbH και DB Schenker Rail Deutschland AG άσκησαν προσφυγή διώκουσες, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως C(2011) 1774 της Επιτροπής, της 14ης Μαρτίου 2011, με την οποία εντέλλονται οι Deutsche Bahn AG, DB Mobility Logistics AG, DB Energie GmbH, DB Schenker Rail GmbH και DB Schenker Rail Deutschland AG να υποβληθούν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υποθέσεις COMP/39.678 και COMP/39.731), δεύτερον, την ακύρωση οποιουδήποτε μέτρου ληφθέντος βάσει του ελέγχου ο οποίος διεξήχθη με θεμέλιο την ανωτέρω απόφαση και, τρίτον, το να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιστρέψει το σύνολο των αντιγράφων των εγγράφων στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου.

2        Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Σεπτεμβρίου 2011, η Εποπτεύουσα Αρχή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) (στο εξής: Αρχή της ΕΖΕΣ) ζήτησε να παρέμβει στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 115 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και του άρθρου 40, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ισχύει για τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Εξάλλου, ζήτησε, βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 3, πέμπτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να της επιτραπεί να κάνει χρήση της αγγλικής ως γλώσσας διαδικασίας κατά τη διάρκεια τόσο της γραπτής όσο και της προφορικής διαδικασίας.

3        Η αίτηση περί παρεμβάσεως επεδόθη στους διαδίκους, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

4        Με έγγραφα της 21ης και της 24ης Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή γνωστοποίησαν ότι δεν επρόκειτο να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως περί παρεμβάσεως της Αρχής της ΕΖΕΣ. Πάντως, υπέβαλαν αίτημα περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων στοιχείων της δικογραφίας έναντι της αρχής αυτής.

5        Ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος έφερε την αίτηση περί παρεμβάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (πενταμελές τμήμα) δυνάμει του άρθρου 116, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

 Επί της αιτήσεως περί παρεμβάσεως

6        Κατά το άρθρο 40, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτη (EE 1994, L 1, σ. 3), πέραν των κρατών μελών, καθώς και η Αρχή της ΕΖΕΣ, δύνανται να παρεμβαίνουν στις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφορές όταν αυτές αφορούν έναν από τους τομείς εφαρμογής της ανωτέρω συμφωνίας.

7        Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένης της Αρχής της ΕΖΕΣ, δύνανται να παρεμβαίνουν στις διαφορές που υποβάλλονται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου καθό μέτρο δικαιολογούν ενδεχομένως συμφέρον τους προς επίλυση της διαφοράς τους, εξαιρουμένων των διαφορών μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μεταξύ αυτών και των κρατών μελών.

8        Εν προκειμένω, η υπό κρίση υπόθεση, ως διαφορά μεταξύ επιχειρήσεως και θεσμικού οργάνου της Ένωσης, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των μορφών εκείνων υποθέσεων για τις οποίες αποκλείονται ρητώς, βάσει του προπαρατεθέντος δευτέρου εδαφίου, οι παρεμβάσεις των φυσικών ή νομικών προσώπων.

9        Αφετέρου, το άρθρο 40, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου διευκρινίζει υπό ποιες περιστάσεις, πέραν των εξαιρουμένων με το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, τα συμβαλλόμενα της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και η Αρχή της ΕΖΕΣ, έχουν τεκμαιρόμενο συμφέρον προς επίλυση διαφοράς, ήτοι οσάκις η εν λόγω διαφορά αφορά έναν από τους τομείς της εφαρμογής της συγκεκριμένης συμφωνίας (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2010, C‑493/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 11).

10      Συναφώς, πρώτον, η Αρχή της ΕΖΕΣ υπογραμμίζει ότι η διαφορά άπτεται μεταξύ άλλων της ερμηνείας του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE L 1, σ. 1), του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διακήρυξη του οποίου έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (EE C 364, σ. 1), και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Δεύτερον, σημειώνει ότι ο έλεγχος των στρεφομένων κατά του ανταγωνισμού πρακτικών εμπίπτει σε έναν από τους τομείς εφαρμογής της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ με δεδομένο ότι η διατύπωση των άρθρων 53 και 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ στοιχεί, κατ’ ουσίαν, στη διατύπωση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, ενώ το άρθρο 55 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ αναθέτει στην Αρχή της ΕΖΕΣ το καθήκον να εξετάζει τις στρεφόμενες κατά του ανταγωνισμού πρακτικές ακριβώς όπως συμβαίνει με τη διενεργούμενη εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση εντός της Ένωσης. Ομοίως, το κεφάλαιο II του Πρωτοκόλλου 4 της Συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ σχετικά με την ίδρυση εποπτεύουσας αρχής και δικαστηρίου στοιχεί, κατ’ ουσίαν, στον κανονισμό 1/2003. Προσθέτει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ, οι πρόνοιες της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, για την ερμηνεία των οποίων η ΕΣΔΑ και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελούν σημαντικές ερμηνευτικές πηγές.

11      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις πρέπει να γίνουν απόλυτα δεκτές.

12      Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση της Αρχής της ΕΖΕΣ να παρέμβει.

13      Δεδομένου ότι η ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, δημοσιεύθηκε στις 13 Αυγούστου 2011, η αίτηση περί παρεμβάσεως υποβλήθηκε εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 115, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού προθεσμίας, οπότε τα δικαιώματα της παρεμβαίνουσας είναι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 116, παράγραφοι 2 έως 4, του ανωτέρω κανονισμού.

14      Όσον αφορά τα αιτήματα περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, η κοινοποίηση διαδικαστικών εγγράφων πρέπει στο παρόν στάδιο της διαδικασίας να περιορίζεται στις μη εμπιστευτικές εκδοχές τους τις οποίες προσκόμισαν οι διάδικοι. Απόφαση επί του βασίμου των αιτημάτων περί εμπιστευτικότητας πρόκειται, ενδεχομένως, να ληφθεί μεταγενέστερα υπό το φως των ενστάσεων ή των παρατηρήσεων οι οποίες θα υπεβάλλοντο ενδεχομένως επί του θέματος αυτού.

 Επί του αιτήματος περί παρεκκλίσεως από το γλωσσικό καθεστώς

15      Δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 3, πέμπτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί να επιτραπεί στα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ κράτη, πλην των κρατών μελών, καθώς και στην Αρχή της ΕΖΕΣ να κάνουν χρήση άλλης γλώσσας πλην των απαριθμουμένων στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου όταν παρεμβαίνουν σε εκκρεμή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφορά. Η διάταξη αυτή ισχύει τόσο για τα δικόγραφα όσο και για τις αγορεύσεις.

16      Εν προκειμένω, η αγγλική γλώσσα, τη χρήση της οποίας ζητεί η Αρχή της ΕΖΕΣ, συγκαταλέγεται βεβαίως στο άρθρο 35, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Πέραν τούτου, οι λοιποί διάδικοι δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του αιτήματος της Αρχής της ΕΖΕΣ να τύχει παρεκκλίσεως από το γλωσσικό καθεστώς.

18      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να επιτραπεί στην Αρχή της ΕΖΕΣ να κάνει χρήση της αγγλικής γλώσσας στο πλαίσιο της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Επιτρέπει στην Εποπτεύουσα Αρχή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) να παρέμβει στην υπόθεση T‑289/11 προς υποστήριξη των αιτημάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

2)      Ο Γραμματέας θα επιδώσει στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ τη μη εμπιστευτική απόδοση όλων των διαδικαστικών εγγράφων.

3)      Τάσσει στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ προθεσμία προκειμένου να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις της επί των αιτημάτων προς εμπιστευτική μεταχείριση. Επιφυλάσσεται ως προς την έκδοση της αποφάσεώς του επί του βασίμου των ανωτέρω αιτημάτων.

4)      Τάσσει στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ προθεσμία προκειμένου να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητάς της να το συμπληρώσει μεταγενέστερα, ενδεχομένως, κατόπιν εκδόσεως αποφάσεως επί του βασίμου των αιτημάτων περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

5)      Επιτρέπει στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ να κάνει χρήση της αγγλικής γλώσσας στο πλαίσιο της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας.

6)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 19 Ιανουαρίου 2012.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

            I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.