Language of document : ECLI:EU:C:2019:545

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Συμπληρωματική εισφορά στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 – Άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο – Καθορισμός της συμμετοχής των παραγωγών στην καταβολή της οφειλόμενης συμπληρωματικής εισφοράς – Ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς – Εθνικό μέτρο περί ανακατανομής των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων προτεραιότητας»

Στην υπόθεση C-348/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Azienda Agricola Barausse Antonio e Gabriele – Società semplice

κατά

Agenzia per le Erogazioni in Agricoltura (AGEA),

παρισταμένων των:

Comitato Spontaneo Produttori Latte (COSPLAT),

Società Agricola Galleana – Società semplice,

VS κ.λπ.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, A. Vajda και A. Kumin (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Azienda Agricola Barausse Antonio e Gabriele – Società semplice, εκπροσωπούμενη από τους M. Aldegheri και E. Ermondi, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους X. A. Lewis και D. Bianchi καθώς και από την F. Moro,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ 1992, L 405, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1256/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999 (ΕΕ 1999, L 160, σ. 73) (στο εξής: κανονισμός 3950/92).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Azienda Agricola Barausse Antonio e Gabriele – Società semplice και της Agenzia per le Erogazioni in Agricoltura (AGEA) (υπηρεσίας χορηγήσεως ενισχύσεων στον γεωργικό τομέα, Ιταλία) σχετικά με την εθνική ανακατανομή των ποσοστώσεων γάλακτος για την περίοδο εμπορίας γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων από 1ης Απριλίου 2000 έως 31 Μαρτίου 2001.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 3950/92

3        Στην πρώτη, την τρίτη, την έκτη και την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3950/92 αναφέρονται τα εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 856/84 του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 1984 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 804/68 περί κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, θεσπίστηκε από τις 2 Απριλίου 1984 καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς στον εν λόγω τομέα· ότι το καθεστώς το οποίο θεσπίστηκε για εννέα χρόνια και το οποίο λήγει στις 31 Μαρτίου 1993, έχει ως στόχο να μειώσει τη διαφορά ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και τα διαρθρωτικά πλεονάσματα που προκύπτουν από αυτήν· ότι το εν λόγω καθεστώς παραμένει αναγκαίο στο μέλλον, προκειμένου να επιτευχθεί μια καλύτερη ισορροπία της αγοράς· ότι θα πρέπει, επομένως, να συνεχιστεί η εφαρμογή του για επτά ακόμη διαδοχικές δωδεκάμηνες περιόδους, αρχής γενομένης από την 1η Απριλίου 1993·

[…]

ότι η μέθοδος που υιοθετήθηκε το 1984 και η οποία συνίσταται στην επιβολή εισφοράς στις ποσότητες γάλακτος που συλλέγονται ή πωλούνται απευθείας, πέρα από το κατώτατο όριο εγγύησης, πρέπει να διατηρηθεί· ότι το εν λόγω κατώτατο όριο εκφράζεται, για καθένα από τα κράτη μέλη, με τον καθορισμό μιας συνολικής εγγυημένης ποσότητας, την οποία το σύνολο των μεμονωμένα χορηγουμένων ποσοτήτων δεν δύναται να υπερβεί, τόσο όσον αφορά τις παραδόσεις όσο και τις άμεσες πωλήσεις· […]

[…]

ότι η υπέρβαση κάποιας από τις συνολικές εγγυημένες ποσότητες για το συγκεκριμένο κράτος μέλος συνεπάγεται την καταβολή της εισφοράς από τους παραγωγούς που συνετέλεσαν στην υπέρβαση· […]

ότι, προκειμένου να διατηρηθεί μια αρκετά ευέλικτη μορφή διαχείρισης του καθεστώτος, θα πρέπει να προβλεφθεί η ομοιόμορφη κατανομή των υπερβάσεων στο σύνολο των μεμονωμένων ποσοτήτων αναφοράς της ιδίας φύσεως εντός της επικράτειας του κράτους μέλους· ότι όσον αφορά τις παραδόσεις, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά, η ανάγκη να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της εισφοράς στο σύνολο της Κοινότητας δικαιολογεί, κατ’ αρχήν, τη διατήρηση της δυνατότητας των κρατών μελών να επιλέγουν μεταξύ δύο τρόπων ομοιόμορφης κατανομής των υπερβάσεων των μεμονωμένων ποσοτήτων αναφοράς, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλίας των διαρθρώσεων παραγωγής και συλλογής γάλακτος· ότι, ως προς αυτό, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στα κράτη μέλη να μην επαναχορηγούν τις ποσότητες αναφοράς, που παραμένουν αχρησιμοποίητες στο τέλος της περιόδου, σε εθνικό επίπεδο ή μεταξύ αγοραστών, και να διαθέτουν το εισπραχθέν ποσό που υπερβαίνει την οφειλόμενη εισφορά για τη χρηματοδότηση εθνικών προγραμμάτων αναδιάρθρωσης ή/και να το επιστρέφουν στους παραγωγούς ορισμένων κατηγοριών ή στους παραγωγούς οι οποίοι αντιμετωπίζουν εξαιρετικές περιστάσεις».

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού 3950/92 ορίζει τα εξής:

«Θεσπίζεται, για οκτώ νέες διαδοχικές περιόδους δώδεκα μηνών, αρχής γενομένης από 1ης Απριλίου 2000, συμπληρωματική εισφορά, η οποία επιβαρύνει τους παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος, επί των ποσοτήτων γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος, που παραδίδονται σε αγοραστή ή πωλούνται απευθείας προς κατανάλωση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δωδεκάμηνης περιόδου, και οι οποίες υπερβαίνουν την ποσότητα που πρόκειται να καθοριστεί.

Η εισφορά καθορίζεται στο 115 % της ενδεικτικής τιμής του γάλακτος.»

5        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Η εισφορά οφείλεται για όλες τις ποσότητες γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που διατίθενται στο εμπόριο κατά την οικεία δωδεκάμηνη περίοδο και οι οποίες υπερβαίνουν μία από τις ποσότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3. Κατανέμεται μεταξύ των παραγωγών που συνέβαλαν στην υπέρβαση.

Σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους, η συμμετοχή των παραγωγών στην καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς καθορίζεται, μετά από ανακατανομή ή όχι των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς, είτε στο επίπεδο του αγοραστή σε συνάρτηση με την απομένουσα υπέρβαση, αφού προηγουμένως κατανεμηθούν, κατ’ αναλογία προς τις ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός, οι μη χρησιμοποιηθείσες ποσότητες αναφοράς, είτε σε εθνικό επίπεδο, σε συνάρτηση με την υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς την οποία διαθέτει κάθε παραγωγός.

[…]

4.      Όταν οφείλεται η εισφορά και το εισπραχθέν ποσό την υπερβαίνει, το κράτος μέλος μπορεί να διαθέσει το υπερβάλλον εισπραχθέν ποσό για τη χρηματοδότηση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 8 πρώτη περίπτωση και/ή να το επαναδιανείμει στους παραγωγούς που εμπίπτουν σε κατηγορίες προτεραιότητας που ορίζονται από τα κράτη μέλη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που θα καθοριστούν ή που αντιμετωπίζουν εξαιρετικές περιστάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή εθνικής διάταξης που δεν σχετίζεται με το παρόν σύστημα.»

6        Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι η εισφορά θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα.

 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 536/93

7        Η έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ 1993, L 57, σ. 12), έχει ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 2 παράγραφος 4 του κανονισμού [3950/92], εναπόκειται στην Επιτροπή να καθορίσει τα κριτήρια δυνάμει των οποίων οι παραγωγοί των κατηγοριών προτεραιότητας μπορούν να επωφελούνται από επιστροφή της εισφοράς όταν το κράτος μέλος κρίνει σκόπιμο να μην προβεί στο έδαφός του σε εκ νέου συνολική χορήγηση των ποσοτήτων που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί· ότι σε περίπτωση που τα κριτήρια αυτά δεν εφαρμόζονται πλήρως σε κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να λάβει υπόψη, σε συμφωνία με την Επιτροπή, άλλα κριτήρια».

8        Το άρθρο 3 του κανονισμού 536/93 ορίζει τα εξής:

«1.      Στο τέλος καθεμιάς από τις περιόδους που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού [3950/92], ο αγοραστής καταρτίζει για κάθε παραγωγό υπολογισμό όπου αναφέρονται, συναρτήσει της ποσότητας αναφοράς και την αντιπροσωπευτικής περιεκτικότητας σε λιπαρή ουσία τις οποίες ο τελευταίος αυτός διαθέτει, ο όγκος και η περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία του γάλακτος ή/και του ισοδύναμου γάλακτος που έχει παραδοθεί στη διάρκεια της περιόδου αυτής.

[…]

3.      Το κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στον αγοραστή το ποσό της εισφοράς το οποίο οφείλει, αφού, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους αποδώσει εκ νέου ή όχι, ολικώς ή μερικώς, τις μη χρησιμοποιηθείσες ποσότητες αναφοράς είτε απευθείας στους ενδιαφερομένους παραγωγούς είτε στους αγοραστές, για να κατανεμηθούν μεταξύ των ενδιαφερομένων παραγωγών.

[…]»

9        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 536/93:

«1.      Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, τις κατηγορίες προτεραιότητας των παραγωγών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού [3950/92], συναρτήσει ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα αντικειμενικά κριτήρια που εφαρμόζονται κατά σειρά προτεραιότητας:

α)      επίσημη αναγνώριση εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους ότι η εισφορά έχει εισπραχθεί αχρεωστήτως, εν όλω ή εν μέρει·

β)      γεωγραφική θέση της εκμετάλλευσης και, κατά πρώτον, ορεινές περιοχές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ του Συμβουλίου[, της 28ης Απριλίου 1975, περί της ορεινής γεωργίας και της γεωργίας σε ορισμένες περιοχές (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/12, σ. 95)]·

γ)      μέγιστη πυκνότητα των ζώων στην εκμετάλλευση που χαρακτηρίζει την εκτατικοποίηση της ζωικής παραγωγής·

δ)      ποσό της υπέρβασης της ατομικής ποσότητας αναφοράς·

ε)      όγκος της ποσότητας αναφοράς την οποία διαθέτει ο παραγωγός.

Στην περίπτωση κατά την οποία, με την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν εξαντλείται η διαθέσιμη για ορισμένη περίοδο χρηματοδότηση, άλλα αντικειμενικά κριτήρια θεσπίζονται από το κράτος μέλος σε συμφωνία με την Επιτροπή.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1788/2003

10      Ο κανονισμός 3950/92 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την 1η Απριλίου 2004 από τον κανονισμό (ΕΚ) 1788/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ 2003, L 270, σ. 123), ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με ισχύ από 1η Απριλίου 2008, από τον κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1).

11      Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 14 του κανονισμού 1788/2003 έχουν ως εξής:

«(2)      Τόσο για να αξιοποιηθεί η κτηθείσα πείρα όσο και για λόγους απλούστευσης και σαφήνειας, θα πρέπει να καταργηθεί ο κανονισμός (ΕΟΚ) [3950/92] και να αντικατασταθεί αναδιοργανώνοντας και αποσαφηνίζοντας τους υφισταμένους κανόνες.

[…]

(14)      Προκειμένου να διατηρηθεί μια αρκετά ευέλικτη μορφή διαχείρισης του καθεστώτος, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη η ανακατανομή των ποσοτήτων αναφοράς που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί στο τέλος της περιόδου, σε εθνικό επίπεδο ή μεταξύ αγοραστών.»

12      Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού:

«Το μερίδιο εκάστου παραγωγού στην καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς καθορίζεται με απόφαση του κράτους μέλους, έπειτα από ανακατανομή ή μη, κατ’ αναλογίαν προς τις ατομικές ποσότητες αναφοράς εκάστου παραγωγού ή με βάση αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν τα κράτη μέλη, του αχρησιμοποίητου τμήματος της εθνικής ποσότητας αναφοράς που διατίθεται για τις παραδόσεις:

α)      είτε σε εθνικό επίπεδο βάσει της υπέρβασης της διαθέσιμης ποσότητας αναφοράς εκάστου παραγωγού·

β)      είτε καταρχάς στο επίπεδο του αγοραστή, και στη συνέχεια, ενδεχομένως, σε εθνικό επίπεδο.»

 Το ιταλικό δίκαιο

13      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 8, του decreto-legge n. 43, recante disposizioni urgenti per il settore lattierocaseario (έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος υπ’ αριθ. 43, σχετικά με επείγοντα μέτρα για τον τομέα του γάλακτος), της 1ης Μαρτίου 1999 (GURI αριθ. 50, της 2ας Μαρτίου 1999), το οποίο μετατράπηκε σε νόμο, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον legge ordinaria n. 118 (νόμο υπ’ αριθ. 118), της 27ης Απριλίου 1999 (GURI αριθ. 100, της 30ής Απριλίου 1999) (στο εξής: κυβερνητικό διάταγμα 43/1999):

«Η εθνική ανακατανομή γίνεται για τις περιόδους 1995-1996, 1996-1997, 1997-1998 και 1998-1999, βάσει των εξής κριτηρίων και κατά την ακόλουθη σειρά:

a)      υπέρ των παραγωγών που είναι δικαιούχοι ποσόστωσης και δραστηριοποιούνται σε ορεινές περιοχές, σύμφωνα με την οδηγία [75/268]·

b)      υπέρ των παραγωγών που είναι δικαιούχοι ποσόστωσης Α και ποσόστωσης Β για τους οποίους διατάχθηκε μείωση της ποσόστωσης Β, εντός των ορίων της μειωμένης ποσότητας·

c)      υπέρ των παραγωγών που είναι δικαιούχοι ποσόστωσης και είναι εγκατεστημένοι σε μειονεκτικές περιοχές σύμφωνα με την οδηγία [75/268], και στις περιοχές που καλύπτονται από τον στόχο 1, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2081/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993[, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ 1993, L 193, σ. 5)]·

d)      υπέρ των παραγωγών που είναι δικαιούχοι αποκλειστικά ποσόστωσης Α, οι οποίοι έχουν υπερβεί την ποσόστωσή τους, εντός του ορίου του 5 % της εν λόγω ποσόστωσης·

e)      υπέρ όλων των λοιπών δικαιούχων ποσόστωσης παραγωγών·

e-bis)      υπέρ όλων των λοιπών παραγωγών».

14      Το άρθρο 1, παράγραφος 5 του decreto-legge n. 8, recante disposizioni urgenti per la ripartizione dell’aumento comunitario del quantitativo globale di latte e regolazione provvisoria del settore lattiero-caseario (έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος υπ’ αριθ. 8, σχετικά με επείγοντα μέτρα για την κατανομή της κοινοτικής αύξησης της συνολικής ποσότητας γάλακτος και για την προσωρινή ρύθμιση του γαλακτοκομικού τομέα), της 4ης Φεβρουαρίου 2000 (GURI αριθ. 30, της 7ης Φεβρουαρίου 2000), το οποίο μετατράπηκε σε νόμο, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον legge n. 79 (νόμο υπ’ αριθ. 79), της 7ης Απριλίου 2000 (GURI αριθ. 82, της 7ης Απριλίου 2000) (στο εξής: κυβερνητικό διάταγμα 8/2000), επέκτεινε την εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 1, παράγραφος 8, του κυβερνητικού διατάγματος 43/1999 στις επόμενες περιόδους εμπορίας γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, στις οποίες συγκαταλέγεται η περίοδος από 1ης Απριλίου 2000 έως 31 Μαρτίου 2001.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15      Η εκκαλούσα της κύριας δίκης διευθύνει γεωργική επιχείρηση γαλακτοπαραγωγής. Κατά την περίοδο από 1ης Απριλίου 2000 έως 31 Μαρτίου 2001 υπερέβη την ατομική ποσότητα αναφοράς που είχε στη διάθεσή της.

16      Με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2001, επιγραφόμενη «Καθεστώς γαλακτοκομικών ποσοστώσεων – Εθνική ανακατανομή, περίοδος 2000/2001», η AGEA κοινοποίησε στους παραγωγούς τα πλεονάσματα της παραγωγής τους και το αποτέλεσμα της διαδικασίας ανακατανομής. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, οι μη χρησιμοποιηθείσες ατομικές ποσότητες αναφοράς ανακατανεμήθηκαν βάσει ενός κριτηρίου προτεραιότητας ανά κατηγορία, το οποίο προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία. Η εκκαλούσα της κύριας δίκης δεν συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των δικαιούχων των ανακατανομών αυτών.

17      Η εκκαλούσα της κύριας δίκης αμφισβήτησε ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio – sede di Roma (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου Λατίου – εδρεύον στη Ρώμη, Ιταλία), τη νομιμότητα της απόφασης αυτής καθώς και της απόφασης της AGEA, η οποία είχε εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 5, του κυβερνητικού διατάγματος 8/2000, σχετικά με την εθνική ανακατανομή για την περίοδο εμπορίας γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων από 1ης Απριλίου 2000 έως 31 Μαρτίου 2001.

18      Δεδομένου ότι η προσφυγή της απορρίφθηκε, η εκκαλούσα της κύριας δίκης άσκησε έφεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβούλιου της Επικρατείας, Ιταλία).

19      Υποστηρίζει ότι οι νομικές διατάξεις περί των τρόπων ανακατανομής που εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή της, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1, παράγραφος 8, του νομοθετικού διατάγματος 43/1999 και το άρθρο 1, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 8/2000, προσκρούουν στους κανονισμούς 3950/92 και 536/93. Συγκεκριμένα, προβλέποντας ότι η συμπληρωματική εισφορά καθορίζεται ποσοτικώς μετά την ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς με βάση κατηγορίες προτεραιότητας, ο Ιταλός νομοθέτης παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 3950/92, το οποίο, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη επιλέξουν να ανακατανείμουν τις μη χρησιμοποιηθείσες ποσότητες αναφοράς, επιβάλλει ισότιμο και αναλογικό κριτήριο χωρίς καμία εξαίρεση.

20      Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι από την εξέταση του άρθρου 1, παράγραφος 8, του νομοθετικού διατάγματος 43/1999 σε συνδυασμό με τη διαπίστωση της πρακτικής που ακολούθησε το Ιταλικό Δημόσιο προκύπτει ότι, μεταξύ των δύο τρόπων ανακατανομής που προβλέπονται in abstracto στο άρθρο 2 του κανονισμού 3950/92, το ιταλικό κράτος επέλεξε την ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92. Στο πλαίσιο εφαρμογής της δυνατότητας που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, οι πράξεις αντισταθμίσεως μεταξύ πλεοναζουσών και μη πλήρως χρησιμοποιηθεισών ποσοστώσεων, καθώς και οι ανακατανομές των μη χρησιμοποιηθεισών ατομικών ποσοτήτων αναφοράς στους παραγωγούς με πλεονάζουσα παραγωγή πραγματοποιήθηκαν βάσει καθοριζομένων κατηγοριών προτεραιότητας και όχι κατ’ αναλογίαν προς τις ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός.

21      Στη συνέχεια, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, εάν το επιχείρημα της εκκαλούσας της κύριας δίκης είναι βάσιμο, τότε, υπό την επιφύλαξη της διαπίστωσης του αρχικού πλεονάσματος της παραγωγής, δεν είναι σύννομοι οι τρόποι καθορισμού των δικαιούχων των ανακατανομών των μη χρησιμοποιηθεισών ατομικών ποσοτήτων αναφοράς που κατέληξαν στον αποκλεισμό της εκκαλούσας της κύριας δίκης.

22      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την κρατούσα εθνική νομολογία, ο κανονισμός 3950/92 δεν επιβάλλει υποχρέωση αναλογικότητας κατά την ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοστώσεων και, επιπλέον, τα κριτήρια προτεραιότητας είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1788/2003. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον τούτο συνάδει με όσα προέβλεπαν, ratione temporis, οι κανονισμοί 3950/92 και 536/93. Μεταξύ άλλων, διερωτάται αν οι κανονισμοί αυτοί πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ατομικών ποσοστώσεων αναφοράς πρέπει να γίνεται ισότιμα και αναλογικά ή αν τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα καθορισμού κατηγοριών προτεραιότητας των δικαιούχων παραγωγών.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού [3950/92] –υπό το πρίσμα της αποφάσεως του [Δικαστηρίου] της 5ης Μαΐου 2011, Kurt und Thomas Etling κ.λπ. [(C-230/09 και C-231/09, EU:C:2011:271)], σχετικά με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού [1788/2003]– την έννοια ότι η ανακατανομή του μη χρησιμοποιηθέντος μέρους της ποσότητας εθνικής αναφοράς που προορίζεται για τις παραδόσεις δύναται να γίνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων προτεραιότητας οριζομένων από τα κράτη μέλη ή έχει την έννοια ότι η εν λόγω διαδικασία ανακατανομής διέπεται αποκλειστικώς από το κριτήριο της αναλογικότητας;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

24      Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εκτιμά ότι το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα είναι υποθετικό και επισημαίνει συναφώς ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της εκκαλούσας της κύριας δίκης για τον λόγο ότι η εκκαλούσα, λαμβανομένης υπόψη της γενικής φύσης των αιτιάσεών της, αμφισβήτησε απλώς το σύστημα στο σύνολό του, αλλά δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς το ότι υπήρξε διαφορετική παραγωγή γάλακτος για την περίοδο εμπορίας από 1ης Απριλίου 2000 έως 31 Μαρτίου 2001 ή δικαίωμα για άλλη κατανομή ποσόστωσης. Εάν αυτό επιβεβαιωθεί κατ’ έφεση, δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί ο κανονισμός 3950/92 ούτε, συνακολούθως, να ζητηθεί η ερμηνεία του από το Δικαστήριο.

25      Η Ιταλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε κανένα πραγματικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι το αίτημα της εκκαλούσας της κύριας δίκης για άλλη ατομική ποσότητα αναφοράς θα ήταν, από ορισμένες απόψεις, εύλογο, ή, τουλάχιστον, δεν θα ήταν προδήλως αβάσιμο. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, εν συνόψει, το δικαστήριο αυτό εξέτασε την υπόθεση σαν να επρόκειτο αποκλειστικά για νομικό ζήτημα, ενώ, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση αυτή αφορά πρωτίστως ένα πραγματικό ζήτημα. Το εν λόγω δικαστήριο έπρεπε να παράσχει στο Δικαστήριο τα ελάχιστα αναγκαία πραγματικά στοιχεία προς απόδειξη της τουλάχιστον πιθανής χρησιμότητας της ζητούμενης ερμηνείας.

26      Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, όταν τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, κατ’ αρχήν, να απαντήσει. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, Minister for Justice and Equality και Commissioner of An Garda Síochána, C‑378/17, EU:C:2018:979, σκέψεις 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, αφενός, η απόφαση περί παραπομπής περιέχει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

28      Αφετέρου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι είναι υποθετικής φύσεως.

29      Πράγματι, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας η εκκαλούσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης η εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τους τρόπους ανακατανομής των μη χρησιμοποιηθεισών ατομικών ποσοτήτων και αμφισβητεί τη νομιμότητα της συμπληρωματικής εισφοράς που της έχει επιβληθεί. Επιπλέον, στο σημείο 9 της αποφάσεως περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ρητώς ότι η αίτησή του είναι λυσιτελής για την έκβαση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, εάν το επιχείρημα της εκκαλούσας της κύριας δίκης κριθεί βάσιμο, τότε, υπό την επιφύλαξη της διαπίστωσης του αρχικού πλεονάσματος της παραγωγής, δεν είναι σύννομοι οι τρόποι καθορισμού των δικαιούχων των ανακατανομών των μη χρησιμοποιηθεισών ατομικών ποσοτήτων αναφοράς που κατέληξαν στον αποκλεισμό της εκκαλούσας της κύριας δίκης.

30      Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

31      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 έχει την έννοια ότι, όταν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να ανακατανείμει τις μη χρησιμοποιηθείσες ποσότητες αναφοράς, η εν λόγω ανακατανομή πρέπει να γίνει, μεταξύ των παραγωγών που υπερέβησαν τις ποσότητες αναφοράς τους, κατ’ αναλογία προς τις ποσότητες αναφοράς που έχει στη διάθεσή του κάθε παραγωγός, ή αν μπορεί να γίνει σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια προτεραιότητας που καθορίζει το εν λόγω κράτος μέλος.

32      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Baumgartner, C-513/17, EU:C:2018:772, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 προβλέπει ότι, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους, η συμμετοχή των παραγωγών στην καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς καθορίζεται, μετά από ανακατανομή ή όχι των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς, είτε στο επίπεδο του αγοραστή σε συνάρτηση με την απομένουσα υπέρβαση, αφού προηγουμένως κατανεμηθούν, κατ’ αναλογία προς τις ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός, οι μη χρησιμοποιηθείσες ποσότητες αναφοράς, είτε σε εθνικό επίπεδο, σε συνάρτηση με την υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς την οποία διαθέτει κάθε παραγωγός.

34      Κατά συνέπεια, όπως επιβεβαιώνεται επίσης με την έβδομη αιτιολογική σκέψη του ως άνω κανονισμού, η διάταξη αυτή άφηνε στα κράτη μέλη την επιλογή να προβούν σε ανακατανομή του αχρησιμοποίητου τμήματος της συνολικής ποσότητας αναφοράς στους παραγωγούς που πραγματοποίησαν υπερβάλλουσες παραδόσεις, προτού καθορίσουν τη συμμετοχή εκάστου παραγωγού στην καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς. Πράγματι, η πράξη ανακατανομής είναι προαιρετική προϋπόθεση για τον καθορισμό της συμμετοχής των παραγωγών και επηρεάζει το αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής πράξης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Kurt und Thomas Etling κ.λπ., C-230/09 και C‑231/09, EU:C:2011:271, σκέψη 53).

35      Επιπλέον, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 καθώς και από το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 536/93 προκύπτει ότι το κράτος μέλος μπορεί να ανακατανείμει τις μη χρησιμοποιηθείσες στο τέλος της περιόδου ποσότητες αναφοράς είτε σε εθνικό επίπεδο, απευθείας στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς, είτε στους αγοραστές για να κατανεμηθούν μεταξύ των ενδιαφερόμενων παραγωγών.

36      Ωστόσο, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Ιταλική Κυβέρνηση, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92, καίτοι παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ανακατανέμουν τις μη χρησιμοποιηθείσες στο τέλος της περιόδου ποσότητες αναφοράς, εντούτοις δεν τους επιτρέπει να αποφασίζουν σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να γίνει η εν λόγω ανακατανομή.

37      Πράγματι, από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι, εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να ανακατανείμει τις μη χρησιμοποιηθείσες ποσότητες αναφοράς, οι ποσότητες αυτές κατανέμονται «κατ’ αναλογία προς τις ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός».

38      Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει απορρίψει ρητώς το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά τα κριτήρια ανακατανομής καθεαυτά και ότι αναφέρει το αναλογικό κριτήριο μόνο για τους υπολογισμούς τους οποίους οφείλει να πραγματοποιήσει ο αγοραστής σε περίπτωση που πρέπει να εφαρμόσει την εισφορά σε βάρος των παραγωγών.

39      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι από όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 προκύπτει σαφώς ότι είναι ακριβώς η κατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς, ήτοι η ανακατανομή των ποσοτήτων αυτών, που πρέπει να πραγματοποιηθεί «κατ’ αναλογία προς τις ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός», ενώ η συμμετοχή των παραγωγών στην καταβολή της οφειλομένης εισφοράς καθορίζεται σε συνάρτηση με την υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς την οποία διαθέτει κάθε παραγωγός (απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Kurt und Thomas Ettling κ.λπ., C-230/09 και C-231/09, EU:C:2011:271, σκέψη 64).

40      Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 θεσπίζει ένα κριτήριο με βάση το οποίο πρέπει να γίνεται η ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς. Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρει κανένα άλλο κριτήριο ούτε παραπέμπει σε αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν δικά τους κριτήρια, το εν λόγω κριτήριο αναλογικής κατανομής πρέπει να θεωρείται ως το μόνο κριτήριο σύμφωνα με το οποίο πρέπει να γίνεται η ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς.

41      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92. Πράγματι, η δυνατότητα ανακατανομής, στο πλαίσιο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς βάσει άλλων κριτηρίων δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 2, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού.

42      Από το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 3950/92 καθώς και από την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 536/93 προκύπτει ότι, όταν ένα κράτος μέλος κρίνει σκόπιμο να μην προβεί στο έδαφός του σε εκ νέου συνολική χορήγηση των ποσοτήτων που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, όταν οφείλεται η εισφορά και το εισπραχθέν ποσό την υπερβαίνει, να διαθέσει το υπερβάλλον εισπραχθέν ποσό για τη χρηματοδότηση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 8, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3950/92 και/ή να το επαναδιανείμει στους παραγωγούς που εμπίπτουν σε κατηγορίες προτεραιότητας καθοριζόμενες από το κράτος μέλος βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ή που αντιμετωπίζουν εξαιρετικές περιστάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή εθνικής διάταξης που δεν σχετίζεται με το σύστημα αυτό. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κατηγορίες προτεραιότητας συναρτήσει ενός ή περισσοτέρων από τα αντικειμενικά κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 536/93, τα οποία εφαρμόζονται κατά σειρά προτεραιότητας.

43      Η δυνατότητα ανακατανομής, εν όλω ή εν μέρει, των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 και η δυνατότητα ενός κράτους μέλους, εάν δεν προβεί σε συνολική ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων, να αποφασίσει εάν θα επιστρέψει την καθ’ υπέρβασιν εισπραχθείσα εισφορά στους παραγωγούς, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 3950/92, διέπονται από διαφορετικές λογικές.

44      Πράγματι, αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 3950/92 αποσκοπεί στην αναλογική μείωση της υπερβάσεως των ποσοτήτων αναφοράς των παραγωγών για να μειωθεί επίσης η συμμετοχή των παραγωγών στην οφειλόμενη εισφορά. Αντιστρόφως, αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό της διαθέσεως του υπερβάλλοντος εισπραχθέντος ποσού της εισφοράς, προβλέποντας ότι, όταν το κράτος μέλος αποφασίσει να το επιστρέψει, το επαναδιανέμει στους παραγωγούς που εμπίπτουν σε κατηγορίες προτεραιότητας, καθοριζόμενες βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων που προβλέπει η Επιτροπή.

45      Λόγω της διαφορετικής λογικής που διέπει τους μηχανισμούς που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 3950/92, η σημασία, για την εφαρμογή της πρώτης διάταξης, των κριτηρίων που καθορίζονται στη δεύτερη διάταξη δεν μπορεί να τεκμαίρεται και θα μπορούσε να συναχθεί μόνον εάν υπήρχε ρητή αναφορά στο κείμενο του κανονισμού. Ωστόσο, ούτε ο κανονισμός 3950/92 ούτε ο κανονισμός 536/93 προβλέπουν την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92.

46      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ιταλικής Κυβερνήσεως σχετικά με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1788/2003, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η ανακατανομή του αχρησιμοποίητου τμήματος της εθνικής ποσότητας αναφοράς που διατίθεται για τις παραδόσεις πρέπει να γίνεται κατ’ αναλογίαν προς τις ατομικές ποσότητες αναφοράς εκάστου παραγωγού που παρέδωσε υπερβάλλουσες ποσότητες ή με βάση αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν τα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Kurt und Thomas Etling κ.λπ., C-230/09 και C-231/09, EU:C:2011:271, σκέψη 79).

47      Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι ο κανονισμός 1788/2003, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 28 Οκτωβρίου 2003 και εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 2004, δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία αφορά την περίοδο εμπορίας γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων από 1ης Απριλίου 2000 έως 31 Μαρτίου 2001.

48      Βεβαίως, στον βαθμό που ο κανονισμός 1788/2003 αποσκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 2, να αναδιοργανώσει και να αποσαφηνίσει τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό 3950/92, μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την ερμηνεία του τελευταίου αυτού κανονισμού. Εξάλλου, το Δικαστήριο διαπίστωσε συναφώς ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1788/2003 διέπεται από την ίδια λογική που διέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92, καθώς ότι η δυνατότητα των κρατών μελών να ανακατανέμουν τις μη χρησιμοποιηθείσες στο τέλος της περιόδου ποσότητες αναφοράς, που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1788/2003, δεν αποτελεί καινοτομία σε σχέση με το προϋφιστάμενο καθεστώς, ο δε νομοθέτης δεν επέφερε κάποια σημαντική τροποποίηση επί του σημείου αυτού (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Kurt und Thomas Etling κ.λπ., C-230/09 και C-231/09, EU:C:2011:271, σκέψεις 61 έως 63).

49      Εντούτοις, μολονότι είναι αληθές ότι, στις σκέψεις 63 και 64 της αποφάσεως της 5ης Μαΐου 2011, Kurt und Thomas Etling κ.λπ. (C‑230/09 και C-231/09, EU:C:2011:271), το Δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 για να καθορίσει το περιεχόμενο των όρων «κατ’ αναλογία προς τις ατομικές ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός ή με βάση αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν τα κράτη μέλη», που περιλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1788/2003, δεν έλαβε ωστόσο θέση επί του ζητήματος αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 επέτρεπε, όπως συνέβη με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1788/2003, στα κράτη μέλη να ανακατανέμουν τις μη χρησιμοποιηθείσες ποσότητες αναφοράς με βάση αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν τα εν λόγω κράτη μέλη.

50      Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το Δικαστήριο έχει κατ’ ουσίαν αποφανθεί ότι, σε περίπτωση που ένα κείμενο αντικαθίσταται από άλλο, πρέπει να τεκμαίρεται, εκτός αποδείξεως περί του αντιθέτου, ότι, εάν η διατύπωση είναι διαφορετική, τότε και το περιεχόμενο είναι διαφορετικό, εφόσον η νέα διατύπωση οδηγεί σε διαφορετική ερμηνεία (απόφαση της 1ης Ιουνίου 1961, Simon κατά Δικαστηρίου, 15/60, EU:C:1961:11).

51      Κατά συνέπεια, από το γεγονός ότι ο κανονισμός 1788/2003 προέβλεψε τη δυνατότητα ανακατανομής των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς με βάση αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζουν τα κράτη μέλη δεν μπορεί να συναχθεί ότι η δυνατότητα αυτή υπήρχε ήδη στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92.

52      Όσον αφορά τον σκοπό της εισφοράς, υπενθυμίζεται ότι το καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων –στην οποία παρατηρούνται διαρθρωτικά πλεονάσματα– μέσω του περιορισμού της γαλακτοκομικής παραγωγής. Επομένως, το μέτρο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ορθολογικής αναπτύξεως της γαλακτοκομικής παραγωγής και της διατηρήσεως δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τον γεωργικό πληθυσμό, μέσω της συμβολής στη σταθεροποίηση του εισοδήματος του πληθυσμού αυτού (αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1988, Erpelding, 84/87, EU:C:1988:245, σκέψη 26, και της 25ης Μαρτίου 2004, Azienda Agricola Ettore Ribaldi κ.λπ., C-480/00, C-482/00, C-484/00, C-489/00 έως C-491/00 και C‑497/00 έως C-499/00, EU:C:2004:179, σκέψη 57). Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 3950/92, η θεσπισθείσα στο άρθρο 1 του κανονισμού αυτού συμπληρωματική εισφορά κατανέμεται μεταξύ των παραγωγών που συνέβαλαν στην υπέρβαση των ποσοτήτων αναφοράς (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-433/15, EU:C:2018:31, σκέψη 40).

53      Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από το άρθρο 10 του κανονισμού 3950/92, η συμπληρωματική εισφορά αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα. Επομένως, πέραν του προφανούς σκοπού να υποχρεώνονται οι παραγωγοί γάλακτος να τηρούν τα όρια των ποσοτήτων αναφοράς που τους αναλογούν, η συμπληρωματική εισφορά επιτελεί και μια οικονομική λειτουργία, καθόσον έχει ως σκοπό να προσφέρει στην Κοινότητα τα αναγκαία κονδύλια για τη διάθεση των προϊόντων που οι παραγωγοί παρήγαγαν καθ’ υπέρβασιν των ποσοστώσεών τους (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2004, Azienda Agricola Ettore Ribaldi κ.λπ., C-480/00, C-482/00, C-484/00, C-489/00 έως C-491/00 και C-497/00 έως C-499/00, EU:C:2004:179, σκέψη 59).

54      Στον βαθμό που η άσκηση της δυνατότητας που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος για την ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς οδηγεί σε μείωση της υπέρβασης των ποσοτήτων αναφοράς των παραγωγών καθώς και, κατά συνέπεια, σε μείωση των πόρων που προέρχονται από την οφειλόμενη εισφορά, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η εν λόγω ανακατανομή, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρυθμίσει την άσκηση της δυνατότητας αυτής καθορίζοντας τις σχετικές προϋποθέσεις.

55      Επομένως, ο σκοπός της συμπληρωματικής εισφοράς ενισχύει την ερμηνεία ότι το κριτήριο της αναλογικής κατανομής, το μόνο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92, πρέπει να θεωρηθεί ως το μοναδικό κριτήριο με βάση το οποίο πρέπει να γίνεται η ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς. Αντιστρόφως, και εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να συναχθεί από την τελολογική ερμηνεία ότι, πέραν του ως άνω κριτηρίου, ακόμη και αν δεν υπάρχει ρητή σχετική άδεια, ένα κράτος μέλος δικαιούται να προβεί σε ανακατανομή σύμφωνα με άλλα κριτήρια.

56      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν τα επιχειρήματα της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατά τα οποία η χρήση άλλων κριτηρίων δεν απαγορεύεται ρητώς από τον κανονισμό 3950/92 ή τον κανονισμό 536/93, επιτρέπει την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων στον γαλακτοκομικό τομέα και δεν παραβιάζει καμία γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, όπως οι αρχές της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

57      Πράγματι, καθόσον το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών αρχών του, δεν προβλέπει κοινούς κανόνες, οι εθνικές αρχές, κατά την εφαρμογή των ρυθμίσεων της Ένωσης, ενεργούν βάσει των τυπικών και ουσιαστικών κανόνων του εθνικού τους δικαίου, ενώ ταυτόχρονα υποχρεούνται, όταν λαμβάνουν μέτρα εφαρμογής μιας κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης, να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια τηρώντας τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αρχές της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2004, Azienda Agricola Ettore Ribaldi κ.λπ., C‑480/00, C-482/00, C-484/00, C-489/00 έως C-491/00 και C-497/00 έως C‑499/00, EU:C:2004:179, σκέψεις 42 και 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Όπως, όμως, επισημάνθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 θεσπίζει ένα κριτήριο με βάση το οποίο πρέπει να γίνεται η ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς, περιορίζοντας έτσι τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

59      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92 έχει την έννοια ότι, όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει την ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς, η εν λόγω ανακατανομή πρέπει να γίνεται μεταξύ των παραγωγών που έχουν υπερβεί τις ποσότητες αναφοράς τους, κατ’ αναλογίαν προς τις ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1256/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, έχει την έννοια ότι, όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει την ανακατανομή των μη χρησιμοποιηθεισών ποσοτήτων αναφοράς, η εν λόγω ανακατανομή πρέπει να γίνεται μεταξύ των παραγωγών που έχουν υπερβεί τις ποσότητες αναφοράς τους, κατ’ αναλογίαν προς τις ποσότητες αναφοράς που διαθέτει κάθε παραγωγός.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.