Language of document : ECLI:EU:F:2011:152

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 27ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑105/06

Johannes Lübking κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2005 – Νέα διάρθρωση των σταδιοδρομιών – Επιμήκυνση της σταδιοδρομίας με την εισαγωγή νέων βαθμών μη αντιστοιχούντων σε βαθμούς που προβλέπονταν από τον προϊσχύσαντα ΚΥΚ – Εφαρμογή του άρθρου 45 του ΚΥΚ, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ καθώς και των ΓΕΔ που ισχύουν από το 2005 – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Αναδρομική εφαρμογή των αποφάσεων περί προαγωγής από ημερομηνία προγενέστερη της 1ης Μαΐου 2004 – Μεταβατικά μέτρα – Προσφυγή προδήλως απορριπτέα»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο J. Lübking και άλλοι τέσσερις υπάλληλοι της Επιτροπής ζητούν, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία προήχθησαν στον βαθμό A*9, αντί του βαθμού A*10, στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2005.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Οι προσφεύγοντες και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του. Το Συμβούλιο, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως – Προϋποθέσεις – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Εφαρμοστέοι κανόνες – Περίοδος προαγωγών 2004

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45∙ παράρτημα ΧΙΙΙ, άρθρo  6, εδ. 2∙ κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου, τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη)

3.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Θέσπιση νέου συστήματος προαγωγών – Μετάβαση από το προϊσχύσαν στο νέο σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Εφαρμοστέοι κανόνες – Αρχή της ενότητας της σταδιοδρομίας – Αρχή που δεν καθιερώνεται από το δίκαιο της Ένωσης

5.      Υπάλληλοι – ΚΥΚ – Αναλογική επέκταση της ευεργετικής ρυθμίσεως μιας διατάξεως του ΚΥΚ – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45∙ παράρτημα ΧΙΙΙ, άρθρο 6, εδ. 2)

6.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Διοικητική ένσταση μη προαχθέντος υποψηφίου – Απορριπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, εδ. 2, 45 και 90 § 2)

7.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον – Λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από την παράβαση ουσιώδους τύπου – Δέσμια αρμοδιότητα της διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Κατά το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ), όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη. Στην αναφερόμενη στη διάταξη αυτή περίπτωση εμπίπτει κάθε προσφυγή προδήλως απορριπτέα για λόγους που αφορούν την ουσία της υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 40 και 41)

2.      Όταν επέρχεται νομοθετική τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, είναι δυνατόν, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το υφιστάμενο προσωπικό μπορεί να προβάλει αξιώσεις για νόμιμες προσδοκίες και κεκτημένα δικαιώματα δυνάμει των κανόνων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως όπως αυτοί ίσχυαν πριν τροποποιηθούν, να παραστεί ανάγκη να λάβει ο νομοθέτης μεταβατικά μέτρα.

Προκειμένου να καθοριστεί η διάρθρωση των σταδιοδρομιών στην οποία πρέπει να ενταχθούν τα αποτελέσματα αποφάσεως περί προαγωγής υπαλλήλου κατά την πρώτη περίοδο προαγωγών μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΥΚ, την 1η Μαΐου 2004, το άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ διακρίνει μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως και της ημερομηνίας κατά την οποία αυτή παράγει αποτελέσματα, θεωρεί δε κρίσιμη την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση παράγει αποτελέσματα. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, για τις προαγωγές που παράγουν αποτελέσματα πριν την 1η Μαΐου 2004, ο ανώτερος βαθμός που αναφέρεται στο άρθρο 45 του νέου ΚΥΚ δεν καθορίζεται βάσει της διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών που προκύπτει από τον νέο ΚΥΚ, αλλά βάσει εκείνης που όριζε ο προϊσχύσας ΚΥΚ. Η εν λόγω διάταξη αποτελεί, συνεπώς, μεταβατική διάταξη που εξασφαλίζει στους ενδιαφερομένους υπαλλήλους την εφαρμογή της προϊσχύσασας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών στις προαγωγές που παράγουν αποτελέσματα πριν την 1η Μαΐου 2004.

Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, η εν λόγω διάταξη μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο στις αποφάσεις περί προαγωγής που ελήφθησαν κατά την περίοδο προαγωγών 2004 και παράγουν αποτελέσματα πριν την 1η Μαΐου 2004 και, συνεπώς, δεν είναι εφαρμοστέα στους υπαλλήλους που, στις 30 Απριλίου 2004, δεν είχαν προαχθεί κατά τις προαγωγές της περιόδου 2004 ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είχαν τύχει προαγωγής η οποία παρήγαγε αποτελέσματα πριν την 1η Μαΐου 2004.

Συναφώς, εφόσον η περίοδος προαγωγών είναι ετήσια περίοδος που παράγει πάντοτε αναδρομικά αποτελέσματα περιοριζόμενα στην οικεία περίοδο, η επιλογή ενός θεσμικού οργάνου να προσδώσει αναδρομική ισχύ σε ορισμένες αποφάσεις περί προαγωγής για να παράγουν αποτελέσματα σε ημερομηνία προγενέστερη της 1ης Μαΐου 2004 δεν μπορεί να είναι παράνομη, καθόσον έχει ως νόμιμη βάση το άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 60, 63, 64 και 117)

3.      Η πραγματική και νομική κατάσταση των υπαλλήλων που ήταν προακτέοι στον ανώτερο βαθμό στις 30 Απριλίου 2004, πριν τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΥΚ, αλλά προήχθησαν πράγματι κατά την περίοδο προαγωγών 2005 δεν είναι ίδια με αυτή των υπαλλήλων του ίδιου βαθμού που ήταν προακτέοι στον ανώτερο βαθμό στις 30 Απριλίου 2004 και προήχθησαν όντως κατά την περίοδο προαγωγών 2004.

Πράγματι, σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου που διέπουν την προαγωγή των υπαλλήλων, από την αξιολόγηση των προσόντων που υποχρεούται να διενεργεί για κάθε ετήσια περίοδο προαγωγών η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προκύπτει ότι, κατόπιν της εν λόγω αξιολογήσεως, προάγονται μόνον οι αξιότεροι σε βάθος χρόνου προακτέοι υπάλληλοι. Η πραγματική και νομική κατάσταση των υπαλλήλων που η εν λόγω αρχή κρίνει ως λιγότερο άξιους σε βάθος χρόνου και αυτή των συναδέλφων τους που πράγματι προήχθησαν παρουσιάζουν, συναφώς, ουσιώδεις διαφορές. Οι πρώτοι δεν ανήκουν, συνεπώς, στην ίδια ομάδα προσώπων με τους προαχθέντες συναδέλφους τους και δεν δύνανται να αξιώσουν ίση μεταχείριση.

Εξάλλου, δεδομένου ότι ο ΚΥΚ δεν εξουσιοδοτεί τα θεσμικά όργανα να λάβουν μεταβατικά μέτρα αποκλίνοντα, κατά την περίοδο προαγωγών 2005, από την άμεση εφαρμογή της νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών, η παράλειψη οργάνου να λάβει τέτοια μέτρα δεν παραβιάζει ούτε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της ομαλής εξελίξεως της σταδιοδρομίας ούτε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 76 έως 78, 97 και 98)

4.      Το δίκαιο της Ένωσης δεν κατοχυρώνει ρητώς ούτε αρχή της ενότητας της σταδιοδρομίας ούτε αρχή της σταδιοδρομίας. Αντιθέτως, η νομολογία καθιέρωσε την αρχή της ομαλής εξελίξεως της σταδιοδρομίας ως ειδική έκφανση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους.

(βλ. σκέψεις 81, 82 και 121)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 5 Μαρτίου 2008, F‑33/07, Toronjo Benitez κατά Επιτροπής, σκέψεις 87 και 88

5.      Μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την κατ’ αναλογία εφαρμογή διατάξεως είναι το νομικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται οι ενδιαφερόμενοι να εμφανίζει κενό που είναι ασυμβίβαστο προς κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και που θα μπορούσε να καλυφθεί με την εν λόγω κατ’ αναλογία εφαρμογή.

Συνεπώς, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι το άρθρο 45 και το παράρτημα ΧΙΙΙ του ΚΥΚ εμφανίζουν κενό ασυμβίβαστο προς γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να αποκλειστεί η κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου  6, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ στις αποφάσεις περί προαγωγής που λαμβάνονται σε περιόδους προαγωγών μεταγενέστερες της περιόδου προαγωγών 2004.

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο νομικός δεσμός μεταξύ των υπαλλήλων και της διοικήσεως είναι καταστατικής και όχι συμβατικής φύσεως και ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων δύνανται, μέσω της τηρήσεως των απορρεουσών από το δίκαιο της Ένωσης επιταγών, να μεταβληθούν ανά πάσα στιγμή από τον νομοθέτη.

(βλ. σκέψεις 99 έως 101)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Μαρτίου 2010, C‑496/08 P, Angé Serrrano, σκέψη82

ΔΔΔΕΕ: 15 Φεβρουαρίου 2011, F‑81/09, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 55, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑238/11 P

6.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται μεν να αιτιολογεί τις περί προαγωγής αποφάσεις όσον αφορά τους μη προαχθέντες υπαλλήλους, πλην όμως οφείλει να αιτιολογεί της απόφασή της με την οποία απορρίπτεται η διοικητική ένσταση μη προαχθέντος υπαλλήλου. Η διοίκηση εκπληρώνει, συναφώς, την υποχρέωση αιτιολογήσεως των διοικητικών αποφάσεων, εφόσον ο μεν υπάλληλος είναι σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμο της βλαπτικής σε βάρος του πράξεως και τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, το δε τελευταίο είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της πράξεως.

(βλ. σκέψεις 146 και 147)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 2 Ιουνίου 2005, T‑177/03, Strohm κατά Επιτροπής, σκέψη 53

ΔΔΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 2009, F‑124/07, Behmer κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

7.      Ο υπάλληλος δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεως για τυπικό ελάττωμα, και συγκεκριμένα για παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, σε περίπτωση που η διοίκηση δεν είχε διακριτική ευχέρεια και ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει όπως ενήργησε, δεδομένου ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε έκδοση αποφάσεως πανομοιότυπης, ως προς την ουσία, προς την ακυρωθείσα απόφαση.

(βλ. σκέψη 154)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, σκέψη 62