Language of document : ECLI:EU:F:2008:27

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 6ης Μαρτίου 2008

Υπόθεση F-55/07

Giuseppe Tiralongo

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Πρώην έκτακτος υπάλληλος – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο G. Tiralongo ζητεί, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που διατείνεται ότι έχει υποστεί, εξαιτίας μιας σειράς παράνομων συμπεριφορών που φέρεται ότι επέδειξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανανεώσεως της συμβάσεώς του.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παραδεκτό της προσφυγής ή αγωγής – Εκτίμηση βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ισχυρισμοί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Καίτοι ο κανόνας του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον οποίο το Πρωτοδικείο μπορεί με διάταξη να απορρίψει προδήλως απορριπτέα προσφυγή, είναι διαδικαστικός κανόνας που εφαρμόζεται ως τέτοιος από την ημερομηνία θέσεώς του σε ισχύ σε όλες τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον του Πρωτοδικείου, δεν ισχύει το ίδιο για τους κανόνες δικαίου βάσει των οποίων το Πρωτοδικείο μπορεί, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, να κρίνει ότι μια προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη και οι οποίοι είναι αποκλειστικώς οι ισχύοντες κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 26)

2.      Ο υπάλληλος ο οποίος παρέλειψε να ασκήσει, εντός των προθεσμιών των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως που φέρεται να τον βλάπτει, δεν μπορεί, ασκώντας αγωγή αποκαταστάσεως της ζημίας που προκάλεσε η πράξη αυτή, ανεξαρτήτως του υλικού ή ηθικού χαρακτήρα της εν λόγω ζημίας, να διορθώσει αυτή την παράλειψη και να δημιουργήσει κατά τον τρόπο αυτό νέα προθεσμία ασκήσεως προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 31, 33, 40 και 41)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 24 Ιανουαρίου 1991, T‑27/90, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑35, σκέψη 38· 13 Ιουλίου 1993, T‑20/92, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑799, σκέψη 46· 28 Ιουνίου 2005, T‑147/04, Ross κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑171 και II‑771, σκέψη 48