Language of document : ECLI:EU:F:2008:174

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2008

Υπόθεση F-34/07

Carina Skareby

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αξιολόγηση – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Περίοδος αξιολογήσεως 2005 – Παράβαση των διαδικαστικών κανόνων – Απουσία διαλόγου σχετικά με τον καθορισμό των στόχων – Απλοποιημένη έκθεση καταρτισθείσα για την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2005 – Απουσία αξιολογήσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η C. Skareby ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, να ακυρωθεί η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας της για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2005 και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της επαγγελματικής και οικονομικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Υποχρέωση καθορισμού των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Κατάρτιση – Απλοποιημένη έκθεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

1.      Από το άρθρο 8, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) που έχει θεσπίσει η Επιτροπή προκύπτει ότι ο επίσημος διάλογος μεταξύ του αξιολογητή και του κατόχου της θέσεως στην αρχή κάθε περιόδου αξιολογήσεως αποσκοπεί στον εκ μέρους τους καθορισμό, ει δυνατόν διά κοινής συμφωνίας, των στόχων που θα πρέπει να επιτύχει ο κάτοχος της θέσεως κατά το έτος κατά τη διάρκεια του οποίου λαμβάνει χώρα ο διάλογος αυτός. Η σημασία αυτού του επίσημου διαλόγου είναι πρόδηλη στην –προβλεπόμενη από τις εν λόγω γενικές εκτελεστικές διατάξεις– περίπτωση κατά την οποία ο αξιολογητής προτείνει στον κάτοχο της θέσεως, μονομερώς, στόχους που θα πρέπει να επιτευχθούν στο πλαίσιο της θέσεώς του, καθόσον ένας τέτοιος διάλογος προσφέρει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να συζητήσει τους εν λόγω στόχους και να διατυπώσει την άποψή του προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία ως προς το περιεχόμενο των στόχων αυτών.

Αντιθέτως, δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση που ο κάτοχος της θέσεως είναι εκείνος που, κατόπιν αιτήσεως του αξιολογητή, καθορίζει ο ίδιος τους στόχους του, τους οποίους ο αξιολογητής στη συνέχεια προσυπογράφει. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, υπάρχει de facto συμφωνία μεταξύ του αξιολογητή και του κατόχου της θέσεως ως προς τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, οπότε η προσφυγή σε επίσημο διάλογο, με σκοπό την εξεύρεση μιας τέτοιας συμφωνίας, καίτοι παραμένει επιθυμητή καθόσον εμπίπτει στα καθήκοντα πλαισιώσεως εκ μέρους του αξιολογητή, δεν είναι πλέον αναγκαία.

Οι παραβάσεις των διαδικαστικών κανόνων, ιδίως των κανόνων που αφορούν την κατάρτιση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας, αποτελούν ουσιαστικές παρατυπίες ικανές να επηρεάσουν το κύρος εκθέσεως αυτής, υπό τον όρο ότι ο υπάλληλος αποδεικνύει ότι, αν δεν είχαν υπάρξει αυτές οι παραβάσεις, η εν λόγω έκθεση βαθμολογίας θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

(βλ. σκέψεις 34, 36, 37 και 40)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Μαρτίου 1999, T‑212/97, Hubert κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑41 και II‑185, σκέψη 53

ΔΔΔ: 7 Μαΐου 2008, F‑36/07, Lebedef κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57

2.      Σε περίπτωση αλλαγής του αξιολογητή κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολογήσεως, το άρθρο 4, παράγραφος 3, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ που έχει θεσπίσει η Επιτροπή προβλέπει την κατάρτιση, εκ μέρους του αξιολογητή που πρόκειται να αποχωρήσει από τη θέση του, απλοποιημένης εκθέσεως η οποία ενσωματώνεται στην έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας και αφορά αποκλειστικά την απόδοση, τις ικανότητες και τη συμπεριφορά στην υπηρεσία κατά το συγκεκριμένο διάστημα της περιόδου που καλύπτει η έκθεση. Η απλοποιημένη αυτή έκθεση, η οποία δεν περιλαμβάνει βαθμολογία, κοινοποιείται στον κάτοχο της θέσεως, ο οποίος μπορεί να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του στο προς τούτο προβλεπόμενο μέρος της εκθέσεως. Σκοπός της εκθέσεως αυτής είναι να παράσχει στον αξιολογητή τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση των καθηκόντων που άσκησε ο βαθμολογούμενος κατά το συγκεκριμένο διάστημα της εν λόγω περιόδου αξιολογήσεως.

Το γεγονός ότι ο αξιολογητής που κατάρτισε την απλοποιημένη έκθεση, οποίος ήταν και ο αξιολογητής που είχε καταρτίσει την προηγούμενη έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας, επανέλαβε, σχεδόν στο ακέραιο, στην απλοποιημένη έκθεση τις εκτιμήσεις που περιέχονταν στην εν λόγω έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας, όσον αφορά, ειδικότερα, την απόδοση του βαθμολογουμένου υπαλλήλου, τις ικανότητές του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία, δεν αποτελεί αυτομάτως απόδειξη περί του ότι δεν προέβη σε αξιολόγηση του υπαλλήλου, καθόσον ο αξιολογητής μπορεί απλώς να παρατήρησε και να αποφάσισε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ο υπάλληλος επέδειξε τις ίδιες ικανότητες και είχε την ίδια απόδοση και την ίδια συμπεριφορά στο πλαίσιο της ίδιας υπηρεσίας.

(βλ. σκέψεις 58 και 61)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑28/06, Sequeira Wandschneider κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48

3.      Οι βαθμολογητές διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο πλαίσιο της κρίσεως της εργασίας των προσώπων που οφείλουν να βαθμολογήσουν, η δε έκθεση βαθμολογίας ή εξελίξεως της σταδιοδρομίας εκφράζει την προσωπική τους γνώμη την οποία διατυπώνουν ελεύθερα. Συνεπώς, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να υποκαταστήσει με την εκτίμησή του την εκτίμηση των επιφορτισμένων με την αξιολόγηση της εργασίας του βαθμολογουμένου προσώπων. Οι αξιολογικές κρίσεις περί των υπαλλήλων στις εκθέσεις εξελίξεως σταδιοδρομίας εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος αφορά μόνον την ενδεχόμενη ύπαρξη πρόδηλων πραγματικών σφαλμάτων.

Συναφώς, έστω και αν υποτεθεί ότι οι συντάκτες της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας διέπραξαν ορισμένα σφάλματα ή διατύπωσαν αβάσιμες κρίσεις, αιτίαση αντλούμενη από το ότι η εν λόγω έκθεση πάσχει από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως αφορά, στην πραγματικότητα, αξιολογικές κρίσεις, το βάσιμο των οποίων μπορεί να ελεγχθεί μόνον εντός αυστηρών ορίων.

(βλ. σκέψεις 69 και 71)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 24 Ιανουαρίου 1991, T‑63/89, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑19, σκέψη 19· 16 Μαΐου 2006, T‑73/05, Magone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑107 και II‑A‑2‑485, σκέψεις 25 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 13 Ιουλίου 2006, T‑285/04, Andrieu κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑161 και II‑A‑2‑775, σκέψη 99