Language of document : ECLI:EU:C:2018:610

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 25ης Ιουλίου 2018(1)

Υπόθεση C377/16

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Οδηγοί – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 21 και 22 – Κανονισμός 1 – Άρθρα 1, 2 και 6 – Γλωσσικό καθεστώς των θεσμικών οργάνων της Ένωσης – Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ένωσης – Άρθρο 1δ – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Άρθρο 82 – Διακρίσεις λόγω γλώσσας»






1.        Με την υπό κρίση προσφυγή, η οποία ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η Ισπανία ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει μια πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που δημοσιεύθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και απευθυνόταν σε υποψήφιους προς πρόσληψη οδηγούς (στο εξής: πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων). Συγκεκριμένα, η Ισπανία ισχυρίζεται ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, κατά το μέρος που αφορούσε την επικοινωνία μεταξύ των υποψηφίων και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (στο εξής: EPSO), αντέβαινε στους περιλαμβανόμενους στον κανονισμό 1 (2) κανόνες για το γλωσσικό καθεστώς των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και ότι οι όροι της, με τους οποίους ετίθετο η απαίτηση ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να γνωρίζουν την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική ως δεύτερη γλώσσα, ενείχαν δυσμενή διάκριση η οποία απαγορεύεται τόσο βάσει του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3) όσο και βάσει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της (4).

2.        Το Κοινοβούλιο αρνείται τους ανωτέρω ισχυρισμούς και αντιτείνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την προσφυγή (5).

3.        Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει ως σύνθημα το «in varietate Concordia» και στην οποία η ελεύθερη κυκλοφορία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, ο ρόλος που διαδραματίζουν οι γλώσσες μπορεί να προσλάβει ιδιαίτερη σημασία (6). Προκειμένου, πάντως, το ευρωπαϊκό εγχείρημα να ευοδωθεί, πρέπει να γίνουν αντιληπτές οι πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στον κόσμο σήμερα, ιδίως δε το γεγονός ότι υπάρχουν 552 δυνατοί συνδυασμοί μεταξύ οποιωνδήποτε δύο από τις 24 επίσημες γλώσσες (7). Τούτο είναι το ζήτημα που αποτελεί κατ’ ουσίαν το αντικείμενο των παρουσών προτάσεων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

4.        Το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ ορίζει, κατά το μέρος που αφορά το αντικείμενο των παρουσών προτάσεων, τα εξής:

«[…]

Η [Ευρωπαϊκή] Ένωση σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυμορφίας και μεριμνά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.»

 Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5.        Το άρθρο 24 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«[…]

Κάθε πολίτης της Ένωσης δύναται να απευθύνεται γραπτώς σε οποιοδήποτε από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα, που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ή στο άρθρο 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση [(8)] σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 55, παράγραφος 1, γλώσσες, της εν λόγω Συνθήκης [(9)] και να παίρνει απάντηση στην ίδια γλώσσα.»

6.        Το άρθρο 342 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Το γλωσσικό καθεστώς των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ορίζεται από το Συμβούλιο ομοφώνως, μέσω κανονισμών, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

 Ο Χάρτης

7.        Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει τα εξής:

«Απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

8.        Το άρθρο 22 του Χάρτη έχει ως εξής:

«Η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία.»

 Κανονισμός 1

9.        Με τον κανονισμό 1, το Συμβούλιο άσκησε την αρμοδιότητα που του παρέχεται από το νυν άρθρο 342 ΣΛΕΕ να θεσπίζει κανόνες που διέπουν, μεταξύ άλλων, το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός αυτών. Η νυν ισχύουσα μορφή του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«1.      Οι επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης είναι η αγγλική, η βουλγαρική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η κροατική, η λεττονική, η λιθουανική, η μαλτεζική, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.

2.      Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα όργανα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] από Κράτος μέλος ή πρόσωπο που υπάγεται στην δικαιοδοσία Κράτους μέλους, συντάσσονται στη γλώσσα του Κράτους αυτού.

3.      Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται από τα όργανα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] προς Κράτος μέλος ή πρόσωπο, το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός Κράτους μέλους, συντάσσονται στη γλώσσα του Κράτους αυτού.

4.      Οι κανονισμοί και τα άλλα έγγραφα γενικής εφαρμογής συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

5.      Η Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται στις επίσημες γλώσσες.

6.      Τα όργανα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους.

7.      Το γλωσσικό καθεστώς της διαδικασίας του Δικαστηρίου καθορίζεται στον κανονισμό διαδικασίας του.

8.      Στα Κράτη μέλη όπου οι επίσημες γλώσσες είναι περισσότερες από μια η χρήση της γλώσσας καθορίζεται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου Κράτους σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που απορρέουν από τη νομοθεσία του Κράτους αυτού.»

 Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού

10.      Το άρθρο 1 του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στους υπαλλήλους της Ένωσης.»

11.      Το άρθρο 1α, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ως “υπάλληλος της Ένωσης” νοείται κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε μόνιμη θέση ενός από τα όργανα της Ένωσης με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του οργάνου αυτού.»

12.      Το άρθρο 1δ προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

[…]

6.      Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού […]».

13.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι οι θέσεις εργασίας επί των οποίων εφαρμόζεται ο εν λόγω κανονισμός κατατάσσονται ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν. Το άρθρο 5, παράγραφος 4, ορίζει ότι στο παράρτημα I περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων.

14.      Το κεφάλαιο 1 του τίτλου ΙΙΙ του ΚΥΚ επιγράφεται «Πρόσληψη» και περιλαμβάνει τα άρθρα 27 έως 34. Το άρθρο 27 έχει ως εξής:

«Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης. Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.

[…]»

15.      Το άρθρο 28 ορίζει τα εξής:

«Κανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος:

[…]

στ)      αν δεν αποδεικνύει, ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας της Ένωσης, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.»

16.      Το παράρτημα ΙΙΙ του ΚΥΚ επιγράφεται «Διαδικασία διαγωνισμών». Περιλαμβάνει διάφορες λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής των διαδικασιών διαγωνισμού για την πρόσληψη υπαλλήλων.

17.      Στον ΚΥΚ επισυνάπτεται ένα έγγραφο το οποίο επιγράφεται «Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (στο εξής: ΚΛΠ). Το άρθρο 1 του εν λόγω καθεστώτος ορίζει ότι μεταξύ των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται με σύμβαση από την Ένωση περιλαμβάνονται οι «συμβασιούχοι υπάλληλοι».

18.      Το άρθρο 3α, παράγραφος 1, του ΚΛΠ έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως “συμβασιούχοι υπάλληλοι” νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο: α) σε ένα όργανο για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης […]».

19.      Το άρθρο 3β του ΚΛΠ ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως “συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα”, νοούνται οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται σε ένα όργανο […]:

[…]

β)      για να αντικαθιστούν, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες προσωρινής τοποθέτησης υπαλλήλου εντός του οργάνου, ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους […]».

20.      Το άρθρο 80 του ΚΛΠ περιλαμβάνει διάφορες γενικές διατάξεις σχετικά με τους συμβασιούχους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 1 προβλέπει ότι οι εν λόγω υπάλληλοι υποδιαιρούνται σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν. Στην παράγραφο 2, τα καθήκοντα που αναλογούν στην ομάδα καθηκόντων Ι περιγράφονται ως «[ε]ργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων». Η παράγραφος 4 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 1δ του ΚΥΚ εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

21.      Το κεφάλαιο 3 του ΚΛΠ επιγράφεται «Όροι Πρόσληψης» και αποτελείται από τα άρθρα 82 έως 84. Κατά το μέρος που αφορά το αντικείμενο των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 82 προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών, χωρίς διάκριση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών φρονημάτων, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηλικίας ή αναπηρίας, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή την οικογενειακή τους κατάσταση.

[…]

3.      Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

[…]

ε)      προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας της Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

[…]

5.      Η [EPSO] παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για τους συμβασιούχους υπάλληλους.

[…]»

22.      Το άρθρο 85, παράγραφος 1, του ΚΛΠ ορίζει τα εξής:

«Οι συμβάσεις πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 3α μπορούν να συνάπτονται για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον τριών μηνών και πέντε ετών το πολύ. Μπορούν να ανανεωθούν το πολύ για μια φορά για ορισμένη περίοδο όχι άνω των πέντε ετών. Η αρχική σύμβαση και η πρώτη ανανέωση πρέπει να έχουν συνολική διάρκεια 6 μηνών τουλάχιστον για την ομάδα καθηκόντων Ι και 9 μηνών τουλάχιστον για τις άλλες ομάδες καθηκόντων. Τυχόν μεταγενέστερη ανανέωση μπορεί να γίνεται μόνο για αόριστο χρόνο.

[…]»

23.      Το άρθρο 88 προβλέπει τα εξής:

«Στην περίπτωση των αναφερομένων στο άρθρο 3β συμβασιούχων υπαλλήλων:

α)      η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμη·

β)      η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσης, δεν υπερβαίνει τα έξι έτη.»

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα αιτήματα

24.      Στις 11 Απριλίου 2016 το Προεδρείο του Κοινοβουλίου έλαβε την απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων στις Βρυξέλλες (10), ότι οι υπηρεσίες μεταφοράς των ευρωβουλευτών πρέπει να παρέχονται εξ ολοκλήρου με τη χρήση εσωτερικών ανθρώπινων πόρων. Η εν λόγω απόφαση είχε ως επακόλουθο τη δημοσίευση από το Κοινοβούλιο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 14 Απριλίου 2016, προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που επιγραφόταν «Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Ομάδα καθηκόντων Ι – Οδηγοί (Α/Γ) – EP/CAST/S/16/2016» (11). Ο σκοπός της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων ήταν να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων με τα στοιχεία των υποψηφίων που θα μπορούσαν να προσληφθούν ως συμβασιούχοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων I. Στον τίτλο Ι της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων (ο οποίος επιγραφόταν «Εισαγωγή») οριζόταν ότι ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων ήταν 110 περίπου. Περαιτέρω, αναγραφόταν, όσον αφορά τη φύση των καθηκόντων, ότι επρόκειτο για θέσεις «οδηγού» και ότι οι θέσεις αυτές θα είχαν ως έδρα κυρίως τις Βρυξέλλες.

25.      Ο τίτλος ΙΙ της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, ο οποίος επιγραφόταν «Φύση των Καθηκόντων», είχε ως εξής:

«Ο συμβασιούχος υπάλληλος θα έχει ως έργο, υπό την επίβλεψη ενός μόνιμου ή έκτακτου υπαλλήλου, να ασκεί καθήκοντα οδηγού. Ενδεικτικά, τα καθήκοντα που θα ανατεθούν στον υπάλληλο μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

–        να μεταφέρει προσωπικότητες καθώς και μόνιμους ή άλλους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κυρίως στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο και στο Στρασβούργο, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες,

–        να μεταφέρει επισκέπτες (μέλη του διπλωματικού σώματος και άλλες προσωπικότητες),

–        να μεταφέρει αντικείμενα και έγγραφα,

–        να μεταφέρει αλληλογραφία,

–        να εξασφαλίζει την καλή χρήση του οχήματος, ιδίως του τεχνολογικού εξοπλισμού του,

–        να μεριμνά για την ασφάλεια των προσώπων ή των αντικειμένων κατά τη μεταφορά τηρώντας τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας της χώρας,

–        να προβαίνει, ενδεχομένως, στη φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων,

–        να εκτελεί, ενδεχομένως, διοικητικές εργασίες ή εργασίες υλικοτεχνικής υποστήριξης.

[…]»

26.      Ο τίτλος IV της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων επιγραφόταν «Προϋποθέσεις Συμμετοχής». Το μέρος Γ του εν λόγω τίτλου αφορούσε τις γλωσσικές γνώσεις των υποψηφίων. Εκεί ετίθετο η προϋπόθεση ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να διαθέτουν γνώσεις δύο επίσημων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως προς την εκεί αποκαλούμενη «κύρια γλώσσα», οριζόταν ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν άριστη γνώση (ελάχιστο επίπεδο C1) μιας από τις 24 επίσημες γλώσσες. Ως προς τη δεύτερη γλώσσα, απαιτείτο «[ι]κανοποιητική γνώση (επίπεδο B2)» της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας (12).

27.      Ως δικαιολόγηση του περιορισμού της επιλογής δεύτερης γλώσσας, αναγράφονταν, στο μέρος Γ του τίτλου IV, τα εξής:

«Σύμφωνα με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα μείζονος συνθέσεως) στην υπόθεση C‑566/10 P, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οφείλει, στο πλαίσιο της παρούσας πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, να αιτιολογήσει τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας σε έναν περιορισμένο αριθμό επίσημων γλωσσών της Ένωσης.

Συνεπώς, οι υποψήφιοι ενημερώνονται ότι οι τρεις γλώσσες 2 που προκρίνονται για τους σκοπούς της παρούσας πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος καθορίστηκαν συμφώνως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο επιβάλλει όπως οι νεοπροσλαμβανόμενοι είναι αμέσως λειτουργικοί και ικανοί να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία.

Έχοντας υπόψη τη μακρά πρακτική του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας, και συνεκτιμώντας τις ανάγκες των υπηρεσιών σε θέματα εξωτερικής επικοινωνίας και εξέτασης των φακέλων, η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική παραμένουν οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες γλώσσες. Επιπλέον, στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2013, το 92 % του συνόλου του προσωπικού δήλωσε ότι διαθέτει γνώση της αγγλικής, το 84 % του συνόλου του προσωπικού δήλωσε ότι διαθέτει γνώση της γαλλικής και το 56 % του συνόλου του προσωπικού δήλωσε ότι διαθέτει γνώση της γερμανικής. Οι υπόλοιπες επίσημες γλώσσες δεν υπερβαίνουν το όριο του 50 % του προσωπικού που δηλώνει ότι διαθέτει ικανοποιητική γνώση αυτών.

Κατά συνέπεια, σταθμίζοντας το συμφέρον της υπηρεσίας και τις ανάγκες και τις δεξιότητες των υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη τον συγκεκριμένο τομέα της παρούσας διαδικασίας επιλογής, κρίνεται δικαιολογημένη η απαίτηση να γνωρίζουν μία από τις τρεις αυτές γλώσσες, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι, όποια και αν είναι η πρώτη τους επίσημη γλώσσα, όλοι οι υποψήφιοι θα γνωρίζουν τουλάχιστον μία από τις τρεις αυτές επίσημες γλώσσες σε επίπεδο γλώσσας εργασίας.

Επιπλέον, για λόγους ίσης μεταχείρισης, κάθε υποψήφιος, ακόμη και αν έχει μία από τις τρεις αυτές γλώσσες ως πρώτη επίσημη γλώσσα, υποχρεούται να κατέχει σε ικανοποιητικό βαθμό μία δεύτερη γλώσσα, η οποία θα πρέπει να επιλεγεί μεταξύ των τριών αυτών γλωσσών.

Η αξιολόγηση των ειδικών γλωσσικών ικανοτήτων δίνει, με τον τρόπο αυτό, τη δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να σταθμίζει την ικανότητα των υποψηφίων να είναι αμέσως λειτουργικοί σε ένα περιβάλλον παραπλήσιο αυτού στο οποίο θα κληθούν να εργασθούν.»

28.      Στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων γινόταν, σε διάφορα σημεία, μνεία της EPSO (13). Συγκεκριμένα, στον τίτλο ΙΙΙ της προσκλήσεως οριζόταν ότι η διαχείριση της διαδικασίας επιλογής θα γινόταν «από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε συνεργασία με την EPSO» και στον τίτλο VI οριζόταν ότι οι υποψήφιοι όφειλαν να εγγραφούν ηλεκτρονικώς μέσω του δικτυακού τόπου της EPSO.

29.      Στον τίτλο VIII της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων προβλεπόταν ότι τα ονόματα των 300 υποψηφίων που θα επιτύγχαναν την υψηλότερη βαθμολογία κατόπιν της επιλογής και που θα ανταποκρίνονταν στις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις, όπως αυτές αναφέρονταν στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, θα εγγράφονταν στη βάση δεδομένων που θα περιελάμβανε τα στοιχεία των υποψηφίων προς πρόσληψη.

30.      Στον τίτλο IX της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων περιλαμβανόταν η πρόβλεψη ότι η σύμβαση με τους επιτυχόντες θα συναπτόταν, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 3α του ΚΛΠ. Θα είχε διάρκεια ενός έτους και θα μπορούσε να ανανεωθεί για ένα περαιτέρω έτος, πριν ενδεχομένως ανανεωθεί για δεύτερη φορά για αόριστη διάρκεια.

31.      Η Ισπανία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που επιγραφόταν «Συμβασιούχοι υπάλληλοι ομάδας καθηκόντων Ι – Οδηγοί (Α/Γ) – EP/CAST/S/16/2016», καθώς και τη βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τον τίτλο της VIII, και

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

32.      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να απορρίψει το αίτημα ακυρώσεως της βάσεως δεδομένων η οποία συνδέεται με την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων ως αβάσιμο και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Κοινοβουλίου.

33.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ισπανία και το Κοινοβούλιο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 25 Απριλίου 2018, αμφότεροι οι ως άνω διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

 Εκτίμηση

 Προκαταρκτικά ζητήματα

 Το παραδεκτό

34.      Με την υπό κρίση προσφυγή, η Ισπανία βάλλει κατά μιας προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που δημοσιεύθηκε από το Κοινοβούλιο. Η προσφυγή αυτή στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αρμοδιότητα να ελέγχει, μεταξύ άλλων, τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Κοινοβουλίου, οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Ο όρος «το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» έχει την έννοια, κατά τον περιλαμβανόμενο στο άρθρο 19 ΣΕΕ ορισμό, ότι «περιλαμβάνει το Δικαστήριο [και] το Γενικό Δικαστήριο».

35.      Κατά κανόνα, το Γενικό Δικαστήριο είναι, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των προσφυγών κατά των πράξεων των ανωτέρω οργάνων, εξαιρουμένων των πράξεων των οποίων τον έλεγχο ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιφυλάσσει στο Δικαστήριο.

36.      Κατά το μέρος που αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 51 του Οργανισμού ορίζει τα εξής: «Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου 256 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου οι προσφυγές τις οποίες ασκεί, κατά τα άρθρα 263 και 265 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος μέλος: α) κατά πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου ή κατά παραλείψεώς τους να αποφασίσουν, ή κατά πράξεως ή παραλείψεως αμφοτέρων αυτών των θεσμικών οργάνων όταν συναποφασίζουν […]». Εν συνεχεία, στην εν λόγω διάταξη παρατίθεται σειρά εξαιρέσεων, από τις οποίες καμία δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

37.      Κατά συνέπεια, η Ισπανία ορθώς, κατά την άποψή μου, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την υπό κρίση προσφυγή.

38.      Όσον αφορά την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ορίζει, κατά το μέρος που αφορά το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, ότι οι προσφυγές που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο ασκούνται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της πράξεως. Βάσει του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται από το τέλος της δέκατης τέταρτης ημέρας από τη δημοσίευση της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, βάσει του άρθρου 51 του εν λόγω Κανονισμού, η εν λόγω προθεσμία παρεκτείνεται κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δημοσιεύθηκε στις 14 Απριλίου 2016 και, όπως προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω, η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής έληξε στις 8 Ιουλίου 2016. Δεδομένου ότι η προσφυγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Ιουλίου 2016, φρονώ ότι η προσφυγή ασκήθηκε εμπροθέσμως.

 Ο κανονισμός 1 και οι γλωσσικές πολιτικές των θεσμικών οργάνων της Ένωσης

39.      Ο κανονισμός 1 ήταν ο πρώτος κανονισμός που εκδόθηκε από την (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Κατά τον χρόνο εκδόσεώς του, υπήρχαν τέσσερις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας και ίδιος αριθμός γλωσσών εργασίας των θεσμικών οργάνων. Έκτοτε ο κανονισμός τροποποιήθηκε επανειλημμένως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη η προσθήκη νέων κρατών μελών και, συνακόλουθα, οι νέες γλώσσες που έπρεπε να προστεθούν στον κατάλογο. Κατά τα λοιπά, δεν έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς. Επί του παρόντος, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελείται από 28 κράτη μέλη και έχει 24 επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας (14).

40.      Καίτοι το άρθρο 6 του κανονισμού 1 προβλέπει ότι τα όργανα της Ένωσης δύνανται να εκδίδουν κανονισμούς με τους οποίους καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού τους καθεστώτος, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι κανένα όργανο δεν έχει ασκήσει μέχρι τώρα τη δυνατότητα αυτή (15). Κατά συνέπεια, οι γλώσσες εργασίας των οργάνων ταυτίζονται, επισήμως τουλάχιστον, με τις επίσημες γλώσσες.

41.      Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται ορισμένα όργανα να εφαρμόζουν λιγότερο τυποποιημένες μεθόδους λειτουργίας κατά την καθημερινή εκτέλεση των εργασιών τους. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο παραλαμβάνει, επί παραδείγματι, τις περί παραπομπής διατάξεις των εθνικών δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διατάξεις αυτές μεταφράζονται, εν συνεχεία, σε όλες τις λοιπές γλώσσες (16), ούτως ώστε να μπορούν να κοινοποιηθούν ακολούθως στις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Επιπλέον, το άρθρο 36 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι γλώσσα διαδικασίας μπορεί να είναι οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες. Καθόσον όμως οι διασκέψεις των μελών του Δικαστηρίου διεξάγονται στη γαλλική γλώσσα και οι αποφάσεις τους συντάσσονται στη γλώσσα αυτή, κάθε άλλο έγγραφο που κατατίθεται με τη μορφή γραπτών προτάσεων και γραπτών παρατηρήσεων (πλην των ήδη συνταχθέντων στη γαλλική γλώσσα) μεταφράζεται στη γλώσσα αυτή μετά την κατάθεσή του. Κατά κανόνα, τα εν λόγω έγγραφα δεν μεταφράζονται στις λοιπές επίσημες γλώσσες. Τέτοια απαίτηση θα ήταν ανέφικτο να τηρηθεί τόσο από απόψεως μεταφραστικού φόρτου εργασίας όσο και από απόψεως απαιτούμενου κόστους. Επομένως, το Δικαστήριο δύναται, αφενός, να χαρακτηριστεί ως πραγματικά πολύγλωσσο όργανο όσον αφορά τον τρόπο που χειρίζεται τις διατάξεις περί παραπομπής και τον τρόπο που καθορίζει τη γλώσσα διαδικασίας στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται. Αφετέρου όμως, από τις εσωτερικές εργασιακές πρακτικές του συνάγεται ότι στη γαλλική γλώσσα επιφυλάσσεται ιδιαιτέρως σημαντικός ρόλος και ότι η γλώσσα αυτή μπορεί, επομένως, να είναι πιο χρήσιμη στους υποψηφίους ως δεύτερη γλώσσα σε σύγκριση με τις λοιπές επίσημες γλώσσες (συμπεριλαμβανομένων της αγγλικής και της γερμανικής).

42.      Άλλα θεσμικά όργανα δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς και μπορούν, ως εκ τούτου, να εφαρμόζουν πιο ευέλικτες εσωτερικές μεθόδους εργασίας, χρησιμοποιώντας περισσότερες της μιας γλώσσες κατά την τακτική λειτουργία τους σε ημερήσια βάση. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να δεχθεί ότι οι γλώσσες αυτές είναι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική (17).

43.      Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι, ανεξαρτήτως των γενικών μεθόδων λειτουργίας που εφαρμόζονται σε ορισμένο θεσμικό όργανο όσον αφορά το γλωσσικό καθεστώς του, η γλώσσα που χρησιμοποιείται συνηθέστερα σε καθημερινή βάση σε ορισμένο τμήμα του μπορεί να αποκλίνει των μεθόδων αυτών. Ως προφανέστερο παράδειγμα αναφέρω ότι ευλόγως μπορεί να υποτεθεί ότι η γλώσσα εργασίας στο δανικό μεταφραστικό τμήμα ενός οργάνου θα είναι η δανική. Πάντως, παρόμοιο αποτέλεσμα μπορεί να προκύπτει για ιστορικούς λόγους. Συγκεκριμένα, αν σε συγκεκριμένο τμήμα ή σε συγκεκριμένη υποδιεύθυνση τμήματος ενός θεσμικού οργάνου η πλειοψηφία είναι Εσθονοί υπήκοοι, είναι πιθανό ότι η γλώσσα που θα χρησιμοποιείται από την πλειονότητα, καίτοι ίσως όχι από το σύνολο των μελών του εν λόγω τμήματος ή της εν λόγω υποδιευθύνσεως θα είναι η εσθονική. Δεν μπορεί να τους απαγορευθεί να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα λόγω κάποιας υπέρτερης αλλά μη κρίσιμης για εκείνους αρχής που διέπει το καθεστώς των γλωσσών εργασίας του οργάνου τους (18).

 Η EPSO

44.      Στην αιτιολογική σκέψη 1 της αποφάσεως 2002/620 εκτίθεται ότι «[ε]ίναι αναγκαίο, για λόγους αποτελεσματικότητας και οικονομίας στη χρησιμοποίηση των πόρων, να ανατεθούν σε κοινό διοργανικό φορέα τα μέσα που διατίθενται για την επιλογή των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής, η EPSO ασκεί τις αρμοδιότητες επιλογής που διαθέτουν, βάσει του άρθρου 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ (19), οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων που υπογράφουν την εν λόγω απόφαση. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως, η αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεων διορισμού των επιτυχόντων παραμένει στις ενδιαφερόμενες αρχές που είναι αρμόδιες για τους διορισμούς. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, ορίζει ότι η EPSO «δύναται» να παρέχει τη συνδρομή της στα θεσμικά όργανα κατά την επιλογή του λοιπού προσωπικού (συμπεριλαμβανομένων των συμβασιούχων υπαλλήλων).

 Το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες

45.      Το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες καταρτίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, προκειμένου να λειτουργήσει ως διαφανής, συνεκτική και ολοκληρωμένη βάση, μεταξύ άλλων, για την αξιολόγηση της επάρκειας της γνώσεως ξένων γλωσσών (20). Διακρίνονται τρεις γενικές κατηγορίες χρηστών, οι οποίες υποδιαιρούνται περαιτέρω σε δύο επίπεδα η κάθε μία. Στην κατηγορία «Β» υπάγεται όποιος περιγράφεται ως «ανεξάρτητος χρήστης» και το επίπεδο B2 αντιστοιχεί, κατά τη σχετική περιγραφή, σε «υπερέχον ή ανώτερο μέσο επίπεδο» (21).

46.      Καίτοι ο αριθμός των ωρών που απαιτείται να συμπληρωθούν για την απόκτηση του εν λόγω επιπέδου ποικίλλει από άτομο σε άτομο, ο συνολικός αριθμός ωρών που προτείνεται συνήθως για τον σκοπό της προετοιμασίας για τις εξετάσεις του επιπέδου Β2 φαίνεται να κυμαίνεται μεταξύ 500 και 650 (22). Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, όλοι οι πιθανοί υποψήφιοι για συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής γνώριζαν οπωσδήποτε μια δεύτερη γλώσσα, ανεξαρτήτως του αν αυτή θα ήταν η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική ή άλλη (23), πολλώ δε μάλλον μια δεύτερη γλώσσα σε επίπεδο B2.

47.      Αντιθέτως, φαίνεται ότι ο αριθμός των ωρών που απαιτείται να συμπληρωθούν μέχρι να αποκτηθεί ένα προηγμένο επίπεδο δεξιοτήτων επαγγελματία οδηγού, συμπεριλαμβανομένης της εκπαιδεύσεως για περιστατικά απειλητικά για την ασφάλεια, είναι της τάξεως των 200 ωρών (24).

 Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι

48.      Πριν από τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ το 2004 (25), το προσωπικό που προσλαμβανόταν από τα θεσμικά όργανα υπαγόταν είτε στην κατηγορία των μόνιμων υπαλλήλων (που περιελάμβανε τους υπαλλήλους διοικήσεως και τους βοηθούς διοικήσεως) είτε στην κατηγορία του λοιπού προσωπικού (που περιελάμβανε τους έκτακτους και τους επικουρικούς υπαλλήλους). Με την εν λόγω μεταρρύθμιση καταργήθηκε η κατηγορία των επικουρικών υπαλλήλων (26) και θεσπίσθηκε μια νέα κατηγορία, αυτή των «συμβασιούχων υπαλλήλων». Επίσης τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του παραρτήματος I του ΚΥΚ, οι οποίες διέπουν τη φύση των καθηκόντων των μόνιμων υπαλλήλων.

49.      Προγενέστερα, λόγω του σχετικώς ευρέως εκτεινόμενου καταλόγου καθηκόντων που περιλαμβανόταν στο παράρτημα Ι, οι οδηγοί μπορούσαν να προσληφθούν –και κατά κανόνα προσλαμβάνονταν– ως μόνιμοι υπάλληλοι (27). Δικαιούνταν, επομένως, τις παροχές που καταβάλλονταν στους μόνιμους υπαλλήλους δυνάμει του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένης, εν τέλει, της μονιμότητας της απασχολήσεως υπό τον όρο της ολοκληρώσεως της δέουσας δοκιμαστικής περιόδου και της μη διαπράξεως πειθαρχικού παραπτώματος που δικαιολογούσε την απαλλαγή από τα καθήκοντά τους.

50.      Στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως θεσπίσθηκε διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών συμβασιούχων υπαλλήλων. Η πρώτη, που διέπεται από το άρθρο 3α του ΚΛΠ, περιλαμβάνει τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, για να αναλάβουν καθήκοντα που αφορούν «την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης» (28). Η δεύτερη, που διέπεται από το άρθρο 3β, αφορά εν πολλοίς υπαλλήλους που προσλαμβάνονται για ορισμένο χρόνο. Η διαφορά αυτή είναι καθοριστικής σημασίας στο παρόν πλαίσιο. Το άρθρο 85, παράγραφος 1, του ΚΛΠ ορίζει ότι οι συμβάσεις των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 3α πρέπει, μετά την πρώτη ανανέωσή τους, να ανανεώνονται για αόριστο χρόνο. Αντιθέτως, όσον αφορά τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 3β, το άρθρο 88, στοιχείο βʹ, του ΚΛΠ ορίζει ότι η διάρκεια της απασχολήσεώς τους σε ένα θεσμικό όργανο δεν μπορεί να υπερβαίνει, κατ’ ανώτατο όριο, τα έξι έτη. Από τον τίτλο IX της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων προκύπτει σαφώς ότι οι επιτυχόντες θα προσλαμβάνονταν δυνάμει του άρθρου 3α του ΚΛΠ και όχι δυνάμει του άρθρου 3β.

51.      Στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως, συντμήθηκε επίσης ο κατάλογος των απαριθμούμενων στο παράρτημα Ι του ΚΥΚ καθηκόντων, για την εκτέλεση των οποίων μπορούν να προσλαμβάνονται μόνιμοι υπάλληλοι. Στο πλαίσιο αυτό, απαλείφθηκε η απασχόληση προσώπου ως οδηγού. Το εν λόγω αντικείμενο απασχολήσεως εμπίπτει εφεξής στα καθήκοντα που ανατίθενται στους συμβασιούχους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων I, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 80 του ΚΛΠ (29).

52.      Κατόπιν της μεταρρυθμίσεως, τα θεσμικά όργανα που επιθυμούν να προσλάβουν οδηγούς, μετά την 1η Μαΐου 2004, σε μόνιμη ή ημιμόνιμη βάση, οφείλουν να τους προσλαμβάνουν ως συμβασιούχους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων Ι δυνάμει του άρθρου 3α του ΚΛΠ και όχι, όπως προγενέστερα, ως μόνιμους υπαλλήλους.

 Η πολυγλωσσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η νομολογία του Δικαστηρίου

53.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «είναι προσηλωμένη στη διατήρηση της πολυγλωσσίας», η σημασία της οποίας επισημαίνεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ (30). Φρονώ ότι η προσήλωση αυτή πρέπει να αποτελεί το σημείο αφετηρίας κάθε αναλύσεως περί του γλωσσικού καθεστώτος που ισχύει στην Ένωση, καθώς και, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, στα θεσμικά όργανά της και έναντι όσων επικοινωνούν με τα όργανα αυτά. Πάντως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν εξαιρέσεις από την εν λόγω γενική αρχή.

54.      Το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τις εξαιρέσεις αυτές, στο πλαίσιο της πρόσφατης αποφάσεως του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, στην υπόθεση Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (31), η οποία αφορούσε προσφυγές με τις οποίες ζητείτο η ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας (32). Η εν λόγω απόφαση είχε εκδοθεί εξαιτίας των πρωτοφανών μεταναστευτικών ροών στην περιοχή της Μεσογείου, που ασκούσαν ιδιαίτερη πίεση στα νότια εξωτερικά χερσαία και θαλάσσια σύνορα της Ένωσης, ιδίως στην Ιταλία και την Ελλάδα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2015 το Κοινοβούλιο είχε εκδώσει ψήφισμα με το οποίο ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση αποφάσεως για τη θέσπιση τέτοιων προσωρινών μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη την «έκτακτη και επείγουσα κατάσταση και την ανάγκη αντιμετώπισής της χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση». Στην ίδια την απόφαση γίνεται αναφορά στην «επείγουσα κατάσταση που έχει προκληθεί λόγω της αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών [στην Ιταλία και την Ελλάδα]» και προβλέπεται η μετεγκατάσταση 120 000 αιτούντων διεθνή προστασία προς τα άλλα κράτη μέλη (33).

55.      Λόγω του ως άνω ιδιαιτέρως επείγοντος χαρακτήρα της καταστάσεως, ενώ η αρχική πρόταση αποφάσεως που υποβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε συνταχθεί σε όλες τις επίσημες γλώσσες, τα κείμενα με τα οποία επήλθαν οι κατοπινές τροποποιήσεις της προτάσεως, συμπεριλαμβανομένου του κειμένου της αποφάσεως, όπως αυτή εκδόθηκε από το Συμβούλιο, απεστάλησαν στα κράτη μέλη μόνο στην αγγλική γλώσσα, καίτοι, όπως προκύπτει, όλες οι τροποποιήσεις αναγνώσθηκαν μεγαλοφώνως από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου με ταυτόχρονη διερμηνεία σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Η Ουγγαρία και η Σλοβακική Δημοκρατία προέβαλαν την αιτίαση ότι το τελευταίο στοιχείο συνιστούσε παράβαση του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 2, του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου (34). Το δε Συμβούλιο στηρίχθηκε στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του εσωτερικού του κανονισμού, επισημαίνοντας ότι ουδέν κράτος μέλος προέβαλε αντιρρήσεις λόγω της μη παροχής γραπτώς, σε όλες τις επίσημες γλώσσες, αναλυτικών στοιχείων σχετικά με τις τροποποιήσεις (35).

56.      Με την απόφασή του, το Δικαστήριο επισήμανε την υφιστάμενη κατάσταση και έκανε λόγο περί «ανθρωπιστικής καταστροφής που προκλήθηκε από την [προσφυγική] κρίση […] στα κράτη μέλη» (36). Έκρινε ότι η ερμηνεία του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου από το ίδιο το Συμβούλιο έπρεπε να γίνει δεκτή, καθόσον η ερμηνεία αυτή ήταν απόρροια «μιας ισορροπημένης και ευέλικτης προσεγγίσεως που ευνοεί την αποτελεσματικότητα και ταχύτητα των εργασιών του Συμβουλίου οι οποίες είναι ιδιαιτέρως σημαντικές στο ειδικό επείγον πλαίσιο που χαρακτηρίζει τη διαδικασία λήψεως των προσωρινών μέτρων που θεσπίζονται με βάση το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ» (37).

57.      Φρονώ ότι η ανωτέρω προσέγγιση συμπυκνώνει την ουσιαστική βάση επί της οποίας θεμιτώς μπορούν να στηριχθούν παρεκκλίσεις από τους γλωσσικούς κανόνες που προάγουν την πολυγλωσσία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όποτε επιδιώκεται να εισαχθεί εξαίρεση, πρέπει να πραγματοποιείται στάθμιση. Πρέπει να υφίστανται, αφενός, ορισμένη δικαιολόγηση (στην υπόθεση εκείνη, η ύπαρξη καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης) και, αφετέρου, κατά το δυνατόν, ασφαλιστικές δικλείδες (εν προκειμένω, το δικαίωμα του κράτους μέλους να ζητήσει μετάφραση σε μία ή περισσότερες από τις επίσημες γλώσσες και παροχή υπηρεσιών διερμηνείας). Τα ανωτέρω κριτήρια πρέπει, κατά την άποψή μου, να ληφθούν οπωσδήποτε υπόψη στο πλαίσιο της αναλύσεως των παρεκκλίσεων στις οποίες το Κοινοβούλιο επιδιώκει να στηριχθεί στην υπό κρίση υπόθεση.

 Επί του πρώτου λόγου προσφυγής: παράβαση των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 1, του άρθρου 22 του Χάρτη και του άρθρου 1δ του ΚΥΚ, λόγω της φερόμενης απαιτήσεως ότι οι υποψήφιοι πρέπει να χρησιμοποιούν την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα κατά την επικοινωνία τους με την EPSO

58.      Με τον ανωτέρω λόγο προσφυγής, η Ισπανία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων έπασχε λόγω πολλαπλής πλάνης περί το δίκαιο, καθόσον απαιτούσε από τους υποψηφίους να επικοινωνούν με την EPSO στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα, κατ’ αποκλεισμόν των λοιπών επίσημων γλωσσών, και να υποβάλουν τις αιτήσεις τους σε μία από τις ανωτέρω γλώσσες.

59.      Πριν εξετασθούν ενδελεχώς τα επιχειρήματα των διαδίκων, αξίζει να μελετηθεί η ίδια η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων. Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι η παρατιθέμενη στο μέρος Γ του τίτλου IV δικαιολόγηση του περιορισμού της επιλογής δεύτερης γλώσσας (38) αντιστοιχούσε σε πάγια πρακτική που ακολουθείται από τα θεσμικά όργανα στις προκηρύξεις διαγωνισμού και στις προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που δημοσιεύουν από τότε που εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (39).

60.      Κρίσιμες είναι ιδίως οι ακόλουθες προβλέψεις:

–        καίτοι δημοσιεύθηκε από το Κοινοβούλιο, η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων προέβλεπε ότι η διαδικασία επιλογής θα διεξαγόταν «με την τεχνική υποστήριξη» της EPSO (τίτλος I)·

–        οι υποψήφιοι όφειλαν να εγγραφούν ηλεκτρονικώς στον δικτυακό τόπο της EPSO και να ακολουθήσουν τις εκεί αναγραφόμενες οδηγίες, ειδικότερα δε τις οδηγίες που περιλαμβάνονταν στον οδηγό της EPSO για την υποβολή ηλεκτρονικής αιτήσεως (στο εξής: οδηγός υποβολής ηλεκτρονικής αιτήσεως) (τίτλος VI) (40) ·

–        η διαδικασία επιλογής θα διεξαγόταν μόνο (41) βάσει των δεξιοτήτων, κατόπιν αξιολογήσεως των λεπτομερών απαντήσεων των υποψηφίων στις ερωτήσεις που περιλαμβάνονταν στην αίτηση (τίτλοςVII)·

–        τυχόν ψευδείς δηλώσεις των υποψηφίων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής θα επέσυραν τον αποκλεισμό τους (τίτλος XI).

61.      Η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δεν περιελάμβανε ρητές οδηγίες όσον αφορά τη γλώσσα στην οποία έπρεπε να συμπληρωθεί η αίτηση ούτε παρείχε πληροφορίες ως προς το πώς θα έπρεπε να ενεργήσουν οι υποψήφιοι που είχαν αμφιβολίες όσον αφορά τον δέοντα χειρισμό των αιτήσεών τους.

62.      Το κύριο επιχείρημα της Ισπανίας που προβάλλεται με τον ανωτέρω λόγο προσφυγής είναι ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων αντέβαινε στα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 1. Στις κρίσιμες για την παρούσα υπόθεση επικοινωνίες καταλέγονται τόσο οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών πριν από την υποβολή της αιτήσεως συμμετοχής όσο και η υποβολή της ίδιας της αιτήσεως συμμετοχής. Το τελευταίο αυτό στοιχείο έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι η διαδικασία επιλογής είχε καθοριστεί ότι θα διεξαγόταν σε ένα και μοναδικό στάδιο, χωρίς να ακολουθήσει διαδικασία σε κάποιο κέντρο αξιολογήσεως. Οι υποψήφιοι που απαντούν σε πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος για θέσεις σε όργανο της Ένωσης δεν μπορούν, απλώς και μόνο λόγω της απαντήσεως αυτής, να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε καθεστώς αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα όσον αφορά το όργανο αυτό, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή τους οι ενδεχομένως αυστηρότερες διατάξεις του ΚΥΚ σχετικά με τη γλώσσα (42).

63.      Η Ισπανία υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο διατυπώθηκε η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, όσοι εξέταζαν το ενδεχόμενο να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής πρέπει να είχαν την αίσθηση ότι δεν τους έμενε άλλη επιλογή παρά να θέσουν τις τυχόν ερωτήσεις τους σχετικά με τη διαδικασία επιλογής (43) και να συμπληρώσουν την αίτηση συμμετοχής στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα, καίτοι ουδεμία από αυτές ήταν η μητρική τους γλώσσα. Ακόμη και αν δεν υπήρξε de jure παράβαση του κανονισμού 1, υπήρξε de facto τέτοια παράβαση.

64.      Επικουρικώς, αν το Δικαστήριο δεν δεχθεί τα επιχειρήματα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1, η Ισπανία υποστηρίζει ότι ο περιορισμός είναι αδικαιολόγητος και ότι, ακόμη και σε περίπτωση διαφορετικής κρίσεως, είναι δυσανάλογος. Επομένως, υπήρξε παράβαση του άρθρου 22 του Χάρτη και του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ.

65.      Η απάντηση του Κοινοβουλίου έχει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά τις επικοινωνίες με τους υποψηφίους. Το Κοινοβούλιο τονίζει ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δεν προέβλεπε περιορισμούς όσον αφορά την επιλογή της γλώσσας που όφειλαν να χρησιμοποιούν οι υποψήφιοι κατά την επικοινωνία τους με το Κοινοβούλιο ή με την EPSO. Τουλάχιστον όσον αφορά τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στο Κοινοβούλιο, ορισμένοι υποψήφιοι χρησιμοποίησαν πράγματι τη μητρική τους γλώσσα για να του θέσουν ερωτήσεις και το Κοινοβούλιο απάντησε στη γλώσσα αυτή.

66.      Εν συνεχεία, το Κοινοβούλιο επισημαίνει, αφενός, την αρχή ότι υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης ισχύει τεκμήριο νομιμότητας και, αφετέρου, τη νομολογία κατά την οποία, όταν η γραμματική διατύπωση πράξεως του παραγώγου δικαίου της Ένωσης επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται εκείνη που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με τη Συνθήκη και όχι εκείνη που συνεπάγεται το ασύμβατό της με τη Συνθήκη (44).

67.      Το δεύτερο σκέλος της απαντήσεως του Κοινοβουλίου αφορά την ίδια την τυποποιημένη αίτηση συμμετοχής. Καίτοι δέχεται ότι η αίτηση ήταν, «για τεχνικούς λόγους», διαθέσιμη μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, υποστηρίζει ότι τούτο δεν σήμαινε ότι οι υποψήφιοι όφειλαν να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω γλώσσες. Πράγματι, πολλοί από αυτούς συμπλήρωσαν την αίτηση στη δική τους γλώσσα και η αίτησή τους έτυχε της δέουσας επεξεργασίας, με τη χρήση, όπου παρέστη ανάγκη, των υπηρεσιών γλωσσικών αξιολογητών.

68.      Πριν εισέλθω στην ουσία των αιτιάσεων της Ισπανίας, θα εξετάσω τα ζητήματα δικαίου της Ένωσης τα οποία εγείρει το Κοινοβούλιο, όπως αυτά προεκτέθηκαν στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, καθόσον η ανάλυση της εφαρμογής τους μπορεί να επηρεάσει την προσέγγιση που πρέπει να υιοθετηθεί έναντι των επιχειρημάτων της Ισπανίας. Είναι αληθές, πρώτον, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης ισχύει τεκμήριο νομιμότητας και ότι οι πράξεις αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα επί όσο χρόνο, μεταξύ άλλων, δεν έχουν ακυρωθεί με απόφαση του Δικαστηρίου ή δεν έχουν κριθεί ανίσχυρες κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο ως άνω κανόνας αποβλέπει στην ικανοποίηση της ανάγκης διατηρήσεως της σταθερότητας των έννομων σχέσεων (45). Ωστόσο, τιθεμένου κατά μέρος του ζητήματος ποια ισχύ μπορεί να έχει ο κανόνας αυτός όταν εφαρμόζεται σε αμιγώς διοικητικές αποφάσεις των εν λόγω οργάνων, πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για διαδικαστικό ζήτημα. Με άλλα λόγια, ο εν λόγω κανόνας δεν έχει την έννοια ότι παρέχει στις πράξεις αυτές οποιουδήποτε είδους ουσιαστική υπεροχή ή επίσημη έγκριση. Απλώς ορίζει ότι οι εν λόγω πράξεις παραμένουν σε ισχύ, εκτός αν –και μέχρι να– ευδοκιμήσει προσφυγή εναντίον τους ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, φρονώ ότι ουδέν χρήσιμο συμπέρασμα συνάγεται από την αρχή την οποία επικαλείται το Κοινοβούλιο. Δεδομένου ότι στην υπό εξέταση υπόθεση έχει ασκηθεί προσφυγή από την Ισπανία, είναι αναγκαίο να εξεταστεί επί της ουσίας η προσφυγή αυτή.

69.      Όσον αφορά, δεύτερον, τα ζητήματα ερμηνείας, η προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου (46) απηχεί την απολύτως εύλογη αντίληψη ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να τεκμαίρεται ότι ενεργούν σύμφωνα με τις Συνθήκες. Επομένως, σε περιπτώσεις αμφισημίας ή αμφιβολίας, πρέπει να προκρίνεται η ερμηνεία που απηχεί τον ως άνω κανόνα. Τίποτα παραπάνω όμως δεν δηλώνεται με τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου. Παρά τα όσα φαίνεται να υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, με τις επισημάνσεις αυτές δεν καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας κατά τον οποίο η ερμηνεία που υποστηρίζεται από θεσμικό όργανο σε δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να τυγχάνει, τρόπον τινά, προνομιακής μεταχειρίσεως έναντι της ερμηνείας που προτείνεται από τον διάδικο που προσέβαλε την πράξη.

70.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί της Ισπανίας χρήζουν εξετάσεως, πράγμα που θα πράξω ευθύς αμέσως. Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω το κύριο επιχείρημά της (47).

71.      Η Ισπανία στηρίζεται, στο πλαίσιο αυτό, σε σημαντικό βαθμό, στην απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (48). Η απόφαση αυτή αξίζει να εξετασθεί αναλυτικότερα. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το ζήτημα αν η πλήρης δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τρεις μόνο γλώσσες (αγγλική, γαλλική και γερμανική), σε συνδυασμό με τη δημοσίευση περιλήψεως στις λοιπές επίσημες γλώσσες, ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του κανονισμού 1, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τον ΚΥΚ. Η Επιτροπή υποστήριξε, στην υπόθεση αυτή, ότι ο τελευταίος έχει εφαρμογή όχι μόνον επί των υπαλλήλων της Ένωσης, αλλά και επί όσων φιλοδοξούν να αποκτήσουν το εν λόγω καθεστώς (49).

72.      Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε το επιχείρημα ότι ο κανονισμός 1 δεν έχει εφαρμογή επί των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού του οργάνου ούτε ότι, κατά μείζονα λόγο, ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει εφαρμογή επί των υποψηφίων στους εξωτερικούς διαγωνισμούς.

73.      Ωστόσο, το Δικαστήριο συνέχισε συμπληρώνοντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να εκφέρει κρίση περί του αν οι επίμαχες προκηρύξεις διαγωνισμού ενέπιπταν στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1 (ως «έγγραφα γενικής εφαρμογής»). Τούτο διότι από το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ προέκυπτε σαφώς ότι οι προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών πρέπει να δημοσιεύονται πλήρως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπερ συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι πρέπει να δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Κατά συνέπεια, η δημοσίευση περιλήψεως στις γλώσσες πλην της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής ήταν ανεπαρκής. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι υποψήφιοι των οποίων η μητρική γλώσσα καταλεγόταν στις λοιπές αυτές γλώσσες είχαν περιέλθει σε μειονεκτική θέση όσον αφορά την ορθή κατανόηση των προκηρύξεων και τον διαθέσιμο χρόνο για την προετοιμασία και αποστολή της αιτήσεως συμμετοχής στους οικείους διαγωνισμούς, αυτοί υπέστησαν διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας κατά παράβαση του άρθρου 21 του Χάρτη και του άρθρου 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ (50).

74.      Επομένως, το Δικαστήριο, στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής, δεν εξέφερε τελική κρίση επί του ζητήματος αν ο κανονισμός 1 ή ο ΚΥΚ είχε εφαρμογή επί των υποψηφίων εξωτερικού διαγωνισμού. Η εφαρμογή οποιουδήποτε από τα δύο νομοθετήματα θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα: οι επίμαχες προκηρύξεις διαγωνισμού έπρεπε να ακυρωθούν. Καίτοι το ιστορικό της υποθέσεως εκείνης και το ιστορικό της υπό κρίση υποθέσεως δεν ταυτίζονται, κατά την άποψή μου υπάρχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους ούτως ώστε να εφαρμοστούν στην υπό κρίση υπόθεση το σκεπτικό και η προσέγγιση που εφάρμοσε το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη (51). Ως εκ τούτου, θα ξεκινήσω με την εξέταση των συνεπειών της εφαρμογής του κανονισμού 1 επί του πρώτου λόγου προσφυγής της Ισπανίας, πριν συνεχίσω με την εξέταση του ΚΥΚ.

75.      Συγκεκριμένα, η Ισπανία στηρίζει τον πρώτο λόγο προσφυγής της σε προβαλλόμενη παράβαση των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 1. Η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές επιτάσσει, μεταξύ άλλων, ότι τα έγγραφα που αποστέλλονται στα όργανα της Ένωσης από πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους μπορούν να συνταχθούν σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες, της επιλογής του αποστολέα, και ότι η απάντηση πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα.

76.      Στερήθηκαν πράγματι οι υποψήφιοι τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με το Κοινοβούλιο και με την EPSO και να συμπληρώσουν την αίτηση συμμετοχής σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πλην της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής;

77.      Στο πλαίσιο αυτό, το Κοινοβούλιο στηρίζεται, σε σημαντικό βαθμό, στο γεγονός ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δεν έθετε ρητούς κανόνες σχετικά με τη γλώσσα επικοινωνίας. Τούτο πράγματι είναι αληθές. Ωστόσο, η έλλειψη ρητών οδηγιών δεν σημαίνει ότι δεν υποδηλωνόταν τίποτα. Φρονώ ότι κρίσιμο είναι το τι μπορεί να συναγάγει από την πρόσκληση, στο σύνολό της, μαζί με τα λοιπά έγγραφα και τις πηγές πληροφορήσεως στις οποίες αυτή παραπέμπει, ένα συνετό άτομο στη θέση του πιθανού υποψηφίου στην επίμαχη διαδικασία επιλογής.

78.      Ας ξεκινήσουμε από το φυσιολογικό σημείο αφετηρίας, το οποίο αποτελεί η ίδια η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων. Ο πιθανός υποψήφιος θα παρατηρήσει πράγματι, κατά την ανάγνωση του κειμένου, ότι αυτή δεν περιέχει οδηγίες σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής. Θα παρατηρήσει επίσης, σε περίπτωση που εξετάζει το ενδεχόμενο να θέσει ερώτημα ή ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία, ότι στον τίτλο Χ αναγράφεται μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Κοινοβουλίου «[γ]ια κάθε επικοινωνία σχετική με τη διαδικασία».

79.      Πάντως, ο ίδιος υποψήφιος θα παρατηρήσει επίσης τη μνεία, στο δεύτερο εδάφιο του τίτλου Ι, ότι η διαδικασία επιλογής πρόκειται να διεξαχθεί «με την τεχνική υποστήριξη» της ΕΡSΟ, καθώς και την περιλαμβανόμενη στον τίτλο VI απαίτηση ότι οι υποψήφιοι οφείλουν να εγγραφούν ηλεκτρονικώς στον δικτυακό τόπο της EPSO και να ακολουθήσουν τις εκεί αναγραφόμενες οδηγίες. Αν ο υποψήφιος αυτός επισκεφτεί τον εν λόγω δικτυακό τόπο, θα διαπιστώσει ότι οι διατυπώσεις που πρέπει να τηρήσει, προκειμένου να δημιουργήσει λογαριασμό στην EPSO (άνευ του οποίου δεν μπορεί να συνεχίσει περαιτέρω), αναγράφονται μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα (52).

80.      Στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων γίνεται επίσης μνεία των οδηγιών που περιλαμβάνονται «ειδικότερα» στον οδηγό υποβολής ηλεκτρονικής αιτήσεως. Ας υποθέσουμε ότι ο υποψήφιος, ακολούθως, θα ανατρέξει στο κείμενο αυτό. Ο τίτλος 3 επιγράφεται «ηλεκτρονική αίτηση υποψηφιότητας». Αφότου παρατηρήσει την υπόδειξη ότι πρέπει να συμπληρώσει την αίτησή του στη γλώσσα που καθορίζεται στην πρόσκληση, θα συνεχίσει αναπόφευκτα την ανάγνωση, καθόσον στην υπό κρίση υπόθεση δεν καθορίσθηκε συγκεκριμένη γλώσσα. Το επόμενο σημείο στο κείμενο περιέχει την ένδειξη ότι, δεδομένου ότι το «ηλεκτρονικό περιβάλλον της αίτησης» είναι διαθέσιμο μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα (53), οι υποψήφιοι θα πρέπει να ανατρέξουν στην αποκαλούμενη από το εν λόγω κείμενο «επισκόπηση», προκειμένου να ανεύρουν οδηγίες σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ. Το κείμενο αυτό περιέχει διάφορες μεταφράσεις, από την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, όρων και εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στον οδηγό υποβολής ηλεκτρονικής αιτήσεως της EPSO. Δεν υπάρχει εκεί κάποια ένδειξη ή μνεία ότι η αίτηση μπορεί να συμπληρωθεί σε οποιαδήποτε γλώσσα· αντιθέτως, δεν θα ήταν παράλογο να συναχθεί ότι η γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η τυποποιημένη αίτηση πρέπει να είναι αυτή στην οποία η αίτηση θα πρέπει να συμπληρωθεί από τον υποψήφιο, κατά μείζονα δε λόγο επειδή η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων περιείχε προηγουμένως τη μνεία (στο μέρος Γ του τίτλου IV) ότι πρέπει να αποδειχθεί «ικανοποιητική» γνώση των γλωσσών αυτών. Εάν όμως υποτεθεί ότι ο επίμαχος υποψήφιος είναι σε εύλογο βαθμό συγκεντρωμένος και προσεκτικός, θα αντιληφθεί ότι στο σημείο 159 αναγράφεται το εξής: «η παρούσα αίτηση πρέπει να συμπληρωθεί στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα». Η ένδειξη αυτή ασφαλώς αφήνει ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας ως προς τον προβλεπόμενο τρόπο περαιτέρω χειρισμού της αιτήσεως (54). Πράγματι, το ίδιο το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε ότι αυτή ήταν η θέση την οποία εξέφρασε στην απάντηση την οποία απέστειλε σε πιθανό υποψήφιο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στις 26 Απριλίου 2016 (στην ελληνική γλώσσα) και την οποία έχει επισυνάψει στο υπόμνημά ανταπαντήσεως που κατέθεσε.

81.      Συνεχίζοντας με τη μελέτη του οδηγού υποβολής ηλεκτρονικής αιτήσεως, αλλά επανερχόμενη στο ζήτημα των επικοινωνιών εν γένει, επισημαίνω ότι ο τίτλος 5 του οδηγού περιλαμβάνει τη μνεία ότι τα ζητήματα που δεν έχουν ήδη τεθεί στον δικτυακό τόπο της EPSO μπορούν να τεθούν στην EPSO από τους υποψηφίους, με το να ανατρέξουν αυτοί στην ενότητα «Επικοινωνία» στον δικτυακό της τόπο. Επιλέγοντας τον σύνδεσμο «Επικοινωνία» στον οδηγό, οι υποψήφιοι μεταφέρονται σε έναν δικτυακό τόπο όπου παρατίθενται διάφορες συχνές ερωτήσεις («FAQs»). Συγκεκριμένα, μεταφέρονται σε δύο, όπως φαίνεται, σειρές από FAQs και στο τέλος της δεύτερης σειράς τούς ζητείται να δηλώσουν αν βρήκαν απάντηση. Αν επιλεγεί η απάντηση «όχι», εμφανίζεται μια περαιτέρω σελίδα στην οθόνη, στην οποία αναγράφεται ότι οι υποψήφιοι που έχουν ειδικές ερωτήσεις μπορούν να τις υποβάλουν απευθείας στην EPSO. Τότε εμφανίζεται μια ηλεκτρονική φόρμα προς συμπλήρωση, όπου στους υποψηφίους υποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, να επιλέξουν, μεταξύ των επισήμων γλωσσών, όλες τις γλώσσες στις οποίες επιθυμούν να λάβουν απάντηση. Οι υποψήφιοι οφείλουν να επιλέξουν τουλάχιστον δύο γλώσσες.

82.      Βάσει των προεκτεθέντων, συνάγω, πρώτον, ότι οι υποψήφιοι εύλογα μπορούσαν να σχηματίσουν την άποψη ότι είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με την EPSO στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους, αλλά ότι δεν μπορούσε να διασφαλιστεί ότι θα ελάμβαναν απάντηση στη γλώσσα αυτή. Δεύτερον, κατόπιν μελέτης της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων και των εγγράφων στα οποία αυτή παραπέμπει, μπορούσαν να συναγάγουν ότι έπρεπε να συμπληρώσουν την αίτηση στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα και όχι σε κάποια άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το επιχείρημα του Κοινοβουλίου συναφώς ότι ορισμένοι υποψήφιοι υπέβαλαν πράγματι την αίτηση σε γλώσσα διαφορετική από τις εν λόγω τρεις γλώσσες δεν είναι, κατά την άποψή μου, λυσιτελές. Όπως ορθώς επισημαίνει η Ισπανία, άλλοι πιθανοί υποψήφιοι μπορεί είτε να αποθαρρύνθηκαν εντελώς από το να υποβάλουν αίτηση είτε να το έπραξαν με λιγότερο αποτελεσματικό τρόπο, καθόσον η συγκεκριμένη γλώσσα δεν τους παρέσχε τη δυνατότητα να εκφραστούν στον ίδιο βαθμό ευχέρειας όπως θα το έπρατταν στη μητρική τους γλώσσα.

83.      Επομένως, συνάγω ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων αντέβαινε στα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 1 όσον αφορά τις γλώσσες στις οποίες οι υποψήφιοι μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την EPSO και όσον αφορά τη γλώσσα στην οποία έπρεπε να συμπληρωθεί η αίτηση.

84.      Μπορεί ταυτοχρόνως να θεωρηθεί ότι υπήρξε επίσης παράβαση του ΚΥΚ;

85.      Η Ισπανία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι ο περιορισμός είναι αδικαιολόγητος και ότι όσοι έχουν ως μητρική γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική πρέπει να θεωρηθεί ότι περιήλθαν σε πλεονεκτική θέση. Συγκεκριμένα, είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια να περιγράψουν τα θετικά τους στοιχεία και ήταν λιγότερο πιθανό να περιλάβουν ανακριβείς πληροφορίες. Επιπλέον, ο περιορισμός είναι δυσανάλογος, καθόσον i) το μοναδικό στάδιο της διαδικασίας επιλογής στηριζόταν στις γραπτές πληροφορίες που παρέχονταν μέσω της αιτήσεως και ii) η τυχόν παροχή ανακριβών πληροφοριών μπορούσε να επισύρει αποκλεισμό.

86.      Το Κοινοβούλιο δεν απαντά λεπτομερώς στα επιχειρήματα της Ισπανίας καθόσον θεωρεί ότι ο προβαλλόμενος από το εν λόγω κράτος μέλος περιορισμός δεν υπήρξε στην πραγματικότητα.

87.      Χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν εκ νέου από την απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής (55). Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο εξέτασε, επιπλέον των ζητημάτων που προεκτέθηκαν στα σημεία 71 και 72 των παρουσών προτάσεων, αν η μη δημοσίευση της προκηρύξεως γενικού διαγωνισμού σε όλες τις επίσημες γλώσσες ενείχε δυσμενή διάκριση. Έκρινε ότι οι υποψήφιοι των οποίων η μητρική γλώσσα δεν ήταν μία από τις γλώσσες στις οποίες δημοσιεύθηκε πλήρως η προκήρυξη (56) βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους υποψηφίους που είχαν ως μητρική τους γλώσσα μία από τις εν λόγω γλώσσες και ότι η μειονεκτική αυτή θέση ήταν απόρροια της διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω γλώσσας, την οποία απαγορεύουν το άρθρο 21 του Χάρτη και το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (57). Ακολούθως, επισήμανε ότι κάθε περιορισμός απαιτείται να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Δεδομένου ότι η προβληθείσα από την Επιτροπή δικαιολόγηση στην εν λόγω υπόθεση δεν φαινόταν να στοιχειοθετείται στην πράξη, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αναλογική και, επομένως, ενείχε διάκριση λόγω γλώσσας, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 1δ του ΚΥΚ (58).

88.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο δεν επικαλέστηκε θεμιτό σκοπό ή δικαιολόγηση σημαίνει ότι δεν έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμοί επί των οποίων αυτό θα μπορέσει να αποφανθεί. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, είναι σαφές ότι, για τους λόγους που προέβαλε η Ισπανία, οι υποψήφιοι των οποίων η μητρική γλώσσα δεν ήταν η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους υποψηφίους που ήσαν σε θέση να εκφρασθούν χωρίς δυσκολία σε μία από τις γλώσσες αυτές. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας επιλογής η οποία, όπως προβλεπόταν από την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, στηριζόταν αποκλειστικώς στις λεπτομερείς απαντήσεις των υποψηφίων στις ερωτήσεις που περιλαμβάνονταν στην αίτηση, με την παραμικρή ψευδή δήλωση στην αίτηση να μπορεί να επισύρει αποκλεισμό (59). Επομένως, υπήρξε διάκριση λόγω γλώσσας –και, ως εκ τούτου, παράβαση του άρθρου 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ– όσον αφορά τους υποψηφίους ή πιθανούς υποψηφίους των οποίων η μητρική γλώσσα δεν καταλεγόταν στις τρεις «προτιμώμενες» κατηγορίες.

89.      Εφόσον εξέφρασα την άποψη ότι ο πρώτος λόγος προσφυγής της Ισπανίας πρέπει να γίνει δεκτός για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν είναι απολύτως αναγκαίο να εξεταστεί, εν συνεχεία, το ευρύτερο ζήτημα της συσχετίσεως του κανονισμού 1 με τον ΚΥΚ. Όπως επισημάνθηκε, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (60), ρητώς απέφυγε να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος (61). Εντούτοις, χάριν πληρότητας, θα εξετάσω το ζήτημα αυτό εν συντομία.

90.      Επισημαίνω αρχικώς ότι, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[ε]λλείψει ειδικών κανονιστικών διατάξεων που να ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό, και ελλείψει συναφών διατάξεων στους εσωτερικούς κανονισμούς των θεσμικών οργάνων για τα οποία εκδόθηκαν οι επίδικες προκηρύξεις, από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ των εν λόγω θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού τους εξαιρούνται εντελώς από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1[…]». Αμέσως ακολούθως, έκρινε επίσης ότι «[τ]ο ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υποψηφίων σε γενικό διαγωνισμό οι οποίοι καταρχήν δεν είναι υπάλληλοι ούτε ανήκουν στο λοιπό προσωπικό» (62).

91.      Επισημαίνω, εν συνεχεία, ότι από την ανάλυση της γραμματικής διατυπώσεως του ΚΥΚ, ο οποίος ορίζει στο άρθρο του 1 ότι εφαρμόζεται στους «υπαλλήλους της Ένωσης» και στο άρθρο του 1α ότι με τον εν λόγω όρο νοείται «κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί […] σε μόνιμη θέση», προκύπτει, σε πρώτη ανάγνωση, ότι ο ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή στους υποψηφίους για θέση μονίμου υπαλλήλου. Ομοίως, το άρθρο 1 του ΚΛΠ ορίζει ότι το εν λόγω καθεστώς εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στους «συμβασιούχου[ς] υπαλλήλου[ς]», ο οποίος όρος έχει, κατά τον ορισμό του άρθρου 3α, την εξής έννοια: «υπάλληλοι […] οι οποίοι προσλαμβάνονται [από το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο] για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο».

92.      Τέλος, επισημαίνω ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1 συγκεκριμενοποιείται με το άρθρο 24 ΣΛΕΕ. Η τελευταία διάταξη είναι διατυπωμένη με ευρύ και απεριόριστο τρόπο. Κατά συνέπεια, το άρθρο 2 δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να ερμηνεύεται στενά ή συσταλτικά.

93.      Όλα τα ανωτέρω στοιχεία φαίνεται να συνηγορούν κατά της ερμηνείας του κανονισμού 1 υπό την έννοια ότι πρέπει, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, να υποχωρεί αμέσως έναντι της εφαρμογής του ΚΥΚ. Αντιθέτως, τα στοιχεία αυτά φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας ότι ο πρωταρχικός σκοπός του ΚΥΚ είναι να μη διέπει τις σχέσεις μεταξύ των οργάνων και των υποψηφίων για θέση μονίμου υπαλλήλου.

94.      Εντούτοις, είναι επίσης σαφές ότι ο ΚΥΚ έχει εν μέρει εφαρμογή επί των υποψηφίων αυτών. Συγκεκριμένα, επί παραδείγματι, το κεφάλαιο 1 του τίτλου ΙΙΙ, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 27 και 28, επιγράφεται «Πρόσληψη» και το παράρτημα ΙΙΙ «Διαδικασία διαγωνισμών». Σε κάθε ένα εξ αυτών περιλαμβάνονται λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τα εκεί ρυθμιζόμενα ζητήματα. Ορισμένες, σε πολύ γενικές γραμμές αντίστοιχες, καίτοι διατυπωμένες με πιο γενικό τρόπο, διατάξεις που αφορούν τον τρόπο προσλήψεως συμβασιούχων υπαλλήλων περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 3 του ΚΛΠ, το οποίο επιγράφεται «Όροι προσλήψεως». Καίτοι ουδεμία από τις εν λόγω δέσμες διατάξεων εκτείνεται στις γλωσσικές απαιτήσεις, γεγονός παραμένει ότι ο κανονισμός 1 και ο ΚΥΚ μπορούν, επομένως, να επικαλύπτονται ενίοτε.

95.      Η επικάλυψη αυτή αξίζει να διερευνηθεί κατά τι αναλυτικότερα. Εν πρώτοις, ο κανονισμός 1 δεν παύει εντελώς, κατά την άποψή μου, να έχει εφαρμογή επί όσων διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι ή ως μέλη του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τον διορισμό τους στη θέση αυτή. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι τα άρθρα 2 και 3 συνεχίζουν να έχουν εφαρμογή περαιτέρω στις επικοινωνίες που προέρχονται από –και απευθύνονται προς– τα άτομα αυτά ως ιδιώτες. Ομοίως, οι εσωτερικοί κανονισμοί που εκδίδει ένα όργανο της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού είναι δυνατόν να έχουν αντίκτυπο στα άτομα αυτά μετά τον διορισμό τους.

96.      Ωστόσο, το άρθρο 2 του κανονισμού 1 απλώς δεν θα έχει εφαρμογή στις επικοινωνίες μεταξύ ενός ατόμου που ενεργεί υπό την επαγγελματική του ιδιότητα και ενός οργάνου, αφότου το άτομο αυτό αναλάβει τα καθήκοντά του ως υπαλλήλου ή ως μέλους του λοιπού προσωπικού του οργάνου. Επί των επικοινωνιών αυτών θα εφαρμόζεται ο ΚΥΚ, καθόσον αυτός είναι κρίσιμος ή εφαρμοστέος.

97.      Μπορεί να θεωρηθεί, όπως υποστηρίχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο ΚΥΚ μπορεί στην πραγματικότητα να εφαρμοστεί, κατ’ αποκλεισμόν του κανονισμού 1, σε προγενέστερο χρονικό σημείο, ήτοι κατά την ημερομηνία υποβολής από τον ενδιαφερόμενο της αιτήσεώς του με την οποία ζητεί να προσληφθεί ως υπάλληλος ή ως μέλος του προσωπικού;

98.      Φρονώ ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.

99.      Είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο σκοπός του άρθρου 2 του κανονισμού 1. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στα έγγραφα, ήτοι στις γραπτές μορφές επικοινωνίας, και όχι, επί παραδείγματι, στις τηλεφωνικές κλήσεις ή σε άλλες μορφές προφορικής επικοινωνίας. Λόγω της ιδιαίτερης φύσεώς τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι γραπτές μορφές επικοινωνίας πρέπει να θεωρούνται ιδιαιτέρως σημαντικές για το άτομο που τις χρησιμοποιεί. Επομένως, η νοηματική σαφήνεια είναι πολύ σημαντική. Από τη σκοπιά αυτή, η δυνατότητα του ατόμου να επικοινωνεί στη δική του γλώσσα είναι υψίστης σημασίας. Δεδομένου ότι οι υποψήφιοι κάλλιστα μπορεί να έχουν ζητήματα τα οποία επιθυμούν να θέσουν ή ερωτήσεις τις οποίες επιθυμούν να υποβάλουν σε γραπτή μορφή ακόμη και μετά την υποβολή της αιτήσεώς τους, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην μπορούν να απολαύουν τα οφέλη που παρέχει το άρθρο 2 ακόμη και μετά το χρονικό σημείο αυτό και μέχρι την έναρξη των καθηκόντων τους.

100. Φρονώ δε ότι η ανωτέρω ερμηνεία θα ευσταθεί κατά μείζονα λόγο αν το Δικαστήριο δεχθεί την πρότασή μου ότι το «ικανοποιητικό» επίπεδο γνώσεων μιας δεύτερης γλώσσας για τους οδηγούς πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί στο επίπεδο Α2 και όχι στο Β2, όπως προβλέπεται στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων (63). Πάντως, πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν θεωρώ το εν λόγω ζήτημα καθοριστικής σημασίας για την υπό κρίση υπόθεση.

101. Γενικότερα, επισημαίνω ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ζήτημα της επικαλύψεως μεταξύ του κανονισμού 1 και του ΚΥΚ μπορεί να είναι μικρής, αν όχι μηδαμινής, σημασίας. Είτε δεν θα υπάρχει, στην πραγματικότητα, επικάλυψη είτε το βασικό νόημα των κρίσιμων διατάξεων θα είναι το ίδιο σε αμφότερες τις κανονιστικές πράξεις. Σε άλλες περιπτώσεις, η εφαρμογή των δύο πλεγμάτων κανόνων δικαίου μπορεί να οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, καίτοι μέσω διαφορετικής διαδρομής. Τέτοια περίπτωση υπήρχε στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (64) και, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, ίδια περίπτωση διατείνομαι ότι υπάρχει εν προκειμένω (65).

102. Ποια είναι όμως η δέουσα λύση σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των δύο; Στις περιπτώσεις αυτές, διατείνομαι ότι, λαμβανομένης υπόψη της σαφούς επισημάνσεως του Δικαστηρίου, στην ως άνω υπόθεση, ότι ο κανονισμός 1 εφαρμόζεται κατά κανόνα στους υποψηφίους διαγωνισμών και, κατ’ επέκταση, στις διαδικασίες επιλογής (66), θα είναι αναγκαίο, κατ’ αρχάς, να επιδιώκεται, κατά το δυνατόν, η ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του ΚΥΚ υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού του κανονισμού 1, προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο από την εν λόγω πράξη αποτέλεσμα. Σε περίπτωση που τούτο δεν είναι δυνατόν, φρονώ ότι θα πρέπει να προκρίνεται η διάταξη που εμφανίζει τον στενότερο και πιο πραγματικό σύνδεσμο με την επίμαχη περίπτωση. Στις περιπτώσεις που ο ΚΥΚ καθιερώνει ειδικό καθεστώς που προορίζεται να διέπει συγκεκριμένη πτυχή της σχέσεως μεταξύ του επίμαχου οργάνου και ενός υποψηφίου για θέση υπαλλήλου, θα υπερισχύουν οι όροι του καθεστώτος αυτού (67).

103. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, έχω την άποψη ότι ο πρώτος λόγος προσφυγής της Ισπανίας πρέπει να γίνει δεκτός.

 Επί του δευτέρου λόγου προσφυγής: παράβαση του άρθρου 82 του ΚΛΠ λόγω της απαιτήσεως ότι οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν «ικανοποιητική» γνώση μιας περαιτέρω επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή, επικουρικώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να απαιτούνται, στο πλαίσιο αυτό, γνώσεις επιπέδου Β2

104. Ο ανωτέρω λόγος προσφυγής αφορά πρωτίστως την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ, το οποίο ορίζει ότι οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνον εάν προσκομίζουν αποδείξεις ότι διαθέτουν εις βάθος γνώσεις μιας από τις επίσημες γλώσσες και «ικανοποιητική γνώση» μιας άλλης γλώσσας «στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του[ς]».

105. Ο ανωτέρω λόγος προσφυγής μπορεί να διακριθεί, για πρακτικούς λόγους, σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η Ισπανία υποστηρίζει ότι το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, δεν έχει την έννοια ότι σε κάθε περίπτωση απαιτείται δεύτερη γλώσσα. Με το δεύτερο σκέλος, η Ισπανία φαίνεται να διατείνεται ότι, ακόμη και αν η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί σε κάθε περίπτωση δεύτερη γλώσσα ή αν συναχθεί ότι απαιτείται δεύτερη γλώσσα στην περίπτωση της υπό κρίση διαδικασίας επιλογής, δεν ήταν αναγκαίο να απαιτηθούν γνώσεις επιπέδου Β2. Ένα κατώτερο επίπεδο θα ήταν πιο κατάλληλο.

106. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου προσφυγής, η θέση που υποστηρίζεται από την Ισπανία είναι ότι στο άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο ε,ʹ πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι η φράση «στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του» έχει την έννοια ότι η ανάγκη για δεύτερη γλώσσα γεννάται μόνο στον βαθμό που η γνώση τέτοιας γλώσσας είναι αναγκαία για την επίμαχη θέση. Διατείνεται δε ότι τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον τα κύρια καθήκοντα των επιτυχόντων αφορούν την οδήγηση. Επίσης εφιστά την προσοχή στην περιλαμβανόμενη στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων (68) μνεία περί γνώσεων επιπέδου A2 μιας γλώσσας διαφορετικής από την πρώτη και τη δεύτερη γλώσσα που δηλώθηκαν από τους υποψηφίους στην αίτησή τους, πράγμα που καθιστά, κατά την άποψή της, περιττές τις γνώσεις επιπέδου Β2 της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας.

107. Το Κοινοβούλιο απαντά αντιτείνοντας ότι η Ισπανία ερμηνεύει εσφαλμένα το άρθρο 82, παράγραφος 3, και ότι πράγματι απαιτείται η γνώση δεύτερης γλώσσας.

108. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η γραμματική διατύπωση του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ (που έχει εφαρμογή για τον διορισμό μόνιμων υπαλλήλων), του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ (που έχει εφαρμογή επί των εκτάκτων υπαλλήλων) και του άρθρου 82, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ (που έχει εφαρμογή επί των συμβασιούχων υπαλλήλων) είναι πανομοιότυπη. Καίτοι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είχαν την ευχέρεια να επιλέξουν κατώτερο ή διαφορετικό επίπεδο για οποιαδήποτε από τις δύο τελευταίες κατηγορίες, απλώς επέλεξαν να μην το πράξουν.

109. Είναι μεν αληθές ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των γλωσσικών απαιτήσεων που τίθενται για την πρώτη κατηγορία και εκείνων που τίθενται για τις δύο τελευταίες κατηγορίες, καθόσον το άρθρο 45, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το οποίο αφορά μόνο τους μόνιμους υπαλλήλους, ορίζει ότι «[ο]ι υπάλληλοι υποχρεούνται να αποδεικνύουν, πριν από την πρώτη μετά την πρόσληψη προαγωγή τους την ικανότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ]».

110. Ωστόσο, φρονώ ότι η εν λόγω επιπλέον διάταξη δεν έχει την έννοια ότι οι διατάξεις σχετικά με τις γλωσσικές γνώσεις κατά την πρόσληψη πρέπει να ερμηνεύονται διαφορετικά όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και όσον αφορά το λοιπό προσωπικό. Αντιθέτως, αντιλαμβάνομαι ότι η διάταξη αυτή ενισχύει τον κανόνα ότι όλοι όσοι προσλαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα πρέπει, κατά την ακολουθούμενη πολιτική, να διαθέτουν γνώσεις τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών. Το άρθρο 45, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν μπορεί, εξ ορισμού, να εφαρμοστεί στο λοιπό προσωπικό, καθόσον οι κανόνες για τις προαγωγές δεν έχουν εφαρμογή στο προσωπικό αυτό.

111. Από τα ανωτέρω έπεται, κατά την άποψή μου, ότι το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ έχει την έννοια ότι όλοι οι υποψήφιοι προς πρόσληψη από τα θεσμικά όργανα ως μέλη του λοιπού προσωπικού απαιτείται να προσκομίζουν αποδείξεις ότι γνωρίζουν τουλάχιστον δύο επίσημες γλώσσες. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαίτηση γνώσεων δεύτερης γλώσσας εφαρμόζεται μόνον εφόσον μπορεί να καταδειχθεί ότι οι γνώσεις αυτές είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων του υποψηφίου. Επομένως, το σχετικό επιχείρημα της Ισπανίας είναι απορριπτέο.

112. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Ισπανίας σχετικά με την περιλαμβανόμενη στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων μνεία περί γνώσεων επιπέδου A2 μιας περαιτέρω επίσημης γλώσσας, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ποιο είναι το ακριβές επιχείρημα του εν λόγω κράτους μέλους. Τείνω, πάντως, να συμφωνήσω με το Κοινοβούλιο, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσκλήσεως, στην οποία απλώς αναγράφεται ότι οι υποψήφιοι που έχουν γνώσεις επιπέδου Α2 μιας ή περισσότερων περαιτέρω επίσημων γλωσσών μπορεί να εξετασθούν στη γλώσσα αυτή. Δεν πρόκειται για απόπειρα εισαγωγής ενός επιπλέον στοιχείου σχετικού με τις γλωσσικές απαιτήσεις, το οποίο θα πρέπει να διαθέτει κάθε υποψήφιος.

113. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, έχω την άποψη ότι το πρώτο σκέλος του ως άνω λόγου προσφυγής δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

114. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ανωτέρω λόγου προσφυγής, η Ισπανία υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι απαιτούνται γνώσεις δεύτερης επίσημης γλώσσας, ο καθορισμός του επιπέδου Β2 είναι αυθαίρετος και δεν δικαιολογείται. Λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που θα κληθούν να εκτελέσουν οι οδηγοί όταν προσληφθούν, όπως αυτά προκύπτουν από τον κατάλογο που παρατίθεται στον τίτλο ΙΙ της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, η δικαιολόγηση με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να είναι αντικειμενικώς βάσιμη. Επισημαίνω, εν προκειμένω, ότι τα καθήκοντα που απαριθμούνται στο άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΚΛΠ όσον αφορά τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται στην ομάδα καθηκόντων Ι διαφέρουν πολύ από εκείνα που αφορούν τις λοιπές ομάδες καθηκόντων.

115. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το επίπεδο Β2 είναι το επίπεδο που, κατά παράδοση, θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε «ικανοποιητικές γνώσεις» και ακριβώς αυτό είναι που χρησιμοποιείται στους διαγωνισμούς και σε άλλες μορφές διαδικασιών επιλογής. Επιπλέον, το εν λόγω επίπεδο είναι αναλογικό με τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθόσον τα καθήκοντα των επιτυχόντων δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζονται στα απαριθμούμενα στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων (69), δεδομένου ότι ο εκεί παρατιθέμενος κατάλογος είναι ενδεικτικός και όχι εξαντλητικός.

116. Σημείο αφετηρίας της αναλύσεως του εν λόγω σκέλους του λόγου προσφυγής πρέπει να αποτελέσει η ορθή ερμηνεία που προσήκει στη φράση «ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας της Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ.

117. Κατά το μέρος που το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι το επίπεδο Β2 πρέπει να γίνει δεκτό (ουσιαστικώς) άνευ ετέρου, για τον λόγο ότι το επίπεδο Β2 αντιστοιχεί στην –όπως το θέτει επακριβώς– «παραδοσιακή» ερμηνεία που προσήκει στον όρο «ικανοποιητική», φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο.

118. Πρώτον, δίδοντας έμφαση σε μια λέξη («ικανοποιητική»), το Κοινοβούλιο δεν λαμβάνει υπόψη το υπόλοιπο σκέλος της διατάξεως, κατά το οποίο ο υποψήφιος πρέπει να αποδείξει τη γνώση αυτή «στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του». Τα καθήκοντα τα οποία θα κληθούν να εκτελέσουν οι επιτυχόντες μιας διαδικασίας επιλογής μπορεί να είναι πολύ διαφορετικής φύσεως από εκείνα που προβλέπονται σε άλλη διαδικασία επιλογής. Επομένως, κατά λογική ακολουθία, η απαίτηση δεν μπορεί να είναι η ίδια σε κάθε περίπτωση.

119. Δεύτερον, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου θα ήταν πιο πειστικό αν η λέξη «ικανοποιητική» συνδεόταν κατά κάποιον τρόπο με τις κατηγορίες που προβλέπονται στο Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες(70) Δεν συνδέεται όμως. Το εν λόγω σύστημα διακρίνει τα επίπεδα γνώσεων σε τρεις βασικές κατηγορίες, ήτοι αυτήν του «αρχάριου χρήστη» (επίπεδο Α), αυτήν του «ανεξάρτητου χρήστη» (επίπεδο Β) και αυτήν του «αυτάρκους χρήστη» (επίπεδο C). Τα επίπεδα αυτά απηχούν αντικειμενικές εκτιμήσεις. Ο όρος «ικανοποιητική» αποτελεί, αντιθέτως, υποκειμενική εκτίμηση. Επομένως, προκειμένου να αποκτήσει συγκεκριμένη σημασία, θα πρέπει να συσχετισθεί με ορισμένη νομική πράξη, η οποία θα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως. Κατά τη δική μου αντίληψη, ως τέτοιο μέτρο αξιολογήσεως μπορούν να λειτουργήσουν οι ανάγκες της επίμαχης θέσεως. Η εφαρμογή ενός ενιαίου κριτηρίου είναι εντελώς ακατάλληλη στο πλαίσιο αυτό.

120. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Κοινοβουλίου ότι η απαίτηση γνώσεων επιπέδου Β2 μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογηθεί από το συμφέρον της υπηρεσίας, είναι βεβαίως αληθές ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι το εν λόγω συμφέρον μπορεί να δικαιολογήσει καταστάσεις που διαφορετικά θα ενείχαν διάκριση λόγω γλώσσας. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ταυτοχρόνως ότι το επίμαχο συμφέρον πρέπει να μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς, το δε απαιτούμενο επίπεδο γνώσεως της γλώσσας πρέπει να τελεί σε αναλογία με τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας (71). Ως προς το τελευταίο ζήτημα, έκρινε ότι η τυχόν διαφορετική μεταχείριση δεν πρέπει να βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν σε στάθμιση μεταξύ του θεμιτού σκοπού που δικαιολογεί τον επίμαχο περιορισμό και του σκοπού να βρεθούν οι ικανότεροι υποψήφιοι (72).

121. Όσον αφορά το ζήτημα αν υφίσταται θεμιτός σκοπός, έχω ήδη συναγάγει ότι οι υποψήφιοι οφείλουν να προσκομίζουν αποδείξεις ότι διαθέτουν γνώσεις μιας δεύτερης επίσημης γλώσσας (73). Φρονώ ότι δεν είναι δυσανάλογο να επιδιώκεται η αξιολόγηση των γνώσεων αυτών με γνώμονα ένα αποδεκτό μέσο αξιολογήσεως. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι το απαιτούμενο επίπεδο γνώσεων είναι αφ’ εαυτού αναλογικό και φρονώ ότι το Κοινοβούλιο φέρει το βάρος να προσκομίσει αποδείξεις προς στήριξη του επιχειρήματός του ότι το επίπεδο Β2 μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο. Όπως ορθώς επισημαίνει η Ισπανία, τα κύρια καθήκοντα των επιτυχόντων, στο πλαίσιο αυτό, αφορούν την οδήγηση, ήτοι απαιτείται από αυτούς να είναι ειδικευμένοι, επαγγελματίες οδηγοί. Εύλογα μπορεί να επισημανθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι το να απαιτείται επιπλέον από τους εν λόγω υποψηφίους να έχουν αφιερώσει μεγάλο αριθμό ωρών για την απόκτηση γλωσσικών δεξιοτήτων επιπέδου Β2, που μπορεί να είναι υπερτριπλάσιες από τις ώρες που απαιτήθηκαν για την επαγγελματική τους εκπαίδευση ως οδηγών (74), μπορεί να φανεί, για να το θέσω κομψά, υπερβολικό. Επιπλέον, το να απαιτείται από ένα άτομο, το οποίο, όταν προσληφθεί από το θεσμικό όργανο, θα αμείβεται στο επίπεδο της ομάδας καθηκόντων I (75), να υποβληθεί σε δαπάνες για τα μαθήματα γλώσσας που απαιτούνται για την απόκτηση γλωσσικών γνώσεων επιπέδου B2 μπορεί να υποστηριχθεί ότι χρήζει ειδικής δικαιολογήσεως.

122. Οπότε τι καθήκοντα πρέπει να αναμένεται ότι θα εκτελούν οι υπό πρόσληψη οδηγοί; Στον κατάλογο που παρατίθεται στον τίτλο ΙΙ της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων δίδεται έμφαση, όχι παραλόγως, στις πτυχές της θέσεως εργασίας που αφορούν την οδήγηση ή αφορούν καθήκοντα πολύ παραπλήσια με την οδήγηση. Ορισμένα, όπως η μεταφορά αντικειμένων, εγγράφων και αλληλογραφίας και η φόρτωση και εκφόρτωση οχημάτων, πρέπει να θεωρηθεί ότι προϋποθέτουν ελάχιστη ή και μηδαμινή ανθρώπινη επαφή (76). Άλλα καθήκοντα, όπως η μεταφορά προσωπικοτήτων, καθώς και μόνιμων ή άλλων υπαλλήλων, και η μεταφορά επισκεπτών μπορεί να αναμένεται ότι απαιτούν ορισμένη ικανότητα επικοινωνίας. Πρέπει να επισημανθεί ότι τα εν λόγω καθήκοντα προορίζονται να εκτελεστούν «κυρίως στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο και στο Στρασβούργο, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες».

123. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, προκειμένου να γίνουν πλήρως αντιληπτά τα σχετικά καθήκοντα, δεν αρκεί μόνο η στήριξη στον κατάλογο καθηκόντων που παρατίθεται στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων. Ο εν λόγω κατάλογος ήταν απλώς ενδεικτικός. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν να απαιτείται από τους οδηγούς να καλωσορίζουν τους επιβάτες τους και να απαντούν σε ερωτήσεις τους. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να κατανοούν τις οδηγίες που τους παρέχονται από τους προϊσταμένους τους και να επικοινωνούν με διάφορες εξωτερικές αρχές, όπως με αστυνομικούς και τελωνειακούς υπαλλήλους.

124. Κρίνω σκόπιμες δύο επισημάνσεις στο πλαίσιο αυτό. Πρώτον, εφόσον το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων είναι ουσιώδους σημασίας, εύλογα θα πρέπει να το δηλώσει κατά την κατάρτιση του οικείου καταλόγου, όπως εν προκειμένω του παρατιθέμενου στον τίτλο ΙΙ της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων. Το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να αρκεστεί να επισημαίνει ότι, εφόσον ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός, είναι φυσιολογικό να αναμένεται από τους υποψηφίους ότι θα εκτελούν άλλα καθήκοντα. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να μπορούν να στηριχθούν στις πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε μια πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, όταν λαμβάνουν την απόφασή τους ως προς το αν θα υποβάλουν αίτηση συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής όπως η επίμαχη (77).

125. Εξίσου όμως μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κατάλογος –του οποίου προηγείτο η λέξη «[ε]νδεικτικά»– δεν ήταν δυνατόν να προσδιορίζει κάθε επιμέρους πτυχή των καθηκόντων που απαριθμούσε. Οι υποψήφιοι έπρεπε να αντιληφθούν ότι ενδέχεται να υπάρξουν και άλλα καθήκοντα επικουρικής φύσεως σε σχέση με τα απαριθμούμενα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι φυσιολογικό, επί παραδείγματι, να αναμένεται από τον οδηγό να είναι σε θέση, κατά τη μεταφορά των επιβατών, να επικοινωνεί μαζί τους και επίσης να είναι σε θέση να συνεννοηθεί με τον αστυνομικό υπάλληλο που σταματά το αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής. Το ζήτημα που τίθεται, στην περίπτωση αυτή, είναι ποιο επίπεδο γλωσσικών γνώσεων μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί για τους σκοπούς αυτούς.

126. Όσον αφορά τις εσωτερικές επικοινωνίες, από την περιγραφή των καθηκόντων που αναλογούν στην ομάδα καθηκόντων Ι, όπως αυτά απαριθμούνται στο άρθρο 80 του ΚΛΠ, είναι δυνατόν να συναχθεί συμπέρασμα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αναμένεται από τα μέλη της εν λόγω ομάδας καθηκόντων να εκτελούν τις εργασίες που αναλογούν στη θέση που κατέχουν εντός της διοικήσεως. Τα καθήκοντα αυτά συνίστανται σε «[ε]ργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων». Με βάση τα δεδομένα αυτά, είναι σχεδόν αδύνατον να θεωρηθεί ότι το επίπεδο Β2 –«μπορεί να κατανοεί το ουσιαστικό περιεχόμενο συγκεκριμένων ή αφηρημένων θεμάτων ενός πολύπλοκου κειμένου […]»– είναι αντικειμενικώς αναγκαίο για τέτοιες δραστηριότητες. Το επίπεδο Α2 –«μπορεί να κατανοεί μεμονωμένες λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται συχνά για καθημερινά και οικεία θέματα […]»– είναι πιθανότερο να αποτελεί κατάλληλο μέτρο αξιολογήσεως.

127. Όσον αφορά τις επικοινωνίες με εξωτερικούς παράγοντες, όπως τους προμνησθέντες στο σημείο 122 των παρουσών προτάσεων επιβάτες και αστυνομικούς και τελωνειακούς υπαλλήλους, αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι κρίσιμο, όσον αφορά την αναλογικότητα, είναι το ζήτημα αν η επίμαχη απαίτηση είναι πρόσφορη και αναγκαία. Καίτοι μπορεί να υπάρχουν στιγμές, κατά τη διάρκεια της εργασίας των οδηγών, που το επίπεδο Β2 –ή μάλιστα και ανώτερο επίπεδο, αν το αντικείμενο της επικοινωνίας είναι ιδιαιτέρως σύνθετο– μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο στην πράξη, τούτο δεν σημαίνει ότι το εν λόγω επίπεδο είναι «αναγκαίο». Επομένως, φρονώ ότι το επίπεδο Α2 είναι εξίσου δυνατόν να αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο επίπεδο στο πλαίσιο αυτό.

128. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, έχω την άποψη ότι το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου προσφυγής της Ισπανίας πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου λόγου προσφυγής: παράβαση των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1, του άρθρου 22 του Χάρτη, του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ, και του άρθρου 82 του ΚΛΠ λόγω του περιορισμού της επιλογής δεύτερης γλώσσας, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής, σε τρεις μόνο γλώσσες (τρίτος λόγος προσφυγής) και λόγω του περιορισμού της επιλογής δεύτερης γλώσσας στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα (τέταρτος λόγος προσφυγής)

129. Με τους δύο αυτούς λόγους προσφυγής, οι οποίοι ενδείκνυται να συνεξετασθούν, η Ισπανία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι είναι νομικώς αβάσιμος ο περιορισμός της επιλογής δεύτερης γλώσσας, στο πλαίσιο της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, σε τρεις γλώσσες και ότι, σε κάθε περίπτωση, η επιβολή της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας είναι αυθαίρετη. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι δεν υφίσταται θεμιτός σκοπός που να δικαιολογεί τέτοιον περιορισμό· ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται τέτοιος σκοπός, η εν λόγω απαίτηση δεν ήταν αναλογική και δεν ελήφθη υπόψη η ανάγκη να επιλεγούν οι υποψήφιοι με τον υψηλότερο βαθμό ικανοτήτων.

130. Το Κοινοβούλιο, καίτοι δέχεται ότι κάθε επιχείρημα που στηρίζεται στο συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένο και αναλογικό, ισχυρίζεται ότι η ανάγκη να μπορούν οι υποψήφιοι να είναι αμέσως λειτουργικοί πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί τέτοια δικαιολόγηση. Δεδομένου ότι, όπως ρητώς αναγράφεται στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική αποτελούν τις ευρύτερα χρησιμοποιούμενες γλώσσες στο Κοινοβούλιο, τόσο για εσωτερικές και εξωτερικές επικοινωνίες όσο και για τον χειρισμό υποθέσεων, η απαίτηση αυτή δικαιολογείται με βάση τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται στο μέρος Γ του τίτλου IV. Πραγματοποιήθηκε στάθμιση μεταξύ του συμφέροντος της υπηρεσίας και των αναγκών και δεξιοτήτων των υποψηφίων, καθόσον ήταν αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι υποψήφιοι γνώριζαν επαρκώς τουλάχιστον μία από τις γλώσσες αυτές. Η ανάγκη να μπορούν οι υποψήφιοι να είναι αμέσως λειτουργικοί είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη στην περίπτωση των συμβασιούχων υπαλλήλων, δεδομένου ότι αυτοί προσλαμβάνονται για περιορισμένο μόνο χρόνο.

131. Η Ισπανία στηρίζει τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο προσφυγής της i) στον κανονισμό 1, ii) στον Χάρτη και iii) στον ΚΥΚ και στο ΚΛΠ. Στον πυρήνα των ισχυρισμών της Ισπανίας βρίσκεται η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας. Η δυσμενής αυτή διάκριση, εφόσον διαπιστωθεί ότι υφίσταται, θα απορρέει από σειρά απαιτήσεων που συνδέονται με το καθεστώς που θα έχουν οι υποψήφιοι ως συμβασιούχοι υπάλληλοι μετά την πρόσληψή τους. Επομένως, φρονώ ότι, στο πλαίσιο των ανωτέρω λόγων προσφυγής, κεντρική σημασία έχουν οι περιλαμβανόμενοι στον Χάρτη κανόνες κατά των δυσμενών διακρίσεων και, ακόμη ουσιωδέστερα, η συγκεκριμενοποίησή τους στο πλαίσιο του άρθρου 80, παράγραφος 4, του ΚΛΠ. Ως εκ τούτου, στην ακόλουθη ανάλυσή μου, θα επικεντρωθώ στην εν λόγω πτυχή.

–       Η έλλειψη θεμιτού σκοπού

132. Προανέφερα την προβλεπόμενη στον ΚΥΚ και στο ΚΛΠ απαίτηση ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό πρέπει, κατά την ακολουθούμενη πολιτική, να διαθέτουν γνώσεις δύο επίσημων γλωσσών (78). Δεν υπάρχουν προπαρασκευαστικές εργασίες που θα μπορούσαν να διασαφηνίσουν τη βάση στην οποία στηρίζεται η πολιτική αυτή. Ωστόσο, ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτή αντιληπτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η αναδρομή στην κατάσταση που επικρατούσε κατά την έκδοση του ΚΥΚ το 1962. Είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ότι οι επίσημες γλώσσες, κατά τον χρόνο εκείνο, περιορίζονταν στις τέσσερις, με τη γαλλική να χρησιμοποιείται τότε στα τρία από τα έξι αρχικά κράτη μέλη είτε αποκλειστικώς είτε ως επί το πλείστον. Στο πλαίσιο αυτό, ευχερώς δύναται να γίνει αντιληπτό ότι οι νομοθέτες των κανονισμών πρέπει να επιθυμούσαν να αποφύγουν τη δημιουργία μιας καταστάσεως στο πλαίσιο της οποίας τα θεσμικά όργανα θα καθίσταντο κατά κύριο λόγο γαλλόφωνα, στον βαθμό που πολλοί υπάλληλοι ή μέλη του προσωπικού τους μιλούσαν μόνο τη γαλλική γλώσσα. Έπρεπε, επομένως, να τεθεί μια απαίτηση και για δεύτερη γλώσσα (79). Η εν λόγω προσέγγιση μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι απέβλεπε στη διεύρυνση και όχι στον αποκλεισμό.

133. Κρίνω επίσης σκόπιμο να υπομνήσω, όπως προεξέθεσα (80), την επισήμανση του Δικαστηρίου ότι κανένα από τα θεσμικά όργανα δεν έχει ασκήσει τη δυνατότητα που τους παρέχει το άρθρο 6 του κανονισμού 1 να εκδώσουν κανονισμούς με τους οποίους καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού τους καθεστώτος. Ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ σιωπούν· με άλλα λόγια, δεν μνημονεύουν ζητήματα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να περιοριστεί η επιλογή γλωσσών. Συνεπώς, δεν υφίστανται ρητώς καθορισμένα κριτήρια που να καθιστούν δυνατό τον περιορισμό της επιλογής δεύτερης γλώσσας, είτε στις τρεις γλώσσες που καθορίζονται στην πρόσκληση είτε σε άλλες επίσημες γλώσσες (81).

134. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, με απόλυτη σαφήνεια, ότι περιορισμοί όπως οι προβλεπόμενοι στην πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων μπορεί να είναι δικαιολογημένοι σε ορισμένες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, έχει κρίνει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας μπορεί να αποτελεί θεμιτό σκοπό κατά την έννοια του άρθρου 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ, το οποίο επιτρέπει τη θέσπιση περιορισμών στην προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου γενική απαγόρευση των διακρίσεων, μεταξύ άλλων, λόγω γλώσσας. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να παρέχεται αντικειμενική δικαιολόγηση, καθώς και να είναι αναλογικός ο περιορισμός (82). Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι αν μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφαρμόστηκαν τέτοιοι περιορισμοί στην υπό κρίση υπόθεση.

135. Τα ζητήματα που αφορούν την αναλογικότητα θα τα εξετάσω αναλυτικότερα εν συνεχεία (83). Σε πρώτο στάδιο, επισημαίνω απλώς ότι, τόσο ως προς το ζήτημα αυτό όσο και ως προς το ζήτημα αν παρατέθηκε αντικειμενική δικαιολογία, στο Κοινοβούλιο εναπόκειται να στοιχειοθετήσει τη συνδρομή τέτοιας περιπτώσεως, καθόσον αυτό είναι ο διάδικος που επιχειρεί να δικαιολογήσει την παρέκκλιση από τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί αν οι λόγοι που το Κοινοβούλιο εκθέτει στο μέρος Γ του τίτλου IV της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων μπορούν να κριθούν στοιχειοθετημένοι.

136. Στο πλαίσιο αυτό, το Κοινοβούλιο τονίζει ιδιαιτέρως την ανάγκη να μπορούν οι υποψήφιοι να είναι λειτουργικοί αμέσως μετά την πρόσληψή τους. Εκθέτει, για την άμυνά του, ότι η ανάγκη αυτή είναι πολλώ δε μάλλον πιεστική λόγω του περιορισμένου χρόνου για τον οποίο προσλαμβάνονται οι συμβασιούχοι υπάλληλοι όπως οι οδηγοί.

137. Φρονώ ότι το εν λόγω επιχείρημα στηρίζεται σε μια βασική παρανόηση. Επισήμανα προηγουμένως ότι οι υπάλληλοι όπως οι οδηγοί δεν μπορούν πλέον να προσλαμβάνονται ως μόνιμοι υπάλληλοι, καθόσον ο ΚΥΚ αποκλείει τη δυνατότητα αυτή. Πρέπει, αντιθέτως, να προσλαμβάνονται ως συμβασιούχοι υπάλληλοι –κατά κανόνα, δυνάμει του άρθρου 3α του ΚΛΠ (84). Από το άρθρο 85, παράγραφος 1, του ΚΛΠ προκύπτει σαφώς ότι, μετά την πρώτη ανανέωση της συμβάσεώς τους, οι εν λόγω υπάλληλοι προσλαμβάνονται για αόριστο χρόνο. Από την άποψη αυτή, εξομοιώνονται με τους μόνιμους υπαλλήλους, των οποίων τα καθήκοντα μπορούν να λήξουν μόνο για τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 47 του ΚΥΚ, εκ των οποίων οι κυριότεροι είναι αυτοί της παραιτήσεως και της συνταξιοδοτήσεως. Δεν έχουν το καθεστώς των συμβασιούχων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 3β του ΚΛΠ, των οποίων η απασχόληση περιορίζεται χρονικώς, βάσει του άρθρου 88, σε περίοδο που δεν υπερβαίνει τα έξι έτη και που μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να είναι –ή είναι πράγματι– μικρότερης διάρκειας. Επομένως, είναι εντελώς εσφαλμένο να υποστηρίζεται ότι οι επίμαχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται κατ’ ανάγκην για σύντομο μόνο χρόνο (85). Συνεπώς, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

138. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απαίτηση άμεσης λειτουργικότητας εκτείνεται σε όλους τους υπαλλήλους, όλων των κατηγοριών, που προσλαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα, αξίζει να αναλογιστούμε, στο σημείο αυτό, τι μπορεί να σημαίνει στην πραγματικότητα η έκφραση αυτή. Φρονώ ότι είναι φυσιολογικό, κάθε όργανο της Ένωσης, όπως ακριβώς κάθε άλλος εργοδότης, να επιθυμεί να προσλάβει υπαλλήλους που είναι σε θέση να ξεκινήσουν αμέσως να εργάζονται. Τούτο όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, ιδίως όσον αφορά τα άτομα που προσλαμβάνονται για αόριστο χρόνο, ότι αυτά οφείλουν να είναι σε θέση να εκτελέσουν στο έπακρο κάθε επιμέρους πτυχή των καθηκόντων τους ήδη από την πρώτη ημέρα. Μπορεί, ως είθισται, να προσφέρεται κατάρτιση, προκειμένου οι νεοδιορισθέντες υπάλληλοι να μπορούν να εργαστούν στο απαιτούμενο επίπεδο σε όλες τις πτυχές της θέσεως εργασίας τους.

139. Όσον αφορά τις τρεις γλώσσες που καθορίζονται στο μέρος Γ του τίτλου IV της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, το Κοινοβούλιο παραθέτει στατιστικά στοιχεία, τα οποία βασίζονται στις γλωσσικές γνώσεις που δηλώθηκαν από τους υπαλλήλους στις ετήσιες εκθέσεις αξιολογήσεώς τους και από τα οποία προκύπτει «ικανοποιητική» γνώση της αγγλικής γλώσσας σε ποσοστό 92 %, της γαλλικής σε ποσοστό 84 % και της γερμανικής σε ποσοστό 56 %. Καίτοι το συνοδευτικό κείμενο δεν το αναφέρει ρητώς, τα εν λόγω ποσοστά μπορεί να υποτεθεί ότι έχουν σημασία κυρίως για τους σκοπούς των εσωτερικών επικοινωνιών. Όσον αφορά τα καθήκοντα που αφορούν συγκεκριμένα την επίμαχη θέση, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το «κύριο καθήκον» των οδηγών, μετά την πρόσληψή τους, θα είναι η μεταφορά ευρωβουλευτών. Κατά τις δικές τους δηλώσεις, που πραγματοποιήθηκαν το 2014, το 97 % κατανοούσε την αγγλική, το 61 % τη γαλλική και το 37 % τη γερμανική γλώσσα. Στηριζόμενο στα δεδομένα αυτά, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η επιλογή των τριών γλωσσών μπορεί να εξηγηθεί ως οφειλόμενη στην «ανάγκη να επικοινωνούν οι οδηγοί με τους ευρωβουλευτές, κατά το δυνατόν, σε γλώσσα που κατανοούν οι τελευταίοι». Όσον αφορά τα μέλη του διπλωματικού σώματος και τις λοιπές προσωπικότητες, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η αγγλική αποτελεί την ευρύτερα χρησιμοποιούμενη γλώσσα. Συμπληρώνει ότι η γαλλική αποτελεί τη συνηθέστερα ομιλούμενη γλώσσα σε Βρυξέλλες, Λουξεμβούργο και Στρασβούργο, με τη γερμανική να έχει επίσης σημαντική θέση στη δεύτερη των εν λόγω πόλεων.

140. Αυτό που με προβληματίζει με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του Κοινοβουλίου είναι ότι φαίνονται να στερούνται συνολικής συνεκτικότητας. Όσον αφορά τη χρήση της αγγλικής γλώσσας για σκοπούς εσωτερικών επικοινωνιών, μπορεί να επισημανθεί ότι το ποσοστό του 92 % προσεγγίζει, στην πράξη, τόσο πολύ το 100 %, ώστε να μην υπάρχει καμιά ουσιαστική πρακτική διαφορά. Το ίδιο μπορεί ενδεχομένως να υποστηριχθεί για τη γαλλική γλώσσα, όσον αφορά το ποσοστό του 84 %, καίτοι όχι εξίσου εμφατικώς. Δεν μπορεί όμως να υποστηριχθεί ότι το ίδιο ισχύει στην περίπτωση της γερμανικής γλώσσας, στην οποία αναλογεί ποσοστό 56 %. Αν προσληφθεί υποψήφιος που έχει ως δεύτερη γλώσσα του τη γερμανική, σχεδόν το ήμισυ των συναδέλφων του θα διατρέχει τον κίνδυνο να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του (86). Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, γνωρίζοντας μία από τις τρεις επίμαχες γλώσσες, ο επιτυχών θα μπορεί να αισθάνεται βέβαιος ότι θα είναι σε θέση να επικοινωνήσει με τους συναδέλφους του.

141. Όσον αφορά τα πραγματικά καθήκοντα που πρέπει να εκτελεστούν από τους ενδιαφερόμενους οδηγούς, το Κοινοβούλιο κατέστησε σαφές κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, παρά τον κατάλογο καθηκόντων που παρατίθεται στον τίτλο ΙΙ της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να τους ζητηθεί να μεταφέρουν αλληλογραφία, καθόσον τούτο ανήκει στον τομέα ευθύνης άλλων τμημάτων των υπηρεσιών του Κοινοβουλίου (87). Όταν ερωτήθηκε αν η αναγραφή του όρου «διοικητικές εργασίες ή εργασίες υλικοτεχνικής υποστήριξης» σήμαινε ότι θα πρέπει να αναλαμβάνουν καθήκοντα θέσεως γραφείου, το Κοινοβούλιο απάντησε αρνητικά, διευκρινίζοντας ότι, ακόμη και αν παρά ταύτα τους ζητηθεί, τούτο θα συμβαίνει πάρα πολύ σπανίως (88). Επί της ερωτήσεως γιατί να μην απαιτείται επίσης η γνώση της ολλανδικής ως μιας από τις επίμαχες γλώσσες, δεδομένου ότι αυτή θα είναι σαφώς χρήσιμη για τα καθήκοντα που θα ασκούνται κυρίως στις Βρυξέλλες (89), το Κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να δώσει αξιόλογη απάντηση.

142. Όσον αφορά δε τις εξωτερικές επικοινωνίες, φαίνεται ότι, σε συνάρτηση με το –κατά τα λεγόμενα του Κοινοβουλίου– «κύριο καθήκον» των οδηγών, ήτοι τη μεταφορά ευρωβουλευτών, το ποσοστό των ευρωβουλευτών που κατανοούν την αγγλική γλώσσα –η οποία θεωρείται επίσης ως η καταλληλότερη γλώσσα για την επικοινωνία με τους επισκέπτες– είναι πάρα πολύ υψηλό, ήτοι ανέρχεται στο 97 %. Η γαλλική γλώσσα, με ποσοστό 61 %, μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι «χρήσιμη», αλλά σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζει τη βέβαιη επικοινωνία, ενώ η γερμανική γλώσσα, με ποσοστό 37 %, θα είχε ως αποτέλεσμα το 63 % των επιβατών να μην μπορεί να γίνει αντιληπτό. Ως εκ τούτου, η επιβληθείσα γλωσσική απαίτηση καθίσταται άνευ νοήματος.

143. Από τα ανωτέρω έπεται ότι, καίτοι ο σκοπός μπορεί να ήταν θεμιτός από απόψεως υπηρετήσεως του συμφέροντος της υπηρεσίας, ωστόσο στερείτο, κατά την άποψή μου, αντικειμενικής δικαιολογήσεως. Τούτο σημαίνει ότι ο περιορισμός έπρεπε να έχει έρεισμα στην πραγματικότητα, και φρονώ ότι σαφώς έλειπε το στοιχείο αυτό.

–       Αναλογικότητα

144. Επισήμανα ήδη, στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου λόγου προσφυγής, ότι η εξέταση του πρόσφορου χαρακτήρα μιας απαιτήσεως πρέπει να γίνεται με γνώμονα τις ανάγκες της επίμαχης θέσεως (90). Κατά την άποψή μου, η ίδια αρχή έχει εφαρμογή επίσης όσον αφορά τον τρίτο λόγο προσφυγής. Δεδομένου ότι συνήγαγα ότι οι γλωσσικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν με την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δεν ήσαν αντικειμενικώς δικαιολογημένοι, δεν είναι απολύτως αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα της αναλογικότητας. Εντούτοις, χάριν πληρότητας, θα εξετάσω το ζήτημα αυτό ακολούθως εν συντομία.

145. Στο πλαίσιο αυτό, θα παραπέμψω σε δύο σκέψεις της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (91).

146. Πρώτον, στη σκέψη 94 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο, αφότου επισήμανε την προβλεπόμενη στο άρθρο 27 του ΚΥΚ απαίτηση ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να προσλαμβάνουν τους υπαλλήλους που κατέχουν «τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας», έκρινε, εν συνεχεία, ότι στα εν λόγω θεσμικά όργανα εναπόκειται να προβαίνουν σε στάθμιση μεταξύ του θεμιτού σκοπού που δικαιολογεί τον περιορισμό του αριθμού των γλωσσών του διαγωνισμού και του σκοπού να βρεθούν οι ικανότεροι υποψήφιοι.

147. Το Κοινοβούλιο επιχειρεί να υποστηρίξει συναφώς ότι, εφόσον η υποχρέωση επιλογής των υποψηφίων με τις μεγαλύτερες ικανότητες ισχύει μόνο για τους μόνιμους και τους έκτακτους υπαλλήλους (92), η επιλογή υποψηφίων υψηλής ποιότητας ως συμβασιούχων υπαλλήλων δεν αποτελεί κρίσιμο ζήτημα.

148. Κατά την άποψη μου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι ορθός. Αν το ΚΛΠ σιωπά όσον αφορά τους συμβασιούχους υπαλλήλους, τούτο οφείλεται στο ότι πρέπει να συνυπολογισθεί ότι μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις που οι εν λόγω υπάλληλοι θα χρειαστεί να αναλάβουν δράση πάραυτα, προκειμένου να εκτελέσουν συμβάσεις μικρής διάρκειας, οπότε το ερώτημα που θα τεθεί είναι «μπορεί το άτομο αυτό να φέρει εις πέρας την εργασία αυτή;» και όχι «είναι το άτομο αυτό μεταξύ των καταλληλότερων για τη θέση αυτή;» Επομένως, πρέπει να διασφαλίζεται ορισμένου βαθμού ευελιξία. Τούτο δεν μπορεί όμως να σημαίνει ότι η απαίτηση αναζητήσεως υψηλής ποιότητας πρέπει τρόπον τινά να υποσκελίζεται σε όλες τις περιπτώσεις υπαλλήλων της κατηγορίας αυτής. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων που οι περιστάσεις υπαγορεύουν διαφορετικά, τα θεσμικά όργανα πρέπει (όπως ακριβώς κάθε άλλος εργοδότης) να επιδιώκουν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους με τον υψηλότερο βαθμό ικανότητας για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, ακριβώς όπως οφείλουν να αναζητούν υπαλλήλους με τον υψηλότερο βαθμό αποδοτικότητας και ακεραιότητας. Φρονώ ότι τούτο ισχύει άνευ ετέρου.

149. Δεύτερον, στις σκέψεις 96 και 97 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε αρχικώς ότι οι γλώσσες αποτελούν για τους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων –όπως το έθεσε επακριβώς– «ουσιώδες στοιχείο της σταδιοδρομίας τους» και ότι η γνώση τρίτης γλώσσας είναι κρίσιμη όσον αφορά την προαγωγή τους. Έκρινε ότι εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να προβαίνουν σε στάθμιση μεταξύ του θεμιτού σκοπού που προεκτέθηκε στο σημείο 146 των παρουσών προτάσεων και των δυνατοτήτων εκμαθήσεως, εντός των θεσμικών οργάνων, από τους προσληφθέντες υπαλλήλους των γλωσσών που είναι αναγκαίες προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

150. Η ανωτέρω συλλογιστική δεν μπορεί να εφαρμοστεί εξ ολοκλήρου στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον οι συμβασιούχοι υπάλληλοι δεν έχουν δικαίωμα προαγωγής. Ωστόσο, τούτο δεν ασκεί επιρροή ως προς την ουσία του ζητήματος, ήτοι ότι, όταν τα θεσμικά όργανα εξετάζουν αν είναι αναγκαία η επιβολή γλωσσικής απαιτήσεως, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να έχουν πάντοτε υπόψη ότι είναι δυνατόν να παρέχουν μαθήματα γλώσσας στους υπαλλήλους που προσλαμβάνουν, με σκοπό την εκμάθηση μιας νέας γλώσσας ή τη βελτίωση των γνώσεων μιας γλώσσας την οποία αυτοί ήδη γνωρίζουν. Δεν έχει υποστηριχθεί, στην υπό κρίση υπόθεση, ότι το Κοινοβούλιο εξέτασε το ζήτημα από τη σκοπιά αυτή.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα όσον αφορά τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο προσφυγής

151. Με τον τρίτο λόγο προσφυγής της, η Ισπανία προβάλλει κατ’ ουσίαν το επιχείρημα ότι, περιορίζοντας την επιλογή δεύτερης γλώσσας με την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, το Κοινοβούλιο παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, παρέβη τον κανόνα που απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω γλώσσας. Αν ο περιορισμός δεν ήταν τόσο εκτεταμένος, θα ήταν δυνατόν –επί παραδείγματι– να περιληφθεί η ισπανική στον κατάλογο των επιτρεπόμενων δεύτερων γλωσσών.

152. Εντούτοις, όπως προανέφερα, είναι σαφές ότι τα θεσμικά όργανα, όπως το Κοινοβούλιο, δύνανται να επιβάλλουν τέτοιους περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται αντικειμενική δικαιολόγηση και ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (93). Οι απαιτήσεις που τέθηκαν με τους εν λόγω περιορισμούς στην υπό κρίση υπόθεση –ή, πιο συγκεκριμένα, οι ισχυρισμοί της Ισπανίας ότι αυτές δεν τηρήθηκαν στην περίπτωση της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων– αποτελούν αντικείμενο του τέταρτου λόγου προσφυγής.

153. Πάντως, η Ισπανία, στον βαθμό που επιχειρεί, με τον τρίτο λόγο προσφυγής της, να προσθέσει περαιτέρω στοιχεία στην εξίσωση, βαίνει, κατά την άποψή μου, πέραν των ορίων της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Η προσφυγή ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Η διάταξη αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να «ελέγχει τη νομιμότητα των νομοθετικών πράξεων», μεταξύ άλλων, του Κοινοβουλίου, που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων. Καίτοι μπορεί να είναι αληθές ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων θα ήταν έγκυρη, αν η επιλογή δεύτερης γλώσσας ήταν πιο διευρυμένη (ή, μάλιστα, πιο περιορισμένη), τούτο δεν αποτελεί ζήτημα επί του οποίου το Δικαστήριο μπορεί να προβληματιστεί και, συνεπώς, δεν αποτελεί ζήτημα επί του οποίου μπορεί να εκφέρει δικανική κρίση (94).

154. Για τον ανωτέρω λόγο, φρονώ ότι ο τρίτος λόγος προσφυγής είναι απορριπτέος.

155. Αντιστρόφως, και για όλους τους λόγους που προεκτέθηκαν στα σημεία 132 έως 150 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι ο τέταρτος λόγος προσφυγής πρέπει να γίνει δεκτός.

 Το αντικείμενο των αιτημάτων

156. Η Ισπανία ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει, όχι μόνον την ίδια την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων, αλλά και τη βάση δεδομένων με τα στοιχεία των επιτυχόντων, η οποία δημιουργήθηκε σύμφωνα με τον τίτλο VIII. Επισημαίνει ότι η καταχώριση στη βάση δεδομένων δεν αποτελεί εγγύηση περί προσλήψεως και ότι, επομένως, δεν θα παραβιαστεί η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε περίπτωση που αυτή ακυρωθεί. Αν η βάση δεδομένων διατηρηθεί, θα διατηρηθεί, δυνητικά επ’ αόριστον, η παρανομία από την οποία πάσχει η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων.

157. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα των υποψηφίων των οποίων τα ονόματα έχουν καταχωριστεί στη βάση δεδομένων προστατεύονται πράγματι με την εν λόγω αρχή και ότι η άποψη αυτή ερείδεται στη νομολογία τόσο του Δικαστηρίου όσο και του Γενικού Δικαστηρίου.

158. Είναι αληθές ότι, με την απόφασή του στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιλεγέντων υποψηφίων στους τότε επίμαχους διαγωνισμούς, έπρεπε να μην ακυρωθούν τα αποτελέσματα των διαγωνισμών (95). Ως εκ τούτου, ακύρωσε μόνο τις προκηρύξεις των διαγωνισμών, διατηρώντας τα αποτελέσματα σε ισχύ.

159. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ομοίως σε διάφορες μετέπειτα αποφάσεις του (96).

160. Σε μια από τις πρώτες αποφάσεις του (97), το Γενικό Δικαστήριο αφιέρωσε χρόνο στην ανάλυση της καταστάσεως των υποψηφίων του τότε επίμαχου διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, επισήμανε το γεγονός ότι είχαν καταβάλει ορισμένη προσπάθεια για να προετοιμαστούν για έναν διαγωνισμό που διεξήχθη βάσει προκηρύξεως την οποία είχαν εκλάβει ως έγκυρη. Το γεγονός ότι, μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη λήξη του διαγωνισμού, προέκυψε, ύστερα από την έκδοση μιας αποφάσεως σε διαφορετική, καίτοι παρεμφερή, υπόθεση, ότι η προκήρυξη έπασχε λόγω παρανομίας, δεν μπορούσε να διαψεύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους (98).

161. Αντιμετωπίζω με συμπάθεια την κρίση που εξέφερε το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση. Εντούτοις, φρονώ ότι είναι καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέφερε την εν λόγω κρίση λιγότερο από ένα έτος μετά την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (99). Κατά τον χρόνο συντάξεως των παρουσών προτάσεων, έχουν παρέλθει πλέον των πέντε ετών από την ημερομηνία εκείνη. Αναμφισβήτητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δικαιολογημένη εμπιστοσύνη διατηρείται στο διηνεκές. Ως εκ τούτου, συμφωνώ με την άποψη που εξέθεσε η Ισπανία. Συνεπώς, η βάση δεδομένων πρέπει να ακυρωθεί, ακριβώς όπως η ίδια η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων.

 Τελικές παρατηρήσεις

162. Θα προβώ στις ακόλουθες παρατηρήσεις πριν διατυπώσω την πρότασή μου.

163. Πρώτον, παρά τη μακρά σειρά αποφάσεων, οι οποίες προαναφέρθηκαν στις υποσημειώσεις 95 και 96 των παρουσών προτάσεων, φαίνεται ότι ορισμένα θεσμικά όργανα (100), σε στενή συνεργασία με την EPSO, συνέχισαν να διεξάγουν γενικούς διαγωνισμούς και διαδικασίες επιλογής στο πλαίσιο των οποίων επέβαλλαν κατ’ ουσίαν παρεμφερείς απαιτήσεις όσον αφορά τη δεύτερη γλώσσα των υποψηφίων και χρησιμοποιούσαν κατ’ ουσίαν παρεμφερείς διατυπώσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις αυτές, στις αντίστοιχες προκηρύξεις ή προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος (101). Ενεργούσαν δε κατ’ αυτόν τον τρόπο στηριζόμενα στην πεποίθηση ότι, ακόμη και αν η προκήρυξη ή η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων ακυρωθεί σε περίπτωση μεταγενέστερης προσβολής της ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, δεν θα ακυρωθούν τα αποτελέσματα, ήτοι ο κατάλογος των επιτυχόντων.

164. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διέπεται από την αρχή του κράτους δικαίου, φρονώ ότι ο εν λόγω τρόπος δράσεως ορισμένων θεσμικών οργάνων της δεν απέχει καθόλου από το να χαρακτηριστεί εξωφρενικός. Πρέπει να παύσει πάραυτα.

165. Δεύτερον, όσον αφορά τις γλώσσες που επελέγησαν από το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, ως δυνάμενες να αποτελέσουν τη δεύτερη γλώσσα, η επιλογή της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας δεν έγινε για πρώτη φορά. Μάλιστα, ο συνδυασμός αυτός έχει αποτελέσει αντικείμενο προσφυγών που ευδοκίμησαν σε πλειάδα υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου (102). Ωστόσο, φαίνεται ότι, τουλάχιστον σε ορισμένους πιο πρόσφατους διαγωνισμούς, η EPSO εγκατέλειψε την πρακτική αυτή και την αντικατέστησε με μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας οι υποψήφιοι έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν τη δεύτερη γλώσσα τους μεταξύ όλων των επίσημων γλωσσών (και μπορούν μάλιστα να δηλώσουν περισσότερες από μία). Μόλις παρέλθει η σχετική προθεσμία, οι πέντε γλώσσες που δηλώθηκαν από τους περισσότερους υποψηφίους ορίζονται, κατόπιν διενέργειας ελέγχου προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ως δεύτερες γλώσσες του διαγωνισμού. Οι υποψήφιοι που δεν δήλωσαν μία από τις γλώσσες αυτές αποκλείονται (103). Φρονώ ότι ένα τέτοιο σύστημα, που συναρτάται με τη ζήτηση, μπορεί να έχει δύο πλεονεκτήματα. Πρώτον, μπορεί να απηχεί αντιπροσωπευτικότερα τις γνώσεις που πράγματι έχουν οι υποψήφιοι. Δεύτερον, αποσοβεί τον (αρκετά σοβαρό, κατά την άποψή μου) κίνδυνο που ελλοχεύει στην περίπτωση της πρακτικής που ακολουθήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι ότι, με το να καθιερωθεί η απαίτηση ότι η δεύτερη γλώσσα πρέπει να είναι η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική, η χρήση των εν λόγω γλωσσών θα παγιωθεί εντός των θεσμικών οργάνων, αν όχι στο διηνεκές, τότε τουλάχιστον για σημαντικό χρονικό διάστημα. Επισημαίνω επίσης, εν παρόδω, ότι, σε έναν από τους διαγωνισμούς αυτούς (104), τα ποσοστά που δηλώθηκαν είχαν ως εξής: αγγλική γλώσσα 97,86 %, γαλλική 51,30 %, ισπανική 27,98 %, ιταλική 26,73 % και γερμανική 19,33 % (105). Από το αποτέλεσμα αυτό συνάγεται, κατά την άποψή μου, ότι ίσως να μην είναι συνετό να αναγνωρίζεται στη γερμανική γλώσσα αυτομάτως η περίοπτη θέση η οποία της αναγνωριζόταν στο παρελθόν. Ωστόσο, μπορώ να αντιληφθώ τουλάχιστον ένα πιθανό μειονέκτημα της διαδικασίας, καθόσον αυτή αδυνατεί να παράσχει ασφάλεια στους υποψηφίους οι οποίοι προετοιμάζονται για τον διαγωνισμό και των οποίων η δεύτερη γλώσσα ή οι δεύτερες γλώσσες μπορεί τελικώς να αποδειχθεί ότι δεν καταλέγονται σε εκείνες που επελέγησαν για τη συνέχιση της διαδικασίας. Το ζήτημα αυτό δεν είναι, ωστόσο, κρίσιμο στην υπό κρίση υπόθεση και σκοπίμως δεν το εξετάζω περαιτέρω.

166. Γενικότερα, στο σημείο 119 των παρουσών προτάσεων εξέθεσα ότι η ενιαία προσέγγιση δεν αρμόζει στο εγχείρημα του καθορισμού του επιπέδου γλωσσικών γνώσεων που απαιτείται να έχουν οι οδηγοί στην υπό κρίση υπόθεση. Το ίδιο ισχύει, κατά την άποψή μου, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται οι γλωσσικές απαιτήσεις, στο σύνολό τους, στους γενικούς διαγωνισμούς και στις προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος.

167. Τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη για υποψηφίους που θα προσληφθούν για να εκτελέσουν συγκεκριμένα καθήκοντα ή συγκεκριμένη σειρά καθηκόντων. Επί παραδείγματι, αν ζητείται η υποβολή αιτήσεων υποψηφιότητας για θέσεις έκτακτων υπαλλήλων οι οποίοι θα εργαστούν σε μια νέα υποδιεύθυνση και θα είναι υπεύθυνοι για την περιφερειακή ανάπτυξη στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, η δικαιολόγηση της προβλέψεως ότι οι αιτούντες θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα δεν θα πρέπει κανονικά να παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Το ίδιο πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει όσον αφορά, επί παραδείγματι, τους διαγωνισμούς για μεταφραστές ή για γλωσσομαθείς νομικούς, οι οποίοι καλούνται να μεταφράζουν σε συγκεκριμένες γλώσσες.

168. Εκτιμώ ότι το εγχείρημα καθίσταται δυσχερέστερο στις περιπτώσεις των γενικών διαγωνισμών. Εντούτοις, εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας ότι κάθε περιορισμός πρέπει πάντοτε να αποβλέπει στην εκπλήρωση θεμιτού σκοπού και να είναι αναλογικός. Κρίνω σκόπιμες δύο παρατηρήσεις στο πλαίσιο αυτό. Πρώτον, ο κύριος σκοπός κάθε διαγωνισμού ή διαδικασίας επιλογής συνίσταται –με την επιφύλαξη τυχόν συγκεκριμένων απαιτήσεων όσον αφορά τη γλώσσα οι οποίες διατυπώνονται αναλόγως της περιπτώσεως– στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων για τη θέση, ήτοι εκείνων με τον υψηλότερο βαθμό ικανότητας (106). Από τη σκοπιά αυτή, οι γλωσσικές απαιτήσεις θα είναι δευτερεύουσες για το θεσμικό όργανο που αναζητεί προσωπικό ή για την EPSO που λειτουργεί ως αντιπρόσωπος των οργάνων, για λογαριασμό των οποίων ενεργεί. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει, συνεπώς, να προσαρμόζονται αναλόγως, ώστε να αποβλέπουν στην εκπλήρωση του κύριου σκοπού.

169. Δεύτερον, κάθε διαδικασία λήψεως αποφάσεως εμπεριέχει τη χάραξη διαχωριστικών γραμμών, φρονώ δε ότι η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δεν υπόκειται σε κριτική αμιγώς για τον λόγο ότι τούτο επιδιώχθηκε με τη θέσπιση της απαιτήσεως ότι οι αιτούντες έπρεπε να γνωρίζουν μία ξένη γλώσσα μεταξύ τριών. Το δυσκολότερο ζήτημα είναι πού πρέπει να τεθεί το όριο. Σε περίπτωση που ήταν επιθυμητό να καθοριστούν μόνο δύο γλώσσες, φρονώ ότι η δικαιολόγηση της επιλογής αυτής δεν θα ήταν οπωσδήποτε αδύνατη, αλλά θα απαιτούσε ειδική ανάλυση και ρητή συλλογιστική σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιστρόφως, δεν θα είναι ρεαλιστικό να καθοριστεί αδικαιολόγητα υψηλός αριθμός γλωσσών –επί παραδείγματι, με την επιβολή υποχρεώσεως επιλογής τουλάχιστον 10 γλωσσών. Προκειμένου να διαπιστωθεί ποιος είναι ο προσήκων αριθμός, απαιτείται προσεκτική εξέταση, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, και, προκειμένου ο αριθμός αυτός να είναι αναλογικός, θα πρέπει να είναι εύλογος. Συγκεκριμένα, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, αν από τα στατιστικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η απαίτηση προκύπτει ότι η γνώση της γλώσσας «Α» αντιστοιχεί σε ποσοστό 26,3 % και της γλώσσας «Β» σε ποσοστό 25,7 %, θα είναι δύσκολο, και μάλλον αδύνατον, να δικαιολογηθούν ο μη αποκλεισμός της γλώσσας «Α» και ο αποκλεισμός της γλώσσας «Β».

 Επί των δικαστικών εξόδων

170. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι εκτιμώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να δεχθεί τα αιτήματα της Ισπανίας, κατά το μέρος που αυτά στηρίζονται στο σύνολο των λόγων της προσφυγής της, πλην του τρίτου, το Κοινοβούλιο πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 Πρόταση

171. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, έχω την άποψη ότι το Δικαστήριο πρέπει:

–        να ακυρώσει την πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος «Συμβασιούχοι υπάλληλοι ομάδας καθηκόντων Ι – Οδηγοί (Α/Γ) – EP/CAST/S/16/2016», καθώς και τη βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τον τίτλο της VIII, και

–        να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες

Κοινά Επίπεδα Αναφοράς


ΑΥΤΑΡΚΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ

C2

Μπορεί να κατανοεί, δίχως προσπάθεια, σχεδόν ό,τι διαβάζει ή ακούει. Μπορεί να αναμεταδίδει γεγονότα και επιχειρήματα διάφορων γραπτών και προφορικών πηγών, συνοψίζοντάς τα με τρόπο συγκροτημένο. Μπορεί να εκφράζεται αυθόρμητα, άνετα και με ακρίβεια και να χειρίζεται τις λεπτές νοηματικές αποχρώσεις, όταν αναφέρεται σε πολύπλοκα θέματα.


C1

Μπορεί να κατανοεί μια μεγάλη ποικιλία μακροσκελών και απαιτητικών κειμένων, καθώς και των έμμεσων νοημάτων τους. Μπορεί να εκφράζεται αυθόρμητα και άνετα, δίχως να δίνει την εντύπωση ότι ψάχνει να βρει τις λέξεις. Μπορεί να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο αποτελεσματικό και ευέλικτο στην κοινωνική, επαγγελματική ή ακαδημαϊκή του ζωή. Μπορεί να εκφράζεται για πολύπλοκα θέματα με τρόπο άνετο και λόγο ορθά δομημένο, πράγμα που φανερώνει ότι ο χρήστης έχει τον έλεγχο των εργαλείων οργάνωσης, εκφοράς και συνοχής του λόγου του.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΧΡΗΣΤΗΣ

B2

Μπορεί να κατανοεί το ουσιαστικό περιεχόμενο συγκεκριμένων ή αφηρημένων θεμάτων ενός πολύπλοκου κειμένου, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών όρων που σχετίζονται με την ειδικότητά του. Μπορεί να επικοινωνεί με αυθορμητισμό και άνεση, σε βαθμό που να συζητά με ομιλητή της γλώσσας-στόχου χωρίς προσκόμματα. Μπορεί να εκφράζεται με σαφήνεια και λεπτομέρειες για μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων, να εκφέρει άποψη για θέματα επικαιρότητας και να παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα διάφορων δυνατοτήτων.


B1

Μπορεί να κατανοεί τα σημαντικά σημεία θεμάτων οικείων σχετικά με την εργασία, το σχολείο, την αναψυχή, κτλ, όταν ο ομιλητής χρησιμοποιεί με σαφήνεια την καθιερωμένη γλώσσα. Μπορεί να τα καταφέρει στις περισσότερες καταστάσεις που θα συναντήσει σε ένα ταξίδι σε περιοχή όπου ομιλείται η γλώσσα-στόχος. Μπορεί να εκφέρει ένα λόγο απλό και συγκροτημένο σε θέματα οικεία και σε θέματα του ενδιαφέροντός του. Μπορεί να διηγηθεί ένα γεγονός, μια εμπειρία ή ένα όνειρο, να περιγράψει μια προσδοκία ή ένα στόχο και να παραθέσει με συντομία τους λόγους ή τις διευκρινίσεις ενός σχεδίου ή μιας ιδέας.

ΑΡΧΑΡΙΟΣ ΧΡΗΣΤΗΣ

A2

Μπορεί να κατανοεί μεμονωμένες λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται συχνά για καθημερινά και οικεία θέματα (π.χ., απλές ατομικές και οικογενειακές πληροφορίες, αγορές, στενό περιβάλλον, εργασία). Μπορεί να επικοινωνεί κατά τη διεκπεραίωση απλών και συνηθισμένων εργασιών που απαιτούν μόνο μια απλή ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα οικεία και καθημερινά. Μπορεί να περιγράφει με απλά λόγια την κατάρτισή του και το στενό του περιβάλλον και να αναφέρεται σε θέματα που αφορούν στις άμεσες ανάγκες του.


A1

Μπορεί να κατανοεί και να χρησιμοποιεί οικείες και καθημερινές εκφράσεις και να διατυπώνει με απλό τρόπο συγκεκριμένες ανάγκες του. Μπορεί να αυτοσυστήνεται ή να συστήνει άλλο πρόσωπο, να θέτει προσωπικές ερωτήσεις σε κάποιον (π.χ., για τον τόπο κατοικίας του, τις σχέσεις του, πράγματα που του ανήκουν) και να απαντά σε ανάλογες ερωτήσεις. Μπορεί να επικοινωνεί με απλά λόγια, αν ο συνομιλητής του μιλά αργά και καθαρά και δείχνει συνεργάσιμος.



1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως έχει τροποποιηθεί.


3      ΕΕ 2010, C 83, σ. 389 (στο εξής: Χάρτης).


4      Κανονισμός (ΕΟΚ) 31, κανονισμός (ΕΥΡΑΤΟΜ) 11 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: ΚΥΚ).


5      Βλ. επίσης, όσον αφορά ισχυρισμούς παρεμφερούς φύσεως, υπόθεση C‑621/16 P, Επιτροπή κατά Ιταλίας, η οποία επί του παρόντος εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Διάφορα ζητήματα που εγείρονται στην εν λόγω υπόθεση ταυτίζονται ή είναι παρεμφερή με αυτά που εγείρονται στην υπό κρίση υπόθεση. Ο συνάδελφός μου γενικός εισαγγελέας M. Bobek θα αναπτύξει τις προτάσεις του στην εν λόγω υπόθεση στις 25 Ιουλίου 2018.


6      Βλ., σχετικώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, Mutsch (137/84, EU:C:1985:335, σκέψη 11). Για εμπεριστατωμένη και ευανάγνωστη ανάλυση του γλωσσολογικού και πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. Dorren, G., Lingo – A language spotter’s guide to Europe, Profile Books, Λονδίνο, 2014.


7      Αυτές περιλαμβάνουν επί του παρόντος την αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ιρλανδική, ισπανική, ιταλική, κροατική, λεττονική, λιθουανική, μαλτεζική, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική γλώσσα. Βλ. άρθρο 1 του κανονισμού 1, όπως αυτός έχει υπό την πιο πρόσφατη τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΕ) 517/2013 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, του εταιρικού δικαίου, της πολιτικής ανταγωνισμού, της γεωργίας, της ασφάλειας των τροφίμων, της κτηνιατρικής και φυτοϋγειονομικής πολιτικής, της πολιτικής μεταφορών, της ενέργειας, της φορολογίας, των στατιστικών, των διευρωπαϊκών δικτύων, της δικαιοσύνης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ασφάλειας, του περιβάλλοντος, της τελωνειακής ένωσης, των εξωτερικών σχέσεων, της εξωτερικής πολιτικής, και της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας και των θεσμικών οργάνων, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας (ΕΕ 2013, L 158, σ. 1).


8      Σε αυτά συγκαταλέγεται το Κοινοβούλιο.


9      Οι εν λόγω γλώσσες ταυτίζονται με τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων.


10      Το πρωί της 22ας Μαρτίου 2016 πραγματοποιήθηκαν στο Βέλγιο τρεις συντονισμένες βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Οι δύο από αυτές έλαβαν χώρα στο αεροδρόμιο Zaventem και η μία στον σταθμό του μετρό Maalbeek, στο κέντρο των Βρυξελλών. 32 πολίτες και 3 δράστες σκοτώθηκαν και περισσότερα από 300 άτομα τραυματίστηκαν.


11      ΕΕ 2016, C 131A, σ. 1. Η πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων δημοσιεύθηκε σε όλες τις επίσημες γλώσσες.


12      Τα προκαθορισμένα επίπεδα γλωσσικών γνώσεων στηρίζονται στο Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες. Βλ. σημεία 45 έως 47 των παρουσών προτάσεων.


13      Η EPSO συστάθηκε με την απόφαση 2002/620/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του ευρωπαίου διαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002, για την ίδρυση της υπηρεσίας επιλογής του προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 197, σ. 53).


14      Οι γλώσσες αυτές παρατίθενται στην υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων.


15      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 67). Δεν υπάρχουν ενδείξεις μεταστροφής της νομολογίας μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Βλ., ωστόσο, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψεις 199 έως 205), στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 14 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, και βλ., περαιτέρω, σημεία 53 έως 57 των παρουσών προτάσεων.


16      Πλην της μαλτεζικής.


17      Επισημαίνω ότι είναι μάλλον αξιοπερίεργο το πώς τούτο συνδυάζεται με ένα έγγραφο του Κοινοβουλίου που επιγράφεται «Η πολυγλωσσία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «[σ]το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όλες οι επίσημες γλώσσες είναι εξίσου σημαντικές. […] Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαφέρει από τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ λόγω της υποχρέωσής του να εξασφαλίζει το μέγιστο δυνατό βαθμό πολυγλωσσίας. […]». Βλ. http://www.europarl.europa.eu/aboutparliament/en/20150201PVL00013/Multilingualism.


18      Ορισμένοι σχολιαστές έχουν επισημάνει ότι το γλωσσικό καθεστώς μπορεί να διαφέρει εντός ενός θεσμικού οργάνου, με ορισμένες, επί παραδείγματι, γενικές διευθύνσεις της Επιτροπής να έχουν ως επικρατούσα μεταξύ τους γλώσσα την αγγλική, ενώ άλλες χρησιμοποιούν τη γαλλική. Βλ. Grevier, R., και Lundquist, L., «Getting ready for a new Tower of Babel», σε Linguistic Diversity and European Democracy, Ashgate, 2011, σ. 80.


19      Το άρθρο 30 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής: «Για κάθε διαγωνισμό, διορίζεται επιτροπή αξιολόγησης από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Αυτή η επιτροπή καταρτίζει πίνακα κατάλληλων υποψηφίων».


20      Βλ. https://www.coe.int/en/web/common-european-framework-reference-languages/.


21      Πλήρης περιγραφή του επιπέδου και του βαθμού γνώσεων που προϋποθέτουν παρατίθεται στο παράρτημα. Βλ. https://www.coe.int/en/web/common-european-framework-reference-languages/table-1-cefr-3.3-common-reference-levels-global-scale. Η συγκεκριμένη περιγραφή χαρακτηριστικών για το επίπεδο B2 έχει ως εξής: «Μπορεί να κατανοεί το ουσιαστικό περιεχόμενο συγκεκριμένων ή αφηρημένων θεμάτων ενός πολύπλοκου κειμένου, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών όρων που σχετίζονται με την ειδικότητά του. Μπορεί να επικοινωνεί με αυθορμητισμό και άνεση, σε βαθμό που να συζητά με ομιλητή της γλώσσας-στόχου χωρίς προσκόμματα. Μπορεί να εκφράζεται με σαφήνεια και λεπτομέρειες για μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων, να εκφέρει άποψη για θέματα επικαιρότητας και να παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα διάφορων δυνατοτήτων». Βλ. https://www.coe.int/en/web/common-european-framework-reference-languages/.


22      Για την αγγλική γλώσσα, βλ. https://support.cambridgeenglish.org/hc/en-gb/articles/202838506-Guided-learning-hours, όπου προτείνονται 500 έως 600 ώρες. Για τη γαλλική γλώσσα, βλ. http://www.alliancefr.ph/en/general-information, όπου προτείνονται 560 έως 650 ώρες. Για τη γερμανική γλώσσα, βλ. http://www.deutschkurse-leipzig.de/schule-team/niveaustufen-des-ger/, όπου προτείνονται 640 ώρες.


23      Κατά το Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 386, Οι Ευρωπαίοι και οι γλώσσες τους, που εκδόθηκε από την Επιτροπή τον Ιούνιο του 2012, μόνον ελαφρώς περισσότεροι από το ήμισυ των Ευρωπαίων ισχυρίζονται ότι μιλούν τουλάχιστον μία περαιτέρω γλώσσα πέραν της μητρικής τους. Στην κατηγορία των ατόμων που ολοκλήρωσαν την εκπαίδευσή τους σε ηλικία μεταξύ 16 και 19 ετών, ο μέσος όρος, στο σύνολο των κρατών μελών, εκείνων που γνώριζαν τουλάχιστον μία γλώσσα ήταν 48 % και, στην κατηγορία των προσώπων που ολοκλήρωσαν την εκπαίδευσή τους στα 15, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 22 %. Όπως είναι ευλόγως αναμενόμενο, το ποσοστό των ατόμων πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως που προέβαλαν τον ανωτέρω ισχυρισμό ήταν σαφώς υψηλότερο (άνω του 75 %). Βλ. ec.europa.eu/commfrontoffice/publicopinion/archives/ebs/ebs_386_en.pdf. Στο μέρος B του τίτλου IV της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων ετίθετο απλώς η απαίτηση ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση.


24      Βλ. https://www.cefs-formation.com/


25      Με τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ 2004, L 124, σ. 1).


26      Οριζομένου ότι δεν μπορούσαν να προσληφθούν νέοι επικουρικοί υπάλληλοι μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2006.


27      Ως βοηθοί διοικήσεως (κατηγορία D).


28      Βλ. άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 80 του ΚΛΠ.


29      Βλ. σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.


30      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Μαΐου 2015, Ισπανία κατά Συμβουλίου (C‑147/13, EU:C:2015:299, σκέψη 42), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 203).


31      C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631.


32      ΕΕ 2015, L 248, σ. 80.


33      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 4, παράγραφος 1.


34      Το άρθρο 14 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, ορίζει τα εξής: «1. Εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίσει άλλως ομοφώνως, λόγω επείγοντος θέματος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συσκέπτεται και αποφασίζει μόνον βάσει εγγράφων και σχεδίων συντεταγμένων στις γλώσσες που προβλέπονται από το ισχύον γλωσσικό καθεστώς. 2. Κάθε μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορεί να αντιταχθεί στη διεξαγωγή συζήτησης αν το κείμενο οιωνδήποτε προτεινόμενων τροποποιήσεων δεν έχει συνταχθεί στις γλώσσες που έχει υποδείξει μεταξύ των αναφερομένων στην παράγραφο 1».


35      Βλ. σκέψεις 3, 196, 201 και 204 της εν λόγω αποφάσεως.


36      Βλ. σκέψεις 114 και 115 της εν λόγω αποφάσεως.


37      Βλ. σκέψη 203 της εν λόγω αποφάσεως.


38      Βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.


39      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 (C‑566/10 P, EU:C:2012:752). Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, Ιταλία και Ισπανία κατά Επιτροπής (T‑124/13 και T‑191/13, EU:T:2015:690, σκέψη 6)· της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑295/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:997, σκέψη 32), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑353/14 και T‑17/15, EU:T:2016:495, σκέψη 11).


40      Ο οδηγός της EPSO για την υποβολή ηλεκτρονικής αιτήσεως είναι διαθέσιμος στο https://epso.europa.eu/manuals/online-application-manual_en. Κατά τον χρόνο συντάξεως των παρουσών προτάσεων, η διαθέσιμη έκδοση έφερε την ένδειξη «τελευταία ενημέρωση: Απρίλιος 2016». Πρέπει, επομένως, να επρόκειτο για την έκδοση που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων. Το κείμενο διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.


41      Η υπογράμμιση είναι του πρωτοτύπου.


42      Βλ., επί παραδείγματι, σημείο 96 των παρουσών προτάσεων.


43      Προκαλώντας σύγχυση, η Ισπανία εκθέτει, κατά τη διατύπωση του ανωτέρω λόγου στο δικόγραφο της προσφυγής της, ότι ο λόγος αυτός εκτείνεται μόνο στις επικοινωνίες μεταξύ των υποψηφίων και της EPSO. Εν συνεχεία, περιλαμβάνει στην επιχειρηματολογία της επίσης το ζήτημα των επικοινωνιών μεταξύ των εν λόγω υποψηφίων και του Κοινοβουλίου. Καθόσον, ωστόσο, τούτο δεν μνημονεύεται στον λόγο προσφυγής που διατύπωσε η Ισπανία και καθόσον, σε κάθε περίπτωση, η Ισπανία δεν στοιχειοθέτησε, κατά την άποψή μου, τον ισχυρισμό ότι οι επικοινωνίες με το Κοινοβούλιο περιορίστηκαν κατά τον τρόπο που ανέφερε, δεν εξετάζω την πτυχή αυτή περαιτέρω.


44      Το Κοινοβούλιο παραπέμπει, στο πλαίσιο αυτό, στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1983, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (218/82, EU:C:1983:369, σκέψη 15).


45      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑475/01, EU:C:2004:585, σκέψεις 18 και 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


46      Βλ. σημείο 66 και υποσημείωση 44 των παρουσών προτάσεων.


47      Βλ. σημεία 62 και 63 των παρουσών προτάσεων.


48      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 (C‑566/10 P, EU:C:2012:752).


49      Βλ., υπό την έννοια αυτή, σκέψη 32 της εν λόγω αποφάσεως.


50      Βλ., υπό την έννοια αυτή, σκέψεις 70 έως 75 της εν λόγω αποφάσεως.


51      Συγκεκριμένα, η υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής αφορούσε το ζήτημα πώς έπρεπε να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκηρύξεις εξωτερικού διαγωνισμού για υπαλλήλους διοικήσεως και βοηθούς διοικήσεως (ήτοι για μόνιμους υπαλλήλους), ενώ το συγκεκριμένο ζήτημα που είναι επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση αφορά τις γλώσσες επικοινωνίας μεταξύ υποψηφίων για θέσεις συμβασιούχων υπαλλήλων στο πλαίσιο προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος. Πάντως, το ουσιώδες ζήτημα σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι η εφαρμογή του κανονισμού 1 και του ΚΥΚ επί ατόμων που, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν εργάζονται σε όργανο της Ένωσης. Επισημαίνω συναφώς ότι η δημοσίευση προκηρύξεως αποτελεί επίσης μορφή επικοινωνίας· απλώς λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


52      Βλ. https://europa.eu/epso/application/passport/index.cfm?action=create_profile.


53      Δεν αντιλαμβάνομαι ποιο είναι το ακριβές νόημα της εκφράσεως «application environment» [«ηλεκτρονικό περιβάλλον της αίτησης»] που χρησιμοποιείται στην αγγλική γλωσσική απόδοση του οδηγού υποβολής ηλεκτρονικής αιτήσεως. Έχοντας την αγγλική ως μητρική μου γλώσσα, φρονώ ότι η έκφραση αυτή στερείται πάσης νοηματικής σαφήνειας και ότι πρόκειται, για να το θέσω κατά το δυνατόν ευγενικά, στην καλύτερη περίπτωση, για ιδιόλεκτο. Εκτιμώ ότι οι υποψήφιοι που δεν είχαν ως μητρική τους γλώσσα την αγγλική είναι πιθανό να ερμήνευσαν την έκφραση αυτή υπό την έννοια «καθετί που συνδέεται με την αίτηση».


54      Αξίζει μάλιστα να ληφθεί υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει τονίσει τη σημασία της ασφάλειας δικαίου, κρίνοντας ότι οι κανόνες που διέπουν την επιλογή γλώσσας στους διαγωνισμούς «πρέπει να προβλέπουν σαφή, αντικειμενικά και προβλέψιμα κριτήρια προκειμένου οι υποψήφιοι να γνωρίζουν, αρκετό χρόνο πριν, ποιες γλωσσικές απαιτήσεις ισχύουν, ώστε να μπορούν να προετοιμαστούν για τους διαγωνισμούς υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες» (βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 90).


55      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 (C‑566/10 P, EU:C:2012:752).


56      Ήτοι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα.


57      Δεν είναι απολύτως σαφές για ποιον λόγο η Ισπανία επέλεξε να επικεντρωθεί στο άρθρο 22 του Χάρτη, κατ’ αποκλεισμόν του άρθρου 21. Οι δυο διατάξεις έχουν, ωστόσο, χαρακτηριστεί ως «δυνητικώς επικαλυπτόμενες σε σημαντικό βαθμό» (βλ. Craufurd Smith, R., «Article 22 – Cultural, Religious and Linguistic Diversity», σε The EU Charter of Fundamental Rights, Hart Publishing, 2014, σ. 611). Καθόσον, για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων, η πρώτη διάταξη μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε θετική υποχρέωση (ήτοι του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας) και η δεύτερη σε αρνητική (ήτοι της μη διακρίσεως, μεταξύ άλλων, λόγω γλώσσας), προτείνω να μην επιμείνουμε στη διάκριση αυτή.


58      Βλ. σκέψεις 73 έως 77 της εν λόγω αποφάσεως.


59      Βλ. σημείο 60 των παρουσών προτάσεων.


60      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 (C‑566/10 P, EU:C:2012:752).


61      Βλ. σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.


62      Βλ. σκέψεις 68 και 69 της εν λόγω αποφάσεως (η υπογράμμιση δική μου).


63      Βλ. σημείο 127 των παρουσών προτάσεων.


64      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 (C‑566/10 P, EU:C:2012:752). Βλ. σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.


65      Βλ. σημεία 75 έως 83 των παρουσών προτάσεων.


66      Βλ. σημείο 90 των παρουσών προτάσεων.


67      Χάριν πληρότητας, πρέπει να συμπληρώσω ότι το συμπέρασμα αυτό αποτελεί, κατά την άποψή μου, απόρροια εφαρμογής των γενικών ερμηνευτικών κανόνων και όχι του κανόνα περί υπεροχής της lex specialis. Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1 διαφέρει ουσιωδώς από εκείνο του ΚΥΚ. Ο πρώτος περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με τη χρήση των επίσημων γλωσσών από τα θεσμικά όργανα και εντός αυτών, καθώς και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αυτά επικοινωνούν με τους πολίτες της Ένωσης. Το δεύτερο ως άνω νομοθέτημα περιλαμβάνει σειρά διατάξεων που σκοπό έχουν να ρυθμίσουν τη σχέση μεταξύ των οργάνων αυτών και των μόνιμων υπαλλήλων τους, καθώς και του προσωπικού τους. Φρονώ ότι δεν είναι προσήκον να υποστηριχθεί ότι το τελευταίο αυτό νομοθέτημα αποτελεί lex specialis σε σχέση με το πρώτο που αποτελεί lex generalis. Για μια άλλη άποψη, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-621/16 Ρ, σημεία 144 έως 151).


68      Στον τίτλο VII, σημείο 10.


69      Βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.


70      Βλ. σημεία 45 επ. των παρουσών προτάσεων.


71      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 88).


72      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψεις 93 και 94).


73      Βλ. σημείο 110 των παρουσών προτάσεων.


74      Βλ. σημεία 46 και 47 των παρουσών προτάσεων.


75      Τα νυν ισχύοντα επίπεδα αμοιβής για τους συμβασιούχους υπαλλήλους παρατίθενται αναλυτικώς στο https://epso.europa.eu/help/faq/2228_en.


76      Στον βαθμό που τα καθήκοντα αυτά προορίζονται πράγματι να εκτελεστούν από τους συγκεκριμένους οδηγούς. Βλ. σημείο 141 των παρουσών προτάσεων.


77      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 92).


78      Βλ. σημείο 110 των παρουσών προτάσεων.


79      Σε παρόμοια συλλογιστική μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται η πρόβλεψη του άρθρου 27 του ΚΥΚ ότι «[κ]αμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους».


80      Βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων.


81      Βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψεις 83 και 85).


82      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψεις 87 και 88).


83      Βλ. σημεία 144 έως 150 των παρουσών προτάσεων.


84      Βλ. σημείο 52 των παρουσών προτάσεων. Από τα εκτιθέμενα στον τίτλο IX της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων επιβεβαιώνεται ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι επρόκειτο να προσληφθούν δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.


85      Πράγματι, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τον τίτλο IX της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, όπου γίνεται λόγος για δεύτερη ανανέωση της συμβάσεως για αόριστο χρόνο.


86      Εκτός βεβαίως αν μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί του στην πρώτη του γλώσσα.


87      Το Κοινοβούλιο δέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η κατάρτιση του καταλόγου καθηκόντων των οδηγών είχε, όπως το έθεσε επακριβώς, «γενικό χαρακτήρα».


88      Όσον αφορά τον όρο «χειρισμός υποθέσεων» [«handling of cases» στο αγγλικό πρωτότυπο], τον οποίον το Κοινοβούλιο χρησιμοποιεί στην άμυνά του, η κατάσταση είναι γλωσσολογικά αξιοπερίεργη. Η έκφραση φαίνεται ότι έχει χρησιμοποιηθεί στις περιλαμβανόμενες στο τυποποιημένο έντυπο της EPSO επεξηγήσεις σχετικά με την απαίτηση γνώσεως δεύτερης γλώσσας σε ορισμένες προκηρύξεις διαγωνισμών. Μπορεί ενδεχομένως να υποστηριχθεί ότι έχει νόημα σε συνάρτηση, επί παραδείγματι, με την πρόσληψη υπαλλήλων διοικήσεως. Ωστόσο, στην αγγλική γλωσσική απόδοση της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων, ο όρος αυτός απαλείφθηκε και αντικαταστάθηκε –σκοπίμως, όπως μπορεί να υποτεθεί– από τον όρο «day-to-day work» [«καθημερινή εργασία»· στην ελληνική γλωσσική απόδοση της προσκλήσεως χρησιμοποιείται στο σημείο αυτό ο όρος «εξέταση των φακέλων»]. Εικάζεται ότι τούτο συνέβη επί της βάσεως ότι μεταξύ των καθηκόντων που αναμενόταν ότι θα αναλαμβάνουν οι οδηγοί, συνήθως (ή και ποτέ) δεν θα περιλαμβάνεται ο χειρισμός υποθέσεων. Ωστόσο, δεν συνέβη το ίδιο ούτε στη γαλλική ούτε στη γερμανική γλωσσική απόδοση του αντίστοιχου σημείου του κειμένου: αμφότερες αναφέρονταν σε «χειρισμό υποθέσεων» («traitement des dossiers» και «Bearbeitung von Akten» αντίστοιχα). Επομένως, κάθε άλλο παρά σαφές είναι το ποιες ήσαν οι προθέσεις του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, φρονώ i) ότι ο χειρισμός υποθέσεων πρέπει πράγματι να θεωρηθεί ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αποτελεί σύνηθες μέρος των καθηκόντων των οδηγών και ii) ότι η χρήση του όρου «day-to-day work» στην αγγλική γλώσσα δεν προσθέτει, στην πραγματικότητα, τίποτα επί της ουσίας, καθόσον τα επίμαχα ζητήματα αφορούν τις γλώσσες τις οποίες μπορεί να απαιτηθεί από τους επιτυχόντες να χρησιμοποιήσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη καλυφθεί επαρκώς με τις περιλαμβανόμενες στο κείμενο αναφορές στις εσωτερικές και εξωτερικές επικοινωνίες.


89      Βλ. τίτλο I της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων.


90      Βλ. σημείο 119 των παρουσών προτάσεων.


91      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752).


92      Βλ. άρθρο 27 του ΚΥΚ και άρθρο 12, παράγραφος 1, του ΚΛΠ αντιστοίχως.


93      Βλ. σημείο 134 των παρουσών προτάσεων.


94      Βλ., επίσης, σημείο 169 των παρουσών προτάσεων.


95      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 (C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 103).


96      Βλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑142/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:422, σκέψη 51), της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑164/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:417, σκέψη 51), της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑126/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:415, σκέψη 49), της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑218/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:416, σκέψη 37), της 16ης Οκτωβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑248/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:534, σκέψεις 45 έως 51), της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, Ιταλία και Ισπανία κατά Επιτροπής (T‑124/13 και T‑191/13, EU:T:2015:690, σκέψη 151), της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑275/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:1000, σκέψη 133), της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑295/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:997, σκέψη 191), της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑510/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:1001, σκέψη 162), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑353/14 και T‑17/15, EU:T:2016:495, σκέψη 213).


97      Απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑248/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:534, σκέψεις 45 έως 51).


98      Βλ. σκέψη 48 της εν λόγω αποφάσεως.


99      Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012 (C‑566/10 P, EU:C:2012:752).


100      Εξαιρουμένου, πρέπει να τονίσω, του Δικαστηρίου.


101      Βλ. σημείο 58 των παρουσών προτάσεων.


102      Βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752) και παρατιθέμενες υποθέσεις στην υποσημείωση 96 των παρουσών προτάσεων.


103      Βλ. προκήρυξη γενικού διαγωνισμού – EPSO/AD/338/17 – Διοικητικοί υπάλληλοι (AD 5) (ΕΕ 2017, C 99A, σ. 1), προκήρυξη γενικού διαγωνισμού – EPSO/AST-SC/06/17 – Γραμματείς/βοηθοί γραφείου (SC 1 και SC 2) (ΕΕ 2017, C 377A, σ. 1) και προκήρυξη γενικού διαγωνισμού – EPSO/AD/356/18 – Διοικητικοί υπάλληλοι (AD 5) (ΕΕ 2018, C 88A, σ. 1).


104      EPSO/AD/356/18 – Διοικητικοί υπάλληλοι (AD 5). Βλ. https://epso.europa.eu/apply/job-offers/news/3189_languages-candidates-2018-graduate-administrators-competition_en.


105      Στους δύο άλλους διαγωνισμούς, τα αντίστοιχα ποσοστά είχαν ως εξής: στον διαγωνισμό EPSO/AD/338/17 – Διοικητικοί υπάλληλοι (AD 5)] αγγλική γλώσσα 97,31 %, γαλλική 52,07 %, ισπανική 27,29 %, ιταλική 26,83 % και γερμανική 18,69 % (βλ. https://epso.europa.eu/apply/job-offers/news/2533_languages-candidates-graduate-administrators-2017-competition_en) και στον διαγωνισμό EPSO/AST-SC/06/17 – Γραμματείς/βοηθοί γραφείου (SC 1 και SC 2)] αγγλική γλώσσα 91,16 %, γαλλική 56,82 %, ιταλική 31,27 %, ισπανική 26,22 % και γερμανική 9,99 % (βλ. https://epso.europa.eu/apply/job-offers/news/2893_languages-candidates-secretaries-clerks-2017-competition_en).


106      Βλ. άρθρο 27 του ΚΥΚ, όσον αφορά την πρόσληψη μόνιμων υπαλλήλων, και βλ. γενικώς σημείο 148 των παρουσών προτάσεων.