Language of document : ECLI:EU:F:2015:103

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(μονομελές)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2015

Υπόθεση F‑72/11

Αναστάσιος Αναγνώστου κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδοι προαγωγών 2010 και 2011 – Πολλαπλασιαστικοί συντελεστές αναφοράς – Άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΚΥΚ – Μεταβατικά μέτρα για την περίοδο από 1ης Μαΐου 2004 έως 30 Απριλίου 2011 – Άρθρο 9 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ – Γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 45 του ΚΥΚ – Καθορισμός ανωτάτων ορίων προαγωγής – Μη εγγραφή στον πίνακα των προαχθέντων υπαλλήλων – Έννομο συμφέρον»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Α. Αναγνώστου και οι 24 λοιποί προσφεύγοντες ζητούν, κατά κύριο λόγο, πρώτον, την ακύρωση των αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί καθορισμού των ανωτάτων ορίων προαγωγής στους βαθμούς AD 13 και AD 14 για τις περιόδους προαγωγών 2010 και 2011 και, δεύτερον, την ακύρωση του πίνακα των υπαλλήλων που προάγονται στους βαθμούς AD 13 και AD 14 για την περίοδο προαγωγών 2010 καθώς και της σιωπηρής αποφάσεως της ΑΔΑ της Επιτροπής περί αρνήσεως προαγωγής πλειόνων υπαλλήλων στους βαθμούς AD 13 ή AD 14.

Απόφαση:      Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2010 περί μη προαγωγής των Α. Αντούλα, D. Bruni, Δ. Νικολαΐδου‑Καλλέργη και Α. Ξανθόπουλου ακυρώνονται. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα τέσσερα εικοστά πέμπτα των δικαστικών της εξόδων και καταδικάζεται στα τέσσερα εικοστά πέμπτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες. Οι προσφεύγοντες, πλην των Α. Αντούλα, D. Bruni, Δ. Νικολαΐδου‑Καλλέργη και Α. Ξανθόπουλου, φέρουν τα είκοσι ένα εικοστά πέμπτα των δικαστικών τους εξόδων και καταδικάζονται στα είκοσι ένα εικοστά πέμπτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Απόφαση περί καθορισμού ανωτάτων ορίων προαγωγής – Προπαρασκευαστική πράξη – Δεν εμπίπτει – Πράξη δυνάμενη να προσβληθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως περί καταρτίσεως του πίνακα των προαγομένων υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 45 και 90 § 2)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Έννομο συμφέρον – Πολλαπλασιαστικοί συντελεστές αναφοράς – Απόφαση περί καθορισμού ανωτάτων ορίων προαγωγής – Προσφυγή στρεφόμενη κατά αρνήσεως προαγωγής – Ανάγκη αποδείξεως της δυνατότητας να εμπίπτει ο προσφεύγων στο όριο προαγωγής – Απουσία αιτιάσεων αφορωσών ατομικά τον προσφεύγοντα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως μόνον οι πράξεις οι οποίες παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς την έννομη κατάστασή του. Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις η κατάρτιση των οποίων πραγματοποιείται σε περισσότερα στάδια, ιδίως στο πλαίσιο εσωτερικής διαδικασίας, όπως αυτή της διαδικασίας προαγωγής που προβλέπουν οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 45 του ΚΥΚ, συνιστούν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν μόνον τα μέτρα που καθορίζουν οριστικά τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά τη λήξη της διαδικασίας αυτής. Αντιθέτως, τα ενδιάμεσα μέτρα που αποσκοπούν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και μπορούν να προσβληθούν μόνον παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο προσφυγής κατά των ακυρώσιμων πράξεων.

Ο καθορισμός των ανωτάτων ορίων προαγωγής, είτε πρόκειται για τα ενδεικτικά είτε για τα οριστικά όρια, αποτελεί απλώς ένα από τα διαδοχικά στάδια της διαδικασίας προαγωγής, η οποία ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση του πίνακα των προαγομένων υπαλλήλων κατά τη συγκεκριμένη περίοδο προαγωγών. Μόνον όμως κατά τη δημοσίευση του εν λόγω πίνακα είναι δυνατόν να θιγεί η έννομη κατάσταση των προαγώγιμων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις περί καθορισμού ανωτάτων ορίων προαγωγής συνιστούν προπαρασκευαστικές πράξεις της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής περί καταρτίσεως του πίνακα των προαγομένων υπαλλήλων.

Εντούτοις, έστω και αν αυτού του είδους οι προπαρασκευαστικές πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς προσφυγής ακυρώσεως, η νομιμότητά τους μπορεί πάντοτε να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο προσφυγής βάλλουσας κατά της τελικής αποφάσεως.

Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων περί καθορισμού των ανωτάτων ορίων προαγωγής είναι απαράδεκτο.

(βλ. σκέψεις 38 έως 42)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2000, Vicente Nuñez κατά Επιτροπής, T‑10/99, EU:T:2000:60, σκέψη 28· της 5ης Μαρτίου 2003, Staelen κατά Κοινοβουλίου, T‑24/01, EU:T:2003:52, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 19ης Μαρτίου 2003, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, T‑188/01 έως T‑190/01, EU:T:2003:77, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 3ης Μαΐου 2007, Crespinet κατά Επιτροπής, T‑261/04, EU:T:2007:122, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2006, Aimi κ.λπ. κατά Επιτροπής, F‑47/06, EU:F:2006:134, σκέψη 64

2.      Ένας υπάλληλος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή υπέρ του νόμου ή προς το συμφέρον των θεσμικών οργάνων και δεν μπορεί να προβάλει, προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως, παρά μόνον αιτιάσεις που τον αφορούν ατομικά. Για να αποδείξει όμως το έννομο συμφέρον του να ακυρωθεί η απόφαση περί μη προαγωγής του, διότι δεν τηρήθηκε το φερόμενο ως εφαρμοστέο στον οικείο βαθμό ποσοστό προαγωγών, εναπόκειται στον υπάλληλο να αποδείξει ότι, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεώς του και, ιδίως, του συνολικού αριθμού των μονάδων προαγωγής που συγκέντρωσε, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ενέπιπτε στο ανώτατο όριο προαγωγών αν είχε εφαρμοσθεί το ανωτέρω ποσοστό προαγωγών.

Εντούτοις, κάθε περίοδος προαγωγών είναι κατ’ ανάγκη ανεξάρτητη από τις περιόδους προαγωγών που προηγήθηκαν ή έπονται αυτής, διότι οι υπάλληλοι τα προσόντα των οποίων πρέπει να συγκριθούν και τα ορισθέντα για τη σύγκριση αυτή κριτήρια διαφέρουν σε κάθε περίοδο προαγωγών. Κατά συνέπεια, αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι η μη προαγωγή στους οικείους βαθμούς μεγαλύτερου αριθμού υπαλλήλων κατά τη συγκεκριμένη περίοδο προαγωγών μπορεί να επηρεάσει τη θέση των προσφευγόντων στους πίνακες αξιολογήσεως για τους οικείους βαθμούς κατά τις μεταγενέστερες περιόδους προαγωγών και, συνεπώς, να καθυστερήσει την προαγωγή τους δεν θίγει άμεσα και ευθέως την έννομη κατάστασή τους.

(βλ. σκέψεις 56, 57 και 63)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2009, Sanchez Ferriz κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑492/07 P, EU:T:2009:116, σκέψεις 26 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Schönberger κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑26/14 P, EU:T:2014:887, σκέψη 39