Language of document : ECLI:EU:F:2010:138

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2010

Υπόθεση F-23/09

Maria Concetta Cerafogli

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Διορισμός υπαλλήλου ad interim — Ανακοίνωση κενής θέσεως — Βλαπτική πράξη — Συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας — Έννομο συμφέρον»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΚ, με την οποία η M. C. Cerafogli ζητεί την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως της ΕΚΤ της 17ης Ιουλίου 2008 περί διορισμού υπαλλήλου ως συμβούλου ad interim, δεύτερον, της δημοσιευθείσας ανακοινώσεως κενής θέσεως ECB/074/08, τρίτον, της αποφάσεως της 20ής Νοεμβρίου 2008 με την οποία διορίσθηκε ο M. L. στη θέση αυτή. Επίσης, αίτημα να υποχρεωθεί η ΕΚΤ σε αποκατάσταση ζημίας.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση διορισμού ad interim η οποία δεν επηρεάζει απευθείας και άμεσα τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου — Δεν εμπίπτει

(Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 36.2· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Έννομο συμφέρον

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Ανακοίνωση κενής θέσεως — Προϋποθέσεις αποκλείουσες τους υπαλλήλους που έχουν σειρά μεταθέσεως ή προαγωγής — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29, 90 και 91)

4.      Διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Αποδοτέα έξοδα — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Επιβάλλεται, κατ’ αναλογία, να εφαρμοσθεί στις προσφυγές που ασκούνται από υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η νομολογία σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων κατά την οποία μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως μόνον μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου, μεταβάλλοντας κατάφωρα τη νομική του κατάσταση.

Η ιδιότητα αυτή δεν αναγνωρίζεται όσον αφορά αποφάσεις διορισμού ad interim, οσάκις ο ενδιαφερόμενος δεν αποτελεί άμεσο συνάδελφο, του ιδίου ιεραρχικού επιπέδου, του υπαλλήλου τον οποίο αφορά η εν λόγω απόφαση.

(βλ. σκέψεις 34, 36 και 37)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Μαρτίου 1971, 48/70, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 713, σκέψη 27· 14 Φεβρουαρίου 1989, 346/87, Bossi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 303, σκέψη 23

ΔΔΔΕΕ: 18 Μαΐου 2006, F‑13/05, Corvoisier κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2006, σ. I‑A‑1‑19 και II‑A‑1‑65, σκέψη 40· 13 Ιανουαρίου 2010, F‑124/05 και F‑96/06, A και G κατά Επιτροπής, σκέψη 229

2.      Κάθε προσφεύγων οφείλει να έχει, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, έννομο συμφέρον, ενεστώς και πραγματικό, επαρκώς χαρακτηριζόμενο προς ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμφέρον που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Συναφώς, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως διορισμού ad interim ενός εκ των συναδέρφων του δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αποκλείσει το έννομο συμφέρον αυτού προς ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

Πάντως, τούτο δεν ισχύει όταν η επάνοδος του ενδιαφερόμενου στην εργασία είναι αβέβαιη. Υπό τις συνθήκες αυτές, καίτοι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η επάνοδος του ενδιαφερομένου στην εργασία του σε δεδομένο χρόνο, η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως δεν επιφέρει στον ενδιαφερόμενο καμία ωφέλεια επαρκώς χαρακτηριζόμενη.

(βλ. σκέψεις 39 έως 41)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 31 Μαΐου 1988, 167/86, Rousseau κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 2705, σκέψη 7

ΓΔΕΕ: 28 Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44

3.      Όταν υπάλληλος έχει σειρά να καταλάβει, διά προαγωγής ή μεταθέσεως, θέση προκηρυσσόμενη με ανακοίνωση κενής θέσεως, η ανακοίνωση αυτή αποτελεί πράξη θίγουσα τα συμφέροντα του εν λόγω υπαλλήλου στο μέτρο που οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του.

(βλ. σκέψη 47)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Ιουνίου 1975, 79/74, Küster κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1975, σ. 235, σκέψη 6· 11 Μαΐου 1978, 25/77, De Roubaix κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 347, σκέψη 8

ΔΔΔΕΕ: Corvoisier κ.λπ. κατά ΕΚΤ, ανωτέρω, σκέψη 42· 9 Ιουλίου 2009, F‑91/07, Torijano Montero κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ.  I‑A‑1‑253 και II‑A‑1‑1367, σκέψη 27

4.      Κατά τη λογική του συστήματος της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής, ως προβλέπεται στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι μπορούν να ενεργήσουν, κατά το στάδιο αυτό, χωρίς να προσφύγουν στις υπηρεσίες δικηγόρου, με αντιστάθμισμα ότι η διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις διοικητικές ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά, αντιθέτως, με ευρύτητα πνεύματος. Έτσι, στο πλαίσιο διαφορών για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, η αμοιβή που οφείλεται για τις υπηρεσίες οι οποίες παρασχέθηκαν από δικηγόρο κατά το στάδιο που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής δεν αποτελεί αποδοτέο δικαστικό έξοδο.

(βλ. σκέψη 63)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Μαΐου 2004, T‑34/03, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 2004, σ. I‑A‑143 και II‑639, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία