Language of document : ECLI:EU:C:2019:72

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 29ης Ιανουαρίου 2019 (1)

Γνωμοδότηση 1/17

Αίτηση γνωμοδοτήσεως την οποία υπέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου

«Γνωμοδότηση εκδοθείσα με βάση το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ – Συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου (ΣΟΕΣ) – Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών (ΕΔΕΚ) – Σύσταση δικαστηρίου και εφετείου – Συμβατότητα με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης – Επιταγή σεβασμού της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης και του δικαιοδοτικού συστήματός της – Εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την άσκηση, εκ μέρους της Ένωσης, της αρμοδιότητάς της για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας – Άρθρα 20 και 21 του Χάρτη – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Άρθρο 47 του Χάρτη – Δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο»






Περιεχόμενα


I. Εισαγωγή

II. Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η αίτηση γνωμοδοτήσεως

III. Η αίτηση γνωμοδοτήσεως του Βασιλείου του Βελγίου

Α. Επί της συμβατότητας της ΣΟΕΣ με την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης

1. Το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης ως εγγύηση της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης

2. Οι προϋποθέσεις καθιερώσεως ειδικού μηχανισμού επιλύσεως διαφορών δυνάμει των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση

3. Η επιταγή αμοιβαιότητας της προστασίας που παρέχεται στους επενδυτές εκάστου συμβαλλομένου μέρους

4. Ένας μηχανισμός συνεπής με την έλλειψη αμέσου αποτελέσματος της ΣΟΕΣ

5. Η απόφαση Achmea δεν προδικάζει τη συμβατότητα του ΔΣΕ με την επιταγή αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης

6. Οι προβλεπόμενες από τα συμβαλλόμενα μέρη εγγυήσεις για τη διατήρηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης

7. Το ΔΣΕ δεν θίγει την αποστολή των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης

8. Η συμβατότητα με τους σκοπούς της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης

9. Δεν είναι απαραίτητη η καθιέρωση μηχανισμού προηγούμενης εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου ούτε η δυνατότητα πλήρους ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων από τα δικαστήρια των κρατών μελών

Β. Επί της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και επί της επιταγής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης

Γ. Επί της συμβατότητας του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ με το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο

1. Γενικές παρατηρήσεις

2. Επί της προσβάσεως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ

3. Επί των όρων αμοιβής των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου

4. Επί των προϋποθέσεων διορισμού και ενδεχόμενης απομακρύνσεως των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου

5. Επί των κανόνων δεοντολογίας στους οποίους υπόκεινται τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου

IV. Πρόταση


I.      Εισαγωγή

1.        Στις 30 Οκτωβρίου 2016, ο Καναδάς, αφενός, και η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, αφετέρου, υπέγραψαν στις Βρυξέλλες «συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία» (στο εξής: ΣΟΕΣ), ευρέως γνωστή υπό το ακρωνύμιο CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement) (2).

2.        Όπως, ιδίως, και η συμφωνία επί της οποίας εκδόθηκε η γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017 (3), η ΣΟΕΣ αποτελεί «νέας γενιάς» συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών, καθόσον, πέραν των παραδοσιακών διατάξεων περί μειώσεως των τελωνειακών δασμών και των μη δασμολογικών εμποδίων που επηρεάζουν τις συναλλαγές στον τομέα των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, θεσπίζει κανόνες που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις επενδύσεις, τις δημόσιες συμβάσεις, τον ανταγωνισμό, την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας και την αειφόρο ανάπτυξη.

3.        Η ΣΟΕΣ, μολονότι έχει υπογραφεί, δεν έχει ακόμη συναφθεί κατά την έννοια του άρθρου 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, ως προς ορισμένα μέρη της, εφαρμόζεται σε προσωρινή βάση (4).

4.        Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι αίτηση γνωμοδοτήσεως που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στις 7 Σεπτεμβρίου 2017 από το Βασίλειο του Βελγίου, με βάση το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ.

5.        Η αίτηση γνωμοδοτήσεως του Βασιλείου του Βελγίου έχει ως εξής:

«Είναι συμβατή με τις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η [ΣΟΕΣ] μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της [Ένωσης] και των κρατών μελών της, αφετέρου, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 30 Οκτωβρίου 2016, όσον αφορά το κεφάλαιο 8 (“Επενδύσεις”), τμήμα ΣΤ (“Επίλυση επενδυτικών διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών”) της συμφωνίας αυτής;»

6.        Αντικείμενο του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 8.18 έως 8.45 της εν λόγω συμφωνίας, είναι η καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών (ΕΔΕΚ), επίσης γνωστού υπό το ακρωνύμιο ISDS System (Investor State Dispute Settlement System).

7.        Προς τούτο, το τμήμα αυτό προβλέπει τη σύσταση δικαστηρίου (στο εξής: δικαστήριο ή δικαστήριο της ΣΟΕΣ) και εφετείου (στο εξής: εφετείο ή εφετείο της ΣΟΕΣ) καθώς και, μακροπρόθεσμα, πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου και δευτεροβάθμιου μηχανισμού ενόψει του τερματισμού της λειτουργίας των αρχικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, επιδιώκεται η καθιέρωση «δικαστικού συστήματος για τις επενδύσεις» (στο εξής: ΔΣΕ), γνωστότερου υπό την αγγλική ονομασία Investment Court System (ICS), στο πλαίσιο του οποίου το δικαστήριο της ΣΟΕΣ πρόκειται να αποτελέσει το πρώτο στάδιο. Συνεπώς, το εν λόγω δικαστήριο συνιστά την πρώτη συγκεκριμένη εφαρμογή της μεταρρυθμίσεως του καθεστώτος ΕΔΕΚ η οποία σχεδιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2015 (5), κατόπιν της δημόσιας διαβουλεύσεως σχετικά με την προστασία των επενδύσεων και την ΕΔΕΚ (6). Ειδικότερα, το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ προβλέπει θεσμοποιημένο διαδικαστικό πλαίσιο για την επίλυση ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ επενδυτή ενός συμβαλλομένου μέρους και του άλλου μέρους αναφορικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή της ΣΟΕΣ, με σκοπό την αποκατάσταση των ελλείψεων που αποδίδονται στο κλασικό σύστημα ΕΔΕΚ.

8.        Η Ένωση, καθιερώνοντας αυτόν τον μεταρρυθμισμένο μηχανισμό στο πλαίσιο της ΣΟΕΣ, αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη συνολική μεταρρύθμιση του μοντέλου επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών, με τη μετεξέλιξη του σημερινού ad hoc συστήματος ΕΔΕΚ, το οποίο βασίζεται στις αρχές της διαιτησίας, σε ΔΣΕ, το οποίο θα καταλήξει στη σύσταση μόνιμου πολυμερούς δικαστηρίου (7).

9.        Στην αίτηση γνωμοδοτήσεως, το Βασίλειο του Βελγίου διατυπώνει αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ με τις Συνθήκες. Οι αμφιβολίες αυτές αφορούν, κατ’ ουσίαν, τις συνέπειες που επάγεται αυτό το τμήμα της συμφωνίας για την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, για τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την επιταγή αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης καθώς και για το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

II.    Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η αίτηση γνωμοδοτήσεως

10.      Το δίκαιο των διεθνών επενδύσεων περιλαμβάνει δύο διακριτά σκέλη, ένα ουσιαστικό, το οποίο αποτελείται από κανόνες για την προστασία των ξένων επενδύσεων, και ένα διαδικαστικό, το οποίο αφορά τον τομέα της διεθνούς διαιτησίας.

11.      Συναφώς, το καθεστώς ΕΔΕΚ καθιστά δυνατή την επίλυση διαφορών στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας επενδυτής εκτιμά ότι ορισμένο κράτος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από διεθνή επενδυτική συμφωνία. Ειδικότερα, η προσθήκη ρητρών περί του καθεστώτος ΕΔΕΚ σε διεθνή συμφωνία στον τομέα των επενδύσεων παρέχει στους ξένους επενδυτές τη δυνατότητα να υπαγάγουν τη διαφορά τους με το κράτος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η επένδυση όχι στα δικαστήρια του κράτους αυτού, αλλά σε ad hoc διαιτητικό δικαστήριο, με βάση τους κανόνες της εν λόγω συμφωνίας.

12.      Η άνθηση της διαιτησίας μεταξύ επενδυτών και κρατών είναι φαινόμενο σχετικά πρόσφατο, το οποίο αναπτύχθηκε ως απάντηση στις υποτιθέμενες ελλείψεις των δικαστικών συστημάτων ορισμένων κρατών υποδοχής και τη συνακόλουθη δυσπιστία των επενδυτών προς τα συστήματα αυτά. Ειδικότερα, ο εν λόγω τρόπος επιλύσεως διαφορών σκοπεί να παράσχει στους επενδυτές ένα ουδέτερο και αποτελεσματικό μέσο για την επίλυση της διαφοράς και συνεπώς να ενθαρρύνει τις επενδύσεις, καταπραΰνοντας τις ανησυχίες των οικονομικών φορέων που αποφασίζουν να επενδύσουν στην αλλοδαπή.

13.      Επομένως, η επενδυτική διαιτησία, ως τρόπος επιλύσεως διαφορών, καθοδηγήθηκε εξαρχής από τη βούληση των συμβαλλομένων μερών να αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς την επίλυση των διαφορών μεταξύ των ξένων επενδυτών και του κράτους υποδοχής (8). Αυτός ο τρόπος επιλύσεως διαφορών σκοπεί επίσης να αντικαταστήσει τη διπλωματική προστασία με την οποία το κράτος της ιθαγένειας του επενδυτή περιβάλλει την αξίωση του τελευταίου έναντι του κράτους υποδοχής της επενδύσεως (9). Εγγράφεται, κατά συνέπεια, στην τάση εξαιρέσεως των διαφορών που αφορούν τις επενδύσεις από το πολιτικό και διπλωματικό πεδίο. Περαιτέρω, η επίλυση των διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών αποτελεί εναλλακτική μέθοδο επιλύσεως διαφορών στον τομέα των επενδύσεων σε σχέση με τη διαιτησία μεταξύ κρατών, η οποία παρουσιάζει τα ίδια μειονεκτήματα με τη διπλωματική προστασία, δηλαδή, από τη σκοπιά του επενδυτή, τη σχέση εξαρτήσεως από το κράτος προελεύσεώς του και, από τη σκοπιά του κράτους αυτού, τον κίνδυνο επιβαρύνσεως των σχέσεών του με άλλα κράτη λόγω των ασκούμενων προσφυγών.

14.      Η Ένωση, αφότου απέκτησε εξωτερική αρμοδιότητα στον τομέα των άμεσων επενδύσεων, χρειάστηκε να διαμορφώσει ένα μοντέλο επιλύσεως των διαφορών σχετικά με την τήρηση των κανόνων προστασίας που περιέχονται στις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών τις οποίες έχει συνάψει με τρίτα κράτη (10). Ειδικότερα, οι ρήτρες διαιτησίας που περιέχονται στις διμερείς επενδυτικές συνθήκες θεωρούνται, στον τομέα του διεθνούς επενδυτικού δικαίου, ως κομβικό στοιχείο προστασίας των ξένων επενδύσεων στο κράτος υποδοχής.

15.      Ωστόσο, η επενδυτική διαιτησία στην κλασική μορφή της δέχεται επικρίσεις, οι οποίες αφορούν, ειδικότερα, την έλλειψη νομιμοποιήσεως και εγγυήσεων ανεξαρτησίας των διαιτητών, την έλλειψη συνοχής και προβλεψιμότητας των διαιτητικών αποφάσεων, την αδυναμία αναθεωρήσεως της εκδοθείσας διαιτητικής αποφάσεως, τον κίνδυνο «ρυθμιστικής ακινησίας» [regulatory chill] (11) και το υψηλό κόστος της διαδικασίας.

16.      Λαμβανομένων υπόψη των επικρίσεων που διατυπώνονται κατά της επενδυτικής διαιτησίας, η επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ένωσης και τρίτων κρατών με σκοπό την ανάπτυξη διμερών σχέσεων ελευθέρων συναλλαγών στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επενδύσεις δημιουργεί πολλαπλές προκλήσεις, πολιτικές και νομικές.

17.      Μεταξύ των προκλήσεων αυτών, μία από τις σημαντικότερες έγκειται στον καθορισμό ενός μοντέλου στο πλαίσιο του οποίου η Ένωση και τα κράτη μέλη της θα μπορέσουν να προσχωρήσουν από κοινού σε μια πρακτική διαιτησίας που αποτελεί τον κανόνα στον τομέα της επιλύσεως διαφορών σχετικά με την προστασία των ξένων επενδύσεων, αλλά με παράλληλες βελτιώσεις του κλασικού μοντέλου, προκειμένου, αφενός, να αντιμετωπιστούν οι επικρίσεις σχετικά με τη λειτουργία των διαιτητικών δικαστηρίων και τη νομιμοποίηση του μηχανισμού διαιτησίας μεταξύ επενδυτών και κρατών και, αφετέρου, να γίνουν σεβαστές οι θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τους μηχανισμούς επιλύσεως διαφορών εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης.

18.      Το μοντέλο που επελέγη εμφανίζει, από διάφορες απόψεις, πρωτότυπα γνωρίσματα τα οποία του προσδίδουν υβριδικό χαρακτήρα, καθιστώντας το ένα είδος συγκερασμού μεταξύ διαιτητικού δικαστηρίου και διεθνούς δικαστηρίου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ΣΟΕΣ, η Ένωση επέλεξε τη θεσμοποίηση και τη σταδιακή δικαστικοποίηση του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών στον τομέα των επενδύσεων, ισορροπώντας μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας στον τομέα της επενδυτικής διαιτησίας. Επιβάλλεται, στο σημείο αυτό, να τονιστεί η πειραματική διάσταση του εγχειρήματος, καθώς η Ένωση βρίσκεται στην πρωτοπορία μιας τάσης της οποίας η νομική εδραίωση δεν είναι ακόμη βέβαιη (12).

19.      Η Ένωση, κατά τη διεξαγωγή των σχετικών διαπραγματεύσεων με τρίτα κράτη, χρειάστηκε να επιδείξει ρεαλισμό, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η διαιτησία μεταξύ επενδυτών και κρατών θεωρείται από τους εταίρους της, καθώς και από τους ίδιους τους επενδυτές, ως απαραίτητη εγγύηση προστασίας των τελευταίων (13). Επομένως, άμεση επιδίωξη ήταν για την Ένωση η προσχώρηση σε αυτόν τον τρόπο επιλύσεως διαφορών αλλά με ταυτόχρονες βελτιώσεις, ενόψει, μακροπρόθεσμα, ουσιωδέστερων εξελίξεων, όπως το σχέδιο συστάσεως πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου (14).

20.      Κατά συνέπεια, η φυσιογνωμία του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών που καθιερώνει η ΣΟΕΣ εξελίχθηκε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, προκειμένου, ιδίως, να ληφθούν υπόψη τα πορίσματα δημόσιας διαβουλεύσεως που διεξήγαγε συναφώς η Επιτροπή (15). Ο ζωηρός διάλογος που αναπτύχθηκε σχετικά με τη σκοπιμότητα και τα χαρακτηριστικά του εν λόγω μηχανισμού εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι η διαιτησία στον τομέα των επενδύσεων αποτελεί πεδίο αντιπαραθέσεως των ιδιωτικών και των δημοσίων συμφερόντων. Συνεπώς, εγείρονται κατ’ ανάγκην ζητήματα που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στις δημόσιες πολιτικές.

21.      Προς το παρόν, η μεταρρύθμιση που δρομολογείται από την Ένωση, όπως εκφράζεται στη ΣΟΕΣ, στηρίζεται σε δύο βασικές πτυχές, ήτοι, αφενός, στη ρητή μνεία του δικαιώματος των συμβαλλομένων μερών να θεσπίζουν ρυθμίσεις υπέρ του γενικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με ειδικότερους κανόνες για την προστασία των επενδύσεων ώστε να αποτρέπονται οι υπερβολές κατά την ερμηνεία των κανόνων (16), και, αφετέρου, στη βούληση μεταβάσεως σε ένα δικαστικό σύστημα που θα χαρακτηρίζεται, ιδίως, από την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των μελών του καθώς και από τη διαφάνεια των διαδικασιών του.

22.      Το εν λόγω καθεστώς, το οποίο αποστασιοποιείται από την κλασική διαιτησία και πλησιάζει προς ένα σύστημα δικαστικού χαρακτήρα, αποτελεί, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας γνωμοδοτήσεως. Οι σχετικές με το καθεστώς αυτό διατάξεις της ΣΟΕΣ δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις που εφαρμόζονται σε προσωρινή βάση (17).

23.      Το εν λόγω καθεστώς, μολονότι τιτλοφορείται «Επίλυση επενδυτικών διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών», δεν καλύπτει μόνον τις περιπτώσεις στις οποίες επενδυτής κράτους μέλους υποβάλλει αξίωση κατά του Καναδά και στις οποίες Καναδός επενδυτής υποβάλλει αξίωση κατά κράτους μέλους, αλλά και τις περιπτώσεις στις οποίες Καναδός επενδυτής υποβάλλει αξίωση κατά της Ένωσης.

24.      Οι ουσιώδεις διατάξεις σχετικά με την οργάνωση και την καθιέρωση του ΔΣΕ περιλαμβάνονται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ. Ωστόσο, για ορισμένα θέματα γίνεται παραπομπή σε αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν από τη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ του άρθρου 26.1 της εν λόγω συμφωνίας.

25.      Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών είναι η σύσταση μόνιμου δικαστηρίου για την εξέταση των αξιώσεων που υποβάλλουν οι επενδυτές κατά ορισμένου μέρους (18). Το δικαστήριο απαρτίζεται από δεκαπέντε μέλη που διορίζονται από τη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ (19) για θητεία πέντε ετών, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μία φορά (20).

26.      Τα μέλη του δικαστηρίου πρέπει να διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ή να είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους, ενώ πρέπει να έχουν αποδεδειγμένη πείρα στο δημόσιο διεθνές δίκαιο (21). Τα μέλη του δικαστηρίου οφείλουν να είναι ανεξάρτητα και να συμμορφώνονται με κανόνες για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων (22). Το δικαστήριο εξετάζει τις υποθέσεις σε τμήματα που αποτελούνται συνήθως από τρία μέλη του δικαστηρίου, τα οποία διορίζονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου εκ περιτροπής, ώστε να διασφαλίζεται ότι η σύνθεση των τμημάτων είναι τυχαία και απρόβλεπτη (23).

27.      Οι διαιτητικές αποφάσεις του δικαστηρίου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εφέσεως ενώπιον μόνιμου εφετείου (24). Οι εφέσεις μπορούν να θεμελιωθούν, μεταξύ άλλων, σε σφάλματα περί το δίκαιο ή σε πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, συμπεριλαμβανομένης της εκτιμήσεως του συναφούς εγχώριου δικαίου (25). Τα μέλη του εφετείου διορίζονται από τη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ (26). Πρέπει να διαθέτουν τα ίδια προσόντα με τα μέλη του δικαστηρίου και υπόκεινται στους ίδιους κανόνες δεοντολογίας (27).

28.      Κατά το άρθρο 8.41, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, «[μ]ια διαιτητική απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν τμήμα είναι δεσμευτική μεταξύ των διάδικων μερών και σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση».

29.      Όσον αφορά τις ουσιαστικές διατάξεις, η νέα προσέγγιση συνδυάζει την επιβεβαίωση του δικαιώματος των μερών να θεσπίζουν ρυθμίσεις (28) με την προσπάθεια ειδικού προσδιορισμού των θεμελιωδών προστατευτικών κανόνων (29).

30.      Ειδικότερα, σκοπός της ΣΟΕΣ είναι να προωθήσει τις διασυνοριακές επενδύσεις μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά, προσφέροντας στους επενδυτές των συμβαλλομένων μερών υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδύσεών τους και διαφυλάσσοντας παράλληλα τη ρυθμιστική εξουσία εκάστου μέρους (30).

31.      Περαιτέρω, διευκρινίζω ότι, κατά την υπογραφή της ΣΟΕΣ, συμφωνήθηκε κοινή ερμηνευτική πράξη (31), η οποία, στο σημείο 6, περιλαμβάνει ειδικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις σχετικά με το ΔΣΕ. Επιπλέον, επ’ ευκαιρία της υπογραφής της συμφωνίας αυτής, η Επιτροπή και το Συμβούλιο κατέθεσαν τη δήλωση αριθ. 36, στην οποία επισημαίνουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την καθιέρωση του ΔΣΕ.

32.      Αφού παρατέθηκαν τα ανωτέρω περιγραφικά στοιχεία, επισημαίνω ευθύς εξαρχής ότι, ενόψει της απαντήσεως στην αίτηση γνωμοδοτήσεως του Βασιλείου του Βελγίου, δεν θα εξετάσω τις πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις του υπό κρίση ζητήματος, παρά τη σπουδαιότητά τους, καθώς επιβάλλεται να τονιστεί ότι εμπίπτει εξ ολοκλήρου στο περιθώριο εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να επιλέξουν, στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής, να προσχωρήσουν σε μια καθιερωμένη πρακτική διεθνούς διαιτησίας.

33.      Συνεπώς, δεν μου αναλογεί να εκτιμήσω κατά πόσον είναι σκόπιμο, από πολιτικής απόψεως, να προβλεφθεί αυτός ο τρόπος επιλύσεως διαφορών στις συμφωνίες που διαπραγματεύεται η Ένωση με τρίτα κράτη, ούτε να εκτιμήσω τον ενδεχόμενο οικονομικό αντίκτυπο του καθεστώτος ΕΔΕΚ όσον αφορά την προσέλκυση των ξένων επενδυτών και την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Τα ζητήματα αυτά εμπίπτουν στο ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (32). Η αντιμετώπισή τους καθορίζεται, εξάλλου, από τον δημοκρατικό διάλογο που διεξάγεται εντός της Ένωσης και στα κράτη μέλη. Οφείλω μόνο να εξετάσω κατά πόσον η σχεδιαζόμενη συμφωνία, καθόσον προσχωρεί στην πρακτική της επενδυτικής διαιτησίας προσαρμόζοντάς την ώστε να μετεξελιχθεί σε μοντέλο δικαστικής φύσεως, είναι, από αμιγώς νομική σκοπιά, συμβατή με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

III. Η αίτηση γνωμοδοτήσεως του Βασιλείου του Βελγίου

34.      Με την αίτηση γνωμοδοτήσεως, το Βασίλειο του Βελγίου επιδιώκει να συμβάλει στη διευκρίνιση του νομικού πλαισίου στο οποίο πρέπει να ενταχθεί η ΣΟΕΣ, χωρίς να λαμβάνει θέση σχετικά με την απάντηση που προσήκει στα ερωτήματα τα οποία υπέβαλε στο Δικαστήριο.

35.      Επίσης, το Βασίλειο του Βελγίου επισημαίνει ότι έχει επίγνωση του γεγονότος ότι επίκειται η λήψη ορισμένων μέτρων προς εκτέλεση της ΣΟΕΣ και της δηλώσεως αριθ. 36, πράγμα που ενδέχεται να ασκήσει επιρροή στη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου.

36.      Η αίτηση γνωμοδοτήσεως διαρθρώνεται γύρω από τα εξής τρία ζητήματα: την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την επιταγή αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης καθώς και το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

37.      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως του Βασιλείου του Βελγίου, επιβάλλεται να τονιστεί ο προληπτικός χαρακτήρας της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, «κατά το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει επί του συμβατού ορισμένης προς σύναψη συμφωνίας με τις διατάξεις των Συνθηκών. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην αποτροπή των περιπλοκών οι οποίες θα ανέκυπταν από ένδικες αμφισβητήσεις σχετικές με το αν διεθνείς συμφωνίες που δεσμεύουν την Ένωση είναι συμβατές με τις Συνθήκες» (33). Συγκεκριμένα, «δικαστική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται, ενδεχομένως, κατόπιν της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας που δεσμεύει την Ένωση, ότι η συμφωνία αυτή, λόγω είτε του περιεχομένου της είτε της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη σύναψή της, δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις των Συνθηκών, θα προκαλούσε ασφαλώς σοβαρές δυσχέρειες όχι μόνον εντός της Ένωσης, αλλά και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, και θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων, περιλαμβανομένων των τρίτων χωρών» (34).

38.      Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η ΣΟΕΣ, μολονότι έχει υπογραφεί, δεν έχει ακόμη συναφθεί κατά την έννοια του άρθρου 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ. Επομένως, η συμφωνία αυτή εξακολουθεί να είναι «σχεδιαζόμενη» κατά την έννοια του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ.

1.      Επί της συμβατότητας της ΣΟΕΣ με την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης

39.      Το Βασίλειο του Βελγίου υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 246 της γνωμοδοτήσεως 2/13, εξήγγειλε την «αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης».

40.      Επίσης, το εν λόγω κράτος μέλος υπενθυμίζει το σκεπτικό βάσει του οποίου το Δικαστήριο, στη γνωμοδότηση 1/09 της 8ης Μαρτίου 2011 (35), έκρινε ότι το σχέδιο διεθνούς συμφωνίας σχετικά με τη σύσταση δικαστηρίου ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ήταν ασύμβατο με το δίκαιο της Ένωσης.

41.      Το Βασίλειο του Βελγίου, αφού επισημαίνει ότι το άρθρο 8.18, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να εξετάζει αν ορισμένη πράξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης είναι συμβατή με τις διατάξεις των τμημάτων Γ και Δ του κεφαλαίου 8 της εν λόγω συμφωνίας, παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το δικαστήριο ενδέχεται να έρθει σε τακτική βάση αντιμέτωπο με ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Μνημονεύοντας το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, το Βασίλειο του Βελγίου σημειώνει ότι, αν δεν υπάρχει κρατούσα ερμηνεία, το ίδιο το δικαστήριο θα υποχρεωθεί να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης.

42.      Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, μολονότι η ΣΟΕΣ διαφέρει από τον μηχανισμό που εξετάστηκε στη γνωμοδότηση 1/09 στο μέτρο που το δικαστήριο δεν θα καλείται ευθέως να επιλύει τις εκκρεμείς ενώπιόν του διαφορές υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης ως εφαρμοστέου δικαίου, αλλά ούτε και να εξετάζει το κύρος πράξεων της Ένωσης, ωστόσο, το ΔΣΕ, όπως και οι μηχανισμοί που εξετάστηκαν στις γνωμοδοτήσεις 1/09 και 2/13, παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάζει τη συμβατότητα των διατάξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης με τις κρίσιμες διατάξεις της ΣΟΕΣ και να καθορίζει, προς τούτο, την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

43.      Στο μέτρο που το προβλεπόμενο στη ΣΟΕΣ καθεστώς ΕΔΕΚ δεν προβλέπει υποχρέωση αλλά ούτε και δυνατότητα του δικαστηρίου να υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (απουσία μηχανισμού προηγούμενης εξετάσεως), το Βασίλειο του Βελγίου διερωτάται αν το εν λόγω καθεστώς, το οποίο δύναται να οδηγήσει σε οριστικές διαιτητικές αποφάσεις δεσμευτικού χαρακτήρα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8.41, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας, είναι συμβατό με την αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

44.      Εν ολίγοις, το Βασίλειο του Βελγίου επιθυμεί να πληροφορηθεί αν η ΣΟΕΣ παραβιάζει ή όχι την αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Ζητεί, ειδικότερα, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της συμφωνίας αυτής αρκεί για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης ή αν, αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη του δεσμευτικού χαρακτήρα της διαιτητικής αποφάσεως, με βάση το άρθρο 8.41, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι παραβιάζεται η εν λόγω επιταγή ομοιόμορφης ερμηνείας, εγγυητής της οποίας είναι το Δικαστήριο.

45.      Προκειμένου να απαντήσω στο ανωτέρω σκέλος της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως, θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου από το σημείο στο οποίο το Δικαστήριο, στη γνωμοδότηση 2/15, σταμάτησε τη δική του. Ειδικότερα, στη γνωμοδότηση αυτή, το Δικαστήριο περιορίστηκε στην εξέταση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της όσον αφορά τις ουσιαστικές και διαδικαστικές πτυχές της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης στον τομέα των επενδύσεων.

46.      Συναφώς, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας απονεμήθηκε στην Ένωση αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα των άμεσων επενδύσεων, οι οποίες υπήχθησαν στο πεδίο της κοινής εμπορικής πολιτικής, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και από το άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η Ένωση διαθέτει συντρέχουσα αρμοδιότητα όσον αφορά τις λοιπές επενδύσεις πέραν των άμεσων (36).

47.      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα που διαθέτει η Ένωση με βάση το άρθρο 207 ΣΛΕΕ στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων εκτείνεται στο σύνολο των ουσιαστικών διατάξεων που περιλαμβάνονται συνήθως σε διμερή επενδυτική συνθήκη (37). Αντιθέτως, η αρμοδιότητα όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών αποτελεί συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών (38). Συναφώς, στη γνωμοδότηση 2/15, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι πρόκειται για καθεστώς «το οποίο αφαιρεί διαφορές από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών» και το οποίο πρέπει, κατά συνέπεια, να θεσπισθεί με τη συναίνεση των τελευταίων (39).

48.      Ωστόσο, στη γνωμοδότηση 2/15, το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης, από την άποψη της διατηρήσεως των ιδίων αρμοδιοτήτων της, του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών που προβλέπεται σε συμφωνία σχετική με τις ξένες επενδύσεις.

49.      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί, σε σχέση με συμφωνία αυτού του είδους με τον Καναδά, επί της δυνατότητας και επί των όρων συνύπαρξης ενός τέτοιου μηχανισμού επιλύσεως διαφορών με το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης.

1.      Το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης ως εγγύηση της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης

50.      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη γνωμοδότηση 2/13, «[π]ροκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της αυτονομίας της [έννομης τάξεως της Ένωσης], οι Συνθήκες έχουν καθιερώσει ένα δικαιοδοτικό σύστημα με σκοπό τη διασφάλιση της συνοχής και της ενότητας κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης» (40).

51.      Στο πλαίσιο αυτό, «εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο να εγγυώνται την πλήρη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό» (41).

52.      Αποστολή του Δικαστηρίου είναι να «εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών», με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Αυτή η αποστολή του Δικαστηρίου συνεπάγεται ευθύνη του για τη «διασφάλιση της αυτοτέλειας της έννομης τάξεως της Ένωσης, η οποία συστάθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο βάσει των Συνθηκών» (42).

53.      Στη γνωμοδότηση 1/09, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι μοιράζεται την εν λόγω ευθύνη με τα εθνικά δικαστήρια. Ειδικότερα, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, «[ό]πως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το Δικαστήριο και τα δικαστήρια των κρατών μελών μεριμνούν για τη διασφάλιση της τηρήσεως αυτής της έννομης τάξεως και του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης» (43).

54.      Το Δικαστήριο, βασιζόμενο επιπλέον στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, επισημαίνει ότι «εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει ιδίως της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζουν, εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους, την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης» (44).

55.      Επίσης, το Δικαστήριο τόνισε ότι «τα εθνικά δικαστήρια επιτελούν, σε συνεργασία με το Δικαστήριο, λειτουργία που τους έχει ανατεθεί από κοινού προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών» (45).

56.      Ειδικότερα, «ακρογωνιαίο λίθο του διαμορφωμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιοδοτικού συστήματος αποτελεί η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ η οποία, καθιερώνοντας τον διάλογο σε επίπεδο δικαιοδοτικών οργάνων ακριβώς μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης […], καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό δυνατή τη διασφάλιση της συνοχής του, της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του καθώς και, εν τέλει, του ιδιάζοντος χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες» (46).

57.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε μετ’ επιτάσεως «τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνταγματική δομή του [νομικού συστήματος της Ένωσης]» (47).

58.      Αυτή η ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, που χαρακτηρίζεται από διαρκή διάλογο, αποτυπώνει και ταυτόχρονα προστατεύει την ιδιαίτερη έννομη τάξη της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο επιδιώκει να περιφρουρήσει την εν λόγω σχέση έναντι οποιουδήποτε στοιχείου ικανού να την θίξει.

59.      Παρά ταύτα, υπογραμμίζω ευθύς εξαρχής ότι η διατήρηση της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης δεν ισοδυναμεί με αυτάρκεια (48). Επιτάσσει απλώς και μόνο να μην θίγεται η ακεραιότητα της εν λόγω έννομης τάξεως, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να έχει τον τελευταίο λόγο όσον αφορά το περιεχόμενο του δικαίου της Ένωσης καθώς και στη συνεργασία που το Δικαστήριο διατηρεί, προς τον σκοπό αυτόν, με τα δικαστήρια των κρατών μελών.

2.      Οι προϋποθέσεις καθιερώσεως ειδικού μηχανισμού επιλύσεως διαφορών δυνάμει των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση

60.      Κατά πάγια νομολογία, οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δυνάμει των διατάξεων των Συνθηκών αποτελούν, όσο την αφορά, πράξεις των θεσμικών οργάνων της (49). Εξ αυτού του λόγου, τέτοιες συμφωνίες αποτελούν, από την έναρξη ισχύος τους, αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης (50). Με βάση το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, «[ο]ι συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη». Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «οι συμφωνίες αυτές υπερισχύουν των διατάξεων του παραγώγου […] δικαίου [της Ένωσης]» (51). Άρα η ΣΟΕΣ, από τη στιγμή που θα τεθεί σε ισχύ, θα ενσωματωθεί αυτομάτως στην έννομη τάξη της Ένωσης, της οποίας θα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος όπως και οι λοιπές πηγές δικαίου της Ένωσης (52).

61.      Επιπλέον, από το άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ και από το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι «το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, μέσω προδικαστικών αποφάσεων, επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης χωρίς καμία εξαίρεση» (53), όπερ περιλαμβάνει και τις διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση. Επίσης, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο «να αποφαίνεται ως προς την ερμηνεία των αποφάσεων του οργάνου που έχει θεσπιστεί με τη συμφωνία και επιφορτιστεί με την εφαρμογή της» (54).

62.      Πάντως, επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η υπόμνηση ότι η δυνατότητα εφαρμογής των συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ή των εθνικών δικαστηρίων υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, ιδίως όταν το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι συμφωνίες αυτές δεν απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα που επιδέχονται δικαστική επίκληση. Συναφώς, το Δικαστήριο εξετάζει τη φύση και την οικονομία της οικείας διεθνούς συμφωνίας και εξακριβώνει κατά πόσον οι διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας παρίστανται, από απόψεως περιεχομένου, άνευ αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς (55).

63.      Όσον αφορά τη ΣΟΕΣ, η εξέταση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, του κατά πόσον η συμφωνία αυτή δύναται ή όχι να παραγάγει άμεσο αποτέλεσμα παρέλκει, στο μέτρο που το άρθρο 30.6 της εν λόγω συμφωνίας εκφράζει τη ρητή βούληση των μερών να αποκλείσουν το άμεσο αποτέλεσμα. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι η ΣΟΕΣ δεν μπορεί να τύχει «άμεση[ς επικλήσεως] στην εγχώρια έννομη τάξη των μερών» (56). Ως εκ τούτου, η σχεδιαζόμενη συμφωνία, μολονότι θα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης όταν τεθεί σε ισχύ, δεν θα μπορεί να τύχει άμεσης επικλήσεως εντός της εν λόγω έννομης τάξεως. Συνεπώς, τα δικαστήρια της Ένωσης και τα δικαστήρια των κρατών μελών δεν θα μπορούν να προβούν σε άμεση εφαρμογή της συμφωνίας αυτής στο πλαίσιο των εκκρεμών ενώπιόν τους διαφορών. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για δύο νομικά συστήματα τα οποία συνυπάρχουν και οι αλληλεπιδράσεις των οποίων έχουν περιοριστεί σκοπίμως.

64.      Προκειμένου διεθνής συμφωνία που έχει συναφθεί από την Ένωση να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της τελευταίας, πρέπει οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής να συνάδουν πλήρως με τις διατάξεις των Συνθηκών και με τις εξ αυτών απορρέουσες συνταγματικές αρχές (57). Επομένως, για να διασφαλίζεται η συνταγματική αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης, οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η τελευταία με τρίτα κράτη δεν πρέπει να θίγουν την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ «της διεθνούς προελεύσεως και του ειδικού χαρακτήρα του δικαίου της Ένωσης» (58).

65.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι «διεθνής συμφωνία η οποία προβλέπει τη σύσταση δικαιοδοτικού οργάνου επιφορτισμένου με την ερμηνεία των διατάξεών της και του οποίου οι αποφάσεις δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, δεν είναι καταρχήν ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης» (59). Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, «η αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα των διεθνών σχέσεων και η ικανότητά της να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα τη δυνατότητά της να δεσμεύεται από αποφάσεις δικαιοδοτικού οργάνου που έχει συσταθεί ή ορισθεί δυνάμει τέτοιων συμφωνιών, όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεών τους» (60). Στη γνωμοδότηση 2/15, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, ομοίως, η αρμοδιότητα της Ένωσης για σύναψη διεθνών συμφωνιών συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την ευχέρεια συμμορφώσεώς της στις αποφάσεις «ενός οργάνου το οποίο, μολονότι δεν συνιστά τυπικώς δικαιοδοτικό όργανο, επιτελεί κατ’ ουσίαν δικαιοδοτικές λειτουργίες» (61).

66.      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι «μια διεθνής συμφωνία μπορεί να έχει συνέπειες επί των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί σε αυτό μόνον εφόσον πληρούνται οι ουσιώδεις προϋποθέσεις για τη διαφύλαξη της φύσεως των εν λόγω αρμοδιοτήτων και, ακολούθως, μόνον εφόσον δεν θίγεται η αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης» (62).

67.      Κατά το Δικαστήριο, «[η] διασφάλιση […] της αυτoνoμίας της […] έννoμης τάξεως [της Ένωσης] πρoϋπoθέτει, αφενός, ότι oι αρμoδιότητες της [Ένωσης] και τωv oργάνων της, όπως αυτές πρoβλέπoνται στη Συνθήκη, δεν θα υπoστoύν αλλoίωση» (63). Συνεπάγεται, αφετέρου, ότι ο επίμαχος μηχανισμός επιλύσεως διαφορών δεν έχει «ως αποτέλεσμα να επιβάλλ[ει] στην [Ένωση] και στα όργανά της, κατά την άσκηση των εσωτερικών αρμοδιοτήτων τους, ορισμένη ερμηνεία των κανόνων του [δικαίου της Ένωσης]» (64).

68.      Ειδικότερα, στη γνωμοδότηση 2/13, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «η παρεμβολή οργάνων στα οποία η [Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (65)] έχει αναθέσει αρμοδιότητες προς λήψη αποφάσεων, όπως αυτή προβλέπεται από τη σχεδιαζόμενη συμφωνία, δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στην Ένωση και στα θεσμικά όργανά της, κατά την άσκηση των εσωτερικών αρμοδιοτήτων τους, μια συγκεκριμένη ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης» (66).

69.      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη γνωμοδότηση 1/09, έχει εκδώσει θετικές γνωμοδοτήσεις όσον αφορά την καθιέρωση, δυνάμει διεθνών συμφωνιών, δικαιοδοτικών συστημάτων τα οποία σκοπούσαν, κατ’ ουσίαν, στην επίλυση διαφορών σχετικών με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων των υπό εξέταση διεθνών συμφωνιών και τα οποία δεν έθιγαν τις αρμοδιότητες των δικαστηρίων των κρατών μελών όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ούτε τη δυνατότητα ή ενδεχομένως την υποχρέωση αυτών να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα και την αρμοδιότητα του τελευταίου να δίδει απάντηση σ’ αυτά (67). Αντιθέτως, το Δικαστήριο αντιτάχθηκε στη σύσταση διεθνούς δικαστηρίου το οποίο καλούνταν να ερμηνεύει και να εφαρμόζει όχι μόνον τις διατάξεις της συμφωνίας δυνάμει της οποίας επρόκειτο να συσταθεί, αλλά και άλλα νομοθετήματα της Ένωσης, και το οποίο μπορούσε να κληθεί να εκδικάσει εκκρεμή ενώπιόν του διαφορά από απόψεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των γενικών αρχών του δικαίου του Ένωσης ή ακόμη και να εξετάσει το κύρος πράξεως της Ένωσης (68).

70.      Επομένως, πρέπει να διερευνηθεί αν η αρμοδιότητα που απονέμεται με βάση το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ για την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της τελευταίας ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και, ιδιαιτέρως, στο Δικαστήριο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους απονέμουν οι Συνθήκες, συγκεκριμένης ερμηνείας των κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, μήπως το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ παραβιάζει την «αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης» (69);

71.      Πριν πραγματευτώ το ζήτημα αυτό, φρονώ ότι πρέπει πρώτα να εκθέσω τους λόγους για τους οποίους, κατά την εξέταση του ερωτήματος αν το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ θίγει την αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη η επιταγή αμοιβαιότητας της προστασίας που παρέχεται στους επενδυτές εκάστου συμβαλλομένου μέρους.

3.      Η επιταγή αμοιβαιότητας της προστασίας που παρέχεται στους επενδυτές εκάστου συμβαλλομένου μέρους

72.      Όταν πραγματοποιείται επένδυση σε κράτος μέλος της Ένωσης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η επένδυση υπόκειται στην εφαρμογή του δικαίου αυτού του κράτους, αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελεί το δίκαιο της Ένωσης. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με την εφαρμογή αυτού του δικαίου, τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους οφείλουν να επιλύσουν τη διαφορά με βάση το δίκαιο του οποίου την τήρηση έχουν ως αποστολή να διασφαλίζουν, ενδεχομένως μετά την υποβολή αιτήσεως στο Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Ο επενδυτής, προσφεύγοντας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ενδέχεται να επιδιώκει την ακύρωση εθνικού μέτρου και/ή την επιδίκαση αποζημιώσεως.

73.      Συνεπώς, κάθε καναδική επιχείρηση που πραγματοποιεί επένδυση σε κράτος μέλος της Ένωσης υπόκειται, όσον αφορά την εν λόγω επένδυση, στο δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, το οποίο περιλαμβάνει και το δίκαιο της Ένωσης. Είναι σαφές ότι επενδυτής από τρίτο κράτος που επιθυμεί να επενδύσει σε κράτος μέλος θα έχει στη διάθεσή του ένα σύνολο κανονιστικών διατάξεων προστατευτικών της επενδύσεως αυτής καθώς και ένδικα βοηθήματα για τη διεκδίκηση των αξιώσεών του. Ωστόσο, χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού και χωρίς να καταλογίζεται κακή πρόθεση σε βάρος των εμπορικών εταίρων της Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένο ότι οι επενδυτές της Ένωσης θα διαθέτουν, στα τρίτα κράτη με τα οποία η Ένωση επιθυμεί να αναπτύξει σχέσεις στον επενδυτικό τομέα, ισοδύναμο επίπεδο προστασίας από ουσιαστικής και διαδικαστικής απόψεως. Για τον λόγο αυτό, η Ένωση οφείλει, κατά την άσκηση της εμπορικής πολιτικής της, να διαπραγματεύεται με τα εν λόγω τρίτα κράτη, επί τη βάσει αμοιβαιότητας, ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες προστασίας των επενδύσεων που πραγματοποιούνται μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών.

74.      Κατά συνέπεια, η ύπαρξη διαφορετικών προτύπων προστασίας στο εγχώριο δίκαιο των συμβαλλομένων μερών καθιστά απαραίτητη τη σύναψη διμερούς συμφωνίας που θα παρέχει στους επενδυτές εκάστου συμβαλλομένου μέρους τη δυνατότητα να απολαύουν όμοιας προστασίας όταν πραγματοποιούν επένδυση στο έδαφος του άλλου μέρους.

75.      Η διαπραγμάτευση της ΣΟΕΣ διεξήχθη επί τη βάσει αμοιβαιότητας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Ειδικότερα, η συμφωνία αυτή σκοπεί να παράσχει στους επενδυτές εκάστου μέρους ισοδύναμη ουσιαστική και διαδικαστική προστασία. Επομένως, με το εν λόγω είδος συμφωνιών επιδιώκεται οι επιχειρήσεις της Ένωσης που επενδύουν σε τρίτα κράτη, αφενός, και οι επιχειρήσεις τρίτων κρατών που επενδύουν στην Ένωση, αφετέρου, να δρουν σε ισότιμη βάση. Υπό την οπτική αυτή, το πρότυπο ουσιαστικής και διαδικαστικής προστασίας του οποίου απολαύουν οι επιχειρήσεις της Ένωσης που επενδύουν σε τρίτα κράτη πρέπει να είναι ισοδύναμο με εκείνο του οποίου απολαύουν οι επιχειρήσεις των τρίτων κρατών που επενδύουν στην Ένωση.

76.      Ειδικότερα, λόγω του φόβου των ξένων επενδυτών ότι, αν προσφύγουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ενδέχεται να βρεθούν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους εγχώριους επενδυτές, παρέχεται σε αμφοτέρους η δυνατότητα προσβάσεως σε ειδικό μηχανισμό επιλύσεως διαφορών.

77.      Συναφώς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η αμοιβαιότητα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μία εκ των κατευθυντηρίων αρχών που διέπουν τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης (70). Η εφαρμογή της αμοιβαιότητας στις εξωτερικές συμβατικές σχέσεις της Ένωσης δικαιολογείται από το γεγονός ότι η Ένωση, ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, υπόκειται στους κανόνες διεθνούς δικαίου στους οποίους έχει οικειοθελώς προσχωρήσει, αναπόσπαστο μέρος των οποίων αποτελεί η υποχρέωση αμοιβαιότητας (71).

78.      Στο μέτρο που η ΣΟΕΣ βασίζεται στην απαίτηση αμοιβαίας προστασίας των επενδυτών εκάστου συμβαλλομένου μέρους, οι φορείς που διαπραγματεύτηκαν τη συμφωνία αυτή εκτίμησαν ότι ήταν απαραίτητο να περιληφθούν στην εν λόγω συμφωνία διατάξεις, όπως αυτές των τμημάτων Γ και Δ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, οι οποίες υποχρεώνουν έκαστο των συμβαλλομένων μερών να παρέχει στους επενδυτές του άλλου μέρους κατάλληλη και ισοδύναμη προστασία. Αυτή η επιδίωξη αμοιβαιότητας ελήφθη υπόψη στη γνωμοδότηση 2/15, καθόσον το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, «λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και οι άνευ περιορισμών πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, που προβλέπονται από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ, δεν μπορούν τυπικώς να αντιταχθούν στα τρίτα κράτη, η σύναψη διεθνών συμφωνιών που συμβάλλουν στην εδραίωση αυτής της ελεύθερης κινήσεως επί τη βάσει αμοιβαιότητας δύναται να χαρακτηρισθεί αναγκαία για την πλήρη πραγμάτωση της ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων, η οποία αποτελεί έναν εκ των στόχων του τίτλου IV (“Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων”) του τρίτου μέρους (“Οι εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης”) της Συνθήκης ΛΕΕ» (72).

79.      Όπως επισήμανε η Επιτροπή στο έγγραφο προβληματισμού της 5ης Μαΐου 2015 (73), «[δ]εδομένου [ότι η Ένωση] εγγυάται υψηλό επίπεδο ενισχύσεως και προστασίας των επενδύσεων στο έδαφός της, φροντίζει κατά λογική αναγκαιότητα να διασφαλίζει ανάλογες, αξιόπιστες και αποτελεσματικές εγγυήσεις όσον αφορά τις ευρωπαϊκές επενδύσεις και τους Ευρωπαίους επενδυτές στο εξωτερικό» (74).

80.      Ως εκ τούτου, η ικανότητα της Ένωσης να προάγει και να ευνοεί τη δραστηριότητα των επενδυτών της Ένωσης σε τρίτα κράτη και να προσελκύει ξένους επενδυτές στο έδαφός της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σύναψη συμφωνιών με τρίτα κράτη, προκειμένου να προβλέπεται κατάλληλη και αμοιβαία προστασία των εν λόγω επενδύσεων.

81.      Η θέσπιση, στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας μεταξύ, αφενός, της Ένωσης και των κρατών μελών της και, αφετέρου, τρίτου κράτους, επί τη βάσει αμοιβαιότητας, κανόνων ουσιαστικής και διαδικαστικής προστασίας στον τομέα των επενδύσεων εξηγείται από το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ αυτών των συμβαλλομένων μερών δεν βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, αντιθέτως προς τα όσα ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών.

82.      Όπως υπενθύμισε πρόσφατα το Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (75), «[τ]ο δίκαιο της Ένωσης εδράζεται, συνεπώς, στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη, και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό, μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές» (76). Εντούτοις, οι σχέσεις της Ένωσης με τρίτα κράτη δεν εδράζονται στην ίδια παραδοχή. Επομένως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, όταν διαπραγματεύονται συμφωνία όπως η ΣΟΕΣ, επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι οι επενδυτές της Ένωσης θα απολαύουν στα τρίτα κράτη του ίδιου επιπέδου προστασίας με αυτό που η Ένωση και τα κράτη μέλη της παρέχουν στους ξένους επενδυτές. Υπό την έννοια αυτή, επιδιώκεται αμοιβαιότητα επί τη βάσει ενός προτύπου προστασίας που αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης διαπραγματεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, τα οποία προσπαθούν να συμφωνήσουν επί των κανόνων προστασίας που είναι πρόθυμα να χορηγήσουν αμοιβαίως στους επενδυτές εκάστου εκ των δύο αυτών μερών.

83.      Προκειμένου να καθοριστούν οι εν λόγω κανόνες προστασίας των ξένων επενδύσεων, απαιτείται επίσης να προσδιοριστούν η φύση και οι λεπτομέρειες του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών με τον οποίο θα διασφαλιστεί η τήρηση των εν λόγω κανόνων.

84.      Ειδικότερα, έκαστο συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει κατ’ ανάγκην εμπιστοσύνη στο δικαιοδοτικό σύστημα του άλλου μέρους όσον αφορά τη διασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων της συμφωνίας. Επομένως, αυτά τα δύο μέρη επιβάλλεται να συμφωνήσουν σε έναν ουδέτερο μηχανισμό επιλύσεως διαφορών, ο οποίος, με βάση τα χαρακτηριστικά του, θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στα δύο μέρη καθώς και στους επενδυτές. Καθησυχάζοντας τους ξένους επενδυτές όσον αφορά την προστασία των επενδύσεών τους, το κράτος υποδοχής θα είναι σε θέση να προσελκύσει νέες επενδύσεις. Αυτός είναι ο κύριος στόχος των συμφωνιών στον τομέα των επενδύσεων. Από αυτή την άποψη, η καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μπορεί να θεωρηθεί ως ο ακρογωνιαίος λίθος του θεσπιζόμενου καθεστώτος προστασίας.

85.      Επομένως, ο προβληματισμός σχετικά με το αν στο πλαίσιο της ΣΟΕΣ διατηρείται επαρκώς η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπόψη τον αμοιβαίο χαρακτήρα της επιδιωκόμενης ουσιαστικής και διαδικαστικής προστασίας (77).

86.      Στο πλαίσιο του προβληματισμού αυτού, το γεγονός ότι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος της σχεδιαζόμενης συμφωνίας είναι ο Καναδάς, το δικαστικό σύστημα του οποίου θεωρείται ότι παρέχει επαρκείς εγγυήσεις, δεν είναι, κατ’ εμέ, αποφασιστικής σημασίας, καθώς πρόκειται στην πραγματικότητα για τυποποιημένο μηχανισμό, ο οποίος προορίζεται να περιληφθεί σε διεθνείς συμφωνίες με τρίτα κράτη που ενδέχεται να μην παρέχουν τις ίδιες εγγυήσεις. Επομένως, η ανάλυση δεν πρέπει να διαφέρει ανάλογα με το τρίτο κράτος περί του οποίου πρόκειται, καθώς ζητούμενο είναι να καθοριστεί ένα μοντέλο το οποίο συνάδει με τις αρχές που διαπνέουν την έννομη τάξη της Ένωσης και το οποίο, ταυτόχρονα, μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις εμπορικές συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και τρίτων κρατών. Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα διαδικασία διαπιστώθηκε η ύπαρξη αποκλίσεων όσον αφορά την ουσιαστική προστασία που παρέχεται στους ξένους επενδυτές σε έκαστο εκ των συμβαλλομένων μερών (78).

87.      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, αν υποτεθεί ότι, από τη σκοπιά της Ένωσης, μπορεί να φαίνεται περιττή η πρόβλεψη, σε διεθνή επενδυτική συμφωνία, κανόνων προστασίας των επενδυτών οι οποίοι ενδέχεται, από ορισμένες απόψεις, να επαναλαμβάνουν κανόνες που ήδη ισχύουν στο δίκαιο της Ένωσης, και, κατά συνέπεια, να θέτουν εν αμφιβόλω την καθιέρωση ειδικού μηχανισμού επιλύσεως διαφορών, επιβάλλεται να τονιστεί ότι αυτή η συλλογιστική δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν υφίσταται κατ’ ανάγκην συμμετρία μεταξύ του επιπέδου προστασίας, ουσιαστικής και διαδικαστικής, που ισχύει εντός της Ένωσης και εντός των τρίτων κρατών με τα οποία η Ένωση επιθυμεί να αναπτύξει τις σχέσεις της στον τομέα των επενδύσεων. Αυτή ακριβώς η ενδεχόμενη ασυμμετρία καθιστά αναγκαία τη διαπραγμάτευση κοινού προτύπου ουσιαστικής και διαδικαστικής προστασίας, το οποίο και μόνο δύναται να εγγυηθεί την αμοιβαιότητα στην εφαρμογή της οικείας συμφωνίας και να διασφαλίσει στους επενδυτές της Ένωσης αποτελεσματική και ομοιόμορφη προστασία κατά την ανάπτυξη επενδυτικών δραστηριοτήτων σε τρίτα κράτη.

88.      Σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζονται ενίοτε, φρονώ ότι η καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών, όπως ο εξεταζόμενος εν προκειμένω, δεν θέτει εν αμφιβόλω το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης και των κρατών μελών της ούτε την ικανότητα του συστήματος αυτού να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά, ανεξάρτητα και αμερόληπτα τις προσφυγές των ξένων επενδυτών. Η Ένωση, με την καθιέρωση τέτοιου μηχανισμού στο πλαίσιο των διμερών σχέσεών της στον τομέα των επενδύσεων, επιδιώκει να ανταποκριθεί στην ανάγκη ουδετερότητας και εξειδικεύσεως κατά την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται ότι αυτό θα ωφελήσει και τους Ευρωπαίους επενδυτές κατά την ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε τρίτα κράτη.

89.      Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών που προβλέπεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, επιβάλλεται να διευρυνθεί η οπτική γωνία και να ληφθεί υπόψη η ανάγκη προστασίας των επενδυτών της Ένωσης κατά την ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε τρίτα κράτη.

90.      Εξάλλου, η υιοθέτηση της ανωτέρω οπτικής γωνίας αποδυναμώνει ουσιωδώς το επιχείρημα ότι υφίσταται σημαντική επικάλυψη μεταξύ των κανόνων προστασίας των επενδύσεων που ισχύουν στο δίκαιο της Ένωσης και εκείνων που προβλέπονται στη ΣΟΕΣ, πράγμα που θα καθιστούσε περιττή την καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών επιπλέον των ενδίκων βοηθημάτων τα οποία μπορούν να ασκηθούν ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης και των κρατών μελών.

4.      Ένας μηχανισμός συνεπής με την έλλειψη αμέσου αποτελέσματος της ΣΟΕΣ

91.      Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «τα όργανα της Ένωσης τα οποία είναι αρμόδια για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη [συμφωνίας μεταξύ της τελευταίας και τρίτων κρατών] είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν με τα ενδιαφερόμενα τρίτα κράτη τα αποτελέσματα που οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής πρέπει να παράγουν στην εσωτερική έννομη τάξη των συμβαλλομένων μερών» (79). Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, στην πράξη, όλες οι συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών που συνήψε πρόσφατα η Ένωση αποκλείουν ρητώς το άμεσο αποτέλεσμά τους. Ο κύριος λόγος αποκλεισμού του αμέσου αποτελέσματος των συμφωνιών αυτών έγκειται στη διασφάλιση πραγματικής αμοιβαιότητας μεταξύ των μερών, κατά τρόπο συνεπή με τους σκοπούς της κοινής εμπορικής πολιτικής.

92.      Αναφορικά με τη δυνατότητα επικλήσεως της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που υπεγράφη στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994, καθώς και των συμφωνιών που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 3 της συμφωνίας αυτής (στο εξής, από κοινού: συμφωνίες ΠΟΕ) (80), ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ενόψει της εκτιμήσεως της συμβατότητας του δικαίου της Ένωσης με τις συμφωνίες αυτές, το Δικαστήριο, στη συλλογιστική που ακολούθησε προκειμένου να αποκλείσει κατ’ αρχήν την εν λόγω δυνατότητα επικλήσεως (81), έλαβε υπόψη την επιταγή «αμοιβαιότητας» ούτως ώστε «τα νομοθετικά ή εκτελεστικά όργανα της Ένωσης [να μην στερηθούν] το περιθώριο χειρισμών το οποίο έχουν τα ανάλογα όργανα των εμπορικών εταίρων της Ένωσης» (82). Συναφώς, το Δικαστήριο, προκειμένου να διαμορφώσει τη δική του κρίση, λαμβάνει υπόψη τη θέση των εν λόγων εταίρων σχετικά με τη δυνατότητα ευθείας επικλήσεως των συμφωνιών ΠΟΕ, υπογραμμίζοντας ότι «ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη, και μεταξύ αυτών οι σημαντικότεροι από εμπορικής απόψεως εταίροι της Ένωσης, συνήγαγαν, υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού των συμφωνιών ΠΟΕ, ακριβώς το συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στους κανόνες με γνώμονα τους οποίους τα δικαστικά τους όργανα ελέγχουν τη νομιμότητα των κανόνων του εσωτερικού τους δικαίου» (83). Το Δικαστήριο τονίζει ότι «[μ]ια τέτοια έλλειψη αμοιβαιότητας, αν γινόταν δεκτή, θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο να υπάρξει ανισορροπία στην εφαρμογή των συμφωνιών του ΠΟΕ» (84). Συνεπώς, η λύση που υιοθετήθηκε φανερώνει τη βούληση του Δικαστηρίου, το οποίο μεριμνά για τη διατήρηση της αμοιβαιότητας κατά την εφαρμογή της συμφωνίας, να μην περιέλθει η Ένωση σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να περιφρουρηθεί η θέση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή (85).

93.      Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν να αποκλείσουν ρητώς το άμεσο αποτέλεσμα της ΣΟΕΣ (86).

94.      Προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής και, συνεπώς, να διατηρηθεί η αμοιβαιότητα κατά την εφαρμογή των δεσμεύσεων που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους, τα εν λόγω μέρη αποφάσισαν να καθιερώσουν ειδικό μηχανισμό επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών. Επομένως, ο αποκλεισμός του αμέσου αποτελέσματος της εν λόγω συμφωνίας ενισχύει τη χρησιμότητα αυτού του μηχανισμού. Στο μέτρο που τα εσωτερικά δικαστήρια εκάστου εκ των εν λόγω μερών δεν έχουν ως αποστολή να εφαρμόζουν τα πρότυπα προστασίας που καθορίζονται στη ΣΟΕΣ, παρίσταται συνεπής η καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών που ευρίσκεται εκτός του εσωτερικού δικαιοδοτικού συστήματος των συμβαλλομένων μερών.

5.      Η απόφαση Achmea δεν προδικάζει τη συμβατότητα του ΔΣΕ με την επιταγή αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης

95.      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το Δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει αν τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν διάταξη διεθνούς συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των κρατών μελών, όπως είναι το άρθρο 8 της Συμφωνίας για την αμοιβαία ενίσχυση και προστασία των επενδύσεων μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Τσεχικής και Σλοβακικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (στο εξής: ΔΕΣ), δυνάμει της οποίας επενδυτής ενός από αυτά τα κράτη μέλη μπορεί, σε περίπτωση διαφοράς που αφορά επενδύσεις στο άλλο κράτος μέλος, να κινήσει διαδικασία κατά του κράτους μέλους αυτού ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου του οποίου τη δικαιοδοσία έχει αναλάβει την υποχρέωση να αποδεχθεί αυτό το κράτος μέλος.

96.      Το Δικαστήριο, στην απόφαση Achmea, έδωσε καταφατική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα.

97.      Για να καταλήξει σε αυτή τη λύση, υπενθύμισε πρώτα ότι, κατά πάγια νομολογία, «μια διεθνής συμφωνία δεν πρέπει να θίγει το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνουν οι Συνθήκες και, συνακόλουθα, την αυτονομία του νομικού συστήματος της Ένωσης, τον σεβασμό του οποίου εγγυάται το Δικαστήριο. Η αρχή αυτή έχει αποτυπωθεί ιδίως στο άρθρο 344 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη ρυθμίζουν διαφορές σχετικές με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των Συνθηκών κατά τρόπο διάφορο από εκείνον που προβλέπουν οι Συνθήκες» (87).

98.      Έπειτα, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών διέπονται από την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης και ότι, σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, «εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει ιδίως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζουν, εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους, την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και να λαμβάνουν, προς τον σκοπό αυτό, κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο που δύναται να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης» (88).

99.      Το Δικαστήριο, αφού τόνισε ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο τη θεμελιώδη αποστολή να «εγγυώνται την πλήρη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό» (89) και αφού υπογράμμισε το γεγονός ότι «ακρογωνιαίο λίθο του διαμορφωμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιοδοτικού συστήματος αποτελεί η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ» (90), εξέτασε τα χαρακτηριστικά του καθιερούμενου από την ΔΕΣ μηχανισμού επιλύσεως διαφορών.

100. Συναφώς, διαπίστωσε, πρώτον, ότι το διαιτητικό δικαστήριο του άρθρου 8 της ΔΕΣ καλούνταν, εφόσον παρίστατο ανάγκη, «να ερμηνεύει, ή ακόμη και να εφαρμόζει, το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις που αφορούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες, μεταξύ δε αυτών την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων» (91). Δεύτερον, κατά το Δικαστήριο, ένα τέτοιο δικαστήριο «δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “δικαστήριο κράτους μέλους”, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, δεν έχει την εξουσία να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως» (92). Τρίτον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η διαιτητική απόφαση που εκδίδεται από τέτοιο δικαστήριο δεν υπόκειται, κατά τρόπο συστηματικό και πλήρη, στον έλεγχο δικαστηρίου κράτους μέλους (93), με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται ότι «τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ζητήματα τα οποία μπορεί να κληθεί να επιλύσει το διαιτητικό δικαστήριο μπορούν, ενδεχομένως, να υποβληθούν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής» (94).

101. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ της διαδικασίας εμπορικής διαιτησίας, η οποία θεμελιώνεται στην αυτονομία της βουλήσεως των εμπλεκομένων μερών, και της διαδικασίας διαιτησίας μεταξύ επενδυτή και κράτους μέλους, η οποία απορρέει από συνθήκη που έχει συναφθεί μεταξύ κρατών μελών.

102. Όσον αφορά τις διαδικασίες εμπορικής διαιτησίας, οι οποίες καθιερώνονται με βάση τη ρητή βούληση των μερών, το Δικαστήριο, στις αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (95), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (96), έκρινε ότι «οι αποβλέπουσες στην αποτελεσματικότητα της διαιτητικής διαδικασίας απαιτήσεις δικαιολογούν τον περιορισμένο χαρακτήρα του ασκούμενου από τα δικαστήρια των κρατών μελών ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι θεμελιώδεις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης μπορούν να εξετασθούν στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να αποτελέσουν το αντικείμενο προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου» (97).

103. Αντιθέτως, κατά το Δικαστήριο, οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν ισχύουν όσον αφορά διαδικασία διαιτησίας όπως εκείνη του άρθρου 8 της ΔΕΣ, στο μέτρο που αυτή «απορρέει από μια συνθήκη, με την οποία ορισμένα κράτη μέλη συναινούν να μην υπόκεινται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους και, ως εκ τούτου, στο σύστημα ένδικων βοηθημάτων που το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ τους επιβάλλει να προβλέπουν στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης […] διαφορές οι οποίες δύνανται να αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου αυτού» (98). Κατά το Δικαστήριο, τούτο «[είναι δυνατόν] να αποκλείει την επίλυση των διαφορών αυτών, αν και θα μπορούσαν να αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου αυτού» (99).

104. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη ρήτρα διαιτησίας της ΔΕΣ έθιγε την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης (100). Ειδικότερα, δύο κράτη μέλη είχαν συμφωνήσει, δυνάμει διμερούς επενδυτικής συμφωνίας, να εξαιρείται το δίκαιο της Ένωσης από την αρμοδιότητα των δικαστηρίων τους και, κατ’ επέκταση, από τον δικαιοδοτικό διάλογο μεταξύ αυτών των δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, πράγμα που μπορούσε να θίξει την ομοιομορφία και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

105. Φρονώ ότι η λύση που υιοθέτησε το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε πρωτίστως από την ιδέα ότι το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, καθόσον βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και την καλόπιστη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, είναι εγγενώς ασύμβατο με τη δυνατότητα των κρατών μελών να καθιερώνουν στις διμερείς σχέσεις τους παράλληλο μηχανισμό επιλύσεως διαφορών που ενδέχεται να αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Στο μέτρο αυτό, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 344 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι αποκλείει έναν τέτοιο μηχανισμό, χωρίς αυτό να αναιρείται από το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορές μεταξύ επενδυτών και κρατών. Επικαλέστηκε, επιπροσθέτως, και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, καθώς ο εν λόγω μηχανισμός έθιγε κατά λογική αναγκαιότητα τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής.

106. Κατά τη γνώμη μου, η λύση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην απόφαση Achmea δεν μπορεί να ισχύσει για την εξέταση του ΔΣΕ, διότι η συλλογιστική πρέπει εν προκειμένω να στηριχθεί σε άλλες παραδοχές.

107. Ειδικότερα, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι σχέσεις μεταξύ συμβαλλομένων μερών όπως, αφενός, η Ένωση και τα κράτη μέλη της και, αφετέρου, ο Καναδάς, δεν βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (101), και γι’ αυτόν εξάλλου τον λόγο τα μέρη αυτά επιδιώκουν να καθορίσουν στη σχεδιαζόμενη συμφωνία, επί τη βάσει αμοιβαιότητας, ένα πρότυπο ουσιαστικής και διαδικαστικής προστασίας.

108. Σε αυτό το μέτρο, η εν λόγω συμφωνία δεν δύναται να θίξει ούτε την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών (102) ούτε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας από την οποία αυτά δεσμεύονται.

109. Συνεπώς, εφόσον το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ περιλαμβάνεται σε συμφωνία με τρίτο κράτος, η οποία πρόκειται να συναφθεί από την Ένωση και τα κράτη μέλη της και η οποία διέπει τις σχέσεις μεταξύ των εν λόγω συμβαλλομένων μερών και όχι τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών, η συλλογιστική που ανέπτυξε το Δικαστήριο στην απόφαση Achmea με βάση τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ δεν δύναται, κατά την άποψή μου, να ισχύσει για το ΔΣΕ.

110. Συναφώς, προσθέτω ότι, σε αντίθεση προς την ΔΕΣ περί της οποίας επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Achmea, και της οποίας η ρήτρα σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν δυνατόν να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το οικείο διαιτητικό δικαστήριο ήταν αρμόδιο να κρίνει διαφορές σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η ΣΟΕΣ διευκρινίζει ρητώς, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, ότι εφαρμοστέο δίκαιο ενώπιον του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ είναι αποκλειστικά οι κρίσιμες διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας, ερμηνευόμενες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το εγχώριο δίκαιο εκάστου συμβαλλομένου μέρους, το οποίο, όσον αφορά τα κράτη μέλη, περιλαμβάνει και το δίκαιο της Ένωσης (103), μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο αυτό μόνον ως πραγματικό γεγονός, ενώ η έννοια που αποδίδεται στο εσωτερικό δίκαιο δεν δεσμεύει τα δικαστήρια και τις αρχές του καθού συμβαλλομένου μέρους. Επιπλέον, σε αντίθεση προς τα όσα ισχύουν για τις διμερείς επενδυτικές συνθήκες μεταξύ κρατών μελών, όπως αυτή περί της οποίας επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Achmea, το δίκαιο της Ένωσης δεν αποτελεί μέρος του διεθνούς δικαίου που είναι εφαρμοστέο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

111. Εξάλλου, προκειμένου να διακριθεί σαφώς η περίπτωση των διμερών επενδυτικών συνθηκών μεταξύ κρατών μελών από την περίπτωση των συμφωνιών στον τομέα των επενδύσεων, όπως η ΣΟΕΣ, το Δικαστήριο φρόντισε, στην απόφαση Achmea, να υπενθυμίσει την πάγια νομολογία του κατά την οποία «διεθνής συμφωνία, η οποία προβλέπει τη σύσταση δικαιοδοτικού οργάνου επιφορτισμένου με την ερμηνεία των διατάξεών της και του οποίου οι αποφάσεις δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, δεν είναι, κατ’ αρχήν, ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα των διεθνών σχέσεων και η ικανότητά της να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα τη δυνατότητά της να δεσμεύεται από αποφάσεις δικαιοδοτικού οργάνου που έχει συσταθεί ή ορισθεί δυνάμει τέτοιων συμφωνιών, όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεών τους, υπό την προϋπόθεση σεβασμού της αυτονομίας της Ένωσης και της έννομης τάξεώς της» (104).

112. Σε σύνδεση με την ανωτέρω νομολογία, και προκειμένου να καταστήσει σαφείς τους λόγους για τους οποίους ο προβλεπόμενος από την επίμαχη ΔΕΣ μηχανισμός επιλύσεως διαφορών έθιγε την αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, «εν προκειμένω, πέραν του γεγονότος ότι οι διαφορές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου που αναφέρεται στο άρθρο 8 της ΔΕΣ δύνανται να αφορούν την ερμηνεία τόσο της συμφωνίας αυτής όσο και του δικαίου της Ένωσης, η δυνατότητα υπαγωγής των διαφορών αυτών σε οργανισμό που δεν συνιστά στοιχείο του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης προβλέπεται από συμφωνία η οποία συνήφθη όχι από την Ένωση, αλλά από κράτη μέλη. Το εν λόγω άρθρο 8 μπορεί όμως να θέσει εν αμφιβόλω, πέραν της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, τη διατήρηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες, η οποία διασφαλίζεται μέσω της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμβατό με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας» (105).

113. Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, και μολονότι η συλλογιστική δεν μπορεί να είναι όμοια με αυτήν που ακολούθησε το Δικαστήριο σε σχέση με διμερή επενδυτική συνθήκη μεταξύ κρατών μελών, διαπιστώνεται η καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών δυνάμει συμφωνίας μεταξύ, αφενός, της Ένωσης και των κρατών μελών της και, αφετέρου, τρίτου κράτους, πρέπει, πάντως, να σέβεται την αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης.

114. Υπό αυτό το πρίσμα, και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προεκτέθηκαν, πρέπει εφεξής να εξεταστεί, όπως ζητεί το Βασίλειο του Βελγίου στην αίτηση γνωμοδοτήσεως, αν το ΔΣΕ που προβλέπεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ δύναται ή όχι να θέσει εν αμφιβόλω την αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης, θίγοντας, ιδίως, την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

6.      Οι προβλεπόμενες από τα συμβαλλόμενα μέρη εγγυήσεις για τη διατήρηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης

115. Η αποστολή που ανατίθεται στο Δικαστήριο και στα εθνικά δικαστήρια με βάση το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης εντός της έννομης τάξεως της τελευταίας, δεν θίγεται, κατά τη γνώμη μου, από την καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών όπως αυτός που προβλέπεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ.

116. Ειδικότερα, η εν λόγω συμφωνία περιέχει επαρκείς εγγυήσεις για τη διαφύλαξη, αφενός, της αποστολής του Δικαστηρίου ως ύπατου ερμηνευτή του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής ως μηχανισμού συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου.

117. Οι φορείς που διαπραγματεύτηκαν την ΣΟΕΣ μερίμνησαν ειδικά ώστε οι κανόνες της τελευταίας να εμπλέκονται κατά το δυνατόν λιγότερο με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

118. Επομένως, φρονώ ότι το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ, αφενός, της αποδοχής της υπαγωγής της δράσεως της Ένωσης και των κρατών μελών της σε εξωτερικό έλεγχο υπό το πρίσμα των κανόνων προστασίας των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω κεφάλαιο και, αφετέρου, της διατηρήσεως της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης.

119. Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί ποιοι ακριβώς είναι οι κανόνες δικαίου που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ και πώς αυτό οφείλει να αντιλαμβάνεται το εγχώριο δίκαιο των συμβαλλομένων μερών, μέρος του οποίου είναι και το δίκαιο της Ένωσης.

120. Επισημαίνω ότι η αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ είναι αυστηρά οριοθετημένη. Ειδικότερα, με βάση το άρθρο 8.18, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να αποφαίνεται μόνο για παράβαση υποχρεώσεως που προβλέπεται στο τμήμα Γ («Μη διακριτική μεταχείριση») (106) ή στο τμήμα Δ («Προστασία των επενδύσεων») του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ. Αυτή η οριοθέτηση της αρμοδιότητας υπογραμμίζεται στο άρθρο 8.18, παράγραφος 5, της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο ορίζει ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ «[δεν μπορεί να αποφασίζει γ]ια αξιώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου». Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 8.18, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ προκύπτει ότι ένας επενδυτής δύναται να υποβάλει αξίωση σχετικά με μέτρο που θεσπίστηκε από την Ένωση ή από κράτος μέλος μόνον όταν μπορεί να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο του προκάλεσε ζημία. Δεν δύναται να αμφισβητήσει αφηρημένα το μέτρο αυτό.

121. Επιπλέον, όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο και την ερμηνεία του, το άρθρο 8.31, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ ορίζει ότι, «[κ]ατά την έκδοση της απόφασής του, το δικαστήριο […] εφαρμόζει την παρούσα συμφωνία όπως αυτή ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών [η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 23 Μαΐου 1969], καθώς και άλλους κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται μεταξύ των μερών».

122. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατά την έκδοση της αποφάσεώς του, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ περιορίζεται στην εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας καθώς και των λοιπών κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να μην είναι αρμόδιο να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (107). Συνεπώς, το εγχώριο δίκαιο των συμβαλλομένων μερών δεν περιλαμβάνεται στους κανόνες δικαίου που έχουν εφαρμογή επί των διαφορών τις οποίες καλείται να επιλύσει το δικαστήριο της ΣΟΕΣ.

123. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, «[τ]ο δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τη νομιμότητα ενός μέτρου, το οποίο εικάζεται ότι συνιστά παραβίαση της παρούσας συμφωνίας, βάσει του εγχώριου δικαίου ενός μέρους». Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να κρίνει τη νομιμότητα πράξεως που θεσπίζεται από κράτος μέλος ή από την Ένωση υπό το πρίσμα, κατά περίπτωση, του εθνικού δικαίου αυτού του κράτους ή του δικαίου της Ένωσης. Λόγω αυτού του αποκλεισμού αρμοδιότητας, μπορεί να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και των δικαστηρίων της Ένωσης όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων που αποτελούν μέρος των εννόμων τάξεων των κρατών μελών και της έννομης τάξεως της Ένωσης (108).

124. Ειδικότερα, μολονότι είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης αποτελείται από «πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών με σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων» (109), ο μηχανισμός επιλύσεως διαφορών που καθιερώνει η ΣΟΕΣ δεν θίγει το σύστημα αυτό, στο μέτρο που δεν έχει ως σκοπό τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης. Αυτός ο μηχανισμός αποσκοπεί μόνο στον έλεγχο συμβατότητας των πράξεων που εκδίδουν τα συμβαλλόμενα μέρη με τις κρίσιμες διατάξεις της ΣΟΕΣ, ενόψει της επιδικάσεως αποζημιώσεως στους ζημιωθέντες επενδυτές σε περίπτωση που διαπιστωθεί παραβίαση. Συνεπώς, δεν τίθεται εν αμφιβόλω το μονοπώλιο του καθήκοντος ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, το οποίο απονέμεται από τις Συνθήκες στα δικαστήρια της Ένωσης.

125. Το δικαστήριο της ΣΟΕΣ, όταν ασκεί την αρμοδιότητά του να αποφαίνεται επί της συμβατότητας μέτρου που θεσπίζεται από συμβαλλόμενο μέρος με την ΣΟΕΣ, δεν έχει την εξουσία, όπως προκύπτει από το άρθρο 8.39, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, να ακυρώσει μέτρο το οποίο κρίνει αντίθετο προς τις διατάξεις του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ ούτε να απαιτήσει τη μεταρρύθμισή του ώστε να καταστεί σύμφωνο προς αυτές (110). Με βάση τη διάταξη αυτή, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ μπορεί μόνο να επιδικάσει χρηματική αποζημίωση ή να διατάξει, με τη συναίνεση του καθού, την επιστροφή περιουσιακών στοιχείων που στερήθηκε ο επενδυτής (111). Επομένως, το ΔΣΕ συγγενεύει με τις διαφορές της επενδυτικής διαιτησίας, οι οποίες έχουν πρωτίστως αποζημιωτικό χαρακτήρα.

126. Όπως ορθώς επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν έχει την εξουσία να επιλύει διαφορές μεταξύ διαδίκων που υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το κύρος ή την ερμηνεία πράξεως του δικαίου της Ένωσης ούτε, a fortiori, να ακυρώνει την πράξη αυτή ή να διατυπώνει σύσταση για μεταρρύθμισή της. Αντιθέτως, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ είναι αρμόδιο απλώς και μόνο να εξακριβώνει αν μια συγκεκριμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι σύμφωνη με την ΣΟΕΣ, όπως ακριβώς το ΟΕΔ εξακριβώνει μόνο κατά πόσον μια συγκεκριμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι σύμφωνη με τις συμφωνίες του ΠΟΕ.

127. Επομένως, πρέπει να τονιστεί ότι, με βάση τις εγγυήσεις που αποκλείουν το ενδεχόμενο παραβιάσεως της αρχής της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης, οι συνέπειες τις οποίες μπορούν να επαχθούν οι διαιτητικές αποφάσεις του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ είναι περιορισμένες. Συναφώς, προσθέτω ότι από το άρθρο 8.41, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ προκύπτει ότι οι εν λόγω διαιτητικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές «μεταξύ των διάδικων μερών και σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση».

128. Στο πλαίσιο της ασκήσεως της εν λόγω αρμοδιότητας, όπως αυτή οριοθετείται κατά τα ανωτέρω, το ερμηνευτικό περιθώριο που διαθέτει το δικαστήριο της ΣΟΕΣ είναι επίσης οριοθετημένο.

129. Ειδικότερα, όσον αφορά το εγχώριο δίκαιο εκάστου συμβαλλομένου μέρους, το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ διαλαμβάνει ότι «[γ]ια λόγους σαφήνειας, διευκρινίζεται ότι για να διαπιστώσει αν ένα μέτρο συνάδει με την παρούσα συμφωνία, το δικαστήριο μπορεί να εκλάβει, ανάλογα με την περίπτωση, το εγχώριο δίκαιο ενός μέρους ως πραγματικό γεγονός». Η διάταξη αυτή είναι ενδεικτική της προσέγγισης που υιοθέτησαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά την οποία το δικαστήριο της ΣΟΕΣ πρέπει να ερμηνεύει κατά το δυνατόν λιγότερο το εγχώριο δίκαιο εκάστου συμβαλλομένου μέρους και οφείλει να το λαμβάνει υπόψη ως έχει.

130. Στο σημείο αυτό, τονίζω ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ είναι, κατά τη γνώμη μου, απολύτως αναγκαίο να έχει την εξουσία να «λάβει υπόψη» το εγχώριο δίκαιο εκάστου συμβαλλομένου μέρους. Ειδικότερα, η λογική των νέων συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών τις οποίες διαπραγματεύεται η Ένωση και, ειδικότερα, των διατάξεών τους σχετικά με τις διεθνείς επενδύσεις, υπαγορεύει την εξισορρόπηση μεταξύ των ιδιωτικών συμφερόντων των επενδυτών και των δημοσίων συμφερόντων που υποστηρίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Συνεπώς, τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον του δικαστηρίου τους κανόνες του εγχώριου δικαίου τους οι οποίοι προστατεύουν ορισμένο δημόσιο συμφέρον, προκειμένου να δικαιολογήσουν το μέτρο ή τη συμπεριφορά που τους προσάπτεται. Αν το δικαστήριο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τους κανόνες του εγχώριου δικαίου των συμβαλλομένων μερών, θα ήταν αδύνατον να λάβει υπόψη θεμιτούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.

131. Σχετικά με την ισορροπία την οποία εκφράζει κατά τα ανωτέρω η ΣΟΕΣ, το σημείο 6, στοιχείο αʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως ορίζει ότι η εν λόγω συμφωνία «περιλαμβάνει σύγχρονες διατάξεις για τις επενδύσεις οι οποίες διαφυλάσσουν το δικαίωμα των κυβερνήσεων να θεσπίζουν ρυθμίσεις με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον ακόμη και όταν οι εν λόγω ρυθμίσεις θίγουν ξένη επένδυση, διασφαλίζοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδύσεων και προβλέποντας δίκαιη και διαφανή επίλυση των διαφορών». Το σημείο 6, στοιχείο βʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως προσθέτει ότι «[η ΣΟΕΣ] διευκρινίζει ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάζουν τη νομοθεσία τους, ανεξαρτήτως του αν αυτό μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς μία επένδυση ή τις προσδοκίες ενός επενδυτή όσον αφορά τα κέρδη» (112).

132. Εξειδικεύοντας την ιδέα αυτή, το άρθρο 8.9 της ΣΟΕΣ, υπό τον τίτλο «Επενδυτικά και ρυθμιστικά μέτρα» ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι, «[γ]ια τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, τα μέρη επιβεβαιώνουν εκ νέου το δικαίωμά τους να θεσπίζουν ρυθμίσεις στο έδαφός τους ώστε να επιτυγχάνουν θεμιτούς στόχους πολιτικής, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας, του περιβάλλοντος ή της δημόσιας ηθικής, η κοινωνική προστασία ή η προστασία των καταναλωτών ή η προώθηση και προστασία της πολιτιστικής πολυμορφίας». Το άρθρο 8.9, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας ορίζει ότι, «[γ]ια λόγους σαφήνειας, διευκρινίζεται ότι αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ένα μέρος θεσπίζει ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων μέσω της τροποποίησης της νομοθεσίας του, κατά τρόπο που επηρεάζει αρνητικά τις επενδύσεις ή υπονομεύει τις προσδοκίες ενός επενδυτή, συμπεριλαμβανομένων των προσδοκιών του όσον αφορά τα κέρδη, δεν ισοδυναμεί με παραβίαση υποχρέωσης βάσει του παρόντος τμήματος».

133. Οι διατάξεις αυτές εκφράζουν μια ισορροπία μεταξύ των οικονομικών συμφερόντων των επενδυτών και του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών να θεσπίζουν ρυθμίσεις υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, η οικονομική επιταγή προαγωγής και προστασίας των επενδύσεων σταθμίζεται με την περιφρούρηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος.

134. Ωστόσο, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ, όταν λαμβάνει υπόψη το εγχώριο δίκαιο των συμβαλλομένων μερών, δεν πρέπει να καταλήγει να το τροποποιεί. Οφείλει να το λαμβάνει υπόψη ως έχει. Αυτό είναι το νόημα του κανόνα κατά τον οποίο το δικαστήριο, όταν λαμβάνει υπόψη το εγχώριο δίκαιο συμβαλλομένου μέρους, οφείλει να το εκλάβει μόνον «ως πραγματικό γεγονός». Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι τα διεθνή δικαστήρια τα οποία καλούνται να ερευνήσουν αν ορισμένο κράτος τήρησε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνή συνθήκη και εξετάζουν, προς τούτο, το δίκαιο του κράτους αυτού, εκτιμούν παραδοσιακά ότι η έννοια που πρέπει να αποδοθεί στο εν λόγω εθνικό δίκαιο συνιστά πραγματικό ζήτημα (113).

135. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ, προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα με την εν λόγω συμφωνία της συμπεριφοράς ή του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, μπορεί να λάβει υπόψη τους κανόνες του εγχώριου δικαίου των συμβαλλομένων μερών ως πραγματικά στοιχεία (114).

136. Επιπλέον, το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης συμφωνίας θέτει άλλον έναν περιορισμό προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο δικαιοπλαστικής δράσεως του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ όσον αφορά το εγχώριο δίκαιο. Ειδικότερα, όταν λαμβάνει υπόψη του το εγχώριο δίκαιο συμβαλλομένου μέρους ως πραγματικό γεγονός, το δικαστήριο οφείλει να ακολουθεί «την κρατούσα ερμηνεία του εγχώριου δικαίου από τα δικαστήρια ή τις αρχές του εν λόγω μέρους και τυχόν έννοια που αποδίδεται στο εγχώριο δίκαιο από το δικαστήριο δεν είναι δεσμευτική για τα δικαστήρια ή τις αρχές του εν λόγω μέρους». Επομένως, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν μπορεί να προβεί σε δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

137. Μολονότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ είναι βεβαίως δυνατόν να προβεί σε κάποια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να ασκήσει τον έλεγχό του, για παράδειγμα σε περίπτωση που χρειάζεται να προσδιορίσει το περιεχόμενο της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, εντούτοις υποχρεούται, με βάση το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, να ακολουθήσει την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έχει, κατά περίπτωση, δοθεί από το Δικαστήριο, η οποία, πάντως, ουδόλως δεσμεύεται από την έννοια που τυχόν αποδίδεται στο δίκαιο της Ένωσης από το δικαστήριο της ΣΟΕΣ. Επομένως, ενδεχόμενη ερμηνεία του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ για το εγχώριο δίκαιο δεν συνεπάγεται δέσμευση των αρχών και των δικαστηρίων του εμπλεκόμενου συμβαλλομένου μέρους.

138. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεσμεύεται από την ερμηνεία του Δικαστηρίου για το δίκαιο της Ένωσης, την οποία υποχρεούται να ακολουθεί με βάση το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, ενώ η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου δεν δεσμεύει ούτε το Δικαστήριο ούτε τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ούτε τα εθνικά δικαστήρια ή τις εθνικές αρχές.

139. Συνεπώς, το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ εγγυάται ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δύναται να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης μόνον εάν στην έννομη τάξη της Ένωσης δεν παρέχεται συναφώς καμία ένδειξη και ότι, όταν το εν λόγω δικαστήριο προβαίνει σε τέτοια ερμηνεία, αποκλειστικός σκοπός είναι η επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς, χωρίς η εν λόγω ερμηνεία να δεσμεύει ούτε τις αρχές ούτε τα δικαστήρια της Ένωσης.

140. Επομένως, το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ περιέχει επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο επιβολής, από το δικαστήριο της ΣΟΕΣ, ορισμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης εντός της έννομης τάξεως της τελευταίας. Στο μέτρο αυτό, οι θεμελιώδεις λειτουργίες του Δικαστηρίου δεν θίγονται. Ειδικότερα, ο μηχανισμός επιλύσεως διαφορών που καθιερώνεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ δεν θίγει την αποστολή του Δικαστηρίου να ερμηνεύει σε τελευταίο βαθμό και κατά τρόπο δεσμευτικό το δίκαιο της Ένωσης.

141. Η διάταξη αυτή επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου, κατά τρόπον ώστε τα όργανα στα οποία ανατίθενται αποφασιστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο συμφωνίας που συνάπτεται από την Ένωση να μην έχουν τη δυνατότητα να «επιβάλλ[ουν] στην Ένωση και στα θεσμικά όργανά της, κατά την άσκηση των εσωτερικών αρμοδιοτήτων τους, μια συγκεκριμένη ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης» (115).

142. Βεβαίως, στη γνωμοδότηση 2/13, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «η ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του παράγωγου δικαίου, απαιτεί καταρχήν απόφαση του Δικαστηρίου, όταν η διάταξη αυτή επιδέχεται διάφορες εύλογες ερμηνείες» (116). Ωστόσο, κατά το Δικαστήριο, «αν δεν παρεχόταν [σε αυτό] η δυνατότητα να προβαίνει σε οριστική ερμηνεία του παράγωγου δικαίου και αν το [Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου], κατά την εκ μέρους του εξέταση της συμφωνίας του παράγωγου δικαίου με την ΕΣΔΑ, προέβαινε το ίδιο σε ορισμένη ερμηνεία μεταξύ των υφιστάμενων εύλογων ερμηνευτικών εκδοχών, θα παραβιαζόταν με βεβαιότητα η αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης» (117). Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν παραβιάζεται, στο μέτρο που η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης από το δικαστήριο της ΣΟΕΣ, καθόσον είναι δυνατή και λαμβάνει πράγματι χώρα, δεν είναι δεσμευτική για τις αρχές και τα δικαστήρια της Ένωσης.

143. Η ανωτέρω εκτίμηση δεν κλονίζεται εν αμφιβόλω από τη διαπίστωση ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, με βάση το άρθρο 8.41, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, διαιτητική απόφαση που εκδίδεται από το δικαστήριο της ΣΟΕΣ είναι δεσμευτική μεταξύ των διαδίκων μερών και σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Αν το δικαστήριο της ΣΟΕΣ υποχρεωθεί να προβεί σε ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, σε περίπτωση που δεν υφίσταται ερμηνεία την οποία θα όφειλε να λάβει υπόψη, το Δικαστήριο διατηρεί την αρμοδιότητα οριστικής ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Η διαιτητική απόφαση του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ θα είναι δεσμευτική μόνο μεταξύ των διαδίκων μερών στο πλαίσιο της οικείας υποθέσεως. Επομένως, το Δικαστήριο, αν εκτιμήσει ότι ορισμένη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ είναι εσφαλμένη, δύναται, χωρίς αυτό να συνεπάγεται παράβαση των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης, να απορρίψει την εν λόγω ερμηνεία και να υιοθετήσει εκείνη την οποία κρίνει ως την πλέον κατάλληλη.

144. Επιπλέον, το ερμηνευτικό περιθώριο του δικαστηρίου περιορίζεται από τη δυνατότητα των συμβαλλομένων μερών να «εκδίδουν δεσμευτικές ερμηνευτικές σημειώσεις» προκειμένου να «αποφεύγ[εται] και να διορθών[εται] τυχόν παρερμηνεία της [ΣΟΕΣ] από τα δικαστήρια» (118).

145. Ειδικότερα, το άρθρο 8.31, παράγραφος 3, της ΣΟΕΣ ορίζει ότι, «[ό]ταν προκύπτουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά ζητήματα ερμηνείας που ενδέχεται να επηρεάζουν τις επενδύσεις, η επιτροπή υπηρεσιών και επενδύσεων μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 8.44 [παράγραφος 3 στοιχείο] α), να προτείνει στη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ την έγκριση ερμηνειών της παρούσας συμφωνίας. Ερμηνεία που εγκρίνεται από τη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ είναι δεσμευτική για το δικαστήριο που έχει συσταθεί βάσει του παρόντος τμήματος. Η μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ μπορεί να αποφασίσει ότι μια ερμηνεία θα έχει δεσμευτική ισχύ από συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά» (119).

146. Περαιτέρω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά το άρθρο 26.3, παράγραφος 3, της ΣΟΕΣ, «[η] μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ λαμβάνει τις αποφάσεις και διατυπώνει τις συστάσεις της με αμοιβαία συναίνεση των μερών». Κατ’ αναλογίαν προς τα όσα έκρινε το Δικαστήριο στη γνωμοδότηση 1/00, αυτός ο τρόπος λήψεως αποφάσεων αποτελεί εγγύηση για την Ένωση ότι δεν θα της επιβληθεί, στις σχέσεις της με τα κράτη μέλη ή με τους υπηκόους των τελευταίων, ερμηνεία αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου (120). Σημειώνω επίσης ότι το κείμενο της ΣΟΕΣ δεν εμποδίζει τη δυνατότητα να υποβληθεί ενδεχομένως στην εκτίμηση του Δικαστηρίου, με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη ΛΕΕ ένδικα βοηθήματα, η θέση που υιοθετεί η Ένωση στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής (121).

147. Επιπλέον, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 8.28, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, «[σ]υστήνεται εφετείο για την επανεξέταση διαιτητικών αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του παρόντος τμήματος». Κατά το άρθρο 8.28, παράγραφος 7, της ΣΟΕΣ, η μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ οφείλει να λαμβάνει «αμέσως απόφαση με την οποία καθορίζονται τα […] διοικητικά και οργανωτικά θέματα που αφορούν τη λειτουργία του εφετείου», επί των επιμέρους σημείων που απαριθμούνται στην ίδια διάταξη.

148. Η ίδια η ύπαρξη του εφετείου αποτελεί πρόσθετη εγγύηση ώστε, κατά τη λήψη αποφάσεως στο πλαίσιο του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών που καθιερώνεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, να μην αποδοθεί εσφαλμένη έννοια στο δίκαιο της Ένωσης, το οποίο εκλαμβάνεται ως πραγματικό γεγονός. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 8.28, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ΣΟΕΣ, το εφετείο μπορεί να τροποποιήσει ή να εξαφανίσει τη διαιτητική απόφαση του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ και με βάση «πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, όπου περιλαμβάνεται η εκτίμηση του συναφούς εγχώριου δικαίου». Αυτό σημαίνει ότι ενδεχόμενο σφάλμα του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ όσον αφορά την έννοια του δικαίου της Ένωσης μπορεί να διορθωθεί και στο πλαίσιο του ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων από το εφετείο.

149. Συνεπώς, με βάση το άρθρο 8.28, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ΣΟΕΣ, στο στάδιο της εφέσεως, ο εκκαλών ο οποίος αμφισβητεί την εκτίμηση του δικαστηρίου περί του κρίσιμου εγχώριου δικαίου οφείλει, προκειμένου να ανταποκριθεί στην απαίτηση αποδείξεως πρόδηλου σφάλματος, να τεκμηριώσει ότι το δικαστήριο προέβη σε εκτιμήσεις που αντιβαίνουν προδήλως στο περιεχόμενο των οικείων διατάξεων του εγχώριου δικαίου ή ότι απέδωσε στο εν λόγω δίκαιο έννοια την οποία αυτό προδήλως δεν έχει.

150. Ο περιορισμός του κατ’ έφεση ελέγχου μόνο στα πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών είναι συνεπής με την ιδέα ότι το δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύει το εγχώριο δίκαιο των συμβαλλομένων μερών κατά το δυνατόν λιγότερο. Επομένως, τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και στο στάδιο της εφέσεως, η ένδικη συζήτηση σχετικά με την έννοια του εγχώριου δικαίου πρέπει να αποφεύγεται.

151. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο κατ’ έφεση έλεγχος, όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 8.28, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ΣΟΕΣ, αντιστοιχεί στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «το Δικαστήριο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αρμόδιο μόνο για να εξακριβώσει αν υπήρξε παραμόρφωση του εθνικού δικαίου, η οποία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο πρόδηλο από τα στοιχεία της δικογραφίας» (122).

152. Ωστόσο, ο έλεγχος του εφετείου που περιορίζεται μόνο στο πρόδηλο σφάλμα πρέπει να χωρεί μόνο στην, σχετικά σπάνια, περίπτωση κατά την οποία στην έννομη τάξη της Ένωσης δεν υφίσταται κανένα στοιχείο ικανό να διαφωτίσει την έννοια της διατάξεως του δικαίου της Ένωσης.

153. Αντιθέτως, αν διαπιστωθεί ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ απέκλινε από υφιστάμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, η εκτίμησή του δύναται, κατά τη γνώμη μου, να ακυρωθεί με την απόδειξη απλού σφάλματος περί το δίκαιο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8.28, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ΣΟΕΣ, εφόσον στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο παρέβη το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, το οποίο οριοθετεί την αρμοδιότητά του.

154. Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, από το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ προκύπτει ότι το δικαστήριο, όταν λαμβάνει υπόψη του το εγχώριο δίκαιο συμβαλλομένου μέρους ως πραγματικό γεγονός, οφείλει να ακολουθεί την κρατούσα ερμηνεία του εγχώριου δικαίου από τα δικαστήρια ή τις αρχές του εν λόγω μέρους. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι συνιστά σφάλμα στην εφαρμογή του εφαρμοστέου δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 8.28, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ΣΟΕΣ, η τυχόν παράβαση του άρθρου 8.31, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας, η οποία στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο προβεί σε δική του ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης χωρίς να λάβει υπόψη την ερμηνεία του δικαίου αυτού από τις αρχές ή τα δικαστήρια της Ένωσης, ενώ η τελευταία ως άνω διάταξη του επιβάλλει να στηριχθεί στην κρατούσα ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Με άλλα λόγια, η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής συνιστά σφάλμα περί το δίκαιο, για την απόδειξη του οποίου δεν απαιτείται να διαπιστωθεί πρόδηλος χαρακτήρας κατά την έννοια του άρθρου 8.28, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ΣΟΕΣ.

155. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ είναι αρμόδιο για την ερμηνεία και εφαρμογή της ΣΟΕΣ και ότι, λόγω της σαφούς οριοθετήσεως της αρμοδιότητας αυτής, δεν δύναται να θίξει ούτε τον σκοπό της ενότητας στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ούτε το καθήκον ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων το οποίο υπέχουν τα δικαστήρια της Ένωσης.

156. Λαμβανομένων υπόψη των εγγυήσεων που περιβάλλουν την καθιέρωση του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, εκτιμώ ότι η Ένωση μπορεί να υπαχθεί σε εξωτερικό έλεγχο που αποσκοπεί στην τήρηση των προτύπων προστασίας των επενδύσεων τα οποία προβλέπονται στην εν λόγω συμφωνία χωρίς να θίγεται η αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης.

157. Επιπλέον, όπως επισήμαναν διάφοροι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η ΣΟΕΣ δεν μπορεί να συγκριθεί με το σχέδιο συμφωνίας για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), στην εκδοχή την οποία αφορούσε η γνωμοδότηση 1/91 (Συμφωνία ΕΟΧ–Ι), της 14ης Δεκεμβρίου 1991 (123), ούτε με το σχέδιο συμφωνίας για τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού εναέριου χώρου (συμφωνία ΚΕΕΧ) περί του οποίου επρόκειτο στη γνωμοδότηση 1/00 (124). Ειδικότερα, τα τμήματα Γ και Δ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ δεν έχουν ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να επεκτείνουν το κεκτημένο της Ένωσης στον Καναδά επαναλαμβάνοντας διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Οι κανόνες των τμημάτων Γ και Δ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, μολονότι βεβαίως εμφανίζουν ουσιαστικές επικαλύψεις με την προστασία των επενδύσεων που προβλέπεται στο εγχώριο δίκαιο της Ένωσης, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «πανομοιότυποι» με την προστασία αυτή. Οι εν λόγω κανόνες αποτυπώνουν τα συνήθη πρότυπα διεθνούς προστασίας των επενδύσεων, εξειδικεύοντας και ενισχύοντάς τα. Εξάλλου, η ΣΟΕΣ δεν καθιερώνει υποχρέωση διασφαλίσεως της ομοιόμορφης ερμηνείας των κανόνων προστασίας που περιέχει η ίδια και των κανόνων που περιλαμβάνονται στο εγχώριο δίκαιο των μερών (125). Υπό αυτό το πρίσμα, η ερμηνεία των τμημάτων Γ και Δ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ από το δικαστήριο δεν δύναται να έχει αντίκτυπο στην ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου της Ένωσης, πράγμα που κρίθηκε από το Δικαστήριο ως ασύμβατο με την αρχή της αυτονομίας της έννομης τάξεως της Ένωσης στη γνωμοδότηση 1/91 (126).

158. Εν πάση περιπτώσει, σημασία έχει ότι, με βάση τις εγγυήσεις που προεκτέθηκαν, όσον αφορά ακόμη και τους κανόνες προστασίας που είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυποι, ο μηχανισμός που καθιερώνει η ΣΟΕΣ δεν έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στην Ένωση και στα θεσμικά όργανά της, κατά την άσκηση των εσωτερικών αρμοδιοτήτων τους, μια συγκεκριμένη ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι ενδέχεται να βρίσκουν ισοδύναμη κατοχύρωση στην εν λόγω συμφωνία, καθώς η κάθε κατηγορία κανόνων είναι ρητώς διακριτή και μπορεί να εξακολουθήσει να έχει τη δική της ερμηνεία (127).

159. Περαιτέρω, οι διατάξεις της ΣΟΕΣ σχετικά με το δικαστήριο της ΣΟΕΣ πρέπει να διακριθούν από τις διατάξεις του σχεδίου συμφωνίας για την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της γνωμοδοτήσεως 2/13. Στη γνωμοδότηση αυτή, το Δικαστήριο εξέθεσε πλείονες λόγους παραβιάσεως της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης, και μεταξύ αυτών το γεγονός ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία μπορούσε να επηρεάσει τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών καθώς και την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της.

160. Ωστόσο, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, ούτε μεταξύ των ίδιων των κρατών μελών ή μεταξύ των επενδυτών κράτους μέλους και των λοιπών κρατών μελών. Το δικαστήριο της ΣΟΕΣ διαφέρει από τα δικαστήρια τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο των γνωμοδοτήσεων 1/09 και 2/13, δεδομένου ότι, αν η Ένωση είχε συνάψει τις σχεδιαζόμενες συμφωνίες περί των οποίων επρόκειτο στις γνωμοδοτήσεις αυτές, τόσο το δικαστήριο ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα ήταν αρμόδια να κρίνουν διαφορές εσωτερικού χαρακτήρα της Ένωσης. Αυτό δεν ισχύει για το δικαστήριο της ΣΟΕΣ, το οποίο μπορεί να κρίνει μόνο διαφορές μεταξύ των επενδυτών ενός συμβαλλομένου μέρους και του άλλου συμβαλλομένου μέρους.

161. Εξάλλου, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν καλείται να αποφανθεί επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της. Ειδικότερα, στο άρθρο 8.21, η ΣΟΕΣ προέβλεψε λεπτομερείς κανόνες αυτόματου προσδιορισμού του καθού στο πλαίσιο διαδικασίας που κινείται από Καναδό επενδυτή, υπό την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) 912/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου διαχείρισης της χρηματοδοτικής ευθύνης σε σχέση με δικαστήρια επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους που συστήνονται βάσει διεθνών συμφωνιών στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος (128). Συγκεκριμένα, το άρθρο 8.21, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ ορίζει ότι, σε περίπτωση εικαζόμενης παραβιάσεως της συμφωνίας αυτής από την Ένωση ή από κράτος μέλος, ο επενδυτής που προτίθεται να υποβάλει αξίωση με βάση το άρθρο 8.23 της εν λόγω συμφωνίας πρέπει να παραδώσει «στην […] Ένωση δήλωση με την οποία ζητά τον προσδιορισμό του καθ’ ου». Η Ένωση προσδιορίζει αν ο καθού είναι η ίδια ή κράτος μέλος της και ενημερώνει σχετικά τον επενδυτή (129). Σε περίπτωση που ο επενδυτής δεν έχει ενημερωθεί για τον προσδιορισμό εντός 50 ημερών από την παράδοση της δήλωσης με την οποία ζητείται ο προσδιορισμός αυτός, και εάν τα μέτρα που προσδιορίζονται στη δήλωση είναι αποκλειστικά μέτρα ενός κράτους μέλους, ο καθού είναι το εν λόγω κράτος μέλος. Εάν τα μέτρα που προσδιορίζονται στη δήλωση περιλαμβάνουν μέτρα της Ένωσης, ο καθού είναι η Ένωση (130). Αυτός ο προσδιορισμός, ο οποίος χωρεί με βάση το άρθρο 8.21, παράγραφοι 3 ή 4, της ΣΟΕΣ, δεσμεύει το δικαστήριο της ΣΟΕΣ (131).

162. Οι κανόνες βάσει των οποίων προσδιορίζεται αν ο καθού είναι η Ένωση ή το εμπλεκόμενο κράτος μέλος περιλαμβάνονται στον κανονισμό 912/2014. Οι αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή αποτελούν εκτελεστικές πράξεις. Πρόκειται συνεπώς για πράξεις που μπορούν να υποβληθούν σε έλεγχο νομιμότητας ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, το Δικαστήριο παραμένει ο ύπατος δικαστής αναφορικά με το ζήτημα ποιος πρέπει να είναι ο καθού.

163. Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από τη γνωμοδότηση 2/13, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λεπτομερείς κανόνες λειτουργίας του μηχανισμού παθητικής ομοδικίας που προβλέπονταν στη σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν εξασφάλιζαν τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, οι εν λόγω λεπτομερείς κανόνες έθιγαν την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της (132).

164. Συνεπώς, στο μέτρο που το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν έχει εξουσία, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8.21 της εν λόγω συμφωνίας, να αποφαίνεται επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω συμφωνία θίγει, από την άποψη αυτή, την αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης.

7.      Το ΔΣΕ δεν θίγει την αποστολή των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης

165. Το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ καθιερώνει μηχανισμό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «οιονεί δικαιοδοτικός», καθώς εξακολουθεί να φέρει, από ορισμένες απόψεις, το αποτύπωμα των κανόνων που έχουν εφαρμογή στον τομέα της επενδυτικής διαιτησίας, και σκοπεί, κατ’ ουσίαν, στην επίλυση διαφορών σχετικών με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των διατάξεων της υπό εξέταση διεθνούς συμφωνίας. Επιπλέον, ο μηχανισμός αυτός, στο μέτρο που αποτελεί εναλλακτικό τρόπο επιλύσεως διαφορών στον τομέα της προστασίας των επενδύσεων σχετικά με την εφαρμογή της ΣΟΕΣ, δεν θίγει τις αρμοδιότητες των δικαστηρίων των κρατών μελών όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ούτε τη δυνατότητα ή ενδεχομένως την υποχρέωση αυτών να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα και την αρμοδιότητα του τελευταίου να δίδει απάντηση στα ερωτήματα που υποβάλλονται από τα εν λόγω δικαστήρια (133).

166. Μολονότι το δικαστήριο ευρίσκεται εκτός του θεσμικού και δικαιοδοτικού πλαισίου της Ένωσης, όπως και το δικαστήριο ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της γνωμοδοτήσεως 1/09, δεν ανατίθεται σε αυτό αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται από ξένους επενδυτές στον τομέα της προστασίας των επενδύσεων ή να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αυτό, σε αντίθεση προς το ανωτέρω δικαστήριο αναφορικά με ορισμένα είδη αγωγών ασκούμενων από ιδιώτες στον τομέα του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας (134).

167. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, σκοπός του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ δεν είναι η εφαρμογή του εγχώριου δικαίου της Ένωσης, αλλά μόνον των διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας. Η ΣΟΕΣ θεσπίζει πρόσθετες διεθνούς δικαίου εγγυήσεις προστασίας και καθιερώνει ειδικό μηχανισμό που παρέχει στους επενδυτές του άλλου μέρους τη δυνατότητα επικλήσεως αυτών των εγγυήσεων προστασίας. Παρά ταύτα, δεν περιορίζει τα ουσιαστικά δικαιώματα των οποίων απολαύουν οι ξένοι επενδυτές με βάση το εγχώριο δίκαιο της Ένωσης. Περαιτέρω, δεν συνεπάγεται περιορισμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ή των δικαστηρίων των κρατών μελών να επιλαμβάνονται των αγωγών που ασκούνται για να διασφαλιστεί ο σεβασμός των εν λόγω δικαιωμάτων που αντλούνται από το εγχώριο δίκαιο της Ένωσης.

168. Κατά συνέπεια, η καθιέρωση ΔΣΕ δεν εμποδίζει τους ξένους επενδυτές να επιδιώξουν την προστασία των επενδύσεών τους προσφεύγοντας ενώπιον των δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών προκειμένου να τύχει εφαρμογής το εγχώριο δίκαιο των εν λόγω μερών (135). Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως αμέσου αποτελέσματος της ΣΟΕΣ, οι ξένοι επενδυτές δεν θα μπορούν να επικαλεστούν ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών την παραβίαση της εν λόγω συμφωνίας, αλλά μόνον το εγχώριο δίκαιο των μερών αυτών, στο μέτρο βεβαίως που περιλαμβάνει κατάλληλους κανόνες προστασίας. Επομένως, τα δύο είδη προσφυγής, πέραν του γεγονότος ότι βασίζονται σε διαφορετικούς νομικούς κανόνες αναφοράς, δεν έχουν κατ’ ανάγκην το ίδιο αντικείμενο. Ειδικότερα, αντιθέτως προς τα όσα ισχύουν όταν υποβάλλεται αξίωση στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ, η προσφυγή ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών μπορεί, πέρα από το αποζημιωτικό σκέλος της ένδικης διαφοράς, να σκοπεί στην ακύρωση μέτρου που εμπίπτει στο εγχώριο δίκαιο των μερών αυτών. Συνεπώς, πρόκειται για δύο ένδικα βοηθήματα συμπληρωματικά αλλά όχι εναλλάξιμα μεταξύ τους.

169. Τα συμβαλλόμενα μέρη θέσπισαν κανόνες που οριοθετούν τις διαθέσιμες επιλογές των ξένων επενδυτών.

170. Κατά το άρθρο 8.22 της ΣΟΕΣ, το οποίο τιτλοφορείται «Διαδικαστικές και άλλες απαιτήσεις για την υποβολή αξίωσης στο δικαστήριο»:

«1.      Ένας επενδυτής μπορεί να υποβάλει αξίωση σύμφωνα με το άρθρο 8.23 εάν:

[…]

στ)      αποσύρει ή ματαιώνει τυχόν υφιστάμενη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου βάσει του εγχώριου ή του διεθνούς δικαίου όσον αφορά ένα μέτρο που εικάζεται ότι συνιστά παραβίαση η οποία αναφέρεται στην αξίωσή του και

ζ)      παραιτείται από το δικαίωμά του να προβάλει αξίωση ή να κινήσει διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου βάσει του εγχώριου ή του διεθνούς δικαίου όσον αφορά ένα μέτρο που εικάζεται ότι συνιστά παραβίαση η οποία αναφέρεται στην αξίωσή του.»

171. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στο δικαστήριο της ΣΕΟΣ ανατίθεται αρμοδιότητα εναλλακτικού μόνο χαρακτήρα. Ειδικότερα, όπως διευκρινίζεται στο σημείο 6, στοιχείο αʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως, «[η] ΣΟΕΣ δεν ευνοεί την προσφυγή στο [ΔΣΕ] που έχει συσταθεί βάσει της συμφωνίας. Οι επενδυτές μπορούν να επιλέξουν τη διαθέσιμη προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια». Εξάλλου, η αδυναμία ασκήσεως προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών παράλληλα με την υποβολή αξιώσεως στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ ή και μεταγενέστερα αυτής ενδέχεται να παρακινήσει τους επενδυτές να προσφεύγουν πρώτα ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων. Συνεπώς, οι ανωτέρω διατάξεις ενθαρρύνουν την προηγούμενη εξάντληση των εγχώριων ενδίκων βοηθημάτων, μολονότι αυτή δεν καθιερώνεται ως προϋπόθεση για την υποβολή αξιώσεως στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ.

172. Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών, μολονότι, ελλείψει αμέσου αποτελέσματος της ΣΟΕΣ, δεν έχουν ως αποστολή να εφαρμόζουν τη συμφωνία αυτή, εντούτοις δεν στερούνται την ιδιότητά τους ως δικαστηρίων «γενικής δικαιοδοσίας» της έννομης τάξεως της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου τους κατά την ενδεχόμενη υποβολή αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν στερείται την αρμοδιότητά του να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις σε απάντηση των ερωτημάτων που υποβάλλουν τα δικαστήρια αυτά. Επομένως, δεν διαπιστώνεται αλλοίωση των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται με τις Συνθήκες στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στα κράτη μέλη και οι οποίες είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της ίδιας της φύσης του δικαίου της Ένωσης (136).

8.      Η συμβατότητα με τους σκοπούς της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης

173. Φρονώ ότι κατά την εξέταση της συμβατότητας του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ με την αρχή της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη η ανάγκη διατηρήσεως της δυνατότητας της Ένωσης να συμβάλλει στην υλοποίηση των αρχών και των σκοπών της εξωτερικής της δράσεως.

174. Όπως ορθώς επισήμανε η Σλοβακική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο πρέπει να αποδώσει στην αρχή της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης έννοια που να καθιστά δυνατή όχι μόνον τη διατήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του δικαίου της Ένωσης, αλλά και τη συμμετοχή της Ένωσης στην ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και μιας δικαιοκρατούμενης διεθνούς έννομης τάξεως.

175. Κατά τη γνώμη μου, οι διατάξεις του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ επιτυγχάνουν ισορροπία μεταξύ της διατηρήσεως της ιδιαίτερης συνταγματικής δομής της Ένωσης και της αναπτύξεως της εξωτερικής της δράσεως.

176. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, «[σ]τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της και συμβάλλει στην προστασία των πολιτών της. Συμβάλλει […] [σ]την αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη, […] [σ]το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, […] καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου […]». Αυτός ο τελευταίος σκοπός συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα ότι η Ένωση οφείλει να ευνοεί τις πρωτοβουλίες και τους μηχανισμούς ελέγχου που ενισχύουν την αποτελεσματικότητα των διεθνών συνθηκών στις οποίες είναι μέρος (137).

177. Η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή πρέπει, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΕΕ, να έχει ως στόχο την επίτευξη «υψηλού βαθμού συνεργασίας σε όλους τους τομείς των διεθνών σχέσεων», μεταξύ άλλων με την εδραίωση και στήριξη «του κράτους δικαίου […] και των αρχών του διεθνούς δικαίου» (138), την «ενσωμάτωσ[η] όλων των χωρών στην παγκόσμια οικονομία, μεταξύ άλλων και μέσω της προοδευτικής κατάργησης περιορισμών του διεθνούς εμπορίου» (139), τη συμβολή «στην ανάπτυξη διεθνών μέτρων […] με στόχο τη διασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης» (140) και την προώθηση «διεθνούς συστήματος που θεμελιώνεται στην ενισχυμένη πολυμερή συνεργασία και τη χρηστή παγκόσμια διακυβέρνηση» (141). Κατά το άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «[η] κοινή εμπορική πολιτική ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης».

178. Κατά τη γνώμη μου, το κεφάλαιο 8 της ΣΟΕΣ εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο των ανωτέρω σκοπών, δεδομένου ότι συνδυάζει κανόνες για την προστασία των επενδύσεων, οι οποίοι συμβάλλουν στην ασφάλεια δικαίου υπέρ των επενδυτών και στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά (142), καθώς και ειδικό μηχανισμό επιλύσεως διαφορών, με τη ρητή επιβεβαίωση του δικαίου των συμβαλλομένων μερών να θεσπίζουν την απαραίτητη νομοθεσία για την επίτευξη θεμιτών σκοπών δημοσίου συμφέροντος, για παράδειγμα στους τομείς της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας, του περιβάλλοντος ή της κοινωνικής προστασίας.

9.      Δεν είναι απαραίτητη η καθιέρωση μηχανισμού προηγούμενης εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου ούτε η δυνατότητα πλήρους ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων από τα δικαστήρια των κρατών μελών

179. Υπενθυμίζω ότι ο λόγος ύπαρξης μηχανισμού επιλύσεως διαφορών όπως αυτός που καθιερώνεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ έγκειται στη διασφάλιση της ουδετερότητας και της αυτονομίας κατά την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών σε σχέση με τα δικαιοδοτικά συστήματα των συμβαλλομένων μερών. Με βάση τη λογική αυτή, μπορεί να γίνει κατανοητό το γεγονός ότι τα εν λόγω μέρη δεν προέβλεψαν μηχανισμό προηγούμενης εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου ούτε τη δυνατότητα συστηματικής υπαγωγής των διαιτητικών αποφάσεων του δικαστηρίου σε πλήρη έλεγχο εκ μέρους των δικαστηρίων των εν λόγω μερών. Η πρόβλεψη τέτοιου συνδέσμου με το δικαιοδοτικό σύστημα των συμβαλλομένων μερών θα αντέφασκε προς τη βούληση των τελευταίων να καθιερώσουν, ακριβώς, μηχανισμό επιλύσεως διαφορών ευρισκόμενο εκτός των δικαιοδοτικών συστημάτων τους.

180. Εφόσον γίνει δεκτό ότι το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ περιλαμβάνει επαρκείς εγγυήσεις ώστε ο εν λόγω μηχανισμός να μην θίγει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, εκτιμώ ότι η ανωτέρω επιλογή των συμβαλλομένων μερών δεν δύναται να αμφισβητηθεί.

181. Παρά ταύτα, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, ανάλογα με τους επιλεγέντες κανόνες διαιτησίας βάσει των οποίων υποβάλλεται η αξίωση (143), ο έλεγχος εκ μέρους των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η εκτέλεση, ιδίως σε περίπτωση συγκρούσεως με τη δημόσια τάξη του κράτους αυτού (144), δεν αποκλείεται (145). Ωστόσο, φρονώ ότι η ύπαρξη τέτοιου ελέγχου δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη συμβατότητα του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών που καθιερώνεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ με την αρχή της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης.

182. Επιπλέον, ως προς την ενίοτε διατυπούμενη ιδέα να προβλεφθεί σε αυτό το είδος συμφωνίας μηχανισμός προηγούμενης εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου όταν ανακύπτει ζήτημα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλεται, όπως ορθώς παρατηρούν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, να ληφθεί υπόψη η επιταγή αμοιβαιότητας. Ειδικότερα, πέραν του γεγονότος ότι θα ήταν δυσχερής, αν όχι αδύνατη, η διαπραγμάτευση τέτοιου μηχανισμού με τα τρίτα κράτη (146), σε περίπτωση που τα τελευταία τον αποδέχονταν, η Ένωση θα έπρεπε να παράσχει και στους εταίρους της, λόγω της αμοιβαιότητας που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις, τη δυνατότητα να προβλέψουν προδικαστική αρμοδιότητα των εγχώριων δικαστηρίων τους όσον αφορά την ερμηνεία του εγχώριου δικαίου. Από τη σκοπιά των επενδυτών της Ένωσης, κάτι τέτοιο θα αντέφασκε προς τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών, δηλαδή την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία του σε σχέση με τα εγχώρια δικαστήρια του άλλου συμβαλλομένου μέρους. Αυτό θα περιόριζε σημαντικά το νόημα και την ελκυστικότητα του εν λόγω μηχανισμού, ιδίως όταν η Ένωση αναπτύσσει σχέσεις με τρίτα κράτη των οποίων τα εγχώρια δικαστήρια δεν πληρούν, ή πληρούν μόνον εν μέρει, τα κριτήρια της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας και της ταχύτητας, και θα μπορούσε, εν τέλει, να διακυβεύσει το επίπεδο προστασίας των επενδύσεων που πραγματοποιούνται στα εν λόγω κράτη από τους επενδυτές της Ένωσης.

183. Επομένως, θεωρώ επιδοκιμαστέα την προσέγγιση των φορέων που διαπραγματεύτηκαν την ΣΟΕΣ, οι οποίοι επέδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα ώστε, στο πλαίσιο των διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας, ο καθιερούμενος μηχανισμός επιλύσεως διαφορών να εμπλέκεται κατά το δυνατόν λιγότερο με τα δικαιοδοτικά συστήματα των συμβαλλομένων μερών.

184. Με βάση όλες τις ανωτέρω σκέψεις, φρονώ ότι ο μηχανισμός επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών που καθιερώνεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ δεν θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, δεν παραβιάζει την αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

2.      Επί της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και επί της επιταγής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης

185. Σε αυτό το σκέλος της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως, το Βασίλειο του Βελγίου παρατηρεί, καταρχάς, ότι η ΣΟΕΣ προβλέπει προνομιακή δικαιοδοτική μεταχείριση για τους Καναδούς επενδυτές. Ειδικότερα, οι καναδικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση μπορούν να προσφύγουν για την επίλυση διαφοράς είτε ενώπιον εγχώριου δικαστηρίου της Ένωσης είτε ενώπιον του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ, ενώ οι επιχειρήσεις της Ένωσης που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση δεν διαθέτουν αυτή την επιλογή.

186. Πρέπει να εξεταστεί αν η ανωτέρω κατάσταση είναι συμβατή με το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (147), κατά το οποίο «[ό]λοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου», καθώς και με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι «[ε]ντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».

187. Περαιτέρω, το Βασίλειο του Βελγίου επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 8.39, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ΣΟΕΣ, αν Καναδός επενδυτής υποβάλει στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ αξίωση εξ ονόματος «τοπικά εγκατεστημένης επιχειρήσεως» (δηλαδή επιχειρήσεως εγκατεστημένης στην Ένωση την οποία ο εν λόγω Καναδός επενδυτής κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα) (148), τα τυχόν επιδικαζόμενα από το εν λόγω δικαστήριο ποσά αποζημιώσεως και τόκων πρέπει να καταβληθούν στην τοπική αυτή επιχείρηση.

188. Βεβαίως, ο κανόνας αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό, τον οποίο επιδιώκουν οι διεθνείς συμφωνίες για την προστασία των επενδύσεων, προαγωγής της οικονομίας του συμβαλλομένου μέρους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω επιχείρηση. Ωστόσο, η συμβατότητα του εν λόγω κανόνα με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη χρήζει διερευνήσεως.

189. Τέλος, το Βασίλειο του Βελγίου διερωτάται, σε περίπτωση που το δικαστήριο της ΣΟΕΣ κρίνει ότι πρόστιμο που επιβλήθηκε σε Καναδό επενδυτή (ή σε τοπικά εγκατεστημένη επιχείρηση) από την Επιτροπή ή από αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή κάποιου κράτους μέλους παραβιάζει διάταξη του τμήματος Γ ή Δ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ και επιδικάσει αποζημίωση αντίστοιχη με το πρόστιμο αυτό, κατά πόσον η εξαφάνιση των συνεπειών του εν λόγω προστίμου είναι συμβατή με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και με την επιταγή αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.

190. Από το άρθρο 8.9, παράγραφοι 3 και 4, της ΣΟΕΣ προκύπτει ότι, όταν η Ένωση έχει κηρύξει κρατική ενίσχυση ασύμβατη με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ και έχει διατάξει την επιστροφή της, το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν δύναται να κρίνει την απόφαση αυτή αντίθετη προς την ΣΟΕΣ ούτε, συνεπώς, να επιδικάσει αποζημίωση και τόκους ύψους αντίστοιχου με αυτό της εν λόγω κρατικής ενισχύσεως. Ωστόσο, η ΣΟΕΣ δεν περιλαμβάνει παρόμοιο κανόνα για την προστασία των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή ή οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών στο πλαίσιο των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο Καναδός επενδυτής να αποφύγει τις οικονομικές συνέπειες τις οποίες επάγεται η παραβίαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, ενώ κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν για τους επενδυτές της Ένωσης.

191. Εν ολίγοις, το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί να διευκρινιστεί αν οι διαιτητικές αποφάσεις του δικαστηρίου ενδέχεται, υπό ορισμένες συνθήκες, να παραβαίνουν τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη και να θίγουν την επιταγή αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, το εν λόγω κράτος μέλος εντοπίζει δύο περιπτώσεις, δηλαδή, πρώτον, την περίπτωση στην οποία καταβάλλονται αποζημίωση και τόκοι σε τοπικά εγκατεστημένη επιχείρηση με βάση το άρθρο 8.39, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ΣΟΕΣ και, δεύτερον, την περίπτωση στην οποία το δικαστήριο ενδέχεται να επιδικάσει αποζημίωση και τόκους λόγω προστίμου που επιβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

192. Το πρώτο σκέλος των ερωτημάτων του Βασιλείου του Βελγίου απορρέει από το γεγονός ότι, με βάση το άρθρο 8.23, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, αξίωση μπορεί να υποβληθεί είτε από τον επενδυτή ενός μέρους εξ ονόματος του ιδίου είτε από επενδυτή ενός μέρους εξ ονόματος τοπικά εγκατεστημένης επιχείρησης την οποία κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα. Στην τελευταία περίπτωση, προκύπτει από το άρθρο 8.39, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ΣΟΕΣ ότι η αποζημίωση που καθορίζεται με τη διαιτητική απόφαση πρέπει να καταβληθεί στην τοπικά εγκατεστημένη επιχείρηση. Κατά τη γνώμη μου, η διαπίστωση αυτή δεν εισάγει διάκριση σε βάρος των επενδυτών της Ένωσης που πραγματοποιούν επενδύσεις εντός της Ένωσης.

193. Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η ίδια η τοπικά εγκατεστημένη επιχείρηση, περί της οποίας γίνεται λόγος στις ανωτέρω δύο διατάξεις, αποτελεί μορφή επενδύσεως. Πράγματι, κατά το άρθρο 8.1 της ΣΟΕΣ, ως «καλυπτόμενη επένδυση» νοείται, σε σχέση με ένα μέρος, μια επένδυση την οποία, μεταξύ άλλων, «κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, ένας επενδυτής του άλλου μέρους», ενώ ως «επένδυση» νοείται «κάθε στοιχείο ενεργητικού που κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, ένας επενδυτής» και που μπορεί να λάβει, μεταξύ άλλων, τη μορφή επιχειρήσεως. Λαμβανομένου υπόψη του ελέγχου που ασκεί ο επενδυτής ενός εκ των μερών στην επιχείρηση που είναι τοπικά εγκατεστημένη στο έδαφος του άλλου μέρους, η τυχόν αποζημίωση που επιδικάζεται από το δικαστήριο της ΣΟΕΣ, μολονότι καταβάλλεται στην τοπικά εγκατεστημένη επιχείρηση, ωφελεί εν τέλει τον επενδυτή του πρώτου μέρους, ο οποίος άλλωστε είναι και ο μόνος που εξουσιοδοτείται, με βάση το άρθρο 8.23, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, να υποβάλει αξίωση στο δικαστήριο.

194. Στο μέτρο που ο επενδυτής ενός εκ των μερών και η επιχείρηση που είναι τοπικά εγκατεστημένη στο έδαφος του άλλου μέρους στην πραγματικότητα εξομοιώνονται μεταξύ τους (149), το ερώτημα που εγείρεται από το Βασίλειο του Βελγίου αφορά την ύπαρξη ή όχι διακρίσεως μεταξύ των ξένων επενδυτών, οι οποίοι διαθέτουν ειδική ουσιαστική και διαδικαστική προστασία, και των εγχώριων επενδυτών, οι οποίοι δεν απολαύουν της προστασίας αυτής.

195. Επί του ερωτήματος αυτού, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι από το άρθρο 207, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 ΣΕΕ, προκύπτει ότι η Ένωση, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται δυνάμει των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων της στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, οφείλει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, στα οποία συγκαταλέγεται η αρχή της ισότιμης μεταχειρίσεως (150). Η Ένωση είναι μια ένωση δικαίου, στην οποία κάθε πράξη των θεσμικών οργάνων της υπόκειται σε έλεγχο συμφωνίας, μεταξύ άλλων, με τις Συνθήκες, τις γενικές αρχές του δικαίου καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα (151). Αυτό ισχύει και για τη εξωτερική δράση της Ένωσης (152). Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση «αποτελούν, από την έναρξη ισχύος τους, αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης […]. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις τους πρέπει να συνάδουν πλήρως με τις διατάξεις των Συνθηκών και με τις εξ αυτών απορρέουσες συνταγματικές αρχές» (153). Σε αυτές περιλαμβάνεται βεβαίως, με βάση το άρθρο του 51, και ο Χάρτης, ο οποίος, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει «το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Πριν ακόμη από την επίσημη θέση του Χάρτη σε ισχύ, το Δικαστήριο είχε καθιερώσει την αρχή ότι, στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης, τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης πρέπει να γίνονται σεβαστά (154).

196. Βεβαίως, κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (155), το άρθρο 21, παράγραφος 2, του τελευταίου «αντιστοιχεί στο άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, [ΣΛΕΕ] και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο». Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του Χάρτη, τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από αυτόν και τα οποία αποτελούν το αντικείμενο διατάξεων των Συνθηκών ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται σε αυτές. Επομένως, το άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

197. Το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι, «[ε]ντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας». Η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος της εν λόγω Συνθήκης, με τίτλο «Απαγόρευση των διακρίσεων και ιθαγένεια της Ένωσης». Αφορά τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και κατά τις οποίες υπήκοος κράτους μέλους υφίσταται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους υπηκόους άλλου κράτους μέλους απλώς και μόνο λόγω της ιθαγένειάς του. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή δεν προορίζεται να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις ενδεχόμενης διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και των υπηκόων τρίτων κρατών (156).

198. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν απαλλάσσει διεθνή συμφωνία όπως η ΣΟΕΣ από την υποχρέωση σεβασμού της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη (157).

199. Προσθέτω, στο σημείο αυτό, ότι δεν τίθεται εν αμφιβόλω η νομολογία η οποία, επιδιώκοντας τη διατήρηση της ικανότητας των θεσμικών και λοιπών οργάνων της Ένωσης να αναπτύσσουν πολιτική δράση σε διεθνές επίπεδο, επιτρέπει στα όργανα αυτά να προβαίνουν σε διαφορετική μεταχείριση τρίτων κρατών (158).

200. Στο πεδίο της προστασίας των επενδύσεων, παρατηρώ ότι το σημείο 6, στοιχείο αʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως ορίζει ότι «[η] ΣΟΕΣ δεν θα έχει ως αποτέλεσμα οι ξένοι επενδυτές να τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τους εγχώριους επενδυτές».

201. Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον στο πλαίσιο της καθιερώσεως του ΔΣΕ γίνεται σεβαστή η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (159).

202. Η πλειονότητα των κυβερνήσεων που κατέθεσαν παρατηρήσεις καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι το Βασίλειο του Βελγίου εκκινεί από την εσφαλμένη παραδοχή ότι οι καναδικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση, αφενός, και οι επιχειρήσεις της Ένωσης που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση, αφετέρου, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

203. Αυτό δεν ισχύει, δεδομένου ακριβώς ότι η μία εκ των ανωτέρω κατηγοριών επιχειρήσεων πραγματοποιεί διεθνείς επενδύσεις και η άλλη ενδοκοινοτικές επενδύσεις, όπερ δεν είναι συγκρίσιμο. Οι ενδοκοινοτικές επενδύσεις υπόκεινται αναπόφευκτα, σε ορισμένο βαθμό, σε διαφορετικούς κανόνες από τις διεθνείς επενδύσεις. Συγκρίσιμες είναι μόνον οι καταστάσεις των καναδικών επιχειρήσεων που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση, αφενός, και των επιχειρήσεων της Ένωσης που πραγματοποιούν επενδύσεις στον Καναδά, αφετέρου.

204. Επομένως, η διαφοροποίηση που συνίσταται στο ότι οι καναδικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση θα μπορούν να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ για την επίλυση διαφορών, ενώ οι επιχειρήσεις της Ένωσης που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση δεν θα έχουν τη δυνατότητα αυτή, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δυσμενής διάκριση». Συναφώς, οι ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία μνημονεύουν, κατ’ αναλογίαν, τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η διαφορετική μεταχείριση των ιδιωτών επί των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής κανόνες οι οποίοι περιλαμβάνονται σε συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών προς αποφυγή της διπλής φορολογίας, αφενός, και των ιδιωτών που δεν επωφελούνται από την εφαρμογή τέτοιων κανόνων, αφετέρου, δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, στο μέτρο που οι καταστάσεις αυτών των δύο κατηγοριών προσώπων δεν είναι συγκρίσιμες (160).

205. Εν πάση περιπτώσει, είναι εσφαλμένη η εκτίμηση ότι οι καναδικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση βρίσκονται, λόγω της δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ, σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τις επιχειρήσεις της Ένωσης που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση. Η δυνατότητα αυτή αντισταθμίζει, απλώς και μόνο, το γεγονός ότι η ΣΟΕΣ δεν μπορεί να τύχει ευθείας επικλήσεως ενώπιον των εγχώριων δικαστηρίων των μερών.

206. Εκτιμώ, όπως και η πλειονότητα των μετεχόντων στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις, ότι μόνον οι επενδυτές εκάστου συμβαλλομένου μέρους που πραγματοποιούν επενδύσεις στο έδαφος του άλλου συμβαλλομένου μέρους βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.

207. Όπως ορθώς επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η κατάσταση των Καναδών επενδυτών που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση των Ευρωπαίων επενδυτών που πραγματοποιούν επενδύσεις στον δικό τους οικονομικό χώρο. Σύγκριση μεταξύ των Καναδών και των Ευρωπαίων επενδυτών χωρεί μόνον ως προς τις επενδύσεις που αυτοί πραγματοποιούν στο έδαφος του άλλου συμβαλλομένου μέρους. Με βάση τη σύγκριση αυτή, όλοι οι επενδυτές που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση τυγχάνουν παρόμοιας μεταχειρίσεως. Βεβαίως, οι επενδυτές εκάστου συμβαλλομένου μέρους δεν έχουν πρόσβαση στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ όσον αφορά τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους από το οποίο προέρχονται. Όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι εν λόγω επενδυτές δεν ανέλαβαν τους κινδύνους και το κόστος της επενδύσεως σε ξένο οικονομικό χώρο, αλλά δραστηριοποιούνται σε οικείο νομικό περιβάλλον.

208. Εξάλλου, υπενθυμίζω ότι οι σχέσεις μεταξύ συμβαλλομένων μερών όπως, αφενός, η Ένωση και τα κράτη μέλη της και, αφετέρου, ο Καναδάς δεν βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και, για τον λόγο αυτό, τα εν λόγω μέρη επιδιώκουν να καθορίσουν στη σχεδιαζόμενη συμφωνία, επί τη βάσει αμοιβαιότητας, ένα πρότυπο ουσιαστικής και διαδικαστικής προστασίας. Επομένως, το γεγονός ότι τα αμοιβαία δικαιώματα και οι αμοιβαίες υποχρεώσεις που δημιούργησε η ΣΟΕΣ έχουν εφαρμογή μόνο σε επενδυτές του ενός εκ των δύο συμβαλλομένων μερών αποτελεί συνέπεια εγγενή στη διμερή φύση της εν λόγω συμφωνίας (161), σκοπός της οποίας είναι να προστατεύσει τους επενδυτές εκάστου μέρους από τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα τα οποία αυτοί θα υφίσταντο πραγματοποιώντας επένδυση στο άλλο μέρος. Επομένως, όσον αφορά επένδυση που πραγματοποιείται στο έδαφος της Ένωσης, ένας επενδυτής της Ένωσης δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με Καναδό επενδυτή.

209. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι οι Καναδοί επενδυτές που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση και οι επενδυτές της Ένωσης που πραγματοποιούν επενδύσεις εντός της τελευταίας βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση, το γεγονός ότι μόνον η πρώτη κατηγορία επενδυτών μπορεί να επωφεληθεί από τον μηχανισμό επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών που καθιερώνει η ΣΟΕΣ δικαιολογείται αντικειμενικώς από τον σκοπό της ενισχύσεως των ξένων επενδύσεων στο έδαφος εκάστου μέρους.

210. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το Δικαστήριο, «[σ]την περίπτωση που διαπιστώνεται διαφορετική μεταχείριση δύο παρόμοιων καταστάσεων, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εφόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται δεόντως» (162). Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον σχετίζεται με σκοπό που επιδιώκεται νομίμως από το μέτρο με το οποίο αυτή εισάγεται και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν» (163).

211. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «[τ]α θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης έχουν, στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων, ευρεία δυνατότητα λήψεως πολιτικών αποφάσεων» και ότι «οι εξωτερικές σχέσεις συνεπάγονται κατ’ ανάγκην επιλογές πολιτικής φύσεως» (164). Κατά συνέπεια, στο πεδίο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί ευρεία εξουσία εκτιμήσεως υπέρ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και, επομένως, ο δικαστικός έλεγχος που αφορά το ζήτημα αν η διαφορετική μεταχείριση σχετίζεται με σκοπό που επιδιώκεται νομίμως από το μέτρο με το οποίο αυτή εισάγεται και αν είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν πρέπει να περιορίζεται στο κατά πόσον συντρέχει πρόδηλη πλάνη (165).

212. Η νομιμότητα του σκοπού που επιδιώκεται στο πλαίσιο της καθιερώσεως του ΔΣΕ δεν επιδέχεται εύλογη αμφισβήτηση. Συναφώς, παραπέμπω στα σημεία 173 έως 178 των παρουσών προτάσεων, στα οποία επισήμανα ότι η καθιέρωση του ΔΣΕ συνάδει με τους σκοπούς που ανατίθενται στην Ένωση από τις Συνθήκες στο πλαίσιο της εξωτερικής δράσεώς της και, ειδικότερα, κατά την εφαρμογή της κοινής εμπορικής πολιτικής της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο σκοπός της ενισχύσεως των ξένων επενδύσεων επί τη βάσει αμοιβαιότητας. Ο μηχανισμός επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών που καθιερώνει η ΣΟΕΣ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προστατευτικού πλαισίου που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία, οπότε οι φορείς που διαπραγματεύτηκαν την εν λόγω συμφωνία νομίμως θεώρησαν, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους αναλογεί, ότι, χωρίς τον μηχανισμό αυτό, η ΣΟΕΣ δεν θα μπορούσε να επιτύχει εξίσου αποτελεσματικά τον σκοπό της ενισχύσεως και της προσελκύσεως των ξένων επενδύσεων.

213. Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ δεν παραβιάζουν τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (166).

214. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος των ερωτημάτων του Βασιλείου του Βελγίου, που αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα κατά πόσον το δικαστήριο της ΣΟΕΣ ενδέχεται να εξουδετερώσει τις συνέπειες προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή ή από αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή κράτους μέλους αποφασίζοντας να επιδικάσει σε Καναδό επενδυτή αποζημίωση και τόκους αντίστοιχου ύψους, εκτιμώ, όπως και η πλειονότητα των μετεχόντων στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις, ότι διάφοροι κανόνες περιορίζουν το ενδεχόμενο το δικαστήριο της ΣΟΕΣ να καταλήξει στην κρίση, χωρίς να υπερβεί την αρμοδιότητά του, ότι πρόστιμο που επιβλήθηκε σε Καναδό επενδυτή με βάση το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης παραβιάζει κανόνα προστασίας των επενδύσεων που προβλέπεται στο κεφάλαιο 8 της ΣΟΕΣ.

215. Ειδικότερα, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 8.9, παράγραφοι 1 και 2, της ΣΟΕΣ αναγνωρίζει το δικαίωμα των συμβαλλομένων μερών να θεσπίζουν ρυθμίσεις στο έδαφός τους ώστε να επιτυγχάνουν θεμιτούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο στις παρατηρήσεις του, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα διατηρήσεως και εφαρμογής πολιτικών που αποσκοπούν στην καταπολέμηση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών στην εσωτερική αγορά της Ένωσης (167).

216. Εξάλλου, στο πλαίσιο του κεφαλαίου δεκαεπτά της ΣΟΕΣ, το οποίο τιτλοφορείται «Πολιτική ανταγωνισμού», το άρθρο 17.2, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[τ]α μέρη αναγνωρίζουν τη σημασία του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού στις εμπορικές συναλλαγές τους. Τα μέρη αναγνωρίζουν ότι οι αντιανταγωνιστικές επιχειρηματικές πρακτικές μπορούν να στρεβλώσουν την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και γενικώς να υπονομεύσουν τα οφέλη που προκύπτουν από την απελευθέρωση του εμπορίου». Επιπλέον, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «[τ]α μέρη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να απαγορεύσουν τις αντιανταγωνιστικές επιχειρηματικές πρακτικές, αναγνωρίζοντας ότι τα εν λόγω μέτρα θα συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της παρούσας συμφωνίας».

217. Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που περιέχονται στο άρθρο 8.9, παράγραφοι 1 και 2, της ΣΟΕΣ καθώς και στο κεφάλαιο 17 της εν λόγω συμφωνίας, φρονώ ότι το ενδεχόμενο εξουδετερώσεως των αποφάσεων που λαμβάνουν τα συμβαλλόμενα μέρη για τον κολασμό των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών οριοθετείται αυστηρώς.

218. Οι ανωτέρω ουσιαστικού χαρακτήρα εγγυήσεις συμπληρώνονται από τις διαδικαστικές εγγυήσεις οι οποίες εκτέθηκαν ανωτέρω και συνίστανται, αφενός, στην υποχρέωση του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ, με βάση το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας, να ακολουθεί την ερμηνεία του εγχώριου δικαίου από τα δικαστήρια και τις αρχές του οικείου συμβαλλομένου μέρους και, αφετέρου, στην υποχρέωση διορθώσεως, εφόσον τούτο παρίσταται αναγκαίο, της τυχόν εσφαλμένης ερμηνείας του δικαστηρίου αυτού, χάρη στην ύπαρξη δευτεροβάθμιου μηχανισμού ή στη δυνατότητα της μεικτής επιτροπής να προβαίνει σε δεσμευτικές ερμηνείες της ΣΟΕΣ.

219. Από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι η καθιέρωση του ΔΣΕ δεν θίγει την επιταγή αποτελεσματικότητας του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

3.      Επί της συμβατότητας του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ με το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο

220. Το Βασίλειο του Βελγίου διερωτάται αν το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ είναι συμβατό με το άρθρο 47 του Χάρτη, είτε αυτοτελώς θεωρούμενο είτε σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη. Σε αυτό το σκέλος της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως, το εν λόγω κράτος μέλος κάνει αναφορά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

221. Συναφώς, το Βασίλειο του Βελγίου παρατηρεί, πρώτον, ότι το καθεστώς που προβλέπεται στο εν λόγω τμήμα ΣΤ ενδέχεται να καταστήσει υπέρμετρα δυσχερή την πρόσβαση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ, στο μέτρο που το άρθρο 8.27, παράγραφος 14, της ΣΟΕΣ προβλέπει ότι οι δαπάνες και οι αμοιβές των μελών που επιλαμβάνονται της διαφοράς καταβάλλονται από τα διάδικα μέρη, το δε άρθρο 8.39, παράγραφος 5, της ΣΟΕΣ ορίζει ότι τόσο οι δαπάνες της διαδικασίας –οι οποίες περιλαμβάνουν τις δαπάνες της γραμματείας του ICSID– όσο και οι δαπάνες νομικής εκπροσωπήσεως και αρωγής βαρύνουν –πλην εξαιρετικών περιπτώσεων– το ηττηθέν διάδικο μέρος.

222. Επιπλέον, η ΣΟΕΣ δεν παρέχει επί του παρόντος τη δυνατότητα χορηγήσεως δικαστικής αρωγής, μολονότι το άρθρο 47, τρίτο εδάφιο, του Χάρτη κατοχυρώνει ρητώς το δικαίωμα στην αρωγή αυτή εφόσον είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ενώ το Δικαστήριο, στη σκέψη 59 της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (168), διευκρίνισε ότι το εν λόγω δικαίωμα εκτείνεται και στις επιχειρήσεις.

223. Ο κίνδυνος εξ ολοκλήρου επιβαρύνσεως με τα έξοδα διαδικασιών εξ ορισμού δαπανηρών ενδέχεται να αποθαρρύνει τον επενδυτή που διαθέτει περιορισμένα οικονομικά μέσα από την υποβολή αξιώσεως. Μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι η ΣΟΕΣ προσβάλλει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο.

224. Το Βασίλειο του Βελγίου διερωτάται, δεύτερον, σχετικά με τη συμβατότητα των όρων αμοιβής των μελών των σχεδιαζόμενων δικαστηρίων, όπως αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 8.27, παράγραφοι 12 έως 15, και στο άρθρο 8.28, παράγραφος 7, στοιχείο δʹ, της ΣΟΕΣ, με το δικαίωμα προσβάσεως σε «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

225. Οι εν λόγω όροι αμοιβής, στο μέτρο που δεν καθορίζονται στο ίδιο το κείμενο της ΣΟΕΣ ως προς τα βασικά τους σημεία, αλλά καταλείπονται, σε μεγάλο βαθμό, στη διακριτική εκτίμηση της μεικτής επιτροπής που ιδρύει η ΣΟΕΣ, ενδέχεται να εγείρουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά τους με τις αρχές της διακρίσεως των εξουσιών.

226. Συναφώς, το Βασίλειο του Βελγίου εκτιμά ότι οι λεπτομέρειες της αμοιβής των δικαστών πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων από τον νομοθέτη και δεν μπορούν να επαφίενται στην εκτελεστική εξουσία. Συναφώς, το εν λόγω κράτος μέλος μνημονεύει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη Magna Carta των Δικαστών, η οποία εγκρίθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2010 από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE).

227. Περαιτέρω, και η πρόβλεψη της ΣΟΕΣ ότι η αμοιβή των μελών των σχεδιαζόμενων δικαστηρίων δεν θα συνίσταται (ή τουλάχιστον όχι ακόμη) σε σταθερό και τακτικό μισθό, αλλά σε πάγια μηνιαία αμοιβή στην οποία θα προστίθενται αμοιβές ανάλογα με τις ημέρες εργασίας που αφιερώνονται στην εκάστοτε διαφορά, μπορεί να θεωρηθεί ασύμβατη με το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

228. Συναφώς, το Βασίλειο του Βελγίου μνημονεύει το άρθρο 6.1 του Ευρωπαϊκού Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών, που εγκρίθηκε μεταξύ της 8ης και της 10ης Ιουλίου 1998 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, κατά το οποίο η αμοιβή των δικαστών πρέπει να καθορίζεται «κατά τρόπον ώστε αυτοί να προφυλάσσονται από πιέσεις που σκοπούν να επιδράσουν στο περιεχόμενο των αποφάσεών τους και γενικότερα στη δικαιοδοτική συμπεριφορά τους, αλλοιώνοντας την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους». Επίσης, το Βασίλειο του Βελγίου μνημονεύει και διάφορες συστάσεις που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά τις οποίες η αμοιβή των δικαστών πρέπει να καθορίζεται βάσει γενικής κλίμακας και όχι ανάλογα με την απόδοσή τους.

229. Με βάση τους όρους αμοιβής που προβλέπει επί του παρόντος η ΣΟΕΣ, η αμοιβή εξαρτάται εν μέρει από τον αριθμό των διαφορών που υποβάλλουν οι επενδυτές προς επίλυση. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ευνοϊκής προς τους επενδυτές νομολογίας ενδέχεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην αμοιβή.

230. Το Βασίλειο του Βελγίου διερωτάται, τρίτον, σχετικά με τη συμβατότητα του μηχανισμού διορισμού των μελών των σχεδιαζόμενων δικαστηρίων, όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 8.27, παράγραφοι 2 και 3, και στο άρθρο 8.28, παράγραφος 3 και παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, της ΣΟΕΣ, με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

231. Παρατηρεί ότι τα μέλη αυτά διορίζονται από τη μεικτή επιτροπή, δηλαδή από το εκτελεστικό όργανο της ΣΟΕΣ, στην οποία καθήκοντα προέδρου ασκούν από κοινού ο Υπουργός Διεθνούς Εμπορίου του Καναδά και το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής για το εμπόριο (ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους) (169).

232. Ωστόσο, από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών, ο οποίος έχει γίνει αντικείμενο επικλήσεως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, επιπλέον, μνημονεύεται στις συστάσεις του CCJE, προκύπτει ότι, όταν ο διορισμός των δικαστών πραγματοποιείται από την εκτελεστική εξουσία, πρέπει οπωσδήποτε να προηγείται σύσταση από ανεξάρτητη αρχή που απαρτίζεται σε μεγάλο βαθμό από μέλη της δικαστικής εξουσίας.

233. Τέταρτον, το Βασίλειο του Βελγίου διερωτάται σχετικά με τη συμβατότητα των προϋποθέσεων απομακρύνσεως των μελών των σχεδιαζόμενων δικαστηρίων, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 8.28, παράγραφος 4, και στο άρθρο 8.30, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ, με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

234. Παρατηρεί ότι, με βάση τις διατάξεις αυτές, είναι δυνατή η απομάκρυνση μέλους με κοινή πρωτοβουλία των μερών και χωρίς δυνατότητα προσφυγής, δυνάμει αποφάσεως της μεικτής επιτροπής. Εντούτοις, από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών και από τις συστάσεις του CCJE προκύπτει ότι οποιαδήποτε απόφαση περί απομακρύνσεως δικαστή προϋποθέτει ανεξάρτητο όργανο, ενώ πρέπει να εκδίδεται βάσει δίκαιης διαδικασίας που σέβεται τα δικαιώματα άμυνας και να είναι δεκτική προσφυγής ενώπιον ανώτερης αρχής δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστών, η εκτελεστική εξουσία δεν πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα απομακρύνσεώς τους.

235. Πέμπτον και τελευταίο, το Βασίλειο του Βελγίου διερωτάται σχετικά με τη συμβατότητα των κανόνων δεοντολογίας με τους οποίους οφείλουν να συμμορφώνονται τα μέλη των σχεδιαζόμενων δικαστηρίων με βάση το άρθρο 8.28, παράγραφος 4, το άρθρο 8.30, παράγραφος 1, και το άρθρο 8.44, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

236. Παρατηρεί ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα εν λόγω μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές του Διεθνούς Δικηγορικού Συλλόγου (International Bar Association, στο εξής: IBA) περί συγκρούσεως συμφερόντων στη διεθνή διαιτησία, οι οποίες εγκρίθηκαν στις 22 Μαΐου 2004 από το Συμβούλιο του IBA (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), εν αναμονή της εγκρίσεως κώδικα δεοντολογίας από την επιτροπή υπηρεσιών και επενδύσεων.

237. Ωστόσο, από τις συστάσεις του CCJE και από την Magna Carta των δικαστών προκύπτει ότι οι εφαρμοστέοι στους δικαστές κανόνες δεοντολογίας πρέπει να προέρχονται από τους ίδιους τους δικαστές. Οι δικαστές πρέπει, τουλάχιστον, να συμβάλλουν ουσιωδώς στη θέσπιση των κανόνων αυτών.

238. Το Βασίλειο του Βελγίου παρατηρεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται σε διαιτητές και όχι σε δικαστές. Τα πρότυπα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας για τους διαιτητές, αφενός, και για τους δικαστές, αφετέρου, ενδέχεται να διαφέρουν.

239. Παρατηρεί επίσης ότι, μολονότι η ΣΟΕΣ προβλέπει βεβαίως στο άρθρο 8.30, παράγραφος 1, ότι τα μέλη «δεν πρέπει να ενεργούν ως σύμβουλοι ή ως εμπειρογνώμονες διορισμένοι από ένα μέρος ή μάρτυρες σε εκκρεμή ή νέα διαδικασία επίλυσης επενδυτικής διαφοράς βάσει της παρούσας ή οποιασδήποτε άλλης διεθνούς συμφωνίας», αντιθέτως, δεν επιβάλλει στα μέλη αυτά να δηλώνουν τις πρόσθετες δραστηριότητές τους ούτε επιβάλλει, a fortiori, την υπαγωγή των δραστηριοτήτων αυτών σε προηγούμενη έγκριση. Ωστόσο, τα κρίσιμα διεθνή κείμενα, όπως ο Ευρωπαϊκός Χάρτης για το καθεστώς των δικαστών, ορίζουν ότι η άσκηση αμειβόμενης εξωτερικής δραστηριότητας πρέπει να δηλώνεται και να αποτελεί αντικείμενο προηγούμενης άδειας.

1.      Γενικές παρατηρήσεις

240. Προκειμένου να απαντήσω στα ερωτήματα του Βασιλείου του Βελγίου, υπενθυμίζω ότι η Ένωση, όταν σχεδιάζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να συνάψει διεθνή συμφωνία, οφείλει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα (170), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Κατά συνέπεια, όταν το Συμβούλιο προτίθεται να συνάψει διεθνή συμφωνία που καθιερώνει μηχανισμό επιλύσεως διαφορών, όπως αυτός που προβλέπεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, οφείλει να μεριμνά ώστε οι όροι προσβάσεως σε αυτόν και οι λεπτομέρειες της λειτουργίας του να συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα που διασφαλίζει η Ένωση.

241. Το Δικαστήριο, αναφορικά με τα όργανα που εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων εκάστου κράτους μέλους στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει τονίσει ότι «η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας ενός τέτοιου οργάνου έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε “ανεξάρτητο” δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής» (171).

242. Τούτων λεχθέντων, επιβάλλεται να τονιστεί ευθύς εξαρχής ότι η εκτίμηση που το Βασίλειο του Βελγίου καλεί το Δικαστήριο να εκφέρει σχετικά με διάφορες πτυχές της οργανώσεως και της λειτουργίας του ΔΣΕ δεν δύναται, κατά τη γνώμη μου, να μη λάβει υπόψη το γεγονός ότι το μοντέλο που υιοθέτησαν οι φορείς που διαπραγματεύτηκαν την ΣΟΕΣ χαρακτηρίζεται από πλείονα πρωτότυπα γνωρίσματα τα οποία του προσδίδουν υβριδικό χαρακτήρα, καθιστώντας το ένα είδος συγκερασμού μεταξύ διαιτητικού δικαστηρίου και διεθνούς δικαστηρίου. Υπό αυτό το πρίσμα, ο μηχανισμός επιλύσεως διαφορών που καθιερώνει η ΣΟΕΣ δεν φέρει μόνο γνωρίσματα δικαστηρίου, αλλά και χαρακτηριστικά που αντλούνται από τη διεθνή διαιτησία. Μολονότι στη σχεδιαζόμενη συμφωνία υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός «δικαστήριο», όπερ ενδέχεται να δημιουργήσει την εντύπωση ότι πρόκειται αμιγώς για δικαστήριο, εντούτοις ο εν λόγω μηχανισμός εξακολουθεί να εμπνέεται ουσιωδώς από τους κανόνες στον τομέα της διαιτησίας. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, το αποτύπωμα των κανόνων της επενδυτικής διαιτησίας εμφανίζεται ρητώς, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 8.23, σχετικά με την υποβολή αξιώσεως στο δικαστήριο, στο άρθρο 8.25, σχετικά με τη συγκατάθεση για την επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο, στο άρθρο 8.36, σχετικά με τη διαφάνεια των διαδικασιών, καθώς και στο άρθρο 8.41, σχετικά με την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων. Επιπλέον, όσον αφορά την αμοιβή των μελών του δικαστηρίου και τους κανόνες δεοντολογίας, αναφορά στους κανόνες που έχουν εφαρμογή στον τομέα της διαιτησίας περιλαμβάνεται, αντιστοίχως, στο άρθρο 8.27, παράγραφος 14, και στο άρθρο 8.30, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ. Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν εκδίδει δικαστικές αποφάσεις, αλλά διαιτητικές αποφάσεις.

243. Βεβαίως, τα συμβαλλόμενα μέρη εκφράζουν τη βούληση να κινηθούν προς ένα νέο σύστημα, εμπνευσμένο από τα δικαστικά συστήματα που λειτουργούν στις έννομες τάξεις των μερών αυτών (172). Ωστόσο, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γεγονός ότι το εν λόγω όργανο εμπνέεται από τα δικαστικά συστήματα δεν το καθιστά δικαστήριο, κατά την πλήρη έννοια του όρου, ούτε όμως και απλή παραδοσιακή διαιτητική αρχή.

244. Τα ερωτήματα που διατυπώνει το Βασίλειο του Βελγίου στηρίζονται στην παραδοχή ότι ο μηχανισμός επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών που καθιερώνεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ πρέπει να εξομοιωθεί πλήρως με δικαστήριο. Εκκινώντας από την παραδοχή αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος διατυπώνει αμφιβολίες σε σχέση με διάφορες πτυχές της οργανώσεως και της λειτουργίας του μηχανισμού αυτού υπό το πρίσμα προτύπων που έχουν διαμορφωθεί με σκοπό να εφαρμόζονται σε δικαστήρια. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του υβριδικού χαρακτήρα του εν λόγω μηχανισμού, η παραδοχή αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη. Κατά συνέπεια, το πρότυπο ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που απαιτείται για ένα τέτοιο όργανο πρέπει να ανταποκρίνεται στις προαναφερθείσες ιδιαιτερότητες.

245. Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι η εκτίμηση του Δικαστηρίου πρέπει να έχει ως γνώμονα τη διαπίστωση ότι οι φορείς που διαπραγματεύτηκαν τη σχεδιαζόμενη συμφωνία συμφώνησαν σε ένα μοντέλο το οποίο, από πολλές απόψεις, εισάγει βελτιώσεις σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν στην κλασική επενδυτική διαιτησία, είτε πρόκειται για τη διαφάνεια των διαδικασιών είτε για την ανεξαρτησία κατά την εξέταση των προσφυγών. Μολονότι αυτό το μοντέλο εξακολουθεί, βεβαίως, να επιδέχεται βελτιώσεις, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για μοντέλο που αποτέλεσε αντικείμενο διμερούς διαπραγματεύσεως επί τη βάσει αμοιβαιότητας και, υπό το πρίσμα αυτό, να εκτιμήσει αν το εν λόγω μοντέλο εμφανίζει επαρκές επίπεδο εγγυήσεων.

246. Σε σύνδεση με τα προεκτεθέντα, κατά την εκτίμηση την οποία αιτείται το Βασίλειο του Βελγίου πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το μοντέλο που καθιερώνεται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ αποτελεί απλώς και μόνον ένα βήμα προς τη σύσταση πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου και σχετικού δευτεροβάθμιου μηχανισμού, όπως μαρτυρεί η βούληση που εξέφρασαν συναφώς τα συμβαλλόμενα μέρη στο άρθρο 8.29 της ΣΟΕΣ (173). Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη ο πειραματικός και ταυτόχρονα εξελικτικός χαρακτήρας του υπό εξέταση μηχανισμού.

247. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι οι διαδικαστικές διατάξεις του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ επιβάλλουν για την εφαρμογή τους, σε πολλά σημεία, τη θέσπιση κανόνων από τη μεικτή επιτροπή ή από την επιτροπή υπηρεσιών και επενδύσεων. Κατά την παρούσα διαδικασία γνωμοδοτήσεως, η Επιτροπή επισήμανε προς το Δικαστήριο ότι έχει ξεκινήσει εργασίες, πρώτον, για την οργάνωση και τη λειτουργία του εφετείου, δεύτερον, για την εκπόνηση δεσμευτικού κώδικα δεοντολογίας με σκοπό την ενίσχυση των εγγυήσεων αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των μελών των δικαστηρίων και των διαμεσολαβητών και, τρίτον, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τη διαμεσολάβηση, προς χρήση από τα διάδικα μέρη. Κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα συμβαλλόμενα μέρη για την εξειδίκευση των διαδικαστικών εγγυήσεων του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, το οποίο δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνει όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του ΔΣΕ.

248. Επιπλέον, για να απαντήσω σε ερώτημα που διατυπώθηκε επανειλημμένως στην αίτηση γνωμοδοτήσεως από το Βασίλειο του Βελγίου, δεν θεωρώ κατακριτέο, υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη, το γεγονός καθεαυτό ότι, στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας όπως η ΣΟΕΣ, μια αρχή η οποία συντίθεται μεικτώς από εκπροσώπους της Ένωσης και εκπροσώπους του Καναδά και οι αποφάσεις της οποίας λαμβάνονται με αμοιβαία συναίνεση (174), όπως η μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ του άρθρου 26 της εν λόγω συμφωνίας (175), επιφορτίζεται με το καθήκον να θεσπίζει διάφορες διατάξεις σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του ΔΣΕ, στο μέτρο που το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ θέτει το γενικό πλαίσιο του μηχανισμού, καθορίζοντας τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του.

249. Όπως τόνισαν διάφοροι μετέχοντες στη διαδικασία, η διμερής και μεικτή σύνθεση της μεικτής επιτροπής, καθώς και η αμοιβαία συναίνεση ως τρόπος λήψεως των αποφάσεών της, ευνοούν τη λήψη, από την επιτροπή αυτή, αποφάσεων σύμφωνων με τους κανόνες του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ. Ειδικότερα, προκειμένου να ληφθεί απόφαση από την εν λόγω επιτροπή, προϋποτίθεται υποστήριξη, αφενός, από την Ένωση και τα κράτη μέλη της και, αφετέρου, από τον Καναδά, ενώ έκαστο συμβαλλόμενο μέρος δύναται να αντιταχθεί σε απόφαση που, κατά την εκτίμησή του, αποκλίνει από τις αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας ή από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Συναφώς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, ακριβώς λόγω της αμοιβαιότητας στην οποία εδράζεται η σχεδιαζόμενη συμφωνία, έκαστο συμβαλλόμενο μέρος αναμένεται να ευνοεί τις αποφάσεις που διασφαλίζουν στους επενδυτές του, όταν αυτοί δραστηριοποιούνται στο έδαφος του άλλου συμβαλλομένου μέρους, επίλυση των διαφορών κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιταγές της ταχύτητας, της εξειδικεύσεως, της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας. Τούτο αποβαίνει και προς το συμφέρον εκάστου συμβαλλομένου μέρους, σε περίπτωση που το ίδιο βρεθεί στη θέση του καθού στο πλαίσιο διαφοράς.

250. Προσθέτω ότι οι θέσεις που θα υιοθετεί η Ένωση στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής ΣΟΕΣ πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ και, συνεπώς, να σέβονται τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου (176).

251. Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, θα εκθέσω εφεξής τις διαδικαστικές εγγυήσεις που φρονώ ότι καθιστούν δυνατή, ως προς καθεμία από τις πτυχές που ανέδειξε το Βασίλειο του Βελγίου, τη διασφάλιση επαρκούς επιπέδου προστασίας του δικαιώματος προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

2.      Επί της προσβάσεως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ

252. Υπενθυμίζω ότι το δικαστήριο της ΣΟΕΣ δεν έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται από ξένους επενδυτές στον τομέα της προστασίας των επενδύσεων. Αποτελεί απλώς και μόνον εναλλακτικό τρόπο επιλύσεως των σχετικών με την εφαρμογή της ΣΟΕΣ διαφορών στον τομέα αυτό, πλάι στα ένδικα βοηθήματα που παρέχονται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Συνεπώς, στο μέτρο που το εγχώριο δίκαιο των συμβαλλομένων μερών περιλαμβάνει κατάλληλους κανόνες προστασίας (177), η καθιέρωση του ΔΣΕ δεν εμποδίζει τους ξένους επενδυτές να επιδιώξουν την προστασία των επενδύσεών τους προσφεύγοντας ενώπιον των δικαστηρίων των μερών αυτών, προκειμένου να τύχει εφαρμογής το εγχώριο δίκαιο των εν λόγω μερών. Στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τις διαδικαστικές εγγυήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη δικαστική αρωγή, που ισχύουν ενώπιον των δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών.

253. Εξάλλου, όταν οι ξένοι επενδυτές επιλέγουν, αντιστρόφως, να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ, παραιτούνται οικειοθελώς (178) από την προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών και, επομένως, από τις διαδικαστικές εγγυήσεις που ισχύουν ενώπιόν τους.

254. Εν πάση περιπτώσει, ο προβληματισμός που εκφράζει το Βασίλειο του Βελγίου όσον αφορά τη συνεκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως των επενδυτών που επιθυμούν να υποβάλουν αξίωση στο δικαστήριο της ΣΟΕΣ, ιδίως όταν πρόκειται για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ελήφθη υπόψη από τα συμβαλλόμενα μέρη, με σκοπό να βρεθούν τρόποι διασφαλίσεως της αποτελεσματικής προσβάσεως στον εν λόγω μηχανισμό επιλύσεως διαφορών.

255. Ειδικότερα, ενώ ο κανόνας του άρθρου 8.39, παράγραφος 5, της ΣΟΕΣ, κατά τον οποίο οι δαπάνες της διαδικασίας καθώς και άλλες εύλογες δαπάνες, μεταξύ των οποίων οι δαπάνες νομικής εκπροσωπήσεως και αρωγής, βαρύνουν το ηττηθέν διάδικο μέρος, επιδιώκει θεμιτό σκοπό που συνίσταται στην αποθάρρυνση των καταχρηστικών διαδικασιών, η ίδια διάταξη επιτρέπει στο δικαστήριο να παρεκκλίνει από τον ανωτέρω κανόνα όταν αυτό δικαιολογείται από τις «περιστάσεις της αξίωσης», πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος (179). Κατά συνέπεια, το δικαστήριο διαθέτει ορισμένο περιθώριο να κάμπτει τη μηχανική εφαρμογή, η οποία σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις ενδέχεται να αποβεί υπέρμετρα αυστηρή, της αρχής κατά την οποία οι δαπάνες και τα λοιπά έξοδα βαρύνουν το ηττηθέν διάδικο μέρος.

256. Περαιτέρω, ως μέτρο που καθιστά δυνατό τον περιορισμό των δαπανών της διαδικασίας μπορεί να μνημονευθεί και το άρθρο 8.27, παράγραφος 9, της ΣΟΕΣ, το οποίο επιτρέπει στα διάδικα μέρη να «συμφωνήσουν ότι η υπόθεση θα εξεταστεί από ένα μόνο μέλος του δικαστηρίου, το οποίο διορίζεται τυχαία από τους υπηκόους τρίτων χωρών. Ο καθ’ ου εξετάζει ευνοϊκά το αίτημα του προσφεύγοντος για εξέταση της υπόθεσης από ένα μόνο μέλος του Δικαστηρίου, ιδίως όταν ο προσφεύγων είναι μικρομεσαία επιχείρηση […]». Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 8.19 της ΣΟΕΣ, ενθαρρύνεται η φιλική επίλυση των διαφορών, με τη διοργάνωση, προς τούτο, καθεστώτος διαβουλεύσεων μεταξύ των διαδίκων μερών (180). Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 8.19, παράγραφος 3, της ΣΟΕΣ ορίζει ότι «[τ]α διάδικα μέρη μπορούν να διεξάγουν τις διαβουλεύσεις μέσω βιντεοδιάσκεψης ή με άλλα μέσα όταν ενδείκνυται, όπως στην περίπτωση όπου ο επενδυτής είναι μικρομεσαία επιχείρηση».

257. Τέλος, το άρθρο 8.39, παράγραφος 6, της ΣΟΕΣ προβλέπει ότι «[η] μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ εξετάζει το ενδεχόμενο θέσπισης συμπληρωματικών κανόνων που αποσκοπούν στη μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης για τους προσφεύγοντες όταν αυτοί είναι φυσικά πρόσωπα ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτοί οι συμπληρωματικοί κανόνες μπορούν να λαμβάνουν ιδίως υπόψη τους οικονομικούς πόρους των εν λόγω προσφευγόντων και το ποσό της αποζημίωσης που ζητείται».

258. Ο ανωτέρω προβληματισμός λαμβάνεται υπόψη στη δήλωση αριθ. 36, η οποία περιλαμβάνει τις ακόλουθες δεσμεύσεις:

«Η πρόσβαση στα νέα αυτά δικαστήρια για τους λιγότερο ισχυρούς χρήστες, δηλαδή τις [μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις] και τους ιδιώτες, θα βελτιωθεί και θα διευκολυνθεί. Για τον σκοπό αυτό:

–        Η θέσπιση συμπληρωματικών κανόνων από τη μεικτή επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8.39[, παράγραφος 6,] της [ΣΟΕΣ], με στόχο τη μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης για τους προσφεύγοντες όταν αυτοί είναι φυσικά πρόσωπα ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα γίνει κατά τρόπον ώστε οι εν λόγω συμπληρωματικοί κανόνες να μπορούν να εγκριθούν το συντομότερο δυνατόν.

–        Ανεξάρτητα από την έκβαση των συζητήσεων στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής, η Επιτροπή θα προτείνει κατάλληλα μέτρα δημόσιας (συγ)χρηματοδότησης αγωγών μικρομεσαίων επιχειρήσεων ενώπιον αυτών των δικαστηρίων καθώς και τη χορήγηση τεχνικής βοήθειας.»

259. Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, εκτιμώ ότι το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ δεν προσβάλλει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

3.      Επί των όρων αμοιβής των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου

260. Επισημαίνω ότι το άρθρο 8.27, παράγραφοι 12 έως 15, της ΣΟΕΣ καθορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος αμοιβής των μελών του δικαστηρίου της ΣΟΕΣ, δηλαδή, σε πρώτο στάδιο, πάγια μηνιαία αμοιβή, που καταβάλλεται εξίσου από τα δύο μέρη και συμπληρώνεται από αμοιβές και δαπάνες που καθορίζονται με βάση το άρθρο 14, παράγραφος 1, του διοικητικού και οικονομικού κανονισμού της συμβάσεως ICSID, οι οποίες επιμερίζονται από το δικαστήριο μεταξύ των διαδίκων μερών κατά το άρθρο 8.39, παράγραφος 5, της ΣΟΕΣ. Αυτή η διπλή συνιστώσα της αμοιβής των μελών του δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνει ένα πάγιο μέρος και ένα μέρος που εξαρτάται από τον αριθμό και την πολυπλοκότητα των διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται τα μέλη, είναι συνεπής με τον υβριδικό χαρακτήρα του καθιερούμενου μηχανισμού επιλύσεως διαφορών καθώς και με το γεγονός ότι, τουλάχιστον αρχικά, τα εν λόγω μέλη δεν θα απασχολούνται στο δικαστήριο με πλήρες ωράριο. Εξάλλου, εκτιμώ ότι η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των μελών του δικαστηρίου δεν επηρεάζεται, καθεαυτήν, από τον κανόνα του άρθρου 8.27, παράγραφος 12, της ΣΟΕΣ, κατά τον οποίο το ύψος της πάγιας μηνιαίας αμοιβής καθορίζεται από τη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ (181).

261. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και για τον κανόνα του άρθρου 8.27, παράγραφος 15, της ΣΟΕΣ, από τον οποίο συνάγεται δυνητικά ένα δεύτερο στάδιο, στο οποίο «[η] μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ μπορεί, με απόφασή της, να μετατρέψει την πάγια αμοιβή και άλλες αμοιβές και δαπάνες σε τακτικό μισθό και να καθορίσει σχετικές λεπτομέρειες και προϋποθέσεις». Ο κανόνας αυτός ανταποκρίνεται στη βούληση που εκφράζεται στη δήλωση αριθ. 36 ότι «[o] τελικός στόχος θα είναι η απασχόληση δικαστών με πλήρες ωράριο», αποτυπώνει δε τον εξελικτικό χαρακτήρα του μηχανισμού που θέλησαν να καθιερώσουν τα συμβαλλόμενα μέρη, ο οποίος πρόκειται σταδιακά να αποκτήσει αμιγή χαρακτηριστικά δικαστηρίου.

4.      Επί των προϋποθέσεων διορισμού και ενδεχόμενης απομακρύνσεως των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου

262. Η διαδικασία διορισμού των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου καθορίζεται στο άρθρο 8.27, παράγραφοι 2 και 3, και στο άρθρο 8.28, παράγραφοι 3 και 7, της ΣΟΕΣ, από τα οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω μέλη διορίζονται με απόφαση της μεικτής επιτροπής ΣΟΕΣ.

263. Το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ περιλαμβάνει τους θεμελιώδεις κανόνες βάσει των οποίων οριοθετείται η ανατιθέμενη στη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ εκτελεστική εξουσία, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των διοριζομένων μελών.

264. Ειδικότερα, από το άρθρο 8.27, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ προκύπτει ότι η μεικτή επιτροπή πρέπει να επιλέξει υποψηφίους οι οποίοι «διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ή […] είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους». Επίσης, η ίδια διάταξη ορίζει ότι τα μέλη «[π]ρέπει να έχουν αποδεδειγμένη πείρα στο δημόσιο διεθνές δίκαιο» και ότι «[ε]ίναι επιθυμητό να διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ιδίως όσον αφορά το διεθνές επενδυτικό δίκαιο, το διεθνές εμπορικό δίκαιο και την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από διεθνείς επενδυτικές ή εμπορικές συμφωνίες» (182).

265. Αφότου διορίζονται, τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου οφείλουν να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 8.30 της ΣΟΕΣ, το οποίο τιτλοφορείται «Κανόνες δεοντολογίας» και του οποίου η παράγραφος 1 σκοπεί, ειδικότερα, στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των μελών αυτών (183).

266. Κατά το άρθρο 8.30, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ, «[κ]ατόπιν αιτιολογημένης σύστασης του προέδρου του δικαστηρίου, ή με κοινή πρωτοβουλία τους, τα μέρη μπορούν, μέσω απόφασης της μεικτής επιτροπής ΣΟΕΣ, να απομακρύνουν ένα μέλος από το δικαστήριο όταν η συμπεριφορά του δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και είναι ασύμβατη με τη συνέχιση της θητείας του στο δικαστήριο».

267. Κατά τη γνώμη μου, με βάση τις προεκτεθείσες εγγυήσεις που απορρέουν από τη διμερή και μεικτή σύνθεση της μεικτής επιτροπής καθώς και από τον τρόπο λήψεως των αποφάσεών της με αμοιβαία συναίνεση, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο διορισμός και η ενδεχόμενη απομάκρυνση μέλους του δικαστηρίου ή του εφετείου υπόκεινται αποκλειστικά στις προϋποθέσεις που ορίζονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 8.27, παράγραφος 4, και στο άρθρο 8.30, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ.

5.      Επί των κανόνων δεοντολογίας στους οποίους υπόκεινται τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου

268. Επιβάλλεται να μνημονευθεί το άρθρο 8.30, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, το οποίο περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου:

«Τα μέλη του δικαστηρίου είναι ανεξάρτητα. Δεν συνδέονται με καμία δημόσια αρχή [(184)]. Δεν λαμβάνουν οδηγίες από οργανισμό ή δημόσια αρχή σχετικά με θέματα που συνδέονται με τη διαφορά. Δεν συμμετέχουν στην εξέταση διαφορών που θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν, άμεσα ή έμμεσα, σύγκρουση συμφερόντων. Συμμορφώνονται με τις [κατευθυντήριες γραμμές] ή με τυχόν συμπληρωματικούς κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 8.44[, παράγραφος 2]. Επιπλέον, μετά τον διορισμό τους, δεν πρέπει να ενεργούν ως σύμβουλοι ή ως εμπειρογνώμονες διορισμένοι από ένα μέρος ή μάρτυρες σε εκκρεμή ή νέα διαδικασία επίλυσης επενδυτικής διαφοράς βάσει της παρούσας ή οποιασδήποτε άλλης διεθνούς συμφωνίας.»

269. Όσον αφορά τη διασφάλιση της τηρήσεως των ανωτέρω απαιτήσεων, πρέπει να μνημονευθεί, πέραν του προαναφερθέντος άρθρου 8.30, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ, και το άρθρο 8.30, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα διαδίκου μέρους που θεωρεί ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με μέλος του δικαστηρίου να «καλέσει τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση σχετικά με την αμφισβήτηση του διορισμού του εν λόγω μέλους».

270. Εξάλλου, οι διατάξεις του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ σχετικά με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία πρόκειται να συμπληρωθούν από κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος, κατά το άρθρο 8.44, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, πρέπει να εγκριθεί από την επιτροπή υπηρεσιών και επενδύσεων (185). Κατά τη διάταξη αυτή, ο εν λόγω κώδικας δεοντολογίας θα πραγματεύεται θέματα όπως οι υποχρεώσεις κοινοποιήσεως, η ανεξαρτησία και αμεροληψία των μελών καθώς και η εμπιστευτικότητα. Συνεπώς, ο εν λόγω κώδικας δεοντολογίας θα συμβάλει στην εξειδίκευση και στην ενίσχυση των εγγυήσεων που περιλαμβάνονται ήδη ρητώς στο άρθρο 8.30, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, προκειμένου να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων, ιδίως όσον αφορά τις εξωτερικές δραστηριότητες των μελών και την προηγούμενη αδειοδότηση των δραστηριοτήτων αυτών (186).

271. Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, και με βάση τις γενικές παρατηρήσεις που διατύπωσα, εκτιμώ ότι οι διατάξεις του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ δεν προσβάλλουν το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, στο μέτρο που εγγυώνται για το δικαίωμα αυτό επίπεδο προστασίας το οποίο ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών που καθιερώνεται στο εν λόγω τμήμα.

IV.    Πρόταση

272. Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει ως εξής:

Το τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της Συνολικής οικονομικής και εμπορικής συμφωνίας (ΣΟΕΣ) μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου, το οποίο καθιερώνει μηχανισμό επιλύσεως επενδυτικών διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών, είναι συμβατό με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία (ΣΟΕΣ) μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου (ΕΕ 2017, L 11, σ. 23). Η απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπογραφή έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ 2017, L 11, σ. 1 [απόφαση (ΕΕ) 2017/37 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 2016].


3      EU:C:2017:376, στο εξής: γνωμοδότηση 2/15.


4      Βλ. απόφαση (ΕΕ) 2017/38 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 2016, για την προσωρινή εφαρμογή της συνολικής οικονομικής και εμπορικής συμφωνίας (ΣΟΕΣ) μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου (ΕΕ 2017, L 11, σ. 1080).


5      Βλ. έγγραφο προβληματισμού της Επιτροπής, της 5ης Μαΐου 2015, με τίτλο «Επενδύσεις στην ΤΤΙΡ και πέραν αυτής – Ο δρόμος για μεταρρύθμιση. Ενίσχυση του δικαιώματος έκδοσης ρυθμιστικών κανόνων και μετάβαση από την τρέχουσα ad hoc διαιτησία προς ένα δικαστήριο επενδύσεων», διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2015/may/tradoc_153456.pdf.


6      Βλ. έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, έκθεση της 13ης Ιανουαρίου 2015, με τίτλο «Διαδικτυακή δημόσια διαβούλευση σχετικά με την προστασία των επενδύσεων και την Επίλυση Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κράτους (ΕΔΕΚ) στο πλαίσιο της συμφωνίας διατλαντικής εταιρικής σχέσης συναλλαγών και επενδύσεων (TTIP)» [SWD(2015) 3 τελικό], διαθέσιμo στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2015/march/tradoc_153307.pdf.


7      Βλ., συναφώς, διαπραγματευτικές οδηγίες σχετικά με σύμβαση για τη σύσταση πολυμερούς δικαστηρίου για την επίλυση επενδυτικών διαφορών, έγγραφο του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2018, αριθ. 12981/17, διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST12981-2017-ADD1-DCL1/fr/pdfhttp://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST12981-2017-ADD1-DCL1/fr/pdfhttp://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST12981-2017-ADD1-DCL1/fr/pdfhttp://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST12981-2017-ADD1-DCL1/fr/pdf.


8      Βλ. Jean, G.-A., Le droit des investissements internationaux face à l’Union européenne, διδακτορική διατριβή υποστηριχθείσα στις 28 Νοεμβρίου 2016, σημείο 847.


9      Όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προστασία των επενδύσεων, όπως αυτή διαμορφώνεται σε συμφωνία όπως η ΣΟΕΣ, παρέχει στον επενδυτή τη δυνατότητα να χειραφετηθεί από το κράτος του. Ειδικότερα, οι συμφωνίες για την προστασία των επενδύσεων επιτρέπουν στους επενδυτές να ασκούν οι ίδιοι προσφυγές, χωρίς να εξαρτώνται από τη βούληση του κράτους της ιθαγένειάς τους.


10      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι έχει ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση τριών περαιτέρω συμφωνιών που περιέχουν σχεδόν όμοιες διατάξεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες του Μεξικού, τη Δημοκρατία της Σιγκαπούρης και τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ, και ότι διαπραγματεύσεις για παρόμοιες συμφωνίες βρίσκονται σε εξέλιξη με τη Δημοκρατία της Χιλής, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τη Δημοκρατία της Ινδονησίας, την Ιαπωνία, τη Μαλαισία, την Ένωση της Μιανμάρ και τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων.


11      Ειδικότερα, μία από τις σημαντικότερες επικρίσεις κατά του καθεστώτος ΕΔΕΚ αφορά τον κίνδυνο έμμεσης αποθαρρύνσεως των δημοσίων πολιτικών, υπό την έννοια ότι ορισμένες κυβερνήσεις, αναλογιζόμενες τον κίνδυνο προσφυγών, ενδέχεται να καταλήξουν να αυτοπεριορίζονται στις πολιτικές επιλογές τους, προκειμένου να περιορίσουν τον κίνδυνο να παραπεμφθούν σε διαιτησία και να υποχρεωθούν να καταβάλουν το ποσό των προστίμων καθώς και τα διαδικαστικά έξοδα.


12      Βλ. Jean, G.-A., όπ.π., σημείο 25.


13      Βλ, συναφώς, ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Προς μια σφαιρική ευρωπαϊκή πολιτική διεθνών επενδύσεων» [COM(2010) 343 τελικό], σ. 11.


14      Ειδικότερα, το άρθρο 8.29 της ΣΟΕΣ, με τίτλο «Σύσταση πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου και δευτεροβάθμιου μηχανισμού», ορίζει ότι «[τ]α μέρη επιδιώκουν με άλλους εμπορικούς εταίρους τη σύσταση πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου και δευτεροβάθμιου μηχανισμού για την επίλυση επενδυτικών διαφορών. Κατά τη δημιουργία του εν λόγω πολυμερούς μηχανισμού, η μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ εκδίδει απόφαση η οποία προβλέπει ότι οι επενδυτικές διαφορές βάσει του παρόντος τμήματος θα εξετάζονται σύμφωνα με τον πολυμερή μηχανισμό, και εφαρμόζει κατάλληλες μεταβατικές ρυθμίσεις».


15      Βλ. υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.


16      Χάρη στον ειδικό χαρακτήρα των ρητρών προστασίας που περιέχει η ΣΟΕΣ καθίσταται δυνατός ο περιορισμός του σχετικά ευρέος ερμηνευτικού περιθωρίου που διαθέτουν συνήθως τα διαιτητικά δικαστήρια: βλ., Tercier, P., «Voies de recours», σε Kessedjian, C., Le droit européen et l’arbitrage d’investissement, εκδόσεις Panthéon-Assas, Παρίσι, 2011, σ. 165 έως 177, ο οποίος τονίζει ότι, αντιμέτωπα με «κείμενα συνθηκών […] ως επί το πλείστον πολύ αόριστα, που περιορίζονται στην εξαγγελία γενικών αρχών», τα διαιτητικά δικαστήρια «επιτελούν σημαντική ερμηνευτική ή και δικαιοπλαστική λειτουργία», ασκώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο «οιονεί κανονιστική δραστηριότητα» (σ. 171).


17      Ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2017/38 ορίζει ότι, από τις διατάξεις του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, προσωρινής εφαρμογής τυγχάνουν, έως έναν βαθμό, μόνον τα άρθρα 8.1 έως 8.8, 8.13, 8.15 και 8.16.


18      Άρθρο 8.27 της ΣΟΕΣ.


19      Άρθρο 8.27, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ.


20      Άρθρο 8.27, παράγραφος 5, της ΣΟΕΣ. Ωστόσο, η θητεία επτά εκ των δεκαπέντε προσώπων που θα διοριστούν αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, και τα οποία θα αποφασιστούν με κλήρωση, θα διαρκέσει έξι έτη.


21      Άρθρο 8.27, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ.


22      Άρθρο 8.30 της ΣΟΕΣ, με τίτλο «Κανόνες δεοντολογίας».


23      Άρθρο 8.27, παράγραφοι 6 και 7, της ΣΟΕΣ.


24      Άρθρο 8.28 της ΣΟΕΣ. Από τη δήλωση αριθ. 36 της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των επενδύσεων και το Επενδυτικό Δικαστήριο (ΕΕ 2017, L 11, σ. 20, στο εξής: δήλωση αριθ. 36) προκύπτει ότι ο δευτεροβάθμιος μηχανισμός έχει ως σκοπό να «διασφαλίζει τη συνοχή των αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό και να συμβάλλει με τον τρόπο αυτό στην ασφάλεια δικαίου».


25      Άρθρο 8.28, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ.


26      Άρθρο 8.28, παράγραφος 3, της ΣΟΕΣ.


27      Άρθρο 8.28, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ.


28      Βλ. άρθρο 8.9 της ΣΟΕΣ.


29      Δηλαδή της εθνικής μεταχειρίσεως (άρθρο 8.6 της ΣΟΕΣ), της μεταχειρίσεως του μάλλον ευνοούμενου κράτους (άρθρο 8.7 της ΣΟΕΣ), της δίκαιης και ισότιμης μεταχειρίσεως (άρθρο 8.10 της ΣΟΕΣ) και της προστασίας σε περίπτωση απαλλοτριώσεως (άρθρο 8.12 της ΣΟΕΣ).


30      Βλ., εν γένει, Bonomo, S., Les traités bilatéraux relatifs aux investissements: entre protection des investissements étrangers et sauvegarde de la souveraineté des États, Presses universitaires d’Aix-Marseille, Aix-en-Provence, 2012.


31      Κοινή ερμηνευτική πράξη για τη συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία (CETA) μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της (ΕΕ 2017, L 11, σ. 3, στο εξής: κοινή ερμηνευτική πράξη).


32      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Swiss International Air Lines (C‑272/15, EU:C:2016:993, σκέψη 24), στην οποία το Δικαστήριο επισήμανε ότι «[τ]α θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης έχουν, στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων, ευρεία δυνατότητα λήψεως πολιτικών αποφάσεων» και ότι «οι εξωτερικές σχέσεις συνεπάγονται κατ’ ανάγκην επιλογές πολιτικής φύσεως».


33      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 145 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), στο εξής: γνωμοδότηση 2/13.


34      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      EU:C:2011:123, στο εξής: γνωμοδότηση 1/09.


36      Βλ. γνωμοδότηση 2/15 (σκέψη 243).


37      Βλ. γνωμοδότηση 2/15 (σκέψεις 78 έως 109).


38      Βλ. γνωμοδότηση 2/15 (σκέψη 293).


39      Γνωμοδότηση 2/15 (σκέψη 292).


40      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 174).


41      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 175 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


42      Γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 67).


43      Γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 66). Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


44      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 173 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 69). Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 176 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Simon, D., «Avis négatif sur le projet de création d’une juridiction des brevets», Europe, αριθ. 5, LexisNexis, Παρίσι, 2011, σ. 4 έως 7, σημείο 20.


48      Βλ. Lenaerts, K., «Les fondements constitutionnels de l’Union européenne dans leur rapport avec le droit international», La Cour de justice de l’Union européenne sous la présidence de Vassilios Skouris (2003-2015): Liber amicorum Vassilios Skouris, Bruylant, Βρυξέλλες, 2015, σ. 367 έως 385, ο οποίος επισημαίνει ότι «στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της συνταγματικής αυτονομίας της Ένωσης δεν περιλαμβάνεται ο απομονωτισμός» (σ. 369).


49      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


51      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA (C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Για το ζήτημα αυτό, βλ. Lenaerts, K., «Droit international et monisme de l’ordre juridique de l’Union», Revue de la Faculté de droit de l’Université de Liège, αριθ. 4, Larcier, Βρυξέλλες, 2010, σ. 505 έως 519.


53      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


54      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Sevince (C‑192/89, EU:C:1990:322, σκέψη 10 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά το Δικαστήριο, αυτό πρέπει να ισχύει διότι με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ σκοπείται η διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής εντός της Ένωσης όλων των διατάξεων που αποτελούν τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης, ώστε τα αποτελέσματά τους να μην ποικίλλουν ανάλογα με την ερμηνεία που τους δίδεται στα διάφορα κράτη μέλη (σκέψη 11 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


55      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


56      Βλ., επίσης, το άρθρο 30.6, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, το οποίο ορίζει ότι «[κ]ανένα μέρος δεν επιτρέπεται να προβλέπει στην εγχώρια νομοθεσία του δικαίωμα προσφυγής κατά του άλλου μέρους με το αιτιολογικό ότι ένα μέτρο του άλλου μέρους δεν συνάδει με την παρούσα συμφωνία».


57      Πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


58      Βλ. Lenaerts, K., «Droit international et monisme de l’ordre juridique de l’Union», όπ.π., ιδίως σ. 506.


59      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


60      Όπ.π.


61      Γνωμοδότηση 2/15 (σκέψη 299).


62      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 183 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


63      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 1/00 (Συμφωνία για τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού εναέριου χώρου), της 18ης Απριλίου 2002 (EU:C:2002:231, σκέψη 12 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), στο εξής: γνωμοδότηση 1/00.


64      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 1/00 (σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


65      Η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στο εξής: ΕΣΔΑ.


66      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 184 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στη γνωμοδότηση 1/92 (Συμφωνία ΕΟΧ–ΙΙ), της 10ης Απριλίου 1992 (EU:C:1992:189), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η διατήρηση της αυτονομίας του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ότι τα όργανα που έχουν συσταθεί δυνάμει της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας δεν πρέπει να αγνοούν τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Δικαστηρίου εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης ούτε να θίγουν τη νομολογία του Δικαστηρίου (σκέψεις 22 έως 24). Η αρχή αυτή αποτελεί, κατά το Δικαστήριο, «ουσιώδη εγγύηση, που είναι απαραίτητη για την αυτονομία της […] έννομης τάξης [της Ένωσης]» (σκέψη 24).


67      Βλ. γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 77).


68      Βλ. γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 78).


69      Γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 246).


70      Βλ. Dero, D., La réciprocité et le droit des Communautés et de l’Union européennes, Bruylant, Βρυξέλλες, 2006, σ. 227.


71      Βλ. Dero, D., όπ.π., σ. 230.


72      Γνωμοδότηση 2/15 (σκέψη 240).


73      Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.


74      Βλ. σ. 1 του εν λόγω εγγράφου προβληματισμού.


75      C‑284/16 (EU:C:2018:158, στο εξής: απόφαση Achmea).


76      Απόφαση Achmea (σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


77      Ειδικότερα, όπως επισημαίνει ο Dero, D., όπ.π. (σ. 287), η αμοιβαιότητα «βρίσκεται στην καρδιά της διαλεκτικής μεταξύ της αυτονομήσεως του δικαίου [της Ένωσης] έναντι του διεθνούς δικαίου και της υποταγής του σε αυτό».


78      Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και όπως σημείωσαν διάφορα κράτη μέλη, το δίκαιο του άλλου συμβαλλομένου μέρους, εν προκειμένω το καναδικό δίκαιο, δεν παρέχει κατ’ ανάγκην στους Ευρωπαίους επενδυτές κατάλληλη προστασία σε θέματα διακρίσεων ή απαλλοτριώσεων.


79      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe (C‑404/12 P και C‑405/12 P, EU:C:2015:5, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


80      Συμφωνίες που εγκρίθηκαν με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1).


81      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma (C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74), στην οποία το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, «λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, οι συμφωνίες ΠΟΕ δεν περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης» (σκέψη 85). Το Δικαστήριο επέκτεινε το συμπέρασμα αυτό και στις αποφάσεις και συστάσεις του οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ (ΟΕΔ) (σκέψεις 94 έως 96).


82      Όπ.π., σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


83      Όπ.π. Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, «η αμοιβαιότητα στην εφαρμογή μιας συμφωνίας ενδέχεται να αποτελέσει προϋπόθεση για την αναγνώριση του αμέσου αποτελέσματος των διατάξεών της» (βλ. Dero, D., όπ.π., σ. 496).


84      Όπ.π.


85      Βλ. Dero, D., όπ.π., σ. 499.


86      Βλ. άρθρο 30.6, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ.


87      Aπόφαση Achmea (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


88      Aπόφαση Achmea (σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


89      Aπόφαση Achmea (σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


90      Aπόφαση Achmea (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


91      Aπόφαση Achmea (σκέψη 42).


92      Aπόφαση Achmea (σκέψη 49).


93      Ειδικότερα, «ένας τέτοιος δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί να ασκηθεί από το εν λόγω δικαστήριο παρά μόνο στον βαθμό που το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει» (σκέψη 53 της αποφάσεως Achmea).


94      Aπόφαση Achmea (σκέψη 50).


95      C‑126/97 (EU:C:1999:269, σκέψεις 35, 36 και 40).


96      C‑168/05 (EU:C:2006:675, σκέψεις 34 έως 39).


97      Aπόφαση Achmea (σκέψη 54).


98      Aπόφαση Achmea (σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


99      Aπόφαση Achmea (σκέψη 56).


100      Aπόφαση Achmea (σκέψη 59).


101      Ειδικότερα, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτάσσει εμπιστοσύνη προς τα νομικά συστήματα των τρίτων κρατών, ανεξαρτήτως του επιπέδου αξιοπιστίας του δικαιοδοτικού συστήματος των κρατών αυτών.


102      Ειδικότερα, σε αντίθεση προς την ΔΕΣ περί της οποίας επρόκειτο στην απόφαση Achmea, η ΣΟΕΣ ουδόλως θίγει «την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των νομικών συστημάτων, καθώς και μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών» [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Allianz και Generali Assicurazioni Generali (C‑185/07, EU:C:2009:69, σκέψη 30)].


103      Aπόφαση Achmea (σκέψη 41).


104      Aπόφαση Achmea (σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


105      Aπόφαση Achmea (σκέψη 58).


106      Σχετικά με την επέκταση, την υλοποίηση, τη λειτουργία, τη διαχείριση, τη διατήρηση, τη χρήση, την αξιοποίηση και την πώληση ή διάθεση της οικείας επενδύσεως, και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων του άρθρου 8.18, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ.


107      Στο σημείο αυτό, αναφέρομαι στους κανόνες του δικαίου της Ένωσης πέραν εκείνων που περιέχονται στην ΣΟΕΣ, στο μέτρο που, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η εν λόγω συμφωνία, από τη στιγμή που θα τεθεί σε ισχύ, θα ενσωματωθεί αυτομάτως στην έννομη τάξη της Ένωσης, της οποίας θα αποτελεί μέρος όπως και οι λοιπές πηγές δικαίου της Ένωσης.


108      Βλ., εξ αντιδιαστολής, γνωμοδότηση 1/09, στην οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το δικαστήριο ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ήταν δυνατόν να κληθεί να εξετάσει το κύρος πράξεως της Ένωσης (σκέψη 78).


109      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι «[o] έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης τον οποίο διασφαλίζει [αυτό] δυνάμει των Συνθηκών στηρίζεται […] σε δύο συμπληρωματικές ένδικες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, η Συνθήκη ΛΕΕ, με τα άρθρα 263 και 277, αφενός, και με το άρθρο 267, αφετέρου, καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον δικαστή της Ένωσης» [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].


110      Βλ., εξ αντιδιαστολής, γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 22), στην οποία περιγράφονται τα είδη μέτρων, μεταξύ των οποίων και η τροποποίηση του εσωτερικού δικαίου, που τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να λαμβάνουν προκειμένου να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις διαφορές στις οποίες είναι διάδικοι.


111      Ακόμη και στη δεύτερη περίπτωση, ο καθού πρέπει να έχει τη δυνατότητα, αντί της επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων, να καταβάλει αντίστοιχη αποζημίωση.


112      Βλ., επίσης, σημείο 2 της κοινής ερμηνευτικής πράξεως, στο οποίο επισημαίνεται ότι «[η ΣΟΕΣ] διατηρεί την ικανότητα της [Ένωσης] και των κρατών μελών της και του Καναδά να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν τους δικούς τους νόμους και κανόνες που ρυθμίζουν την οικονομική δραστηριότητα υπέρ του δημόσιου συμφέροντος [και] για την επίτευξη θεμιτών στόχων δημόσιας πολιτικής […]».


113      Η θεωρία κατά την οποία το εθνικό δίκαιο συνιστά, από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου, απλώς και μόνον πραγματικό γεγονός προέρχεται από τη διεθνή νομολογία. Ειδικότερα, κατά τη διατύπωση του Διαρκούς Διεθνούς Δικαστηρίου, «[υ]πό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου και του Δικαστηρίου που το υπηρετεί, οι εθνικοί νόμοι συνιστούν απλώς πραγματικά γεγονότα, εκδηλώσεις της βουλήσεως και της δράσεως των κρατών, όπως ακριβώς και οι δικαστικές αποφάσεις ή τα διοικητικά μέτρα» [απόφαση της 25ης Μαΐου 1926, Υπόθεση ορισμένων γερμανικών συμφερόντων στην πολωνική Άνω Σιλεσία (Ουσία), CPJI, Série A, αριθ. 7, σ. 19]. Βλ., συναφώς, Santulli, C., Le statut international de l’ordre juridique étatique Étude du traitement du droit interne par le droit international, εκδόσεις A. Pedone, Παρίσι, 2001, σ. 259 επ. Βλ., επίσης, για μια υπόμνηση της εν λόγω αρχής στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, υπόθεση συνοριακής διαφοράς (Μπενίν κατά Νιγηρίας) (CIJ Recueil 2005, σ. 90 § 28).


114      Βλ., συναφώς, Nouvel, Y., Commentaire de l’arrêt Achmea, Journal du Droit International (Clunet), LexisNexis, Παρίσι, αριθ. 3, Ιούλιος 2018, σχόλιο 14, σ. 903, κατά τον οποίο, με βάση το άρθρο 8.31, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ, «η εκφορά κρίσεως με βάση το δίκαιο της Ένωσης –με άλλα λόγια, η άντληση της αντίστοιχης συνέπειας από τον κανόνα δικαίου– δεν εμπίπτει στα καθήκοντα του δικαστηρίου· αντιθέτως, η συνεκτίμηση του κανόνα του ευρωπαϊκού δικαίου ως πραγματικού δεδομένου αποτελεί καθήκον το οποίο οι διαιτητές μπορούν να εκπληρώσουν εφόσον αυτό παρίσταται κρίσιμο. Το διαιτητικό δικαστήριο, ασκώντας τη δικαιοδοτική του αρμοδιότητα, ενδέχεται να λάβει γνώση σχετικά με ορισμένη κατάσταση του ευρωπαϊκού δικαίου, οπότε αυτή εμπίπτει στο πραγματικό σκέλος της διαφοράς, η δε συνδρομή της πρέπει να διαπιστωθεί σαν να πρόκειται για κρίσιμο ουσιαστικό δεδομένο».


115      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 184 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


116      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 245).


117      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 246, η υπογράμμιση δική μου).


118      Βλ. σημείο 6, στοιχείο εʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως.


119      Βλ., επίσης, άρθρο 26.1, παράγραφος 5, στοιχείο εʹ, της ΣΟΕΣ, το οποίο ορίζει ότι η μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ μπορεί «να εγκρίνει ερμηνείες των διατάξεων της παρούσας συμφωνίας οι οποίες είναι δεσμευτικές για τα δικαστήρια που συστήνονται βάσει του τμήματος ΣΤ του κεφαλαίου 8 (Επίλυση επενδυτικών διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών) και του κεφαλαίου είκοσι εννέα (Επίλυση διαφορών)». Κατά το άρθρο 26.1, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, η μεικτή επιτροπή αποτελείται από εκπροσώπους της Ένωσης και εκπροσώπους του Καναδά.


120      Βλ. γνωμοδότηση 1/00 (σκέψη 40).


121      Βλ., κατ’ αναλογίαν, γνωμοδότηση 1/00 (σκέψη 39).


122      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑81/16 P, EU:C:2017:1003, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


123      EU:C:1991:490 (σκέψεις 4 και 5, καθώς και σκέψεις 41 και 42, στο εξής: γνωμοδότηση 1/91).


124      Βλ. γνωμοδότηση 1/00 (σκέψη 3).


125      Σε αντίθεση προς τα όσα προβλέπονταν στο σχέδιο συμφωνίας για τη δημιουργία του ΕΟΧ, επί του οποίου εκδόθηκε η γνωμοδότηση 1/91 (σκέψεις 8, 9 και 43). Βλ. επίσης, σχετικά με τον ΚΕΕΧ, γνωμοδότηση 1/00 (σκέψεις 4, 5 και 10).


126      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι συμφωνία η οποία καθιερώνει αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου πέραν του Δικαστηρίου για την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεών της, ενώ η συμφωνία αυτή ενσωματώνει σημαντικό μέρος των κανόνων, συμπεριλαμβανομένων και των κανόνων του παράγωγου δικαίου, που διέπουν τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις εντός της Ένωσης και που συνιστούν, στην πλειονότητά τους, θεμελιώδεις διατάξεις της έννομης τάξεως της Ένωσης, εισάγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην έννομη τάξη της Ένωσης ένα εκτεταμένο σύνολο νομικών κανόνων, το οποίο προστίθεται σε ένα σύνολο κανόνων της Ένωσης που έχουν πανομοιότυπη διατύπωση, θίγει την αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης (βλ. γνωμοδότηση 1/91, σκέψεις 41 και 42).


127      Βλ. γνωμοδότηση 1/00 (σκέψη 41).


128      ΕΕ 2014, L 257, σ. 121.


129      Βλ. άρθρο 8.21, παράγραφος 3, της ΣΟΕΣ.


130      Βλ. άρθρο 8.21, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ.


131      Βλ. άρθρο 8.21, παράγραφος 7, της ΣΟΕΣ.


132      Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψεις 215 έως 235). Από την άποψη αυτή, η ΣΟΕΣ διαφέρει και από τη συμφωνία επί της οποίας εκδόθηκε η γνωμοδότηση 1/91 (σκέψεις 30 έως 36).


133      Βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 77).


134      Γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 89).


135      Στη γνωμοδότηση 2/15, το Δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, ότι πρόκειται για «δυνατότητα που επαφίεται στην ευχέρεια του προσφεύγοντος επενδυτή» (σκέψη 290).


136      Γνωμοδότηση 1/09 (σκέψη 89).


137      Βλ., συναφώς, De Witte, B., «A selfish Court? The Court of justice and the Design of International Dispute Settlement Beyond the European Union», The European Court of Justice and external relations law: constitutional challenges, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2014, σ. 33 έως 46, ιδίως σ. 34.


138      Άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ.


139      Άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, ΣΕΕ.


140      Άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, ΣΕΕ.


141      Άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, ΣΕΕ.


142      Πρβλ. γνωμοδότηση 2/15 (σκέψη 94).


143      Βλ., συναφώς, άρθρο 8.23, παράγραφος 2, της ΣΟΕΣ. Βλ., επίσης, σχετικά με την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων, άρθρο 8.41, παράγραφοι 3 έως 6, της ΣΟΕΣ.


144      Βλ., συναφώς, άρθρο V της Συμβάσεως για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, υπογραφείσας στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958, το οποίο απαριθμεί περιορισμένους λόγους βάσει των οποίων η εκτέλεση δύναται να απορριφθεί.


145      Αντιθέτως, διαιτητική απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ ενδέχεται να εκφύγει του δικαστικού αυτού ελέγχου αν ο επενδυτής επιλέξει τη Σύμβαση για τη ρύθμιση των σχετιζομένων προς τις επενδύσεις διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών, του Διεθνούς Κέντρου για τον Διακανονισμό των Διαφορών από επενδύσεις (ICSID), η οποία υπεγράφη στην Ουάσιγκτον στις 18 Μαρτίου 1965. Ωστόσο, για μια διαφοροποιημένη άποψη επί του θέματος αυτού, βλ. Jean, G.-A., όπ.π., σημεία 1036 επ.


146      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, τα τρίτα κράτη θα μπορούσαν να θεωρήσουν την προηγούμενη εξέταση εκ μέρους του Δικαστηρίου ως μονομερές προνόμιο που διακυβεύει την ουδετερότητα του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών.


147      Στο εξής: Χάρτης.


148      Βλ., συναφώς, άρθρο 8.23, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΟΕΣ.


149      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, οι τοπικά εγκατεστημένες επιχειρήσεις αποτελούν προέκταση του ξένου επενδυτή και άρα δικαιολογείται η εξομοίωσή τους με τον ξένο επενδυτή που τις κατέχει ή τις ελέγχει.


150      Η αρχή της ισότητας μνημονεύεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΕΕ.


151      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


152      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2016, Η κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψη 41), και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 72).


153      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


154      Βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 285).


155      ΕΕ 2007, C 303, σ. 17.


156      Πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Βάτσουρας και Koupatantze (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψεις 51 και 52), και της 7ης Απριλίου 2011, Francesco Guarnieri & Cie (C‑291/09, EU:C:2011:217, σκέψη 20). Βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2017, Petrov κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑452/15, EU:T:2017:822, σκέψεις 39 έως 41). Για την άποψη ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις διαφορετικής μεταχειρίσεως των πολιτών της Ένωσης και των υπηκόων τρίτων κρατών, βλ. Bribosia, E., Rorive, I., και Hislaire, J., «Article 21 – Non-discrimination», Charte des droits fondamentaux de l’Union européenne, Commentaire article par article, Bruylant, Βρυξέλλες, 2018, σ. 489 έως 514, ιδίως σημεία 10 και 11.


157      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 43).


158      Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Swiss International Air Lines (C‑272/15, EU:C:2016:993, σκέψεις 25 επ.). Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «[δ]εν υπάρχει στη Συνθήκη ΛΕΕ γενική αρχή που να υποχρεώνει την Ένωση να εξασφαλίζει από όλες τις απόψεις, στις εξωτερικές σχέσεις της, ίση μεταχείριση στις διάφορες τρίτες χώρες» (σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


159      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO (C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


160      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2005, D. (C‑376/03, EU:C:2005:424, σκέψεις 53 έως 63).


161      Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Achmea (C‑284/16, EU:C:2017:699, σημείο 75).


162      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO (C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


163      Όπ.π., σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


164      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Swiss International Air Lines (C‑272/15, EU:C:2016:993, σκέψη 24).


165      Πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO (C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


166      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση αριθ. 2017-749-DC του Conseil constitutionnel (Συνταγματικού Συμβουλίου, Γαλλία), της 31ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τη συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία μεταξύ του Καναδά, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφετέρου (JORF της 11ης Αυγούστου 2017).


167      Εξάλλου, υπενθυμίζω ότι, κατά το σημείο 6, στοιχείο αʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως, η ΣΟΕΣ «περιλαμβάνει σύγχρονες διατάξεις για τις επενδύσεις οι οποίες διαφυλάσσουν το δικαίωμα των κυβερνήσεων να θεσπίζουν ρυθμίσεις με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον ακόμη και όταν οι εν λόγω ρυθμίσεις θίγουν ξένη επένδυση, διασφαλίζοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδύσεων και προβλέποντας δίκαιη και διαφανή επίλυση των διαφορών». Το σημείο 6, στοιχείο βʹ, της εν λόγω κοινής ερμηνευτικής πράξεως προσθέτει ότι «[η ΣΟΕΣ] διευκρινίζει ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάζουν τη νομοθεσία τους, ανεξαρτήτως του αν αυτό μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς μία επένδυση ή τις προσδοκίες ενός επενδυτή όσον αφορά τα κέρδη». Βλ., επίσης, γενικότερα, σημείο 2 της εν λόγω κοινής ερμηνευτικής πράξεως.


168      C‑279/09, EU:C:2010:811.


169      Άρθρο 26.1, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ.


170      Βλ. σημείο 195 των παρουσών προτάσεων.


171      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά το Δικαστήριο, στην απόφαση αυτή, «η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που οι πολίτες απολαμβάνουν βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου» (σκέψη 48). Εξάλλου, στην απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Online Games κ.λπ. (C‑685/15, EU:C:2017:452), το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[ό]σον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, η έννοια της “ανεξαρτησίας”, που είναι εγγενής στο δικαστικό λειτούργημα, περιλαμβάνει δύο πτυχές. Η πρώτη πτυχή, εξωτερικής φύσεως, προϋποθέτει ότι το δικαιοδοτικό όργανο προστατεύεται από τις εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη κρίση των μελών του ως προς τις διαφορές που υποβάλλονται στην κρίση τους» (σκέψη 60). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «[η] δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, είναι παρεμφερής προς την έννοια της “αμεροληψίας” και συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους και από τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή […] απαιτεί αντικειμενικότητα και απουσία κάθε συμφέροντος κατά την επίλυση της διαφοράς, πέραν της αυστηρής εφαρμογής του κανόνα δικαίου» (σκέψη 61). Κατά το Δικαστήριο, «[α]υτές οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως δικονομικών κανόνων και κανόνων του οργανισμού δικαστηρίων, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχομένων συμφερόντων» (σκέψη 62).


172      Βλ. σημείο 6, στοιχείο στʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως.


173      Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, σημείο 6, στοιχείο θʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως καθώς και δήλωση αριθ. 36.


174      Βλ. άρθρο 26.3, παράγραφος 3, της ΣΟΕΣ.


175      Η επιτροπή υπηρεσιών και επενδύσεων είναι ειδική επιτροπή που συστήνεται υπό την αιγίδα της μεικτής επιτροπής ΣΟΕΣ (βλ. άρθρο 26.2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΟΕΣ).


176      Πρβλ. γνωμοδότηση 1/00 (σκέψη 39).


177      Όπερ δεν αμφισβητείται όσον αφορά την Ένωση και τα κράτη μέλη της.


178      Βλ., όσον αφορά τη συγκατάθεση του επενδυτή για την επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο τμήμα ΣΤ του κεφαλαίου 8 της ΣΟΕΣ, άρθρο 8.22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω συμφωνίας. Όσον αφορά την απόσυρση, τη ματαίωση ή την παραίτηση από την προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών, βλ. άρθρο 8.22, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ζʹ, της ΣΟΕΣ.


179      Επιπλέον, το άρθρο 8.39, παράγραφος 5, της ΣΟΕΣ ορίζει ότι, «[σ]ε περίπτωση που ορισμένα μόνο μέρη της αξίωσης ήταν επιτυχή, οι επιδικαζόμενες δαπάνες προσαρμόζονται αναλογικά προς τον αριθμό ή την έκταση των επιτυχών μερών της αξίωσης».


180      Στο ίδιο πνεύμα, βλ., επίσης, το άρθρο 8.20 της ΣΟΕΣ, το οποίο παρέχει στα διάδικα μέρη τη δυνατότητα να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση.


181      Στο σημείο αυτό, παραπέμπω στις γενικές παρατηρήσεις μου σχετικά με τη μεικτή επιτροπή ΣΟΕΣ (βλ. σημεία 248 έως 250 των παρουσών προτάσεων). Βλ., επίσης, σχετικά με την αμοιβή των μελών του εφετείου, άρθρο 8.28, παράγραφος 7, στοιχείο δʹ, της ΣΟΕΣ.


182      Βλ., όσον αφορά το εφετείο, άρθρο 8.28, παράγραφος 4, της ΣΟΕΣ.


183      Όπ.π.


184      Η υποσημείωση που περιλαμβάνεται στο συγκεκριμένο σημείο του κειμένου ορίζει συναφώς ότι, «[γ]ια λόγους σαφήνειας, διευκρινίζεται ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο λαμβάνει αμοιβή από δημόσια αρχή δεν καθιστά από μόνο του μη επιλέξιμο το εν λόγω πρόσωπο». Επ’ αυτού, η Επιτροπή επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ανωτέρω διευκρίνιση αφορά ειδικότερα την κατηγορία των καθηγητών πανεπιστημίου, οι οποίοι λαμβάνουν αμοιβή από το κράτος, αλλά πληρούν τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας. Η Επιτροπή μνημόνευσε, περαιτέρω, την κατηγορία των προσώπων που λαμβάνουν σύνταξη από το κράτος. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι τα πρόσωπα αυτά εξακολουθούν να υπόκεινται στο σύνολο των κανόνων που θεσπίζονται στο άρθρο 8.30 της ΣΟΕΣ, ώστε να αποφεύγεται και, κατά περίπτωση, να κολάζεται ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους.


185      Κατά το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, «[τ]α μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διασφαλιστεί ότι ο κώδικας δεοντολογίας έχει εγκριθεί το αργότερο την πρώτη ημέρα της προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας ή την ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτής, ανάλογα με την περίπτωση, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο δύο έτη μετά την εν λόγω ημερομηνία». Βλ., επίσης, σημείο 6, στοιχείο στʹ, της κοινής ερμηνευτικής πράξεως, καθώς και δήλωση αριθ. 36, η οποία προβλέπει ότι «[o]ι δεοντολογικές απαιτήσεις για τα μέλη των δικαστηρίων […] θα αναπτυχθούν λεπτομερώς[,]το ταχύτερο δυνατόν […] σε έναν υποχρεωτικό και δεσμευτικό κώδικα δεοντολογίας […]».


186      Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει στις παρατηρήσεις της ότι ο γενικός κανόνας αριθ. 3 των κατευθυντηρίων γραμμών του IBA, προς τις οποίες τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου οφείλουν να συμμορφώνονται με βάση το άρθρο 8.30, παράγραφος 1, της ΣΟΕΣ, καθιερώνει ευρεία υποχρέωση γνωστοποιήσεως όλων των στοιχείων που ενδέχεται να επηρεάσουν την αμεροληψία ή την ανεξαρτησία των διαιτητών.