Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio (Ιταλία) στις 23 Απριλίου 2019 – EB κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri κ.λπ.

(Υπόθεση C-326/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: EB

Καθών: Presidenza del Consiglio dei Ministri, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca - MIUR, Università degli Studi Roma Tre

Προδικαστικά ερωτήματα

Μολονότι δεν υφίσταται γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αντιτίθεται η φέρουσα τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης» ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999, «Οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP»1 , επίσης υπό το πρίσμα της αρχής της ισοδυναμίας, σε εθνική διάταξη, όπως αυτές του άρθρου 29, παράγραφοι II, στοιχείο d, και IV, του νομοθετικού διατάγματος 81 της 15ης Ιουνίου 2015 και του άρθρου 36, παράγραφοι ΙΙ και V, του νομοθετικού διατάγματος 165 της 30ής Μαρτίου 2001, η οποία αποκλείει τη μεταγενέστερη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου για τους πανεπιστημιακούς ερευνητές που προσλαμβάνονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, δυνάμενη να παραταθεί για δύο έτη, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος ΙΙΙ, στοιχείο a, του νόμου 240/2010;

Μολονότι δεν υφίσταται γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αντιτίθεται η φέρουσα τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης» ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999, «Οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP», επίσης υπό το πρίσμα της αρχής της ισοδυναμίας, στο να εφαρμόζεται εθνική διάταξη, όπως αυτές του άρθρου 29, παράγραφοι II, στοιχείο d, και IV, του νομοθετικού διατάγματος 81 της 15ης Ιουνίου 2015 και του άρθρου 36, παράγραφοι ΙΙ και V, του νομοθετικού διατάγματος 165 της 30ής Μαρτίου 2001, από τα εθνικά δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους κατά τρόπον ώστε δικαίωμα διατηρήσεως της σχέσεως εργασίας να αναγνωρίζεται στα πρόσωπα που προσλαμβάνονται από τη δημόσια διοίκηση με ευέλικτη σύμβαση εργασίας που διέπεται από ιδιωτικής φύσεως εργατική νομοθεσία, αλλά όχι εν γένει στο προσωπικό που προσλαμβάνεται από τη δημόσια διοίκηση για ορισμένο χρόνο υπό καθεστώς δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι, στην εθνική έννομη τάξη, δεν υφίσταται (λόγω των προπαρατεθεισών εθνικών διατάξεων) έτερο αποτελεσματικό μέτρο για τον κολασμό τέτοιων καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων;

Μολονότι δεν υφίσταται γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αντιτίθεται η φέρουσα τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης» ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999, «Οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP», επίσης υπό το πρίσμα της αρχής της ισοδυναμίας, σε εθνική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 24, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου 240 της 30ής Δεκεμβρίου 2010, η οποία προβλέπει τη σύναψη και παράταση συμβάσεων ορισμένου χρόνου μεταξύ ερευνητών και πανεπιστημίων για συνολική διάρκεια πέντε ετών (τρία έτη με δυνατότητα παρατάσεως για δύο έτη), υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις συνάπτονται «εντός των ορίων των διαθέσιμων πόρων για τον προγραμματισμό σχετικά με την υλοποίηση δραστηριοτήτων έρευνας, διδασκαλίας, συμπληρωματικής διδασκαλίας και υπηρεσιών προς τους φοιτητές» και ότι η παράταση προϋποθέτει «θετική αξιολόγηση των διδακτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων», χωρίς να θεσπίζονται αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια για το κατά πόσον η σύναψη και η ανανέωση τέτοιων συμβάσεων όντως ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες, είναι ενδεδειγμένες και απαραίτητες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, με αποτέλεσμα να εμφιλοχωρεί συγκεκριμένος κίνδυνος καταχρηστικής προσφυγής στις εν λόγω συμβάσεις, πράγμα που δεν συμβαδίζει επομένως με τον σκοπό και το πρακτικό αποτέλεσμα της συμφωνίας πλαισίου;

____________

1     Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).