Language of document : ECLI:EU:F:2008:170

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

Υπόθεση F-58/07

Pascal Collotte

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2006 – Ικανότητα εργασίας σε τρίτη γλώσσα»

Αντικείμενο: Προσφυγή που άσκησε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ ο P. Collotte και με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση να μη συμπεριληφθεί το όνομά του στον πίνακα των προαχθέντων στον βαθμό A*12 υπαλλήλων κατά την περίοδο προαγωγών 2006, όπως η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 55‑2006, της 17ης Νοεμβρίου 2006, και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει ως αποζημίωση για την υλική ζημία και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη στα πλαίσια της σταδιοδρομίας του το ποσό των 25 000 ευρώ, υπό την επιφύλαξη της αύξησης ή της μείωσης του ποσού αυτού κατά τη διάρκεια της δίκης.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής να μη συμπεριληφθεί το όνομα του προσφεύγοντος στον πίνακα των προαχθέντων στον βαθμό A*12 υπαλλήλων κατά την περίοδο προαγωγών 2006 ακυρώνεται. Τα λοιπά αιτήματα της προσφυγής απορρίπτονται. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προθεσμίες – Διαδοχικές ενστάσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 3)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Προϋποθέσεις – Απόδειξη της ικανότητας εργασίας σε τρίτη γλώσσα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 2· παραρτήματα III, άρθρο 7, και XIII, άρθρο 11)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 45 § 2 και 91 § 1)

1.      Εφόσον έχουν υποβληθεί εμπροθέσμως διαδοχικές ενστάσεις, η προθεσμία απάντησης στην ένσταση δεν αρχίζει να τρέχει από την παραλαβή της πρώτης ένστασης από τη διοίκηση, διότι ειδάλλως η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν θα είχε στη διάθεσή της την τετράμηνη προθεσμία που της χορηγεί κανονικά ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων (ΚΥΚ) για να απαντήσει ρητά στα νέα επιχειρήματα που διατύπωσε ο υπάλληλος με την τελευταία ένστασή του, η οποία ενδέχεται να έχει υποβληθεί λίγο πριν λήξει η προθεσμία υποβολής ένστασης. Ομοίως, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει απαντήσει με διαδοχικές αποφάσεις σε διαδοχικές ενστάσεις, ο υπάλληλος δεν θα είχε στη διάθεσή του, μετά την παραλαβή της απάντησης στην ένσταση, ολόκληρη την τρίμηνη προθεσμία που του χορηγεί ο ΚΥΚ για να αποφασίσει, κατόπιν της απάντησης αυτής, κατά πόσον θα ασκήσει προσφυγή, αν η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής άρχιζε να τρέχει από την κοινοποίηση της απάντησης στην πρώτη ένσταση, μολονότι ο προσφεύγων δεν θα είχε ακόμη λάβει την απάντηση της αρχής αυτής σε όλες τις αιτιάσεις του, και ειδικότερα σε αυτές που θα είχαν διατυπωθεί για πρώτη φορά με την τελευταία ένσταση.

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση διαδοχικών ενστάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό, όσον αφορά τον υπολογισμό της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής, ότι η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία παραλαβής της απόφασης με την οποία η διοίκηση έλαβε θέση επί όλων των επιχειρημάτων που είχε διατυπώσει ο προσφεύγων εντός της προθεσμίας υποβολής ένστασης. Αν ο προσφεύγων έχει υποβάλει εμπροθέσμως δεύτερη ένσταση, που έχει το ίδιο περιεχόμενο με την πρώτη, καθόσον δεν περιέχει ούτε κανένα νέο αίτημα ούτε καμία νέα αιτίαση ούτε κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο, η απόφαση που απορρίπτει τη δεύτερη αυτή ένσταση πρέπει να θεωρηθεί ως καθαρά βεβαιωτική πράξη της απόρριψης της πρώτης ένστασης, οπότε η προθεσμία άσκησης της προσφυγής τρέχει από την ημερομηνία της εν λόγω απόρριψης. Αντίθετα, εφόσον η δεύτερη ένσταση περιέχει νέα στοιχεία σε σχέση με την πρώτη, η απόφαση που απορρίπτει τη δεύτερη ένσταση πρέπει να θεωρηθεί ως νέα απόφαση, η οποία έχει εκδοθεί, κατόπιν επανεξέτασης της απόφασης απόρριψης της πρώτης ένστασης, επί της δεύτερης ένστασης.

(βλ. σκέψεις 31 και 32)

Παραπομπή:

ΠΕΚ, 8 Νοεμβρίου 2000, T‑44/97, Ghignone κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑223 και II‑1023, σκέψη 41· 11 Δεκεμβρίου 2007, T‑66/05, Sack κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 41, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, υπόθεση C‑380/08 P

2.      Το άρθρο 45, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όπως διαμορφώθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση των υπαλλήλων να αποδεικνύουν, πριν από την πρώτη προαγωγή τους, την ικανότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα, δεν εφαρμόζεται παρά μόνο μετά την έναρξη της ισχύος των κοινών εκτελεστικών διατάξεων που εκδίδονται από κοινού από τα θεσμικά όργανα.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 45, παράγραφος 2, με δεδομένο ότι ο νομοθέτης έχει ούτως ή άλλως, κατά το άρθρο 11 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, αποκλείσει τη δυνατότητα εφαρμογής του στις προαγωγές που ανατρέχουν σε ημερομηνία προγενέστερη της 1ης Μαΐου 2006, δεν μπορεί να εφαρμοστεί πριν από την έναρξη της ισχύος των εν λόγω κοινών εκτελεστικών διατάξεων υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο νομοθέτης, δηλαδή τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής στα διάφορα θεσμικά όργανα και την εξάρτηση της νέας αυτής υποχρέωσης που επιβάλλει ο ΚΥΚ από την παροχή στους υπαλλήλους της δυνατότητας εκμάθησης μιας τρίτης γλώσσας. Επομένως, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να καθορίζει μονομερώς τους όρους εφαρμογής του άρθρου αυτού του ΚΥΚ και να το εφαρμόζει σύμφωνα με τους όρους αυτούς.

(βλ. σκέψεις 50 έως 54)

3.      Δεν αμφισβητείται ότι ο αρμόδιος για τις υπαλληλικές διαφορές κοινοτικός δικαστής μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις, δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να ασκεί εξουσίες πλήρους δικαιοδοσίας και να δίδει συνεπώς πλήρη λύση στις χρηματικές διαφορές που υποβάλλονται στην κρίση του, αποφαινόμενος σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του υπαλλήλου. Εντούτοις, ο υπάλληλος που έχει επιτύχει την ακύρωση της απόφασης μη προαγωγής του για τον λόγο ότι στην περίπτωσή του δεν ίσχυε κατά νόμο η πρόσθετη προϋπόθεση προαγωγής που συνίσταται στη γνώση μιας τρίτης γλώσσας δεν μπορεί να επιτύχει την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της συνακόλουθης ενδεχόμενης καθυστέρησης στην επαγγελματική του εξέλιξη, ακόμη και αν αποδεικνύει ότι έχει την απαιτούμενη προϋπηρεσία και ότι έχει συγκεντρώσει μεγαλύτερο αριθμό μονάδων βαθμολογίας από τον απαιτούμενο για την προαγωγή. Δεν μπορεί, συγκεκριμένα, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν άλλοι λόγοι που να μην επιτρέπουν την αναδρομική προαγωγή του προσφεύγοντος, π.χ. το γεγονός ότι ο αριθμός των υπαλλήλων που είχαν τα τυπικά προσόντα να προαχθούν και είχαν συγκεντρώσει το ανώτατο όριο μονάδων υπερέβαινε τον αριθμό των προαγωγών που επέτρεπε ο προϋπολογισμός. Επομένως, η αποκατάσταση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος πραγματοποιείται με τα εκτελεστικά μέτρα που οφείλει να λάβει η διοίκηση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 233 ΕΚ, για να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο, ενδεχομένως δε με το μέτρο της αναδρομικής αποκατάστασης της σταδιοδρομίας του.

(βλ. σκέψεις 67 έως 70)

Παραπομπή:

ΔΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 2007, C‑135/06 P, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑12041, σκέψεις 64 έως 68

ΠΕΚ, 15 Μαρτίου 2007, T‑402/03, Καταλαγαριανάκης κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 105 και 106