Language of document : ECLI:EU:F:2009:105

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 10ης Σεπτεμβρίου 2009

Υπόθεση F-139/07

Rinse van Arum

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Περιεχόμενο της κατ’ άρθρο 90 του ΚΥΚ διοικητικής ενστάσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο R. van Arum ζητεί, αφενός, κυρίως, να απαλειφθούν ορισμένες παρατηρήσεις από την έκθεση βαθμολογίας που συνετάχθη για τον ίδιο κατά την περίοδο αξιολογήσεως 2005, καθώς και να προστεθούν ορισμένα άλλα στοιχεία, επικουρικώς, να ακυρωθεί η εν λόγω έκθεση και, όλως επικουρικώς, να διαταχθεί η κοινοποίηση στον ίδιο του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που σχετίζονται με το περιεχόμενο της εκθέσεως βαθμολογίας και να λάβει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θέση επί των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και επί των επίμαχων βαθμολογιών και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει ως αποζημίωση ποσό ύψους ενός ευρώ.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Υποχρέωση του πρώτου βαθμολογητή να αιτιολογεί τις παρατηρήσεις ή κρίσεις του – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Λήψη αποφάσεως απονομής μορίων αξιολογήσεως χωρίς να υπάρχει οριστική έκθεση βαθμολογίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Δικαστικός έλεγχος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

5.      Υπάλληλοι – Ατομικός φάκελος – Υποχρέωση κοινοποιήσεως στον υπάλληλο της αποφάσεως περί προσθήκης της εκθέσεως βαθμολογίας του στον ατομικό του φάκελο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 26)

6.      Διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Αίτημα για απόφανση κατά νόμον

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 87 § 1)

1.      Δυνατότητα να βλάψουν τον υπάλληλο έχουν μόνον η έκθεση βαθμολογίας και, κατά συνέπεια, τα τελικά σχόλια που περιλαμβάνονται σε αυτήν, τα οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να αιτιολογούνται, και όχι οι παρατηρήσεις ή οι κρίσεις που διατυπώνονται κατά τρόπο ειδικότερο από τον πρώτο βαθμολογητή. Επομένως, ενδεχόμενη παράλειψη αιτιολογήσεως εκ μέρους της επιτροπής εκθέσεων δεν δύναται να συνεπάγεται την έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω εκθέσεως βαθμολογίας.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 7 Μαρτίου 2007, T‑110/04, Sequeira Wandschneider κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 108

2.      Οσάκις η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει απόφαση απονομής μορίων αξιολογήσεως χωρίς να έχει ακόμη στη διάθεσή της την οριστική εκδοχή της εκθέσεως βαθμολογίας υπαλλήλου για τον λόγο ότι ο υπάλληλος έχει υποβάλει αίτηση θεραπείας, η εν λόγω απόφαση θεωρείται ως λαμβανόμενη υπό τη σιωπηρή επιφύλαξη του οριστικού αποτελέσματος της διαδικασίας βαθμολογήσεως, κατόπιν εξαντλήσεως των μέσων προσβολής. Συνεπώς, η Διοίκηση δύναται να τροποποιήσει τον αριθμό των μορίων αξιολογήσεως που έχουν απονεμηθεί σε υπάλληλο στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι, κατόπιν αιτήσεως θεραπείας ή, ενδεχομένως, διοικητικής ενστάσεως εκ μέρους του υπαλλήλου, η έκθεση βαθμολογίας του πρέπει να τροποποιηθεί. Το γεγονός ότι απόφαση απονομής μορίων αξιολογήσεως έχει ληφθεί πριν καταστεί οριστική η έκθεση βαθμολογίας δεν αρκεί προς συναγωγή του συμπεράσματος ότι η εν λόγω απόφαση επηρέασε το αποτέλεσμα της υποβληθείσας αιτήσεως θεραπείας και, κατά συνέπεια, την έκθεση βαθμολογίας, εφόσον η απόφαση απονομής μορίων αξιολογήσεως, η οποία εκδόθηκε κατ’ ανάγκην υπό την επιφύλαξη του οριστικού αποτελέσματος της διαδικασίας βαθμολογήσεως, θα μπορούσε να τροποποιηθεί στην περίπτωση κατά την οποία η οριστική έκθεση βαθμολογίας διαφοροποιείτο από την προσωρινή εκδοχή της.

(βλ. σκέψεις 47 και 48)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 10 Σεπτεμβρίου 2009, F‑47/07, Behmer κατά Κοινοβουλίου, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 78 και 79

3.      Η έκθεση βαθμολογίας εκφράζει την ελεύθερη γνώμη των βαθμολογητών. Επομένως, οι σχετικές κρίσεις δεν υπόκεινται εκ φύσεως σε αντικειμενικό έλεγχο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, η εκτίμηση του οποίου δεν δύναται να υποκαταστήσει την εκτίμηση των υπευθύνων για την αξιολόγηση των παρεχόμενων από τον βαθμολογούμενο υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο πεδίο της αξιολογήσεως των υπηρεσιών των υπαλλήλων τους. Οι αξιολογικές κρίσεις που διατυπώνονται με τις εκθέσεις βαθμολογίας για τους υπαλλήλους δεν υπόκεινται στον δικαστικό έλεγχο, ο οποίος καλύπτει μόνον ενδεχόμενες τυπικές πλημμέλειες, προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις του βαθμολογητή, καθώς και ενδεχόμενη κατάχρηση εξουσίας. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ομοίως δεν δύναται να υποκαταστήσει την εκτίμηση των βαθμολογητών που είναι υπεύθυνοι για την αξιολόγηση των υπηρεσιών υπαλλήλου με τη δική της, καθώς η ίδια, όπως και ο κοινοτικός δικαστής, δεν είναι κατ’ ανάγκην σε θέση να γνωρίζει την ακριβή κατάσταση κάθε υπαλλήλου. Συνεπώς, ο εκ μέρους της εν λόγω αρχής έλεγχος των κρίσεων που διατυπώνουν οι βαθμολογητές για τους βαθμολογούμενους υπαλλήλους μπορεί να περιορίζεται στις πρόδηλες πλάνες. Ως εκ τούτου, δεν δύναται να προσαφθεί στην εν λόγω αρχή ότι, κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, δεν υποκατέστησε την εκτίμηση του βαθμολογητή περί των υπηρεσιών του προσφεύγοντος με τη δική της, ότι δεν απάντησε επί του συνόλου των αμφισβητούμενων από τον προσφεύγοντα σημείων και ότι δεν εξέτασε το σύνολο των νομικών επιχειρημάτων του.

(βλ. σκέψεις 56 και 62)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 3 Ιουλίου 1980, 6/79 και 97/79, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 419, σκέψη 15

ΠΕΚ: 26 Οκτωβρίου 1994, T‑18/93, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑215 και II‑681, σκέψη 45· 20 Μαΐου 2003, T‑179/02, Pflugradt κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑149 και II‑733, σκέψη 46· 13 Ιουλίου 2006, T‑285/04, Andrieu κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑161 και II‑A‑2‑775, σκέψη 99· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 78

4.      Η αιτιολογία της εκθέσεως βαθμολογίας περιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, στις διάφορες στήλες που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση και τη συμπεριφορά του υπαλλήλου στην υπηρεσία. Η εν λόγω αιτιολογία δύναται, ωστόσο, να προκύπτει και από διευκρινίσεις στις οποίες προβαίνει η Διοίκηση εκτός του πλαισίου της εκθέσεως αυτής καθαυτήν, ιδίως επ’ ευκαιρία εσωτερικής διαδικασίας η οποία προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής και αφορά ειδικώς τη διαδικασία βαθμολογήσεως. Μια έκθεση βαθμολογίας πρέπει να θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένη, παρά την ενδεχόμενη απαλοιφή ορισμένων παρατηρήσεων οι οποίες περιλαμβάνονταν στην αρχική εκδοχή της, όταν ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να ελέγξει το βάσιμο της γενικής αξιολογήσεως των υπηρεσιών του από τους βαθμολογητές.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) δεν περιέχει καμία ένδειξη σε σχέση με ενδεχόμενη υποχρέωση τεκμηριώσεως των σχολίων που περιλαμβάνονται στην έκθεση βαθμολογίας με πραγματικά στοιχεία. Τουναντίον, ο βαθμολογητής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο πεδίο της αξιολογήσεως των υπηρεσιών των βαθμολογουμένων. Η ύπαρξη μιας τέτοιας εξουσίας εκτιμήσεως σημαίνει ότι οι βαθμολογητές δεν υποχρεούνται να παραθέσουν στην έκθεση βαθμολογίας όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στήριξαν την αξιολόγησή τους ούτε να εξετάσουν και να απαντήσουν επί του συνόλου των αμφισβητούμενων από τον βαθμολογούμενο σημείων. Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την ύπαρξη οδηγού βαθμολογήσεως περιέχοντος επιτακτικούς κανόνες τους οποίους η ίδια η Διοίκηση έχει επιβάλει στον εαυτό της και προς τους οποίους υποχρεούται, επομένως, να συμμορφώνεται. Συγκεκριμένα, ο προβλεπόμενος από τον εν λόγω οδηγό κανόνας που ορίζει ότι η αξιολόγηση των υπηρεσιών του βαθμολογουμένου ως άριστων ή ως ανεπαρκών πρέπει να συνοδεύεται από σχόλια ερειδόμενα σε πραγματικά στοιχεία δεν καταστρατηγείται στην περίπτωση κατά την οποία ο βαθμολογητής, έχοντας κρίνει ότι οι υπηρεσίες του βαθμολογουμένου δεν είναι ούτε εξαιρετικές ούτε ανεπαρκείς, δεν έχει διατυπώσει αντίστοιχα σχόλια στην έκθεση βαθμολογίας.

(βλ. σκέψεις 80, 82, 88 έως 91 και 96)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 16 Ιουλίου 1992, T‑1/91, Della Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2145, σκέψη 32· προπαρατεθείσα Marcato κατά Επιτροπής, σκέψη 45· 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2169, σκέψη 57· προπαρατεθείσα Pflugradt κατά ΕΚΤ, σκέψη 46· 1 Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑45 και II‑189, σκέψη 25· 10 Μαΐου 2005, T‑193/03, Piro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑121 και II‑547, σκέψη 59· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑339 και II‑1499, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και σκέψεις 39 και 40

5.      Το άρθρο 26 του ΚΥΚ έχει ως αποκλειστικό σκοπό να παρέχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να διατυπώνει τις παρατηρήσεις του επί οιουδήποτε στοιχείου αφορά τη διοικητική του κατάσταση και επί όλων των εκθέσεων περί της ικανότητας, την αποδόσεως ή της συμπεριφοράς του. Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση έχει κοινοποιήσει σε υπάλληλο την έκθεση βαθμολογίας του προ της προσθήκης της στον ατομικό του φάκελο, ο δε ενδιαφερόμενος έχει διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις του, δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράβαση του άρθρου 26 του ΚΥΚ. Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 26 του ΚΥΚ επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να ενημερώνει τον υπάλληλο για το περιεχόμενο εγγράφου που πρόκειται να συμπεριλάβει στον φάκελό του, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να κοινοποιεί σ’ αυτόν την απόφαση ταξινομήσεως του εγγράφου αυτή καθαυτήν.

(βλ. σκέψεις 133 έως 135)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 28 Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑239 και II‑745, σκέψη 99· 6 Μαρτίου 2001, T‑77/99, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑61 και II‑293, σκέψη 56 έως 61· 13 Δεκεμβρίου 2005, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑411 και II‑1865, σκέψεις 50 έως 52 και 73

6.      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Το αίτημα του νικήσαντος διαδίκου να αποφανθεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμον δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο με αίτημα καταδίκης του ηττηθέντος διαδίκου στα δικαστικά έξοδα.

(βλ. σκέψεις 146 και 148)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 9 Ιουνίου 1992, C‑30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑3755, σκέψη 38· 29 Απριλίου 2004, C‑470/00 P, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑4167, σκέψη 86

ΓΔΕΕ: 10 Ιουλίου 2008, F‑141/07, Maniscalco κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 30 έως 33