Language of document : ECLI:EU:C:2018:999

Υπόθεση C621/18

Andy Wightman κ.λπ.

κατά

Secretary of State for the European Union Exiting

[αίτηση του Court of Session, Inner House, First Division (Scotland)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 50 ΣΕΕ – Γνωστοποίηση από κράτος μέλος της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Συνέπειες της γνωστοποίησης – Δικαίωμα μονομερούς ανάκλησης της γνωστοποίησης – Προϋποθέσεις»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια)
της 10ης Δεκεμβρίου 2018

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου – Εκτίμηση του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος που ασκήθηκε στην κύρια δίκη και της συμβατότητας της απόφασης περί παραπομπής με το εθνικό δίκαιο – Έλεγχος εκ μέρους του Δικαστηρίου –Δεν εμπίπτει – Αναγνωριστικό αίτημα του ένδικου βοηθήματος που ασκήθηκε στην κύρια δίκη – Στοιχείο το οποίο δεν αρκεί για να αποκλείσει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Κράτη μέλη – Αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Απόφαση κράτους μέλους να κινήσει τη διαδικασία αποχώρησης – Γνωστοποίηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – Δυνατότητα μονομερούς ανάκλησης – Προϋποθέσεις – Συνέπειες

(Άρθρα 49 ΣΕΕ και 50 ΣΕΕ)

1.      Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Taricco κ.λπ., C‑105/14, EU:C:2015:66, σκέψη 32). Δεν απόκειται όμως στο Δικαστήριο ούτε να θέσει εν αμφιβόλω την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου επί του παραδεκτού της προσφυγής της κύριας δίκης, η οποία, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, ούτε να ελέγξει αν η απόφαση περί παραπομπής ελήφθη σύμφωνα με τους εθνικούς οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 26, και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 34). Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε ενώπιόν του η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επικαλούμενη τον υποθετικό ή θεωρητικό χαρακτήρα της προσφυγής της κύριας δίκης. Συνεπώς, στον βαθμό που τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής έχουν ως σκοπό να αμφισβητηθεί το παραδεκτό της προσφυγής της κύριας δίκης, τα επιχειρήματα αυτά δεν επηρεάζουν την κρίση επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής απόφασης (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet, C‑432/05, EU:C:2007:163, σκέψη 33).

Εξάλλου, το γεγονός ότι το ένδικο βοήθημα της κύριας δίκης έχει αναγνωριστικό αίτημα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιου ένδικου βοηθήματος και ότι το ερώτημα αυτό εξυπηρετεί την αντικειμενική ανάγκη για επίλυση της διαφοράς της οποίας το αιτούν δικαστήριο έχει νομίμως επιληφθεί (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 65, και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 28). Επομένως, σαφώς υφίσταται διαφορά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, και μάλιστα ακόμη και αν ο εφεσίβλητος της κύριας δίκης επέλεξε να μην απαντήσει επί της ουσίας στο ζήτημα το οποίο θέτουν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, υποστηρίζοντας απλώς και μόνον ότι η προσφυγή τους είναι απαράδεκτη (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψεις 11 και 15).

(βλ. σκέψεις 27, 30-32)

2.      Το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι, όταν ένα κράτος μέλος έχει γνωστοποιήσει, βάσει της διάταξης αυτής, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση, το εν λόγω άρθρο επιτρέπει στο κράτος μέλος, ενόσω δεν έχει τεθεί σε ισχύ συμφωνία αποχώρησης συναφθείσα μεταξύ του ιδίου και της Ένωσης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, εφόσον δεν έχει παρέλθει η διετής προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, υπό την επιφύλαξη τυχόν παρατάσεών της κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας παραγράφου, να ανακαλέσει μονομερώς, με τρόπο κατηγορηματικό και ανεπιφύλακτο, τη γνωστοποίησή του με έγγραφο προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατόπιν απόφασης για ανάκληση την οποία το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει λάβει σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες. Με την ανάκληση επιβεβαιώνεται ότι το ενδιαφερόμενο κράτος εξακολουθεί να αποτελεί μέλος της Ένωσης υπό όρους αμετάβλητους όσον αφορά την ιδιότητά του ως κράτους μέλους και ότι περατώνεται η διαδικασία αποχώρησης.

Όσον αφορά το όλο πλαίσιο του άρθρου 50 ΣΕΕ, πρέπει να ληφθούν υπόψη η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Συνθήκης ΕΕ, η πρώτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Συνθήκης ΛΕΕ και το άρθρο 1 ΣΕΕ, από τα οποία προκύπτει ότι οι Συνθήκες έχουν ως αντικείμενο τη δημιουργία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, καθώς και η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Συνθήκης ΛΕΕ, όπου διακηρύσσεται ότι σκοπός της Ένωσης είναι να καταργηθούν οι φραγμοί που διαιρούν την Ευρώπη. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία των αξιών της ελευθερίας και της δημοκρατίας, οι οποίες μνημονεύονται στη δεύτερη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Συνθήκης ΛΕΕ, καταλέγονται στις κοινές αξίες στις οποίες αναφέρονται τόσο το άρθρο 2 της Συνθήκης αυτής όσο και το προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνιστούν, ως τέτοιες, τα θεμέλια της έννομης τάξης της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 303 και 304). Όπως συνάγεται από το άρθρο 49 ΣΕΕ, το οποίο βρίσκεται στον αντίποδα του άρθρου 50 ΣΕΕ σχετικά με το δικαίωμα αποχώρησης και προβλέπει τη δυνατότητα κάθε ευρωπαϊκού κράτους να ζητήσει να γίνει μέλος της Ένωσης, η Ένωση απαρτίζεται από κράτη που έχουν αποδεχθεί ελεύθερα και οικειοθελώς τις ως άνω αξίες, οπότε το δίκαιο της Ένωσης στηρίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μοιράζεται τις εν λόγω αξίες με όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι και αυτά τις αποδέχονται όπως το ίδιο [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 35].

Υπό τις συνθήκες αυτές, αν ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαναγκαστεί, ενάντια στη βούλησή του, να προσχωρήσει στην Ένωση, δεν μπορεί ούτε να εξαναγκαστεί να αποχωρήσει από την Ένωση παρά τη θέλησή του. Αν όμως γινόταν δεκτό ότι η γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την αποχώρηση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κατά το πέρας της περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τότε το κράτος μέλος αυτό θα μπορούσε να εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει την Ένωση ενάντια στη βούλησή του, η οποία θα έχει εκφραστεί κατόπιν μιας δημοκρατικής διαδικασίας σύμφωνης με τους συνταγματικούς του κανόνες, να αναθεωρήσει την απόφασή του για αποχώρηση από την Ένωση και να παραμείνει, ως εκ τούτου, μέλος της. Ειδικότερα, θα αντέβαινε προς τον σκοπό των Συνθηκών ο οποίος συνίσταται στη δημιουργία μιας ολοένα στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης ο εξαναγκασμός σε αποχώρηση ενός κράτους μέλους που, αφού γνωστοποίησε σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες και κατόπιν δημοκρατικής διαδικασίας την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση, αποφασίζει να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση της πρόθεσής του αυτής στο πλαίσιο, και πάλι, μιας δημοκρατικής διαδικασίας.

Το ως άνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από τις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, η οποία είχε ληφθεί υπόψη κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης. Πράγματι, σε περίπτωση που μια διεθνής συνθήκη επιτρέπει αποχώρηση βάσει των διατάξεών της, το άρθρο 68 της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει ειδικότερα, με τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο, ότι τυχόν γνωστοποίηση της αποχώρησης, όπως αυτή προβλέπεται στα άρθρα 65 και 67 της εν λόγω Σύμβασης, μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή προτού αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

(βλ. σκέψεις 61-63, 65-67, 70, 71, 75 και διατακτ.)