Language of document : ECLI:EU:F:2009:159

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2009

Υπόθεση F-55/08

Carlo De Nicola

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Αξιολόγηση – Προαγωγή – Ασφάλιση υγείας – Ανάληψη ιατρικών εξόδων – Ηθική παρενόχληση – Καθήκον αρωγής – Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου – Παραδεκτό»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 41 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, με την οποία ο κ. De Nicola ζητεί, μεταξύ άλλων, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση της επιτροπής προσφυγών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, της 14ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία απερρίφθη προσφυγή με την οποία ζητούσε, αφενός, επανεκτίμηση της βαθμολογίας του για την περίοδο 2006 και, αφετέρου, ακύρωση των αποφάσεων της Τράπεζας, της 13ης Ιουλίου 2007, σχετικά με τις προαγωγές για την περίοδο 2006 καθόσον παρέλειψαν να τον προαγάγουν στην ομάδα καθηκόντων D, δεύτερον, να ακυρωθούν η έκθεση αξιολογήσεώς του για το έτος 2006 και οι αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2007, οι οποίες παρέλειψαν να τον προαγάγουν στην ως άνω ομάδα καθηκόντων, τρίτον να αναγνωρισθεί ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως, τέταρτον να υποχρεωθεί η Τράπεζα σε αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω ηθικής παρενοχλήσεως και τέλος να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία δεν έγινε δεκτό αίτημά του για κάλυψη των ιατρικών εξόδων που κατέβαλε για θεραπεία λέιζερ.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή – Προσφυγή κατά της απορριπτικής της διοικητικής προσφυγής αποφάσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Βαθμολογία

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

3.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Ετήσια έκθεση αξιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

4.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Εκτίμηση – Πρακτικός οδηγός αξιολογήσεως

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παραδεκτό

(Άρθρο 241 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

6.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Εκτίμηση – Επιτροπή προσφυγών

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

7.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Κοινωνική ασφάλιση – Υγειονομική ασφάλιση – Έξοδα ασθενείας – Απόδοση των καταβληθέντων – Άρνηση – Αμφισβήτηση της γνωματεύσεως του ιατρού-συμβούλου

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 35)

8.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή – Κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 41)

1.      Τα αιτήματα που στρέφονται κατά της αποφάσεως που εξέδωσε η ιδρυθείσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων επιτροπή προσφυγών σχετικά με την αξιολόγηση των εργαζομένων έχουν ως αποτέλεσμα να επιληφθεί ο κοινοτικός δικαστής των εκθέσεων αξιολογήσεως κατά των οποίων ασκήθηκε η οικεία διοικητική προσφυγή.

(βλ. σκέψη 84)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψη 132

2.      Δυνάμει του άρθρου 22 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η διαδικασία που ακολουθείται για την ετήσια αξιολόγηση κάθε υπαλλήλου «ρυθμίζεται με εσωτερική απόφαση» της Τράπεζας. Ελλείψει οιασδήποτε αναφοράς σε άλλες διατάξεις πέραν των περιεχομένων σε σχετικό υπηρεσιακό σημείωμα τεκμαίρεται ότι η Τράπεζα ρύθμισε με αυτό τη διαδικασία ετήσιας αξιολογήσεως και ότι το εν λόγω σημείωμα και ο πρακτικός οδηγός αξιολογήσεως ως παράρτημα αυτού αποτελούν σύνολο δεσμευτικών ρυθμίσεων τις οποίες η Τράπεζα δεν δύναται να αγνοήσει χωρίς να καταστήσει πλημμελή τη διαδικασία. Το ως άνω υπηρεσιακό σημείωμα, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι δεν συνιστά την «εσωτερική απόφαση» περί της οποίας κάνει λόγο ο Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, δεν στερείται δεσμευτικού χαρακτήρα και θα πρέπει τουλάχιστον να θεωρηθεί ως εσωτερική οδηγία με την οποία η Τράπεζα αυτοδεσμεύεται να τηρεί ένα γενικό κανόνα συμπεριφοράς από τον οποίο, καίτοι αυτός είναι ενδεικτικός, δεν μπορεί να έχει να παρεκκλίνει χωρίς να εκθέσει τους λόγους που επιβάλλουν μια τέτοια παρέκκλιση, διότι άλλως θα έχει ενεργήσει κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Συνεπώς, όταν ο πρακτικός οδηγός αξιολογήσεως ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να γίνονται οι συνεντεύξεις αξιολογήσεως, η προθεσμία αυτή πρέπει να τηρείται. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο ως άνω οδηγός ορίζει ότι ο υπάλληλος πριν από τη συνέντευξη αξιολογήσεως υποχρεούται να συμπληρώσει ορισμένα τμήματα του σχεδίου της εκθέσεως αξιολογήσεως που του υποβάλει ο αξιολογητής, η ανάλυση των τμημάτων αυτών του σχεδίου και η σύνταξη των αντίστοιχων ενδείξεων απαιτούν ορισμένο χρόνο σκέψεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου και, επομένως, πρέπει να του παρασχεθεί εύλογος χρόνος από τότε που θα λάβει το σχέδιο της εκθέσεως αξιολογήσεως μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η συνέντευξη, ώστε η παροχή σ’ αυτόν ολιγόλεπτης μόνον προθεσμίας να μην μπορεί να θεωρηθεί εύλογη.

Εντούτοις, οι πλημμέλειες που σχετίζονται με την ημερομηνία διεξαγωγής της συνεντεύξεως αξιολογήσεως και την ταχθείσα στον υπάλληλο προθεσμία για να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις του επί της εκθέσεως αξιολογήσεως δεν είναι ικανές, ως εκ της φύσεώς τους, να δικαιολογήσουν ακύρωση της επίμαχης εκθέσεως εάν ληφθεί υπόψη αφενός ότι η χρονοβόρα διαδικασία βαθμολογήσεως και οι συσσωρευθείσες καθυστερήσεις που σημειώθηκαν κατά τη διαδικασία αυτή δεν επηρεάζουν καθεαυτές τη νομιμότητα της εκθέσεως βαθμολογήσεως και αφετέρου ότι ο υπάλληλος ήταν σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις, αναλύσεις και τα σχόλια του επί του σχεδίου της επίδικης εκθέσεως στη δεύτερη κατά σειρά συνέντευξη αξιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 105, 106, 109, 112, 113 και 121 έως 124)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 1984, 129/82 και 274/82, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1984, σ. 4127, σκέψη 20

ΠΕΚ: 26 Οκτωβρίου 1994, T‑18/93, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑215 και II‑681, σκέψη 36· 10 Σεπτεμβρίου 2003, T‑165/01, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑193 και II‑963, σκέψη 44· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑339 και II‑1499, σκέψη 45· 13 Δεκεμβρίου 2005, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑411 και II‑1865, σκέψεις 159 έως 161

3.      Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση των υπευθύνων για την αξιολόγηση της εργασίας του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με την δική του εκτίμηση. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα, όπως ακριβώς και τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της εργασίας που παρέχουν οι υπάλληλοί της. Ο έλεγχος νομιμότητας τον οποίο ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στις εκτιμήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση αξιολογήσεως του υπαλλήλου της Τράπεζας αφορά μόνον τυχόν τυπικές πλημμέλειες, ενδεχόμενη πρόδηλη πλάνη περί τα πράγματα που επηρεάζει τις εκτιμήσεις αυτές και πιθανή κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψη 126)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 22 Οκτωβρίου 2002, T‑178/00 και T‑341/00, Pflugradt κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2002, σ. II‑4035, σκέψη 69

4.      Η διάταξη του πρακτικού οδηγού που συνιστά παράρτημα του υπηρεσιακού σημειώματος το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία αξιολογήσεως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και ορίζει ότι οι προς εκπλήρωση σκοποί θα πρέπει να είναι «αποδεκτοί από τον αξιολογούμενο» δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η έκθεση αξιολογήσεως είναι πλημμελής ελλείψει συναινέσεως του ενδιαφερομένου. Η ερμηνεία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα η διοίκηση να ζητεί σε κάθε περίπτωση τη συγκατάθεση του υπαλλήλου ως προς τη φύση των καθηκόντων που αναλαμβάνει και να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλέγει τους προς εκπλήρωση στόχους, πράγμα το οποίο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ιεραρχικής οργανώσεως.

(βλ. σκέψη 131)

5.      Υπάλληλος δύναται, καταρχήν, προβάλλοντας σχετική ένσταση, να αμφισβητήσει παραδεκτώς τη νομιμότητα των διατάξεων γενικής εφαρμογής που έχει υιοθετήσει κοινοτικό όργανο ή οργανισμός, χωρίς αυτό να θεωρηθεί ως υποβολή αιτήματος προς έκδοση διαταγής, εάν συντρέχουν σωρευτικά δυο προϋποθέσεις ήτοι η ατομική απόφαση, της οποίας η ακύρωση ζητείται, να εξεδόθη κατ’ ευθείαν εφαρμογή των διατάξεων αυτών και η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας να ωφελεί ως εκ του αποτελέσματός της τον διάδικο που την προέβαλε.

(βλ. σκέψη 172)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 5 Οκτωβρίου 2000, C‑432/98 P και C‑433/98 P, Συμβούλιο κατά Chvatal κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑8535, σκέψη 33

ΠΕΚ: 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑297 και II‑A‑2‑1527, σκέψη 132

6.      Η επιτροπή προσφυγών, στην οποία μπορεί να απευθυνθεί υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολογήσεώς του, δεν ενεργεί ως προϊστάμενος των αρμόδιων αρχών της Τράπεζας. Δεν υποκαθιστά με την απόφασή της τις αρχές αυτές. Η επιτροπή διενεργεί οιονεί δικαστικό έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που υποβάλλονται στην κρίση της επί τη βάσει κριτηρίων ομοίων με αυτά που λαμβάνει υπόψη του ο κοινοτικός δικαστής. Συγκεκριμένα, ελέγχει εάν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία καταρτίσεως των εκθέσεων αξιολογήσεως και εάν η Τράπεζα κινήθηκε σαφώς εντός των ορίων της ιδιαιτέρως ευρείας εξουσίας εκτιμήσεώς της όσον αφορά την αξιολόγηση και την προαγωγή των εργαζομένων.

Οσάκις ο κοινοτικός δικαστής μετά από έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως που ετέθη υπόψη της επιτροπής, καταλήγει σε ίδια κρίση με εκείνη της επιτροπής ότι δηλαδή οι λόγοι ακυρώσεώς της πρέπει να απορριφθούν, παρέλκει η κρίση του κοινοτικού δικαστή περί των λόγων που βάλλουν κατά της αποφάσεως της επιτροπής. Οι λόγοι αυτοί συγχέονται με τους λόγους ακυρώσεως της αποφάσεως της Τράπεζας, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς.

Εάν υποτεθεί εξάλλου ότι η νομιμότητα της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών θα μπορούσε να εξετασθεί αυτοτελώς και να ακυρωθεί, η ακύρωση αυτή δεν θα αφορούσε την επίδικη έκθεση την οποία δεν υποκατέστησε η απόφαση της επιτροπής. Έτσι δεν θα υποχρεωνόταν η Τράπεζα να υποβάλει εκ νέου στην κρίση της επιτροπής προσφυγών την ένσταση του ενδιαφερομένου κατά της επίδικης εκθέσεως, δεδομένου ότι θα έχει ήδη αποφανθεί ο κοινοτικός δικαστής επί του ζητήματος αυτού.

(βλ. σκέψεις 196, 197 και 199)

7.      Από το σημείο ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ των εσωτερικών διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες υιοθετήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων συνάγεται ότι υπάλληλος της Τράπεζας που επιθυμεί να προσβάλει την απόρριψη αιτήσεως περί επιστροφής των καταβληθεισών ιατρικών δαπανών θα πρέπει να ακολουθήσει την ειδική νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται σχετικώς. Η δυνατότητα του υπαλλήλου να προσβάλει παραδεκτώς τη γνωμάτευση του ιατρού-συμβούλου εκτός της ειδικώς θεσπισθείσας διαδικασίας δεν συνάδει προς τον σκοπό των διατάξεων αυτών με τον οποίο εξασφαλίζεται η συμμετοχή ανεξάρτητου ιατρού στην επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν σχετικά με τις ιατρικές δαπάνες.

(βλ. σκέψη 212)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 17 Ιουνίου 2008, F‑97/07, De Fays κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 56

8.      Η Τράπεζα, η οποία θεσπίζει το καθεστώς που θα εφαρμοστεί στους υπαλλήλους της, κατ’ εφαρμογήν του πρωτοκόλλου περί του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, είναι αρμόδια να προσδιορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες το προσωπικό της μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 236 ΕΚ.

Ο Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στο άρθρο 41 περί ενδίκων μέσων προστασίας υπενθυμίζει απλώς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και καθιερώνει τη διαδικασία συμβιβασμού. Επομένως, δεν περιέχει συγκεκριμένο κανόνα δικαίου που να περιορίζει ή διευρύνει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, όπως αυτή εγκαθιδρύεται για τους υπαλλήλους μέσω του άρθρου 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και της πάγιας νομολογίας.

Εντούτοις, ελλείψει ειδικής αναφοράς στον Κανονισμό του προσωπικού, οι διατάξεις του ΚΥΚ θα πρέπει να αποτελέσουν υπόδειγμα και να εφαρμοστούν αναλογικά καθό μέτρο ευθεία εφαρμογή τους θα παρέβλεπε την ειδική φύση του καθεστώτος υπό το οποίο τελεί το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, δεδομένου ότι οι αμιγώς εσωτερικές διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των υπαλλήλων της εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία των διαφορών των κοινοτικών οργάνων με τους υπαλλήλους τους.

Κατά συνέπεια, πρέπει να εφαρμόζεται στις προσφυγές που ασκούν οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κατά αναλογία ο κανόνας που απορρέει από το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σύμφωνα με τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει καμία αρμοδιότητα αν η ασκηθείσα ενώπιόν του προσφυγή δεν στρέφεται κατά πράξεως της διοικήσεως που απορρίπτει αιτήματα του προσφεύγοντος.

(βλ. σκέψεις 233 έως 236 και 239)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: De Nicola κατά ΕΤΕπ, προπαρατεθείσα, σκέψεις 100, 101 και 107