Language of document :

Αναίρεση που άσκησε την 25η Φεβρουαρίου 2020 η Ελληνική Δημοκρατία κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) που εκδόθηκε την 19η Δεκεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-14/18, Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-106/20 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ελληνική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: Ε. Τσαούση, Ε. Λευθεριώτου και Α. Βασιλοπούλου)

Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ της 19ης Δεκεμβρίου 2019, στην υπόθεση Τ-14/18, με την οποία απορρίφθηκε η από 16.01.2018 προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά της με αριθμό 2017/2014/ΕΕ εκτελεστικής απόφασης της Επιτροπής της 8ης Νοεμβρίου 2017, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανωτέρω προσφυγή και να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής κατά το μέρος της με το οποίο αποκλείονται από την χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα των στρεμματικών ενισχύσεων κατά το έτος αιτήσεων 2014 και αντιστοιχούν σε 5% του συνολικού ποσού των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για ενισχύσεις σε βοσκοτόπους, καθαρού ύψους 12.482.555,68 ευρώ. Επίσης, ζητεί να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αίτησής της η αναιρεσείουσα προβάλλει 3 λόγους αναίρεσης.

Ειδικότερα, ο πρώτος λόγος αναίρεσης προβάλλεται ως προς το κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλομένης, με το οποίο απορρίπτεται ο προταθείς το πρώτον κατά την προφορική συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ισχυρισμός της Ελληνικής Δημοκρατίας που ερείδεται επί της δημοσιευθείσας στις 15.05.2019 ad hoc απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση C-341/17 P. Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη παραβίασε τους κανόνες της διαδικασίας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το μέρος που απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας ως απαράδεκτο, περιέχει, δε, σχετικώς, ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία. Το δεύτερο σκέλος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2 του κανονισμού 796/2004, καθώς και από ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης, κατά το μέρος που έκρινε τον ισχυρισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας ως αλυσιτελή.

Ο δεύτερος και τρίτος λόγος αναίρεσης αφορούν το κεφάλαιο, με το οποίο η αναιρεσιβαλλομένη απέρριψε του υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών εγγράφων που προσκομίσθηκαν κατά τη διαδικασία, ιδίως δε, τον πίνακα πλήρους υπολογισμού, με εκτίμηση των στοιχείων των 79.664 γεωργών με βοσκοτόπους που έλαβαν ενισχύσεις, των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και κυρώσεων που ανακτήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να υποπέσει σε παράβαση νόμου και να καταστεί αντιφατικώς και ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη είναι αναιρετέα, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005, του άρθρου 52, παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού 1306/2013, και του άρθρου 12, παράγραφοι 1-6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, παραβίασης των κατευθυντήριων γραμμών του εγγράφου VI/5330/97 και της ανακοίνωσης C(2015) 3675 final της Επιτροπής, παραβίασης των κανόνων αιτιολόγησης (άρθρο 296 ΣΛΕΕ), εσφαλμένης εφαρμογής των κανόνων της αποδείξεως (κατανομή του βάρους της αποδείξεως εις τρόπον ώστε να επάγεται στην Ελληνική Δημοκρατία probatio diabolica), καθώς και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των αρχών non venire contra factum proprium, ne bis in idem και της γενικής αρχής της αναλογικότητας. Επίσης, η αναιρεσιβαλλομένη είναι αντιφατικώς και ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

____________