Language of document : ECLI:EU:C:2019:470

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Μεταβατικές διατάξεις – Άρθρο 87, παράγραφος 8 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ – Εργαζόμενος που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα σε διαφορετικά κράτη μέλη – Παρεκκλίσεις από την αρχή της εφαρμογής μιας μόνον εθνικής νομοθεσίας – Υπαγωγή σε δύο συστήματα – Υποβολή αιτήσεως για υπαγωγή στην εφαρμοζόμενη βάσει του κανονισμού 883/2004 νομοθεσία»

Στην υπόθεση C‑33/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour du travail de Liège (εφετείο εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο) με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

V

κατά

Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants (Inasti),

Securex Integrity ASBL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas (εισηγητή) και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck, επικουρούμενες από τον S. Rodrigues, avocat,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. Van Hoof,

–        ο V, αυτοπροσώπως,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 43) (στο εξής: κανονισμός 883/2004).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του V, αφενός, και του Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants (εθνικού ιδρύματος κοινωνικής ασφαλίσεως ανεξάρτητων επαγγελματιών, στο εξής: Inasti) (Βέλγιο) καθώς και του Securex Integrity ASBL (στο εξής: Securex), αφετέρου, σχετικά με την υπαγωγή του V στη βελγική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 1408/71

3        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), και όπως τροποποιήθηκε τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) 592/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ 2008, L 177, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), όριζε, στο άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ, του τίτλου ΙΙ, τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος διαφορετικών κρατών μελών υπόκειται:

[…]

β)      στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παράρτημα VII:

–        στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκεί μισθωτή δραστηριότητα, η οποία νομοθεσία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 14, σημεία 2 ή 3, αν ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών

και

–        στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, η οποία νομοθεσία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 14α, σημεία 2, 3 και 4, αν ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.»

4        Το παράρτημα VII του κανονισμού αυτού απαριθμούσε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο υπέκειτο ταυτόχρονα στη νομοθεσία δύο κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών αναφερόταν, στο σημείο 1 του εν λόγω παραρτήματος, η «[ά]σκηση μη μισθωτής δραστηριότητας στο Βέλγιο και μισθωτής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος».

5        Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 883/2004, όπως ίσχυε αρχικώς, από την 1η Μαΐου 2010, ημερομηνία κατά την οποία ο τελευταίος αυτός κανονισμός κατέστη εφαρμοστέος.

 Ο κανονισμός 883/2004

6        Η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 883/2004 αναφέρει ότι είναι ανάγκη να γίνουν σεβαστά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως και να εκπονηθεί απλώς ένα σύστημα συντονισμού.

7        Κατά την αιτιολογική σκέψη 45 του κανονισμού αυτού:

«Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, εν άλλοις, μέτρα συντονισμού προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω του μεγέθους και των αποτελεσμάτων της εν λόγω δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία ορίζεται επίσης στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.»

8        Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.»

9        Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Το πρόσωπο το οποίο ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα και μη μισθωτή δραστηριότητα σε διαφορετικά κράτη μέλη, υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ασκεί μισθωτή δραστηριότητα ή, εάν ασκεί τέτοια δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, στη νομοθεσία που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

10      Το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει τα εξής:

«Εάν, ως συνέπεια του παρόντος κανονισμού, ένα πρόσωπο υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από το καθοριζόμενο σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του [κανονισμού 1408/71], η εν λόγω νομοθεσία εξακολουθεί να ισχύει ενόσω η σχετική κατάσταση παραμένει αμετάβλητη και εν πάση περιπτώσει για μέγιστη περίοδο 10 ετών από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος υποβάλει αίτηση να υπαχθεί στην εφαρμοζόμενη νομοθεσία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η αίτηση υποβάλλεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εάν το εν λόγω πρόσωπο πρόκειται να υπαχθεί στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Εάν η αίτηση υποβληθεί κατόπιν παρέλευσης της προθεσμίας αυτής, η εν λόγω μεταβολή εφαρμοστέας νομοθεσίας επέρχεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Ο V εργάστηκε ως δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο Βρυξελλών (Βέλγιο) από τον Σεπτέμβριο 1980 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2007. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, ήταν εγγεγραμμένος στο Inasti και ασφαλισμένος στο βελγικό ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων Securex.

12      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2007 ο V ζήτησε τη διαγραφή του από το μητρώο του δικηγορικού συλλόγου και, συνεπώς, έπαυσε να είναι ασφαλισμένος στο Securex. Την ίδια ημέρα, η δικηγορική εταιρία στην οποία ασκούσε τη δραστηριότητά του τέθηκε υπό εκκαθάριση και ο V διορίστηκε εκκαθαριστής.

13      Από την 1η Οκτωβρίου 2007 ο V εργάζεται ως επικεφαλής του νομικού τμήματος εταιρίας εγκατεστημένης στο Λουξεμβούργο και υπάγεται, ως μισθωτός, στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του Λουξεμβούργου.

14      Στις 11 Ιουνίου 2010 το Inasti ζήτησε από τον V διευκρινίσεις σχετικά με τα καθήκοντά του ως εκκαθαριστή. Με επιστολή της 24ης Ιουνίου 2010, ο V απάντησε ότι δεν ήταν δυνατόν, λόγω της αμοιβής εκκαθαριστή που έλαβε από την τελούσα υπό εκκαθάριση δικηγορική εταιρία, να εξομοιωθεί με ανεξάρτητο επαγγελματία ούτε να υπαχθεί στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης των ανεξάρτητων επαγγελματιών.

15      Στις 11 Δεκεμβρίου 2013 το Inasti κοινοποίησε στο Securex απόφαση περί ρυθμίσεως εισφορών σχετικά με τα εισοδήματα του V για τα έτη 2008 έως 2010. Στις 23 Δεκεμβρίου 2013 το Securex ενημέρωσε τον V ότι, βάσει των στοιχείων που παρασχέθηκαν από το Inasti, πρέπει να θεωρηθεί ότι, από την 1η Οκτωβρίου 2007, ο V υπάγεται, ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, συμπληρωματικώς στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, και ότι, συνεπώς, πρέπει να καταβάλει στο Securex το υπόλοιπο των 35 198,42 ευρώ για οφειλόμενες εισφορές και προσαυξήσεις για την περίοδο από το τέταρτο τρίμηνο του 2007 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2013.

16      Στις 12 Μαρτίου 2014 ο V προσέφυγε στο tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο) κατά της συμπληρωματικής υπαγωγής του στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης υπό την ιδιότητα του ανεξάρτητου επαγγελματία καθώς και κατά της αξίωσης καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που προέβαλε το Securex.

17      Κατόπιν της ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής, ο V απέστειλε στο Securex υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τον άμισθο χαρακτήρα των καθηκόντων του ως εκκαθαριστή επισυνάπτοντας σε αυτή τα πρακτικά της συνεδρίασης των εταίρων της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης δικηγορικής εταιρίας, που πραγματοποιήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2014, στα οποία επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η άσκηση των καθηκόντων του ως εκκαθαριστή πραγματοποιήθηκε αμισθί από την 1η Ιανουαρίου 2010 και ότι η κατάσταση αυτή θα εξακολουθούσε έως το πέρας της εκκαθαρίσεως. Με την ίδια δήλωση ο V ζήτησε να παύσει, από την ημερομηνία της εν λόγω συνεδρίασης, να υπάγεται πλέον στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

18      Με απόφαση της 17ης Αυγούστου 2016, το tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Λιέγης), μολονότι αναγνώρισε ότι ο νόμιμος τόκος που υπολογίστηκε επί των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εισφορών κοινωνικής ασφάλισης δεν οφειλόταν για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2011 έως τον Σεπτέμβριο του 2013, εντούτοις απέρριψε την προσφυγή του V ως αβάσιμη.

19      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2016 ο V άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας τη μεταρρύθμιση της εν λόγω αποφάσεως και ισχυριζόμενος, ιδίως, ότι, βάσει του κανονισμού 883/2004, το Inasti και το Securex δεν μπορούσαν να αξιώσουν την καταβολή των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εισφορών.

20      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο V δεν υπαγόταν πλέον στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τις 30 Σεπτεμβρίου 2007, ημερομηνία κατά την οποία διέκοψε τη δραστηριότητά του ως δικηγόρος. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, συνεπώς, εάν ο V, ο οποίος, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, υπαγόταν αποκλειστικώς στο λουξεμβουργιανό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όφειλε παρά ταύτα να υποβάλει ρητή αίτηση εντός προθεσμίας τριών μηνών, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, προκειμένου να δύναται να επωφεληθεί της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

21      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, σύμφωνα με τον πρακτικό οδηγό για τον προσδιορισμό της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στους εργαζομένους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και στην Ελβετία, τον οποίο συνέταξε η διοικητική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, η πρώτη απαίτηση για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 είναι ότι, ως συνέπεια του εν λόγω κανονισμού, ένα πρόσωπο υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από «το καθοριζόμενο» βάσει του κανονισμού 1408/71. Κατά το δικαστήριο αυτό, ο οδηγός αυτός φαίνεται να δηλώνει ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την 1η Μαΐου 2010, ημερομηνία η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία κατάργησης του κανονισμού 1408/71 και εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπαγόταν πράγματι στη νομοθεσία του αρμοδίου βάσει του κανονισμού 1408/71 κράτους μέλους. Ωστόσο, η εν λόγω προϋπόθεση δεν προβλέπεται ρητώς από το γράμμα του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, γεγονός το οποίο δυσχεραίνει την ερμηνεία της διάταξης αυτής.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour du travail de Liège (εφετείο εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 87, παράγραφος 8, του [κανονισμού 883/2004] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο, πριν από την 1η Μαΐου 2010, άρχισε να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο [Λουξεμβούργο] και μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο οφείλει, προκειμένου να υπάγεται στην εφαρμοστέα, βάσει του [κανονισμού 883/2004], νομοθεσία, να υποβάλει ρητώς σχετική αίτηση, ακόμη και αν δεν υπαγόταν στο βελγικό σύστημα πριν από την 1η Μαΐου 2010 και η υπαγωγή του στη βελγική νομοθεσία σχετικά με το καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως των ανεξάρτητων επαγγελματιών έλαβε χώρα μόνον αναδρομικώς, μετά την παρέλευση της προθεσμίας των τριών μηνών, η οποία άρχιζε την 1η Μαΐου 2010;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνεπάγεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 87, παράγραφος 8, του [κανονισμού 883/2004] αίτηση, η οποία υποβάλλεται υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις, την εφαρμογή της νομοθεσίας του αρμόδιου, βάσει του [κανονισμού 883/2004], κράτους [μέλους] με αναδρομική ισχύ από 1ης Μαΐου 2010;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

23      Στις γραπτές παρατηρήσεις του, το Βασίλειο του Βελγίου επισήμανε ότι η ανάλυση στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται σε εσφαλμένη πραγματική παραδοχή, κατά την οποία ο V δεν υπαγόταν σε βελγικό σύστημα ασφάλισης την 1η Μαΐου 2010, ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η υπαγωγή του V στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εξακολούθησε αδιαλείπτως μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2007, λόγω της ιδιότητάς του ως εκκαθαριστή.

24      Επομένως, κατά το Βασίλειο του Βελγίου, τα προδικαστικά ερωτήματα θέτουν ένα αμιγώς υποθετικό ζήτημα, το οποίο δεν κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση της κύριας δίκης και, συνεπώς, είναι απαράδεκτα.

25      Επισημαίνεται ότι, κατόπιν αιτήματος παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, ο V μπορούσε να θεωρηθεί υπαγόμενος στη βελγική νομοθεσία ως μη μισθωτός εργαζόμενος βάσει της δραστηριότητάς του ως εκκαθαριστής.

26      Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τις διευκρινίσεις που παρέσχε με την απάντησή του το αιτούν δικαστήριο, η Βελγική Κυβέρνηση δήλωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι δεν εμμένει στην προβολή της ενστάσεως απαραδέκτου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

27      Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν τα ερωτήματα που έχουν τεθεί από τα εθνικά δικαστήρια αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, κατ’ αρχήν, οφείλει να αποφανθεί, εκτός αν είναι πρόδηλο ότι με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επιδιώκεται, στην πραγματικότητα, να οδηγηθεί το Δικαστήριο στην έκδοση αποφάσεως μέσω κατασκευασμένης διαφοράς ή να διατυπώσει συμβουλευτικές γνώμες επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς, ή ακόμη ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, VEBIC, C‑439/08, EU:C:2010:739, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 25 των προτάσεών του, από τη δικογραφία που υπεβλήθη στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το ερώτημα αν ο V, προκειμένου να μπορέσει να υπαχθεί αποκλειστικώς στην καθοριζόμενη βάσει του κανονισμού 883/2004 νομοθεσία, εν προκειμένω στη νομοθεσία του Λουξεμβούργου, μετά την 1η Μαΐου 2010, όφειλε να υποβάλει αίτηση βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, το ερώτημα ποιες είναι οι συνέπειες της υποβολής τέτοιας αιτήσεως αρκετά χρόνια μετά την ημερομηνία αυτή, ασκούν αναμφισβήτητα επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της υπόθεσης της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η απάντηση στα ερωτήματα αυτά έχει άμεσο αντίκτυπο στον καθορισμό του αριθμού των ετών για τα οποία οι βελγικές αρχές δικαιούνται να απαιτήσουν την καταβολή εισφορών από τον V.

29      Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

30      Βάσει των διευκρινίσεων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο κατόπιν του αιτήματος παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος και το οποίο, επομένως, υπαγόταν ταυτόχρονα στις εφαρμοστέες σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση νομοθεσίες των δύο αυτών κρατών μελών σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 όφειλε, προκειμένου να υπάγεται στην εφαρμοστέα βάσει του κανονισμού 883/2004 νομοθεσία, να υποβάλει συναφώς ρητή αίτηση.

31      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για την περίπτωση προσώπου το οποίο, ως συνέπεια του κανονισμού 883/2004, υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από το καθοριζόμενο σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι η τελευταία αυτή νομοθεσία εξακολουθεί να ισχύει για ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική κατάσταση παραμένει αμετάβλητη.

32      Επομένως, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, πρώτον, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμοζόμενη νομοθεσία υπάγεται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 και, δεύτερον, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική κατάσταση παραμένει αμετάβλητη (απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Jeltes κ.λπ., C‑443/11, EU:C:2013:224, σκέψη 50).

33      Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, η περίπτωση του V ενέπιπτε στο άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ αυτού. Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 δεν διέπει ρητώς περιπτώσεις όπως αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 14γ, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, κατά τις οποίες εφαρμόζεται ταυτόχρονα η νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης δύο κρατών μελών και, ως συνέπεια του κανονισμού 883/2004, μία μόνον εκ των δύο αυτών νομοθεσιών παραμένει εφαρμοστέα.

34      Ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα αν η περίσταση αυτή συνιστά εμπόδιο προκειμένου πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση του V να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004.

35      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Klein Schiphorst, C‑551/16, EU:C:2018:200, σκέψη 34).

36      Όσον αφορά το γράμμα του, το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, το οποίο αποτελεί μεταβατική διάταξη, προβλέπει την περίπτωση προσώπου το οποίο, ως συνέπεια του κανονισμού 883/2004, «υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από το καθοριζόμενο σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού [1408/71]».

37      Από το γράμμα της διάταξης αυτής, δεδομένου ότι το επίθετο «άλλο» αναφέρεται στη λέξη «κράτος», φαίνεται επομένως να προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή νομοθεσίας ενός κράτους μέλους διαδέχεται την εφαρμογή νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.

38      Συνεπώς, κατά τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, το πρώτο σκέλος της φράσης φαίνεται να αφορά αποκλειστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, ένα πρόσωπο υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος στου οποίου τη νομοθεσία υπαγόταν προηγουμένως.

39      Αντιθέτως, ένα πρόσωπο το οποίο, υπό την ισχύ του κανονισμού 1408/71, υπαγόταν στην ταυτόχρονη εφαρμογή των νομοθεσιών δύο κρατών μελών, βάσει του κανονισμού 883/2004, αφενός, θα εξακολουθούσε να υπάγεται στη νομοθεσία ενός εκ των δύο αυτών κρατών μελών και, αφετέρου, θα υφίστατο μεταβολή της κατάστασής του αποκλειστικώς λόγω του ότι η νομοθεσία του άλλου κράτους μέλους δεν θα εφαρμοζόταν πλέον στην περίπτωσή του.

40      Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, επισημαίνεται ότι, κατά την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 στους μη μισθωτούς εργαζομένους, το άρθρο 14γ του εν λόγω κανονισμού εισήχθη για τη θέσπιση εξαίρεσης από τον κανόνα της εφαρμογής μίας μόνον νομοθεσίας, για την περίπτωση προσώπου που ασκεί ταυτόχρονα μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Στις προβλεπόμενες στο παράρτημα VII του κανονισμού 1408/71 περιπτώσεις, το πρόσωπο αυτό υπαγόταν, επομένως, στη νομοθεσία καθενός εκ των δύο αυτών κρατών μελών.

41      Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 45 του κανονισμού 883/2004, σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι ο συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που ισχύουν στα κράτη μέλη προς διασφάλιση της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Με τον κανονισμό αυτόν εκσυγχρονίσθηκαν και απλοποιήθηκαν οι κανόνες που περιλαμβάνονταν στον κανονισμό 1408/71, ενώ διατηρήθηκε παράλληλα ο ίδιος σκοπός με αυτόν που είχε και ο κανονισμός 1408/71 (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Klein Schiphorst, C‑551/16, EU:C:2018:200, σκέψη 31).

42      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 επιβεβαιώνει την αρχή της εφαρμογής μίας μόνον νομοθεσίας, δυνάμει της οποίας τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η αρχή αυτή αποσκοπεί συνεπώς στην αποφυγή των περιπλοκών που μπορεί να ανακύψουν λόγω της ταυτόχρονης εφαρμογής περισσότερων εθνικών νομοθεσιών και στην εξάλειψη της άνισης μεταχείρισης που θα συνεπαγόταν, για τα πρόσωπα που διακινούνται εντός της Ένωσης, η μερική ή πλήρης σώρευση των εφαρμοστέων νομοθεσιών (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, Piatkowski, C‑493/04, EU:C:2006:167, σκέψη 21).

43      Σύμφωνα με την αρχή της εφαρμογής μίας μόνον νομοθεσίας, το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι το πρόσωπο το οποίο ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και μη μισθωτή δραστηριότητα σε ένα άλλο κράτος μέλος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ασκεί μισθωτή δραστηριότητα.

44      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών του, ο κανονισμός 883/2004 κατήργησε όλες τις εξαιρέσεις της αρχής της εφαρμογής μίας μόνον εθνικής νομοθεσίας οι οποίες υφίσταντο στον κανονισμό 1408/71.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, μια ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, η οποία λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, δεν μπορεί να συνηγορεί υπέρ της διαιώνισης του καθεστώτος παρέκκλισης που προβλέπει υπαγωγή σε δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, η οποία θα ήταν ασυνεπής προς το σύστημα που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός, το οποίο βασίζεται στην αρχή της εφαρμογής μίας μόνον εθνικής νομοθεσίας.

46      Όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, όπως αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, καθώς και όπως προκύπτει από τον πρακτικό οδηγό για τον προσδιορισμό της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στους εργαζόμενους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και στην Ελβετία, ο σκοπός αυτός προσδιορίστηκε ως ο σκοπός να αποφευχθούν οι πολλές αλλαγές της εφαρμοστέας νομοθεσίας κατά τη μετάβαση στον κανονισμό 883/2004 και να καταστεί δυνατή η «ομαλή προσαρμογή» του ενδιαφερομένου όσον αφορά την εφαρμοστέα νομοθεσία σε περίπτωση που η εφαρμοστέα βάσει του κανονισμού 1408/71 νομοθεσία δεν είναι η εφαρμοστέα βάσει των διατάξεων του κανονισμού 883/2004 νομοθεσία.

47      Μέσω της μεταβατικής αυτής διάταξης, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε συνεπώς να εξασφαλίσει στους εργαζομένους τον αναγκαίο χρόνο προσαρμογής, ιδίως προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να γνωρίσουν τη νομοθεσία ενός άλλου κράτους μέλους η οποία θα ήταν νέα για αυτούς.

48      Από τη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει όμως ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο υπαγόταν, υπό την ισχύ του κανονισμού 1408/71, ταυτόχρονα στις νομοθεσίες δύο κρατών μελών, η εφαρμογή του κανονισμού 883/2004 δεν οδηγεί στην εφαρμογή για τον εργαζόμενο νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, η οποία θα ήταν συνεπώς νέα για αυτόν, αλλά συνεπάγεται απλώς μεταβολή της κατάστασής του λόγω της μη εφαρμογής πλέον, ως προς αυτόν, της νομοθεσίας του ενός εκ των δύο κρατών μελών στην οποία υπαγόταν έως τότε.

49      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και δίχως να απαιτείται η εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 δεν εφαρμόζεται επί περιπτώσεως όπως αυτή του V, ο οποίος, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, υπαγόταν, βάσει του άρθρου 14γ, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, ταυτόχρονα στη νομοθεσία δύο κρατών μελών.

50      Ως εκ τούτου, από την 1η Μαΐου 2010, πρόσωπο το οποίο εμπίπτει στην ίδια με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση δεν υποχρεούται να υποβάλει την αίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 προκειμένου να υπάγεται αποκλειστικώς στη νομοθεσία που καθορίζεται βάσει του κανονισμού 883/2004, ήτοι, εν προκειμένω, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, στη νομοθεσία του Λουξεμβούργου.

51      Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος και το οποίο, επομένως, υπαγόταν ταυτόχρονα στις εφαρμοστέες σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση νομοθεσίες των δύο αυτών κρατών μελών δεν όφειλε, προκειμένου να υπάγεται στην εφαρμοστέα βάσει του κανονισμού 883/2004 νομοθεσία, να υποβάλει συναφώς ρητή αίτηση.

52      Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος και το οποίο, επομένως, υπαγόταν ταυτόχρονα στις εφαρμοστέες σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση νομοθεσίες των δύο αυτών κρατών μελών δεν όφειλε, προκειμένου να υπάγεται στην εφαρμοστέα βάσει του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 988/2009, νομοθεσία, να υποβάλει συναφώς ρητή αίτηση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.