Language of document : ECLI:EU:F:2013:127

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Γενικός διαγωνισμός — Προκήρυξη διαγωνισμού EPSO/AD/204/10 — Επιλογή βάσει τίτλων — Αποκλεισμός υποψηφίων χωρίς εξέταση των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας τους»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις F‑23/12 και F‑30/12,

με αντικείμενο προσφυγές του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Jérôme Glantenay, πρώην έκτακτος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο) και οκτώ άλλοι υπάλληλοι, έκτακτοι υπάλληλοι, πρώην έκτακτοι υπάλληλοι και εθνικοί εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή αποσπασμένοι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα ονοματεπώνυμα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα,

προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑23/12,

και

Marco Cecchetto, συμβασιούχος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Rovigo (Ιταλία),

προσφεύγων στην υπόθεση F‑30/12,

εκπροσωπούμενοι από τον C. Mourato, δικηγόρο,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και G. Gattinara,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. I. Rofes i Pujol, πρόεδρο, I. Boruta (εισηγήτρια) και K. Bradley, δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφα που περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 20 Φεβρουαρίου 2012 υπό τον αριθμό F‑23/12 για τον J. Glantenay και οκτώ άλλους προσφεύγοντες, τα ονοματεπώνυμα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα, και στις 5 Μαρτίου 2012 υπό τον αριθμό F‑30/12 για τον M. Cecchetto, οι προσφεύγοντες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/204/10 περί απορρίψεως των αντίστοιχων υποψηφιοτήτων τους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ρυθμίσεις εφαρμοστέες στους διαγωνισμούς

2        Το άρθρο 27 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει:

«Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης.

[…]»

3        Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει ότι:

«Για την πλήρωση κενής θέσης σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, [...]

[…]

κινεί τη διαδικασία διαγωνισμού βάσει τίτλων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει τίτλων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Η διαδικασία αυτή δύναται να κινείται επίσης με σκοπό την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσληπτέων.»

4        Κατά το άρθρο 5 του παραρτήματος III του ΚΥΚ που διέπει τη διαδικασία διαγωνισμών:

«Αφού λάβει γνώση [των φακέλων των υποψηφίων που πληρούν τους όρους συμμετοχής σε διαγωνισμό οι οποίοι προβλέπονται με τα στοιχεία α΄, β΄ και γ΄ του άρθρου 28 του ΚΥΚ], η εξεταστική επιτροπή καταρτίζει τον πίνακα των υποψηφίων που πληρούν τους όρους που καθορίζονται από την προκήρυξη διαγωνισμού.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, όλοι οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον εν λόγω πίνακα γίνονται δεκτοί στις εξετάσεις.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων, η εξεταστική επιτροπή, αφού καθορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων θα εκτιμήσει τους τίτλους των υποψηφίων, προβαίνει στην εξέταση των τίτλων των υποψηφίων που έχουν περιληφθεί στον πίνακα του πρώτου εδαφίου.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων, η εξεταστική επιτροπή προσδιορίζει, στον πίνακα αυτόν, τους υποψηφίους που γίνονται δεκτοί στις εξετάσεις.

Εν συνεχεία, η εξεταστική επιτροπή συντάσσει τον πίνακα επιτυχόντων που προβλέπεται στο άρθρο 30 του ΚΥΚ· στο μέτρο που είναι δυνατό, ο πίνακας αυτός πρέπει να περιλαμβάνει αριθμό [επιτυχόντων] τουλάχιστον διπλάσιο από τον αριθμό των θέσεων που θα πληρωθούν με τον διαγωνισμό.

Η εξεταστική επιτροπή απευθύνει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τον πίνακα επιτυχόντων, μαζί με αιτιολογημένη έκθεση της εξεταστικής επιτροπής που περιέχει ενδεχομένως τις παρατηρήσεις των μελών της.»

 Διατάξεις της προκηρύξεως γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/204/10

5        Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) δημοσίευσε στις 28 Οκτωβρίου 2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 292 A, σ. 1) την προκήρυξη γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/204/10, η οποία διορθώθηκε στη συνέχεια (ΕΕ C 318 A, σ. 1), με σκοπό την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα 40 επιτυχόντων για την πλήρωση κενών θέσεων διοικητικών υπαλλήλων βαθμού AD 6 στον τομέα της διαχειρίσεως των διαρθρωτικών ταμείων/του ταμείου συνοχής (στο εξής: προκήρυξη του διαγωνισμού).

6        Σύμφωνα με την ενότητα IV της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η οποία έφερε τον τίτλο «Συμμετοχή στον διαγωνισμό και πρόσκληση στο κέντρο αξιολόγησης»:

«1. Διαδικασία

Η εξέταση των γενικών και ειδικών όρων και η επιλογή βάσει τίτλων γίνεται κατ’ αρχάς με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται [στο ηλεκτρονικό έντυπο υποβολής] υποψηφιότητας.

α)      Για να εκτιμηθεί κατά πόσον μπορείτε να περιληφθείτε στον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν όλους τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό, θα εξεταστούν οι απαντήσεις σας στις ερωτήσεις σχετικά με τους γενικούς και ειδικούς όρους.

β)      Στη συνέχεια, για τους υποψηφίους των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο, η εξεταστική επιτροπή θα προβεί σε επιλογή βάσει τίτλων προκειμένου να εντοπιστούν οι υποψήφιοι που διαθέτουν τα πλέον κατάλληλα προσόντα (ειδικότερα, διπλώματα, επαγγελματική πείρα) σε σχέση με τη φύση των καθηκόντων και τα κριτήρια επιλογής που περιγράφονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Η επιλογή γίνεται σε δύο στάδια:

–        με βάση τη σπουδαιότητα που αποδίδεται σε κάθε κριτήριο που αναφέρεται στο παράρτημα, η εξεταστική επιτροπή σταθμίζει (1 έως 3) κάθε αντίστοιχη ερώτηση. Μια πρώτη επιλογή βάσει τίτλων γίνεται βάσει των [καταφατικών] απαντήσεων που έχουν δοθεί στο σημείο “[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων” [του ηλεκτρονικού εντύπου υποβολής] υποψηφιότητας και της σπουδαιότητας κάθε ερώτησης. Οι ηλεκτρονικές αιτήσεις υποψηφιότητας των υποψηφίων με τη μεγαλύτερη βαθμολογία θα υποβληθούν σε μια δεύτερη επιλογή. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης επιλογής, o αριθμός εξεταζόμενων φακέλων αντιστοιχεί περίπου στο τριπλάσιο του αριθμού των υποψηφίων που καλούνται στο κέντρο αξιολόγησης [ήτοι, εν προκειμένω, σε 360],

–        κατά τη δεύτερη επιλογή, η εξεταστική επιτροπή εξετάζει τις απαντήσεις των υποψηφίων και βαθμολογεί, με βάση τα προσόντα τους, με 0 έως 4 την κάθε απάντηση· ο βαθμός αυτός πολλαπλασιάζεται επί τον βαθμό σπουδαιότητας της κάθε ερώτησης, όπως προβλέπεται στο στοιχείο β΄.

Η εξεταστική επιτροπή κατατάσσει, στη συνέχεια, τους υποψηφίους με βάση τη βαθμολογία τους. Ο αριθμός των υποψηφίων που καλούνται […] στο κέντρο αξιολόγησης αντιστοιχεί, κατ’ ανώτατο όριο, στο τριπλάσιο του αριθμού των επιτυχόντων που αναφέρεται στην παρούσα προκήρυξη του διαγωνισμού [ήτοι, εν προκειμένω, σε 120].

2. Επαλήθευση των δηλώσεων των υποψηφίων

Μετά την εξέταση στο κέντρο αξιολόγησης και με βάση τα αποτελέσματά της, οι δηλώσεις των υποψηφίων [στο ηλεκτρονικό έντυπο υποβολής] υποψηφιότητας θα ελεγχθούν από την EPSO σε ό,τι αφορά τους γενικούς όρους και από την εξεταστική επιτροπή σε ό,τι αφορά τους ειδικούς όρους και την επιλογή βάσει τίτλων. Εάν από την επαλήθευση αυτή προκύψει ότι οι εν λόγω δηλώσεις δεν αντιστοιχούν στα σχετικά δικαιολογητικά, οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι αποκλείονται από τον διαγωνισμό.

[sic]»

7        Κατά το παράρτημα της προκηρύξεως διαγωνισμού:

«4. Κριτήρια επιλογής

Στο πλαίσιο της επιλογής βάσει τίτλων, η εξεταστική επιτροπή θα λάβει υπόψη της τα ακόλουθα στοιχεία:

[…]

2. Συμπληρωματική κατάρτιση σε έναν από τους ακόλουθους τομείς:

–        περιφερειακή ανάπτυξη,

–        απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση,

–        αγροτική ανάπτυξη και γεωργία,

–        αλιεία.

3. Σχετική επαγγελματική πείρα στον τομέα της διαχείρισης, του ελέγχου και της επιθεώρησης καθώς και της αξιολόγησης των προγραμμάτων και των έργων που χρηματοδοτούν τα Διαρθρωτικά Ταμεία/το Ταμείο Συνοχής, καθώς και εκείνων που χρηματοδοτούν το ΕΓΤΑΑ και το ΕΤΑ.

4. Επαγγελματική πείρα όπως περιγράφεται ανωτέρω στο σημείο 3, πέραν των 3 απαιτούμενων ετών.

5. Επαγγελματική πείρα σε ένα από τους τομείς παρέμβασης που αφορούν τα σχετικά ταμεία, και συγκεκριμένα:

–        υποδομές μεταφοράς, περιβάλλοντος, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας,

–        χωροταξία των αστικών και αγροτικών περιοχών,

–        παραγωγικές επενδύσεις,

–        έρευνα, καινοτομία και μεταφορά τεχνολογίας,

–        παροχή πιστώσεων σε επιχειρήσεις και χρηματοοικονομική τεχνική,

–        απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση,

–        αγροτική ανάπτυξη και γεωργία,

–        αλιεία.

6. Πείρα σε διαπραγματεύσεις σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό.

7. Πείρα στην ακαδημαϊκή έρευνα ή τη διδασκαλία σε έναν από τους ακόλουθους τομείς:

–        περιφερειακή ανάπτυξη,

–        απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση,

–        αγροτική ανάπτυξη και γεωργία,

–        ανάπτυξη και μετατροπή του τομέα της αλιείας.

8. Δημοσιεύσεις σε έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τομείς:

–        περιφερειακή ανάπτυξη,

–        απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση,

–        αγροτική ανάπτυξη και γεωργία,

–        ανάπτυξη και μετατροπή του τομέα της αλιείας.

9. Μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών σχετικό με την επαγγελματική πείρα όπως περιγράφεται ανωτέρω στο σημείο 3.

10. Διδακτορικό τίτλο σπουδών σχετικό με την επαγγελματική πείρα όπως περιγράφεται ανωτέρω στο σημείο 3.»

8        Το ηλεκτρονικό έντυπο υποβολής υποψηφιότητας στον γενικό διαγωνισμό EPSO/AD/204/10, το οποίο έπρεπε να συμπληρώσουν υποχρεωτικά οι υποψήφιοι προκειμένου να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό, περιλάμβανε, στο σημείο με τίτλο «[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων», εννέα ερωτήσεις, καθεμία από τις οποίες υποδιαιρούνταν σε δύο μέρη και είχε ως εξής:

«Ερώτηση 2a:

Διαθέτετε συμπληρωματική κατάρτιση σε έναν από τους ακόλουθους τομείς: — περιφερειακή ανάπτυξη· — απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση· — αγροτική ανάπτυξη και γεωργία· —αλιεία;

Ερώτηση 2b:

Αν ναι, αναφέρατε την επωνυμία του ιδρύματος στο οποίο παρασχέθηκε η κατάρτιση, τον τομέα και τη διάρκειά της, τον τίτλο του ληφθέντος διπλώματος/πιστοποιητικού. Περιγράψτε επίσης λεπτομερώς το περιεχόμενο της κατάρτισης.

Ερώτηση 3a:

Διαθέτετε σχετική επαγγελματική πείρα στον τομέα της διαχείρισης, του ελέγχου και της επιθεώρησης καθώς και της αξιολόγησης των προγραμμάτων και των έργων που χρηματοδοτούν τα Διαρθρωτικά Ταμεία/το Ταμείο Συνοχής, καθώς και εκείνων που χρηματοδοτούν το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (ΕΤΑ); […]

Ερώτηση 3b:

Αν ναι, αναφέρατε το όνομα του εργοδότη και τη διάρκεια της πείρας. Περιγράψτε λεπτομερώς την πείρα, καθώς και τη φύση των καθηκόντων σας.

Ερώτηση 4a:

Διαθέτετε επαγγελματική πείρα όπως περιγράφεται στο σημείο 3 του παραρτήματος της προκήρυξης του διαγωνισμού, πέραν των 3 ετών που απαιτούνται από το ίδιο σημείο [δηλαδή στον τομέα της εφαρμογής των κανόνων και των διοικητικών διαδικασιών, του σχεδιασμού, της διαχείρισης και εκτέλεσης των προγραμμάτων ή/και των επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται με δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους ή δάνεια, η οποία έχει κτηθεί μετά την απόκτηση του διπλώματος που επιτρέπει τη συμμετοχή στον διαγωνισμό];

Ερώτηση 4b:

Αν ναι, αναφέρατε το όνομα του εργοδότη και τη διάρκεια της πείρας. Περιγράψτε λεπτομερώς την πείρα, καθώς και τη φύση των καθηκόντων σας.

Ερώτηση 5a:

Διαθέτετε επαγγελματική πείρα σε ένα από τους τομείς παρέμβασης που αφορούν τα σχετικά ταμεία, και συγκεκριμένα: — υποδομές μεταφοράς, περιβάλλοντος, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας, — χωροταξία των αστικών και αγροτικών περιοχών, — παραγωγικές επενδύσεις, — έρευνα, καινοτομία και μεταφορά τεχνολογίας, — παροχή πιστώσεων σε επιχειρήσεις και χρηματοοικονομική τεχνική, — απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση, — αγροτική ανάπτυξη και γεωργία, — αλιεία […];

Ερώτηση 5b:

Αν ναι, αναφέρατε το όνομα του εργοδότη και τη διάρκεια της πείρας. Περιγράψτε λεπτομερώς την πείρα, καθώς και τη φύση των καθηκόντων σας.

Ερώτηση 6a:

Διαθέτετε πείρα σε διαπραγματεύσεις σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό;

Ερώτηση 6b:

Αν ναι, διευκρινίστε ποιον εθνικό ή διεθνή οργανισμό εκπροσωπήσατε, τα μέρη που συμμετείχαν, το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων και τον ρόλο που διαδραματίσατε.

Ερώτηση 7a:

Διαθέτετε πείρα στην ακαδημαϊκή έρευνα ή τη διδασκαλία σε έναν από τους ακόλουθους τομείς: — περιφερειακή ανάπτυξη, απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση, αγροτική ανάπτυξη και γεωργία, — ανάπτυξη και μετατροπή του τομέα της αλιείας;

Ερώτηση 7b:

Αν ναι, αναφέρατε την επωνυμία του ιδρύματος, τη διάρκεια και το θέμα της διδασκαλίας ή των ερευνών σας.

Ερώτηση 8a:

Έχετε πραγματοποιήσει δημοσιεύσεις σε έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τομείς: — περιφερειακή ανάπτυξη, — απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση, — αγροτική ανάπτυξη και γεωργία, — ανάπτυξη και μετατροπή του τομέα της αλιείας;

Ερώτηση 8b:

Αν ναι, αναφέρατε τα fora, τις ημερομηνίες, τους τίτλους ή/και τις σχετικές πηγές δημοσίευσης.

Ερώτηση 9a:

Διαθέτετε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών σχετικό με την επαγγελματική πείρα όπως περιγράφεται στο σημείο 3 του παραρτήματος της προκήρυξης του διαγωνισμού;

Ερώτηση 9b:

Αν ναι, αναφέρατε τον ακριβή τίτλο του διπλώματός σας, την επωνυμία του ιδρύματος που σας το χορήγησε και την ημερομηνία χορήγησής του.

Ερώτηση 10a:

Διαθέτετε διδακτορικό τίτλο σπουδών σχετικό με την επαγγελματική πείρα όπως περιγράφεται στο σημείο 3 του παραρτήματος της προκήρυξης του διαγωνισμού;

Ερώτηση 10b:

Αν ναι, αναφέρατε τον ακριβή τίτλο του διπλώματός σας, την επωνυμία του ιδρύματος που σας το χορήγησε και την ημερομηνία χορήγησής του.»

 Διατάξεις που διέπουν την αρμοδιότητα της EPSO και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

9        Το άρθρο 2 της αποφάσεως 2002/620/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του [Ε]υρωπαίου [Δ]ιαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002, για την ίδρυση της EPSO (EE L 197, σ. 53), ορίζει τα εξής:

«1. Η [EPSO] ασκεί τις αρμοδιότητες επιλογής που διαθέτουν βάσει του άρθρου 30 πρώτο εδάφιο του ΚΥΚ και βάσει του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των οργάνων που υπογράφουν την παρούσα απόφαση. [...]»

10      Το άρθρο 4 της αποφάσεως 2002/620, το οποίο διέπει τις αιτήσεις, τα αιτήματα και τις προσφυγές, ορίζει τα εξής:

«Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91α του ΚΥΚ, οι αιτήσεις και τα αιτήματα σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων των ανατεθειμένων βάσει του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 της παρούσας απόφασης υποβάλλονται στην [EPSO]. Κάθε προσφυγή στους τομείς αυτούς στρέφεται κατά της Επιτροπής.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

11      Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν υποψηφιότητα στον γενικό διαγωνισμό EPSO/AD/204/10.

12      Στις 14 Δεκεμβρίου 2010, η EPSO διόρισε τα εξής μέλη της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/204/10 (στο εξής: εξεταστική επιτροπή):

–        πρόεδρος, L. Nigri·

–        τακτικά μέλη που ορίστηκαν από τη Διοίκηση, A. Serizier, D. Levieil και C. Combette·

–        τακτικά μέλη που ορίστηκαν από την επιτροπή προσωπικού, D. Rapacciuolo, J.-Ph. Raoult και C. Scano·

–        αναπληρωματικά μέλη που ορίστηκαν από τη Διοίκηση, M. Schelfhout και P. Nicolas·

–        αναπληρωματικά μέλη που ορίστηκαν από την επιτροπή προσωπικού, P. Stendera-Bzdela και L.Casanovas.

13      Στις 20 Ιανουαρίου 2011, μετά την παραίτηση του P. Nicolas, τη θέση του ως αναπληρωματικό μέλος που ορίστηκε από τη Διοίκηση κατέλαβε ο E. Bokias.

14      Κατά τις συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 7, 11, 14, 15, 16 και 24 Φεβρουαρίου 2011, καθώς και στις 2 και 3 Μαρτίου 2011, τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής στάθμισαν καθένα από τα κριτήρια που προβλέπονταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού και επαναλαμβάνονταν υπό μορφή ερωτήσεων στο σημείο «[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων» του εντύπου υποβολής υποψηφιότητας (στο εξής: προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις).

15      Στις 24 Φεβρουαρίου 2011, μετά την παραίτηση των C. Scano και L. Casanovas, τη θέση τους ως τακτικό και αναπληρωματικό μέλος που ορίστηκαν από την επιτροπή προσωπικού κατέλαβαν οι F. J. Alvarez Hidalgo και M. F. Negru, αντιστοίχως.

16      Στις 17 Μαρτίου 2011, μετά την παραίτηση των A. Serizier και M. Schelfhout, τη θέση τους ως τακτικό και αναπληρωματικό μέλος ορισθέν από τη Διοίκηση κατέλαβαν οι C. Sauvaget και E. Rodriguez, αντιστοίχως.

17      Σε απροσδιόριστη ημερομηνία μεταξύ της 3ης Μαρτίου και της 13ης Απριλίου 2011, η εξεταστική επιτροπή προέβη στην επιλογή βάσει τίτλων, την οποία προέβλεπε η ενότητα IV της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

18      Κατά το πρώτο στάδιο επιλογής, η εξεταστική επιτροπή βαθμολόγησε κάθε καταφατική απάντηση που δόθηκε στο πρώτο μέρος καθεμίας από τις εννέα ερωτήσεις του σημείου «[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων» του εντύπου υποβολής υποψηφιότητας με τον βαθμό που αντιστοιχούσε στη στάθμιση της αντίστοιχης ερωτήσεως, όπως είχε καθοριστεί κατά τις προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις. Μετά την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας, η εξεταστική επιτροπή καθόρισε τη βαθμολογική βάση που επέτρεπε την επιλογή αριθμού υποψηφίων όσο το δυνατόν πλησιέστερου στους 360, αριθμός που αντιστοιχούσε, όπως αναφερόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού, στο τριπλάσιο του αριθμού των υποψηφίων που καλούνται στο κέντρο αξιολόγησης. Βάσει της βαθμολογίας που έλαβαν οι υποψήφιοι, η εν λόγω βάση ορίστηκε σε 16 μονάδες, με αποτέλεσμα να γίνουν δεκτοί στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων μόνον 316 υποψήφιοι.

19      Κατά το δεύτερο στάδιο, αφού εξετάστηκε η καταλληλότητα των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας που επικαλέστηκαν οι υποψήφιοι απαντώντας στο δεύτερο μέρος των εννέα ερωτήσεων του σημείου «[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων», η εξεταστική επιτροπή πολλαπλασίασε τη βαθμολογία που έλαβε κατά το πρώτο στάδιο καθεμία από τις καταφατικές απαντήσεις των υποψηφίων επί συντελεστή από 0 έως 4. Στη συνέχεια, η εξεταστική επιτροπή κάλεσε στο κέντρο αξιολόγησης αριθμό υποψηφίων που αντιστοιχούσε, κατ’ ανώτατο όριο, στο τριπλάσιο του αριθμού των επιτυχόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

20      Με επιστολές της 13ης Απριλίου 2011, η EPSO ενημέρωσε τους D. Bonagurio, I. Cecchetto, A. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees και K. Skrobich, καθώς και τις I. Venckunaite και M. Załęska ότι, εφόσον έλαβαν συνολική βαθμολογία χαμηλότερη από τη βάση των 16 μονάδων, την οποία είχε καθορίσει η εξεταστική επιτροπή κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων, για καθένα από τα κριτήρια του παραρτήματος της προκηρύξεως του διαγωνισμού και κατόπιν σταθμίσεως, οι υποψηφιότητές τους απορρίφθηκαν, χωρίς να εξεταστούν στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της επιλογής βάσει τίτλων την οποία προέβλεπε η προκήρυξη του διαγωνισμού.

21      Με επιστολή της 13ης Απριλίου 2011, η I. Cruceru ενημερώθηκε ότι το όνομά της δεν είχε περιληφθεί στον πίνακα των υποψηφίων που κλήθηκαν να μετάσχουν στις εξετάσεις στο κέντρο αξιολόγησης, διότι, μετά την ολοκλήρωση των δύο σταδίων της επιλογής βάσει τίτλων, έλαβε βαθμολογία 27 μόνο μονάδων, ήτοι χαμηλότερη από τη βαθμολογία των 34 μονάδων που έλαβε ο τελευταίος υποψήφιος ο οποίος κλήθηκε στο κέντρο αξιολόγησης.

22      Στις 20 Απριλίου 2011 και αφού η EPSO διαπίστωσε ότι ο αριθμός των τακτικών μελών που είχαν οριστεί ήταν υψηλότερος από τον αναγκαίο, ο D. Rapacciuolo δέχθηκε να παραιτηθεί από την εξεταστική επιτροπή.

23      Στις 29 Απριλίου 2011, η EPSO διόρισε «μια επιπλέον σειρά μη τακτικών μελών της εξεταστικής επιτροπής» και συγκεκριμένα, ως τακτικά μέλη ορισθέντα από την επιτροπή προσωπικού, τους G. Groppi και Ν. Πιπιλιάγκα και, ως αναπληρωματικά μέλη ορισθέντα από την επιτροπή προσωπικού, τους M. Robert και J. Perez Escanilla. Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι νέοι αυτοί διορισμοί οφείλονταν στις παραιτήσεις των D. Rapacciuolo, F. J. Alvarez Hidalgo, M. F. Negru και P. Stendera-Bzdela.

24      Στις 25 Μαΐου 2011, κατόπιν της παραιτήσεως του J. Perez Escanilla, τη θέση του ως αναπληρωματικό μέλος ορισθέν από την επιτροπή προσωπικού κατέλαβε ο Ι. Σωτήρχος.

25      Στις 27 Μαΐου 2011 δημοσιεύθηκε ο κατάλογος των μελών της εξεταστικής επιτροπής.

26      Οι προσφεύγοντες, εκτός των A. Kalamees και M. Załęska, υπέβαλαν αιτήσεις επανεξετάσεως των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής περί απορρίψεως των αντίστοιχων υποψηφιοτήτων τους. Όλες οι αιτήσεις απορρίφθηκαν.

27      Όλοι οι προσφεύγοντες υπέβαλαν διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής να απορρίψει την υποψηφιότητά τους. Οι εν λόγω ενστάσεις απορρίφθηκαν από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) με αποφάσεις που εκδόθηκαν μεταξύ της 9ης και της 25ης Νοεμβρίου 2011.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Στην υπόθεση F‑23/12, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        πριν εξετάσει την ουσία της υποθέσεως, να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει όλες τις εκθέσεις των συνεδριάσεων των προϊσταμένων της EPSO που αφορούσαν τον διαγωνισμό EPSO/AD/204/10 και όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεων της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και της 27ης Μαΐου 2011·

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς τους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Στην υπόθεση F‑30/12, ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να διατάξει τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση F‑23/12, Glantenay κ.λπ. κατά Επιτροπής, λόγω συνάφειας·

–        πριν εξετάσει την ουσία της υποθέσεως, να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει όλες τις εκθέσεις των συνεδριάσεων των προϊσταμένων της EPSO και όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεων της εξεταστικής επιτροπής που αφορούσαν τον διαγωνισμό EPSO/AD/204/10 και πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και της 27ης Μαΐου 2011·

–        να ακυρώσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 22ας Μαΐου 2012, διατάχθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων F‑23/12 και F‑30/12 για τη διευκόλυνση της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας και για την έκδοση κοινής αποφάσεως.

31      Η Επιτροπή υπέβαλε ένα μόνον υπόμνημα αντικρούσεως και για τις δύο υποθέσεις, με το οποίο ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει τις προσφυγές ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτες και εν μέρει παντελώς στερούμενες νομικής βάσεως·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

32      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, δήλωσαν ότι επιθυμούσαν να υποβάλουν νέο αίτημα περί ακυρώσεως του συνόλου των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, ή μάλλον να επεκτείνουν τα αιτήματά τους, δεδομένου ότι το αίτημα αυτό αναφερόταν στις προσφυγές τους.

 Επί του αιτήματος λήψεως μέτρων πριν εξεταστεί η ουσία της υποθέσεως

33      Με τις προσφυγές τους, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, πριν εξετάσει την ουσία της υποθέσεως, να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει όλες τις εκθέσεις των συνεδριάσεων των προϊσταμένων της EPSO που αφορούσαν τον διαγωνισμό EPSO/AD/204/10 και όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεων της εξεταστικής επιτροπής που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και της 27ης Μαΐου 2011. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων τα οποία επισύναψαν οι διάδικοι στα γραπτά υπομνήματά τους και των οργανωτικών μέτρων τα οποία διατάχθηκαν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης φρονεί ότι διαθέτει επαρκή στοιχεία προκειμένου να κρίνει την προσφυγή και αποφασίζει ότι δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το εν λόγω αίτημα των προσφευγόντων.

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως του συνόλου των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού

34      Διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 35 του Κανονισμού Διαδικασίας, μόνον τα αιτήματα που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο μπορούν να ληφθούν υπόψη και, κατά συνέπεια, η υποβολή από διάδικο νέων αιτημάτων ή η επέκταση των υποβληθέντων ισοδυναμεί με τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1965, 83/63, Krawczynski κατά Επιτροπής). Μόνο σε περίπτωση νέου στοιχείου που είναι δυνατόν να έχει επίπτωση στο αντικείμενο της προσφυγής, όπως για παράδειγμα η έκδοση διαρκούσης της εκκρεμοδικίας πράξεως που καταργεί και αντικαθιστά την προσβαλλόμενη, μπορεί να επιτραπεί στον προσφεύγοντα να προσαρμόσει τα αιτήματά του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 8).

35      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες ανέφεραν επ’ ευκαιρία της εκθέσεως των λόγων προσφυγής τους ότι έκριναν απαραίτητο να αμφισβητηθεί το σύνολο των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού δεν σημαίνει, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζονται, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο υπέβαλαν αίτημα ακυρώσεως του συνόλου των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού με τις προσφυγές τους.

36      Κατά συνέπεια και λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να είναι επαρκώς σαφές και συγκεκριμένο ώστε να επιτρέπει στον καθού να προετοιμάσει την άμυνά του (διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑66/06, Κυριαζή κατά Επιτροπής, σκέψη 42), τα αιτήματα ακυρώσεως του συνόλου των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού πρέπει να γίνει δεκτό ότι προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συνεπώς, εφόσον η μη έγκαιρη προβολή, κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν δικαιολογείται λόγω της επελεύσεως νέου στοιχείου που είναι δυνατόν να έχει επίπτωση στο αντικείμενο της προσφυγής, τα εν λόγω αιτήματα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής περί απορρίψεως των υποψηφιοτήτων των προσφευγόντων

37      Προς θεμελίωση των αιτημάτων τους κατά των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής περί απορρίψεως των υποψηφιοτήτων τους (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), οι προσφεύγοντες προβάλλουν επισήμως τρεις λόγους, οι οποίοι κατ’ αυτούς αντλούνται από:

–        «παράβαση ουσιώδους τύπου συνδεόμενου με την πιθανή καθυστέρηση συγκροτήσεως της εξεταστικής επιτροπής […] και με τη σημαντική διακύμανση της συνθέσεώς της συν τω χρόνω»·

–        «ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, παράβαση των άρθρων 27 και 29, [παράγραφος 1], του ΚΥΚ, του άρθρου 5 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ και του σημείου IV.1.b), ab initio, της προκηρύξεως του διαγωνισμού [και] συνακόλουθη πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»·

–        «παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όλων των υποψηφίων κατά την επιλογή βάσει τίτλων».

38      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι προσφεύγοντες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις, το κοινό στοιχείο των οποίων είναι ότι αφορούν τους κανόνες που διέπουν τη σύνθεση και τη λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν αντλείται αποκλειστικώς από διαδικαστική πλημμέλεια, αλλά ευρύτερα από την παραβίαση των κανόνων που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής.

39      Όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, από τα γραπτά υπομνήματα που κατέθεσαν οι προσφεύγοντες προκύπτει ότι, εκτός της αιτιάσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, οι αιτιάσεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι αντλούνται από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Πράγματι, η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσουν οι προσφεύγοντες για τη θεμελίωση των δύο αυτών λόγων έγκειται, κατ’ ουσία, σε αμφισβήτηση της νομιμότητας της προκηρύξεως του διαγωνισμού καθόσον προβλέπει, κατά το πρώτο στάδιο της επιλογής βάσει τίτλων, την απόρριψη ορισμένων υποψηφίων βάσει απλώς και μόνο του αριθμού καταφατικών απαντήσεων στο πρώτο μέρος καθεμίας από τις εννέα ερωτήσεις του σημείου «[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων» στο έντυπο υποβολής υποψηφιότητας, χωρίς η εξεταστική επιτροπή να ελέγξει την ορθότητα των δηλώσεων και να εξακριβώσει την καταλληλότητα των επαγγελματικών προσόντων τους. Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι προσφεύγοντες επιβεβαίωσαν ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος συνιστούν στην πραγματικότητα ενιαίο λόγο, αντλούμενο από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

40      Τέλος, επισημαίνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες προέβαλαν νέο λόγο, αντλούμενο από παραβίαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού, καθόσον, αν και η εν λόγω προκήρυξη προέβλεπε, κατ’ αυτούς, ότι η εξεταστική επιτροπή έπρεπε να επιλέξει 360 υποψηφίους για συμμετοχή στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων, η εξεταστική επιτροπή επέλεξε μόνον 316. Κατόπιν τούτου και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της υπό κρίση υποθέσεως, ο λόγος αυτός θα εξεταστεί πριν από τον λόγο που αντλείται από την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

41      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι λόγοι τους οποίους προβάλλουν οι προσφεύγοντες προς θεμελίωση των ακυρωτικών τους αιτημάτων πρέπει να γίνει δεκτό ότι αντλούνται από:

–        παράβαση των κανόνων που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής·

–        πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως·

–        παράβαση των διατάξεων της προκηρύξεως του διαγωνισμού·

–        ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από παραβίαση των κανόνων που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής

42      Πρώτον, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι η εξεταστική επιτροπή δεν είχε συγκροτηθεί όταν άρχισε την επιλογή βάσει τίτλων, αλλά ούτε και όταν αποφασίστηκε η στάθμιση των κριτηρίων επιλογής.

43      Συναφώς επισημαίνεται ότι μολονότι η εξεταστική επιτροπή η οποία είναι επιφορτισμένη να αξιολογεί τους υποψηφίους στο πλαίσιο διαγωνισμού πρέπει οπωσδήποτε να συγκροτείται πριν αρχίσει την επιλογή των υποψηφίων, η εξεταστική επιτροπή πρέπει να θεωρείται ότι έχει συγκροτηθεί όταν το σύνολο των μελών της οριστεί για πρώτη φορά από την ΑΔΑ. Πράγματι, μολονότι η σύνθεση της επιτροπής είναι δυνατόν να μεταβληθεί λόγω της παραιτήσεως ορισμένων μελών της, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει αναδρομικώς την ημερομηνία κατά την οποία γίνεται δεκτό ότι συγκροτήθηκε η εν λόγω εξεταστική επιτροπή.

44      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ΑΔΑ όρισε για πρώτη φορά το σύνολο των μελών της εξεταστικής επιτροπής στις 14 Δεκεμβρίου 2010. Η στάθμιση των κριτηρίων επιλογής καθορίστηκε κατά τις προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις, ενώ η διαδικασία βάσει τίτλων πραγματοποιήθηκε μεταξύ της 3ης Μαρτίου και της 14ης Απριλίου 2011. Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση την οποία προβάλλουν οι προσφεύγοντες προς θεμελίωση του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

45      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η EPSO καθυστέρησε να δημοσιεύσει την οριστική σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής, η οποία παγιώθηκε μετά τη λήψη των προσβαλλομένων αποφάσεων.

46      Συναφώς επισημαίνεται ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η ΑΔΑ υποχρεούται να δημοσιεύει τη σύνθεση κάθε εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού πριν την έναρξη των εξετάσεων, η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής δεν συνιστά ουσιώδη τύπο η μη τήρηση του οποίου δύναται να επιφέρει ακυρότητα των αποφάσεων που λαμβάνει η εξεταστική επιτροπή, διότι δεν μπορεί να έχει επίπτωση στις εν λόγω αποφάσεις ή να στερήσει τους υποψηφίους από κάποια εγγύηση. Αφενός, το να είναι γνωστή η ταυτότητα των μελών εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού δεν επηρεάζει τις πιθανότητες επιτυχίας υποψηφίου, δεδομένου ότι η επιλογή των υποψηφίων πραγματοποιείται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και όχι σε συνάρτηση με την ταυτότητα των μελών της εν λόγω εξεταστικής επιτροπής. Αφετέρου, μολονότι σκοπός της δημοσιεύσεως του καταλόγου των μελών εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού είναι να επιτρέπει στους υποψηφίους να βεβαιώνονται ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο κάποιου μέλους της εξεταστικής επιτροπής ενώπιον της οποίας παρουσιάζονται, οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίζονται ότι υπήρξε εν προκειμένω ανάλογη σύγκρουση συμφερόντων. Εξάλλου, γενικότερα, η μη έγκαιρη δημοσίευση του καταλόγου των μελών εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού δεν ενέχει τον κίνδυνο να στερηθούν οι υποψήφιοι από κάποια εγγύηση, εφόσον έχουν πάντα τη δυνατότητα να προβάλουν ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων στο πλαίσιο μεταγενέστερης προσφυγής στρεφόμενης κατά της αποφάσεως της εν λόγω εξεταστικής επιτροπής να μην τους περιλάβει στον πίνακα επιτυχόντων.

47      Εν πάση περιπτώσει, για την απόρριψη της δεύτερης αιτιάσεως αρκεί να επισημανθεί ότι ούτε από τον ΚΥΚ ούτε από την προκήρυξη του διαγωνισμού προκύπτει ότι η EPSO είχε εν προκειμένω την υποχρέωση να δημοσιεύσει τη σύνθεση των μελών της εξεταστικής επιτροπής.

48      Τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, κατά την επιλογή βάσει τίτλων, η εξεταστική επιτροπή δεν ήταν συγκροτημένη από επαρκή αριθμό μελών ή, εν πάση περιπτώσει, δεν διέθετε σταθερότητα.

49      Συναφώς, μολονότι έχει κριθεί ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί στους υποψηφίους, κατά τη διεξαγωγή προφορικής δοκιμασίας, συνεκτικότητα και αντικειμενικότητα της βαθμολογίας, καθώς και λόγω του συγκριτικού χαρακτήρα κάθε διαγωνισμού, είναι απαραίτητη η παρουσία όλων των μελών της εξεταστικής επιτροπής, ή τουλάχιστον η διατήρηση μιας κάποιας σταθερότητας στη σύνθεσή της (βλ., ιδίως, αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, F‑5/08, Brune κατά Επιτροπής, σκέψη 41, και F‑41/08, Honnefelder κατά Επιτροπής, σκέψη 36), θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διατήρηση μιας τέτοιας σταθερότητας δεν κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί ο σεβασμός των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις γραπτές δοκιμασίες. Πράγματι, μέλος της εξεταστικής επιτροπής που δεν είναι παρόν όταν τα λοιπά μέλη της επιτροπής εξετάζουν το γραπτό υποψηφίου μπορεί, αν το κρίνει απαραίτητο, να εξετάσει το εν λόγω γραπτό εκ των υστέρων προκειμένου να το συγκρίνει με άλλα και, στη συνέχεια, να συμμετάσχει ενεργά στην αξιολόγησή του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2005, T‑267/03, Roccato κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

50      Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, τα ηλεκτρονικά έντυπα υποβολής υποψηφιότητας μπορούσαν, αν συνέτρεχε λόγος, να εξεταστούν εκ των υστέρων από μέλος της επιτροπής που τυχόν απουσίαζε όταν τα εξέτασαν οι συνάδελφοί του, διαπιστώνεται ότι δεν ήταν απαραίτητη η διατήρηση μιας κάποιας σταθερότητας όσον αφορά τη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής, όπως απαιτείται για τις προφορικές δοκιμασίες. Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση την οποία προβάλλουν οι προσφεύγοντες προς θεμελίωση του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

51      Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

52      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς και πραγματικούς λόγους και επιχειρήματα. Πράγματι, προς διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή μια αιτίαση, πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο προσφεύγων να προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου, ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να κρίνει την προσφυγή, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλες πληροφορίες (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 10ης Νοεμβρίου 2011, F‑18/09, Merhzaoui κατά Συμβουλίου, σκέψη 43). Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες, μολονότι προβάλλουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, εντούτοις δεν διευκρινίζουν κατά ποία έννοια το όργανο που έλαβε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, δηλαδή η εξεταστική επιτροπή, υπέπεσε σε ανάλογη εσωτερική έλλειψη νομιμότητας. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, λόγω ανεπαρκών διευκρινίσεων.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού

53      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες προέβαλαν ένα νέο λόγο αντλούμενο από το ότι η εξεταστική επιτροπή παραβίασε, κατ’ αυτούς, την προκήρυξη του διαγωνισμού, δεχθείσα στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής μόνον 316 υποψηφίους, ενώ, σύμφωνα με την εν λόγω προκήρυξη, ο αριθμός αυτός θα έπρεπε να ανέρχεται σε 360.

54      Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι κατά το άρθρο 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης απαγορεύεται, μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων, η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (προπαρατεθείσα απόφαση Merhzaoui κατά Συμβουλίου, σκέψη 36). Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες θεμελιώνουν τον λόγο προσφυγής τους σε στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία, και συγκεκριμένα στο ότι μόνον 316 υποψήφιοι έγιναν δεκτοί στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων, ο λόγος αυτός πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτός.

55      Όσον αφορά τη βασιμότητα του λόγου προσφυγής, θα πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού, μολονότι προβλέπει ότι ο αριθμός των φακέλων που εξετάζονται κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων αντιστοιχεί στο τριπλάσιο του αριθμού των υποψηφίων που καλούνται στο κέντρο αξιολόγησης, διευκρινίζει ότι ο αριθμός αυτός δεν είναι υποχρεωτικός, αλλά αντιστοιχεί «περίπου» στο προαναφερθέν ποσοστό. Αφετέρου, όπως προκύπτει ρητώς από την εν λόγω προκήρυξη, ο αριθμός των υποψηφίων που καλούνται στο κέντρο αξιολόγησης «αντιστοιχεί, κατ’ ανώτατο όριο, στο τριπλάσιο του αριθμού των επιτυχόντων» που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Κατά συνέπεια, εφόσον ο αριθμός των φακέλων που εξετάζονται κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων εξαρτάται από τον αριθμό των υποψηφίων που μπορούν να κληθούν στο κέντρο αξιολόγησης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σκοπός της προκηρύξεως του διαγωνισμού ήταν, εμμέσως πλην σαφώς, να ορίσει έναν αριθμό φακέλων που εξετάζονται κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής, ο οποίος να μην είναι υποχρεωτικός.

56      Υπέρ της διαπιστώσεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι η διαδικασία επιλογής βάσει τίτλων έχει σχεδιαστεί κατά τρόπον ώστε ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων να εξαρτάται από μια βαθμολογική βάση που δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς πριν γίνουν γνωστοί όλοι οι υποψήφιοι, εφόσον συναρτάται προς τον αριθμό τους και τη βαθμολογία που θα λάβουν ανάλογα με τις απαντήσεις που δίδουν στο πρώτο μέρος κάθε ερωτήσεως του σημείου «[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων» του ηλεκτρονικού εντύπου υποβολής υποψηφιότητας.

57      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της προκηρύξεως του διαγωνισμού

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν ότι οι διατάξεις της προκηρύξεως του διαγωνισμού που αφορούσαν το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων ήταν παράνομες, διότι είχαν ως αποτέλεσμα την απόρριψη υποψηφίων αποκλειστικώς και μόνο βάσει του αριθμού καταφατικών απαντήσεων στο σημείο «[Α]ξιολογητής [τ]αλέντων» του ηλεκτρονικού εντύπου υποβολής υποψηφιότητας. Όμως η απόρριψη υποψηφίων χωρίς ειδική εξέταση των τίτλων και των προσόντων τους από την εξεταστική επιτροπή είναι αντίθετη, πρώτον, προς το άρθρο 27 του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο σκοπός των διαγωνισμών είναι η πρόσληψη προσώπων που κατέχουν τα υψηλότερα προσόντα και τις περισσότερες ικανότητες αποδόσεως, καθώς και προς το άρθρο 5 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, σύμφωνα με το οποίο η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού πρέπει να εξετάζει ειδικά τους τίτλους των υποψηφίων, δεύτερον, προς τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, όπως απορρέει από το παράρτημα ΙΙΙ του ΚΥΚ, και, τρίτον, προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι οι επίδικες διατάξεις της προκηρύξεως του διαγωνισμού είχαν ως αποτέλεσμα υποψήφιοι που διέθεταν τα ίδια διπλώματα και την ίδια πείρα με άλλους υποψηφίους που έγιναν δεκτοί στο δεύτερο στάδιο να απορριφθούν μετά το πρώτο στάδιο αποκλειστικά και μόνον διότι οι ίδιοι θεώρησαν, λόγω ανεπαρκούς κατανοήσεως της προκηρύξεως, ότι δεν πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

59      Εξάλλου, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια επιλογής τα οποία αφορούσαν οι εν λόγω ερωτήσεις ήταν ασαφή. Πράγματι, το ηλεκτρονικό έντυπο υποβολής υποψηφιότητας χρησιμοποιεί, στην αγγλική απόδοση, τον όρο «master», ενώ στη γαλλική τον όρο «maîtrise». Επίσης, στο εν λόγω έντυπο χρησιμοποιούνται οι όροι «διδασκαλία» και «δημοσιεύσεις» οι οποίοι είναι ασαφείς.

60      Αντικρούοντας το επιχείρημα αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος στο σύνολό του, λόγω του ότι οι προσφεύγοντες, εφόσον δεν προσέβαλαν εμπροθέσμως, με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, την προκήρυξη του διαγωνισμού, δεν μπορούν πλέον να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά της κατ’ ένσταση. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η αιτίαση που αφορά παραβίαση του καταμερισμού αρμοδιοτήτων μεταξύ της εξεταστικής επιτροπής και της ΑΔΑ είναι απαράδεκτη λόγω του ότι δεν προβλήθηκε από τους προσφεύγοντες στο στάδιο της διοικητικής ενστάσεως. Πράγματι, με τις ενστάσεις τους, οι προσφεύγοντες προέβαλαν μόνον αιτιάσεις σχετικές με την εσωτερική νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων και καμία αιτίαση σχετική με την εξωτερική νομιμότητά τους, στην οποία υπάγεται η επίδικη αιτίαση, εφόσον άπτεται της αρμοδιότητας της εξεταστικής επιτροπής.

61      Επί της ουσίας, η Επιτροπή υπενθυμίζει, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η μέθοδος επιλογής που ακολουθήθηκε είναι αντίθετη προς το άρθρο 27 του ΚΥΚ, ότι διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε σχέση με τον τρόπο οργανώσεως διαγωνισμού. Φρονεί ότι ο αποκλεισμός ορισμένων υποψηφίων βάσει του αριθμού καταφατικών απαντήσεων που δόθηκαν σε ερωτήσεις σχετικές με τα διπλώματα και την επαγγελματική πείρα τους συνιστά κατάλληλη μέθοδο επιλογής, εφόσον επιτρέπει τη στοχευμένη επιλογή των υποψηφίων σε έναν πολύ εξειδικευμένο κλάδο. Εξάλλου, η προσφυγή σε αυτή τη μέθοδο ήταν απαραίτητη εν προκειμένω, διότι, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού υποψηφίων που είχαν εγγραφεί στον διαγωνισμό, δεν μπορούσε να απαιτηθεί από την εξεταστική επιτροπή να εξετάσει από την αρχή της διαδικασίας επιλογής το σύνολο των φακέλων υποψηφιότητας. Ασφαλώς, ουσιαστικά, αυτή η διαδικασία επιλογής ενέχει τον κίνδυνο να αποκλειστούν κάποιοι από τους καλύτερους υποψηφίους, αν δεν απαντήσουν καταφατικά σε ορισμένες ερωτήσεις για τις οποίες, εντούτοις, πληρούν τα κριτήρια που έχουν τεθεί. Εντούτοις, σύμφωνα με την Επιτροπή, οι υποψήφιοι ήταν καλύτερα σε θέση να εκτιμήσουν αν έπρεπε να απαντήσουν καταφατικά σε ορισμένες ερωτήσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι, εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να ερμηνεύσουν με ευελιξία τις ερωτήσεις, καθώς και τα διπλώματα και την επαγγελματική τους πείρα. Όσον αφορά το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή ελέγχει την ακρίβεια των δηλώσεων των υποψηφίων μόνον κατά το δεύτερο στάδιο της επιλογής βάσει τίτλων, η Επιτροπή φρονεί ότι το γεγονός αυτό δεν θίγει τη νομιμότητα της μεθόδου επιλογής, διότι χάρις ακριβώς σε αυτόν τον έλεγχο, πρόσωπο που κακώς απάντησε καταφατικά σε ορισμένες ερωτήσεις δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα κληθεί στο κέντρο επιλογής. Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με την άσκηση της αρμοδιότητας της εξεταστικής επιτροπής, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ελήφθησαν από την εξεταστική επιτροπή, η οποία άσκησε την αρμοδιότητά της αποφασίζοντας τη στάθμιση των ερωτήσεων και βαθμολογώντας τις απαντήσεις που έδωσαν οι υποψήφιοι.

62      Όσον αφορά τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων σχετικά με ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη εφόσον οι προσφεύγοντες δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις προκειμένου να γίνουν δεκτοί στο δεύτερο στάδιο, αντιθέτως προς τους υποψηφίους που έγιναν δεκτοί.

63      Σχετικά με την έλλειψη σαφήνειας ορισμένων κριτηρίων, η Επιτροπή αρνείται ότι τα κριτήρια αυτά ήταν ασαφή. Πράγματι, μολονότι στη γαλλική εκδοχή του ηλεκτρονικού εντύπου υποβολής υποψηφιότητας χρησιμοποιείται ο όρος «maîtrise», δεν υφίσταται καμία ασάφεια, βάσει της προκηρύξεως του διαγωνισμού, σχετικά με το ότι ο όρος αυτός αναφέρεται σε δίπλωμα εξειδικεύσεως μετά την ολοκλήρωση μεταπτυχιακών σπουδών. Το ίδιο ισχύει για τον όρο «διδασκαλία». Πράγματι, οι προσφεύγοντες μπορούσαν να συναγάγουν από το γεγονός ότι το ηλεκτρονικό έντυπο υποβολής υποψηφιότητας δεν διευκρίνιζε ότι η διδασκαλία αυτή έπρεπε να είναι ακαδημαϊκή, ενώ το διευκρίνιζε όσον αφορά την απαιτούμενη ερευνητική πείρα, ότι η απαιτούμενη διδασκαλία δεν περιοριζόταν αναγκαστικά στον πανεπιστημιακό τομέα. Όσον αφορά το κριτήριο που αφορούσε τις δημοσιεύσεις, οι προσφεύγοντες δεν εξήγησαν πού έγκειται η σύγχυση.

64      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν η προκήρυξη του διαγωνισμού είναι παράνομη, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν πρέπει να ακυρωθούν, διότι η παρατυπία την οποία αφορά η σχετική ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν συνεπάγεται την ακύρωση αποφάσεως, παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικό περιεχόμενο. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι, αν η εξεταστική επιτροπή είχε εξετάσει ειδικά τον φάκελό τους, θα είχαν γίνει δεκτοί στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

65      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η Επιτροπή όσον αφορά το σύνολο του λόγου ακυρώσεως ισχυριζόμενη ότι οι προσφεύγοντες δεν προσέβαλαν εμπροθέσμως την προκήρυξη του διαγωνισμού, αρκεί για την απόρριψή της να υπενθυμιστεί ότι ο προσφεύγων μπορεί, όταν ασκεί προσφυγή κατά της αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού, να προβάλει κάθε πλημμέλεια που έλαβε χώρα κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων πλημμελειών που ανάγονται στο γράμμα της προκηρύξεως του διαγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Αυγούστου 1995, C‑448/93 P, Επιτροπή κατά Noonan, σκέψη 17). Πράγματι, πριν η εξεταστική επιτροπή απορρίψει τις υποψηφιότητες των προσφευγόντων, το έννομο συμφέρον των τελευταίων να προσβάλουν την προκήρυξη του διαγωνισμού παρέμενε αβέβαιο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τους προσαφθεί ότι δεν προσέβαλαν την εν λόγω προκήρυξη εντός της προθεσμίας που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

66      Στη συνέχεια, όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου της αιτιάσεως που αντλείται από το ότι, κατά το πρώτο στάδιο της επιλογής βάσει τίτλων, παραβιάστηκαν οι κανόνες καταμερισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ της εξεταστικής επιτροπής και της ΑΔΑ, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, βάσει του κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου, η προσφυγή δεν μπορεί να τροποποιεί το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, η δε έννοια του «αντικειμένου» πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς. Στην περίπτωση ακυρωτικών αιτημάτων, πρέπει να νοείται ως «αντικείμενο της διαφοράς» η αμφισβήτηση από τον προσφεύγοντα της εσωτερικής νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως ή, εναλλακτικώς, η αμφισβήτηση της εξωτερικής νομιμότητάς της (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 1ης Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 119).

67      Συναφώς, η Επιτροπή φρονεί ότι η προαναφερθείσα αιτίαση είναι απαράδεκτη διότι θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι αφορά ζήτημα αναρμοδιότητας του οργάνου από το οποίο προέρχεται η πράξη και, κατά συνέπεια, άπτεται ζητήματος ελλείψεως εξωτερικής νομιμότητας, ενώ οι πλημμέλειες τις οποίες προέβαλαν οι προσφεύγοντες με τις διοικητικές ενστάσεις τους αφορούσαν αποκλειστικά ζητήματα ελλείψεως εσωτερικής νομιμότητας.

68      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παραδοχή στην οποία θεμελιώνει τη συλλογιστική της η Επιτροπή είναι εσφαλμένη. Πράγματι, οι προσφεύγοντες ουδόλως αμφισβητούν την αρμοδιότητα της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού να λάβει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, αλλά υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η ΑΔΑ δεν μπορούσε να προβλέψει μέθοδο επιλογής βασιζόμενη αποκλειστικά στον αριθμό καταφατικών απαντήσεων των υποψηφίων σε ερωτήσεις σχετικές με τους τίτλους και την επαγγελματική πείρα τους χωρίς να προβλέψει ειδική εξέταση από την εξεταστική επιτροπή της καταλληλότητας των εν λόγω τίτλων και επαγγελματικής πείρας. Υπ’ αυτή την έννοια, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση την οποία προβάλλουν οι προσφεύγοντες άπτεται της εσωτερικής, και όχι της εξωτερικής, νομιμότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων. Κατόπιν τούτου, η ένσταση αναρμοδιότητας την οποία προβάλλει η Επιτροπή μπορεί να απορριφθεί, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι, με τις διοικητικές ενστάσεις τους, οι προσφεύγοντες προέβαλαν μία τουλάχιστον περίπτωση ελλείψεως εσωτερικής νομιμότητας, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν καθεμία από τις εν λόγω διοικητικές ενστάσεις περιέχει αιτίαση σχετική με την εξωτερική νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων.

69      Όσον αφορά το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της διοργανώσεως διαγωνισμού είναι η πλήρωση κενών θέσεων των οργάνων και, κατά συνέπεια, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, και από το άρθρο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, η ΑΔΑ είναι αρμόδια να συντάξει την προκήρυξη του διαγωνισμού και, στο πλαίσιο αυτό, να αποφασίσει την καταλληλότερη μέθοδο επιλογής των υποψηφίων, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις που συνδέονται με τις προς πλήρωση θέσεις και, γενικότερα, με το συμφέρον της υπηρεσίας (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑420/04, Βlackler κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 45).

70      Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως από την ΑΔΑ, ανεξαρτήτως του αριθμού των προσώπων που είναι δυνατόν να υποβάλουν υποψηφιότητα στον οικείο διαγωνισμό, αναγκαστικά οριοθετείται από τον σεβασμό των ισχυουσών διατάξεων και των γενικών αρχών του δικαίου. Κατά συνέπεια, η μέθοδος την οποία επιλέγει η ΑΔΑ πρέπει, πρώτον, να επιτρέπει την πρόσληψη των προσώπων με τα υψηλότερα προσόντα και τις περισσότερες ικανότητες αποδόσεως, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ΚΥΚ, δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 5 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, να αναθέτει σε ανεξάρτητη εξεταστική επιτροπή το καθήκον να εκτιμήσει κατά περίπτωση αν τα υποβαλλόμενα διπλώματα ή η επαγγελματική πείρα κάθε υποψηφίου αντιστοιχούν στο επίπεδο που απαιτεί ο ΚΥΚ και η προκήρυξη του διαγωνισμού (προπαρατεθείσα απόφαση Blackler κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 23) και, τρίτον, να καταλήγει σε συνεκτική και αντικειμενική επιλογή των υποψηφίων.

71      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη μέθοδο επιλογής βάσει τίτλων την οποία χρησιμοποίησε η ΑΔΑ στην προκήρυξη του διαγωνισμού κατά το πρώτο στάδιο, οι υποψήφιοι ερωτήθηκαν, βάσει ερωτηματολογίου, αν έκριναν ότι πληρούν ένα σύνολο προϋποθέσεων σχετικών με την κατάρτιση και την επαγγελματική πείρα τους και στη συνέχεια καθορίστηκε, σε συνάρτηση με τις απαντήσεις του συνόλου των υποψηφίων, η βαθμολογική βάση με γνώμονα την οποία οι υποψήφιοι που δεν συγκεντρώνουν, μετά τη στάθμιση, επαρκή αριθμό καταφατικών απαντήσεων με ορισμένη βαθμολογία απορρίπτονται. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι μια τέτοια μέθοδος είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του ΚΥΚ και προς τις γενικές αρχές που διέπουν τους διαγωνισμούς.

72      Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 5, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, σε περίπτωση επιλογής βάσει τίτλων, απόκειται στην εξεταστική επιτροπή να εξετάσει αν τα διπλώματα και η πείρα των υποψηφίων πληρούν τους όρους που καθορίζονται από την προκήρυξη διαγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2011, T‑361/10 P, Επιτροπή κατά Παχτίτη, σκέψη 43, και T‑6/11 P, Επιτροπή κατά Vicente Carbajosa κ.λπ., σκέψη 58). Σύμφωνα πάντως με τη μέθοδο επιλογής που διέπει το πρώτο στάδιο, η εξεταστική επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίσει τη στάθμιση κάθε ερωτήσεως, στη συνέχεια να υπολογίσει τη βαθμολογία κάθε υποψηφίου και, τέλος, να προσδιορίσει, σε συνάρτηση με τον αριθμό των προσώπων που συμμετέχουν στο πρώτο αυτό στάδιο καθώς και με τη βαθμολογία που έλαβαν, τη βαθμολογική βάση που απαιτείται για τη συμμετοχή στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων.

73      Αντιθέτως, η εν λόγω μέθοδος επιλογής δεν προβλέπει κανέναν έλεγχο εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά την καταλληλότητα των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων. Μια τέτοια μέθοδος σημαίνει αναγκαστικά ότι οι υποψήφιοι δεν επιλέγονται ανάλογα με την καταλληλότητα των διπλωμάτων ή της επαγγελματικής πείρας τους, αλλά ανάλογα με την άποψη που έχουν οι ίδιοι γι’ αυτά, πράγμα που δεν συνιστά αρκούντως αντικειμενικό δεδομένο ώστε να εξασφαλίζεται η επιλογή των καλύτερων υποψηφίων ή η συνεκτικότητα της πραγματοποιούμενης επιλογής.

74      Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει της μεθόδου επιλογής που χρησιμοποίησε εν προκειμένω η EPSO, η βαθμολογία που έπρεπε να συγκεντρώσει ένας υποψήφιος προκειμένου να εξεταστεί ο φάκελός του κατά το δεύτερο στάδιο εξηρτάτο από τη βαθμολογία των λοιπών υποψηφίων. Κατά συνέπεια, ένας υποψήφιος μπορούσε να απορριφθεί αποκλειστικά και μόνο διότι άλλοι υποψήφιοι απάντησαν καταφατικά σε ορισμένες ερωτήσεις, λόγω του ότι ερμήνευσαν κατά τρόπο υπερβολικά ευνοϊκό για τους ίδιους τα κριτήρια που είχαν τεθεί, λόγω κακής κατανοήσεως των ερωτήσεων ή λόγω κακής εκτιμήσεως της αξίας των διπλωμάτων ή της επαγγελματικής πείρας τους, δεδομένου ότι κάθε ερώτηση που είχε τεθεί απαιτούσε εντελώς υποκειμενική εκτίμηση εκ μέρους του υποψηφίου της καταλληλότητας των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας του (βλ. ιδίως, όσον αφορά τις λεπτομερείς εκτιμήσεις που είναι συχνά απαραίτητες προκειμένου να εκτιμηθεί η καταλληλότητα διπλώματος ή επαγγελματικής πείρας, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 24ης Απριλίου 2013, F‑73/11, CB κατά Επιτροπής, σκέψεις 50 έως 52). Συναφώς, θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι η εν λόγω μέθοδος επιλογής δεν εξασφαλίζει επαρκώς την αντικειμενικότητα και τη συνεκτικότητα της βαθμολογίας.

75      Συναφώς θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η μέθοδος επιλογής την οποία χρησιμοποίησε εν προκειμένω η EPSO διακρίνεται από τις μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί επ’ ευκαιρία άλλων διαγωνισμών με τους οποίους έχει ασχοληθεί ο δικαστής της Ένωσης και οι οποίοι δεν ακυρώθηκαν. Πράγματι, μολονότι σε ορισμένους διαγωνισμούς απορρίπτονται υποψήφιοι πριν τις πρώτες εξετάσεις για λόγους απτόμενους της καταλληλότητας των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας που επικαλέστηκαν, εντούτοις, στους διαγωνισμούς αυτούς, οι αποφάσεις περί αποκλεισμού ορισμένων υποψηφίων λαμβάνονται από την εξεταστική επιτροπή αφού εξετάσει την καταλληλότητα των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας που επικαλούνται οι υποψήφιοι. Ασφαλώς, σε τέτοιους διαγωνισμούς, στους οποίους η ακρίβεια των δηλώσεων των υποψηφίων επαληθεύεται μόνο μετά το πέρας του διαγωνισμού, ορισμένοι υποψήφιοι είναι δυνατόν να γίνουν δεκτοί στις πρώτες εξετάσεις βάσει εσφαλμένων δηλώσεων, αλλά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στους διαγωνισμούς αυτούς, ο αριθμός υποψηφίων που μπορούν να γίνουν δεκτοί στις πρώτες εξετάσεις δεν είναι περιορισμένος, με αποτέλεσμα τυχόν λάθος ή απάτη των υποψηφίων αυτών να έχει ελάχιστη μόνον επίδραση στους λοιπούς υποψηφίους, αντιθέτως προς την περίπτωση του επίδικου διαγωνισμού.

76      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις της προκηρύξεως του διαγωνισμού που αφορούν το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων, προβλέποντας τον αποκλεισμό ορισμένων υποψηφίων για τον λόγο ότι τα διπλώματα και η επαγγελματική πείρα τους δεν είναι αρκούντως κατάλληλα, χωρίς η καταλληλότητα αυτή να έχει εξεταστεί ειδικά από την εξεταστική επιτροπή, περιορίζουν κατά τρόπο καταχρηστικό τα προνόμια της εν λόγω εξεταστικής επιτροπής και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθούν παράνομες.

77      Δεδομένου ότι οι αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής να αποκλείσει τις υποψηφιότητες των D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska από τη διαδικασία του διαγωνισμού λήφθηκαν βάσει των διατάξεων της προκηρύξεως του διαγωνισμού που αφορούν το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων, δέον να ακυρωθούν. Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, η διαπισθωθείσα κατόπιν ενστάσεως έλλειψη νομιμότητας πράξεως βάσει της οποίας εκδόθηκε απόφαση συνεπάγεται την έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

78      Είναι αληθές ότι τα αιτήματα ακυρώσεως πρέπει να απορρίπτονται εφόσον είναι πρόδηλο ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως αποφάσεως, θα πρέπει αναγκαστικώς να εκδοθεί νέα απόφαση ταυτόσημη με την προηγούμενη (αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 4ης Φεβρουαρίου 2010, F‑15/08, Wiame κατά Επιτροπής, σκέψη 27, και, κατ’ αναλογία, της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑114/10, Bowles κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 64), αλλά εν προκειμένω δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμο ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, θα πρέπει αναγκαστικώς να εκδοθούν νέες αποφάσεις ταυτόσημες με τις προηγούμενες. Πράγματι, εφόσον, ως γνωστόν, η βαθμολογική βάση ορίστηκε λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων των λοιπών υποψηφίων, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, αν η εξεταστική επιτροπή είχε εξετάσει, όπως θα έπρεπε, την καταλληλότητα των διπλωμάτων και της επαγγελματικής πείρας του συνόλου των υποψηφίων, οι D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska θα είχαν λάβει βαθμολογία υψηλότερη της ορισθείσας βάσεως.

79      Όσον αφορά την I. Cruceru, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν ισχυρίζεται ότι η έλλειψη νομιμότητας του πρώτου σταδίου της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων ή η έλλειψη σαφήνειας ορισμένων κριτηρίων επιλογής είχε επιπτώσεις στις πιθανότητες επιτυχίας της κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επιλογής βάσει τίτλων. Εξάλλου, όταν ερωτήθηκε σχετικά, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η I. Cruceru δήλωσε ότι ο μόνος λόγος ακυρώσεως που την αφορούσε ήταν ο πρώτος, δηλαδή η παραβίαση των κανόνων που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής. Δεδομένου ότι ο λόγος αυτός απορρίφθηκε, θα πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή όσον αφορά την I. Cruceru.

80      Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν ορισμένοι υποψήφιοι κακώς απάντησαν καταφατικά σε ερωτήσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το γεγονός αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να επηρεάσει τις πιθανότητες επιτυχίας της I. Cruceru, εφόσον, κατά το δεύτερο στάδιο, η εξεταστική επιτροπή επαλήθευσε την καταλληλότητα των απαντήσεων των υποψηφίων και, κατά συνέπεια, μπορούσε να εξουδετερώσει ενδεχόμενα σχετικά σφάλματα των υποψηφίων. Αντιστρόφως, αν λόγω αυτής της φερόμενης ελλείψεως σαφήνειας, κάποιοι υποψήφιοι απάντησαν αρνητικά σε ορισμένες ερωτήσεις, ενώ πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, το γεγονός αυτό απλώς μείωσε τη βαθμολογία των λοιπών υποψηφίων και, κατά συνέπεια, και τη βαθμολογική βάση που έπρεπε να συγκεντρώσουν οι υποψήφιοι προκειμένου να κληθούν στο κέντρο αξιολόγησης. Δεδομένου ότι η I. Cruceru δεν υποστηρίζει με την προσφυγή της ούτε και με τη διοικητική ένστασή της ότι η εν λόγω έλλειψη σαφήνειας επηρέασε τις απαντήσεις που έδωσε, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι η προβαλλόμενη έλλειψη σαφήνειας δεν μπορούσε να την φέρει σε μειονεκτική θέση.

81      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να γίνουν δεκτές οι προσφυγές των D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska και να απορριφθεί η προσφυγή της I. Cruceru.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δύναται να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

83      Από το προεκτεθέν σκεπτικό προκύπτει ότι τα αιτήματα των προσφευγόντων έγιναν δεκτά μόνο καθόσον αφορά τους D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska, ενώ απορρίφθηκαν καθόσον αφορά την Ι. Cruceru. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων της και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska, ενώ η I. Cruceru πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και να καταδικαστεί στο ένα δέκατο των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τις αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/204/10 περί αποκλεισμού των υποψηφιοτήτων των D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska από τη διαδικασία διαγωνισμού, χωρίς να εξεταστούν στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου της επιλογής βάσει τίτλων την οποία προέβλεπε η προκήρυξη του διαγωνισμού.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις προσφυγές στις υποθέσεις F‑23/12 και F‑30/12.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι D. Bonagurio, Ι. Cecchetto, Α. Gecse, J. Glantenay, B. Gorgol, A. Kalamees, K. Skrobich, I. Venckunaite και M. Załęska.

4)      Η I. Cruceru φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στο ένα δέκατο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Rofes i Pujol

Boruta

Bradley

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 2013.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      M. I. Rofes i Pujol

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Davide Bonagurio, συμβασιούχος υπάλληλος, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο),

Irina Cruceru, αποσπασμένη εθνική εμπειρογνώμων, κάτοικος Βρυξελλών,

Attila Gecse, υπάλληλος, κάτοικος Βρυξελλών,

Błażej Gorgol, υπάλληλος, κάτοικος Βρυξελλών,

Alar Kalamees, έκτακτος υπάλληλος, κάτοικος Ταλίν (Εσθονία),

Krzysztof Skrobich, έκτακτος υπάλληλος, κάτοικος Βρυξελλών,

Indre Venckunaite, συμβασιούχος υπάλληλος, κάτοικος Βρυξελλών,

Magdalena Załęska, αποσπασμένη εθνική εμπειρογνώμων, κάτοικος Βρυξελλών.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.