Language of document : ECLI:EU:F:2012:114

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2012

Υπόθεση F‑54/11

BG

κατά

Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή

«Υπαλληλική υπόθεση — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχική κύρωση — Κύρωση παύσεως — Ύπαρξη προκαταρκτικής εξετάσεως ενώπιον των εθνικών ποινικών δικαστηρίων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί παύσεως — Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών — Απαγόρευση απολύσεως εγκύου υπαλλήλου κατά το διάστημα από την έναρξη της εγκυμοσύνης έως το πέρας της άδειας μητρότητας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η BG ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή να της επιβληθεί η κύρωση της παύσεως χωρίς απώλεια των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων και, αφετέρου, να αποκατασταθεί η ζημία που θεωρεί ότι υπέστη εξαιτίας της συγκεκριμένης αποφάσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Διαμεσολαβητής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Συμφωνία μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής — Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή της Ένωσης — Εμβέλεια του κανόνα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Ταυτόχρονη κίνηση πειθαρχικών και ποινικών διαδικασιών για τις ίδιες πράξεις — Σκοπός της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας — Υποχρέωση συμμορφώσεως με τις διαπιστώσεις του ποινικού δικαστηρίου επί των πραγματικών περιστατικών — Επιβολή πειθαρχικής κυρώσεως πριν την περάτωση της ποινικής διαδικασίας βάσει των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ο υπάλληλος — Επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 25)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση περί θέσεως υπαλλήλου σε αργία — Έλλειψη νομιμότητας — Συνέπειες για την πειθαρχική κύρωση — Δεν υφίστανται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχικό συμβούλιο — Σύνθεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 5 § 1)

5.      Υπάλληλοι — Βλαπτική απόφαση — Πειθαρχική κύρωση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 25)

6.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Κύρωση — Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 10)

7.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας επί πειθαρχικής κυρώσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

8.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Κύρωση — Ελαφρυντική περίσταση — Μη υποτροπή στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 10, στοιχείο η΄)

9.      Υπάλληλοι — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας — Έγκυοι, λεχώνες ή γαλουχούσες υπάλληλοι — Απαγόρευση απολύσεως — Εξαίρεση — Οριστική παύση κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 47· οδηγία 92/85 του Συμβουλίου, άρθρο 10)

1.      Η συμφωνία μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως, το οποίο ο δικαστής πρέπει να ερευνά αυτεπαγγέλτως. Εντούτοις, ο συγκεκριμένος λόγος απαραδέκτου μπορεί να γίνει δεκτός μόνο σε περίπτωση που η ένδικη προσφυγή μεταβάλλει το αντικείμενο ή την αιτία της διοικητικής ενστάσεως. Η προαναφερθείσα έννοια της «αιτίας» πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς. Μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που πρόκειται για ακυρωτικά αιτήματα, πρέπει ως «αιτία της διαφοράς» να νοείται η αμφισβήτηση από τον προσφεύγοντα της εσωτερικής νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως ή, εναλλακτικώς, η αμφισβήτηση της εξωτερικής νομιμότητάς της, διάκριση την οποία έχει δεχθεί η νομολογία.

(βλ. σκέψεις 57 και 58)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 11 Ιουλίου 2007, F‑7/06, B κατά Επιτροπής, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 1 Ιουλίου 2010, F‑40/09, Časta κατά Επιτροπής, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας εν αναμονή της περατώσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 25 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ποινικής διαδικασίας δικαιολογείται διττώς.

Αφενός, ανταποκρίνεται στην ανάγκη να μην επηρεάζεται η θέση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου στο πλαίσιο της ποινικής διώξεως που έχει ασκηθεί εναντίον του λόγω πράξεων για τις οποίες έχει επίσης κινηθεί πειθαρχική διαδικασία εντός του οικείου οργάνου.

Αφετέρου, η αναστολή καθιστά δυνατό να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών οι οποίες περιλαμβάνονται στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου που έχει καταστεί απρόσβλητη. Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορούν να συνιστούν ποινικό αδίκημα και αθέτηση των υποχρεώσεων του υπαλλήλου που απορρέουν από τον ΚΥΚ, η Διοίκηση δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Αφού το εν λόγω δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης περιπτώσεως, η Διοίκηση δύναται, εν συνεχεία, να προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό τους με γνώμονα την έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος, εξετάζοντας ιδίως αν τα ως άνω περιστατικά συνιστούν παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ΚΥΚ.

Επιπλέον, στον οικείο υπάλληλο εναπόκειται να παράσχει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) τα στοιχεία που της επιτρέπουν να εκτιμήσει αν οι πράξεις που του καταλογίζονται στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας αποτελούν παράλληλα αντικείμενο ποινικών διώξεων εις βάρος του. Προκειμένου να εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση, ο οικείος υπάλληλος πρέπει να αποδείξει ότι οι ποινικές διώξεις κινήθηκαν εις βάρος του ενόσω εκκρεμούσε εναντίον του πειθαρχική διαδικασία.

Όσον αφορά την αρχή που καθιερώνει το άρθρο 25 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, κατά την οποία «εκκρεμούσης της ποινικής δίκης αναστέλλεται η πειθαρχική διαδικασία», οσάκις η εν λόγω αρχή τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο απλών ερευνών, προτού κινηθεί ποινική δίωξη, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, διότι διαφορετικά θα καθίσταντο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας οι πειθαρχικές διαδικασίες. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να αποκλείσει την επιβολή πειθαρχικής κυρώσεως από τη Διοίκηση, οσάκις βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, δεν αμφισβήτησε ο οικείος υπάλληλος.

(βλ. σκέψεις 60 έως 63, 71 και 74)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Μαρτίου 1998, T‑74/96, Τζοάνος κατά Επιτροπής, σκέψεις 34 και 38· 30 Μαΐου 2002, T‑197/00, Onidi κατά Επιτροπής, σκέψη 81· 10 Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, σκέψη 75

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιανουαρίου 2010, F‑124/05 και F‑96/06, A και G κατά Επιτροπής, σκέψη 323

3.      Απόφαση περί θέσεως υπαλλήλου σε αργία συνιστά βλαπτική πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

Εντούτοις, η έκδοση τέτοιου είδους αποφάσεως δεν συνιστά απαραίτητη διαδικαστική πράξη, προπαρασκευαστική της τελικής αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται κύρωση, αλλά αυτοτελή απόφαση, την οποία μπορεί να λάβει η ΑΔΑ και η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει την επίκληση σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος. Επομένως, τυχόν παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως περί θέσεως σε αργία δεν ασκεί καμία επιρροή στο κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 82 και 83)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Μαΐου 1999, T‑203/95, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψεις 33 και 36· 16 Δεκεμβρίου 2004, T‑120/01 και T‑300/01, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 113

4.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ορίζοντας απλώς ότι ένα τουλάχιστον μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου πρέπει να επιλεγεί εκτός του οικείου θεσμικού οργάνου, επ’ ουδενί απαγορεύει η πλειοψηφία ή ακόμη και το σύνολο των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου να επιλέγονται εκτός του θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψη 87)

5.      Η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο της νομιμότητάς της και στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει εάν η απόφαση είναι βάσιμη.

Το ζήτημα αν η αιτιολογία της αποφάσεως της ΑΔΑ με την οποία επιβάλλεται κύρωση σε υπάλληλο ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο σε σχέση με το κείμενο της αποφάσεως, αλλά και με το γενικό πλαίσιό της, καθώς και με το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Συναφώς, καίτοι το πειθαρχικό συμβούλιο και η ΑΔΑ οφείλουν να μνημονεύουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νομική θεμελίωση των αποφάσεών τους, καθώς και τις εκτιμήσεις που τους ώθησαν στη λήψη τους, πάντως δεν απαιτείται να επιλαμβάνονται όλων των πραγματικών και νομικών σημείων που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Εξάλλου, αν η επιβληθείσα από την ΑΔΑ κύρωση είναι αυστηρότερη της προταθείσας από το πειθαρχικό συμβούλιο, στη ληφθείσα απόφαση πρέπει να διευκρινίζονται, κατά τρόπο λεπτομερή, οι λόγοι που ώθησαν την ΑΔΑ να αποστεί από την γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου.

(βλ. σκέψεις 96 έως 98)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Ιανουαρίου 1985, 228/83, F. κατά Επιτροπής, σκέψη 35

ΓΔΕΕ: 19 Μαΐου 1999, T‑34/96 και T‑163/96, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑277/01, Stevens κατά Επιτροπής, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Ο καθορισμός της πειθαρχικής κυρώσεως βασίζεται στην αξιολόγηση από την ΑΔΑ του συνόλου των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε ατομικής περιπτώσεως, δεδομένου ότι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει σταθερή σχέση μεταξύ των προβλεπόμενων σε αυτόν πειθαρχικών κυρώσεων και των διαφόρων ειδών παραβάσεων που διαπράττουν οι υπάλληλοι και δεν διευκρινίζει σε ποιο βαθμό η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να ασκεί επιρροή στην επιλογή της εφαρμοστέας κυρώσεως.

(βλ. σκέψη 116)

7.      Η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που αποτυπώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποκλείει, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, την επιβολή κυρώσεως καταρχάς από διοικητική αρχή. Επιτάσσει πάντως να υπόκειται σε μεταγενέστερο έλεγχο εκ μέρους «δικαιοδοτικού οργάνου που διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία» κάθε απόφαση διοικητικής αρχής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου.

Συναφώς, προκειμένου ένα δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να χαρακτηρισθεί «δικαιοδοτικό όργανο πλήρους δικαιοδοσίας» πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, αρμόδιο να επιλύσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που είναι κρίσιμα για τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, πράγμα που σημαίνει ότι, σε περίπτωση πειθαρχικής κυρώσεως, πρέπει να είναι αρμόδιο να εξετάσει την αναλογικότητα μεταξύ παραπτώματος και κυρώσεως, χωρίς να αναζητεί απλώς τυχόν ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψη 117)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Μαΐου 2012, T‑184/11 P, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 85 και 86

8.      Το άρθρο 10, στοιχείο η΄, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ορίζει ότι για τον καθορισμό της βαρύτητας του παραπτώματος η ΑΔΑ λαμβάνει υπόψη το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά κατά τρόπο ώστε τυχόν υποτροπή να μπορεί να δικαιολογήσει επιβολή αυστηρότερης κυρώσεως. Αντιθέτως, η έλλειψη υποτροπής δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίσταση εφόσον, καταρχήν, οι υπάλληλοι οφείλουν να απέχουν από κάθε πράξη ή συμπεριφορά δυνάμενη να απαξιώσει το λειτούργημά τους.      

(βλ. σκέψη 127)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2011, T‑208/06, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 255 και 264

9.      Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει κάθε απόλυση εγκύου εργαζομένης. Πράγματι, απόφαση περί παύσεως που ελήφθη κατά τη διάρκεια της περιόδου από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι τη λήξη της άδειας μητρότητας για λόγους που δεν συνδέονται με την κατάσταση εγκυμοσύνης δεν αντιβαίνει στο άρθρο 10, υπό τον όρον, πάντως, ότι ο εργοδότης δικαιολογεί εγγράφως τους λόγους απολύσεως και ότι η απόλυση της οικείας εργαζομένης γίνεται δεκτή βάσει της αντίστοιχης εθνικής νομοθεσίας ή πρακτικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, σημεία 1 και 2, της οδηγίας αυτής.

Συναφώς, μολονότι ο ΚΥΚ δεν περιέχει ειδική διάταξη θεσπίζουσα ρητώς εξαίρεση από την απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι τέτοιου είδους εξαίρεση γίνεται δεκτή στο άρθρο του 47, στοιχείο ε΄, το οποίο προβλέπει την όλως εξαιρετική δυνατότητα οριστικής λήξεως των καθηκόντων υπαλλήλου σε περίπτωση αποφάσεως περί παύσεως που εκδόθηκε κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 139 και 142)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 11 Νοεμβρίου 2010, C‑232/09, Danosa, σκέψη 63