Language of document : ECLI:EU:F:2011:134

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑4/10

Christiana Nastvogel

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Βαθμολογία — Εκθέσεις βαθμολογίας — Γνωμοδότηση της επιτροπής εκθέσεων — Υποβάθμιση των αναλυτικών εκτιμήσεων — Διάλογος μεταξύ βαθμολογουμένου και βαθμολογητή — Διαβούλευση με διάφορους ιεραρχικώς ανωτέρους — Γνώση εκ μέρους του δεύτερου βαθμολογητή της εργασίας του βαθμολογουμένου — Αιτιολόγηση — Συνεκτίμηση των αδειών ασθενείας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η C. Nastvogel ζητεί την ακύρωση της εκθέσεώς της βαθμολογίας όσον αφορά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2006 έως 31ης Δεκεμβρίου 2007.

Απόφαση:      Η έκθεση βαθμολογίας της προσφεύγουσας η οποία καταρτίσθηκε για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2006 έως 31ης Δεκεμβρίου 2007 ακυρώνεται. Το Συμβούλιο φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Σύνταξη της εκθέσεως — Γνωμοδότηση της επιτροπής εκθέσεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Μείωση βαθμολογίας σε σχέση με την προηγούμενη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Δικαιολογημένες απουσίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

5.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Σύνταξη της εκθέσεως — Υποχρεωτική διαβούλευση με τους άμεσους προϊσταμένους

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

6.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Σύνταξη της εκθέσεως — Δεύτερος βαθμολογητής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

7.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση βαθμολογίας — Σύνταξη της εκθέσεως — Διάλογος μεταξύ βαθμολογητή και βαθμολογουμένου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

1.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση του στην κρίση των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με την αξιολόγηση της εργασίας του βαθμολογουμένου, καθώς τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την αξιολόγηση της εργασίας των υπαλλήλων τους. Επομένως, εφόσον δεν συντρέχει πραγματική πλάνη, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας, το Δικαστήριο ΔΔ δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει το βάσιμο της αξιολογήσεως στην οποία προέβη η διοίκηση σχετικά με την επαγγελματική ικανότητα υπαλλήλου, όταν η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει σύνθετες αξιολογικές κρίσεις που, ως εκ της φύσεώς τους, δεν μπορούν να επαληθευτούν αντικειμενικώς.

(βλ. σκέψη 32)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 25 Οκτωβρίου 2005, T‑96/04, Cwik κατά Επιτροπής, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 23 Φεβρουαρίου 2010, F‑7/09, Faria κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 44

2.      Ο δεύτερος βαθμολογητής δεν δεσμεύεται από τη γνωμοδότηση της επιτροπής εκθέσεων. Κατά συνέπεια, μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η γνωμοδότηση της επιτροπής εκθέσεων θα επισήμαινε ειδικές περιστάσεις, ικανές να εγείρουν αμφιβολίες περί του κύρους ή του βασίμου της περιεχομένης στην έκθεση βαθμολογίας αξιολογήσεως, η απόκλιση μεταξύ της εν λόγω γνωμοδοτήσεως και του περιεχομένου της εκθέσεως βαθμολογίας θα μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης εκθέσεως βαθμολογίας. Εξάλλου, εφόσον η προσβαλλόμενη έκθεση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και η γνωμοδότηση της επιτροπής δεν επισημαίνει ειδικές περιστάσεις, ικανές να εγείρουν αμφιβολίες περί του κύρους ή του βασίμου των αξιολογήσεων του πρώτου βαθμολογητή, δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον δεύτερο βαθμολογητή η παροχή συμπληρωματικών εξηγήσεων σχετικά με τους λόγους που τον οδηγούν να μην ακολουθήσει τις προτάσεις της επιτροπής εκθέσεων.

(βλ. σκέψεις 33 και 63)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, σκέψη 33· 5 Νοεμβρίου 2003, T‑98/02, Lebedef-Caponi κατά Επιτροπής, σκέψη 61

ΔΔΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 2009, F‑124/07, Behmer κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 60

3.      Η διοίκηση υπέχει υποχρέωση να αιτιολογεί κάθε έκθεση βαθμολογίας επαρκώς και εμπεριστατωμένα, ώστε να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί της αιτιολογίας αυτής, η δε τήρηση των απαιτήσεων αυτών είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική όταν η βαθμολογία παρουσιάζει πτώση σε σχέση με την προηγούμενη βαθμολόγηση. Η υποχρέωση αυτή πληρούται, συναφώς, εφόσον ο βαθμολογητής διαπιστώνει ότι ο ενδιαφερόμενος, κατά την περίοδο που καλύπτει η προσβαλλόμενη έκθεση βαθμολογίας, δεν επέδειξε εξαιρετικά υψηλά προσόντα κατά την άσκηση ορισμένων καθηκόντων του. Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον έκθεση βαθμολογίας είναι επαρκώς αιτιολογημένη, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου και όχι μόνον οι περιλαμβανόμενες στην εν λόγω έκθεση πληροφορίες.

(βλ. σκέψεις 58 και 61)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 16 Ιουλίου 1992, T‑1/91, Della Pietra κατά Επιτροπής, σκέψη 32· 28 Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, σκέψη 141· Mellone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 27· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, σκέψη 36

ΔΔΔΕΕ: 10 Νοεμβρίου 2009, F‑93/08, N κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 86

4.      Η αξιολόγηση υπαλλήλου για την επίδοσή του μπορεί να βελτιωθεί, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών ασκήσεως των καθηκόντων του, παρά το γεγονός ότι διέθεσε λιγότερο χρόνο στην εργασία του εξαιτίας απουσιών λόγω ασθενείας, η εν λόγω συνεκτίμηση όμως δεν είναι αυτόματη. Συνιστά απλώς μια ευχέρεια των συντακτών της εκθέσεως βαθμολογίας, η οποία μετατρέπεται σε υποχρέωση μόνον εφόσον αυτό δικαιολογείται από τις περιστάσεις.

Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία εκθέσεως βαθμολογίας ανταποκρίνεται στις ειδικές διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Κατά συνέπεια, υπό περιστάσεις κατά τις οποίες ο βαθμολογητής δεν έχει λόγο να εκτιμήσει ότι οι δικαιολογημένες απουσίες του βαθμολογούμενου είχαν επιρροή στη σημαντική αύξηση της επιδόσεώς του, δεν μπορεί να προβληθεί εις βάρος του το ότι δεν ανέφερε ούτε έλαβε υπόψη μια τέτοια περίσταση στην έκθεσή του βαθμολογίας.

(βλ. σκέψεις 65 και 66)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 8 Μαρτίου 2005, T‑277/03, Βλαχάκη κατά Επιτροπής, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 6 Οκτωβρίου 2009, T‑102/08 P, Sundholm κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 και 40

5.      Κάθε βαθμολογητής οφείλει, προκειμένου να αξιολογήσει πλήρως τον υπάλληλο για το σύνολο της περιόδου αξιολογήσεως, να ζητήσει πληροφορίες από τους προϊσταμένους υπό τους οποίους εργάστηκε ο υπάλληλος για σημαντικό χρονικό διάστημα. Η έγγραφη διαβίβαση της γνώμης ενός προσώπου ισοδυναμεί πάντως με διαβούλευση.

(βλ. σκέψεις 85 και 86)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Μαρτίου 1985, 263/83, Turner κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 και 20

6.      Σε περίπτωση που ζητηθεί η αναθεώρηση της εκθέσεως που συνέταξε ο πρώτος βαθμολογητής, από το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 8, παράγραφος 4, των γενικών εκτελεστικών του άρθρου 43 του ΚΥΚ διατάξεων που εξέδωσε το Συμβούλιο προκύπτει, αφενός, ότι ο δεύτερος βαθμολογητής πρέπει να είναι επαρκώς αποστασιοποιημένος για να κρίνει το σύνολο του φακέλου και όχι —σε αντίθεση με τον πρώτο βαθμολογητή— να έχει επαρκώς στενή σχέση με τον υπάλληλο για να μπορεί να αξιολογήσει μετά λόγου γνώσεως τον βαθμολογούμενο και, αφετέρου, ότι υποχρεούται να αναφερθεί ρητώς στην εν λόγω έκθεση προκειμένου να συντάξει την οριστική έκθεση βαθμολογίας. Η αποστολή του δεύτερου βαθμολογητή είναι, συνεπώς, να ελέγχει, με πλήρη ανεξαρτησία, τις κρίσεις του πρώτου βαθμολογητή και, επομένως, έχει πλήρη ευχέρεια, αν θεωρήσει ότι είναι ενδεδειγμένο, να περιοριστεί στην επικύρωση της κρίσεως του πρώτου βαθμολογητή.

(βλ. σκέψη 89)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Seton κατά Επιτροπής, σκέψη 20

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2009, F‑114/07, Wenning κατά Ευρωπόλ, σκέψη 100

7.      Η συζήτηση μεταξύ του βαθμολογουμένου και του βαθμολογητή του αποτελεί απόρροια των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεώς του και, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί έκθεση βαθμολογίας χωρίς να παρασχεθεί στον οικείο υπάλληλο η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων βαθμολογίας, η ίδια η φύση της συζητήσεως και το αντικείμενό της προϋποθέτουν απευθείας επαφή μεταξύ βαθμολογουμένου και βαθμολογητή κατά την αξιολόγηση. Χωρίς απευθείας συζήτηση μεταξύ βαθμολογουμένου και βαθμολογητή, η βαθμολογία δεν εκπληρώνει πλήρως τη λειτουργία της ως εργαλείο διαχειρίσεως των ανθρωπίνων πόρων και ως μέσο υποστηρικτικό της επαγγελματικής εξελίξεως του ενδιαφερομένου. Εξάλλου, μόνον μέσω τέτοιας απευθείας επαφής μπορεί να ευδοκιμήσει μια ειλικρινής και εκ βαθέων συζήτηση μεταξύ βαθμολογητή και βαθμολογουμένου, η οποία θα τους επιτρέψει αφενός να εκτιμήσουν με ακρίβεια τη φύση, τους λόγους και το περιεχόμενο ενδεχόμενων διαφωνιών τους και αφετέρου να καταλήξουν σε καλύτερη αμοιβαία κατανόηση.

(βλ. σκέψεις 90 και 93)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 2005, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, Cwik κατά Επιτροπής, σκέψη 156· 25 Οκτωβρίου 2006, T‑173/04, Carius κατά Επιτροπής, σκέψη 71· 25 Οκτωβρίου 2007, T‑27/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 49