Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 18 Σεπτεμβρίου 2019 η VodafoneZiggo Group BV κατά της διατάξεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 9 Ιουλίου 2019, στην υπόθεση T-660/18, VodafoneZiggo Group BV κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-689/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: VodafoneZiggo Group BV (εκπρόσωποι: W. Knibbeler, A.A.J. Pliego Selie, B.A. Verheijen, advocaten)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2019, στην υπόθεση T-660/18 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη)·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της διαφοράς·

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλονται πλείονες περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο όσον αφορά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση C(2018) 5848 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής: επίμαχη απόφαση) δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι η απαίτηση οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να «λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ1 επιβάλλει στις αρχές αυτές νομικώς δεσμευτική υποχρέωση.

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ ισοδυναμούν με χορήγηση αδείας, διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε, επομένως, να περατώσει την έρευνά της χωρίς να κάνει χρήση του δικαιώματός της αρνησικυρίας.

Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι η επίμαχη απόφαση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως προπαρασκευαστική πράξη, διότι η διαδικασία την οποία ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι διακριτή και διαφορετική από την εθνική διαδικασία.

Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η λέξη «απόφαση» την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή «δεν ήταν προσήκουσα», υπερέβη την αρμοδιότητά του όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο.

Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στερείται αιτιολογίας όσον αφορά την κρίση ότι το αντικείμενο της επίμαχης αποφάσεως «στερείται σημασίας» εν προκειμένω.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλονται δικονομικές πλημμέλειες οφειλόμενες στο ότι δεν ελήφθησαν υπόψη επιχειρήματα δυνάμενα να επηρεάσουν επί της ουσίας την έκβαση της δίκης.

Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά το επιχείρημα ότι δεν υφίστατο πλέον δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων εκ μέρους του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC).

Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά το επιχείρημα ότι ο αποκλεισμός της δυνατότητας ακροάσεως δεν μπορεί να θεραπευθεί με την παροχή άλλης, μη σχετικής με την υπόθεση, δυνατότητας ακροάσεως.

Με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως προβάλλονται πλείονες περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα της αναιρεσείουσας. Η αναιρεσείουσα απολαύει των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δε επιχειρήματά του, καθώς και το ζήτημα του παραδεκτού, πρέπει να ερμηνευθούν με γνώμονα τα δικαιώματα αυτά. Επιπλέον, η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής δεν δύναται να αποτρέψει την περίπτωση προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων.

____________

1 Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33).