Language of document : ECLI:EU:C:2016:24

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 19ης Ιανουαρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑470/14

Entidad de Gestión de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA),

Derechos de Autor de Medios Audiovisuales (DAMA),

Visual Entidad de Gestión de Artistas Plásticos (VEGAP)

κατά

Administración del Estado

[αίτηση του Tribunal Supremo (Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Δικαίωμα αναπαραγωγής – Εξαιρέσεις και περιορισμοί – Ιδιωτική αντιγραφή – Δίκαιη αποζημίωση – Χρηματοδότηση επιβαρύνουσα τον δημόσιο προϋπολογισμό»





 Εισαγωγή

1.        Κατά το άρθρο 27 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2):

«1.      Καθένας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει ελεύθερα στην πνευματική ζωή της κοινότητας, να χαίρεται τις καλές τέχνες και να μετέχει στην επιστημονική πρόοδο και στα αγαθά της.

2.      Καθένας έχει το δικαίωμα να προστατεύονται τα ηθικά και υλικά συμφέροντά του που απορρέουν από κάθε είδους επιστημονική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική παραγωγή του.»

2.        Αυτό το άρθρο της Διακηρύξεως αντανακλά αυτό που ίσως είναι το κύριο δίλημμα σε σχέση με το δικαίωμα του δημιουργού: ο συγκερασμός της αναγκαίας προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας των δημιουργών, παραγωγών και ερμηνευτών με την ελεύθερη πρόσβαση όλων στην πολιτιστική ζωή. Αυτήν ακριβώς την ισορροπία επιδιώκει να διασφαλίσει ο νομοθέτης, επιβάλλοντας στο δικαίωμα του δημιουργού ορισμένους περιορισμούς ή ορισμένες εξαιρέσεις. Ο περιορισμός, ή η εξαίρεση, που αποκαλείται «ιδιωτική αντιγραφή», στο πλαίσιο αυτής της υποθέσεως περιλαμβάνεται σ’ αυτούς τους περιορισμούς και σ’ αυτές τις εξαιρέσεις (3).

3.        Μολονότι η αναγκαιότητα και το βάσιμο της επίμαχης εξαιρέσεως δεν προκαλούν, νομίζω, αμφιβολίες στο πλαίσιο του δικαιώματος του δημιουργού, το ζήτημα της αμοιβής ή της αποζημιώσεως για τη ζημία που απορρέει για τους δικαιούχους, το οποίο περιλαμβάνει το ζήτημα του τρόπου χρηματοδοτήσεως αυτής της αποζημιώσεως, αποτελεί σήμερα αντικείμενο ζωηρής αντιπαραθέσεως απόψεων σε πολλές χώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.        Η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, που ομοίως είναι γνωστή στις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου στον τομέα του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, αποτέλεσε το αντικείμενο, πριν από μερικά χρόνια, αρκετών αποφάσεων του Δικαστηρίου. Η υπό εξέταση υπόθεση, αν και εντάσσεται σ’ αυτή τη διαδοχική σειρά αποφάσεων, μπορεί επίσης να σηματοδοτήσει ενδεχομένως μεταστροφή στην εξέλιξη αυτής της νομολογίας. Η λύση που θα δώσει το Δικαστήριο εν προκειμένω θα είναι πράγματι καθοριστική για τα περιθώρια δράσεως των εθνικών νομοθετών και, κατ’ έμμεση συνέπεια, για αυτά του νομοθέτη της Ένωσης, προκειμένου να αναπλασθεί το νομικό πλαίσιο της Ένωσης, όσον αφορά την επιλογή των εναλλακτικών τρόπων χρηματοδοτήσεως της οφειλόμενης επί τη βάσει της ιδιωτικής αντιγραφής αποζημιώσεως σε σχέση με το πρότυπο που κυριαρχεί σήμερα, τουλάχιστον στα νομικά συστήματα της ηπειρωτικής Ευρώπης, ήτοι το πρότυπο του τέλους που επιβάλλεται στους ηλεκτρονικούς εξοπλισμούς.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το ενωσιακό δίκαιο

5.        Στο ενωσιακό δίκαιο, το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα (που αποκαλώ στη συνέχεια, χάριν συντομίας, το δικαίωμα του δημιουργού) διέπεται κατά κύριο λόγο από την οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (4). Κατά τα άρθρα 2 και 5, παράγραφοι 2, στοιχείο βʹ, και 5, αυτής της οδηγίας:

«Άρθρο 2

Δικαίωμα αναπαραγωγής

Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

β)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

γ)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,

δ)      στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους,

ε)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης.

[…]

Άρθρο 5

Εξαιρέσεις και περιορισμοί

[…]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

β)      αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση […];

[…]

5.      Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»

 Το ισπανικό δίκαιο

6.        Στο ισπανικό δίκαιο, η εξαίρεση (περιορισμός κατά το ισπανικό δίκαιο) της ιδιωτικής αντιγραφής διέπεται από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του αναδιαμορφωμένου κειμένου του νόμου για τη πνευματική ιδιοκτησία (Ley de Propiedad Intelectual), που επικυρώθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1996 περί επικυρώσεως του αναδιαμορφωθέντος κειμένου του νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία, το οποίο εξαγγέλλει, διευκρινίζει και εναρμονίζει τις ισχύουσες σ’ αυτόν τον τομέα διατάξεις (Real Decreto Legislativo 1/1996 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley de Propiedad Intelectual, regularizando, aclarando y armonizando las disposiciones legales vigentes sobre la materia), της 12ης Απριλίου 1996.

7.        Όσον αφορά την αποζημίωση για τις ζημίες που απορρέουν από αυτή την εξαίρεση για τους φορείς του δικαιώματος του δημιουργού, αυτή διέπεται από το άρθρο 25 του νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία. Η εν λόγω αποζημίωση χρηματοδοτούνταν αρχικά μέσω ενός τέλους που επιβαλλόταν επί ορισμένων υποθεμάτων και εξοπλισμών, που καθιστούσαν δυνατή την πραγματοποίηση αντιγραφών των προστατευομένων από το δικαίωμα του δημιουργού έργων. Το εν λόγω τέλος καταργήθηκε δυνάμει της δέκατης πρόσθετης διατάξεως του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 20/2011 περί θεσπίσεως επειγόντων δημοσιονομικών, φορολογικών και χρηματοδοτικών μέτρων για τη διόρθωση του δημοσίου ελλείμματος (Real Decreto-ley 20/2011 de medidas urgentes en materia presupuestaria, tributaria y financiera para la corrección del déficit público), της 30ής Δεκεμβρίου 2011 και αντικαταστάθηκε με χρηματοοικονομική αποζημίωση κατ’ ευθείαν από τον δημόσιο προϋπολογισμό, οι τρόποι υπολογισμού και καταβολής της οποίας στους δικαιούχους έπρεπε να καθορισθούν με εκτελεστικό διάταγμα (5).

8.        Αυτή η κατ’ εξουσιοδότηση εξουσία εκδόσεως νομικών πράξεων τέθηκε σε εφαρμογή με το βασιλικό διάταγμα 1657/2012, περί της διαδικασίας καταβολής της δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή που βαρύνει τα κονδύλια του γενικού κρατικού προϋπολογισμούt (Real Decreto 1657/2012 por el que se regula el procedimiento de pago de la compensación equitativa por copia privada con cargo a los Presupuestos Generales del Estado), ης 7ης Δεκεμβρίου 2012 (στο εξής: βασιλικό διάταγμα 1657/2012). Το άρθρο 3 αυτού του διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Το κατάλληλο ποσό για την ανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν οι φορείς των δικαιωμάτων αναπαραγωγής λόγω της θεσπίσεως της εξαιρέσεως ιδιωτικής αντιγραφής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 31 του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία, που επικυρώθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1996, της 12ης Απριλίου 1996, καθορίζεται, εντός των ορίων του προϋπολογισμού που τίθενται για κάθε οικονομικό έτος, με απόφαση του υπουργού παιδείας, πολιτισμού και αθλητισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 4.

Το ποσό της αποζημιώσεως καθορίζεται επί τη βάσει εκτιμήσεως της ζημίας που πράγματι προκλήθηκε στους φορείς των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας λόγω της αναπαραγωγής από φυσικά πρόσωπα, σε οποιοδήποτε υπόθεμα, έργων που έχουν ήδη καταστεί προσιτά στο κοινό, στα οποία αυτά είχαν νομίμως πρόσβαση, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 31 του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία.

[…]»

 Τα περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Η Entidad de Gestión de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA), η Derechos de Autor de Medios Audiovisuales (DAMA) και η Visual Entidad de Gestión de Artistas Plásticos (VEGAP) είναι ισπανικές εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού. Άσκησαν, στις 7 Φεβρουαρίου 2013, προσφυγή κατά του βασιλικού διατάγματος 1657/2012 ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Σε άλλες εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (6) επιτράπηκε στη συνέχεια να συμμετάσχουν στη διαδικασία.

10.      Η Administración del Estado, η καθής της κύριας δίκης, υποστηρίζεται από την Asociación Multisectorial de Empresas de la Electrónica, las Tecnologías de la Información y la Comunicación, de las Telecomunicaciones y de los contenidos Digitales (Ametic), η οποία είναι μια ένωση επιχειρήσεων που δρουν στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορικής.

11.      Προς στήριξη των αιτημάτων τους, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης προβάλλουν, μεταξύ άλλων, ότι το βασιλικό διάταγμα 1657/2012 δεν συνάδει, υπό δύο επόψεις, προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, όπως έχει αυτό ερμηνευθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου. Πρώτον, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η διάταξη αυτή απαιτεί η δίκαιη αποζημίωση που παρέχεται στους δικαιούχους λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής να βαρύνει, τουλάχιστον τελικώς, τα πρόσωπα στα οποία οφείλεται η προκληθείσα συνεπεία αυτής της εξαιρέσεως ζημία ως εκ της προσβολής του αποκλειστικού τους δικαιώματος αναπαραγωγής, ενώ ο μηχανισμός που δημιουργήθηκε με τη δέκατη πρόσθετη διάταξη του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 20/2011 και με το βασιλικό διάταγμα 1657/2012 βαρύνει με αυτή τον κρατικό προϋπολογισμό, επομένως δε το σύνολο των φορολογουμένων. Δεύτερον, προβάλλουν, επικουρικώς και κατ’ ουσίαν, ότι ο δίκαιος χαρακτήρας αυτής της αποζημιώσεως δεν διασφαλίζεται από το ισπανικό δίκαιο, καθόσον το άρθρο 3 του βασιλικού διατάγματος 1657/2012 προβλέπει ότι οι ετήσιοι πόροι που διατίθενται για τη χρηματοδότησή της αποτελούν το αντικείμενο καθορισμού ανώτατου ορίου, ex ante, ενώ η ζημία που όντως προκαλείται στους δικαιούχους από την ιδιωτική αντιγραφή μπορεί να προσδιορισθεί μόνον ex post.

12.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Tribunal Supremo αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή το οποίο, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού την όντως προκληθείσα ζημία, επιβαρύνει τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς να μπορεί να διασφαλισθεί ότι το κόστος της εν λόγω αποζημιώσεως φέρουν οι χρήστες αντιγράφων προοριζόμενων για ιδιωτική χρήση;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 η υποχρέωση καθορισμού του συνολικού ποσού το οποίο προορίζεται, βάσει του γενικού κρατικού προϋπολογισμού, για τη δίκαιη αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή εντός των δημοσιονομικών ορίων που τίθενται για κάθε οικονομικό έτος, έστω και εάν το ποσό αυτό υπολογίζεται βάσει της όντως προκληθείσας ζημίας;»

13.      Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 2014. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, οι παρεμβαίνουσες της κύριας δίκης (7), η Ισπανική Κυβέρνηση, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Φινλανδική Κυβέρνηση, και η Νορβηγική Κυβέρνηση (8), καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι διάδικοι, με εξαίρεση τη Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, που διεξήχθη την 1η Οκτωβρίου 2015.

 Ανάλυση

14.      Με το πρώτο του προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η δίκαιη αποζημίωση που μνημονεύεται σ’ αυτό μπορεί να χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς να μπορεί να επιρρίπτεται στους χρήστες που πραγματοποιούν ιδιωτικές αντιγραφές των προστατευομένων από το δικαίωμα του δημιουργού έργων. Το ζήτημα αυτό χρήζει αναλύσεως όχι μόνο των διατάξεων της οδηγίας 2001/29, αλλά και της νομολογίας του Δικαστηρίου που αφορά την αποζημίωση λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής και το σύστημα χρηματοδοτήσεώς της. Μόνο στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο αυτό ερώτημα θα χρειαστεί να εξετασθεί το δεύτερο ερώτημα. Θα αρχίσω την ανάλυσή μου με μια σύντομη υπενθύμιση της θέσεως που καταλαμβάνει η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής στο σύστημα του δικαιώματος του δημιουργού.

 Η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής ως θεσμός του διέποντος το δικαίωμα του δημιουργού δικαίου

15.      Η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, υπό διάφορες ονομασίες, είναι ουσιαστικά τόσο παλαιά όσο και η νομική προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού στην ηπειρωτική Ευρώπη (9). Της δίνονται συνήθως δύο δικαιολογίες, μία αξιολογικής τάξεως, η άλλη πρακτικής υφής. Αφενός, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος της προσβάσεως στην πολιτιστική ζωή, η δυνατότητα αντιγραφής ενός έργου για προσωπική χρήση αποτελεί μέρος της ελεύθερης απολαύσεώς του, στην οποία ο δημιουργός δεν μπορεί να αντιτάσσεται, χωρίς να ιδιοποιείται τα δικαιώματα του χρήστη (10). Αφετέρου, ο έλεγχος της χρήσεως ενός έργου που κάνει ο χρήστης στην ιδιωτική του σφαίρα θα ήταν πρακτικά αδύνατος και, ακόμη κι αν η τεχνολογία καθιστούσε σήμερα δυνατό ένα τέτοιο έλεγχο, αυτό θα γινόταν με τίμημα μια απαράδεκτη διείσδυση στην ιδιωτική ζωή, που προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα. Αυτή η δεύτερη πτυχή γεννά εξάλλου αμφιβολίες ως προς την ίδια τη φύση της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής –πρόκειται αληθινά για εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού ή μάλλον για φυσικό περιορισμό αυτού του δικαιώματος, όπου το δικαίωμα του δημιουργού διατηρεί στην πραγματικότητα μόνο την εκμετάλλευση των έργων στο πλαίσιο της χρήσεώς τους από το κοινό; (11)

16.      Γίνεται επίσης γενικώς δεκτό ότι η χρήση ενός έργου στο πλαίσιο της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής είναι δωρεάν (12). Στις απαρχές της, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής δεν συνοδευόταν από καμία αμοιβή ή αποζημίωση για τους δικαιούχους. Θεωρούνταν πράγματι ότι δεν προκαλούσε καμία ζημία ως προς τα ουσιαστικά τους δικαιώματα. Η κατάσταση άλλαξε με την εμφάνιση τεχνικών μέσων, διαθέσιμων στο ευρύ κοινό, που καθιστούσαν δυνατή την μαζική και αυτόματη πραγματοποίηση της αντιγραφής προστατευομένων έργων. Τα τεχνικά αυτά μέσα, δηλαδή φωτογραφικά (φωτοαναπαραγωγής), αναλογικά και, πρόσφατα, ψηφιακά, είχαν αντίκτυπο στην οικονομική εκμετάλλευση των έργων από τους δικαιούχους. Κατόπιν αυτής της εξελίξεως, διάφορες χώρες εισήγαγαν στο νομικό τους σύστημα ένα μηχανισμό αποζημιώσεως λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής (13). Το πλείστον αυτών των μηχανισμών στηρίχθηκε σε ένα τέλος επί των υποστρωμάτων εγγραφής και των ηλεκτρονικών εξοπλισμών.

17.      Σ’ αυτό ακριβώς το νομικό πλαίσιο, η οδηγία 2001/29 επιχειρεί να εναρμονίσει τις νομοθεσίες των κρατών μελών, εισάγοντας, μεταξύ άλλων, μια προαιρετική εξαίρεση (14) της ιδιωτικής αντιγραφής,, συνοδευόμενη με την προϋπόθεση εξασφαλίσεως δίκαιης αποζημιώσεως στους δικαιούχους.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

18.      Το πρώτο ερώτημα, όπως κατανοείται στο πλαίσιο των επιχειρημάτων που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης κατά τη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και υπό το φως των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θέτει ένα ζήτημα μείζονος σημασίας για τη χρηματοδότηση της αποζημιώσεως λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου. Πρόκειται για το αν η αποζημίωση αυτή, όχι μόνο υπό το φως του γράμματος του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, οπωσδήποτε πολύ λακωνικού, αλλά και κατά την ενδότερη λογική της, όπως αυτή συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (15), μπορεί να προσλάβει άλλες μορφές από αυτή ενός τέλους, το οποίο επιβαρύνει, εν δυνάμει και σε τελευταία ανάλυση, τους χρήστες εξοπλισμών που καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση ιδιωτικών αντιγραφών.

19.      Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης και οι παρεμβαίνουσες υπέρ αυτών, καθώς και η Ελληνική Κυβέρνηση και η Γαλλική Κυβέρνηση, προτείνουν να δοθεί στο ερώτημα αυτό αρνητική απάντηση. Στηρίζονται κυρίως στη νομολογία του Δικαστηρίου, από την οποία, κατ’ αυτές, προκύπτει ότι ο χρήστης που πραγματοποιεί την ιδιωτική αντιγραφή είναι αυτός που πρέπει σε τελευταία ανάλυση να χρηματοδοτεί, ως οφειλέτης, τη δίκαιη αποζημίωση λόγω αυτής της εξαιρέσεως. Η αρχή αυτή είναι επομένως ασυμβίβαστη προς κάθε σύστημα αποζημιώσεως χρηματοδοτούμενης από τον κρατικό προϋπολογισμό.

20.      Οφείλω ευθύς εξ αρχής να επισημάνω ότι δεν συμμερίζομαι αυτή την ανάλυση για τρεις λόγους, που συνδέονται, πρώτον, με το περιεχόμενο των διατάξεων της οδηγίας 2001/29, δεύτερον, με την ανάλυση της εν προκειμένω νομολογίας του Δικαστηρίου και, τρίτον, με τις πρακτικής φύσεως εκτιμήσεις που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος του τέλους εντός του υφιστάμενου τεχνολογικού πλαισίου.

 Επί της ερμηνείας της οδηγίας 2001/29

21.      Όπως μνημόνευσα ανωτέρω, η οδηγία 2001/29 δεν ήλθε σε ένα νομικό κενό. Όλως αντιθέτως, η ρύθμιση του δικαιώματος του δημιουργού έχει μακρά και πλούσια παράδοση στα κράτη μέλη. Η οδηγία 2001/29 επιχειρεί μια εναρμόνιση σ’ αυτόν τον τομέα. Πλην όμως διαπιστώνεται κατ’ ανάγκην ότι η εναρμόνιση αυτή περιορίζεται σε ορισμένους κανόνες γενικού χαρακτήρα. Πράγματι, εκτός από τις τεχνικού περιεχομένου διατάξεις, η οδηγία 2001/29 περιέχει κυρίως τρεις ουσιαστικές διατάξεις, που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν τριών ειδών δικαιώματα, των οποίων απολαύουν οι δημιουργοί: το δικαίωμα αναπαραγωγής (άρθρο 2), το δικαίωμα παρουσιάσεως και διαθέσεως (άρθρο 3) και το δικαίωμα διανομής (άρθρο 4). Τα δικαιώματα αυτά συνοδεύονται στη συνέχεια από μια εικοσάδα εξαιρέσεων και περιορισμών (άρθρο 5) που, εκτός από αυτή που αφορά τη μεταβατική και παρεπόμενη αναπαραγωγή εντός ενός δικτύου πληροφορικής (άρθρο 5, παράγραφος 1), εφαρμόζονται προαιρετικώς.

22.      Η ιδιωτική αντιγραφή αποτελεί μέρος ακριβώς αυτών των προαιρετικών εξαιρέσεων και αυτών των προαιρετικών περιορισμών. Η θέσπισή της από τα κράτη μέλη εξαρτάται από την πρόβλεψη δίκαιης αποζημιώσεως υπέρ των δικαιούχων. Η οδηγία 2001/29 δεν λέει τίποτε ως προς τη μορφή, τις λεπτομέρειες υπολογισμού ή χρηματοδοτήσεως αυτής της αποζημιώσεως (16). Επομένως, το κράτος μέλος οφείλει, αν αποφασίσει να εισαγάγει στο εθνικό του δίκαιο εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής (ή μάλλον, στην πράξη, να τη διατηρήσει), να προβλέψει αποζημίωση για τη ζημία που μπορεί να προκληθεί από αυτή για τους δικαιούχους. Η οδηγία 2001/29 δεν καθορίζει ούτε το πρόσωπο του οφειλέτη, προσδιορίζει μόνο τους λήπτες της. Περιορίζεται, πράγματι, στο άρθρο της 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, στην απαίτηση «οι δικαιούχοι [να] λαμβάνουν […] αποζημίωση» (17).

23.      Είναι αληθές ότι, στην αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29, ο νομοθέτης μνημόνευσε ότι το επίπεδο της αποζημιώσεως λόγω ορισμένων εξαιρέσεων θα πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη της ζημίας που προκλήθηκε στους δικαιούχους. Εντούτοις, όσον αφορά την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, η ζημία αυτή εμφανίζεται υπό τη μορφή ενός lucrum cessans, δεδομένου ότι η ιδιωτική αντιγραφή περιορίζει εν δυνάμει τον αριθμό των πωλούμενων αντιτύπων του έργου (18). Επιπλέον, δεν πρόκειται για ζημία που διαπιστώνεται με βεβαιότητα στο επίπεδο κάθε ενδιαφερομένου. Η ζημία εκτιμάται σφαιρικά, με βάση το εν δυνάμει διαφυγόν κέρδος όλων συνολικώς των δικαιούχων. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, δεν υφίσταται επομένως, και δεν μπορεί να υφίσταται, άμεσος σύνδεσμος μεταξύ των πράξεων ιδιωτικής αντιγραφής και της ανορθώσεως της ζημίας που προκαλείται σε συγκεκριμένους δικαιούχους.

24.      Η αποζημίωση που προβλέπεται στην οδηγία 2001/29 δεν συνιστά ούτε αμοιβή, δεδομένου ότι η χρήση του έργου στο πλαίσιο της ιδιωτικής αντιγραφής είναι κατ’ αρχήν δωρεάν. Κατά τη γνώμη μου, σκοπίμως ο νομοθέτης χρησιμοποίησε όχι τον όρο αμοιβή, όπως συμβαίνει στην οδηγία 2006/115/ΕΚ (19), αλλά αυτόν της αποζημιώσεως.

25.      Είναι αληθές ότι στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29 εκτίθεται ότι είναι αναγκαίο να διατηρηθεί μια δέουσα ισορροπία δικαιωμάτων και συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευομένων αντικειμένων. Η αιτιολογική αυτή σκέψη διευκρινίζει, κατ’ αρχάς, τους λόγους που οδήγησαν τον νομοθέτη της Ένωσης να εναρμονίσει, ως ένα βαθμό, τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς στο δικαίωμα του δημιουργού, που μπορούν να προβλέπονται στο δίκαιο των κρατών μελών. Στη συνέχεια, κατά το στάδιο της μεταφοράς της οδηγίας 2001/29 στις εσωτερικές έννομες τάξεις, εναπόκειται στους εθνικούς νομοθέτες να σταθμίσουν τα διάφορα συμφέροντα για τα οποία πρόκειται. Επομένως, οι νομοθέτες έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν το ύψος της αποζημιώσεως, που ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό από κράτος μέλος σε κράτος μέλος, τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς της, καθώς και τις λεπτομέρειες κατανομής της μεταξύ των διαφόρων δικαιούχων. Αντιθέτως, η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29 δεν μπορεί να νοηθεί ως μια πρόσθετη διάταξη αυτής της οδηγίας, στην οποία έχει προσδοθεί αυτοτελής νομική ισχύς.

26.      Επομένως, η οδηγία 2001/29 δεν περιέχει διάταξη νομικώς δεσμευτική, κατά την οποία η δέουσα ισορροπία, στην οποία μόλις προηγουμένως αναφέρθηκα, συνεπάγεται αναγκαίως τη χρηματοδότηση της λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής δίκαιης αποζημιώσεως από τους χρήστες που πραγματοποιούν ή θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τέτοιες αντιγραφές. Θα ήταν εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, παράλογο να θεωρηθεί ότι η οδηγία αυτή, που δεν γεννά υποχρέωση θεσπίσεως της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, ρυθμίζει τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως λόγω αυτής της εξαιρέσεως. Πράγματι, εφόσον η οδηγία 2001/29 επαφίει στην εκτίμηση των κρατών μελών την απόφαση, γενικότερης φύσεως και ευρύτερου περιεχομένου, να προβλέψουν την εξαίρεση, πρέπει κατά μείζονα λόγο να τους επαφίει την ευχέρεια να ρυθμίζουν ελεύθερα το λεπτομερέστερο και τεχνικού χαρακτήρα ζήτημα, του τρόπου χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως. Η μόνη απαίτηση που θέτει η οδηγία 2001/29 είναι το κράτος μέλος, στο οποίο υφίσταται εξαίρεση ιδιωτικής αντιγραφής, να προβλέπει αποζημίωση υπέρ δικαιούχων, αυτό δε εν ονόματι της κατά την αιτιολογική σκέψη 31 αυτής της οδηγίας δέουσα ισορροπία.

 Επί της νομολογίας του Δικαστηρίου

27.      Κατά τις προσφεύγουσες και τις υπέρ αυτών παρεμβαίνουσες της κύριας δίκης, την άποψη των οποίων συμμερίζονται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Ελληνική Κυβέρνηση και η Γαλλική Κυβέρνηση, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τη δίκαιη αποζημίωση λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής προκύπτει ότι ένα σύστημα χρηματοδοτήσεως από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν συμβιβάζεται προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, διότι η διάταξη αυτή, νοούμενη υπό το φως των αιτιολογικών σκέψεων αυτής της οδηγίας και όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, απαιτεί αυτός που χρηματοδοτεί την εν λόγω αποζημίωση να είναι ο χρήστης, ο οποίος πραγματοποιεί ή θα μπορούσε να πραγματοποιήσει αντιγραφές.

28.      Οι διάδικοι αυτοί στηρίζονται κυρίως στα χωρία της αποφάσεως Padawan, στα οποία το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε, με βάση τις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 38 της οδηγίας 2001/29, ότι ο σκοπός της δίκαιης αποζημιώσεως είναι να αποζημιώνονται οι δικαιούχοι για την ενδεχομένως προκληθείσα ζημία συνεπεία της ιδιωτικής αντιγραφής, κατέληξε, στηριζόμενο στην αιτιολογική σκέψη 31 της ίδιας οδηγίας, ότι η δέουσα ισορροπία μεταξύ των διαφόρων υφισταμένων συμφερόντων απαιτεί την αποζημίωση να τη χρηματοδοτεί ο χρήστης που θα μπορούσε ενδεχομένως να πραγματοποιήσει ιδιωτικές αντιγραφές, δηλαδή ουσιαστικά κάθε αγοραστής εξοπλισμού που μπορεί να χρησιμεύει για την πραγματοποίηση τέτοιων αντιγραφών (20). Η συλλογιστική αυτή επικυρώθηκε στη συνέχεια με την απόφαση Stichting de Thuiskopie (21), υπενθυμιζόμενη δε κατόπιν από το Δικαστήριο στις μεταγενέστερες αποφάσεις του.

29.      Νομίζω, εντούτοις, ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο αντίληψη της νομολογίας δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ούτε την οικονομία της συλλογιστικής του στο σύνολό της. Αν όντως θέλει κανείς να στηριχθεί, για να λύσει ένα νομικό ζήτημα, στην προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου, το εγχείρημα θα πρέπει να είναι όχι η ανεύρεση στη νομολογία αυτή μεμονωμένων χωρίων που μπορούν να στηρίξουν τη μία ή την άλλη άποψη (22), αλλά η εντόπιση μιας σαφούς και συνεπούς νομολογιακής τάσεως, λαμβανομένης επίσης υπόψη της εξελίξεώς της, και η εξακρίβωση στη συνέχεια αν αυτή η τάση μπορεί να χρησιμεύσει ως έρεισμα για να λύονται οι νέες διαφορές.

30.      Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονείται, όπως ορθώς υπογραμμίζουν η Ametic, η Ισπανική Κυβέρνηση, η Φινλανδική Κυβέρνηση, η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ότι οι αποφάσεις που έχει εκδώσει μέχρι τούδε το Δικαστήριο στις υποθέσεις που αφορούσαν την αποζημίωση λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής εντάσσονταν στο πλαίσιο του συστήματος χρηματοδοτήσεως αυτής της αποζημιώσεως μέσω τέλους επιβαλλόμενου στον εξοπλισμό που μπορούσε να χρησιμεύσει για την πραγματοποίηση τέτοιων αντιγραφών και σκοπό είχαν να δοθεί λύση σε προβλήματα που συνδέονται με τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος.

31.      Έτσι, στην απόφαση Padawan, με την οποία το Δικαστήριο ανέπτυξε αυτή τη συλλογιστική για πρώτη φορά, επρόκειτο για το ζήτημα αν το τέλος μπορεί να επιβληθεί επί του εξοπλισμού, ο οποίος, λόγω του γεγονότος ότι προορίζεται αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση, δεν μπορεί να χρησιμεύσει για σκοπούς ιδιωτικής αντιγραφής (23). Για να λυθεί αυτό το πρόβλημα, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση Padawan υπέβαλε μια σειρά ερωτημάτων που ώθησαν το Δικαστήριο σε μια απόπειρα λογικής αποδομήσεως του συστήματος χρηματοδοτήσεως μέσω ενός τέλους επί του ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Πράγματι, με την απόφαση Padawan, το Δικαστήριο δεν περιορίσθηκε να προσδιορίσει τον εν δυνάμει χρήστη ως τον οφειλέτη της αποζημιώσεως, εξομοιούμενης προς το τέλος, αλλά συνέχισε τη συλλογιστική του, δεχόμενο ότι, στην πράξη, αυτοί που εξοφλούν το τέλος/αποζημίωση είναι όχι άμεσα οι χρήστες, αλλά οι κατασκευαστές ή πωλητές ηλεκτρονικού εξοπλισμού, οι οποίοι επιρρίπτουν στη συνέχεια την αντίστοιχη επιβάρυνση στους αγοραστές‑χρήστες (24).

32.      Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για το κρίσιμο ζήτημα που καθιστά δυνατό να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αν η αρχή «ο χρήστης πληρώνει» έχει εφαρμογή γενικώς σε κάθε σύστημα χρηματοδοτήσεως της δίκαιης αποζημιώσεως ή αντιθέτως μόνο στο σύστημα του τέλους.

33.      Εκ πρώτης όψεως, η αποδοχή από το Δικαστήριο ενός συστήματος, στο οποίο ένα τέλος εισπράττεται από τα πρόσωπα που θέτουν τον εξοπλισμό στη διάθεση των χρηστών, δηλαδή τους κατασκευαστές, τους εισαγωγείς ή τους εμπόρους, μπορεί να φαίνεται ως παραχώρηση που γίνεται για πρακτικούς λόγους και σε βάρος της νομικής καθαρότητας του συστήματος. Εντούτοις, η εντύπωση αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, λανθασμένη.

34.      Πράγματι, όπως μνημόνευσα με συντομία στα σημεία 15 και 16 των παρουσών προτάσεων, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής είναι πολύ παλαιότερη από κάθε ιδέα αποζημιώσεως λόγω αυτής της εξαιρέσεως, η δε χρήση του έργου σ’ αυτό το πλαίσιο είναι κατ’ αρχήν δωρεάν. Μόνο με την έλευση των τεχνικών μέσων που καθιστούν δυνατή σε ιδιώτες τη μαζική και με ελάχιστο κόστος πραγματοποίηση αντιγραφών έργων προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού (πρόκειται κυρίως για τη φωτοαναπαραγωγή, καθώς και για την εγγραφή ήχου, κατόπιν δε και εικόνας, επί μαγνητικής ταινίας) προέκυψε το πρόβλημα ζημίας που υφίστανται οι δικαιούχοι συνεπεία της μαζικής ιδιωτικής αντιγραφής.

35.      Το πρόβλημα αυτό δεν θα μπορούσε να λυθεί με την επιβολή τέλους εισπραττόμενου απ’ ευθείας από τους χρήστες, τόσο λόγω της αδυναμίας αποτελεσματικού ελέγχου της χρήσεως του έργου που πραγματοποιείται στην ιδιωτική σφαίρα όσο και του καθεστώτος που παρέχει προστασία σ’ αυτή σφαίρα εν ονόματι των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εξάλλου, ένα τέτοιο τέλος θα καθιστούσε την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής άνευ αντικειμένου. Πράγματι, αν ο δικαιούχος μπορούσε να απαιτήσει από τον χρήστη οποιαδήποτε πληρωμή, θα υφίστατο περίπτωση όχι πλέον εξαιρέσεως από το μονοπώλιο του εν λόγω δικαιούχου, αλλά φυσιολογικής εκμεταλλεύσεως αυτού του μονοπωλίου.

36.      Εισήχθη τότε σε διάφορα κράτη μέλη ένα σύστημα τέλους επί των υποθεμάτων και των εξοπλισμών που παρέχουν τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως αντιγραφών προστατευόμενων έργων. Δεν πρόκειται ακριβώς για μια απλοποίηση, για πρακτικούς λόγους, ενός εισπρακτικού συστήματος πληρωμών που οφείλουν οι χρήστες, προκειμένου να μπορούν να τυγχάνουν της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, αλλά για ένα συγκροτημένο σύστημα, που έχει σχεδιασθεί για την αντιμετώπιση των ζημιογόνων για τα συμφέροντα των δικαιούχων συνεπειών από τη μαζική ανάπτυξη αυτού του είδους αντιγραφής.

37.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το σύστημα συνάδει, κατ’ αρχήν, προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική επιβάρυνση του τέλους μπορεί να επιρρίπτεται στον αγοραστή του εξοπλισμού. Εντούτοις, μόνον θεωρώντας την ως θεωρητικό έρεισμα του συστήματος του προβλεπόμενου τέλους επί των εν λόγω εξοπλισμών το Δικαστήριο αναφέρθηκε, προκειμένου να καταλήξει σ’ αυτή τη διαπίστωση, στην αρχή, κατά την οποία ο χρήστης που μπορεί να πραγματοποιεί ιδιωτικές αντιγραφές, δηλαδή ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποκτήσει έναν εξοπλισμό που καθιστά δυνατή την πραγματοποίηση τέτοιων αντιγραφών, είναι αυτός που πρέπει να θεωρείται ως οφειλέτης της αποζημιώσεως.

38.      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το ίδιο το περιεχόμενο του κανόνα «ο χρήστης πληρώνει» όπως έχει διαμορφωθεί και χρησιμοποιείται από το Δικαστήριο. Κατ’ αυτόν τον κανόνα, ο χρήστης πρέπει «κατ’ αρχήν να θεωρείται ως ο οφειλέτης της […] αποζημιώσεως» (25). Η επιφύλαξη «κατ’ αρχήν» δείχνει, κατά τη γνώμη μου, καθαρά ότι πρόκειται εδώ για μια θεωρητική αρχή, η οποία,, «στην πράξη», εφαρμόζεται πάντοτε στο πλαίσιο ενός συστήματος τελών που επιβάλλονται επί των ηλεκτρονικών εξοπλισμών.

39.      Αυτό το θεωρητικό έρεισμα επέτρεψε στη συνέχεια στο Δικαστήριο να καθορίσει ορισμένους κανόνες σε σχέση με τη λειτουργία του συστήματος της αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, με την απόφαση Padawan, το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα επιβολής αυτού του τέλους σε εξοπλισμούς που δεν μπορούν να χρησιμεύουν για την πραγματοποίηση ιδιωτικών αντιγραφών. Με την απόφαση Stichting de Thuiskopie, συνήγαγε από αυτό το έρεισμα τον κανόνα ότι το τέλος πρέπει να καταβάλλεται εντός του κράτους μέλους της κατοικίας του τελικού χρήστη του εξοπλισμού. Με την απόφαση Copydan Båndkopi, δέχθηκε την επιβολή του τέλους λόγω των πραγματοποιούμενων αντιγραφών επί του εξοπλισμού που ανήκει σε τρίτο (26).

40.      Αντιθέτως, δεδομένου ότι η αρχή ότι ο χρήστης είναι οφειλέτης της αποζημιώσεως δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά γράμμα για τους λόγους που μνημονεύονται στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, δεν μπορεί αυτή να περιβάλλεται με ιδία νομική ισχύ. Δεν μπορεί να λειτουργεί παρά μόνο στο πλαίσιο ενός συστήματος χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής που χρηματοδοτείται μέσω τέλους επιβαλλόμενου επί των εξοπλισμών που μπορούν να χρησιμεύουν για τέτοιες αντιγραφές, επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, όπως έχει αυτό ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Εξάλλου, από τη μελέτη της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου γίνεται αντιληπτό ότι η αρχή αυτή εμφανίζεται πάντοτε όχι ως μια ανεξάρτητη νομική διαπίστωση, αλλά ως στοιχείο ενός συλλογισμού που καταλήγει στην επιβεβαίωση του συστήματος του τέλους. Κάθε αντίληψη αυτής της νομολογίας που θα έτεινε να προσδώσει στην εν λόγω αρχή γενικότερο περιεχόμενο, το οποίο θα απέκλειε άλλα συστήματα χρηματοδοτήσεως, θα ήταν αντίθετο προς τη διήκουσα το σκεπτικό του Δικαστηρίου λογική και θα υπερέβαινε το πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν.

41.      Επομένως, δεν νομίζω ότι μπορεί ευλόγως να συναχθεί από τη σχετική με την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής νομολογία του Δικαστηρίου ότι μπορεί στο ενωσιακό δίκαιο, ειδικότερα δε με έρεισμα το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, να υφίσταται μια γενική αρχή, κατά την οποία η αποζημίωση λόγω αυτής της εξαιρέσεως πρέπει αναγκαίως να χρηματοδοτείται από τους χρήστες που απολαύουν αυτής, ώστε, ουσιαστικά, το μόνο δυνατό σύστημα χρηματοδοτήσεως αυτής της αποζημιώσεως να είναι το σύστημα του τέλους που επιβάλλεται επί του ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Εξάλλου, έχω τη γνώμη ότι ούτε είναι ευκταίος, για πρακτικούς λόγους που συνδέονται με το σημερινό στάδιο της τεχνολογικής εξελίξεως, ο καθορισμός αυτού του τέλους ως μόνου συστήματος χρηματοδοτήσεως.

 Η λειτουργία του συστήματος του τέλους και η αμφισβήτησή του στο ψηφιακό περιβάλλον

42.      Κατά το χρονικό σημείο της θεσπίσεώς του, το σύστημα του τέλους στηριζόταν στην προκείμενη ότι οι χρήστες που είχαν αποκτήσει υποστρώματα εγγραφής και ηλεκτρονικούς εξοπλισμούς έκαναν πράγματι χρήση αυτών για την πραγματοποίηση αντιγραφών στο πλαίσιο της ιδιωτικής χρήσεως των έργων. Στην αναλογική εποχή, αυτή η προκείμενη δεν απείχε από την πραγματικότητα (27). Επομένως, το τέλος που προοριζόταν για τη χρηματοδότηση της αποζημιώσεως λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής εβάρυνε στην πραγματικότητα, με ελάχιστες αποκλίσεις, αυτούς που απολάμβαναν αυτή την εξαίρεση.

43.      Η εμφάνιση της ψηφιακής τεχνολογίας μετέβαλε άρδην αυτό το τοπίο. Πρώτον, το ψηφιακό σημαίνει τη σύγκλιση των μορφοτύπων. Εφεξής, το παν – το κείμενο, ο ήχος, οι εικόνες – εμφανίζεται στο ίδιο ψηφιακό μορφότυπο και μπορεί επομένως να εγγραφεί με τους ίδιους εξοπλισμούς και στο ίδιο υπόστρωμα. Έτσι, ένας υπολογιστής και ένα CD-ROM μπορούν να χρησιμεύουν για την εγγραφή τόσο ιδιωτικών εγγράφων, οικογενειακών φωτογραφιών ή μιας προσωπικής βάσεως δεδομένων όσο και ενός βιβλίου σε ψηφιακό μορφότυπο, μιας μουσικής εγγραφής ή ενός κινηματογραφικού έργου. Δεύτερον, η μικρογράφηση και η πτώση των τιμών των ηλεκτρονικών εξοπλισμών, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του διαδικτύου, κατέστησε δυνατή μια πολύ σημαντική αύξηση της παραγωγής του περιεχομένου με ιδιωτικό χαρακτήρα, που δεν υπάγεται στις διέπουσες το δικαίωμα του δημιουργού διατάξεις, και την πολύ ευρεία διάδοσή της.

44.      Έτσι, σε μια εποχή, όπου κάθε ηλεκτρονικός εξοπλισμός είναι στην πραγματικότητα υπολογιστής που έχει συγχρόνως λειτουργίες δημιουργίας και εγγραφής του γραπτού και οπτικοακουστικού περιεχομένου και πολλές άλλες ποικίλες λειτουργίες, η ορθότητα της προκείμενης ότι ο αγοραστής ενός τέτοιου εξοπλισμού θα πραγματοποιεί πιθανόν αντιγραφές προστατευομένων από το δικαίωμα του δημιουργού έργων τίθεται σοβαρά υπό αμφισβήτηση. Βεβαίως, το σύστημα του τέλους δικαιολογείται από το πλάσμα δικαίου ότι ο αποκτών έναν ηλεκτρονικό εξοπλισμό λογίζεται ότι θα χρησιμοποιεί όλες τις λειτουργικότητες αυτού του εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων αυτών που χρησιμεύουν για την αντιγραφή του περιεχομένου που μπορεί να προστατεύεται από το δικαίωμα του δημιουργού. Το ίδιο το Δικαστήριο το έχει ρητώς υπογραμμίσει (28). Εντούτοις, κάθε πρόσωπο που έχει χρησιμοποιήσει έναν ηλεκτρονικό εξοπλισμό γνωρίζει μέχρι ποιου σημείου αυτό το τεκμήριο έχει σχέση όχι με την πραγματικότητα, αλλά με αυτό ακριβώς το πλάσμα.

45.      Στην πραγματικότητα, αποκτώντας ένα εξοπλισμό που επιβαρύνεται με το τέλος για ιδιωτική αντιγραφή, ο χρήστης μπορεί τόσο να πραγματοποιεί μαζικά τέτοιες εγγραφές όσο και να μη πραγματοποιεί καμία και να χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό είτε για να παράγει, εγγράφει και διανέμει ένα περιεχόμενο που δεν άπτεται του δικαιώματος του δημιουργού είτε για σκοπούς τελείως άσχετους με οποιαδήποτε διανοητική δημιουργία. Είναι επομένως αδύνατο να προβλέπεται η πραγματική χρήση που θα κάνει ο χρήστης με ένα δεδομένο εξοπλισμό. Αυτό που μπορούμε το πολύ να κάνουμε είναι να εκτιμήσουμε την πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί ένα μέρος των εξοπλισμών ενός συγκεκριμένου τύπου για την πραγματοποίηση ιδιωτικών αντιγραφών και να κατανείμουμε το τέλος επί του συνόλου αυτής της κατηγορίας εξοπλισμών σε συνάρτηση με αυτή την εκτίμηση. Επομένως, το σύστημα αποζημιώσεως που στηρίζεται στο τέλος προσεγγίζει μάλλον ένα σύστημα επιμερισμού, όπου το σύνολο των αγοραστών τέτοιων εξοπλισμών υφίσταται ένα σχετικώς ασήμαντο τέλος, το οποίο χρησιμεύει στη συνέχεια για τη χρηματοδότηση της αποζημιώσεως λόγω της ζημίας που προκλήθηκε από ένα μέρος μόνον αυτών των αγοραστών (29). Αυτός ο καταμερισμός διαπιστώνεται εξάλλου και από την πλευρά των δικαιούχων. Πράγματι, τα έσοδα που προέρχονται από το σύνολο των τελών που επιβάλλονται συγκεντρώνονται στο επίπεδο των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως, κατόπιν δε κατανέμονται μεταξύ όλων των δικαιούχων βάσει κριτηρίου καθοριζόμενου από αυτές (ή ακόμη, σε ορισμένα κράτη μέλη, από τον νόμο). Επομένως, αυτό το σύστημα απομακρύνεται πολύ από ένα σύστημα καταβολής αποζημιώσεως από τον ζημιώσαντα, κλασσικό στο αστικό δίκαιο.

46.      Το σύστημα του τέλους δεν εξασφαλίζει ούτε μια τέλεια συνοχή στην εσωτερική αγορά. Πρώτον, δεδομένου ότι η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής είναι προαιρετική, ορισμένα κράτη μέλη δεν την προβλέπουν στο νομικό τους σύστημα, άλλα δε δεν έχουν θεσπίσει σύστημα αποζημιώσεως (30). Δεύτερον, ακόμη και εντός των κρατών μελών στα οποία προβλέπεται το τέλος, δεν εισπράττεται αυτό με εναρμονισμένο τρόπο. Όσον αφορά τον συντελεστή του, μπορεί αυτός να κυμαίνεται από ένα έως πενήντα για έναν όμοιο τύπο εξοπλισμού (31). Το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά τη βάση επιβολής αυτού του τέλους, διότι αυτό επιβάλλεται επί διαφόρων κατηγοριών εξοπλισμού εντός διαφορετικών κρατών μελών.

47.      Η τεχνολογική ανάπτυξη, ολονέν και ταχύτερη, θέτει το σύστημα του τέλους λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής ενώπιον νέων προκλήσεων (32). Το τέλος που επιβάλλεται επί των εξοπλισμών που μπορούν να χρησιμεύουν για την πραγματοποίηση αντιγραφών προστατευομένων έργων και το οποίο προορίζεται για τη χρηματοδότηση της αποζημιώσεως λόγω της υφιστάμενης από τους δικαιούχους ζημίας συνεπεία αυτών των αντιγραφών αποτελεί μια ιδιάζουσα λύση που αντιστοιχεί σε κάποιο στάδιο της εξελίξεως των τεχνολογιών (33). Σήμερα, δεδομένου ότι η εξέλιξη αυτή συνεχίζεται, η νομιμότητα και η αποτελεσματικότητα του συστήματος του τέλους τίθενται υπό αμφισβήτηση σε πολλά κράτη μέλη και γίνονται σκέψεις για την αναζήτηση υποκατάστατων λύσεων (34). Δεν νομίζω ότι είναι ευκταίο να περιορισθεί, ή ακόμα να αποκλεισθεί, μια τέτοια προβληματική εν ονόματι της αρχής «ο χρήστης πληρώνει» η οποία, εν πάση περιπτώσει, όπως το κατέδειξα ανωτέρω, ανάγεται στον χώρο του αμιγούς νομικού πλάσματος στο παρόν στάδιο της τεχνολογικής εξελίξεως.

 Η χρηματοδότηση της αποζημιώσεως από τον κρατικό προϋπολογισμό

48.      Μεταξύ των άλλων δυνατών λύσεων, απαντάται η χρηματοδότηση της αποζημιώσεως λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής απ’ ευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, αυτός ο τρόπος χρηματοδοτήσεως υιοθετήθηκε όχι μόνο στην Ισπανία, αλλά και στην Εσθονία, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία.

49.      Κατά την ανάλυση του συμβατού ενός τέτοιου συστήματος προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, όπως έχει αυτό ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν πρέπει αυτό να θεωρηθεί ως μια μετάλλαξη του συστήματος του τέλους, στο οποίο το εν λόγω τέλος, το οποίο επιβαρύνει μόνο τα πρόσωπα που μπορούν να πραγματοποιούν ιδιωτικές αντιγραφές, αντικαθίσταται απλώς από μια εισφορά όλων των φορολογουμένων, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων, που δεν απολαύουν της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, και των προσώπων που ουδέποτε απέκτησαν εξοπλισμό υπαγόμενο σ’ αυτό το τέλος.

50.      Είναι αληθές ότι τα έσοδα του προϋπολογισμού προέρχονται ως επί το πλείστον από άμεσους και έμμεσους φόρους που καταβάλλει το σύνολο των φορολογουμένων. Οι φόροι αυτοί εισπράττονται από το κράτος επί τη βάσει ενός δικαιώματος που αποτελεί ανέκαθεν μία από τις κυριότερες προνομίες της δημόσιας εξουσίας. Στη συνέχεια, το κράτος, δυνάμει του ίδιου δικαιώματος που αντλείται από την κυριαρχία του, αποφασίζει για τη διάθεση των κεφαλαίων που έχουν συγκεντρωθεί με αυτόν τον τρόπο. Είναι επομένως ακριβές ότι όλοι οι φορολογούμενοι συμμετέχουν στη χρηματοδότηση όλων των δαπανών του κράτους. Εντούτοις, δεν υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του καταβαλλόμενου φόρου από ένα συγκεκριμένο φορολογούμενο και μιας από τις δαπάνες του προϋπολογισμού, διότι ο ενδιάμεσος χαρακτήρας του προϋπολογισμού θραύει ακριβώς αυτόν τον σύνδεσμο. Υπάρχει μόνον η είσπραξη του φόρου, αφενός, και οι δαπάνες του προϋπολογισμού, αφετέρου. Τα διάφορα έσοδα του προϋπολογισμού δεν διατίθενται για την κάλυψη των συγκεκριμένων δαπανών και, ομοίως, ο φορολογούμενος δεν μπορεί να αντιταχθεί στο να διατίθεται το χρήμα «του» για την κάλυψη της χρηματοδοτήσεως μιας συγκεκριμένης δαπάνης.

51.      Επομένως, όσον αφορά ειδικότερα την παρούσα υπόθεση, δεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ των φόρων που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι, περιλαμβανομένων αυτών που, όπως τα νομικά πρόσωπα, δεν μπορούν να τύχουν της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, αφενός, και της χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως λόγω αυτής της εξαιρέσεως από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, αφετέρου. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική, μόνον αν θεσπιζόταν ένας ειδικός φόρος ή ένα ειδικό τέλος για τους σκοπούς της χρηματοδοτήσεως, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση του επίμαχου στην κύρια δίκη ισπανικού συστήματος.

52.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η χρηματοδότηση της αποζημιώσεως από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό δεν είναι αντίθετη στις αρχές που έχουν συναχθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση Padawan (35), διότι πρόκειται όχι για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του τέλους σε όλους τους φορολογούμενους, αλλά για ένα σύστημα χρηματοδοτήσεως που στηρίζεται σε μια διαφορετική λογική. Ομοίως, δεν βλέπω κατά τι αυτό το σύστημα θα μπορούσε να είναι αντίθετο προς το γράμμα της οδηγίας 2001/29. Πράγματι, η οδηγία αυτή δεν ρυθμίζει τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, αρκεί δε η αποζημίωση αυτή να είναι δίκαιη. Το τελευταίο αυτό σημείο θα εξετασθεί στο πλαίσιο της αναλύσεως του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.

 Απάντηση στο πρώτο ερώτημα

53.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει τη χρηματοδότηση από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό της δίκαιης αποζημιώσεως που μνημονεύεται σ’ αυτό.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

54.      Με το δεύτερο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να καθορίζεται το μνημονευόμενο σ’ αυτό ύψος της αποζημιώσεως εντός των δημοσιονομικών ορίων που τίθενται εκ των προτέρων για κάθε οικονομικό έτος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, για τους σκοπούς αυτού του καθορισμού, το ύψος της ζημίας που εκτιμάται ότι υπέστησαν οι δικαιούχοι. Το εσωτερικό νομικό και πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου υποβάλλεται αυτό το ερώτημα είναι το ακόλουθο.

55.      Πρώτον, όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 20/2011 (36), καθώς και το βασιλικό διάταγμα 1657/2012 (37), ορίζουν ότι η αποζημίωση λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής υπολογίζεται επί τη βάσει εκτιμήσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους δικαιούχους. Εντούτοις, κατά το ίδιο βασιλικό διάταγμα 1657/2012 (38), το ποσό της αποζημιώσεως καθορίζεται με υπουργική απόφαση «εντός των ορίων του προϋπολογισμού που τίθενται για κάθε οικονομικό έτος». Πρέπει να υπομνησθεί ότι το βασιλικό διάταγμα 1657/2012 είναι αυτό ακριβώς που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης. Δεν συμμερίζομαι την αμφιβολία που φαίνεται να τρέφει η Επιτροπή ως προς τη λυσιτέλεια του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος για τη διαφορά της κύριας δίκης. Πράγματι, εφόσον το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει το κύρος του βασιλικού διατάγματος 1657/2012, πρέπει να το πράξει τόσο έχοντας υπόψη το εσωτερικό δίκαιο, ζήτημα που δεν μας απασχολεί εδώ, όσο και έχοντας υπόψη το ενωσιακό δίκαιο.

56.      Δεύτερον, όσον αφορά το πραγματικό πλαίσιο, οι διάδικοι της κύριας δίκης εκθέτουν ότι κατά τα έτη που ακολούθησαν τη θέσπιση της αποζημιώσεως που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό τα παρεχόμενα γι’ αυτή την αποζημίωση ποσά ανέρχονταν σε πλέον των 8,6 εκατομμυρίων ευρώ για τη χρήση 2013 και σε 5 εκατομμύρια ευρώ για τη χρήση 2014, ενώ η ζημία που υπέστησαν οι δικαιούχοι εκτιμήθηκε, αντιστοίχως, σε 18,7 εκατομμύρια ευρώ και σε 15,2 εκατομμύρια ευρώ.

57.      Πρέπει επομένως να εξετασθεί διεξοδικώς αν, δυνάμει της οδηγίας 2001/29, το κράτος μέλος που αποφασίζει να θεσπίσει την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής και να χρηματοδοτεί την αποζημίωση λόγω αυτής της εξαιρέσεως μέσω του κρατικού προϋπολογισμού μπορεί θεμιτώς να περιορίζει το ύψος αυτής της αποζημιώσεως, ώστε να μη καλύπτει πλήρως, ούτε καν κατά το μεγαλύτερο μέρος, τη ζημία που εκτιμάται ότι υπέστησαν οι δικαιούχοι συνεπεία της εν λόγω εξαιρέσεως.

58.      Για να δοθεί απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, δεν θα διστάσω να αναφερθώ στη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής (39). Βεβαίως, θεωρώ ότι, όπως το ανέπτυξα στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, η νομολογία αυτή, στον βαθμό που αφορά τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, έχει σημασία, μόνον εφόσον υφίσταται ένα σύστημα τέλους. Αντιθέτως, οι νομολογιακές αρχές που αφορούν το αποτέλεσμα, δηλαδή τον επιθυμητό από τον νομοθέτη σκοπό της αποζημιώσεως, είναι ανεξάρτητες από τον τρόπο χρηματοδοτήσεως αυτής της αποζημιώσεως και μπορούν επομένως να εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε μια αποζημίωση που χρηματοδοτείται με άλλα μέσα.

59.      Από τη νομολογία αυτή απορρέει, πρώτον, ότι η έννοια της δίκαιης αποζημιώσεως κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 είναι αυτοτελής έννοια του ενωσιακού δικαίου (40). Οι δύο όροι που σχηματίζουν αυτή την έννοια πρέπει να ερμηνεύονται συνεκτικά σε όλα τα κράτη μέλη. Ιδίως, όσον αφορά τον όρο «δίκαιη», ένα κράτος μέλος δεν μπορεί θεμιτώς να θεωρεί δίκαιη μια αποζημίωση, η οποία δεν πληροί ορισμένα κριτήρια που καθορίζονται, μεταξύ άλλων, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την ερμηνεία της ως άνω διατάξεως της οδηγίας 2001/29.

60.      Δεύτερον, έχει κριθεί ότι η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής πρέπει να περιλαμβάνει ένα σύστημα που να έχει ως σκοπό την αποζημίωση των δικαιούχων για τη ζημία που υπέστησαν λόγω αυτής της εξαιρέσεως (41). Επομένως, η δίκαιη αποζημίωση πρέπει να θεωρείται ως το αντιστάθμισμα της ζημίας που υπέστησαν οι δικαιούχοι και να υπολογίζεται σε συνάρτηση με αυτή τη ζημία (42).

61.      Τρίτον, τέλος, η υποχρέωση ανορθώσεως της επελθούσας λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής ζημίας είναι υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, η οποία βαρύνει το κράτος μέλος που θέσπισε αυτή την εξαίρεση (43).

62.      Αυτό το κράτος μέλος δεν εκπληρώνει επομένως την απορρέουσα από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 υποχρέωσή του, αν δεν προβλέπει ένα σύστημα που αποζημιώνει πραγματικά τον δικαιούχο για τη ζημία που υπέστη λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής στο ύψος αυτής της ζημίας, που εκτιμάται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν εν προκειμένω στο εν λόγω κράτος μέλος. Η αποζημίωση αυτή πρέπει τότε αναγκαίως να υπολογίζεται με βάση την εκτιμώμενη ζημία και δεν μπορεί να εξαρτάται από καθοριζόμενα εκ των προτέρων όρια σε χαμηλότερο επίπεδο.

63.      Σε ένα σύστημα, που στηρίζεται στο τέλος το οποίο επιβάλλεται επί των εξοπλισμών που καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση ιδιωτικών αντιγραφών, μπορεί να θεωρηθεί ότι η ζημία που υφίστανται οι δικαιούχοι αποτελεί συνάρτηση, τουλάχιστον εν μέρει, του αριθμού των πωλούμενων εξοπλισμών. Επομένως, οι διακυμάνσεις του ύψους του ποσού που εισπράττεται λόγω του τέλους δεν θέτουν εν αμφιβόλω τον δίκαιο χαρακτήρα, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, της αποζημιώσεως, διότι οι διακυμάνσεις αυτές αντανακλούν τις διακυμάνσεις του ύψους της ζημίας.

64.      Σε ένα σύστημα, όπου η αποζημίωση χρηματοδοτείται απ’ ευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, αυτή η αυτόματη διακύμανση δεν ισχύει. Το ύψος της καταβαλλόμενης στους δικαιούχους αποζημιώσεως θα έπρεπε επομένως, κατ’ αρχήν, να αντιστοιχεί στο ύψος της εκτιμώμενης ζημίας που υπέστησαν αυτοί λόγω της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής.

65.      Συναφώς, δεν πείθομαι από τα επιχειρήματα που προβάλλονται από την Ισπανική Κυβέρνηση, κατά τα οποία ο περιορισμός των κεφαλαίων που προβλέπονται για την πληρωμή της αποζημιώσεως λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής κάτω του εκτιμούμενου ύψους της ζημίας που υπέστησαν οι δικαιούχοι είναι εγγενής στο σύστημα δημοσιονομικού σχεδιασμού.

66.      Πρώτον, σε ένα σύγχρονο κράτος, η πλειονότητα των δαπανών του προϋπολογισμού προκύπτουν από τις κατά νόμο υποχρεώσεις, χωρίς να είναι προβλέψιμο το ακριβές ύψος αυτών των δαπανών κατά τον χρόνο ψηφίσεως του δημοσιονομικού νόμου. Παρά ταύτα, δεν είναι νομικώς δυνατό να μη πραγματοποιηθούν αυτές οι πληρωμές, το δε δημοσιονομικό σύστημα περιέχει τεχνικές που καθιστούν δυνατή την ανταπόκριση σ’ αυτές τις υποχρεώσεις.

67.      Δεύτερον, μολονότι είναι αληθές ότι οι δαπάνες του προϋπολογισμού πρέπει να προβλέπονται εξ αρχής, οι προβλέψεις αυτές πρέπει να γίνονται επί τη βάσει επακριβών και αξιόπιστων στοιχείων. Προς τούτο, είναι δυνατό, μεταξύ άλλων, να λαμβάνεται ως έρεισμα το ύψος της αντίστοιχης δαπάνης της προηγούμενης χρήσεως (44).

68.      Στη συνέχεια, όσον αφορά το επιχείρημα της ίδιας κυβερνήσεως που αντλείται από την αρχή της υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής, αρκεί να υπομνησθεί ότι η ίδια αυτή αρχή απαιτεί να πραγματοποιείται μελέτη για την οικονομική και δημοσιονομική επίπτωση κάθε νέας νομοθεσίας. Αν είχε πραγματοποιηθεί μια τέτοια μελέτη πριν από την τροποποίηση του συστήματος χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής, οι ισπανικές αρχές θα γνώριζαν τα αναγκαία ποσά για την εξασφάλιση μιας δίκαιης αποζημιώσεως.

69.      Είναι επομένως, κατά τη γνώμη μου απολύτως δυνατό να εξασφαλίζεται δίκαιη αποζημίωση, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό. Εντούτοις, η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να υπόκειται σε εκ των προτέρων και αυστηρώς καθοριζόμενα όρια σε επίπεδο που δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη το ύψος της ζημίας που υπέστησαν οι δικαιούχοι, όπως αυτό εκτιμάται κατά τους εν προκειμένω εφαρμοστέους κανόνες του εσωτερικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

70.      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να καθορίζεται το μνημονευόμενο σ’ αυτό ύψος της αποζημιώσεως εντός των δημοσιονομικών ορίων που τίθενται εκ των προτέρων για κάθε οικονομικό έτος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, για τους σκοπούς αυτού του καθορισμού, το ύψος της ζημίας που εκτιμάται ότι υπέστησαν οι δικαιούχοι.

 Πρόταση

71.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal Supremo ως εξής:

1)         Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει τη χρηματοδότηση από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό της δίκαιης αποζημιώσεως που μνημονεύεται σ’ αυτό.

2)         Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να καθορίζεται το μνημονευόμενο σ’ αυτό ύψος της αποζημιώσεως εντός των δημοσιονομικών ορίων που τίθενται εκ των προτέρων για κάθε οικονομικό έτος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, για τους σκοπούς αυτού του καθορισμού, το ύψος της ζημίας που εκτιμάται ότι υπέστησαν οι δικαιούχοι.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Διακήρυξη που υιοθετήθηκε στο Παρίσι στις 10 Δεκεμβρίου 1948 με το ψήφισμα 217 A (III) της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών.


3 –      Η αντιστοιχία που υφίσταται μεταξύ του άρθρου 27 της εν λόγω Διακηρύξεως και της ιδιωτικής αντιγραφής σημειώθηκε από τη Marcinkowska, J., «Dozwolony użytek w prawie autorskim. Podstawowe zagadnienia», Κρακοβία 2004. Βλ. επίσης, ως προς τη σχέση μεταξύ του δικαιώματος συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή και του δικαιώματος του δημιουργού, Matczuk, J., «Prawo do kultury v. prawo autorskie – nieuchronny konflikt czy nadzieja na koncyliację?», Prace z prawa własności intelektualnej, 2015, τεύχος 127, σ. 36 έως 51.


4 –      ΕΕ L 167, σ. 10.


5 –      Ως προς την αντικατάσταση, στην Ισπανία, του επίμαχου τέλους από μια αποζημίωση που βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους, βλ, μεταξύ άλλων, Xalabarder, R., «The abolishment of copyright levies in Spain. A consequence of Padawan?», Tijdschrift voor auteurs-, media- & informatierecht, αριθ. 6/2012, σ. 259 έως 262.


6 –      Artistas Intérpretes, Sociedad de Gestión (AISGE), Centro Español de Derechos Reprográficos (CEDRO), καθώς και Sociedad General de Autores y Editores (SGAE), Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI) και Entidad de Gestión, Artistas, Intérpretes o Ejecutantes, Sociedad de Gestión de España (AIE).


7 –      Τόσο αυτές που υποστηρίζουν τις προσφεύγουσες όσο και αυτή που υποστηρίζει την καθής.


8 –      Το Βασίλειο της Νορβηγίας δεσμεύεται από την οδηγία 2001/29 ως κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.


9 –      Λαμβάνοντας ως παράδειγμα αυτό που μου είναι πιο οικείο, αυτό του πολωνικού δικαίου, η εν λόγω εξαίρεση, με τη σημερινή της ονομασία «επιτρεπόμενη ιδιωτική αντιγραφή («dozwolony użytek prywatny»), υφίστατο ήδη στη σχετική με το δικαίωμα του δημιουργού νομοθεσία, που ήταν εφαρμοστέα σε διάφορα μέρη του πολωνικού κράτους μετά την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας το 1918: ο αυστριακό νόμος του 1895, οι γερμανικοί νόμοι του 1901 και του 1907, καθώς και ο ρωσικός νόμος του 1911. Η εξαίρεση αυτή απαντά στη συνέχεια στον πολωνικό νόμο για το δικαίωμα του δημιουργού του 1926 (άρθρο 18), σ’ αυτόν του 1952 (άρθρο 22) και σ’ αυτόν του 1994, που είναι ο σήμερα ισχύων (άρθρο 23). Βλ. Sokołowska, D., «Dozwolony użytek prywatny utworów – głos w dyskusji na temat zmiany paradygmatu», Prace z prawa własności intelektualnej, 2013, τεύχος 121, σ. 20 έως 45.


10 –      Εξυπακούεται ότι εδώ κάνω λόγο μόνο για τη θεμιτή χρήση ενός θεμιτώς αποκτηθέντος έργου.


11 –      Ως προς τη γένεση και τις θεωρητικές πτυχές της εξαιρέσεως της ιδιωτικής αντιγραφής, βλ., παραδείγματος χάριν, More, K., «Les dérogations au droit d’auteur. L’exception de copie privée», Presses Universitaires de Rennes 2009, σ. 33 επ., Preussner-Zamorska, J., σε Barta, J. (επιμέλεια), «System prawa prywatnego. Prawo autorskie», 2η έκδ., Βαρσοβία 2007, σ. 381 επ., Stanisławska‑Kloc, S., σε Flisak, D. (επιμέλεια), «Prawo autorskie i prawa pokrewne. Komentarz Lex», Βαρσοβία 2015, σ. 343 επ., και Vivant, M., Bruguière, J.-M., «Droit d’auteur et droits voisins», 2η έκδ., Dalloz 2013,σ. 486 επ.


12 –      Η αποζημίωση λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής αποτελεί συνήθως μέρος όχι των διατάξεων που αφορούν τους περιορισμούς ή τις εξαιρέσεις από τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους δημιουργούς και στους άλλους δικαιούχους, αλλά της σχετικής με αυτά τα δικαιώματα ρυθμίσεως (βλ., παραδείγματος χάριν, τα άρθρα 25 και 31 του ισπανικού νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία, τα άρθρα L.122-5 και L.311-1 του γαλλικού Κώδικα Πνευματικής Ιδιοκτησίας ή τα άρθρα 20 και 23 του πολωνικού νόμου για το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα). Το ευεργέτημα αυτής της εξαιρέσεως δεν εξαρτάται επομένως ούτε από την καταβολή της αποζημιώσεως από τον χρήστη ούτε από τη λήψη της από τον δικαιούχο. Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, Preussner-Zamorska, J.,όπ.π., σ. 414


13 –      Βλ., μεταξύ άλλων, Astier, H., «La copie privée. Deux ou trois choses que l’on sait d’elle», Revue internationale du droit d’auteur, 1986, n° 128, σ. 113 έως 145, Machała, W., «Dozwolony użytek utworów w prawie europejskim i w ustawie o prawie autorskim», Państwo i prawo, n° 12/2004, σ. 16 έως 33, Marcinkowska, J., όπ.π., σ. 219 επ., και Vivant, M., Bruguière, J.-M., όπ.π., σ. 416.


14 –      Χρησιμοποιώ τον όρο «εξαίρεση» για λόγους ευκολίας, αλλά η οδηγία 2001/29 δεν αίρει την αμφιβολία που μνημονεύθηκε στο σημείο 15 των παρουσών προτάσεων, διότι κάνει λόγο για «εξαιρέσεις και περιορισμούς» χωρίς διάκριση.


15 –      Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνει προ πάντων δύο «θεμελιώδεις» αποφάσεις: τις αποφάσεις Padawan, (C‑467/08, EU:C:2010:620) και Stichting de Thuiskopie (C‑462/09, EU:C:2011:397). Συμπληρώθηκε στη συνέχεια με τις αποφάσεις VG Wort κ.κπ. (C‑457/11 έως C‑460/11, EU:C:2013:426), Amazon.com International Sales κ.λπ. (C‑521/11, EU:C:2013:515), ACI Adam κ.λπ. (C‑435/12, EU:C:2014:254); Copydan Båndkopi (C‑463/12, EU:C:2015:144) και, εσχάτως, Hewlett-Packard Belgium, (C‑572/13, EU:C:2015:750).


16 –      Πράγμα που επιβεβαιώνει επίσης το Δικαστήριο. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 37).


17 –      Βλ. απόφαση Stichting de Thuiskopie (C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψη 23). Βλ. επίσης, κατ’ αυτή την έννοια, Karapapa, S., «Padawan v SGAE: a right to private copy?», European Intellectual Property Review, 2011, τόμος 33, αριθ. 4, σ. 252 έως 259.


18 –      Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, Vivant, M., Bruguière, J.-M., όπ.π., σ. 416.


19 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ L 376, σ. 28).


20 –      Απόφαση Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψεις 38 έως 45).


21 –      C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψεις 23 έως 29 και σημείο 1 του διατακτικού.


22 –      Θα ήταν πράγματι επίσης δυνατό να ανευρίσκονται σ’ αυτή επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης απόψεως από αυτή που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, όπως στη σκέψη 37 της αποφάσεως Padawan, κατά την οποία, μολονότι η ίδια η έννοια της δίκαιης αποζημιώσεως πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα, η οδηγία 2001/29 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη «τη[ν] ευχέρεια[…] να καθορίζουν […] τη μορφή, τις λεπτομέρειες χρηματοδοτήσεως και εισπράξεως και το ύψος της ως άνω […] αποζημιώσεως», ή ακόμη στη σκέψη 23 της αποφάσεως Stichting de Thuiskopie, κατά την οποία «διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2001/29 δεν ρυθμίζουν ρητώς το ζήτημα ποιος πρέπει να καταβάλει την εν λόγω αποζημίωση, οπότε τα κράτη μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια για να καθορίσουν ποιος πρέπει να καταβάλει τη δίκαιη αυτή αποζημίωση» (η υπογράμμιση δική μου).


23 –      Βλ., όσον αφορά την περιγραφή της διαφοράς της κύριας δίκης και τις αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου, απόφαση Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 17), και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak σ’ αυτή την υπόθεση (C‑467/08, EU:C:2010:264, σημείο 21).


24 –      Απόφαση Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψεις 46 έως 49).


25 –      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 45) και Stichting de Thuiskopie (C‑462/09, EU:C:2011:397, σημείο 1 του διατακτικού).


26 –      Απόφαση Copydan Båndkopi (C‑463/12, EU:C:2015:144, σημείο 8 του διατακτικού).


27 –      Χάριν παραδείγματος, μελέτες που διεξήχθησαν στη Γαλλία το 1982 και το 1983, πριν από τη θέσπιση του τέλους για την ιδιωτική αντιγραφή, κατέδειξαν ότι 90 % των κενών κασετών ήχου και βιντεοκασετών χρησιμοποιούνταν για την εγγραφή αντιγράφων έργων που προστατεύονταν από το δικαίωμα του δημιουργού (βλ. Astier, H., όπ.π., σ. 114).


28 –      Απόφαση Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 55).


29 –      Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, Marino, L., «La (discutable) logique de la redevance pour copie privée», SJEG, αριθ. 50 (2010), σ. 2346 έως 2349. Κατά τον Lucas, A., «Les dits et les non-dits de la copie privée», Propriétés intellectuelles, αριθ. 43 (2012) σ. 232 έως 239, η αρχή του επιμερισμού τέθηκε υπό αμφισβήτηση από το Δικαστήριο με την απόφασή του Padawan, εφόσον απέκλεισε την επιβολή του τέλους επί του εξοπλισμού που προορίζεται για επαγγελματικούς σκοπούς, Εντούτοις, ακόμη και η ιδιωτική χρήση αυτών των εξοπλισμών δεν σημαίνει αυτομάτως ότι κάθε χρήστης πραγματοποιεί ιδιωτικές αντιγραφές. Μπορεί επομένως, κατά τη γνώμη μου, να γίνεται πάντοτε λόγος για ένα σύστημα επιμερισμού.


30 –      Πρόκειται, μεταξύ άλλων, κατά τις πληροφορίες μου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Ιρλανδία, η Κυπριακή Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και η Δημοκρατία της Μάλτας. Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας εισήγαγε μια εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής το 2014, χωρίς να προβλέψει αποζημίωση [The Copyright and Rights in Performances (Personal Copies for Private Use) Regulations 2014]. Εν τοις πράγμασι, θεωρείται ότι η προκαλούμενη στους δικαιούχους ζημία είναι ασήμαντη, πράγμα που δεν γεννά υποχρέωση αποζημιώσεως κατά την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29. Εξάλλου, πρόκειται για τη νομιμότητα μιας τρέχουσας πρακτικής των καταναλωτών, η οποία έχει ήδη ενσωματωθεί από τους δικαιούχους στην τιμή των έργων που ανακοινώνονται στο κοινό (βλ. Cameron, A., «Copyright exceptions for the digital age: new rights of private copying, parody and quotation», Journal of Intellectual Property Law & Practice, 2014, τόμος 9, αριθ. 12, σ. 1002 έως 1007).


31 –      Βλ., μεταξύ άλλων, Latreille, A., «La copie privée dans la jurisprudence de la CJUE», Propriétés intellectuelles, αριθ. 55 (2015), σ. 156 έως 176, ο οποίος αναφέρει ως παράδειγμα το ύψος του τέλους που επιβάλλεται για ένα κενό DVD εντός διαφόρων κρατών μελών.


32 –      Πρόθεσή μου δεν είναι να ασκήσω κριτική για το σύστημα του τέλους, διότι δεν είναι αυτό το θέμα που μας απασχολεί στην παρούσα υπόθεση. Δεν θα υπεισέλθω επομένως σε λεπτομέρειες ως προς αυτό το θέμα. Ορισμένα προβλήματα επισημάνθηκαν από την Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της. Τα πολυάριθμα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με το σύστημα του τέλους κατά την ψηφιακή εποχή αποτελούν το αντικείμενο μιας πλούσιας βιβλιογραφίας. Ως παράδειγμα βλ: Latreille, A., όπ. πt, Majdan, J., και Wikariak, S., (επιμέλεια) «Czy można sprawiedliwie obliczyć opłatę za kopiowanie utworów?», Gazeta prawna της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Sikorski, R., «Jeśli nie opłata reprograficzna to co?», Gazeta prawna της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Still, V., «Is the copyright levy system becoming obsolete? The Finnish experience», Tijdschrift voor auteurs-, media- & informatierecht, 2012/6, σ. 250 έως 258, Troianiello, A., «La rémunération de la copie privée à l’épreuve de la révolution numérique», Revue Lamy Droit de l’immatériel, n° 73 (2011), σ. 9 έως 14, και, του ίδιου συγγραφέα, «‘Fluctuat nec mergitur?’ Réflexions sur les vicissitudes du dispositif de rémunération de la copie privée», Petites affiches, n° 228 (2011), σ. 5. Βλ. επίσης την έκθεση του F. Castex για την επιτροπή των νομικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2014, για τα τέλη ιδιωτικής αντιγραφής [2013/2114(INI)].


33 –       Βλ. σημεία 16 και 41 των παρουσών προτάσεων.


34 –      Οι σκέψεις που έγιναν στη Φινλανδία ως προς αυτό το θέμα εκτίθενται από τον Still, V., όπ.π.


35 –      C‑467/08, EU:C:2010:620.


36 –      Δέκατη πρόσθετη διάταξη, σημείο 3.


37 –      Άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο. Βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.


38 –      Άρθρο 3, πρώτο εδάφιο. Βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.


39 –      Βλ. νομολογία που παρατίθεται, μεταξύ άλλων, στην υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων.


40 –      Απόφαση Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 37).


41 –      Όπ.π. (σκέψη 39).


42 –      Όπ.π. (σκέψεις 40 και 42).


43 –      Απόφαση Stichting de Thuiskopie (C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψεις 34 και 39).


44 –      Για να αναφερθώ στο πιο απλό παράδειγμα, αν το ποσό που προοριζόταν για τη χρηματοδότηση της αποζημιώσεως λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής στον ισπανικό κρατικό προϋπολογισμό για το 2014 είχε υπολογισθεί με βάση την εκτιμηθείσα ζημία του 2013 (χάριν υπενθυμίσεως, 18,7 εκατομμύρια ευρώ), θα είχε καταστήσει δυνατό όχι μόνο να καλυφθεί η εκτιμηθείσα το 2014 ζημία (15,2 εκατομμύρια ευρώ), αλλά και να προκύψει πλεόνασμα.