Language of document : ECLI:EU:C:2018:890

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 8ης Νοεμβρίου 2018 (1)

Υπόθεση C551/18 PPU

IK

[αίτηση του Hof van Cassatie
(Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Περιεχόμενο – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ – Eυρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως το οποίο δεν αναφέρει παρεπόμενη ποινή επιβληθείσα σε βάρος του καταζητουμένου – Παράδοση βάσει τέτοιου εντάλματος – Συνέπειες»






1.        Οι νεαροί φοιτητές Νομικής στην Ευρώπη μυούνται συχνά στο ποινικό δίκαιο με μια λατινική ρήση: «nullum crimen nulla poena sine lege scripta, praevia, certa et stricta». Πρόκειται για σαφή κανόνα και θεμελιώδη αρχή του δικαίου: τη νομιμότητα των αδικημάτων και των ποινών. Αυτό που ανακαλύπτει κάποιος αργότερα, ως φοιτητής Νομικής, επαγγελματίας του δικαίου, δικηγόρος, καθηγητής ή ακόμη και γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι οι άπειρες έννοιες που μπορούν να λάβουν οι λατινικοί όροι αυτοί. Όροι όπως poena χρήζουν πάντοτε ερμηνείας.

2.        Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για «παρεπόμενη ποινή» η οποία συνίσταται στη θέση του καταδικασθέντος σε διάθεση του αρμόδιου για την εκτέλεση ποινών δικαστηρίου για διάρκεια δέκα ετών αρχής γενομένης από την έκτιση της κύριας και άμεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής διάρκειας τριών ετών. Περιλαμβάνεται η παρεπόμενη αυτή ποινή στα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται σε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δυνάμει του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (2) και, αν ναι, ποιες είναι οι συνέπειες της μη αναγραφής αυτής;

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», προβλέπει ότι:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ].»

4.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαίσιο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως «μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος (εφεξής καλούμενο “κράτος έκδοσης του εντάλματος”) με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών».

5.        Το άρθρο 3 απαριθμεί τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ενώ το άρθρο 4 αναφέρεται στους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης (3).

6.        To άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου περιέχει λεπτομερείς κανόνες για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δύναται να αποτελέσει αντικείμενο αρνήσεως εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην έκδοση της απόφασης (4).

7.        To άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τη «δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος» ως «τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους» και τη «δικαστική αρχή εκτέλεσης» ως «τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους».

8.        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα ακόλουθα:

«Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

α)      ταυτότητα και ιθαγένεια του καταζητούμενου·

β)      όνομα, διεύθυνση, αριθμός τηλεφώνου και φαξ και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος·

γ)      ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2·

δ)      φύση και νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 2·

ε)      περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου, του τόπου της τέλεσης και του βαθμού συμμετοχής του καταζητουμένου στην αξιόποινη πράξη·

στ)      την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση, ή την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος·

ζ)      στο μέτρο του δυνατού, τις λοιπές συνέπειες της αξιόποινης πράξης.»

9.        Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, «όταν ένας καταζητούμενος συλλαμβάνεται, η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης τον ενημερώνει, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καθώς και για τη δυνατότητα που του παρέχεται να συγκατατεθεί στην παράδοσή του στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος».

10.      Το άρθρο 13 της αποφάσεως-πλαισίου αφορά τη συγκατάθεση του καταζητούμενου στην παράδοσή του:

«1.      Εάν ο συλληφθείς δηλώσει ότι συγκατατίθεται να παραδοθεί, η συγκατάθεση αυτή και, ενδεχομένως, η ρητή παραίτηση από το ευεργέτημα του ‟κανόνα της ειδικότητας” που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 δίνονται ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

2.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ούτως ώστε οι συνθήκες υπό τις οποίες δίνονται η συγκατάθεση και, ενδεχομένως, η παραίτηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να δείχνουν ότι το πρόσωπο το πράττει εκουσίως και έχοντας πλήρη επίγνωση των σχετικών συνεπειών. Προς τούτο, ο καταζητούμενος έχει το δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη.

3.      Η συγκατάθεση και, ενδεχομένως, η παραίτηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καταχωρούνται σε πρακτικά, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

4.      Η συγκατάθεση είναι κατ’ αρχήν αμετάκλητη. […]»

11.      Κατά το άρθρο 14 της αποφάσεως-πλαισίου, «εφόσον ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 13, έχει δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους εκτέλεσης».

12.      Το άρθρο 15 της αποφάσεως-πλαισίου αφορά την απόφαση για την παράδοση:

«1.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει, εντός των προθεσμιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, για την παράδοση του προσώπου.

2.      Εάν η δικαστική αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 3 έως 5 και το άρθρο 8, και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη της ότι είναι αναγκαίο να τηρηθούν οι προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 17.

3.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος μπορεί να διαβιβάζει οποτεδήποτε στη δικαστική αρχή εκτέλεσης κάθε επιπλέον χρήσιμη πληροφορία.»

13.      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι «για την εξέταση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος». Κατά τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην παράδοσή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός δέκα ημερών μετά τη συγκατάθεση, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός εξήντα ημερών από τη σύλληψη του καταζητουμένου. Η παράγραφος 6 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι κάθε άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

14.      Το άρθρο 19 της αποφάσεως-πλαισίου αφορά την ακρόαση του καταζητουμένου, εφόσον αυτός δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του:

«1.      Η ακρόαση του καταζητουμένου διεξάγεται από δικαστική αρχή, επικουρούμενη από κάθε άλλο πρόσωπο που ορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου.

2.      Η ακρόαση του καταζητουμένου διεξάγεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης και οι προϋποθέσεις καθορίζονται με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος και της δικαστικής αρχής εκτέλεσης.

3.      Η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αναθέσει σε άλλη δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται να λάβει μέρος στην ακρόαση του καταζητουμένου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των προϋποθέσεων που καθορίστηκαν.»

15.      Με τον τίτλο «Ενδεχόμενη δίωξη για άλλες αξιόποινες πράξεις», το άρθρο 27 της αποφάσεως-πλαισίου έχει ως ακολούθως:

«1.      Έκαστο κράτος μέλος δύναται να κοινοποιεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ότι, στις σχέσεις του με άλλα κράτη μέλη που έχουν προβεί στην ίδια κοινοποίηση, τεκμαίρεται η συγκατάθεση για τη δίωξη, καταδίκη ή κράτηση ενός προσώπου προς έκτιση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας, για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του, πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε, εκτός εάν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η δικαστική αρχή εκτέλεσης ορίσει άλλως στην απόφασή της για την παράδοση.

2.      Εξαιρέσει των περιπτώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3, πρόσωπο το οποίο παραδόθηκε δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πως στερείται της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε.

[…]»

16.      Δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, αυτής, η απόφαση-πλαίσιο αντικαθιστά τις αντίστοιχες διατάξεις πολλών συμβάσεων εφαρμοστέων σε ζητήματα εκδόσεως μεταξύ των κρατών μελών και ιδίως της ευρωπαϊκής συμβάσεως εκδόσεως (5) και της συμβάσεως για την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6).

17.      Το έντυπο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου, περιλαμβάνει ένα τετραγωνίδιο γʹ, «Ενδείξεις για τη διάρκεια της ποινής», του οποίου τα σημεία 1 και 2 τιτλοφορούνται αντιστοίχως «Μέγιστη διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας που μπορεί να επιβληθεί για την(τις) διαπραχθείσα(-ες) αξιόποινη(-ες) πράξη(-εις)» και «Διάρκεια της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του επιβληθέντος στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας».

18.      Το τετραγωνίδιο στʹ του εντύπου του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως τιτλοφορείται «Άλλες περιστάσεις συναφείς με την υπόθεση» και επισημαίνει ότι τα στοιχεία αυτά είναι προαιρετικά.

 Το βελγικό δίκαιο

19.      Κατά το άρθρο 34α του βελγικού Ποινικού Κώδικα, η θέση σε διάθεση αποτελεί παρεπόμενη ποινή η οποία πρέπει ή μπορεί να επιβληθεί στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος με σκοπό την προστασία της κοινωνίας από πρόσωπα που έχουν διαπράξει σοβαρές αξιόποινες πράξεις οι οποίες πλήττουν την ακεραιότητα του προσώπου. Η εκτέλεσή της διέπεται από τα άρθρα 95/2 έως 95/30 του νόμου της 17ης Μαΐου 2006 περί του εξωτερικού νομικού καθεστώτος του καταδικασθέντος σε στερητική της ελευθερίας ποινή και περί των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο θύμα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης της ποινής (στο εξής: νόμος της 17ης Μαΐου 2006).

20.      Κατά το άρθρο 95/2 του νόμου της 17ης Μαΐου 2006, η θέση σε διάθεση του αρμόδιου για την εκτέλεση ποινών δικαστηρίου αρχίζει να ισχύει μετά την έκτιση της κύριας ποινής. Το δικαστήριο για την εκτέλεση ποινών αποφασίζει πριν από την έκτιση της κύριας ποινής είτε τη στέρηση της ελευθερίας είτε την υπό επιτήρηση ελευθέρωση του τεθέντος στη διάθεση του δικαστηρίου αυτού. Ο τελευταίος στερείται της ελευθερίας του εφόσον πιθανολογείται ότι θα διαπράξει σοβαρά αδικήματα που πλήττουν τη φυσική ακεραιότητα τρίτων και δεν είναι δυνατό να αποτραπούν με την επιβολή ειδικών όρων στο πλαίσιο της υπό επιτήρηση ελευθερώσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Βελγική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι η πρόσθετη στέρηση της ελευθερίας δεν επιβάλλεται αυτομάτως, αλλά εξαρτάται από την εξέταση της ατομικής περιπτώσεως του καταδικασθέντος.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Με κατ’ αντιμωλία απόφαση του hof van beroep te Antwerpen (εφετείου Αμβέρσας, Βέλγιο), της 1ης Φεβρουαρίου 2013, ο ΙΚ, Βέλγος υπήκοος, καταδικάστηκε σε κύρια ποινή φυλακίσεως τριών ετών για πράξη που αποτελούσε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκου κάτω των δεκαέξι ετών χωρίς τη χρήση βίας ή απειλών (στο εξής: κύρια ποινή). Με την ίδια απόφαση, και για την ίδια αξιόποινη πράξη, ο ΙΚ τέθηκε επίσης στη διάθεση του δικαστηρίου για την εκτέλεση ποινών (Βέλγιο) για περίοδο δέκα ετών (στο εξής: παρεπόμενη ποινή).

22.      Επειδή ο IΚ κατέφυγε στις Κάτω Χώρες μετά τη δίκη του, η βελγική αρμόδια δικαστική αρχή εξέδωσε, στις 27 Αυγούστου 2014, ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως σε βάρος του. Το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως τον προσδιόριζε ατομικώς, ανέγραφε την κύρια ποινή, τη φύση και τον νομικό χαρακτηρισμό των αξιοποίνων πράξεων καθώς και τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις και περιείχε έκθεση των πραγματικών γεγονότων. Δεν ανέγραφε ωστόσο την παρεπόμενη ποινή στην οποία είχε επίσης καταδικαστεί ο ΙΚ.

23.      Μετά τη σύλληψη του ΙΚ στις Κάτω Χώρες, το rechtbank Amsterdam, internationale rechtshulpkamer (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, τμήμα διεθνούς δικαστικής συνδρομής, Κάτω Χώρες) επέτρεψε, με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, την παράδοση του ΙΚ στο Βασίλειο του Βελγίου με σκοπό την εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής.

24.      Ο ΙΚ παραδόθηκε στη συνέχεια στις βελγικές αρχές και τέθηκε υπό κράτηση. Η κράτηση αυτή βασιζόταν στην καταδίκη του στην κύρια ποινή, η λήξη της οποίας καθορίστηκε στις 12 Αυγούστου 2018, καθώς και στη θέση του στη διάθεση του αρμόδιου για την εκτέλεση ποινών δικαστηρίου για διάρκεια δέκα ετών.

25.      Πριν από την έκτιση της κύριας ποινής, στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την παρεπόμενη ποινή που επιβλήθηκε στον ΙΚ, ο διευθυντής των φυλακών του Wortel (Βέλγιο) και η εισαγγελική αρχή εξέδωσαν διάταξη για τη στέρηση της ελευθερίας του ΙΚ. Στις 21 Ιουνίου 2018 και στις 19 Ιουλίου 2018, το strafuitvoeringsrechtbank Antwerpen (δικαστήριο για την εκτέλεση ποινών Αμβέρσας, Βέλγιο) διεξήγαγε επ’ ακροατηρίου συζητήσεις προκειμένου να αποφασίσει επί της παρεπόμενης ποινής.

26.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο ΙΚ ισχυρίστηκε ότι η παράδοση από τις ολλανδικές αρχές δεν αφορούσε την παρεπόμενη ποινή. Κατά τον ίδιο, το δικαστήριο για την εκτέλεση ποινών δεν μπορούσε να διατάξει στέρηση της ελευθερίας του κατ’ εκτέλεση της ως άνω ποινής, δεδομένου ότι αυτή δεν αναγραφόταν στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που είχε εκδοθεί από τις βελγικές αρχές.

27.      Περαιτέρω, στις 2 Ιουλίου 2018, η αρμόδια αρχή εκδόσεως του εντάλματος του strafuitvoeringsrechtbank te Antwerpen (δικαστήριο εκτελέσεως ποινών Αμβέρσας) απηύθυνε στις ολλανδικές αρχές αίτημα πρόσθετης συγκαταθέσεως για την ποινή της θέσεως σε διάθεση η οποία επιβλήθηκε στον ΙΚ, κατά το άρθρο 27 της αποφάσεως-πλαισίου. Εκτιμώντας ότι πρόσθετη συγκατάθεση μπορεί να δοθεί μόνον προκειμένου να καταδικαστεί ή να διωχθεί ένα πρόσωπο για άλλη αξιόποινη πράξη πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε και ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, οι ολλανδικές αρχές δεν δέχθηκαν το αίτημα αυτό.

28.      Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2018, το strafuitvoeringsrechtbank te Antwerpen (δικαστήριο εκτελέσεως ποινών Αμβέρσας, Βέλγιο) απέρριψε την επιχειρηματολογία του ΙΚ και αποφάσισε τη διατήρηση της κρατήσεώς του. Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, ο ΙΚ παρέμεινε υπό κράτηση έως ότου το strafuitvoeringsrechtbank (δικαστήριο για την εκτέλεση ποινών) λάβει νέα απόφαση.

29.      Στις 3 Αυγούστου 2018, ο ΙΚ άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hof van cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο, στο εξής: αιτούν δικαστήριο). Σύμφωνα με τον μόνο λόγο αναιρέσεως που προβλήθηκε, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από τη βελγική εισαγγελική αρχή αναγράφει μόνο τη στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από τις βελγικές αρχές για την παρεπόμενη ποινή και, επομένως, η παράδοση από τις ολλανδικές δικαστικές αρχές, βάσει του εκδοθέντος από τις βελγικές αρχές ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δεν αφορά την ποινή αυτή.

30.      Λαμβανομένου υπόψη του λόγου που προέβαλε ο ΙΚ, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της [απόφασης-πλαισίου] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αρκεί, στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να αναγράφει μόνον την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας εκτελεστή ποινή, και επομένως να μην αναγράφει την επιβληθείσα για την ίδια πράξη και με την ίδια δικαστική απόφαση παρεπόμενη ποινή, όπως είναι η θέση στη διάθεση δικαστηρίου αρμόδιου για την εκτέλεση ποινών, η οποία θα οδηγήσει σε πραγματική στέρηση της ελευθερίας μόνον μετά την εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας κύριας ποινής, και τούτο μόνον κατόπιν ρητής σχετικής απόφασης του strafuitvoeringsrechtbank (αρμόδιου δικαστηρίου για την εκτέλεση ποινών);

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της [απόφασης-πλαισίου] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η παράδοση από το κράτος μέλος της δικαστικής αρχής εκτέλεσης δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο οποίο αναγράφεται μόνον η επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας εκτελεστή ποινή, και επομένως δεν αναγράφεται η επιβληθείσα για την ίδια πράξη και με την ίδια δικαστική απόφαση παρεπόμενη ποινή της θέσεως στη διάθεση του ως άνω δικαστηρίου, έχει ως αποτέλεσμα ότι, στο κράτος μέλος της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, δύναται να χωρήσει πραγματική στέρηση της ελευθερίας σε εκτέλεση της παρεπόμενης αυτής ποινής;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της [απόφασης-πλαισίου] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δεν ανέγραψε, στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, την παρεπόμενη ποινή της θέσεως στη διάθεση του ως άνω δικαστηρίου έχει ως αποτέλεσμα ότι η παρεπόμενη αυτή ποινή, την οποία, όπως γίνεται δεκτό, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν γνωρίζει, δεν δύναται να συνεπάγεται πραγματική στέρηση της ελευθερίας στο κράτος μέλος της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος;»

31.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο ΙΚ, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ανωτέρω καθώς και η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Πολωνική Κυβέρνηση, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 22 Οκτωβρίου 2018.

 Επί της εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

32.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι ο ενδιαφερόμενος τελεί υπό κράτηση στο Βέλγιο και ότι η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται άμεσα από την απάντηση του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα.

33.      Διαπιστώνεται συναφώς, πρώτον, ότι η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου, η οποία εμπίπτει στους τομείς τους οποίους αφορά ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η αίτηση αυτή μπορεί, κατά συνέπεια, να υποβληθεί στην επείγουσα διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

34.      Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και ότι η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Εξάλλου, η κατάσταση του ενδιαφερομένου πρέπει να εκτιμάται όπως αυτή εμφανίζεται κατά την ημερομηνία εξετάσεως του αιτήματος για υπαγωγή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία (7).

35.      Εν προκειμένω, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο ΙΚ τελούσε υπό κράτηση. Αφετέρου, η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από τις συνέπειες της μη αναγραφής, στο επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως της κύριας δίκης, της παρεπόμενης ποινής. Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, η κράτηση στην οποία υποβάλλεται τώρα ο ΙΚ άρχισε να εκτίεται μετά τη λήξη της κύριας ποινής.

36.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 10 Σεπτεμβρίου 2018, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τη γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

 Ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 Επί του περιεχομένου, των σκοπών και του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου

37.      H απόφαση-πλαίσιο σηματοδοτεί τη μετάβαση από το σύστημα εκδόσεως των καταζητουμένων που βασίζεται στην έννοια της κυριαρχίας των κρατών στο σύστημα της παραδόσεως, θεμέλιο του οποίου αποτελεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών.

38.      H εξέλιξη αυτή συμμορφούται με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, σύμφωνα με τα οποία πρέπει να καταργηθεί η τυπική διαδικασία της εκδόσεως μεταξύ των κρατών μελών για πρόσωπα τα οποία διαφεύγουν της δικαιοσύνης αφού έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα και να αντικατασταθεί από την απλή μεταγωγή των προσώπων αυτών (8). Εντάσσεται επίσης στον σκοπό που έχει θέσει η Ένωση να αποτελέσει έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (9).

39.      Επομένως, οι σχέσεις της κλασικής συνεργασίας που ίσχυαν έως την έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου μεταξύ των κρατών μελών αντικαθιστώνται με το νέο σύστημα της ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων (10). Στο πλαίσιο αυτό, η παράδοση ζητείται και χορηγείται στο εσωτερικό ενός ολοκληρωμένου υπερεθνικού νομικού συστήματος εντός του οποίου τα κράτη παραιτούνται εν μέρει από την κυριαρχία τους (11). Τα βασικά στοιχεία της ρήξεως με το δίκαιο της εκδόσεως, τα οποία εισήγαγε η απόφαση-πλαίσιο, είναι η γενίκευση της παραδόσεως των υπηκόων (12), η εν μέρει κατάργηση του διττού αξιοποίνου (13) και η εξαντλητική απαρίθμηση των λόγων αρνήσεως εκτελέσεως σε καταλόγους (14). Η μεταβολή σε σχέση με το παλαιό καθεστώς εκδόσεως φιλοδοξεί να είναι «ριζική» (15).

40.      Η μετάβαση αυτή από το σύστημα εκδόσεως στο σύστημα παραδόσεως επισημάνθηκε επανειλημμένα από το Δικαστήριο, από την πρώτη απόφαση που αφορούσε την απόφαση-πλαίσιο (16) και μέχρι σήμερα (17).

41.      Επομένως, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχει σχεδιασθεί ως σύστημα προοριζόμενο να αντικαταστήσει τη διαδικασία εκδόσεως με σκοπό τη διευκόλυνση της παραδόσεως καταζητουμένου που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος μέλος εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος. Τούτο προκύπτει σαφέστατα από τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής, κατά τον οποίο το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι δικαστική απόφαση για τη σύλληψη του καταζητουμένου σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, με σκοπό την παράδοσή του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

42.      Στο πλαίσιο αυτό, οι σκοποί της αποφάσεως-πλαισίου προσδιορίζονται με σαφήνεια.

43.      Προκύπτει, ειδικότερα, από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, και από τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7 της αποφάσεως-πλαισίου ότι η απόφαση αυτή αποσκοπεί στη θέσπιση, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, ενός συστήματος παραδόσεως, μεταξύ δικαστικών αρχών, καταδικασθέντων ή υπόπτων προς εκτέλεση αποφάσεων ή διώξεων, το οποίο βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση. Επομένως, η απόφαση-πλαίσιο κατατείνει, μέσω της καθιέρωσης αυτού του απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος, στη διευκόλυνση και στην επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης επί τη βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών (18).

44.      Το σύστημα αυτό θέτει σε εφαρμογή την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περιέγραψε, στα συμπεράσματα του Τάμπερε, ως «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας (19). H αρχή αυτή βρίσκεται στη βάση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές αποφάσεις στην Ένωση (20). Προϋποθέτει υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, ιδιαίτερα όσον αφορά τον σεβασμό του δικαίου της Ένωσης και των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το δίκαιο αυτό. (21). H εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως συνεπάγεται ότι κάθε εθνική δικαστική αρχή αναγνωρίζει αυτοδικαίως, και μέσω των ελάχιστων δυνατών ελέγχων, το αίτημα παραδόσεως καταζητουμένου από δικαστική αρχή άλλου κράτους μέλους (22).

45.      Το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ορίζεται με σαφήνεια από την απόφαση-πλαίσιο. Επομένως αφορά τη σύλληψη και την παράδοση ενός προσώπου προς τον σκοπό είτε της ασκήσεως ποινικής διώξεως είτε της εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας (23). Στην πρώτη περίπτωση, το «όριο» που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο αναφέρει ότι οι πράξεις για τις οποίες ασκούνται ποινικές διώξεις πρέπει να τιμωρούνται στο κράτος μέλος εκδόσεως με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών· στη δεύτερη περίπτωση, η επιβληθείσα ποινή πρέπει να είναι διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών (24).

46.      Το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου αντανακλά το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως καθώς και τη διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων της ενδεχόμενης και της επιβληθείσας ποινής. Στο πλαίσιο αυτό, στο τετραγωνίδιο γʹ, το οποίο τιτλοφορείται «Ενδείξεις για τη διάρκεια της ποινής», το έντυπο αυτό προβλέπει την αναγραφή, στο σημείο 1, της μέγιστης διάρκειας της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας που «μπορεί να επιβληθεί» (σημειώνω εδώ ότι δεν αναφέρεται στην ελάχιστη ποινή, πράγμα που θα επέτρεπε να επαληθευθεί ότι η διάρκεια της ποινής είναι κάτω του ορίου των δώδεκα μηνών) και, στο σημείο 2, της διάρκειας της «επιβληθείσας» στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του «επιβληθέντος» στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας.

47.      Η παρούσα απόφαση αφορά ακριβώς τη δεύτερη περίπτωση, ήτοι την εκτέλεση επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής ή επιβληθέντος στερητικού της ελευθερίας μέτρου.

 Επί της αρχής της ειδικότητας

48.      H Ολλανδική Κυβέρνηση βασίζεται στην αρχή της ειδικότητας προκειμένου να συναγάγει ότι η παρεπόμενη ποινή δεν μπορεί να εκτελεστεί διότι το κράτος μέλος εκτελέσεως δεν είχε ενημερωθεί σχετικά. Φρονώ επομένως ότι είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί το ενδεχόμενο πεδίο εφαρμογής της αρχής αυτής στην παρούσα υπόθεση.

49.      H έννοια της ειδικότητας ανάγεται στο δίκαιο της εκδόσεως. Συνίσταται στον περιορισμό των πραγματικών γεγονότων για τα οποία θα δικαστεί ο εκδιδόμενος σε σχέση με εκείνα που δικαιολόγησαν την έκδοσή του (25). Στο πλαίσιο αυτό, η Σύμβαση του 1957 προέβλεπε, στο άρθρο 14, έναν κανόνα ειδικότητας δυνάμει του οποίου ο εκδιδόμενος δεν διώκεται, καταδικάζεται, τίθεται υπό κράτηση ή στερείται της ελευθερίας του για πράξη προγενέστερη της εκδόσεώς του πέραν εκείνης για την οποία εκδόθηκε. Η Σύμβαση του 1996 περιλαμβάνει επίσης την αρχή αυτή στο άρθρο 10 με περιορισμένο πεδίο εφαρμογής.

50.      Στο δίκαιο της εκδόσεως, η αρχή της ειδικότητας περιστέλλει τις εξουσίες του κράτους εκδόσεως προς το οποίο έχει εκδοθεί ένα πρόσωπο, προκειμένου να προστατευθεί το τελευταίο έναντι καταδίκης ή ποινής για πραγματικά περιστατικά πέραν εκείνων για τα οποία έχει εκδοθεί. H αρχή αυτή δικαιολογούνταν από τον κίνδυνο ότι το κράτος που ζητεί την έκδοση θα περιορίσει την αίτησή του στις πράξεις για τις οποίες χορηγείτο η έκδοση, για να διωχθεί ακολούθως ο εκδιδόμενος για άλλα εγκλήματα, για παράδειγμα πολιτικά (26).

51.      Υπό το πρίσμα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η πρόταση της αποφάσεως-πλαισίου προέβλεπε ρήξη με την αρχή αυτή και πρότεινε την κατάργησή της, σε συνδυασμό με την κατάργηση της αρχής τoυ διττού αξιοποίνου (27). Εντούτοις, στο τελικό κείμενο της αποφάσεως-πλαισίου, η αρχή αυτή περιλήφθηκε στο άρθρο 27, που τιτλοφορείται «Ενδεχόμενη δίωξη για άλλες αξιόποινες πράξεις» και εντάχθηκε στο κεφάλαιο 3, για τα «Αποτελέσματα της παράδοσης».

52.      Επομένως, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, πρόσωπο που έχει παραδοθεί δεν μπορεί να διωχθεί, να καταδικαστεί ή να στερηθεί της ελευθερίας του για άλλη αξιόποινη πράξη πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε και είχε διαπραχθεί πριν από αυτή (28). Ο κανόνας αυτός συνδέεται με την κυριαρχία του κράτους μέλους εκτελέσεως και παρέχει στον καταζητούμενο το δικαίωμα να μη διώκεται, καταδικάζεται, ή στερείται την ελευθερία του πέραν της αξιόποινης πράξεως για την οποία παραδόθηκε (29).

53.      Προκύπτει με σαφήνεια, τόσο από το ιστορικό και το περιεχόμενο της αρχής της ειδικότητας όσο και από τη διατύπωσή της στα συμφραζόμενα της αποφάσεως-πλαισίου, περιλαμβανομένου του γράμματος του άρθρου 27 της αποφάσεως αυτής, ότι η ως άνω αρχή αφορά μόνον i) τις αξιόποινες πράξεις που έχουν διαπραχθεί πριν από την παράδοση, και οι οποίες ii) είναι άλλες από την αξιόποινη πράξη ή τις αξιόποινες πράξεις οι οποίες είχαν αιτιολογήσει την παράδοση. Βάσει ουδενός στοιχείου συνάγεται ότι η αρχή της ειδικότητας αποκλείει επίσης την εκτέλεση άλλων στερητικών της ελευθερίας ποινών. Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της αρχής αυτής σε άλλα στοιχεία, κατά τη γνώμη μου, θα προσέκρουε στο σύστημα που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο, το οποίο βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη με σκοπό την απλούστευση των διαδικασιών παραδόσεως.

54.      Συνεπώς, αντικρούω την επιχειρηματολογία της Ολλανδικής Κυβερνήσεως η οποία θεωρώ ότι στηρίζεται στην παλαιά δομή του συστήματος εκδόσεως που βασιζόταν στην εθνική κυριαρχία.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

55.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου επιβάλλει την αναγραφή της παρεπόμενης ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

56.      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να περιέχει πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημά του, σχετικά «με την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση».

57.      Τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία πρέπει να αναγράφονται στο τετραγωνίδιο γʹ του εντύπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου, που τιτλοφορείται «Απόφαση επί της οποίας βασίζεται το ένταλμα σύλληψης» και του οποίου το σημείο 2 προβλέπει ότι πρέπει να αναγράφεται η διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας.

58.      Η έννοια της «ποινής» δεν ορίζεται από την απόφαση-πλαίσιο. Πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ομοιόμορφης και αυτοτελούς ερμηνείας εντός της Ένωσης, ανεξαρτήτως των εξ ορισμού διαφορετικών ουσιαστικών και δικονομικών ποινικών κανόνων που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη (30). Η ερμηνεία αυτή οφείλει να λάβει υπόψη ταυτόχρονα τους όρους της διατάξεως αυτής, των συνθηκών της, καθώς και των σκοπών της νομοθεσίας της οποίας αποτελεί μέρος (31).

59.      Ο όρος «ποινή», σημαίνει, κατά τη συνήθη έννοιά του και την ετυμολογία του (32), τιμωρία. Στις ποινικές υποθέσεις, η τιμωρία αυτή επιβάλλεται ως κύρωση από δικαστήριο επ’ ονόματι και για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος.

60.      Η απόφαση-πλαίσιο απαιτεί επίσης η ποινή αυτή για την εκτέλεση της οποίας καταζητείται ένα πρόσωπο «να έχει επιβληθεί» με τελεσίδικη απόφαση.

61.      Προκύπτει με σαφήνεια από τα συμφραζόμενα της αποφάσεως-πλαισίου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε στη συμπερίληψη και άλλων στερητικών της ελευθερίας μέτρων ασφαλείας στην έννοια της «ποινής» (33). Επομένως, ακόμη και αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, αναφέρει μόνον την «ποινή», φρονώ ότι, υπό το πρίσμα του τετραγωνιδίου γʹ του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου, ο όρος αυτός πρέπει να νοείται ως περιλαμβάνων επίσης τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα ασφαλείας.

62.      Εντούτοις, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως-πλαισίου αφορά αποκλειστικά την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας «ποινών» και στερητικών της ελευθερίας «μέτρων ασφαλείας» (34). Οι μη στερητικές, επομένως, της ελευθερίας «ποινές» και τα μη στερητικά της ελευθερίας «μέτρα ασφαλείας» δεν πρέπει κατά τη γνώμη μου να αναγράφονται στο τετραγωνίδιο γʹ του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου.

63.      Όσον αφορά το περιεχόμενο της έννοιας «στερητική της ελευθερίας», σημειώνω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μέτρα όπως ο κατ’ οίκον περιορισμός επί εννέα ώρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, σε συνδυασμό με την επιτήρηση του ενδιαφερόμενου με χρήση ηλεκτρονικής συσκευής, η υποχρέωση εμφανίσεως επί καθημερινής βάσεως ή πολλές φορές την εβδομάδα σε αστυνομικό τμήμα σε συγκεκριμένες ώρες καθώς και η απαγόρευση να ζητηθεί η χορήγηση εγγράφων που καθιστούν δυνατή την αναχώρηση στην αλλοδαπή, περιορίζουν ασφαλώς την ελευθερία κινήσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου, όχι όμως, καταρχήν, σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας (35). H νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ενισχύει την ερμηνεία αυτή. Έκρινε έτσι ότι μέτρα με τα οποία ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να παρουσιάζεται μία φορά τον μήνα στην επιφορτισμένη με την επιτήρηση αστυνομική αρχή, να διατηρεί επαφή με το ψυχιατρικό κέντρο του αρμόδιου νοσηλευτικού ιδρύματος, να κατοικεί σε συγκεκριμένο τόπο, να μην απομακρύνεται από τον δήμο όπου κατοικεί καθώς να παραμένει στην οικία του μεταξύ 22:00 και 7:00 δεν συνιστούσαν στέρηση της ελευθερίας, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) (36).

64.      Όσον αφορά τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου, κατά πάγια νομολογία η απόφαση αυτή διευκολύνει και επιταχύνει τη δικαστική συνεργασία (37).

65.      Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, φρονώ ότι οι απαιτούμενες κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου πληροφορίες εξυπηρετούν τον διττό σκοπό να παρασχεθούν στο κράτος μέλος εκτελέσεως οι αναγκαίες για την παράδοση του καταζητουμένου πληροφορίες και να τύχουν εγγυήσεως τα δικαιώματα του προσώπου αυτού (θα επανέλθω στην πτυχή αυτή κατωτέρω, στα σημεία 106 επ.).

66.      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη ratio του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου, στο τετραγωνίδιο γʹ του παραρτήματος της αποφάσεως αυτής, «Ενδείξεις για τη διάρκεια της ποινής», φρονώ ότι περιγράφεται ορθώς στο παράρτημα ΙΙΙ του εγχειριδίου. Σκοπός των στοιχείων αυτών είναι «να καταγραφούν υπερβάσεις [...] των κατώτατων ορίων ποινής που προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου».

67.      Επομένως, η ποινή για την εκτέλεση της οποίας ζητείται η παράδοση αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την επίτευξη των σκοπών αυτών. Επιπλέον, η διάρκεια της ποινής αυτής αποτελεί στοιχείο που αναγράφεται ειδικώς στο τετραγωνίδιο γʹ του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως‑πλαισίου.

68.      Τίθεται εντούτοις το ερώτημα εάν μια παρεπόμενη ποινή, η οποία έχει επιβληθεί με την ίδια απόφαση με την οποία επιβλήθηκε και η κύρια στερητική της ελευθερίας ποινή, αποτελεί ποινή κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου. Από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου πληροφοριακά στοιχεία προκύπτει ότι η ποινή αυτή συνίσταται στη θέση στη διάθεση του αρμόδιου για την εκτέλεση ποινών δικαστηρίου για περίοδο δέκα ετών. Αρχίζει να εκτίεται μόνο μετά τη λήξη της κύριας ποινής. Δεν υφίσταται επιπλέον στέρηση της ελευθερίας παρά μόνον αν το αποφασίσει το δικαστήριο εκτελέσεως ποινών.

69.      Σημειώνω εξαρχής ότι η παρεπόμενη ποινή αυτή αναδεικνύει τέλεια τις άπειρες αποχρώσεις των ποινικών κυρώσεων σε εθνικό επίπεδο. Αναγνωρίζω βεβαίως τις δυσχέρειες που μπορούν να δημιουργήσουν οι εξειδικεύσεις αυτές για τη δικαστική αρχή εκδόσεως όταν πρόκειται για τη συμπλήρωση των τετραγωνιδίων του εντύπου του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, το οποίο αποτελεί, σε τελική ανάλυση, μια «έτοιμη» λύση, και στο οποίο πρέπει, προς τον σκοπό της παραδόσεως των καταζητουμένων, να περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες.

70.      Τι θα γίνει με την παρεπόμενη αυτή ποινή, της οποίας η φύση ως «στερητικής της ελευθερίας ποινής», κατά το δίκαιο της Ένωσης, και η ενδεχόμενη διάρκεια, ακόμη και αν έχει επιβληθεί με την ίδια απόφαση με την οποία επιβλήθηκε η κύρια ποινή, δεν είναι σαφείς τη στιγμή που ο εθνικός δικαστής συμπληρώνει το έντυπο του ευρωπαϊκού εντάλματος;

71.      Δεν συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, ότι η πληροφορία αυτή θα έπρεπε να αναγράφεται στο τετραγωνίδιο γʹ, σημείο 1, του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου, τμήμα που προβλέπεται όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως «εκδίδεται προς τον σκοπό της ασκήσεως ποινικής διώξεως» (38). Φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή είναι εσφαλμένη διότι, προκειμένου να εξετασθεί μια εθνική ιδιαιτερότητα, ήτοι η θέση στη διάθεση του αρμόδιου για την εκτέλεση ποινών δικαστηρίου στο βελγικό δίκαιο, παραγνωρίζει τη διττή δομή του συστήματος που θεσπίζει η απόφαση-πλαίσιο η οποία τονίζει σαφώς τη διαφορά μεταξύ, αφενός, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που εκδίδεται με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως και, αφετέρου, εκείνου που εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας (39). Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να πλήξει τη σαφήνεια και την ευκρίνεια του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Τούτο θα υπονόμευε τους σκοπούς της αποφάσεως-πλαισίου, ήτοι την απλούστευση των διαδικασιών εκδόσεως διά της καθιερώσεως ενός ενοποιημένου εντύπου στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (40).

72.      Ο εθνικός δικαστής έχει στη διάθεσή του όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την παρεπόμενη αυτή ποινή προκειμένου να αποφασίσει, υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, αν αντιστοιχεί στην έννοια της «επιβληθείσας ποινής» του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου και θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να αναγραφεί στο τετραγωνίδιο γʹ, σημείο 2, του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

73.      Στην εκτίμηση αυτή πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία.

74.      Λαμβανομένου υπόψη ότι η παρεπόμενη ποινή ενδέχεται απλώς να επιβληθεί και μπορεί να μην καταλήξει σε επιπλέον στερητική της ελευθερίας ποινή (μοναδικό αντικείμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, κατά τα άρθρα 1, παράγραφοι 1 και 2, και 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου), θα μπορούσε να αναγραφεί, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, ως «λοιπές συνέπειες της αξιόποινης πράξης» και, κατά συνέπεια, στο τετραγωνίδιο στʹ του εντύπου του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, υπό τον τίτλο «άλλες περιστάσεις συναφείς με την υπόθεση (προαιρετικές πληροφορίες)». Το εγχειρίδιο διευκρινίζει ότι το τετραγωνίδιο αυτό γενικώς δεν συμπληρώνεται, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί, μετά τη δίκη, για την αναγραφή, παραδείγματος χάρη, της «παράνομης απουσίας από τη φυλακή». Τονίζω ότι η αναγραφή των πληροφοριών αυτών στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως γίνεται «στο μέτρο του δυνατού» (41). Πάντως, η σημασία των συνεπειών που μπορεί να έχει η ποινή αυτή για τον καταδικασθέντα (στην παρούσα υπόθεση, έως δέκα έτη στερήσεως της ελευθερίας), με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα ήταν πιο ενδεδειγμένο να επιλεγεί το τετραγωνίδιο γʹ, σημείο 2, του εντύπου. Αντιθέτως, οι μη στερητικές της ελευθερίας ποινές μπορούν να αναγράφονται στο τετραγωνίδιο γʹ του εντύπου.

75.      Επομένως, εφόσον η παρεπόμενη ποινή αποτελεί μαζί με την κύρια ποινή αδιαίρετο σύνολο (42), που επιβάλλεται με την ίδια δικαστική απόφαση, φρονώ ότι αντιστοιχεί στην έννοια της «επιβληθείσας ποινής» κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ. Το γεγονός ότι ο τύπος εκτελέσεώς της δεν είναι ακόμη γνωστός δεν επαρκεί αφεαυτού για να απαλλάξει το κράτος μέλος εκδόσεως από την υποχρέωση να ενημερώσει το κράτος μέλος εκτελέσεως. Τονίζω επίσης ότι η υποθετική περίπτωση ότι η ακριβής διάρκεια της ποινής αυτής δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων φαίνεται ότι έχει ληφθεί υπόψη από το εγχειρίδιο, το οποίο προβλέπει ότι για τη συμπλήρωση του τετραγωνιδίου γʹ του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου «σε περίπτωση που έχει απαγγελθεί στερητική της ελευθερίας ποινή ή έχει επιβληθεί στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το μέτρο ασφαλείας μπορεί να είναι αόριστης διάρκειας, παραδείγματος χάρη ισόβια κάθειρξη ή καταδικαστική απόφαση που αφορά ψυχιατρική περίθαλψη» (43).

76.      Εν πάση περιπτώσει, η Βελγική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αποτελεί πρακτική του κράτους αυτού να αναγράφει την παρεπόμενη ποινή στο τετραγωνίδιο γʹ, σημείο 2, του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου και ότι παρεπόμενη ποινή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης καταλέγεται στα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται στο τετραγωνίδιο αυτό.

77.      Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ότι παρεπόμενη ποινή, όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να αναγράφεται στο τετραγωνίδιο γʹ, σημείο 2, του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου.

 Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

78.      Φρονώ ότι το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα συνδέονται στενά και υποβάλλονται αναλόγως της απαντήσεως, καταφατικής ή αποφατικής, που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επί της ουσίας, διευκρινίσεις για την δυνατότητα παραμονής του ΙΚ υπό κράτηση, κατ’ εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής, ανάλογα με το αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αρκεί η αναγραφή μόνο της κύριας ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ή ότι έπρεπε να έχει επίσης αναγραφεί η παρεπόμενη ποινή.

79.      Έχω ήδη εξηγήσει στην απάντησή μου επί του πρώτου ερωτήματος ότι παρεπόμενη ποινή, όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να αναγράφεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου. Δεν θεωρώ επομένως αναγκαίο να εξετασθεί το δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο. Σημειώνω εντούτοις, για λόγους πληρότητας, ότι αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η αναγραφή, στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, παρεπόμενης ποινής όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση, δεν αντιλαμβάνομαι τίνι τρόπω η ως άνω μη αναγραφή εμποδίζει την εκτέλεση της ποινής αυτής.

80.      Θα εξετάσω τώρα το ζήτημα που αφορά τις συνέπειες της μη αναγραφής της παρεπόμενης ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως όσον αφορά τη στέρηση της ελευθερίας του ενδιαφερομένου με σκοπό την εκτέλεση της ποινής αυτής.

81.      Τονίζω, συναφώς, εξαρχής ότι, στο σύστημα δικαστικής συνδρομής που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο, τα κράτη μέλη διατηρούν τον έλεγχο του εθνικού τους ποινικού δικαίου όσον αφορά μεταξύ άλλων τον ορισμό των αξιόποινων πράξεων, τις ποινικές διώξεις, τις επιβαλλόμενες ποινές και την εκτέλεσή τους.

82.      Το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως περιγράφεται σαφώς και οριοθετείται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου: η σύλληψη και παράδοση ενός καταζητουμένου. Σε αυτές περιορίζονται επίσης τα νομικά αποτελέσματα της ως άνω δικαστικής αποφάσεως.

83.      Πρόκειται για έναν «κύκλο» ο οποίος ανοίγει με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σύμφωνα με το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου και συνεχίζεται με τη διαβίβαση του εντάλματος (άρθρα 9 και 10), τη σύλληψη του καταζητουμένου από το κράτος μέλος εκτελέσεως, την ενημέρωση του καταζητουμένου και την ενδεχόμενη ακρόασή του (άρθρα 11, 14 και 19), την κράτησή του ή την προσωρινή απόλυσή του (άρθρο 12) και την απόφαση παραδόσεως και την κοινοποίησή της (άρθρα 15 έως 18 και 22). Ο «κύκλος» αυτός κλείνει λοιπόν με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως η οποία πραγματοποιείται διά της παραδόσεως (άρθρα 23 έως 25).

84.      Κατά τη γνώμη μου, τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής δεν μπορούν να υπερβούν το πεδίο εφαρμογής και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου, ήτοι την παράδοση του καταζητουμένου. Ορισμένα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής τα οποία εξακολουθούν να παράγονται και μετά την παράδοση προσδιορίζονται με σαφήνεια στο κεφάλαιο 3 της αποφάσεως-πλαισίου. Πρόκειται για την αρχή της ειδικότητας, η οποία εξετάστηκε στα σημεία 49 και επόμενα, και για ορισμένους περιορισμούς στη δυνατότητα παραδόσεως ή στη μεταγενέστερη έκδοση.

85.      Οι συνέπειες της μη αναγραφής παρεπόμενης ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να προσδιοριστούν υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων.

86.      Τονίζω, εξαρχής, ότι η ως άνω μη αναγραφή ουδόλως επηρεάζει το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

87.      Η έννοια ενός «άκυρου» ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν εξετάζεται από την απόφαση-πλαίσιο. Εισήχθη με τη νομολογία, ήτοι την απόφαση Bob-Dogi, υπό επακριβώς προσδιορισμένες συνθήκες (44).

88.      Η παρούσα απόφαση όμως διαφοροποιείται από την απόφαση Bob-Dogi, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη εκπλήρωση της απαιτήσεως νομιμότητας, η τήρηση της οποίας συνιστά προϋπόθεση για το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται τη μη εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως (45).

89.      Στην υπόθεση Bob-Dogi επρόκειτο για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως η οποία βασιζόταν σε αυτό το ίδιο και όχι σε εθνικό ένταλμα συλλήψεως ή σε άλλη εθνική απόφαση. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περιλαμβάνει απαίτηση νομιμότητας η τήρηση της οποίας συνιστά προϋπόθεση για το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και ότι η μη τήρηση της απαιτήσεως αυτής πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται τη μη εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως. Εντούτοις, πριν ενεργήσει με τον τρόπο αυτόν, η αρχή αυτή πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, να ζητήσει από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών που θα της παράσχουν τη δυνατότητα να εξετάσει εάν η μη αναγραφή, στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, της υπάρξεως εθνικού εντάλματος συλλήψεως εξηγείται είτε από το ότι δεν υφίσταται πράγματι προγενέστερο εθνικό ένταλμα συλλήψεως διαφορετικό από το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είτε από το ότι υφίσταται το εν λόγω ένταλμα, αλλά δεν αναγράφεται. Πράγματι, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να μην εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μόνον αν ελλείπει η νομική του βάση, ήτοι εν προκειμένω το εθνικό ένταλμα συλλήψεως (46).

90.      Στην υπόθεση Bob-Dogi, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είχε εκδοθεί με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως αλλά ελλείψει εθνικής αποφάσεως που θα αποτελούσε τη νομική του βάση. Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot, επρόκειτο για έλλειψη εθνικής νομικής βάσεως η οποία αποκλείει τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και όχι για τυπική πλημμέλεια η οποία δύναται να θεραπευθεί μέσω του πλαισίου συνεργασίας που προβλέπεται από το άρθρο 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου (47).

91.      Δύο στοιχεία διαφοροποιούν την παρούσα απόφαση από την απόφαση Bob-Dogi. Πρώτον, πρόκειται για ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε με σκοπό την εκτέλεση ποινής και, από τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι η ποινή αυτή επιβλήθηκε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2013. Υφίσταται, επομένως –αναγραφόταν άλλωστε στο τετραγωνίδιο βʹ, σημείο 2, του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως–, η εκτελεστή απόφαση που αποτελεί τη νομική βάση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου. Δεύτερον, υφίσταται επίσης η στερητική της ελευθερίας ποινή η οποία υπερβαίνει το όριο που απαιτείται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου. Επομένως, δεν υφίσταται εθνική νομική βάση όσον αφορά την κύρια ποινή και την παρεπόμενη ποινή.

92.      Επιπλέον, η πλημμέλεια η οποία συνίσταται στη μη αναγραφή της παρεπόμενης ποινής είναι, όπως εξήγησε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παράλειψη από μέρους της αρχής εκδόσεως (τολμώ να προσθέσω ότι η παράλειψη αυτή μου φαίνεται αρκετά συγγνωστή, δεδομένης της δυσκολίας καθορισμού της ακριβούς φύσεως της παρεπόμενης ποινής η οποία αναλύεται στα σημεία 69 και επόμενα ανωτέρω και τη σύγχυση που επικράτησε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με το τετραγωνίδιο στο οποίο έπρεπε να αναγραφεί). Το τυπικό αυτό σφάλμα ουδόλως πλήττει την αναγκαία εθνική νομική βάση. Θα μπορούσε εξάλλου να έχει διορθωθεί ευχερώς κατά τη διαδικασία παραδόσεως, αν το είχε επισημάνει ένας εκ των συμμετεχόντων στη διαδικασία (ήτοι, η αρχή εκδόσεως, η αρχή εκτελέσεως ή ο καταζητούμενος).

93.      Επομένως, η πλημμέλεια αυτή δεν πλήττει το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για να μη δοθεί συνέχεια σε αυτό.

94.      Διαπιστώνω, εξάλλου, ότι η έλλειψη του πληροφοριακού αυτού στοιχείου δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

95.      To άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου υλοποιεί την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Θεσπίζει τον κανόνα ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει της αρχής αυτής και σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου. Επομένως, οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως μπορούν καταρχήν να αρνούνται την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος μόνο για τους εξαντλητικώς προβλεπόμενους από την απόφαση-πλαίσιο λόγους μη εκτελέσεως, η δε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να εξαρτάται μόνον από τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται περιοριστικώς στην απόφαση-πλαίσιο. Συνεπώς, ενώ η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως συνιστά τον κανόνα, η άρνηση εκτέλεσης έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Συγκεκριμένα, η απόφαση-πλαίσιο προβλέπει ρητώς, στο άρθρο 3, τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, στα άρθρα 4 και 4α τους λόγους προαιρετικής μη εκτελέσεως και στο άρθρο 5 τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις (48).

96.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μη αναγραφή, στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, της υπάρξεως παρεπόμενης ποινής δεν καταλέγεται μεταξύ των λόγων μη εκτελέσεως που απαριθμούνται στα εν λόγω άρθρα 3, 4 και 4α της αποφάσεως-πλαισίου και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 της αποφάσεως αυτής.

97.      Στο πλαίσιο αυτό και εφόσον γίνεται δεκτό ότι η μη αναγραφή της παρεπόμενης ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν αποτελεί ούτε πλημμέλεια που πλήττει το κύρος του εν λόγω εντάλματος, ούτε λόγο μη εκτελέσεώς του, ποιες θα ήταν οι ενδεχόμενες συνέπειες της πλημμέλειας αυτής;

98.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ο διττός σκοπός της απαιτήσεως αναγραφής της επιβληθείσας ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

99.      Πρώτον, πρόκειται για την παροχή στο κράτος μέλος εκτελέσεως των αναγκαίων πληροφοριών για την παράδοση του ενδιαφερομένου, πράγμα που επιτρέπει στο κράτος-μέλος να ασκήσει τον έλεγχό του επί του εντάλματος αυτού (ακόμη και αν πρόκειται για περιορισμένο έλεγχο). H αναγραφή της ποινής χρησιμεύει επίσης για να εξακριβωθεί αν το ένταλμα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου, αν δηλαδή η επιβληθείσα ποινή είναι στερητική της ελευθερίας και υπερβαίνει, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, τους τέσσερις μήνες (49). Αποβλέπει επίσης στη διασφάλιση του σεβασμού της εγγυήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου η οποία αφορά τις ισόβιες καθείρξεις και τα μέτρα ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας εφ’ όρου ζωής.

100. Δεύτερον, πρόκειται για τον σεβασμό των δικαιωμάτων του καταζητουμένου. Το πρόσωπο αυτό έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, να ενημερωθεί για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και να συγκατατεθεί ή όχι στην παράδοσή του.

101. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, το σύστημα που καθιερώνεται με την απόφαση-πλαίσιο προβλέπει διαδικασίες σε περίπτωση ελλιπών ή ελλειπουσών πληροφοριών. Οι διαδικασίες αυτές αφορούν τους διάφορους συμμετέχοντες στη διαδικασία εκδόσεως, ήτοι το κράτος μέλος εκδόσεως, το κράτος μέλος εκτελέσεως και τον καταζητούμενο, κατά τρόπο που εξασφαλίζει στον καθένα εξ αυτών τον σεβασμό των προνομίων τους ή των δικαιωμάτων τους, μέσω ενός «ελέγχου» που φιλοδοξεί να είναι πολύπλευρος, ώστε να μην υπονομεύει την αποτελεσματικότητα του συστήματος.

102. Το κράτος μέλος εκδόσεως μπορεί έτσι ανά πάσα στιγμή, με πρωτοβουλία του, να διαβιβάσει όλες τις επιπλέον χρήσιμες πληροφορίες στη δικαστική αρχή εκτελέσεως, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου.

103. Το δε κράτος μέλος εκτελέσεως έχει την ευχέρεια, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, εφόσον κρίνει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος εκδόσεως είναι ανεπαρκή ή ελλιπή, να ζητήσει την προσκόμιση των συμπληρωματικών πληροφοριών που κρίνει αναγκαίες για να μπορέσει να εκδώσει απόφαση επί της παραδόσεως του ενδιαφερομένου (50). H επικοινωνία αυτή μεταξύ των δικαστικών αρχών εκδόσεως και εκτελέσεως αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της δικαστικής συνεργασίας που είναι η βάση του συστήματος της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (51).

104. Τονίζω ότι, στο απλουστευμένο σύστημα παραδόσεως καταζητουμένων το οποίο καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο, το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής αντιστοιχεί σε πληροφοριακά στοιχεία τα οποία αποσκοπούν στην παροχή των ελάχιστων τυπικών πληροφοριών που είναι αναγκαίες προκειμένου να δοθεί στις δικαστικές αρχές εκτελέσεως η δυνατότητα να προβούν σύντομα σε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, εκδίδοντας επειγόντως την απόφασή τους σχετικά με την παράδοση. Μόνον εφόσον η δικαστική αρχή εκτελέσεως κρίνει ότι δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία τυπικά στοιχεία θα καταφύγει, σε τελευταίο στάδιο, στην διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2 (52).

105. Η θέση του καταζητουμένου είναι ιδιαίτερα σημαντική, ιδίως όταν οι αρμόδιες αρχές εκδόσεως και εκτελέσεως δεν αντιλήφθηκαν (ή δεν μπορούσαν ίσως να έχουν αντιληφθεί) μια τέτοια πλημμέλεια.

106. Το πρόσωπο αυτό απολαύει εγγυήσεων κατά τη διαδικασία παραδόσεως οι οποίες του επιτρέπουν να προστατεύσει τα δικαιώματά του και να επικαλεστεί τις ενδεχόμενες παρατυπίες του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

107. Σημειώνω εδώ ότι, μολονότι οι υποχρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται στα κράτη μέλη με την απόφαση-πλαίσιο είναι κατά κύριο λόγο δικονομικής φύσεως, τούτο επ’ ουδενί σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν συνέταξε την απόφαση-πλαίσιο. Υπάρχουν μάλιστα πλείονες ενδείξεις περί του αντιθέτου (53).

108. Επομένως, η απόφαση πλαίσιο περιλαμβάνει ρητές αναφορές στα εν λόγω δικαιώματα. Τούτο προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 12 και 13. Επί της ουσίας, το άρθρο 1, παράγραφος 3, ορίζει ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο νυν άρθρο 6 ΣΕΕ. Επιπλέον, ο σεβασμός του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης] επιβάλλεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, στα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, στα δικαιοδοτικά τους όργανα, όταν αυτά θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, όπως συμβαίνει όταν η δικαστική αρχή εκδόσεως και η δικαστική αρχή εκτελέσεως εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται σε εκτέλεση της αποφάσεως‑πλαισίου (54).

109. Η απόφαση-πλαίσιο περιλαμβάνει επίσης ορισμένες ειδικές διατάξεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων του καταζητουμένου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας παραδόσεως, ο Ευρωπαίος νομοθέτης μερίμνησε να εξασφαλίσει τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως στο κράτος μέλος εκτέλεσης κατά τρόπον ώστε να μη διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (55)

110. Ο καταζητούμενος έχει το δικαίωμα, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, να πληροφορηθεί την ύπαρξη και το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Επιπλέον, το άρθρο 11, παράγραφος 2, και το άρθρο 13, παράγραφος, 2, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπουν ότι ο καταζητούμενος έχει το δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη και όταν συγκατατίθεται στην παράδοσή του και, ενδεχομένως, όταν παραιτείται από τον κανόνα της ειδικότητας. Εξάλλου, βάσει των άρθρων 14 και 19 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ο καταζητούμενος, όταν δεν συναινεί στην παράδοσή του και εκκρεμεί εις βάρος του εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος στο πλαίσιο ποινικής διώξεως, έχει δικαίωμα ακροάσεως από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε συμφωνία με τη δικαστική αρχή εκδόσεως (56).

111. Από τις πληροφορίες που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ο ΙΚ δεν αγνοούσε ούτε την ύπαρξη ούτε τη διάρκεια της ποινής του, περιλαμβανομένης της παρεπόμενης ποινής. Ο δικηγόρος του ισχυρίστηκε μάλιστα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η παράδοσή του αποφασίστηκε από το rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), αλλά και ότι δεν προέβαλε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού τη μη αναγραφή της παρεπόμενης ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

112. Επομένως, ο IK είχε κάθε δυνατότητα να προβάλει την παρατυπία του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως κατά τη διαδικασία παραδόσεως. Εξάλλου, εξαιρουμένων ορισμένων γενικών αναφορών στα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 6 ΕΣΔΑ και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, ο ΙΚ δεν επικαλέστηκε, ούτε στις γραπτές παρατηρήσεις του, ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οποιαδήποτε παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατά τη διαδικασία παραδόσεως ή και πέραν αυτής.

113. Επανέρχομαι τώρα στην εικόνα του «κύκλου» που χρησιμοποίησα ανωτέρω (σημείο 83) προκειμένου να περιγράψω το πεδίο εφαρμογής και τα αποτελέσματα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και της διαδικασίας παραδόσεως.

114. Στην παρούσα υπόθεση, όταν άνοιξε ο κύκλος αυτός με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για την παράδοση του ΙΚ και αυτός συνελήφθη, είχε την ευκαιρία να επικαλεστεί τη μη αναγραφή της παρεπόμενης ποινής στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Εφόσον ο ΙΚ δεν την προέβαλε κατά τη διαδικασία εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ο κύκλος έκλεισε με την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος και την παράδοσή του στις βελγικές αρχές. Επομένως, ο ΙΚ δεν είναι πλέον σε θέση να επικαλείται την τυπική αυτή πλημμέλεια τρία χρόνια αργότερα, κατά τη διεξαγωγή διαδικασίας η οποία ουδόλως συνδέεται με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και συνίσταται στον καθορισμό της διαδικασίας εκτελέσεως της παρεπόμενης ποινής.

115. Η αποδοχή του αντιθέτου θα υπερέβαινε τα όρια της διαδικασίας παραδόσεως καθώς και το πεδίο εφαρμογής της δικαστικής αποφάσεως την οποία εκτελεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

116. Ομοίως, απορρίπτω και την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ενημερώνει τη δικαστική αρχή εκτελέσεως περί της υπάρξεως της παρεπόμενης ποινής μέσω της διαδικασίας του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου.

117. Κατά τη γνώμη μου, η λύση αυτή προσκρούει τόσο στο σύστημα παραδόσεως που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο, όσο και στο γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 3.

118. Συγκεκριμένα, ο τίτλος του άρθρου 15 είναι σαφής: η διαδικασία αυτή επιπλέον πληροφοριών εφαρμόζεται ενόψει της εκδόσεως της αποφάσεως παραδόσεως. Εξάλλου, το άρθρο αυτό εντάσσεται στο κεφάλαιο 2 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Διαδικασία παράδοσης». Επομένως, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να παρέχει στη δικαστική αρχή εκδόσεως τη δυνατότητα να αποκτήσει τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να εγκρίνει την παράδοση. Η επέκταση της διαδικασίας αυτής πέραν της διαδικασίας παραδόσεως θα αντέβαινε στο ότι το σύστημα που θέσπισε η απόφαση-πλαίσιο i) έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής ως εκ του άρθρου 1, παράγραφος 1, αυτής, και ii) φιλοδοξεί να είναι ταχύ και αποτελεσματικό. Η διαιώνιση τυχόν ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των δικαστικών αρχών εκδόσεως και εκτελέσεως ακόμη και έτη μετά την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μου φαίνεται άσκοπη και ενδεχομένως επιζήμια για την αποτελεσματικότητα του συστήματος.

119. Συνάγεται από τα ανωτέρω ότι το σύστημα που καθιερώθηκε με την απόφαση-πλαίσιο δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση της εκτελέσεως εθνικής παρεπόμενης ποινής λόγω μη αναγραφής της στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που έχει εκτελεστεί.

120. Για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην απόφαση-πλαίσιο η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο Δικαστήριο ότι, εφόσον το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδόθηκε μόνον για την κύρια ποινή και η απόφαση περί παραδόσεως αφορά μόνον την ποινή αυτή, μόνον η ποινή αυτή μπορεί να εκτελεστεί από το κράτος εκδόσεως. Θεωρώ ότι στηρίζεται σε προσέγγιση της διαδικασίας εκδόσεως και της εθνικής κυριαρχίας κατά την οποία το αιτούν κράτος δεν μπορεί να υπερβεί τα στοιχεία που καλύπτει η συγκατάθεση του κράτους από το οποίο ζητείται η παράδοση. Ωστόσο, στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σε συνθήκες όπου επικρατεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη, δεν πρόκειται πλέον για ζήτημα επικοινωνίας δύο κυρίαρχων κρατών, του αιτούντος κράτους και του κράτους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, τα οποία ενεργούν αυτοτελώς (57). Αντιθέτως, πρόκειται για καλόπιστη συνεργασία προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της αποφάσεως-πλαισίου, οι οποίοι συγκλίνουν στην ταχεία και αποτελεσματική παράδοση των καταζητουμένων.

121. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα που του υποβλήθηκαν, ότι η μη αναγραφή παρεπόμενης ποινής (όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση) στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει του οποίου έγινε η παράδοση του ενδιαφερομένου δεν εμποδίζει την εκτέλεση της ποινής αυτής εφόσον επιβλήθηκε σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές διατάξεις.

 Πρόταση

122. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Hof van Cassatie (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βέλγιο) ως εξής:

1.      Παρεπόμενη ποινή, όπως η επίμαχη στην παρούσα απόφαση, πρέπει να αναγραφεί στο τετραγωνίδιο γʹ, σημείο 2, του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009.

2.      Η μη αναγραφή παρεπόμενης ποινής (όπως η επίμαχη στην παρούσα απόφαση) στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει του οποίου έγινε η παράδοση του ενδιαφερομένου δεν εμποδίζει την εκτέλεση της ποινής αυτής εφόσον επιβλήθηκε σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές διατάξεις.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση-πλαίσιο της 13ης Ιουνίου 2002 (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).


3      Είναι σαφές ότι κανείς εκ των λόγων αυτών δεν ισχύει εν προκειμένω.


4      Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ο εκπρόσωπος του ΙΚ επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 4α δεν εφαρμοζόταν εν προκειμένω.


5      Ευρωπαϊκή σύμβαση εκδόσεως, υπογραφείσα στο Παρίσι, στις 13 Δεκεμβρίου 1957 (στο εξής: σύμβαση του 1957).


6      Σύμβαση η οποία καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπογραφείσα στις 27 Σεπτεμβρίου 1996 (ΕΕ 1996, C 313, σ. 11, στο εξής: σύμβαση του 1996).


7      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2017, Ardic (C‑571/17 PPU, EU:C:2017:1026, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8      Βλ. Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, ιδίως σημείο 35.


9      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως-πλαισίου.


10      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως-πλαισίου.


11      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Advocaten voor de Wereld (C‑303/05, EU:C:2006:552, σημείο 43).


12      Συνεπώς, ο παλαιός αυτός λόγος αρνήσεως εκδόσεως δεν επαναλαμβάνεται στην απόφαση-πλαίσιο. Βλ. πρόταση αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες μεταξύ κρατών μελών [COM(2001) 522 τελικό], σημείο 4.5 (στο εξής: πρόταση αποφάσεως-πλαισίου).


13      Άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου.


14      Άρθρα 3, 4 και 4α της αποφάσεως-πλαισίου.


15      Βλ. ευρωπαϊκό εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 8216/1/08 REV 1 COPEN 70 EJN 26 EUROJUST 31 (στο εξής: εγχειρίδιο), σ. 4. Προσυπογράφω πλήρως την προσέγγιση του μακαρίτη φίλου και συναδέλφου μου Ruiz-Jarabo Colomer, ο οποίος τόνισε, στις προτάσεις του στην υπόθεση Advocaten voor de Wereld (C‑303/05, EU:C:2006:552, σημείο 41), ότι «η μετάβαση από την έκδοση στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως συνιστά κοπερνίκεια επανάσταση. Είναι προφανές ότι τόσο η έκδοση όσο και το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό που είναι η παράδοση ενός κατηγορουμένου ή ενός καταδικασθέντος στις αρχές ενός άλλου κράτους προκειμένου να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του· ωστόσο, στο σημείο αυτό τελειώνουν οι ομοιότητες».


16      Απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Advocaten voor de Wereld (C‑303/05, EU:C:2007:261, σκέψη 28).


17      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 36).


18      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 36).


19      Βλ. συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε.


20      Άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.


21      Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως-πλαισίου και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:644, σημείο 42).


22      Πρόταση αποφάσεως-πλαισίου, σημείο 2.


23      Άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.


24      Άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου.


25      Zaïri, A., Le principe de la spécialité de l'extradition au regard des droits de l'homme, LGDJ, Παρίσι, 1992, σ. 30.


26      Blekxtoon, R., «Commentary on an Article by Article basis», Handbook on the European Arrest Warrant, TMC Asser Press, the Hague, 2005, σ. 261.


27      Πρόταση της αποφάσεως-πλαισίου, σημείο 4.5, υπό 6, και άρθρο 41 της προταθείσας αποφάσεως-πλαισίου.


28      Σημειώνω εδώ τη μετάβαση από τη διατύπωση που αφορά τις ποινικές διώξεις για «πράξεις» που τελέστηκαν πριν από την παράδοση, η οποία χρησιμοποιείται στις Συμβάσεις του 1957 και του 1996, στη διατύπωση σχετικά με τις ποινικές διώξεις «για άλλες αξιόποινες πράξεις» στην απόφαση-πλαίσιο. Η νομολογία είχε ήδη την ευκαιρία να ερμηνεύσει την έννοια αυτή της «άλλης αξιόποινης πράξεως» από εκείνη που αιτιολόγησε την παράδοση. Επομένως, στην απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2008, Leymann και Pustovarov (C‑388/08 PPU, EU:C:2008:669, σκέψη 57), το Δικαστήριο έκρινε ότι για να προσδιοριστεί αν πρόκειται ή όχι για άλλη παράβαση πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοση, πρέπει να εξακριβώνεται αν τα στοιχεία που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη νομική περιγραφή της εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, είναι εκείνα για τα οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος και αν υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των περιλαμβανομένων στο ένταλμα συλλήψεως στοιχείων και εκείνων της μεταγενέστερης διαδικαστικής πράξεως. Μεταβολές όσον αφορά τον χρόνο και τον τόπο είναι αποδεκτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι απορρέουν από στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος σχετικά με τις πράξεις που περιγράφονται στο ένταλμα συλλήψεως, ότι δεν αλλοιώνουν τη φύση της αξιόποινης πράξεως και ότι δεν συνεπάγονται λόγο μη εκτελέσεως βάσει των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου.


29      Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2008, Leymann και Pustovarov (C‑388/08 PPU, EU:C:2008:669, σκέψεις 43 και 44).


30      Βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2017, Ardic (C‑571/17 PPU, EU:C:2017:1026, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31      Απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, JZ (C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32      Από το λατινικό poena, ποινή, τιμώρηση, τιμωρία, και το αρχαιοελληνικό «ποινή». Ο όρος «ποινή» σήμαινε την τιμωρία για έγκλημα και χρησιμοποιείτο ήδη από τον Όμηρο, με την έννοια «τίμημα του αίματος» (Ιλιάδα, 14.483).


33      Βλ. τετραγωνίδιο γʹ του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου.


34      Άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου. Η πρόταση αποφάσεως-πλαισίου διευκρινίζει ότι το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κειμένου αφορά την παράδοση προσώπου το οποίο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα από κράτος μέλος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας ίσης ή ανώτερης των τεσσάρων μηνών (βλ. σημείο 4.5).


35      Απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, JZ (C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψη 54).


36      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Απριλίου 2010, Villa κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2010:0420JUD001967506, § 43 και 44).


37      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 36).


38      Βλ. εγχειρίδιο, παράρτημα ΙΙΙ.


39      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, άρθρο 2, παράγραφος 1, και άρθρο 8, παράγραφος 8, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου και σημείο βʹ, υπό 1 και 2, και σημείο γʹ, υπό 1 και 2, του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου.


40      Βλ. πρόταση της αποφάσεως-πλαισίου, σημείο 4.5.


41      Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της αποφάσεως-πλαισίου.


42      Αυτή φαίνεται να είναι η προσέγγιση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου του Βελγίου στην απόφασή του (δεύτερο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1975. Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Ιουνίου 1982, Van Droogenbroeck κατά Βελγίου (ECLI:CE:ECHR:1983:0425JUD000790677, § 39 και 40).


43      Βλ. εγχειρίδιο, σ. 60.


44      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-DogiBob-DogiBob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385).


45      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 64).


46      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 64 έως 66).


47      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:131, σημείο 109).


48      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733 σκέψεις 37 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49      Η πτυχή αυτή αναδεικνύεται από το παράρτημα ΙΙΙ του εγχειριδίου, το οποίο αναφέρει ότι το τετραγωνίδιο γʹ «αποβλέπει στην καταγραφή υπερβάσεων από το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως των ορίων των ποινών».


50      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 91), και της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 60).


51      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Ardic (C‑571/17 PPU, EU:C:2017:1013, σημείο 81).


52      Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψεις 59 και 61).


53      Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στην υπόθεση Radu (C‑396/11, EU:C:2012:648, σημεία 36 έως 39).


54      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 34).


55      Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Radu (C‑396/11, EU:C:2013:39, σκέψη 41).


56      Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Radu (C‑396/11, EU:C:2013:39, σκέψεις 41 και 42).


57      Στο πλαίσιο αυτό, υπό το παλαιό καθεστώς εκδόσεως, το αιτούν κράτος ζητεί τη συνεργασία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, το οποίο αποφασίζει κατά περίπτωση αν θα κάνει δεκτό ή όχι το σχετικό αίτημα λαμβάνοντας υπόψη λόγους που βαίνουν πέραν των αυστηρώς νομικών πλαισίων και υπεισέρχονται στη σφαίρα των διεθνών σχέσεων όπου η αρχή της σκοπιμότητας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο». Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer επί της υποθέσεως Advocaten voor de Wereld (C‑303/05, EU:C:2006:552, σημεία 42 έως 45).